Language of document : ECLI:EU:T:2019:526

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2019 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που εφάρμοσε παράνομα η Γαλλία μεταξύ 1994 και 2008 – Επιδοτήσεις επενδύσεων που χορηγήθηκαν από την STIF-IDF – Απόφαση κηρύσσουσα το καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά – Πλεονέκτημα – Αντιστάθμιση των δαπανών που είναι συμφυείς με την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑738/17,

Syndicat Transport Île de France (STIF-IDF), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενο από τους B. Le Bret και C. Rydzynski, δικηγόρους,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις L. Armati, C. Georgieva-Kecsmar και τον T. Maxian Rusche,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2017/1470 της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων SA.26763 2014/C (πρώην 2012/NN) που εφάρμοσε η Γαλλία υπέρ των επιχειρήσεων μεταφορών με λεωφορεία στην Περιφέρεια Île‑de‑France (ΕΕ 2017, L 209, σ. 24),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius και U. Öberg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το προσφεύγον, Syndicat Transport Île de France (STIF-IDF) (σωματείο μεταφορών της περιφέρειας Île‑de‑France), είναι δημόσιος διοικητικός οργανισμός που συστάθηκε με την ordonnance no 59-151, du 7 janvier 1959, relative à l’organisation des transports de voyageurs dans la région parisienne (διάταξη αριθ. 59-151 της 7ης Ιανουαρίου 1959, για την οργάνωση των επιβατικών μεταφορών στην περιοχή του Παρισιού) (JORF της 10ης Ιανουαρίου 1959, σ. 696), όπως τροποποιήθηκε.

2        Ως οργανώτρια αρχή τακτικών δημόσιων μεταφορών στην περιφέρεια Île‑de‑France (Γαλλία), το προσφεύγον συντονίζει και χρηματοδοτεί τις υπηρεσίες δημόσιων μεταφορών που παρέχει η Régie autonome des transports parisiens (RATP) (αυτόνομος οργανισμός μεταφορών Παρισιού), η Société nationale des chemins de fer français (SNCF) (δημόσια επιχείρηση γαλλικών σιδηροδρόμων) και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο δίκτυο της επαγγελματικής οργάνωσης μεταφορών στην περιφέρεια Île‑de‑France (Optile).

3        Με την απόφαση 2006/1161 της 13ης Δεκεμβρίου 2006, το προσφεύγον προέβλεψε δύο είδη διαδοχικών συμβάσεων, με σκοπό τον καθορισμό νέας συμβατικής οργάνωσης για όλες τις γραμμές τακτικών συγκοινωνιών στην περιφέρεια Île‑de‑France. Οι συμβάσεις τύπου 1 συνάπτονταν για μέγιστη περίοδο τεσσάρων ετών, από το 2007 έως το 2010 ή το 2011, και οι συμβάσεις τύπου 2 (στο εξής: CT 2) για την υπόλοιπη περίοδο, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016.

4        Οι συμβάσεις CΤ 2 αποτελούσαν αντικείμενο διμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ του προσφεύγοντος και των ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασκούσαν δραστηριότητες τακτικών δημοσίων μεταφορών στην περιφέρεια Île‑de‑France (στο εξής: τελικοί δικαιούχοι). Ήταν δυνατό να συναφθούν πλείονες συμβάσεις CT 2 μεταξύ του προσφεύγοντος και της ίδιας επιχείρησης. Έκαστη σύμβαση CT 2 προέβλεπε, στο άρθρο 53-3, την καταβολή χρηματικής συνεισφοράς από το προσφεύγον στην υπογράφουσα εταιρία, ως αντιστάθμιση για την εκτέλεση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες αναλάμβανε η ως άνω εταιρία, δυνάμει του άρθρου 5-2 της σύμβασης CT 2.

5        Το καλούμενο μέρος C2 των χρηματοδοτικών συνεισφορών που καταβλήθηκαν από το προσφεύγον στους τελικούς δικαιούχους στο πλαίσιο των συμβάσεων CT 2 προοριζόταν να καλύψει όλες τις επενδυτικές δαπάνες στις οποίες θα υποβάλλονταν οι δικαιούχοι αυτοί προς εκτέλεση επενδυτικού σχεδίου που είχε προηγουμένως εγκριθεί από το προσφεύγον.

6        Στις 17 Οκτωβρίου 2008 υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγγελία σχετικά με ενδεχομένως παράνομα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων τα οποία συνίσταντο σε μέτρα στήριξης που είχαν εφαρμόσει υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων μεταφορών με λεωφορεία η περιφέρεια Île‑de‑France, στην περιοχή αρμοδιότητάς της κατά την περίοδο 1994 έως 2008, και στη συνέχεια το προσφεύγον από το 2008 και εφεξής, ιδίως υπό τη μορφή συνεισφορών C2 που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των συμβάσεων CT 2.

7        Με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2014, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Με τη δημοσίευση της απόφασης αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, C 141, σ. 38), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίμαχων μέτρων ενίσχυσης.

8        Στις 30 Απριλίου 2014 η Γαλλική Δημοκρατία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή. Όλες οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων και από το προσφεύγον, κοινοποιήθηκαν στη Γαλλική Δημοκρατία, η οποία δεν προέβη σε κανένα σχόλιο.

9        Στις 21 Ιουνίου 2016 περιήλθε στην Επιτροπή κοινό σημείωμα με το οποίο τέσσερα από τα επτά ενδιαφερόμενα μέρη διευκρίνιζαν τη θέση τους κατόπιν της έκδοσης της απόφασης της 6ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Andersen (C‑303/13 P, EU:C:2015:647). Στις 9 Νοεμβρίου 2016 η περιφέρεια Île‑de‑France συμπλήρωσε τις παρατηρήσεις της.

10      Στις 2 Φεβρουαρίου 2017 η Επιτροπή περάτωσε την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/1470, σχετικά με τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων SA.26763 2014/C (πρώην 2012/NN) που εφάρμοσε η Γαλλία υπέρ των επιχειρήσεων μεταφορών με λεωφορεία στην περιφέρεια Île‑de‑France (ΕΕ 2017, L 209, σ. 24, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

11      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε μεταξύ άλλων ότι το καθεστώς ενισχύσεων που αποτελούνταν από συνεισφορές C2, οι οποίες είχαν χορηγηθεί από το προσφεύγον για την κάλυψη των επενδυτικών δαπανών που πραγματοποίησαν οι τελικοί δικαιούχοι προς εκτέλεση της σύμβασης CT 2 (στο εξής: επίδικο καθεστώς ενισχύσεων), ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά. Κατέληξε, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι, εφόσον οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων δεν είχαν κοινοποιηθεί και έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως «νέες ενισχύσεις», το εν λόγω καθεστώς είχε τεθεί παρανόμως σε εφαρμογή, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

12      Τα άρθρα 3 και 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο 3

Το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόστηκε παράνομα από τη [Γαλλική Δημοκρατία] υπό τη μορφή των συνεισφορών C2 οι οποίες χορηγήθηκαν από το STIF στο πλαίσιο [των συμβάσεων] CT 2 είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Νοεμβρίου 2017, το προσφεύγον άσκησε, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την υπό κρίση προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

14      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον κατά το μέτρο που η Επιτροπή χαρακτήρισε τις συνεισφορές C2 που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των συμβάσεων CT 2 ως «καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόστηκε παράνομα»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

16      Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ζητεί να απορριφθεί η προσφυγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος.

17      Το προσφεύγον αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι, παρότι δεν είναι ο αποδέκτης της προσβαλλόμενης απόφασης, παραδεκτώς υποβάλλει την υπό κρίση προσφυγή.

18      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να εκτιμήσει εάν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, λόγοι ορθής απονομής της δικαιοσύνης δικαιολογούν την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψεις 51 και 52, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, Brouillard κατά Δικαστηρίου, T‑420/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:633, σκέψη 18).

19      Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει να εξετάσει ευθύς εξ αρχής το βάσιμο της προσφυγής, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού της.

 Επί της ουσίας

20      Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγον προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληρούσε το τέταρτο από τα κριτήρια που αναφέρονται στις σκέψεις 88 έως 93 της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415) (στο εξής: κριτήρια Altmark), και, ως εκ τούτου, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και βασίζεται στον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους διαπίστωσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληρούσε το τέταρτο κριτήριο Altmark.

21      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου και πρέπει, ως εκ τούτου, να εξετάζεται αυτοτελώς η ανακρίβεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ο έλεγχος της οποίας εμπίπτει στην εξέταση του βασίμου της απόφασης αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67, και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑66/02, EU:C:2005:768, σκέψη 26).

22      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, καθόσον επιδιώκει να στοιχειοθετήσει παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, πρέπει να εξετασθεί πριν από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 Επί της παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης

23      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληρούσε το τέταρτο κριτήριο Altmark.

24      Ειδικότερα, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark δεν συνάδει με τη διαπίστωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου κριτηρίου Altmark, ότι δεν υπήρξε υπεραντιστάθμιση. Κατά το προσφεύγον, η απουσία υπεραντιστάθμισης συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι συνεισφορές C2 αντιπροσωπεύουν το μικρότερο κόστος για το κοινωνικό σύνολο και ότι πληρούται το τέταρτο κριτήριο Altmark.

25      Το προσφεύγον εκτιμά επίσης ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί το δείγμα των επιχειρήσεων που επιλέχθηκε με σκοπό τη συγκριτική ανάλυση των δαπανών δεν ήταν αντιπροσωπευτικό των επιχειρήσεων με χρηστή διαχείριση κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415). Στην αιτιολογική σκέψη 220 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ισχυρίστηκε, παρά τα αποδεικτικά στοιχεία που περιήλθαν στη γνώση της, ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το δείγμα που επελέγη από το STIF είναι αντιπροσωπευτικό επιχειρήσεων με χρηστή διαχείριση».

26      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Υπενθυμίζει ότι τα τέσσερα κριτήρια Altmark είναι αυτοτελή. Επιπλέον, θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και, ιδίως, η ανάλυση του τέταρτου κριτηρίου της απόφασης Altmark είναι επαρκώς αιτιολογημένες.

27      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι νομικές πράξεις αιτιολογούνται. Επιπλέον, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

28      Εξάλλου, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης» απαιτείται να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, η διάταξη αυτή προβλέπει ως προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη πλεονεκτήματος που έχει παρασχεθεί σε επιχείρηση (πρβλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, EasyPay και Finance Engineering, C‑185/14, EU:C:2015:716, σκέψεις 35 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, δεν εμπίπτει στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ η κρατική παρέμβαση υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων που θεωρείται ως αντιστάθμιση η οποία συνιστά αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέχονται από τις επιχειρήσεις αυτές για την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, με συνέπεια οι εν λόγω επιχειρήσεις να μην αποκομίζουν, στην πράξη, κανένα οικονομικό πλεονέκτημα και η παρέμβαση αυτή να μην περιάγει συνεπώς τις οικείες επιχειρήσεις σε ευνοϊκότερη θέση από άποψη ανταγωνισμού έναντι των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, EasyPay και Finance Engineering, C‑185/14, EU:C:2015:716, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Ωστόσο, για να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση μια τέτοια αντιστάθμιση, σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια Altmark.

31      Επομένως, πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες. Δεύτερον, οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί εκ των προτέρων, κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή. Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Τέταρτον, το επίπεδο της απαραίτητης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει ανάλυσης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που επιβάλλονται σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές.

32      Ως εκ τούτου, κρατική παρέμβαση η οποία δεν πληροί ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια που απαριθμούνται στην παράγραφο 31 ανωτέρω μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 94).

33      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, αντίθετα με όσα προβάλλει το προσφεύγον, η Επιτροπή έχει επαρκώς διευκρινίσει στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληρούσε το τέταρτο κριτήριο Altmark. Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 220 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε ότι, μολονότι η συγκριτική ανάλυση των δαπανών που πραγματοποιήθηκε από το προσφεύγον πριν από τη σύναψη των συμβάσεων CT 2 βασίζεται σε επακριβή αριθμητικά στοιχεία και αντικατοπτρίζει διεξοδική γνώση της αγοράς των επιβατικών μεταφορών, εντούτοις σκοπός της ανάλυσης αυτής ήταν να προσδιοριστούν οι μεταβλητές που αφορούν τη διαπραγμάτευση των λειτουργικών δαπανών και όχι να διασφαλιστεί ότι οι δαπάνες που καλύπτονται από τη συνεισφορά C2 αντιστοιχούσαν στις δαπάνες μιας μέσης επιχείρησης με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένης, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

34      Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, η συλλογιστική αυτή της Επιτροπής αποκαλύπτει με σαφή τρόπο τους λόγους στους οποίους θεμελιώνεται το συμπέρασμά της ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληρούσε το τέταρτο κριτήριο Altmark.

35      Επιπλέον, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί το δείγμα των επιχειρήσεων που επιλέχθηκε με σκοπό τη συγκριτική ανάλυση των δαπανών δεν ήταν αντιπροσωπευτικό των επιχειρήσεων με χρηστή διαχείριση κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η Επιτροπή διαπίστωσε, επί της ουσίας, στην αιτιολογική σκέψη 220 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν υπήρχε στον φάκελο της υπόθεσης κανένα στοιχείο βάσει του οποίου μπορούσε να συμπεράνει ότι το δείγμα αυτό ικανοποιούσε ένα τέτοιο κριτήριο και το προσφεύγον δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση σχετικά με τα στοιχεία που προσκόμισε κατά τη διοικητική διαδικασία.

36      Ειδικότερα, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε σε απάντηση της απόφασης της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, το προσφεύγον δήλωσε απλώς ότι η συγκριτική ανάλυση των δαπανών είχε διενεργηθεί σε σχέση με τις «επαρχιακές εταιρείες στις οποίες ανατέθηκαν συμβάσεις κατόπιν διαγωνισμού», και στη συνέχεια χαρακτήρισε τις επιχειρήσεις αυτές ως «επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένης», χωρίς να παράσχει καμία διευκρίνιση ως προς τα στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι προέβη σε συνοπτική μόνο ανάλυση του ζητήματος μήπως το δείγμα των επιχειρήσεων που επέλεξε το προσφεύγον για τους σκοπούς της συγκριτικής ανάλυσης των δαπανών δεν ήταν αντιπροσωπευτικό των επιχειρήσεων με χρηστή διαχείριση κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

38      Όσον αφορά τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος που αντλούνται από τη φερόμενη ασυνέπεια του σκεπτικού της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να υπομνησθεί ότι το τρίτο και το τέταρτο κριτήριο Altmark σαφώς και έχουν στενή σχέση καθόσον έκαστο απαιτεί να προσδιορίζονται οι δαπάνες, τα έσοδα και τα κέρδη που σχετίζονται με την εκτέλεση της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑289/03, EU:T:2008:29, σκέψη 246).

39      Ωστόσο, η ύπαρξη της στενής αυτής σχέσης δεν εμποδίζει τα κριτήρια Altmark να διακρίνονται μεταξύ τους, πρέπει δε τα κριτήρια αυτά να πληρούνται σωρευτικώς για να μη χαρακτηριστεί η αντιστάθμιση ως κρατική ενίσχυση (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Abertis Telecom Terrestre και Telecom Castilla-La Mancha κατά Επιτροπής, T‑37/15 και T‑38/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:743, σκέψη 76).

40      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δεν ανέλυσε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων υπό το πρίσμα του τρίτου κριτηρίου Altmark. Στην αιτιολογική σκέψη 218 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε απλώς ότι, δεδομένης της συμμόρφωσης των συνεισφορών C2 προς το πρώτο κριτήριο Altmark, απέμενε να αξιολογηθεί η συμμόρφωσή τους προς το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο κριτήριο Altmark και ότι, καθόσον τα κριτήρια έχουν σωρευτικό χαρακτήρα, η ίδια θα περιοριζόταν στο να αποδείξει ότι δεν ικανοποιούνταν το τέταρτο κριτήριο, προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω συνεισφορές παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα, πριν καταλήξει, εκ των πραγμάτων, στο συμπέρασμα αυτό στην αιτιολογική σκέψη 221 της προσβαλλόμενης απόφασης.

41      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με την αντιφατική εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά, αφενός, το τρίτο κριτήριο Altmark και, αφετέρου, το τέταρτο κριτήριο Altmark βασίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης απόφασης και, επομένως, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

42      Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

43      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της εκτίμησης του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων υπό το πρίσμα του τέταρτου κριτηρίου Altmark

44      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλείονα νομικά σφάλματα και σφάλματα εκτιμήσεως, στο πλαίσιο της εξέτασης του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων υπό το πρίσμα του τέταρτου κριτηρίου Altmark.

45      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

46      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το τέταρτο κριτήριο Altmark, όταν η επιλογή της επιχείρησης στην οποία πρέπει να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει συγκριτικής ανάλυσης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 93).

47      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν πληρούνταν το τέταρτο κριτήριο Altmark. Ειδικότερα, έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το ποσό των συνεισφορών C2 που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων δεν είχε υπολογιστεί βάσει συγκριτικής ανάλυσης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια επιχείρηση με χρηστή διαχείριση κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), προκειμένου να παράσχει όμοιες υπηρεσίες.

48      Το προσφεύγον ισχυρίζεται, πρώτον, ότι, σε αντίθεση με το συμπέρασμα της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση, το δείγμα των επιχειρήσεων που χρησιμοποίησε για τη συγκριτική ανάλυση των δαπανών ήταν δείγμα αντιπροσωπευτικό επιχειρήσεων με χρηστή διαχείριση κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415). Κατά το προσφεύγον, το δείγμα αυτό περιλάμβανε, εκτός από τους μεταφορείς με τους οποίους είχε συνάψει συμβάσεις τύπου 1, επιχειρήσεις δημόσιων μεταφορών στις οποίες είχαν ανατεθεί, κατόπιν διαδικασίας ανοικτού, διαφανούς και άνευ διακρίσεων διαγωνισμού, συγκρίσιμα δημόσια καθήκοντα εκτός της περιφέρειας Île‑de‑France.

49      Δεύτερον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε κρίνει ότι η συγκριτική ανάλυση των δαπανών μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι επενδυτικές δαπάνες τις οποίες ανέλαβαν οι τελικοί δικαιούχοι αντιστοιχούσαν σε εκείνες μιας μέσης επιχείρησης με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένης κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

50      Τρίτον, το προσφεύγον θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα εργαλεία και τις μεθόδους που αυτό χρησιμοποίησε πριν από τον καθορισμό του ύψους των συνεισφορών C2, προκειμένου να επαληθεύσει ότι το ποσό αυτό δεν υπερέβαινε το ποσό των δαπανών που αναλαμβάνει μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

51      Τέταρτον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έδωσε επαρκή σημασία στους εκ των υστέρων ελέγχους που το ίδιο διενήργησε στους τελικούς δικαιούχους. Συναφώς, διευκρινίζει ότι οι συμβάσεις CT 2 προέβλεπαν σύστημα διαρκούς ελέγχου των δαπανών στις οποίες προβαίνουν οι τελικοί δικαιούχοι, το οποίο παρείχε τη δυνατότητα επιβεβαίωσης της ύπαρξης, του εύρους και της συμμόρφωσης των οχημάτων των οποίων η αγορά χρηματοδοτήθηκε από τις συνεισφορές C2 καταβληθείσες στο πλαίσιο των συμβάσεων CT 2.

52      Πέμπτον, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη μελέτη αγοράς την οποία προσκόμισε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (παράρτημα A 7 του δικογράφου της προσφυγής), από την οποία προέκυπτε ότι η μέση χιλιομετρική επιβάρυνση των τελικών δικαιούχων ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν εκτός της περιφέρειας Île‑de‑France.

53      Η Επιτροπή δηλώνει ότι έλαβε προσηκόντως υπόψη τη συγκριτική ανάλυση των δαπανών που διενήργησε το προσφεύγον πριν από τη σύναψη των συμβάσεων CT 2. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης δεν μπορούσε να συναχθεί ότι το επιλεγέν από το προσφεύγον δείγμα ήταν αντιπροσωπευτικό μέσων επιχειρήσεων, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένων κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415). Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι μέσες τιμές επιδόσεων που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής δεν καθιστούσαν δυνατή τη διάκριση μεταξύ των δαπανών που συνδέονταν με τη λειτουργία του εξοπλισμού και των δαπανών που συνδέονταν με τις επενδύσεις σε αυτόν καθαυτόν τον ως άνω εξοπλισμό.

54      Συναφώς, κατά πρώτον, σημειώνεται ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν από το προσφεύγον πριν από τον καθορισμό του ύψους των συνεισφορών C2 για την ορθή διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων των συμβάσεων CT 2 και οι διάφοροι εκ των υστέρων έλεγχοι που διενήργησε το προσφεύγον για την επαλήθευση των επενδύσεων που πραγματοποίησαν οι τελικοί δικαιούχοι, δεν είναι λυσιτελείς ή, τουλάχιστον, επαρκείς προκειμένου να καθοριστεί, σύμφωνα με το τέταρτο κριτήριο Altmark, αν το ποσό της αντιστάθμισης προσδιορίστηκε με βάση τις δαπάνες στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

55      Πράγματι, τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν από το προσφεύγον αποσκοπούσαν αποκλειστικά στη διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής της διαπραγμάτευσης των συμβάσεων CT 2 και στον έλεγχο των πραγματικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκαν οι τελικοί δικαιούχοι. Ειδικότερα, το προσφεύγον διευκρινίζει, στα δικόγραφά του, ότι τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποίησε πριν από τον καθορισμό του ύψους των καταβληθεισών συνεισφορών C2 παρείχαν τη δυνατότητα να διενεργηθεί ανάλυση των δαπανών για κάθε επιδοτούμενο δίκτυο μεταφορών κατά τις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν στο πλαίσιο των συμβάσεων CT 2. Εντούτοις, δεν αποδεικνύει ότι τα ίδια αυτά εργαλεία του παρείχαν τη δυνατότητα να διασφαλίσει ότι το ύψος της αντιστάθμισης που καταβλήθηκε στους εν λόγω δικαιούχους συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που τίθενται από το τέταρτο κριτήριο Altmark. Όσον αφορά το σύστημα εκ των υστέρων ελέγχου που εφάρμοσε το προσφεύγον προκειμένου να διασφαλιστεί η παραγωγικότητα και η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από τους τελικούς δικαιούχους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είναι κρίσιμο προκειμένου να ελεγχθεί ότι το ποσό του μέρους C2 των συνεισφορών που καταβλήθηκαν πριν από τον έλεγχο αυτόν καθοριζόταν βάσει των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

56      Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται ότι το προσφεύγον δεν προσκομίζει άλλα αρκούντως ακριβή στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι διενήργησε τους απαραίτητους ελέγχους για να βεβαιωθεί ότι οι επιχειρήσεις αναφοράς που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της συγκριτικής ανάλυσης των δαπανών μπορούσαν να θεωρηθούν επιχειρήσεις με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένες, κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

57      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το προσφεύγον θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι, στον βαθμό που οι εγκατεστημένες εκτός της περιφέρειας Île‑de‑France επιχειρήσεις που επέλεξε για τη συγκριτική ανάλυση των δαπανών είχαν υποβληθεί σε διαδικασία διαγωνισμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις του loi no 93-122, du 29 janvier 1993, relative à la prévention de la corruption et à la transparence de la vie économique et des procédures publiques (νόμου αριθ. 93-122 της 29ης Ιανουαρίου 1993, σχετικά με την πρόληψη της διαφθοράς και τη διαφάνεια της οικονομικής ζωής και των δημόσιων διαδικασιών) (JORF της 30ής Ιανουαρίου 1993, σ. 1588, στο εξής: νόμος Sapin), πρέπει να θεωρηθούν εκ προοιμίου επιχειρήσεις με χρηστή διαχείριση κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

58      Πλην όμως, όπως προκύπτει από τη νομολογία, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η επιλογή της δικαιούχου επιχείρησης πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, το τέταρτο κριτήριο Altmark απαιτεί οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της αντιστάθμισης να βασίζονται στο παράδειγμα μιας μέσης επιχείρησης, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής, T‑125/12, EU:T:2015:687, σκέψη 82).

59      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αναζήτηση μιας τέτοιας επιχείρησης έχει σκοπό να επιτευχθεί το βέλτιστο του ποσού της αντιστάθμισης που θεωρείται αναγκαία για την εκπλήρωση της συνιστάμενης σε παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολής και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ληφθεί ως βάση αναφοράς κατά τον υπολογισμό του ποσού της αντιστάθμισης αυτής το υψηλό κόστος μιας μη αποδοτικής επιχείρησης.

60      Εν προκειμένω, μολονότι το προσφεύγον διευκρινίζει ότι θεμελίωσε τη συγκριτική ανάλυση δαπανών στις μέσες τιμές ή δείκτες επιχειρήσεων οι οποίες, πέραν της απλής συμμετοχής στους διαγωνισμούς που προβλεπόταν στο νόμο Sapin, συνήψαν συμβάσεις κατά το πέρας των διαγωνισμών αυτών, εντούτοις δεν παρέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις λεπτομέρειες των εν λόγω διαγωνισμών, αναφέροντας απλώς ότι ήταν παραπλήσιοι, λόγω αποτελεσμάτων και αντικειμένου, με τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων.

61      Ειδικότερα, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η διαδικασία διαγωνισμού που προβλέπεται στον νόμο Sapin είχε «αποδεδειγμένα θετικά αποτελέσματα ως προς τη μείωση των τιμών και τον έλεγχο του κόστους των [αναθέσεων δημόσιας υπηρεσίας] στους οικείους τομείς». Ωστόσο, δεν προσδιορίζει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο η ως άνω διαδικασία και, ειδικότερα, τα κριτήρια επιλογής που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτό καθιστούσαν δυνατό βαθμό ανταγωνισμού συγκρίσιμο με εκείνον που χαρακτηρίζει τις προσκλήσεις υποβολής προσφορών για την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων. Επιπλέον, δεν παρέχει καμία διευκρίνιση σχετικά με την προβαλλόμενη πτώση των τιμών και δεν εξηγεί πώς μια τέτοια μείωση θα του παρείχε τη βεβαιότητα ότι οι ανατεθείσες κατά το πέρας της προβλεφθείσας από τον νόμο Sapin διαδικασίας συμβάσεις εκτελέστηκαν από τις επιχειρήσεις στις οποίες είχαν ανατεθεί οι συμβάσεις αυτές με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κοινωνικό σύνολο.

62      Σε αυτό προστίθεται το γεγονός ότι τα δεδομένα που συνεκτιμήθηκαν από το προσφεύγον, ιδίως εκείνα που αφορούν το μέσο κόστος ανά χιλιόμετρο (παράρτημα Α 7 του δικογράφου της προσφυγής), δεν καθιστούν δυνατή τη διάκριση μεταξύ των επενδυτικών δαπανών, οι οποίες είναι οι μόνες κρίσιμες στο πλαίσιο σύγκρισης με το ποσό που χορηγείται βάσει της συνεισφοράς C2, και των λοιπών δαπανών των επιχειρήσεων που επελέγησαν για τους σκοπούς της συγκριτικής ανάλυσης των δαπανών. Συναφώς, το προσφεύγον επισημαίνει ότι «αναμφίβολα» οι αναλυθείσες συμβάσεις των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν εκτός της περιφέρειας Île‑de‑France δεν περιλάμβαναν όλες τις επενδυτικές δαπάνες και, ειδικότερα, την αγορά του τροχαίου υλικού.

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 220 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η συγκριτική ανάλυση δαπανών την οποία πραγματοποίησε το προσφεύγον αφορούσε κυρίως λειτουργικές μεταβλητές, όπως η εμπορική ταχύτητα των λεωφορείων ή ο αριθμός ωρών οδήγησης ανά όχημα, που ναι μεν ήταν χρήσιμες για τη διαπραγμάτευση των λειτουργικών δαπανών και τον ορισμό της συνεισφοράς C1 (που χορηγήθηκε επίσης στο πλαίσιο των συμβάσεων CT 2 και αποσκοπούσε ακριβώς στην αντιστάθμιση των αναληφθεισών λειτουργικών δαπανών), αλλά δεν καθιστούσαν δυνατό να διασφαλιστεί ότι οι επενδυτικές δαπάνες που καλύπτονταν από τη συνεισφορά C2 αντιστοιχούσαν σε εκείνες μιας μέσης επιχείρησης, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένης κατά την έννοια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415).

64      Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το προσφεύγον δεν δύναται να αποδειχθεί ότι η εκτίμηση της Επιτροπής που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ενέχει, υπό το πρίσμα του τέταρτου κριτηρίου Altmark, νομική πλάνη ή πλάνη εκτίμησης.

65      Καθόσον τα κριτήρια της απόφασης της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), είναι σωρευτικά, αρκούσε η Επιτροπή να αποδείξει ότι ένα μόνον από τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνταν, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στους τελικούς δικαιούχους και ότι συνιστούσε, ως εκ τούτου, καθεστώς κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

66      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

68      Επειδή το προσφεύγον ηττήθηκε και η Επιτροπή είχε διατυπώσει σχετικό αίτημα, το προσφεύγον καταδικάζεται στα δικαστικά του έξοδα, περιλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Syndicat Transport Île de France (STIF-IDF) φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Pelikánová

Valančius

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα





*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.