Language of document :

Προσφυγή της 29ης Ιανουαρίου 2010 - Reagens κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-30/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Reagens SpA (San Giorgio di Piano, Ιταλία) (εκπρόσωποι: B. O'Connor, L. Toffoletti, D. Gullo και E. De Giorgi, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει την από 11 Νοεμβρίου 2009 απόφαση της Επιτροπής, αριθ. C(2009)8682 τελικό (υπόθεση COMP/38.589-Σταθεροποιητές θερμότητας) όσον αφορά τους σταθεροποιητές κασσίτερου συνολικά ή καθόσον αφορά την προσφεύγουσα·

να διαπιστώσει ότι έχουν εφαρμογή οι προθεσμίες του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, αποκλείοντας την επιβολή προστίμου στην προσφεύγουσα·

επικουρικώς, να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά τον καθορισμό του προστίμου ύψους 10 791 000 ευρώ που επέβαλε στην προσφεύγουσα και, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, να προσαρμόσει το ύψος του προστίμου όπως προσήκει, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης εκτάσεως της ενδεχόμενης παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από την προσφεύγουσα μετά το 1996·

να διατάξει τη διεξαγωγή μέτρου αποδείξεως περί της εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών για τα πρόστιμα, όσον αφορά τις Chemson και Baerlocher, καθώς και όσον αφορά όλες τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι αποδέκτες της αποφάσεως περί σταθεροποιητών κασσιτέρου κατόπιν της κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως αιτιάσεων·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως αριθ. C(2009)8682 τελικό της Επιτροπής, της 11 Νοεμβρίου 2009, καθόσον έκρινε ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38.589 - Σταθεροποιητές θερμότητας) και της επέβαλε πρόστιμο για τον λόγο αυτό.

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους εξής λόγους ακυρώσεως:

Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως περί των πραγματικών περιστατικών, όσον αφορά τους σταθεροποιητές κασσιτέρου, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ) μετά την περίοδο 1996/1997.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 1 στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως που αφορά την αγορά σταθεροποιητών κασσιτέρου, εδικότερα δε καθόσον έκρινε ότι είχαν τηρηθεί οι προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο αυτό. Κατά την προσφεύγουσα, η παράλειψη να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως μετά τα έτη 1996/1997 συνεπάγεται ότι η επιβολή προστίμου στην προσφεύγουσα δεν επιτρέπεται λόγω παραγραφής, βάσει της πενταετούς ή της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της προσφεύγουσας, όσον αφορά τη διενέργεια έρευνας κατά τον πλέον ενδελεχή και επιμελή τρόπο και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών με τον ανταγωνισμό στοιχείων. Διατείνεται επίσης ότι η Επιτροπή παραβίασε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και δεν εξέτασε δεόντως τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα σε απάντηση της ανακοινώσεως αιτιάσεων και κατά την ακρόαση των ενδιαφερομένων, ενώ δεν επέτρεψε στην προσφεύγουσα εκ νέου πρόσβαση στον μη εμπιστευτικό φάκελο της έρευνας.

Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όλων των επιχειρήσεων ενώπιον του νόμου, καθόσον εφήρμοσε κατά εσφαλμένο τρόπο τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων 2. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον το πρόστιμο που επέβαλε στην προσφεύγουσα ήταν δυσανάλογο σε σχέση με αυτά που επιβλήθηκαν στους λοιπούς αποδέκτες της αποφάσεως περί σταθεροποιητών κασσιτέρου, ιδίως δε σε σχέση με το επιβληθέν στη Baerlocher.

Πέμπτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο που προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθόσον εφήρμοσε κατά εσφαλμένο τρόπο τις κατευθυντήριες γραμμές περί προστίμων.

Τέλος, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς στην αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθόσον δεν διενήργησε την έρευνα επιμελώς και εγκαίρως, ενώ υπέπεσε και σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι δεν συνέχισε την έρευνα κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκκρεμούσε ενώπιον του Πρωτοδικείου το αίτημα της Akzo περί προστασίας εγγράφων βάσει του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών 3.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1).

2 - Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006 C 210, σ. 2).

3 - Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-125/03 και T-253/03, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-3523).