Language of document : ECLI:EU:C:2024:327

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Πεδίο εφαρμογής – Υπόχρεη οντότητα – Άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ – Έννοια του “φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών” – Παροχή καταστατικής έδρας – Ιδιοκτήτης ακινήτου ο οποίος έχει συνάψει συμβάσεις μίσθωσης με νομικά πρόσωπα – Καταχώριση του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής έδρας των εν λόγω νομικών προσώπων»

Στην υπόθεση C‑22/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο, Λεττονία) με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

«Citadeles nekustamie īpašumi» SIA

κατά

Valsts ieņēmumu dienests,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η «Citadeles nekustamie īpašumi» SIA, εκπροσωπούμενη από την S. Bokta-Strautmane, advokāte,

–        η Valsts ieņēmumu dienests, εκπροσωπούμενη από την I. Jaunzeme, ģenerāldirektore,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την G. Goddin, την I. Rubene και τον G. von Rintelen,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018 (ΕΕ 2018, L 156, σ. 43) (στο εξής: οδηγία 2015/849).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της «Citadeles nekustamie īpašumi» SIA (στο εξής: Citadele) και της Valsts ieņēmumu dienests (εθνικής φορολογικής αρχής, Λεττονία, στο εξής: VID) με αντικείμενο πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε στην Citadele για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2015/849

3        Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2015/849 έχει ως εξής:

«Ροές παράνομου χρήματος μπορούν να βλάψουν την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα και να απειλήσουν την εσωτερική αγορά της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη. Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και το οργανωμένο έγκλημα παραμένουν σημαντικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο επίπεδο της Ένωσης. Εκτός από την περαιτέρω ανάπτυξη της προσέγγισης του ποινικού δικαίου σε επίπεδο ΕΕ, η στοχοθετημένη και αναλογική πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας είναι απαραίτητη, μπορεί δε να έχει συμπληρωματικά αποτελέσματα.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις ακόλουθες υπόχρεες οντότητες:

[…]

3.      στα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων:

[…]

β)      συμβολαιογράφους και άλλους ελεύθερους επαγγελματίες νομικούς, όταν συμμετέχουν, είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στον σχεδιασμό ή στη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:

i)      την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων·

[…]

γ)      φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευματικής διαχείρισης ή επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου αʹ ή βʹ·

δ)      μεσίτες ακινήτων, μεταξύ άλλων όταν ενεργούν ως ενδιάμεσοι για την εκμίσθωση ακινήτων, αλλά μόνο σε σχέση με συναλλαγές για τις οποίες το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται σε 10 000 EUR ή περισσότερο·

[…]

7.      Κατά την εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα που θεωρείται, λόγω της φύσεώς της, ιδιαίτερα επιδεκτική να χρησιμοποιηθεί ή να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

[…]»

6        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2015/849 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

7)      ως “φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών” νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο μέσω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας παρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες υπηρεσίες σε τρίτα μέρη:

α)      συστήνει εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα·

β)      ασκεί καθήκοντα διευθυντή ή γραμματέα εταιρείας, εταίρου προσωπικής εταιρείας ή κατόχου ανάλογης θέσης σε σχέση με άλλα νομικά πρόσωπα, ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει αντίστοιχα καθήκοντα·

γ)      παρέχει καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία, προσωπική εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μηχανισμό·

δ)      ασκεί καθήκοντα καταπιστευματοδόχου σε εταιρεία ρητής καταπιστευματικής διαχείρισης (express trust) ή ανάλογο νομικό μόρφωμα, ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα·

ε)      ασκεί καθήκοντα μετόχου εξ ονόματος άλλου προσώπου, εκτός εταιρείας εισηγμένης σε ρυθμιζόμενη αγορά η οποία υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης κατά την ενωσιακή νομοθεσία ή υπόκειται σε ισοδύναμα διεθνή πρότυπα, ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα·

[…]».

7        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει του κινδύνου, ότι το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας επεκτείνεται στο σύνολό της ή εν μέρει σε επαγγελματικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων, εκτός των υπόχρεων οντοτήτων του άρθρου 2 παράγραφος 1, που ασχολούνται με δραστηριότητες ιδιαίτερα επιδεκτικές σε χρήσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.      Εφόσον κράτος μέλος επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε επαγγελματικούς κλάδους ή κατηγορίες επιχειρήσεων εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 2 παράγραφος 1, ενημερώνει την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή σχετικά.»

8        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντός των ορίων της νομοθεσίας της Ένωσης.»

 Η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132

9        Το άρθρο 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ 2017, L 169, σ. 46) προβλέπει τα εξής:

«Οι κατωτέρω τουλάχιστον ενδείξεις περιέχονται είτε στο καταστατικό είτε στη συστατική πράξη είτε σε χωριστό έγγραφο, το οποίο δημοσιεύεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους κατά το άρθρο 16:

α)      η έδρα της εταιρείας·

[…]».

 Το λεττονικό δίκαιο

10      Ο Noziedzīgi iegūtu līdzekļu legalizācijas un terorisma un proliferācijas finansēšanas novēršanas likums (νόμος για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διάδοσης των πυρηνικών όπλων), της 17ης Ιουλίου 2008 (Latvijas Vēstnesis, 2008, αριθ. 116), τροποποιήθηκε με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη μεταφορά της οδηγίας 2015/849 στη λεττονική έννομη τάξη.

11      Ο εν λόγω νόμος, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος για την πρόληψη), ορίζει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου:

[…]

10)      ως “παρέχων υπηρεσίες για τη σύσταση και τη λειτουργία νομικού μορφώματος ή νομικού προσώπου” νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει επιχειρηματική σχέση με πελάτη και παρέχει τις ακόλουθες υπηρεσίες:

[…]

c)      παρέχει καταστατική έδρα, ταχυδρομική διεύθυνση, διεύθυνση του τόπου συναλλαγών και άλλες σχετικές υπηρεσίες σε νομικά μορφώματα ή νομικά πρόσωπα.

[…]»

12      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου για την πρόληψη προβλέπει τα εξής:

«Ως υπόχρεες οντότητες κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοούνται τα πρόσωπα τα οποία ασκούν τις εξής οικονομικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες:

[…]

5)      οι φορείς παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία νομικών μορφωμάτων ή νομικών προσώπων·

[…]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Η Citadele είναι εμπορική εταιρία, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αγορά και πώληση ακινήτων που της ανήκουν, καθώς και στην εκμίσθωση και διαχείριση των ακινήτων αυτών. Μεταξύ Σεπτεμβρίου 2021 και Φεβρουαρίου 2022, η αρμόδια υπηρεσία της VID διενήργησε στην εν λόγω εταιρία έλεγχο σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

14      Στη σχετική έκθεση ελέγχου, η ανωτέρω υπηρεσία έκρινε ότι η Citadele, καθόσον εκμισθώνει χώρους, οι οποίοι βρίσκονται σε ακίνητο ιδιοκτησίας της, σε νομικά πρόσωπα και νομικά μορφώματα τα οποία έχουν καταχωρίσει ως καταστατική τους έδρα τους χώρους που έχουν μισθώσει, πρέπει να θεωρηθεί ως ασκούσα δραστηριότητα «παρέχοντος υπηρεσίες για τη σύσταση και τη λειτουργία νομικού μορφώματος ή νομικού προσώπου», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για την πρόληψη. Πλην όμως, η Citadele δεν είχε δηλώσει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα στη VID και, κατά συνέπεια, δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον νόμο αυτόν.

15      Συνεπώς, με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2022, η αρμόδια υπηρεσία της VID επέβαλε στη Citadele πρόστιμο ύψους 1 000 ευρώ.

16      Η Citadele άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του γενικού διευθυντή της VID, ο οποίος, με απόφαση που εξέδωσε στις 15 Ιουνίου 2022, επικύρωσε την απόφαση της 28ης Μαρτίου 2022.

17      Ο γενικός διευθυντής της VID στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα της Citadele συνιστούσε παροχή υπηρεσιών για τη σύσταση και τη λειτουργία νομικού μορφώματος ή νομικού προσώπου, δεδομένου ότι στις επίμαχες συμβάσεις μίσθωσης η εταιρία αυτή επέτρεπε στους μισθωτές της να καταχωρίσουν ως καταστατική τους έδρα το μίσθιο. Συνακόλουθα, η Citadele έπρεπε να θεωρηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου για την πρόληψη, ως υπόχρεη οντότητα.

18      Με δικόγραφο της 15ης Ιουλίου 2022, η Citadele άσκησε προσφυγή ενώπιον του Administratīvā rajona tiesa (διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 15ης Ιουνίου 2022 για τον λόγο ότι η Citadele δεν έχει την ιδιότητα της υπόχρεης οντότητας και, ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται σε συμμόρφωση με τις σχετικές με την ιδιότητα αυτή απαιτήσεις του νόμου.

19      Ειδικότερα, η Citadele υποστηρίζει ότι στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της ασχολείται με τη διαχείριση και την εκμίσθωση ακινήτων ιδιοκτησίας της, χωρίς να παρέχει άλλες υπηρεσίες στους μισθωτές. Οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεις μίσθωσης προβλέπουν απλώς τη δυνατότητα των μισθωτών, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζονται, να καταχωρίσουν τα μισθωμένα ακίνητα ως καταστατική τους έδρα, χωρίς το συμφωνηθέν μίσθωμα να εξαρτάται από την καταχώριση ή μη των εν λόγω ακινήτων ως καταστατικής έδρας του μισθωτή.

20      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ορισμός της έννοιας του «παρέχοντος υπηρεσίες για τη σύσταση και τη λειτουργία νομικού μορφώματος ή νομικού προσώπου» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 10, του νόμου για την πρόληψη αντιστοιχεί στον ορισμό της έννοιας του «φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας 2015/849.

21      Πλην όμως, ούτε η ανωτέρω διάταξη ούτε κάποια άλλη διάταξη της οδηγίας 2015/849 διευκρινίζει αν ο όρος «υπηρεσίες καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικές υπηρεσίες» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά χωριστή υπηρεσία, η οποία δεν απορρέει από συναλλαγή συνιστάμενη στην εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων ούτε συνδέεται με μια τέτοια συναλλαγή.

22      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί εντούτοις αμφιβολίες ως προς το αν ο εκμισθωτής ακινήτου μπορεί να θεωρηθεί «φορέας παροχής […] εταιρικών υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας 2015/849.

23      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εθνική νομοθεσία, προκειμένου ένα νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα να μπορεί να εγγραφεί στο εμπορικό μητρώο, πρέπει να δηλώσει στην αρμόδια αρχή την καταστατική του έδρα, η οποία, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, συμπίπτει με τον τόπο άσκησης της οικονομικής του δραστηριότητας. Μολονότι μέχρι τις 31 Ιουλίου 2021, όπως αναφέρει το εν λόγω δικαστήριο, η καταχώριση μισθωμένου χώρου ως εταιρικής έδρας προϋπέθετε την προσκόμιση αποδείξεως σχετικά με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, από την 1η Αυγούστου 2021 δεν απαιτείται πλέον τέτοια συγκατάθεση. Δεδομένου ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεις μίσθωσης συνήφθησαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία, η περιληφθείσα σε αυτές συγκατάθεση της Citadele θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απλή συγκατάθεση η οποία παρασχέθηκε προς εκπλήρωση των απαιτήσεων της εθνικής νομοθεσίας και όχι ως χωριστή υπηρεσία.

24      Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, όσον αφορά τις συναλλαγές επί ακινήτων, η οδηγία 2015/849 εφαρμόζεται στους συμβολαιογράφους και σε άλλους ελεύθερους επαγγελματίες νομικούς, καθώς και στους μεσίτες ακινήτων. Αντιθέτως, οι φορείς παροχής εταιρικών υπηρεσιών θεωρούνται βάσει της εν λόγω οδηγίας ως διακριτές οντότητες, οι οποίες δεν έχουν σχέση με τις εν λόγω συναλλαγές.

25      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ωστόσο ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, της οδηγίας 2015/849, κατά την εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα κράτη μέλη δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα η οποία θεωρείται, λόγω της φύσεώς της, ιδιαίτερα επιδεκτική να χρησιμοποιηθεί ή να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

26      Επομένως, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δύνανται να αντιλαμβάνονται ευρέως τις ασκούμενες δραστηριότητες προσώπων που ενδέχεται να οδηγήσουν στην επίτευξη παράνομου σκοπού, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι επίσης δυνατόν ο εκμισθωτής ακινήτου να πρέπει να θεωρηθεί φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών στις περιπτώσεις που εκμισθώνει ακίνητο ιδιοκτησίας του σε μισθωτή ο οποίος καταχωρίζει το ακίνητο αυτό ως καταστατική του έδρα και ασκεί σε αυτό οικονομική δραστηριότητα, προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα συμμετοχής του εν λόγω μισθωτή σε πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

27      Τέλος, τίθεται επίσης το ζήτημα αν κάθε πρόσωπο που εκμισθώνει ακίνητο ιδιοκτησίας του πρέπει να θεωρείται «φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας 2015/849, συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων, όπερ σημαίνει ότι τα φυσικά πρόσωπα θα πρέπει να πληρούν τις ίδιες απαιτήσεις με εκείνες που ισχύουν για ένα νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο όρος “φορέας παροχής […] εταιρικών υπηρεσιών”, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι αφορά χωριστή υπηρεσία η οποία δεν απορρέει από συναλλαγή συνιστάμενη στην εκμίσθωση ιδιόκτητων ακινήτων ούτε συνδέεται με μια τέτοια συναλλαγή, ανεξαρτήτως του εάν ο εκμισθωτής έχει παράσχει ή όχι τη συγκατάθεσή του στην καταχώριση από τον μισθωτή του μισθωμένου ακινήτου ως καταστατικής του έδρας και στη διενέργεια συναλλαγών σε αυτό;

2.      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει ο όρος “φορέας παροχής […] εταιρικών υπηρεσιών”, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι, στην περίπτωση που το ακίνητο εκμισθώνεται από φυσικό πρόσωπο, θα πρέπει να ισχύουν για το εν λόγω πρόσωπο οι ίδιες προϋποθέσεις όπως και για το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα, ανεξαρτήτως των πραγματικών περιστάσεων, για παράδειγμα του αριθμού των ακινήτων που το εν λόγω φυσικό πρόσωπο κατέχει και εκμισθώνει, του ότι η δραστηριότητα της εκμίσθωσης του ακινήτου δεν συνδέεται με την οικονομική του δραστηριότητα, ή άλλων περιστάσεων;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

29      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν κατά το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, ορθώς ερμηνευόμενο, στην έννοια του «φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών», κατά την εν λόγω διάταξη, εμπίπτει και ο εκμισθωτής ιδιόκτητου ακινήτου, το οποίο ο μισθωτής καταχωρίζει, με τη συγκατάθεση του εκμισθωτή, ως καταστατική του έδρα και στο οποίο ο μισθωτής διενεργεί συναλλαγές.

30      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner, C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Η οδηγία 2015/849 έχει ως κύριο σκοπό, όπως προκύπτει από τον τίτλο της και από το άρθρο της 1, παράγραφοι 1 και 2, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner, C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Ειδικότερα, οι διατάξεις της οδηγίας 2015/849, οι οποίες έχουν προληπτικό χαρακτήρα, αποβλέπουν στην καθιέρωση, σύμφωνα με μια προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, ενός συνόλου προληπτικών και αποτρεπτικών μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, προκειμένου να αποτραπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 της εν λόγω οδηγίας, το ενδεχόμενο ροές παράνομου χρήματος να βλάψουν την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και το κύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης και να απειλήσουν την εσωτερική αγορά της, καθώς και τη διεθνή ανάπτυξη (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner, C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Συναφώς, το άρθρο 2 της οδηγίας 2015/849 απαριθμεί τις οντότητες στις οποίες εφαρμόζεται η οδηγία, λόγω της συμμετοχής τους στην εκτέλεση συναλλαγής ή στην άσκηση δραστηριότητας χρηματοοικονομικής φύσης.

34      Συνακόλουθα, η οδηγία 2015/849 εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο γʹ, στους φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρίες καταπιστευματικής διαχείρισης ή επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο αʹ ή βʹ.

35      Κατά το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ως «φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο παρέχει «καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία, προσωπική εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μηχανισμό», οι δε υπηρεσίες αυτές πρέπει να παρέχονται μέσω της επιχειρηματικής δραστηριότητας του προσώπου αυτού σε τρίτα μέρη.

36      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2015/849 δεν περιέχει ορισμό της μνημονευόμενης στη διάταξη αυτή υπηρεσίας, με την οποία παρέχεται «καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση».

37      Η έννοια της «καταστατικής έδρας» υποδηλώνει συνήθως την έδρα νομικού προσώπου, όπως αυτή έχει οριστεί στο καταστατικό του ή σε οποιοδήποτε άλλο ισοδύναμο έγγραφο. Για τη σύσταση νομικού προσώπου απαιτείται κατά κανόνα ο καθορισμός τέτοιας έδρας, όπως προκύπτει, παραδείγματος χάριν, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της της οδηγίας 2017/1132, από το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, αυτής. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η εταιρική έδρα πρέπει να αναγράφεται είτε στο καταστατικό του νομικού προσώπου είτε στη συστατική του πράξη είτε σε χωριστό έγγραφο το οποίο υποβάλλεται σε δημοσιότητα.

38      Εξάλλου, καθόσον για τον καθορισμό της καταστατικής έδρας δεν απαιτείται απλώς η μνεία ενός τόπου, αλλά απαιτείται επίσης και μνεία συγκεκριμένης διεύθυνσης, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του εφαρμοστέου εν προκειμένω λεττονικού δικαίου, η κατ’ αυτόν τον τρόπο μνημονευόμενη καταστατική έδρα παρέχει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, ένα σημείο επαφής για επαγγελματικούς και διοικητικούς σκοπούς, όπως μια επιχειρηματική, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση, η οποία μπορεί ειδικότερα να χρησιμεύσει για την παράδοση της αλληλογραφίας.

39      Επομένως, η υπηρεσία με την οποία παρέχεται «καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, συνεπάγεται, όπως επίσης επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 37 και 38 των προτάσεών του, την παροχή ενός τέτοιου σημείου επαφής, η οποία διαφέρει από μια υπηρεσία η οποία συνίσταται σε απλή εκμίσθωση ακινήτου.

40      Πράγματι, αφενός, το αντικείμενο της σύμβασης μισθώσεως ακινήτου περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στην ανάληψη της υποχρέωσης παραχώρησης της χρήσης του ακινήτου έναντι καταβολής μισθώματος. Αφετέρου, η χρήση της υπηρεσίας που συνίσταται στην παροχή καταστατικής έδρας ή επιχειρηματικής, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης ουδόλως προϋποθέτει τη σύναψη σύμβασης μισθώσεως ακινήτου, συνεπάγεται δε, κατά κανόνα, την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών, όπως είναι η διαβίβαση παραλαμβανόμενων διοικητικών εγγράφων.

41      Η χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» στο γράμμα του άρθρου 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, η οποία αναφέρεται στην παροχή «άλλ[ων] σχετικ[ών] υπηρεσ[ιών]», επιβεβαιώνει την ερμηνεία κατά την οποία η απλή παραχώρηση της χρήσης ενός ακινήτου, ακόμη και αν αυτό χρησιμοποιείται προκειμένου ο μισθωτής να διαθέτει «καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση», δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό του εκμισθωτή ως «φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

42      Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι στη σύμβαση μισθώσεως περιλαμβάνεται δήλωση του εκμισθωτή ότι συγκατατίθεται στην εκ μέρους του μισθωτή καταχώριση του μισθίου ως καταστατικής έδρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή «σχετικ[ή]ς υπηρεσί[α]ς», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

43      Πράγματι, αφενός, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, στο πλαίσιο σύμβασης μισθώσεως ακινήτου, το δικαίωμα χρήσης της διεύθυνσης του μισθίου ως διεύθυνσης καταστατικής έδρας αποτελεί απλώς ένα παρεπόμενο δικαίωμα το οποίο απορρέει από την κύρια παροχή. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα χρήσης της διεύθυνσης αυτής ως επιχειρηματικής, ταχυδρομικής ή διοικητικής διεύθυνσης. Αφετέρου, η προσθήκη στη σύμβαση μισθώσεως ρήτρας με την οποία ο εκμισθωτής δηλώνει ότι συγκατατίθεται στη χρήση του ακινήτου για τον ειδικό αυτόν σκοπό εξηγείται, όπως εν προκειμένω, από προβλεπόμενη στον νόμο υποχρέωση προσκόμισης αποδείξεως σχετικά με την εν λόγω συγκατάθεση.

44      Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία εφαρμόζεται μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο γʹ, στους φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευματικής διαχείρισης ή επιχειρήσεις ως υπόχρεες οντότητες.

45      Όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2015/849, μεταξύ των υπόχρεων οντοτήτων συγκαταλέγονται επίσης οι συμβολαιογράφοι και λοιποί ελεύθεροι επαγγελματίες νομικοί όταν συμμετέχουν σε συναλλαγές επί ακινήτων ή στον σχεδιασμό ή τη διενέργεια συναλλαγών, για λογαριασμό των πελατών τους, σχετικά με την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, καθώς και οι μεσίτες ακινήτων, μεταξύ άλλων όταν ενεργούν ως ενδιάμεσοι για την εκμίσθωση ακινήτων.

46      Σε αντίθεση, όμως, με τις ανωτέρω αναφερόμενες κατηγορίες υπόχρεων οντοτήτων, η οδηγία 2015/849 δεν συνδέει την ιδιότητα του «φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» με τις συναλλαγές επί ακινήτων. Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν συμπεριέλαβε, είτε γενικώς είτε υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τους εκμισθωτές ακινήτων στις υπόχρεες οντότητες του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας.

47      Εξάλλου, ούτε και οι λοιπές υπηρεσίες που παρέχει ο «φορέας παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών», οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 3, σημείο 7, στοιχεία αʹ έως εʹ, της οδηγίας, αφορούν συναλλαγές επί ακινήτων.

48      Θα πρέπει ωστόσο να προστεθεί ότι η οδηγία 2015/849 προβαίνει απλώς σε ελάχιστη εναρμόνιση, δεδομένου ότι το άρθρο της 5 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις, εφόσον οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην ενίσχυση της καταπολεμήσεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας, εντός των ορίων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Rodl & Partner, C‑562/20, EU:C:2022:883, σκέψη 46).

49      Εξάλλου, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει του κινδύνου, ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας επεκτείνεται εν όλω ή εν μέρει σε επαγγελματικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων, εκτός των υπόχρεων οντοτήτων του άρθρου της 2, παράγραφος 1, που ασχολούνται με δραστηριότητες ιδιαίτερα επιδεκτικές σε χρήσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849 προβλέπει, στο πλαίσιο αυτό, ότι, εφόσον κράτος μέλος επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σε επαγγελματικούς κλάδους ή κατηγορίες επιχειρήσεων εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 2, παράγραφος 1, ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά.

50      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, φαίνεται ότι, όσον αφορά τους εκμισθωτές ιδιόκτητων ακινήτων τα οποία οι μισθωτές, με τη συγκατάθεση των εκμισθωτών, καταχωρίζουν ως καταστατική τους έδρα και στα οποία οι μισθωτές διενεργούν συναλλαγές, ο Λεττονός νομοθέτης δεν θέσπισε αυστηρότερες διατάξεις κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2015/849 ούτε επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας βάσει του άρθρου της 4, παράγραφος 1. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν τούτο όντως ισχύει.

51      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κατά το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, ορθώς ερμηνευόμενο, ο εκμισθωτής ιδιόκτητου ακινήτου το οποίο ο μισθωτής, με τη συγκατάθεση του εκμισθωτή, καταχωρίζει ως καταστατική του έδρα και στο οποίο ο μισθωτής διενεργεί συναλλαγές δεν εμπίπτει, εκ του λόγου αυτού και μόνον, στην έννοια του «φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» κατά την εν λόγω διάταξη.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

52      Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου ερωτήματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Κατά το άρθρο 3, σημείο 7, στοιχείο γʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018,

ορθώς ερμηνευόμενο,

ο εκμισθωτής ιδιόκτητου ακινήτου το οποίο ο μισθωτής, με τη συγκατάθεση του εκμισθωτή, καταχωρίζει ως καταστατική του έδρα και στο οποίο ο μισθωτής διενεργεί συναλλαγές δεν εμπίπτει, εκ του λόγου αυτού και μόνον, στην έννοια του «φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών» κατά την εν λόγω διάταξη.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.