Language of document : ECLI:EU:T:2015:255

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 5ης Μαΐου 2015 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα ληφθέντα κατά του Ιράν με σκοπό να εμποδισθεί η διάδοση των πυρηνικών όπλων — Δέσμευση κεφαλαίων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εσφαλμένη εκτίμηση — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Δικαίωμα ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας — Δικαίωμα της ιδιοκτησίας — Προστασία της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος — Αρχή της προφυλάξεως — Αναλογικότητα — Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T‑433/13,

Petropars Iran Co., με έδρα τη Νήσο Kish (Ιράν),

Petropars Oilfields Services Co., με έδρα τη Νήσο Kish,

Petropars Aria Kish Operation and Management Co., με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν),

Petropars Resources Engineering Kish Co., με έδρα την Τεχεράνη,

εκπροσωπούμενες από τους S. Zaiwalla, P. Reddy, Z. Burbeza, solicitors, R. Blakeley, G. Beck, barristers, και M. Brindle, QC,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους V. Piessevaux και M. Bishop,

καθού,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/270/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (EE L 156, σ. 10), καθώς και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 522/2013 του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (EE L 156, σ. 3), και, αφετέρου, αίτημα περί κηρύξεως ως ανεφάρμοστων του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (EE L 195, σ. 39), καθώς και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (EE L 88, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, M. van der Woude (εισηγητή) και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Petropars Iran Co. (στο εξής: PPI), Petropars Oilfields Services Co. (στο εξής: POSCO), Petropars Aria Kish Operation and Management Co. (στο εξής: POMC) και Petropars Resources Engineering Kish Co. (στο εξής: PRE), είναι ιρανικές εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στους τομείς του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των πετροχημικών προϊόντων.

2        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν για την άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και την ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων.

3        Στις 9 Ιουνίου 2010, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας) εξέδωσε το ψήφισμα 1929 (2010) [στο εξής: ΨΣΑΗΕ 1929 (2010)] με το οποίο διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων που επέβαλαν τα ψηφίσματά του 1737 (2006), 1747 (2007) και 1803 (2008) και θεσπίστηκαν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

4        Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογράμμισε την αυξανόμενη ανησυχία του για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και εξέφρασε ικανοποίηση για την έκδοση του ΨΣΑΗΕ 1929 (2010). Υπενθυμίζοντας τη δήλωσή του της 11ης Δεκεμβρίου 2009, κάλεσε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίσει μέτρα για την εφαρμογή εκείνων που προβλέπονται στο ΨΣΑΗΕ 1929 (2010), καθώς και συνοδευτικά μέτρα, προκειμένου να συμβάλει, μέσω διαπραγματεύσεων, στην εξάλειψη όλων των ανησυχιών που εξακολουθούσε να προκαλεί η ανάπτυξη νευραλγικών τεχνολογιών από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προς ενίσχυση του πυρηνικού και του πυραυλικού της προγράμματος. Τα μέτρα αυτά έπρεπε να επικεντρώνονται στον εμπορικό τομέα, στον χρηματοοικονομικό τομέα και στον τομέα των μεταφορών του Ιράν, στους βασικούς τομείς της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και σε νέες κατονομασίες προσώπων, ειδικότερα όσον αφορά το Σώμα των φρουρών της ισλαμικής επανάστασης.

5        Στις 26 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (EE L 195, σ. 39), της οποίας το παράρτημα II απαριθμεί τα πρόσωπα και τις οντότητες, πέραν των προσδιοριζόμενων από το Συμβούλιο Ασφαλείας ή από την επιτροπή κυρώσεων η οποία συστάθηκε σύμφωνα με το ψήφισμα 1737 (2006), που παρατίθενται στο παράρτημα I, των οποίων δεσμεύθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία. H αιτιολογική σκέψη 22 της εν λόγω αποφάσεως κάνει μνεία του ΨΣΑΗΕ 1929 (2010) και αναφέρει ότι το ψήφισμα αυτό επισημαίνει τη δυνητική σχέση μεταξύ των εσόδων που η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν αντλεί από τον ενεργειακό της τομέα και τη χρηματοδότηση των πυρηνικών δραστηριοτήτων της που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως των πυρηνικών όπλων.

6        Στις 23 Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/35/ΚΕΠΠΑ περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2010/413 (EE L 19, σ. 22). Κατά την αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως αυτής, oι περιορισμοί εισόδου και η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων θα πρέπει να εφαρμοστούν και σε άλλα πρόσωπα και οντότητες που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση ώστε αυτή να μπορεί να συνεχίζει πυρηνικές δραστηριότητες ικανές να συντελέσουν στη διάδοση και στην ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων, ιδίως δε σε πρόσωπα και οντότητες που παρέχουν οικονομική, υλικοτεχνική ή υλική στήριξη στην εν λόγω κυβέρνηση.

7        Το άρθρο 1, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, της αποφάσεως 2012/35 προσέθεσε στο άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413, που προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων τα οποία ανήκουν στα πρόσωπα και οντότητες, το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)      άλλων προσώπων και οντοτήτων μη υπαγόμενων στο παράρτημα Ι τα οποία παρέχουν στήριξη στην [Κ]υβέρνηση του Ιράν και προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με αυτά, όπως κατονομάζονται στο παράρτημα ΙΙ.»

8        Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 23 Μαρτίου 2012, τον κανονισμό (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (EE L 88, σ. 1). Για την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, της αποφάσεως 2012/35, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΧ, τα οποία έχουν αναγνωρισθεί ότι:

«δ)      αποτελούν άλλα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που παρέχουν στήριξη, όπως υλική, υλικοτεχνική ή οικονομική, στην [Κ]υβέρνηση του Ιράν, και πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά.»

9        Στις 15 Οκτωβρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/635/ΚΕΠΠΑ περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2010/413 (EE L 282, σ. 58). Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 της εν λόγω αποφάσεως, θα πρέπει να συμπεριληφθούν και άλλα πρόσωπα και οντότητες στον κατάλογο των υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα προσώπων και οντοτήτων, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413, ιδίως οντότητες που ανήκουν στο ιρανικό κράτος και οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, δεδομένου ότι αυτά αποτελούν ουσιαστική πηγή εισοδήματος για την Ιρανική Κυβέρνηση.

10      Το άρθρο 1, παράγραφος 8, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2012/635 τροποποίησε το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, που προβλέπει συνεπώς ότι στο εξής αντικείμενο των περιοριστικών μέτρων αποτελούν:

«γ)      άλλα πρόσωπα και οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι τα οποία παρέχουν στήριξη στην Κυβέρνηση του Ιράν και οντότητες που ανήκουν ή ελέγχονται από αυτά ή πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ.»

11      Το άρθρο 2 της αποφάσεως 2012/635 προσέθεσε, στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, τα ονόματα της οντότητας που έχει καταχωριστεί ως National Iranian Oil Co. (στο εξής: NIOC), με το αιτιολογικό ότι η οντότητα αυτή, την οποία κατέχει και διαχειρίζεται το ιρανικό κράτος, παρείχε οικονομικούς πόρους στην Ιρανική Κυβέρνηση, της οντότητας η οποία έχει καταχωριστεί ως Naftiran Intertrade Co. (στο εξής: NICO) και η οποία ανήκει κατά 100 % στη NIOC, καθώς και της οντότητας που έχει καταχωριστεί ως Petropars Ltd (στο εξής: PPL) και αποτελεί θυγατρική της NICO.

12      Κατά συνέπεια, την ίδια ημέρα, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 945/2012, για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (EE L 282, σ. 16). Το άρθρο 1 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού προσέθεσε τα ονόματα των οντοτήτων που προσδιορίζονται ως NIOC, NICO και PPL στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012 με το ίδιο αντιστοίχως αιτιολογικό με αυτό που διατυπώθηκε στην απόφαση 2012/635.

13      Στις 21 Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 1263/2012, για την τροποποίηση του κανονισμού 267/2012 (EE L 356, σ. 34). Το άρθρο 1, παράγραφος 11, του κανονισμού αυτού τροποποίησε το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, το οποίο προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων των προσώπων, των οντοτήτων και των οργανισμών που απαριθμούνται στο παράρτημά του IX και τα οποία έχουν αναγνωρισθεί ότι:

«δ)      αποτελούν άλλα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που παρέχουν στήριξη, όπως υλική, υλικοτεχνική ή οικονομική ενίσχυση, στην [Κ]υβέρνηση του Ιράν, και οντότητες που ανήκουν ή ελέγχονται από αυτά, ή πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά.»

14      Στις 6 Ιουνίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/270/ΚΕΠΠΑ, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2010/413 (EE L 156, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής προσέθεσε τα ονόματα των προσφευγουσών στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, που περιλαμβάνει τον κατάλογο με τα «[π]ρόσωπα και οντότητες που ενέχονται σε δραστηριότητες πυρηνικών ή βαλλιστικών πυραύλων και πρόσωπα και οντότητες που παρέχουν στήριξη στην [Ιρανική] [Κ]υβέρνηση».

15      Κατά συνέπεια, την ίδια ημέρα, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 522/2013, για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (EE L 156, σ. 3, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προσέθεσε τα ονόματα των προσφευγουσών στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012, που περιλαμβάνει τον κατάλογο με τα «[π]ρόσωπα και οντότητες που ενέχονται σε δραστηριότητες πυρηνικών ή βαλλιστικών πυραύλων και πρόσωπα και οντότητες που παρέχουν στήριξη στην [Ιρανική] [Κ]υβέρνηση».

16      Η PPI ενεγράφη στον κατάλογο που περιέχεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 καθώς και σε αυτόν που περιέχεται στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012 (στο εξής, από κοινού: κατάλογοι) με την προσβαλλόμενη απόφαση και τον προσβαλλόμενο κανονισμό (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις) με το αιτιολογικό ότι ήταν «θυγατρική της καταχωρισμένης οντότητας Petropars Ltd». Όσον αφορά τις τρεις άλλες προσφεύγουσες, το Συμβούλιο παρέθεσε την ακόλουθη αιτιολογία: «θυγατρική της καταχωρισμένης οντότητας [PPI]».

17      Οι προσβαλλόμενες πράξεις κοινοποιήθηκαν στις προσφεύγουσες με έγγραφα της 10ης Ιουνίου 2013.

18      Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2013, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν τα περιοριστικά μέτρα που εκδόθηκαν κατ’ αυτών και ζήτησαν από το Συμβούλιο να διευκρινίσει τη νομική βάση για την αντίστοιχη εγγραφή τους, να παραθέσει τους λόγους που είχαν δικαιολογήσει την εγγραφή αυτή, να χορηγήσει αντίγραφα όλων των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε για να εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις καθώς και όλων των εγγράφων που περιέχει ο φάκελός του. Επιπλέον, στην επιστολή αυτή τονίστηκε ότι οι εν λόγω πράξεις κοινοποιήθηκαν μόνο στην PPI.

19      Στις 12 Αυγούστου 2013, το Συμβούλιο βεβαίωσε την παραλαβή της επιστολής των προσφευγουσών της 7ης Αυγούστου 2013 και ανέφερε ότι η επιστολή αυτή ήταν υπό εξέταση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Αυγούστου 2013, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

21      Κατόπιν της αλλαγής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

22      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, στο μέτρο που τις αφορούν·

–        να κηρύξει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 ανεφάρμοστα ως προς αυτές·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

23      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

24      Λόγω κωλύματος δύο μελών του τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αποφάσισε να μετάσχει ο ίδιος καθώς και να ορίσει και έναν άλλο δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

 Σκεπτικό

25      Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως για την καταχώριση των προσφευγουσών. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, καθόσον οι διατάξεις αυτές αφορούν τις θυγατρικές καταχωρισμένων οντοτήτων. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του δικαιώματος ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, από παραβίαση της αρχής της προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και των ανθρωπιστικών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εν πάση περιπτώσει, των αρχών της αναλογικότητας και της προφυλάξεως. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, που προβάλλεται επικουρικώς, αντλείται από έλλειψη κοινοποιήσεως όσον αφορά δύο από τις προσφεύγουσες, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

26      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν του τρίτου λόγου τους, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της εν λόγω συζητήσεως. Δεδομένου ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ήταν ο μοναδικός λόγος που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής προς στήριξη του δευτέρου αιτήματος, το αίτημα αυτό πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως για την καταχώριση των προσφευγουσών

27      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η εγγραφή των ονομάτων τους στους καταλόγους δεν έχει καμία νομική βάση. Κατ’ αυτές, η ιδιότητα της θυγατρικής καταχωρισμένης οντότητας δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413 ή το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012.

28      Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν, καταρχάς, ότι μόνο με το υπόμνημα αντικρούσεως το Συμβούλιο δικαιολόγησε την εγγραφή των ονομάτων τους στους καταλόγους βάσει του γεγονότος ότι ανήκαν στην ή ελέγχονταν από τη NIOC.

29      Ακολούθως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ιδιότητα της θυγατρικής οντότητας που έχει καταχωριστεί ως παρέχουσα στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση δεν συνιστά λόγο για την εγγραφή των ονομάτων τους στους καταλόγους, διότι τούτο δεν σημαίνει ότι η θυγατρική αυτή ανήκει στην ή ελέγχεται από την οντότητα αυτή.

30      Τέλος, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι το Συμβούλιο μπορεί να εγγράφει στους καταλόγους το όνομα μιας οντότητας που ανήκει σε ή ελέγχεται από άλλη οντότητα μόνον αν η τελευταία αυτή έχει εγγραφεί, η ίδια, βάσει νομικού κριτηρίου που συνοδεύει τη θέσπιση των περιοριστικών μέτρων. Εν προκειμένω όμως, τα ονόματα της PPL και της PPI δεν ενεγράφησαν στους καταλόγους βάσει κάποιου τέτοιου κριτηρίου.

31      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το ζήτημα που εγείρεται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι το αν οι προσβαλλόμενες πράξεις παρείχαν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να προσδιορίσουν το κριτήριο που συνιστά το νομικό έρεισμα βάσει του οποίου είχαν εγγραφεί στους καταλόγους. Το ζήτημα αυτό πρέπει συνεπώς να εξεταστεί με γνώμονα τη νομολογία σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Συμβούλιο όταν θεσπίζει περιοριστικά μέτρα. Τα επιχειρήματα που αφορούν την ουσιαστική νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων, μεταξύ άλλων αυτά που αφορούν την απουσία ελέγχου ασκούμενου από την PPI επί των θυγατρικών της και την ιδιωτικοποίηση της PPL, θα εξεταστούν συνεπώς μαζί με τον δεύτερο λόγο, που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως.

32      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 50). Επομένως, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να γνωστοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο συγχρόνως με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, η δε έλλειψή της δεν δύναται να καλυφθεί από το ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της αιτιολογίας της πράξεως αυτής κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, καλούμενη «OMPI I», T‑228/02, Συλλογή, EU:T:2006:384, σκέψη 139).

34      Εν συνεχεία, όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίζονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, πρέπει να τονιστεί ότι, στο μέτρο που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν διαθέτει δικαίωμα ακροάσεως πριν από τη λήψη της αρχικής αποφάσεως περί καταχωρίσεως, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι ακόμη σημαντικότερη, καθόσον αποτελεί τη μοναδική εγγύηση που του επιτρέπει, τουλάχιστον μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, να ασκήσει λυσιτελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως (αποφάσεις Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 51, και OMPI I, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2006:384, σκέψη 140).

35      Συνεπώς, η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου επιβάλλουσας περιοριστικό μέτρο πρέπει όχι μόνο να προσδιορίζει τη νομική βάση του μέτρου αυτού, αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθεί τέτοιο μέτρο στον ενδιαφερόμενο (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις OMPI I, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2006:384, σκέψη 146· της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, Συλλογή, EU:T:2009:401, σκέψη 83, και Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 52).

36      Ωστόσο, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως για την παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (αποφάσεις Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψεις 53 και 54· OMPI I, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2006:384, σκέψη 141, και Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:T:2009:401, σκέψη 82).

37      Εν προκειμένω, πρέπει να υπoμνησθεί ότι το όνομα της PPI ενεγράφη στους καταλόγους με το αιτιολογικό ότι αυτή ήταν θυγατρική της καταχωρισμένης οντότητας PPL, ενώ οι τρεις άλλες προσφεύγουσες είχαν καταχωρισθεί με το αιτιολογικό ότι ήταν θυγατρικές της PPI.

38      Διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία αυτή δεν αναφέρει ρητώς τη νομική βάση των προσβαλλομένων πράξεων. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω, η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Συνεπώς, η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα το γράμμα τους, το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκαν οι εν λόγω πράξεις, καθώς και την αιτιολογία που παρατέθηκε κατά της NIOC και των λοιπών οντοτήτων που ανήκουν στον όμιλο που ελέγχεται από την εταιρία αυτή.

39      Συναφώς, πρώτον, πρέπει να υπoμνησθεί ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 προβλέπουν τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των οντοτήτων που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση. Οι προαναφερθείσες διατάξεις προβλέπουν επίσης τη θέσπιση περιοριστικών μέτρων κατά των οντοτήτων που ανήκουν σε ή ελέγχονται από οντότητα η οποία παρέχει στήριξη στην εν λόγω κυβέρνηση. Όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, μια οντότητα μπορεί συνεπώς να εγγράφεται στους καταλόγους βάσει του τελευταίου αυτού κριτηρίου μόνον αν η μητρική εταιρία που την κατέχει ή την ελέγχει παρέχει τέτοια στήριξη, πράγμα που το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί.

40      Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η μνεία της λέξης «θυγατρική» στην αιτιολογία της εγγραφής του ονόματος εκάστης των προσφευγουσών παρείχε τη δυνατότητα στις τελευταίες αυτές να κατανοήσουν ότι το Συμβούλιο είχε αποφασίσει να εγγράψει τα ονόματά τους στους καταλόγους όχι βάσει κριτηρίου εγγραφής που αφορά τις οντότητες που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, αλλά βάσει κριτηρίου εγγραφής που αφορά τις οντότητες που ανήκουν σε ή ελέγχονται από οντότητα που παρέχει στήριξη στην εν λόγω κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, η λέξη αυτή παραπέμπει οπωσδήποτε στην ύπαρξη ελέγχου από μια μητρική εταιρία ο οποίος μπορεί να προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την ύπαρξη κεφαλαιακών δεσμών μεταξύ της τελευταίας αυτής και της οικείας θυγατρικής. Αναφέροντας ότι οι προσφεύγουσες αποτελούν «θυγατρικές», η αιτιολογία μνημονεύει συνεπώς σαφώς την ύπαρξη κατοχής ή ελέγχου κατά την έννοια της αποφάσεως 2010/413 και του κανονισμού 267/2012.

41      Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, βεβαίως, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αναφέρουν ρητώς ποια οντότητα, της οποίας το όνομα ενεγράφη στους οικείους καταλόγους λόγω της στηρίξεως που παρέχει στην Ιρανική Κυβέρνηση, κατέχει ή ελέγχει τις προσφεύγουσες. Συγκεκριμένα, η PPI, η μητρική εταιρία των τριών λοιπών προσφευγουσών, δεν είδε το όνομά της εγγεγραμμένο στους καταλόγους επειδή παρείχε στήριξη στην εν λόγω κυβέρνηση, αλλά λόγω του ότι ήταν θυγατρική της PPL, της οποίας το όνομα είχε εγγραφεί στους καταλόγους λόγω του ότι ήταν θυγατρική της NICO.

42      Ωστόσο, εν προκειμένω, έχοντας υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις και, μεταξύ άλλων, την εγγραφή του ονόματος της NIOC στους καταλόγους καθώς και την εγγραφή των ονομάτων των λοιπών οντοτήτων τις οποίες κατείχε και ήλεγχε η οντότητα αυτή, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες μπορούσαν ευλόγως να προσδιορίσουν τη NIOC ως τη μητρική εταιρία που τις κατείχε ή τις ήλεγχε και, επομένως, τη νομική βάση της εγγραφής τους, χωρίς να λάβουν περισσότερες εξηγήσεις.

43      Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι οι κατάλογοι στους οποίους ενεγράφησαν οι προσφεύγουσες και οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 και στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012 αναφέρουν τα ονόματα των «[προσώπων και οντοτήτων] που εμπλέκονται σε πυρηνικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες βαλλιστικών πυραύλων και [προσώπων και οντοτήτων] που στηρίζουν την [Ιρανική] [Κ]υβέρνηση». Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, όχι μόνον το όνομα της NIOC, της οποίας η εγγραφή δικαιολογείται από το γεγονός ότι παρέχει χρηματοοικονομικούς πόρους στην εν λόγω κυβέρνηση, αλλά επίσης τα ονόματα μεγάλου αριθμού οντοτήτων που η εταιρία αυτή κατέχει άμεσα ή έμμεσα. Η NIOC είναι συνεπώς επικεφαλής ενός μεγάλου ομίλου εταιριών των οποίων η αλυσίδα κατοχής που συνδέει την εταιρία αυτή με τις προσφεύγουσες μπορούσε ευχερώς να προσδιοριστεί αναφορικά με τους λόγους εγγραφής των διαφόρων οντοτήτων που ανήκουν στον όμιλο αυτό.

44      Ειδικότερα, η εγγραφή στους καταλόγους του ονόματος της PPL, που καταχωρίστηκε ως η μητρική εταιρία της PPI, λόγω του γεγονότος ότι ήταν θυγατρική της NICO, της οποίας το όνομα είχε εγγραφεί στους καταλόγους με το αιτιολογικό ότι ήταν θυγατρική της NIOC, παρείχε τη δυνατότητα στην PPI καθώς και στις λοιπές προσφεύγουσες να κατανοήσουν ότι τα περιοριστικά μέτρα τις αφορούσαν λόγω του ότι τις κατείχε ή τις ήλεγχε έμμεσα η NIOC, η οποία ήταν η μοναδική οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου της οποίας το όνομα ενεγράφη στους καταλόγους λόγω του ότι παρείχε στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, όπως τούτο προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, καθώς και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012. Εξεταζόμενη με γνώμονα τους καταλόγους αυτούς, η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων παρείχε επομένως τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες να προσδιορίσουν το κριτήριο που προβλέπουν οι προαναφερθείσες διατάξεις που αποτέλεσαν τη νομική βάση της εγγραφής των ονομάτων τους στους καταλόγους.

45      Δεύτερον, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες, δεδομένου ότι ανήκουν στον όμιλο που ελέγχει η NIOC, έπρεπε να γνωρίζουν τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίστηκαν κατά των λοιπών οντοτήτων που ανήκουν στον όμιλο αυτό και μπορούσαν συνεπώς να κατανοήσουν ότι, όπως και οι άλλες αυτές οντότητες, η εγγραφή των ονομάτων τους στους καταλόγους ήταν δικαιολογημένη λόγω των δεσμών κατοχής και ελέγχου που υφίσταντο μεταξύ αυτών και της NIOC.

46      Τρίτον, από το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι, κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, οι προσφεύγουσες διέθεταν τις αναγκαίες πληροφορίες για να κατανοήσουν τους λόγους της εγγραφής των ονομάτων τους στους καταλόγους και, συνεπώς, να προσδιορίσουν τη νομική βάση της εγγραφής αυτής. Συγκεκριμένα, στο δικόγραφο της προσφυγής αναπαράγεται ένα σχήμα που αναφέρει σαφώς το κριτήριο που δικαιολογεί την εγγραφή της NIOC, ήτοι το κριτήριο εγγραφής που αφορά τις οντότητες που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, καθώς και την αλυσίδα κατοχής που συνδέει την τελευταία αυτή με εκάστη των προσφευγουσών.

47      Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, μολονότι είναι συνοπτική και δεν διευκρινίζει όλα τα κατάλληλα νομικά και πραγματικά στοιχεία, παρείχε εντούτοις τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες να προσδιορίσουν το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 καθώς και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 και το οποίο χρησίμευσε ως νομική βάση για την εγγραφή τους στους καταλόγους. Συγκεκριμένα, αφενός, από τη χρήση της λέξης «θυγατρική» προκύπτει σαφώς ότι η εγγραφή των προσφευγουσών στηρίζεται στο κριτήριο εγγραφής που αφορά τις οντότητες που κατέχονται ή ελέγχονται από οντότητα που παρέχει στήριξη στην εν λόγω κυβέρνηση και, αφετέρου, το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις παρείχε τη δυνατότητα προσδιορισμού της οικείας οντότητας η οποία, κατά το Συμβούλιο, τις κατείχε ή τις ήλεγχε, ήτοι της NIOC, η εγγραφή του ονόματος της οποίας, την οποία γνώριζαν οι προσφεύγουσες, στηριζόταν στο κριτήριο εγγραφής που αφορά τις οντότητες που παρέχουν στήριξη στην κυβέρνηση αυτή, όπως προβλέπεται στις προαναφερθείσες διατάξεις.

48      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως

49      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι συνέτρεχε το κριτήριο εγγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, καθώς και στο άρθρο 23, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012.

50      Συναφώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι POSCO, POMC και PRE κατέχονται αντιστοίχως μόνο κατά 97 %, 48 % και 49 % από την PPI, οπότε δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι οι POSCO, POMC και PRE κατέχονται ή ελέγχονται από την PPI.

51      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι η PPL δεν κατέχεται πλέον από τη NIOC ή από τη NICO από τον Μάρτιο του 2012, δεδομένου ότι το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης αυτής εταιρίας μεταβιβάστηκε στο ιρανικό εθνικό ταμείο συντάξεων και στον οργανισμό κοινωνικών ασφαλίσεων. Φρονούν συνεπώς ότι δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι κατέχονται ή ελέγχονται από τη NIOC κατά τον χρόνο της εγγραφής των ονομάτων τους στους καταλόγους ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων προβληθέντων από το Συμβούλιο.

52      Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες αναφέρουν πολύ συνοπτικά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι η PPL, η μητρική εταιρία της PPI, είναι ανεξάρτητη από τις οντότητες που βρίσκονται υπεράνω αυτής, ήτοι από τις NICO και NIOC, χωρίς να παράσχουν ουδεμία διευκρίνιση συναφώς. Μόνο με το υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες στηρίζονται σε αυτή τη μεταβίβαση κυριότητας για να αποδείξουν ότι δεν κατέχονταν πλέον από τη NIOC κατά την εγγραφή των ονομάτων τους στους καταλόγους.

53      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η PPL έπαυσε να ανήκει στον όμιλο που ελέγχεται από τη NIOC έρχεται σε αντίφαση με το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής.

54      Πρέπει να υπομνησθεί ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει τη συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Εντούτοις, ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που έχει προβληθεί προηγουμένως άμεσα ή έμμεσα με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και εμφανίζει στενό δεσμό με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Hanning κατά Κοινοβουλίου, T‑37/89, Συλλογή, EU:T:1990:49, σκέψη 38). Ανάλογες επιταγές ισχύουν οσάκις αιτίαση προβάλλεται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, T‑352/94, Συλλογή, EU:T:1998:103, σκέψη 333).

55      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες με το υπόμνημα απαντήσεως και με την οποία αμφισβητούν την κατοχή της PPL από τη NICO δεν στηρίζεται σε κανένα νέο στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Επιπλέον, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάπτυξη αιτιάσεως προβληθείσας προηγουμένως με το δικόγραφο της προσφυγής, καθόσον ουδόλως αντιστοιχεί στα πραγματικά στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά την άσκηση της προσφυγής.

56      Συγκεκριμένα, πρώτον, στο δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες αναπαρήγαγαν ένα σχήμα της ιεραρχικής δομής του ομίλου που ελέγχεται από τη NIOC κατά το οποίο η τελευταία αυτή κατείχε ολοσχερώς το εταιρικό κεφάλαιο της NICO, η οποία κατείχε με τη σειρά της το 100 % του εταιρικού κεφαλαίου της PPL, η οποία κατείχε το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της PPI, η οποία κατείχε το εταιρικό κεφάλαιο των λοιπών προσφευγουσών, κατά 97 % όσον αφορά την POSCO, κατά 48 % όσον αφορά την POMC και κατά 49 % όσον αφορά την PRE. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η ως άνω περιγραφείσα αλυσίδα κατοχής δεν παρουσιάζει κανένα σημείο ρήξης στους δεσμούς κατοχής που συνδέουν τις προσφεύγουσες με τη NIOC.

57      Δεύτερον, σε κανένα σημείο στο δικόγραφο της προσφυγής οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν ότι οι δεσμοί που υφίστανται μεταξύ αυτών και της NIOC διακόπηκαν τον Μάρτιο του 2012, αλλά ισχυρίζονται αποκλειστικά ότι οι δεσμοί αυτοί είναι υπερβολικά μακρινοί για να ικανοποιήσουν το κριτήριο της εγγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012.

58      Τρίτον, στο δικόγραφο της προσφυγής, όταν οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι το όνομα της PPL εγγράφηκε στους καταλόγους με το αιτιολογικό ότι ήταν θυγατρική της NICO, δεν προβλήθηκε κανένα επιχείρημα για να αμφισβητηθεί η αιτιολογία αυτή. Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες στηρίζονται στο γεγονός αυτό για να τεκμηριώσουν το επιχείρημά τους ότι δεν μπορούσαν να θεωρηθούν οντότητες συνδεόμενες με οντότητα που παρείχε στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, εφόσον το όνομα της αντίστοιχης μητρικής τους εταιρίας δεν είχε εγγραφεί στους καταλόγους λόγω της παροχής τέτοιας στήριξης, αλλά ως οντότητας κατεχόμενης ή ελεγχόμενης από οντότητα που παρείχε τη στήριξη αυτή.

59      Συνεπώς, το επιχείρημα ότι η PPL δεν ανήκε πλέον στον όμιλο που ελεγχόταν από τη NIOC από τον Μάρτιο του 2012 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και να εξεταστεί το βάσιμο των προσβαλλομένων πράξεων αποκλειστικά με γνώμονα την αλυσίδα κατοχής που περιγράφηκε στη σκέψη 56 ανωτέρω.

60      Κυρίως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί εγγραφής ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου στους καταλόγους, ο δικαστής της Ένωσης να βεβαιώνεται ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, ούτως ώστε ο δικαστικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην εκτίμηση της αόριστης βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθαυτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή απόφαση είναι τεκμηριωμένοι (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, καλούμενη «Kadi II», C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, Συλλογή, EU:C:2013:518, σκέψη 119).

61      Στην αρμόδια αρχή της Ένωσης εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη του αβασίμου των λόγων αυτών. Πρέπει οι πληροφορίες και τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν να τεκμηριώνουν τους λόγους που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου. Αν τα στοιχεία αυτά δεν επιτρέπουν τη διαπίστωση του βασίμου ενός λόγου, ο δικαστής της Ένωσης απορρίπτει τον λόγο αυτό ως έρεισμα της αποφάσεως περί εγγραφής ή περί διατηρήσεως της επίμαχης εγγραφής (απόφαση Kadi II, σκέψη 60 ανωτέρω, EU:C:2013:518, σκέψεις 121 έως 123).

62      Ακολούθως, κατά τη νομολογία, όταν δεσμεύονται τα κεφάλαια οντότητας η οποία έχει αναγνωριστεί ότι παρέχει στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, υπάρχει ο μη αμελητέος κίνδυνος η οντότητα αυτή να ασκήσει πίεση στις οντότητες τις οποίες κατέχει ή ελέγχει ή οι οποίες της ανήκουν για να καταστρατηγήσει το αποτέλεσμα των μέτρων που την αφορούν. Κατά συνέπεια, η δέσμευση των κεφαλαίων των οντοτήτων αυτών, η οποία επιβάλλεται στο Συμβούλιο από το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και από το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, είναι αναγκαία και πρόσφορη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που ελήφθησαν και προς αποτροπή της καταστρατηγήσεως των μέτρων αυτών (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C‑380/09 P, Συλλογή, EU:C:2012:137, σκέψεις 39 και 58).

63      Συνεπώς, κατά την έκδοση αποφάσεως δυνάμει των προαναφερθεισών διατάξεων, το Συμβούλιο πρέπει να εκτιμά τις συγκεκριμένες περιστάσεις προκειμένου να καθορίσει ποιες οντότητες έχουν την ιδιότητα κατεχόμενης ή ελεγχόμενης οντότητας. Αντιθέτως, η φύση της δραστηριότητας της οικείας οντότητας και η ανυπαρξία ενδεχομένως σχέσης μεταξύ της εν λόγω δραστηριότητας και της παροχής στήριξης στην Ιρανική Κυβέρνηση δεν είναι κατάλληλα κριτήρια στο πλαίσιο αυτό, καθόσον η λήψη μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων που αφορά την κατεχόμενη ή ελεγχόμενη οντότητα δεν αιτιολογείται από το γεγονός ότι αυτή παρέχει η ίδια ευθέως στήριξη στην εν λόγω κυβέρνηση (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 62 ανωτέρω, EU:C:2012:137, σκέψεις 40 έως 42).

64      Τέλος, πάντα κατά τη νομολογία, όταν το εταιρικό κεφάλαιο οντότητας το κατέχει ολοσχερώς οντότητα παρέχουσα στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, πληρούται το κριτήριο εγγραφής που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, καθώς και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 62 ανωτέρω, EU:C:2012:137, σκέψη 79).

65      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο έκρινε ότι, λόγω του ότι η NIOC κατείχε το 100 % του εταιρικού κεφαλαίου της NICO, η οποία κατείχε το 100 % του εταιρικού κεφαλαίου της PPL, η οποία με τη σειρά της κατείχε ολοσχερώς το εταιρικό κεφάλαιο της PPI, η οποία κατείχε το εταιρικό κεφάλαιο των λοιπών προσφευγουσών, κατά 97 % όσον αφορά την POSCO, κατά 48 % όσον αφορά την POMC και κατά 49 % όσον αφορά την PRE, εκάστη των προσφευγουσών πρέπει να θεωρηθεί ότι κατέχεται ή ελέγχεται από τη NIOC κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012.

66      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν, σε σχέση με αυτή την αλυσίδα κατοχής και για κάθε προσφεύγουσα, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι πληρούνταν το κριτήριο εγγραφής που αφορά τις οντότητες που κατέχονται από οντότητα παρέχουσα στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.

67      Πρώτον, όσον αφορά την PPI, η οποία είναι θυγατρική της NIOC, πρέπει να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως εγγράφοντας το όνομα της οντότητας αυτής στους καταλόγους.

68      Συγκεκριμένα, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, η πλήρης κατοχή του εταιρικού κεφαλαίου μιας οντότητας από μια οντότητα που παρέχει στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση συνεπάγεται, αυτή και μόνον, ότι πληρούται το κριτήριο εγγραφής που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, καθώς και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, στον οποίο εξετάζεται επίσης το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ θυγατρικής και της μητρικής της εταιρίας, η παρουσία εταιριών ενδιαμέσων μεταξύ των δύο αυτών εταιριών ουδόλως επηρεάζει την εφαρμογή του μαχητού τεκμηρίου κατά το οποίο η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της. Συγκεκριμένα, θεωρείται ότι μια τέτοια επιρροή μπορεί να ασκείται εμμέσως, μέσω ενδιαμέσων εταιριών (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2011, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑90/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:21, σκέψη 88, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑343/06, Συλλογή, EU:T:2012:478, σκέψη 52).

69      Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όταν το εταιρικό κεφάλαιο οντότητας το κατέχει εμμέσως οντότητα παρέχουσα στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, πληρούται το κριτήριο εγγραφής που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, τούτο δε ανεξάρτητα από την ύπαρξη και το αριθμό ενδιαμέσων εταιριών μεταξύ αυτής της μητρικής οντότητας και της κατεχόμενης οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι εκάστη των οντοτήτων που μετέχουν έτσι στην αλυσίδα κατοχής κατέχεται ολοσχερώς από την αντίστοιχη μητρική της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πράγματι, η μητρική οντότητα διατηρεί ενιαίο και αποκλειστικό έλεγχο στο σύνολο των θυγατρικών της και είναι συνεπώς σε θέση, μέσω των ενδιάμεσων εταιριών, να ασκεί πίεση στην οντότητα που κατέχει εμμέσως για να καταστρατηγήσει το αποτέλεσμα των μέτρων που την αφορούν, δικαιολογώντας συνεπώς τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά αυτής της εμμέσως κατεχόμενης οντότητας.

70      Εν προκειμένω, πρέπει επομένως να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η εγγραφή στους καταλόγους του ονόματος της PPI, της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο το κατείχε κατά 100 % η PPL, της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο το κατείχε ολοσχερώς η NICO, της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο το κατείχε κατά 100 % η NIOC, δικαιολογείται με βάση το κριτήριο που αφορά τις οντότητες που κατέχονται ή ελέγχονται από οντότητα παρέχουσα στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.

71      Δεύτερον, όσον αφορά την POSCO, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι όλο σχεδόν, ήτοι το 97 % του εταιρικού κεφαλαίου της οντότητας αυτής ανήκε στην PPI.

72      Συναφώς, από τη νομολογία στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού προκύπτει ότι η μητρική εταιρία είναι σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της εφόσον αυτή κατέχει το σύνολο, αλλά επίσης σχεδόν το σύνολο, του κεφαλαίου της θυγατρικής αυτής (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Arkema κατά Επιτροπής, T‑168/05, EU:T:2009:367, σκέψη 71).

73      Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όταν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου μιας οντότητας ανήκει σε μια οντότητα παρέχουσα στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, πληρούται το κριτήριο εγγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012.

74      Εν προκειμένω, παρά την παρουσία των τριών ενδιαμέσων εταιριών μεταξύ της NIOC και της POSCO και το γεγονός ότι η PPI δεν είναι η αποκλειστική ιδιοκτήτρια της POSCO, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεσπίζοντας περιοριστικά μέτρα που αφορούν την τελευταία αυτή.

75      Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 68 και 69 ανωτέρω, ο αριθμός των ενδιαμέσων εταιριών δεν ασκεί επιρροή στην ικανότητα της μητρικής εταιρίας να επηρεάσει κατάλληλα τη συμπεριφορά της θυγατρικής της όταν το εταιρικό κεφάλαιο της τελευταίας αυτής καθώς και το κεφάλαιο εκάστης των ενδιαμέσων εταιριών το κατέχει ολοσχερώς η εν λόγω μητρική εταιρία. Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει οσάκις η κατοχή του κεφαλαίου της θυγατρικής και των εν λόγω εταιριών είναι σχεδόν ολοσχερής, όπως εν προκειμένω όπου, μέσω της PPI, η NIOC κατέχει το 97 % του εταιρικού κεφαλαίου της POSCO. Μπορεί, συγκεκριμένα, ευλόγως να θεωρηθεί ότι, λόγω της υπάρξεως αποκλειστικών ή σχεδόν αποκλειστικών δεσμών κατοχής μεταξύ της NIOC και της PPI, η τελευταία αυτή εξακολουθεί να υπόκειται στον αποκλειστικό και ενιαίο έλεγχο της μητρικής αυτής εταιρίας.

76      Πρέπει συνεπώς να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η POSCO ανήκε στη NIOC και να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ως αβάσιμος καθόσον αφορά αυτή την προσφεύγουσα.

77      Τρίτον, όσον αφορά την POMC και την PRE, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, κατά τη νομολογία σχετικά με το δίκαιο του ανταγωνισμού, το τεκμήριο της άσκησης αποφασιστικής επιρροής από μια μητρική εταιρία επί της θυγατρικής της εφαρμόζεται επίσης όταν δύο εταιρίες τελούν σε κατάσταση ανάλογη με αυτή όπου μία μόνο εταιρία κατέχει το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής της. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το εταιρικό κεφάλαιο της POMC το κατέχουν από κοινού η PPI και η Global O & M Company, κατά ποσοστό αντιστοίχως 48 % και 47 %, και ότι η PRE είναι μια κοινή επιχείρηση της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο κατεχόταν από την PPI και από την Telford International κατά ποσοστό αντιστοίχως 49 % και 47 %, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η παρατεθείσα στη σκέψη 64 νομολογία έχει εφαρμογή και ότι η POMC και η PRE πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν ότι ελέγχονται εμμέσως από τη NIOC μέσω, κυρίως, της PPI.

78      Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι η PPI κατείχε ένα ποσοστό στο εταιρικό κεφάλαιο της POMC μεγαλύτερο από αυτό που κατείχε η Global O & M Company και ένα ποσοστό στο εταιρικό κεφάλαιο της PRE μεγαλύτερο από αυτό που κατείχε η Telford International, μπορούσε να τεκμαρθεί ότι η οντότητα αυτή είχε την τελευταία λέξη και μπορούσε να επιβάλει τις αποφάσεις της στην POMC και στην PRE.

79      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ωστόσο ότι, εν προκειμένω, όσον αφορά την POMC και την PRE, το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επ’ αυτών από τη μητρική τους εταιρία δεν μπορεί να εφαρμοστεί.

80      Συγκεκριμένα, καταρχάς, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την από κοινού κατοχή εταιρικών κεφαλαίων της POMC και της PRE, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την PPI, στην Global O & M Company και στην Telford International δεν επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα. Υπό αυτές τις περιστάσεις όμως, δεν είναι προς το συμφέρον των δύο τελευταίων αυτών εταιριών να βοηθήσουν την PPI να ασκήσει πίεση στην κοινή θυγατρική τους για να καταστρατηγήσουν το αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων που αφορούν αποκλειστικά αυτή. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάσταση είναι ανάλογη με εκείνη όπου μία και μόνη οντότητα κατέχει το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής της εφόσον, εν προκειμένω, η ύπαρξη ελέγχου από κοινού δύναται να εμποδίσει την PPI και, κατά συνέπεια, τη NIOC να ασκήσουν πίεση στην POMC και στην PRE προκειμένου να καταστρατηγήσουν το αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων που την αφορούν.

81      Εν συνεχεία, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά τη νομολογία, η κατοχή του 60 % του εταιρικού κεφαλαίου οντότητας δεν συνεπάγεται, αυτή και μόνον, ότι πληρούται το κριτήριο εγγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 [απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Persia International Bank κατά Συμβουλίου, T‑493/10, Συλλογή (Αποσπάσματα), EU:T:2013:398, σκέψη 106]. Κατά μείζονα λόγο, εν προκειμένω, η κατοχή κατά ποσοστό αντιστοίχως 48 % και 49 % του εταιρικού κεφαλαίου της POMC και της PRE δεν αρκεί για να μπορεί, αυτή και μόνο, να δικαιολογήσει, με γνώμονα τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, τη θέσπιση των περιοριστικών μέτρων που αφορούν τις οντότητες αυτές.

82      Ελλείψει κατοχής από την PPI του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του εταιρικού κεφαλαίου της POMC και της PRE, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν, με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις, υπήρχε ο μη αμελητέος κίνδυνος οι δύο τελευταίες αυτές εταιρίες να οδηγηθούν στην καταστρατήγηση του αποτελέσματος των περιοριστικών μέτρων που αφορούν την NIOC.

83      Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να παρέχει τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να θεωρήσει ότι η PPI ήταν σε θέση να ασκήσει έλεγχο επί της POMC ή επί της PRE. Συγκεκριμένα, το μερίδιο που κατείχε η PPI στο εταιρικό κεφάλαιο των τελευταίων αυτών, μολονότι είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από αυτό που κατέχουν οι λοιποί κύριοι μέτοχοι των οντοτήτων αυτών, παραμένει μειοψηφικό μερίδιο. Δεν μπορεί επομένως να τεκμαρθεί ότι η PPI είχε την εξουσία να ορίζει περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της POMC ή το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της PRE ή είχε, καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο, την τελευταία λέξη στα διοικητικά συμβούλια των οντοτήτων αυτών.

84      Πρέπει συνεπώς να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η POMC και η PRE κατέχονταν ή ελέγχονταν από την NIOC.

85      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος όσον αφορά την PPI και την POSCO και να γίνει δεκτός όσον αφορά την POMC και την PRE. Κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν καθόσον αφορούν τις δύο τελευταίες αυτές προσφεύγουσες.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του δικαιώματος ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, από παραβίαση της αρχής της προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και των ανθρωπιστικών αξιών της Ένωσης και, εν πάση περιπτώσει, των αρχών της αναλογικότητας και της προφυλάξεως

86      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν προσβολή των ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

87      Καταρχάς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις προσβάλλουν το δικαίωμά τους ιδιοκτησίας και το δικαίωμά τους ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας και είναι δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

88      Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές ζημίες στο περιβάλλον, καθώς και στην υγεία και στην ασφάλεια των εργαζομένων και των Ιρανών πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι, λόγω των κυρώσεων, δεν θα είναι σε θέση να ολοκληρώσουν το στάδιο 19 του σχεδίου εκμεταλλεύσεως του South Pars του οποίου η υλοποίηση είναι ουσιώδης για να αποφευχθεί έλλειψη φυσικού αερίου στο Ιράν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Επιπλέον, με το υπόμνημα απαντήσεως, διευκρινίζουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των υλικών και των τεχνικών υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται προέρχονται από χώρες μέλη της Ένωσης. Η αδυναμία αποκτήσεως των υλικών αυτών θα ανάγκαζε συνεπώς την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν να καταφύγει σε άλλα καύσιμα θέρμανσης πιο ολέθρια για το περιβάλλον και θα αύξανε τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων που ζουν και εργάζονται γύρω από τα σχέδια εκμεταλλεύσεως.

89      Έχοντας υπόψη τους κινδύνους αυτούς, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της προφυλάξεως. Το Συμβούλιο θα έπρεπε συγκεκριμένα να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της δεσμεύσεως των περιουσιακών τους στοιχείων προτού εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις.

90      Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα μέτρα που θεσπίστηκαν από το Συμβούλιο είναι δυσανάλογα σε σχέση με τον διακηρυγμένο σκοπό τους.

91      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες.

92      Πρώτον, όσον αφορά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας των προσφευγουσών, πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι τα εν λόγω δικαιώματα περιλαμβάνονται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που καθιερώνονται αντιστοίχως στο άρθρο 17 και στο άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του οποίου ο δικαστής της Ένωσης διασφαλίζει την τήρηση. Ωστόσο, πρέπει, να υπομνησθεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και ότι η άσκησή τους μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C‑548/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:735, σκέψη 113).

93      Εν συνεχεία, κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκονται από την οικεία κανονιστική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και τα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1987, Maizena κ.λπ., 137/85, Συλλογή, EU:C:1987:493, σκέψη 15).

94      Εν προκειμένω, το δικαίωμα ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας των προσφευγουσών περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό, συνεπεία της εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων, καθόσον οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους τα κεφάλαιά τους που βρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης, εκτός αν χορηγούνται συγκεκριμένες άδειες, και εφόσον κανένα κεφάλαιο ή οικονομικός πόρος δεν μπορεί να τεθεί, άμεσα ή έμμεσα, στη διάθεσή τους δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 267/2012. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την πρωταρχική σημασία της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, το Συμβούλιο ορθώς θεώρησε ότι οι προσβολές των προαναφερθέντων δικαιωμάτων που προέκυπταν από την εγγραφή στους καταλόγους των οντοτήτων που κατέχονται από οντότητα παρέχουσα στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση ήταν πρόσφορες και αναγκαίες προκειμένου να ασκηθεί πίεση στην εν λόγω κυβέρνηση για να αναγκαστεί να παύσει τις δραστηριότητές της διάδοσης των πυρηνικών όπλων (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 62 ανωτέρω, EU:C:2012:137, σκέψη 61).

95      Συνεπώς, οι προσβολές αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν, με γνώμονα τους επιδιωκόμενους σκοπούς, υπέρμετρη και μη ανεκτή παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και του δικαιώματος ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 92 ανωτέρω, EU:C:2011:735, σκέψεις 114 και 115).

96      Επιπλέον, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η δέσμευση των κεφαλαίων τους δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη λόγω υποτιθέμενης προσβολής του δικαιώματός τους να προβάλουν τα επιχειρήματά τους στο Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, όπως θα διαφανεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του πέμπτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 123 επ. κατωτέρω), οι προσφεύγουσες είχαν την ευκαιρία να προβάλουν την άποψή τους.

97      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα επιχειρήματα που αντλούνται από την προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και του δικαιώματος ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας και από τον δυσανάλογο χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων.

98      Δεύτερον, όσον αφορά τους κινδύνους ζημιών για το περιβάλλον καθώς και για την υγεία και την ασφάλεια των Ιρανών εργαζομένων και πολιτών, καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η αδυναμία αποκτήσεως των υλικών και των τεχνικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός της Ένωσης, η οποία προβάλλεται ως η αιτία των κινδύνων αυτών, ουδόλως προκύπτει από τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν τις προσφεύγουσες.

99      Συγκεκριμένα, από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, καθώς και από τα έγγραφα που προσαρτώνται στο υπόμνημα απαντήσεως και προσκομίστηκαν προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής, προκύπτει ότι οι κίνδυνοι ελλείψεως φυσικού αερίου ή αυτοί που συνδέονται με την καταφυγή σε άλλα καύσιμα θέρμανσης δεν αποτελούν τη συνέπεια ενδεχομένων οικονομικών δυσχερειών που θίγουν τις προσφεύγουσες κατόπιν της δεσμεύσεως των κεφαλαίων τους και που τις εμποδίζουν να αποκτήσουν τα αναγκαία υλικά για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους, αλλά προκύπτουν από τους περιορισμούς που επέβαλε η Ένωση όσον αφορά την προμήθεια προς ιρανικές οντότητες ουσιωδών προϊόντων ή τεχνολογιών καθώς και τεχνικών υπηρεσιών σε σχέση με τα προϊόντα αυτά που προορίζονται για τη βιομηχανία του φυσικού αερίου στο Ιράν.

100    Όπως όμως τονίζει το Συμβούλιο, οι περιορισμοί αυτοί, που προβλέπονται μεταξύ άλλων στο άρθρο 4 της αποφάσεως 2010/413 καθώς και στα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού 267/2012, αφορούν κάθε ιρανική οντότητα και ενδέχεται συνεπώς να θίξουν τις προσφεύγουσες, ανεξάρτητα από την εγγραφή του ονόματός τους στους καταλόγους. Επιπλέον, η νομιμότητα των εν λόγω διατάξεων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν αποτελούν τη νομική βάση των προσβαλλομένων πράξεων.

101    Πρέπει συνεπώς να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το επιχείρημα ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δημιουργούν κίνδυνο για το περιβάλλον και για την υγεία και την ασφάλεια των Ιρανών εργαζομένων και πολιτών δεν είναι βάσιμο.

102    Τρίτον, όσον αφορά την αρχή της προφυλάξεως, πρέπει να υπoμνησθεί ότι η αρχή αυτή συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλει στις οικείες αρχές να λαμβάνουν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί βάσει της σχετικής νομοθεσίας, κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προλαμβάνουν ορισμένους δυνητικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την υπεροχή των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών επί των οικονομικών συμφερόντων (βλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2002, Artegodan κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑74/00, T‑76/00, T‑83/00 έως T‑85/00, T‑132/00, T‑137/00 και T‑141/00, Συλλογή, EU:T:2002:283, σκέψεις 183 και 184, και της 21ης Οκτωβρίου 2003, Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, T‑392/02, Συλλογή, EU:T:2003:277, σκέψη 121 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 98 έως 101 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη ενδεχόμενων κινδύνων για την υγεία, την ασφάλεια ή το περιβάλλον που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη δέσμευση των κεφαλαίων τους. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσάπτεται στο Συμβούλιο ότι δεν έλαβε υπόψη την εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων.

104    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη κοινοποιήσεως όσον αφορά δύο από τις προσφεύγουσες, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας      

105    Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι το Συμβούλιο διέπραξε διάφορες προσβολές των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων τους άμυνας και του δικαιώματός τους αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

106    Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε ατομικώς τις προσβαλλόμενες πράξεις στην POMC και στην PRE.

107    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε την απόφασή του να επιβάλει περιοριστικά μέτρα έναντι αυτών και συνεπώς δεν τις πληροφόρησε σχετικά με το έρεισμα της εγγραφής του ονόματός τους στους καταλόγους. Με το υπόμνημα απαντήσεως, διευκρινίζουν ότι η αιτιολογία ότι κατέχονταν ή ελέγχονταν από τη NIOC δεν αντιστοιχεί στην αιτιολογία που διατυπώνεται στις προσβαλλόμενες πράξεις.

108    Τρίτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι το Συμβούλιο δεν τους κοινοποίησε, παρά το αίτημά τους, τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων. Εκτιμούν συνεπώς ότι δεν μπόρεσαν να προβάλουν τα επιχειρήματά τους και να αμφισβητήσουν ικανοποιητικώς την εγγραφή του ονόματός τους στους καταλόγους.

109    Εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τα διαδικαστικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως αποκλειστικά στον βαθμό που αυτό θα κατέληγε στην απόρριψη των τεσσάρων πρώτων λόγων ακυρώσεως. Εφόσον, όσον αφορά την POMC και την PRE, ο δεύτερος λόγος έγινε δεκτός, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αποκλειστικά καθόσον αφορά την PPI και την POSCO (στο εξής: δύο πρώτες προσφεύγουσες). Επομένως, το επιχείρημα σχετικά με την έλλειψη κοινοποιήσεως των προσβαλλομένων πράξεων στην POMC και στην PRE δεν θα εξεταστεί στο πλαίσιο του πέμπτου αυτού λόγου ακυρώσεως.

110    Κυρίως, καταρχάς, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 27 έως 48 ανωτέρω) προκύπτει σαφώς ότι η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων είναι επαρκής, καθόσον παρέσχε τη δυνατότητα στις δύο πρώτες προσφεύγουσες να προσδιορίσουν όχι μόνο τη νομική βάση των πράξεων αυτών, αλλά επίσης τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι σε αυτές έπρεπε να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα, σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 35 ανωτέρω νομολογία.

111    Εν συνεχεία, όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών, ειδικότερα δε του δικαιώματος ακροάσεως, σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά οντότητας και η οποία μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτήν πράξη, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και αν δεν υπάρχει καμία ρύθμιση σχετικά με την εν λόγω διαδικασία (απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:T:2009:401, σκέψη 91).

112    Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει, αφενός, να γνωστοποιούνται στην ενδιαφερόμενη οντότητα τα στοιχεία που προβάλλονται εις βάρος της προς στήριξη της βλαπτικής γι’ αυτήν πράξεως. Αφετέρου, πρέπει να της παρέχεται η δυνατότητα να προβάλει επωφελώς την άποψή της σε σχέση με τα στοιχεία αυτά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση OMPI I, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2006:384, σκέψη 93).

113    Ως εκ τούτου, όσον αφορά την πρώτη πράξη με την οποία δεσμεύονται τα κεφάλαια μιας οντότητας, τα επιβαρυντικά στοιχεία πρέπει να κοινοποιούνται στην οντότητα αυτή είτε ταυτοχρόνως με την έκδοση της οικείας πράξεως είτε το συντομότερο δυνατό μετά την έκδοση αυτής, εκτός εάν δεν το επιτρέπουν επιτακτικοί λόγοι αφορώντες την ασφάλεια της Ένωσης ή των κρατών μελών της ή τον χειρισμό των διεθνών σχέσεών τους. Κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερόμενης οντότητας, η τελευταία δικαιούται επίσης να προβάλει την άποψή της σε σχέση με τα στοιχεία αυτά και αφού εκδοθεί η πράξη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση OMPI I, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2006:384, σκέψη 137).

114    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, όταν έχουν κοινοποιηθεί στην ενδιαφερόμενη οντότητα επαρκώς ακριβείς πληροφορίες που της παρέχουν τη δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί των εις βάρος της στοιχείων που λαμβάνει υπόψη του το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο υποχρεούται να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελός του. Το Συμβούλιο υποχρεούται να εξασφαλίζει τη δυνατότητα προσβάσεως σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:T:2009:401, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Τέλος, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας συνεπάγεται ότι η οικεία αρχή της Ένωσης οφείλει να γνωστοποιήσει στη θιγόμενη οντότητα τους λόγους για τους οποίους λαμβάνεται ένα περιοριστικό μέτρο, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο λήψεως του εν λόγω μέτρου είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατό μετά τη λήψη του, ώστε να παρασχεθεί στη θιγόμενη οντότητα η δυνατότητα να ασκήσει, εμπροθέσμως, το δικαίωμά της ασκήσεως προσφυγής. Η τήρηση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των λόγων αυτών είναι, πράγματι, αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί στους αποδέκτες των περιοριστικών μέτρων η δυνατότητα να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσουν, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγουν στον δικαστή της Ένωσης, αλλά και προκειμένου να παρασχεθεί πλήρως στον δικαστή αυτόν η δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της επίμαχης πράξεως για τον οποίο είναι αρμόδιος (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:461, σκέψεις 335 έως 337 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116    Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά την αρχική γνωστοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις κοινοποιήθηκαν στις δύο πρώτες προσφεύγουσες με έγγραφα της 10ης Ιουνίου 2013 και, αφετέρου, ότι από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως καθώς και από τη σκέψη 110 ανωτέρω, σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως, προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες καθόσον παρέσχον τη δυνατότητα στις δύο πρώτες προσφεύγουσες να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους εγγράφηκαν στους καταλόγους.

117    Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι το Συμβούλιο δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των δύο πρώτων προσφευγουσών όσον αφορά την αρχική γνωστοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων.

118    Δεύτερον, όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε σε εύθετο χρόνο στις δύο πρώτες προσφεύγουσες τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελό τους, πρέπει να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών αυτών.

119    Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η καθυστερημένη γνωστοποίηση ενός εγγράφου επί του οποίου το Συμβούλιο στηρίχθηκε για να λάβει ή να διατηρήσει σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα έναντι μιας οντότητας δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δικαιολογούσα την ακύρωση των επίμαχων πράξεων παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν θα είχαν εγκύρως ληφθεί ή διατηρηθεί σε ισχύ αν το έγγραφο που γνωστοποιήθηκε με καθυστέρηση δεν είχε περιληφθεί στα επιβαρυντικά για την οντότητα στοιχεία (απόφαση Persia International Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 81 ανωτέρω, EU:T:2013:398, σκέψη 85).

120    Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο κοινοποίησε καθυστερημένα τα περιλαμβανόμενα στον φάκελο των προσφευγουσών έγγραφα, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων παρά μόνον αν αποδεικνυόταν περαιτέρω ότι η θέσπιση των περιοριστικών μέτρων κατά των δύο πρώτων προσφευγουσών δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν στις τελευταίες αυτές σε εύθετο χρόνο, ήτοι από την αιτιολογία που περιλαμβάνεται στις προσβαλλόμενες πράξεις.

121    Αφενός, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα κοινοποιηθέντα κατά την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως έγγραφα δεν περιέχουν καμία νέα πληροφορία που να είναι χρήσιμη για την άμυνα των δύο πρώτων προσφευγουσών, καθόσον από το περιεχόμενό τους δεν προκύπτει κανένα νέο στοιχείο που να τις αφορά. Αφετέρου, από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η αιτιολογία που περιέχεται στις προσβαλλόμενες πράξεις, όπως κοινοποιήθηκαν στις δύο πρώτες προσφεύγουσες, ήταν επαρκής για να δικαιολογήσει τη θέσπιση των περιοριστικών μέτρων που τις αφορούν.

122    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο δε προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των δύο πρώτων προσφευγουσών όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα.

123    Τρίτον, όσον αφορά τη δυνατότητα των δύο πρώτων προσφευγουσών να προβάλουν επωφελώς την άποψή τους, πρέπει να τονιστεί ότι, κατόπιν της εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων, οι προσφεύγουσες απηύθυναν στο Συμβούλιο, στις 9 Αυγούστου 2013, έγγραφο στο οποίο εξέθεσαν την άποψή τους και ζήτησαν να τους γνωστοποιηθούν οι λόγοι της εγγραφής τους καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελό τους.

124    Συνεπώς, οι δύο πρώτες προσφεύγουσες είχαν την ευκαιρία να προβάλουν επωφελώς την άποψή τους οπότε δεν μπορεί να προσάπτεται στο Συμβούλιο ότι προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας συναφώς.

125    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι δύο πρώτες προσφεύγουσες μπόρεσαν να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους και ότι το ίδιο ήταν απολύτως σε θέση να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων. Κακώς συνεπώς οι δύο πρώτες προσφεύγουσες προσάπτουν στο Συμβούλιο ότι προσέβαλε το δικαίωμά τους αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

126    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον αφορά τις δύο πρώτες προσφεύγουσες.

127    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει συνεπώς να απορριφθεί καθόσον αφορά τις PPI και POSCO και να γίνει δεκτή καθόσον αφορά τις POMC και PRE.

 Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων καθόσον αφορούν την POMC και την PRE

128    Δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως που θεωρούνται οριστικά. Από τη νομολογία προκύπτει ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στον δικαστή της Ένωσης να αποφασίζει την ημερομηνία ενάρξεως των αποτελεσμάτων των ακυρωτικών του αποφάσεων (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Nabipour κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑58/12, EU:T:2013:640, σκέψεις 250 και 251).

129    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, για τους εκτιθέμενους κατωτέρω λόγους, απαιτείται να διατηρήσει διαχρονικά τα αποτελέσματα των προσβαλλομένων πράξεων μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την απόρριψή της.

130    Συγκεκριμένα, πρέπει να υπoμνησθεί ότι το πυρηνικό πρόγραμμα που έθεσε σε εφαρμογή η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν είναι πηγή έντονων ανησυχιών τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο διεύρυνε σταδιακώς τον αριθμό των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν κατά του κράτους αυτού, προκειμένου να εμποδίσει την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που θέτουν σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, στο πλαίσιο της εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

131    Συνεπώς, το συμφέρον της POMC και της PRE να επιτύχουν την άμεση ισχύ της ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων καθόσον τις αφορούν πρέπει να σταθμιστεί με τον σκοπό γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η πολιτική της Ένωσης στον τομέα των περιοριστικών μέτρων κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Η διαφοροποίηση των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως περιοριστικού μέτρου μπορεί συνεπώς να δικαιολογείται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και, εν τέλει, από επιτακτικούς λόγους αναγόμενους στην ασφάλεια ή απορρέοντες από τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της (βλ., κατ’ αναλογία προς την απουσία υποχρεώσεως προηγούμενης γνωστοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο των λόγων της αρχικής εγγραφής του ονόματός του στους καταλόγους, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:853, σκέψη 67).

132    Η ακύρωση όμως, με άμεση ισχύ, των προσβαλλομένων πράξεων καθόσον αφορούν την POMC και την PRE θα παρείχε τη δυνατότητα στις τελευταίες αυτές να μεταφέρουν όλα ή μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων εκτός Ένωσης, χωρίς το Συμβούλιο να μπορέσει ενδεχομένως να εφαρμόσει εμπροθέσμως το άρθρο 266 ΣΛΕΕ προκειμένου να διορθώσει τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν με την παρούσα απόφαση, οπότε θα θιγόταν κατά τρόπο σοβαρό και μη αναστρέψιμο η αποτελεσματικότητα κάθε δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων που ενδεχομένως θα μπορούσε να αποφασίσει στο μέλλον το Συμβούλιο έναντι των οντοτήτων αυτών.

133    Συγκεκριμένα, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 266 ΣΛΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να επισημανθεί ότι η ακύρωση με την παρούσα απόφαση της εγγραφής των ονομάτων της POMC και της PRE στους καταλόγους απορρέει από το γεγονός ότι οι λόγοι της εγγραφής αυτής δεν τεκμηριώνονται με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σκέψεις 77 έως 84 ανωτέρω). Μολονότι στο Συμβούλιο εναπόκειται να αποφασίσει τη λήψη εκτελεστικών μέτρων της αποφάσεως αυτής, δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί νέα εγγραφή των εν λόγω ονομάτων στους καταλόγους. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της νέας αυτής εξετάσεως, το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να συμπεριλάβει εκ νέου τα ονόματα αυτά στους καταλόγους βάσει επαρκώς κατά νόμο τεκμηριωμένων λόγων.

134    Συνεπώς, τα αποτελέσματα των προσβαλλομένων πράξεων πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ έναντι της POMC και της PRE, μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την απόρριψη της αναιρέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

135    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

136    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να αποφασιστεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει κατά το μέρος που αφορούν τις Petropars Aria Kish Operation and Management Co. και Petropars Resources Engineering Kish Co.:

–        την απόφαση 2013/270/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν·

–        τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 522/2013 του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν.

2)      Τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2013/270 και του κανονισμού 522/2013 διατηρούνται σε ισχύ έναντι της Petropars Aria Kish Operation and Management Co. και της Petropars Resources Engineering Kish Co. μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την απόρριψη της αναιρέσεως.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Jaeger

Van der Woude

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Μαΐου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.