Language of document : ECLI:EU:T:2015:122

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2015

Υπόθεση T‑430/13 P

Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ)

κατά

Mohammed Achab

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Πολιτογράφηση – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων – Άρθρο 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 26ης Ιουνίου 2013, Achab κατά ΕΟΚΕ (F‑21/12, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2013:95).

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε ο Mohammed Achab στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος — Προϋποθέσεις — Προδήλως παράτυπη καταβολή — Κριτήρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85)

2.      Υπάλληλοι — Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας — Γεγονός που δικαιολογεί την επανεξέταση από τη Διοίκηση της καταστάσεως του δικαιούχου — Περιεχόμενο — Μεταβολή ιθαγένειας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρo 4 § 1, στοιχεία α΄ και β΄)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Αρχή της απαγορεύσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού της Ένωσης — Έννοια

4.      Αναίρεση — Λόγοι —Λόγος αναιρέσεως ο οποίος βάλλει κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περί των δικαστικών εξόδων — Απαράδεκτος σε περίπτωση απορρίψεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως (Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 2)

1.      Στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 85 του ΚΥΚ, κάθε ποσό που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως αναζητείται, εφόσον η παρανομία δεν μπορούσε να διαφύγει της προσοχής ενός επιμελούς υπαλλήλου. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η ικανότητα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις.

Εξάλλου, η περιεχόμενη στο άρθρο 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ φράση «τόσο εμφανής» δεν σημαίνει ότι ο υπάλληλος στον οποίο καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ορισμένα ποσά απαλλάσσεται από κάθε προσπάθεια σκέψεως ή ελέγχου. Αντιθέτως, οφείλεται επιστροφή όταν πρόκειται για σφάλμα που δεν διαφεύγει από έναν κατά κανόνα επιμελή υπάλληλο, ο οποίος θεωρείται ότι γνωρίζει τους κανόνες που διέπουν τον μισθό του.

Τέλος, τα στοιχεία που λαμβάνει συναφώς υπόψη ο δικαστής της Ένωσης αφορούν το επίπεδο ευθύνης του υπαλλήλου, τον βαθμό και την αρχαιότητά του, το κατά πόσον είναι σαφείς οι διατάξεις του ΚΥΚ που καθορίζουν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση του επιδόματος, καθώς και τη σημασία των μεταβολών που επήλθαν στην προσωπική ή οικογενειακή του κατάσταση όταν η καταβολή του επίδικου ποσού συνδέεται με την εκ μέρους της Διοικήσεως εκτίμηση μιας τέτοιας καταστάσεως. Επομένως, ένας υπάλληλος με σχετικώς υψηλό βαθμό και μεγάλη προϋπηρεσία στη δημόσια διοίκηση της Ένωσης θα έπρεπε να είναι σε θέση να αντιληφθεί την παρατυπία από την οποία αντλεί ωφέλεια.

Η σχετική με τον πρόδηλο χαρακτήρα της παράτυπης καταβολής προϋπόθεση, τον οποίο ο ενδιαφερόμενος δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί, δεν μπορεί να εξετάζεται υπό το πρίσμα της υπεροχής του κριτηρίου της αρχαιότητας έναντι άλλων κριτηρίων, όπως ο βαθμός και τα ασκούμενα καθήκοντα, αλλά υπό το πρίσμα μιας δέσμης στοιχείων βάσει των οποίων μπορεί να εξακριβωθεί σε ποιο βαθμό ο ενδιαφερόμενος όφειλε να τελεί εν γνώσει του παράτυπου χαρακτήρα της πραγματοποιηθείσας καταβολής.

(βλ. σκέψεις 29 έως 32)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1979, Broe κατά Επιτροπής, 252/78, Συλλογή, EU:C:1979:165, σκέψεις 13 και 14· της 17ης Ιανουαρίου 1989, Stempels κατά Επιτροπής, 310/87, Συλλογή, EU:C:1989:9, σκέψεις 10 και 11, και διάταξη της 14ης Ιουλίου 2005, Γκούβρας κατά Επιτροπής, C‑420/04 P, Συλλογή, EU:C:2005:482, σκέψη 59

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1991, Kormeier κατά Επιτροπής, T‑124/89, Συλλογή, EU:T:1991:12, σκέψεις 17 και 18· της 24ης Φεβρουαρίου 1994, Stahlschmidt κατά Κοινοβουλίου, T‑38/93, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:1994:23, σκέψη 19· της 27ης Φεβρουαρίου 1996, Galtieri κατά Κοινοβουλίου, T‑235/94, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:1996:22, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 5ης Νοεμβρίου 2002, Ronsse κατά Επιτροπής, T‑205/01, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2002:269, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 2ας Μαρτίου 2004, Di Marzio κατά Επιτροπής, T‑14/03, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2004:59, σκέψη 91

2.      Για τους υπαλλήλους που δεν έχουν την ιθαγένεια της χώρας όπου υπηρετούν, η απώλεια του επιδόματος αποδημίας ή η μη χορήγησή του επέρχεται μόνο στην περίπτωση που η συνήθης διαμονή του ενδιαφερομένου στη χώρα όπου θα υπηρετεί μελλοντικώς διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου αναφοράς. Αντιθέτως, για τους υπαλλήλους που έχουν την ιθαγένεια της χώρας όπου υπηρετούν, το γεγονός ότι εγκαταστάθηκαν σε αυτήν ή ότι διατήρησαν εκεί τη συνήθη διαμονή τους, ακόμα και για ένα πολύ σύντομο διάστημα κατά την δεκαετή περίοδο αναφοράς, αρκεί για να επιφέρει την απώλεια του επιδόματος αυτού ή τη μη χορήγησή του.

Μολονότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν επιδέχεται παρερμηνεία, η εξέταση της περιπτώσεως του ενδιαφερομένου ενδέχεται να απαιτεί επίσης την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω παραρτήματος. Τούτο συντρέχει στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος, κατά τον χρόνο προσλήψεώς του, είχε την ιθαγένεια τρίτης χώρας και, παρά τη διαμονή του στο κράτος όπου υπηρετεί κατά τα τρία έτη προ της προσλήψεώς του, λαμβάνει το επίδομα αποδημίας βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και στον οποίο, εξαιτίας της κτήσεως της ιθαγένειας του κράτους όπου υπηρετεί, δεν αναγνωρίσθηκε, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δικαίωμα λήψεως του εν λόγω επιδόματος, με την αιτιολογία ότι κατά τα έξι έτη που προηγήθηκαν της προσλήψεώς του κατοικούσε στο κράτος όπου υπηρετεί.

Επομένως, στο μέτρο που, ακόμη και αν πρόκειται για κατά κανόνα επιμελή υπάλληλο, η τριετής περίοδος διαμονής στη χώρα υπηρεσίας κατά την πενταετή περίοδο προ της εντάξεώς του στην υπηρεσία δεν εμπόδισε την εκ μέρους του λήψη του επιδόματος αποδημίας, το γεγονός αυτό μπορούσε θεμιτώς να του δημιουργήσει την πεποίθηση ότι η ίδια αυτή περίοδος δεν θα συνιστούσε κώλυμα για την καταβολή του ίδιου αυτού επιδόματος όταν θα αποκτούσε την ιθαγένεια της χώρας όπου υπηρετεί.

(βλ. σκέψεις 53 έως 56)

3.      Σύμφωνα με τις αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, το πρόσωπο που υπέστη ζημία η οποία βελτιώνει την περιουσία άλλου προσώπου, χωρίς ο πλουτισμός αυτός να στηρίζεται σε οποιαδήποτε νομική βάση, δικαιούται κατά γενικό κανόνα την απόδοση του σχετικού ποσού, μέχρι του ύψους της ζημίας αυτής, εκ μέρους του προσώπου που κατέστη πλουσιότερο. Για να ευδοκιμήσει δε η αγωγή αυτή, πρέπει οπωσδήποτε ο πλουτισμός να μην έχει έγκυρη νομική βάση.

(βλ. σκέψη 60)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, Συλλογή, EU:C:2008:726, σκέψεις 44 και 46

4.      Από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αναίρεση δεν χωρεί αποκλειστικώς για τον καταλογισμό και το ύψος των δικαστικών εξόδων. Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία όλοι οι άλλοι λόγοι μιας αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης απορρίφθηκαν, το αίτημα σχετικά με προβαλλόμενη παρατυπία της αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού ως προς τα δικαστικά έξοδα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

(βλ. σκέψη 72)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 26ης Μαΐου 2005, Tralli κατά ΕΚΤ, C‑301/02 P, Συλλογή, EU:C:2005:306, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: διάταξη της 29ης Οκτωβρίου 2009, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑375/08 P, EU:T:2009:423, σκέψη 71