ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ELEANOR SHARPSTON
της 31ης Οκτωβρίου 2019(1)
Υπόθεση C‑507/18
NH
κατά
Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford
[αίτηση του Corte suprema di cassazione
(Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Πρόσβαση στην απασχόληση – Δημόσιες δηλώσεις που αποκλείουν τους ομοφυλόφιλους από πρόσληψη – Άρθρο 8, παράγραφος 1 – Άρθρο 9, παράγραφος 2 – Ένδικα μέσα και εκτέλεση – Ενεργητική νομιμοποίηση ένωσης σε περίπτωση που δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα – Αξίωση αποζημίωσης»
1. Έπεα πτερόεντα, τα λόγια έχουν φτερά. Η έκφραση αυτή, η οποία προέρχεται από τον Όμηρο (2), έχει διττή σημασία: σημαίνει ότι τα λόγια πετούν μακριά, παρασυρόμενα από τον άνεμο (3)· σημαίνει όμως επίσης ότι τα λόγια ταξιδεύουν γρήγορα και διαδίδονται με μεγάλη ταχύτητα. Η υπό κρίση περίπτωση, η οποία αφορά δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής συνέντευξης, άπτεται περισσότερο της δεύτερης σημασίας. Τη σημερινή εποχή, ό,τι λέγεται στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση ή ό,τι μεταδίδεται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυκλοφορεί γρήγορα και έχει συνέπειες. Οι προφορικές δηλώσεις λόγω των οποίων ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης ταξίδεψαν μέχρι το Λουξεμβούργο και παρέχουν στο Δικαστήριο την αφορμή να ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (4). Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, το οποίο απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις σε συνάρτηση με την πρόσβαση στην απασχόληση, η περίπτωση προσκεκλημένου σε ραδιοφωνική εκπομπή ο οποίος δήλωσε γενικώς ότι δεν θα προσλάμβανε ομοφυλόφιλους στη δικηγορική του εταιρία; Επίσης, μπορεί μια ένωση, σε περίπτωση που δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα, να κινηθεί δικαστικώς προς εξασφάλιση της τήρησης της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, περιλαμβανομένης της καταβολής αποζημίωσης;
Το νομικό πλαίσιο
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
2. Το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) προβλέπει τα εξής:
«1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.
2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.»
3. Το άρθρο 14 απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις ορίζοντας ότι «[η] χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
4. Ωστόσο, μεταξύ των συγκεκριμένων δικαιωμάτων που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ δεν περιλαμβάνεται δικαίωμα στην απασχόληση.
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
5. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (5) προβλέπει ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων».
6. Το άρθρο 15, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να εργάζεται και να ασκεί το επάγγελμα, το οποίο επιλέγει ή αποδέχεται ελεύθερα».
7. Το άρθρο 21, παράγραφος 1, απαγορεύει «κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού».
8. Το άρθρο 52, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[κ]άθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενό τους. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων». Το άρθρο 52, παράγραφος 3, προβλέπει ότι, «[σ]το βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην [ΕΣΔΑ], η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία».
Η οδηγία 2000/78
9. Οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2000/78 διαλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:
«(1) […] η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα […]
[…]
(9) Η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή καθώς και στην προσωπική ανέλιξη.
[…]
(11) Οι διακρίσεις λόγω […] γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της συνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.
[…]
(15) Αρμόδια για την εκτίμηση των γεγονότων, από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση διάκριση, είναι τα εθνικά δικαστήρια ή άλλοι αρμόδιοι φορείς [σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου ή την πρακτική.]
[…]
(28) Η παρούσα οδηγία καθορίζει ελάχιστες προϋποθέσεις, αφήνοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα θέσπισης ή διατήρησης ευνοϊκότερων διατάξεων. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να χρησιμεύσει ως δικαιολογία για ενδεχόμενη οπισθοδρόμηση σε σχέση με την σημερινή κατάσταση στα κράτη μέλη.
(29) Τα άτομα που έχουν υποστεί διακριτική μεταχείριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού πρέπει να διαθέτουν κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας. Προκειμένου να υπάρξει ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο προστασίας, οι ενώσεις ή τα νομικά πρόσωπα θα πρέπει επίσης να δύνανται να κινήσουν διαδικασίες, όπως ορίζουν κατ’ ιδίαν τα κράτη μέλη, είτε εξ ονόματος κάποιου θύματος είτε προς υπεράσπισή του, χωρίς να θίγονται εθνικοί δικονομικοί κανόνες όσον αφορά την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση ενώπιον των δικαστηρίων.
[…]
(30) Η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ισότητας απαιτεί κατάλληλη δικαστική προστασία έναντι αντιποίνων.
[…]
(35) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν ουσιαστικές αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για την περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων εκ της παρούσας οδηγίας.
[…]
(37) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας […] οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η εντός της [Ένωσης] δημιουργία ενός πεδίου δράσης όσον αφορά την ισότητα στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη […]».
10. Το άρθρο 1 προβλέπει ότι σκοπός της οδηγίας είναι «η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».
11. Το άρθρο 2 («Η έννοια των διακρίσεων») ορίζει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,
β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν,
[…]
5. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»
12. Το άρθρο 3 («Πεδίο εφαρμογής») ορίζει τα εξής:
«1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην [Ένωση], η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:
α) τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών, […]».
13. Το άρθρο 8 προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.
2. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αφορμή μείωσης του επιπέδου προστασίας έναντι των διακρίσεων, το οποίο παρέχεται ήδη από τα κράτη μέλη στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία.»
14. Το άρθρο 9 («Υπεράσπιση των δικαιωμάτων») ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης […] έχει πρόσβαση σε δικαστικές ή/και διοικητικές διαδικασίες […] για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων εκ της παρούσας οδηγίας.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ενώσεις, οργανώσεις ή άλλα νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια της εθνικής τους νομοθεσίας, έννομο συμφέρον να διασφαλίσουν ότι τηρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, μπορούν να κινήσουν, είτε εξ ονόματος του ενάγοντος είτε προς υπεράσπισή του, και με την έγκρισή του, κάθε δικαστική ή/και διοικητική διαδικασία προβλεπόμενη για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων εκ της παρούσας οδηγίας.
[…]»
15. Το άρθρο 17 προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές […]».
Το ιταλικό δίκαιο
16. Με το Decreto legislativo 9 luglio 2003, no 216 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 216/2003) μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη η οδηγία 2000/78. Το άρθρο 1 διευκρινίζει ότι το εν λόγω διάταγμα «περιλαμβάνει τις διατάξεις που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των ατόμων, ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, και καθορίζει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η απουσία δυσμενών διακρίσεων για τους ανωτέρω λόγους, λαμβανομένου υπόψη και του διαφορετικού αντίκτυπου που μπορεί να έχουν αυτές οι μορφές διακρίσεων στις γυναίκες και τους άνδρες».
17. Το άρθρο 2 ορίζει την έννοια της δυσμενούς διάκρισης. Η παράγραφος 1 προβλέπει ότι «ως “αρχή της ίσης μεταχείρισης” νοείται η απουσία οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω θρησκείας, προσωπικών πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Βάσει της αρχής αυτής, απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση, όπως ορίζονται κατωτέρω:
a) άμεση διάκριση συντρέχει όταν λόγω θρησκείας, προσωπικών πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού επιφυλάσσεται σε άτομο μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο άλλο άτομο, σε ανάλογη κατάσταση,
b) έμμεση διάκριση συντρέχει όταν διάταξη, κριτήριο, πρακτική, πράξη, συμφωνία ή συμπεριφορά που έχουν, εκ πρώτης όψεως, ουδέτερο χαρακτήρα ενδέχεται να συνεπάγονται μειονεκτική μεταχείριση ατόμου το οποίο ασπάζεται ορισμένη θρησκεία ή έχει ορισμένες πεποιθήσεις, ατόμου με αναπηρία, ορισμένης ηλικίας ή ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα […]».
18. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[η] αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκείας, προσωπικών πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού ισχύει για όλους, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, και παρέχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4, ιδιαιτέρως στους ακόλουθους τομείς:
a) την πρόσβαση στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση ή την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης […]».
19. Το άρθρο 5 αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση και προβλέπει τα εξής:
«1. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι ενώσεις και οι οργανώσεις οι οποίες, δυνάμει πληρεξουσίου που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να έχει χορηγηθεί με δημόσιο έγγραφο ή επικυρωμένο ιδιωτικό συμφωνητικό, εκπροσωπούν άτομα των οποίων θίγονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα, νομιμοποιούνται ενεργητικώς κατά την έννοια του άρθρου 4 να ασκούν, επ’ ονόματι και για λογαριασμό ή προς υπεράσπιση ατόμου που έχει υποστεί διάκριση, αγωγή κατά του φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο ευθύνεται για τη συμπεριφορά ή την πράξη που ενέχει δυσμενή διάκριση.
2. Οι φορείς στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 1 νομιμοποιούνται ενεργητικώς και στις περιπτώσεις συλλογικών διακρίσεων, όταν τα άτομα που θίγονται από τις διακρίσεις δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ευθέως και αμέσως.»
Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα
20. Ο NH είναι έμπειρος δικηγόρος. Από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο δεν μπορούν να αντληθούν βέβαια συμπεράσματα ως προς το ποια είναι η θέση του NH στη δικηγορική εταιρία με την οποία συνεργάζεται. Κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής συνέντευξης, ο NH δήλωσε ότι ποτέ δεν θα προσλάμβανε ομοφυλόφιλο άτομο να εργασθεί στη δικηγορική εταιρία του ούτε επιθυμεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τέτοιων ατόμων. Κατά τον χρόνο των δηλώσεων αυτών, δεν υπήρχε εν εξελίξει διαδικασία προσλήψεων στη δικηγορική εταιρία του NH.
21. Η Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford (στο εξής: Associazione) (6) αποτελεί ένωση δικηγόρων, η οποία έχει ως καταστατικό σκοπό «να συμβάλλει στην ανάπτυξη και στη διάδοση της καλλιέργειας και του σεβασμού των δικαιωμάτων των [ΛΟΑΔΜ] ατόμων» καθώς και στη δημιουργία ενός δικτύου δικηγόρων για την παροχή δικαστικής προστασίας στα ΛΟΑΔΜ άτομα και για την εκπροσώπησή τους ενώπιον των εθνικών και διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Η Associazione άσκησε αγωγή κατά του NH ζητώντας από το δικαστήριο να τον υποχρεώσει να δημοσιεύσει τμήμα της δικαστικής διάταξης σε ημερήσια εφημερίδα με κυκλοφορία στην εθνική επικράτεια, να καταρτίσει σχέδιο δράσης για την εξάλειψη των διακρίσεων και να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη της Associazione.
22. Με διάταξη της 6ης Αυγούστου 2014, το Tribunale di Bergamo (πρωτοδικείο του Μπέργκαμο, Ιταλία), ως δικαστήριο εργατικών διαφορών, έκρινε ότι ο NH παρέβη τον νόμο. Απεφάνθη ότι η συμπεριφορά του ήταν παράνομη επειδή ενείχε διακρίσεις, δέχθηκε το αίτημα επιβολής υποχρέωσης δημοσίευσης και τον καταδίκασε στην καταβολή αποζημίωσης ύψους 10 000 ευρώ στην Associazione.
23. Η έφεση που άσκησε ο NH κατά της ανωτέρω διάταξης απερρίφθη από το Corte d’appello di Brescia (εφετείο της Μπρέσια, Ιταλία), με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2015.
24. Κατά της ανωτέρω απόφασης, ο NH άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία, στο εξής: αιτούν δικαστήριο).
25. Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν η Associazione αποτελεί φορέα που εκπροσωπεί συλλογικά συμφέροντα κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 και αν νομιμοποιείται, ως εκ τούτου, ενεργητικώς να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά του NH. Διατηρεί επίσης αμφιβολίες ως προς το αν οι δηλώσεις του NH εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, για τον λόγο ότι αφορούν «απασχόληση», ή αν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν απλές εκφράσεις γνώμης που ουδεμία σχέση έχουν με διαδικασία προσλήψεων ενέχουσα δυσμενή διάκριση.
26. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει το άρθρο 9 της [οδηγίας 2000/78] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένωση, αποτελούμενη από δικηγόρους που ειδικεύονται στη δικαστική υπεράσπιση κατηγορίας ατόμων με διαφορετικό γενετήσιο προσανατολισμό, στο καταστατικό της οποίας περιλαμβάνεται ο σκοπός προωθήσεως της καλλιέργειας και του σεβασμού των δικαιωμάτων της εν λόγω κατηγορίας, νομιμοποιείται ενεργητικώς άνευ ετέρου, ως φορέας προασπίσεως συλλογικών συμφερόντων και ως μη κερδοσκοπική ένωση, να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου, ακόμη και επί αγωγής αποζημιώσεως, σε περίπτωση συνδρομής πραγματικών περιστατικών που ενδεχομένως στοιχειοθετούν διάκριση εις βάρος της εν λόγω κατηγορίας;
2) Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προστασίας από τις διακρίσεις που προβλέπει η [οδηγία 2000/78], κατ’ ορθή ερμηνεία των άρθρων της 2 και 3, η έκφραση γνώμης κατά της κατηγορίας των ομοφυλοφίλων σε συνέντευξη που δόθηκε κατά τη διάρκεια ψυχαγωγικής ραδιοφωνικής εκπομπής, κατά την οποία ο ερωτώμενος δήλωσε ότι ποτέ δεν θα προσλάμβανε ούτε θα απασχολούσε τα εν λόγω άτομα στο [δικηγορικό] γραφείο του, μολονότι ο ίδιος δεν είχε δρομολογήσει διαδικασία επιλογής προσωπικού ούτε προγραμμάτιζε κάτι τέτοιο;»
27. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο NH, η Associazione, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιουλίου 2019, ο NH, η Associazione, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις.
Εκτίμηση
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
28. Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Ο NH δήλωσε πράγματι, στο πλαίσιο ραδιοφωνικής συνέντευξης, ότι δεν θα προσλάμβανε ομοφυλόφιλο άτομο να εργασθεί στη δικηγορική εταιρία του και ότι δεν επιθυμεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τέτοιων ατόμων. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Ενέχουν τα περιστατικά αυτά δυσμενή διάκριση στον τομέα της απασχόλησης κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, δύναται η Associazione να εναγάγει τον NH, εφόσον δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα;
29. Επομένως, πρέπει κατ’ αρχάς να κριθεί το κατά πόσον η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 και, εν συνεχεία, να εξετασθεί το ζήτημα αν η Associazione έχει ενεργητική νομιμοποίηση να ασκήσει ένδικο βοήθημα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης της οδηγίας αυτής. Αυτή είναι η σειρά με την οποία θα εξετάσω τα προδικαστικά ερωτήματα (αντιστρέφοντας, επομένως, τη σειρά εμφάνισής τους στη διάταξη περί παραπομπής).
30. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να καθορίσει ένα γενικό πλαίσιο για να εξασφαλίζεται σε όλους ίση μεταχείριση «στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας» και να παρέχεται αποτελεσματική προστασία από τις δυσμενείς διακρίσεις οι οποίες βασίζονται σε οποιονδήποτε από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο της 1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο γενετήσιος προσανατολισμός (7).
31. Η οδηγία αποβλέπει επίσης στη δημιουργία ενός πεδίου δράσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την ισότητα στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας (8). Ωστόσο, η προστασία που παρέχεται από την οδηγία πρέπει να λογίζεται ως η ελάχιστη απαιτούμενη –ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα θέσπισης ή διατήρησης ευνοϊκότερων διατάξεων (9). Η οδηγία 2000/78 παρέχει προστασία σε δύο διαφορετικά επίπεδα: σε ουσιαστικό επίπεδο, απαγορεύοντας κάθε άμεση και έμμεση διάκριση, μεταξύ άλλων, λόγω γενετήσιου προσανατολισμού· και σε επίπεδο δικαστικής επιδίωξης, προβλέποντας κανόνες για τα ελάχιστα απαιτούμενα ένδικα βοηθήματα τα οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι είναι διαθέσιμα στις περιπτώσεις δυσμενούς διάκρισης.
Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
32. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78. Εμπίπτει δήλωση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ραδιοφωνικής εκπομπής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ερωτώμενος εξέθεσε σαφώς και απερίφραστα ότι ποτέ δεν θα προσλάμβανε ομοφυλόφιλο άτομο να εργασθεί στη δικηγορική εταιρία του ούτε επιθυμεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τέτοιων ατόμων, στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας, ακόμη και αν η δήλωση αυτή δεν συναρτάται με δρομολογηθείσα ή προγραμματισμένη διαδικασία προσλήψεων;
33. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τα οποία μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης εναπόκειται στο εθνικό δικαιοδοτικό όργανο ή σε άλλο αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την εθνική πρακτική (10). Τούτου λεχθέντος, φρονώ ότι, σε περίπτωση που η οδηγία 2000/78 έχει εφαρμογή, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι ενέχουν άμεση δυσμενή διάκριση. Είναι προφανές ότι, αν ομοφυλόφιλος αναζητήσει εργασία στη δικηγορική εταιρία του ΝΗ, θα τύχει λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης σε σχέση με άλλο άτομο που βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση –ήτοι, δεν θα προσληφθεί–, λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του (11).
34. Εμπίπτουν τα εκτιθέμενα από το αιτούν δικαστήριο πραγματικά περιστατικά στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78; Εμπίπτουν τα περιστατικά αυτά στην έννοια «απασχόληση και εργασία» και, πιο συγκεκριμένα, στο εννοιολογικό πεδίο της φράσης «όρ[οι] πρόσβασης στην απασχόληση», όπως χρησιμοποιείται, ειδικότερα, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας;
Επί του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78
35. Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν υφίσταται επαρκής σύνδεση μεταξύ, αφενός, των δηλώσεων του NH κατά τη διάρκεια της ραδιοφωνικής συνέντευξης και, αφετέρου, της πρόσβασης στην απασχόληση, καθότι, κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των δηλώσεων αυτών, δεν υφίστατο καμία εν εξελίξει διαδικασία προσλήψεων ή, έστω, ανακοίνωση κενής θέσης στη δικηγορική εταιρία του NH. Επίσης, επισημαίνει ότι οι απλές εκφράσεις γνώμης, οι οποίες δεν εμφανίζουν την ελάχιστη απαιτούμενη σύνδεση με διαδικασία απασχόλησης, προστατεύονται από την ελευθερία έκφρασης.
36. Ο NH υποστηρίζει ότι δεν είχε δρομολογηθεί ούτε προγραμματιστεί οποιαδήποτε διαδικασία προσλήψεων. Επομένως, δεν πραγματοποίησε τις δηλώσεις σε επαγγελματικό πλαίσιο. Εξέφρασε την προσωπική του άποψη ως απλός πολίτης.
37. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Κυβέρνηση υπογράμμισε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι δηλώσεις. Η σύνδεση με την πρόσβαση στην απασχόληση μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το αν οι δηλώσεις πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια σοβαρής εκπομπής με τη συμμετοχή εργοδοτών και δημοσιογράφων για θέματα επικαιρότητας ή στο πλαίσιο μιας εκπομπής πολιτικής σάτιρας που βρίθει σαρκαστικών σχολίων.
38. Μπορεί να θεωρηθεί ότι δηλώσεις όπως αυτές που προκάλεσαν τη διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτουν στην έννοια της «πρόσβασης στην απασχόληση» κατ’ άρθρον 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, εφόσον δεν υπήρχε καμία διαδικασία προσλήψεων σε εξέλιξη;
39. Η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι πρέπει να αποφεύγονται οι διακρίσεις σε συνάρτηση με «κριτήρια επιλογής», «όρους πρόσληψης» και «προαγωγές». Δεν προσδιορίζει όμως τη σημασία του όρου «πρόσβαση στην απασχόληση».
40. Όπως επιβάλλουν οι απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, μια διάταξη του ενωσιακού δικαίου η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση με αυτοτελή και ομοιόμορφο τρόπο με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση (12).
41. Η οδηγία 2000/78 συγκεκριμενοποιεί, στους τομείς που καλύπτει, τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 21 του Χάρτη (13). Η ίδια η οδηγία δεν καθιερώνει το πρώτον την αρχή της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. Η αρχή της απαγόρευσης αυτών των μορφών διακρίσεων πηγάζει, όπως προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της εν λόγω οδηγίας, από διάφορες διεθνείς πράξεις και από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (14). Σκοπός της οδηγίας είναι να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη, με τη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, που αποβλέπει να διασφαλίσει ίσες ευκαιρίες για όλους, συντελώντας στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή, καθώς και στην προσωπική ανέλιξη (15).
42. Δεδομένου του σκοπού της οδηγίας 2000/78 και της φύσης των δικαιωμάτων που επιδιώκει να διασφαλίσει, το πεδίο εφαρμογής της δεν είναι δυνατόν να οριστεί στενά (16). Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και για τους όρους που χρησιμοποιούνται στην οδηγία και προσδιορίζουν το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της, όπως η απασχόληση, η πρόσβαση, ο επαγγελματικός προσανατολισμός και η επαγγελματική κατάρτιση, οι εργασιακές συνθήκες, η κοινωνική προστασία και οι κοινωνικές παροχές. Η ίση μεταχείριση ως προς την πρόσβαση σε μισθωτές και μη μισθωτές δραστηριότητες συνεπάγεται την εξάλειψη κάθε διάκρισης που απορρέει από οποιαδήποτε διάταξη εμποδίζει την πρόσβαση προσώπων σε απασχόληση και σε επάγγελμα κάθε είδους (17). Η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους (18).
43. Ως «πρόσβαση» νοείται «το μέσο ή η δυνατότητα προσέγγισης ενός τόπου ή εισόδου σε έναν τόπο» (19). Η δε «πρόσβαση στην απασχόληση» περιλαμβάνει τους όρους, τα κριτήρια, τα μέσα και τον τρόπο απόκτησης μισθωτής εργασίας. Σε περίπτωση που ο εργοδότης επιλέγει να μην προσλάβει συγκεκριμένα άτομα λόγω του (εικαζόμενου) γενετήσιου προσανατολισμού τους, εφαρμόζει ένα (αρνητικό) κριτήριο επιλογής στον τομέα της απασχόλησης, το οποίο ενέχει διάκριση. Η περίπτωση αυτή εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.
44. Η πρόσβαση στην απασχόληση και η επαγγελματική καταξίωση είναι, όπως το έχει θέσει ο συνάδελφός μου γενικός εισαγγελέας M. Poiares Maduro, «θεμελιώδους σημασίας για κάθε άτομο, όχι μόνο επειδή είναι το μέσο επιβιώσεώς του, αλλά και επειδή αποτελεί σημαντικό τρόπο προσωπικής ολοκληρώσεώς του και πραγματώσεως των ικανοτήτων του. Η δυσμενής διάκριση ατόμου που ανήκει σε ευάλωτη κατηγορία το στερεί αδίκως από θεμιτές επιλογές. Συνεπώς, η ικανότητα του προσώπου αυτού να ζει αυτονόμως τη ζωή του περιορίζεται σοβαρά όταν μια σημαντική πτυχή της ζωής του δεν ορίζεται από το ίδιο, αλλά από τις προκαταλήψεις των άλλων. Η δυσμενέστερη μεταχείριση προσώπων που ανήκουν σε τέτοια κατηγορία λόγω των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους εμποδίζει την άσκηση της αυτονομίας τους. Συναφώς, είναι δίκαιο και εύλογο να εφαρμόζεται η νομοθεσία περί απαγόρευσης των διακρίσεων. Κατ’ ουσία, η αναγνώριση της σπουδαιότητας της ισότητας και η νομοθετική υλοποίησή της σκοπεί να διασφαλίσει σε όλα τα πρόσωπα τις απαραίτητες για την αυτονομία τους προϋποθέσεις» (20).
45. Μολονότι στη νομολογία του Δικαστηρίου δεν εξετάζεται ευθέως το επίμαχο εν προκειμένω ζήτημα, ωστόσο παρέχεται ορισμένη καθοδήγηση ως προς το τι σημαίνει «πρόσβαση στην απασχόληση».
46. Σε υποθέσεις που αφορούσαν διακρίσεις λόγω φύλου, το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει διασταλτικά την έννοια της «πρόσβασης στην απασχόληση». Συγκεκριμένα, έχει επισημάνει ότι «η έννοια της προσβάσεως σε απασχόληση δεν αφορά μόνον τις προϋποθέσεις που υφίστανται πριν από τη γένεση μιας σχέσεως εργασίας» αλλά και παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση ενός προσώπου να δεχθεί ή όχι μια προσφορά εργασίας (21).
47. Στην υπόθεση Feryn, η οποία αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 2000/43, ο διευθυντής της εταιρίας είχε δηλώσει δημοσίως ότι η επιχείρησή του αναζητούσε να προσλάβει μονταδόρους θυρών, αλλά δεν μπορούσε να προσλάβει «αλλόχθονες», λόγω των ενδοιασμών που είχαν οι πελάτες της επιχείρησης να τους επιτρέψουν την πρόσβαση στην ιδιωτική τους κατοικία για την εκτέλεση των εργασιών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «[μ]πορούν να συνιστούν πραγματικά περιστατικά από τα οποία μπορεί να τεκμαίρεται η ύπαρξη πολιτικής προσλήψεων ενέχουσας δυσμενή διάκριση οι δηλώσεις με τις οποίες ο εργοδότης καθιστά δημοσίως γνωστό ότι, στο πλαίσιο της πολιτικής του προσλήψεων, δεν θα προσλαμβάνει μισθωτούς ορισμένης εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής». Tο γεγονός ότι ένας εργοδότης δηλώνει δημοσίως ότι δεν θα προσλαμβάνει μισθωτούς με ορισμένη εθνοτική ή φυλετική καταγωγή, πράγμα το οποίο είναι προδήλως ικανό να αποτρέψει σοβαρά ορισμένους υποψηφίους από την υποβολή της υποψηφιότητάς τους και επομένως, να εμποδίσει την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας, συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση κατά την πρόσληψη, η οποία δεν προϋποθέτει τον εντοπισμό συγκεκριμένου ενάγοντος ο οποίος ισχυρίζεται ότι υπέστη τέτοια διάκριση (22).
48. Πλησιέστερη προς την υπό κρίση περίπτωση είναι η υπόθεση Asociaţia Accept, η οποία αφορούσε –όπως εν προκειμένω– την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78. Στην υπόθεση εκείνη, σημαντικός μέτοχος της FC Steaua, ο οποίος ενεργούσε ως «χορηγός» του συλλόγου, είχε δηλώσει, στο πλαίσιο συνέντευξης προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σχετικά με την ενδεχόμενη μεταγραφή του επαγγελματία ποδοσφαιριστή X, ότι δεν θα δεχόταν ομοφυλόφιλους στην ομάδα. Ο ποδοσφαιρικός σύλλογος δεν είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις για την απόκτηση του ποδοσφαιριστή Χ, ο οποίος εμφανιζόταν ως ομοφυλόφιλος. Ωστόσο, ο ποδοσφαιρικός σύλλογος δεν προσέλαβε τον αθλητή, όπως εικάζεται, λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του (23).
49. Το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να συναχθεί από πραγματικά περιστατικά όπως εκείνα της υπόθεσης της κύριας δίκης ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78. Ήταν άνευ σημασίας ότι «το σύστημα προσλήψεως επαγγελματιών ποδοσφαιριστών δεν θεμελιώνεται σε δημόσια προσφορά ή σε άμεση διαπραγμάτευση κατόπιν διαδικασίας επιλογής προϋποθέτουσας την υποβολή υποψηφιοτήτων και προεπιλογή αυτών βάσει του ενδιαφέροντος του εργοδότη προς το πρόσωπό τους». Επιπλέον, «ο εναγόμενος εργοδότης τελεί σε αδυναμία να αρνηθεί το υποστατό πραγματικών περιστατικών από τα οποία τεκμαίρεται ότι ασκεί πολιτική προσλήψεων ενέχουσα δυσμενή διάκριση, περιοριζόμενος στο επιχείρημα ότι οι υπονοούσες την ύπαρξη ομοφοβικής πολιτικής προσλήψεων δηλώσεις προέρχονται από πρόσωπο το οποίο, μολονότι ισχυρίζεται και διαδραματίζει προφανώς σημαντικό ρόλο σε επίπεδο διοικήσεως του ιδίου εργοδότη, δεν έχει ικανότητα δικαίου να τον δεσμεύει επί θεμάτων προσλήψεων». Το γεγονός ότι ο εν λόγω εργοδότης «δεν έλαβε σαφώς αποστάσεις από τις επίδικες δηλώσεις συνιστά στοιχείο το οποίο δύναται να λάβει υπόψη του το επιληφθέν της διαφοράς δικαστήριο στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών». Η αντίληψη των προστατευόμενων ομάδων μπορεί επίσης να αποτελέσει χρήσιμη ένδειξη για τη σφαιρική εκτίμηση των επιδίκων δηλώσεων. Εξάλλου, το γεγονός ότι επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος δεν διεξήγαγε καμία διαπραγμάτευση για την πρόσληψη αθλητή εμφανιζομένου ως ομοφυλοφίλου «δεν αποκλείει το ενδεχόμενο πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως εφαρμοζόμενης από τον ανωτέρω σύλλογο να μπορούν να θεωρηθούν ως αποδεδειγμένα» (24).
50. Ως εκ τούτου, συνάγω τις ακόλουθες αρχές όσον αφορά το περιεχόμενο του όρου «πρόσβαση στην απασχόληση» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78: i) ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση· ii) λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 2000/78 και της φύσης των δικαιωμάτων που επιδιώκει να διασφαλίσει, το εννοιολογικό πεδίο του όρου δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά· iii) οι δημόσιες δηλώσεις ότι τα πρόσωπα που ανήκουν σε προστατευόμενη ομάδα δεν θα προσληφθούν μπορούν σαφώς να αποθαρρύνουν ορισμένους υποψηφίους από την υποβολή υποψηφιότητας και να εμποδίσουν την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας· iv) δεν ασκεί επιρροή η συγκεκριμένη μέθοδος πρόσληψης (το αν υπήρξε διαγωνισμός, διαδικασία επιλογής κ.λπ.)· v) εφόσον το άτομο που πραγματοποιεί τις δηλώσεις που ενέχουν διακρίσεις όσον αφορά τα κριτήρια επιλογής μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τον δυνητικό εργοδότη, τότε δεν ασκεί επιρροή ούτε το γεγονός ότι το άτομο αυτό δεν μπορεί νομίμως να δεσμεύει τον πραγματικό εργοδότη στα ζητήματα προσλήψεων· vi) το γεγονός ότι ο εργοδότης μπορεί να μην έχει αρχίσει διαπραγματεύσεις για την πρόσληψη ατόμου που εμφανίζεται ως μέλος προστατευόμενης ομάδας δεν αποκλείει τη δυνατότητα στοιχειοθέτησης δυσμενούς διάκρισης· και vii) η διαπίστωση δυσμενούς διάκρισης δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συγκεκριμένου καταγγέλλοντος. Άλλοι κρίσιμοι παράγοντες που μπορούν να συνεκτιμηθούν είναι το αν ο πραγματικός εργοδότης αποστασιοποιήθηκε σαφώς από τις δηλώσεις, καθώς και η αντίληψη των προστατευόμενων ομάδων.
51. Πόσο στενή πρέπει να είναι, υπό το ανωτέρω πρίσμα, η σύνδεση με μια πραγματική διαδικασία προσλήψεων, προκειμένου δηλώσεις ενέχουσες διακρίσεις, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78;
52. Φρονώ ότι δεν αρκεί να είναι αμιγώς υποθετική η σύνδεση. Επί παραδείγματι, ας υποτεθεί ότι κάποιος δηλώνει ότι «αν ήμουν δικηγόρος, ποτέ δεν θα προσλάμβανα ΛΟΑΔΜ άτομα στη δικηγορική εταιρία μου». Αν το άτομο που πραγματοποιεί τη δήλωση είναι αρχιτέκτονας, και όχι δικηγόρος, και δεν εργάζεται σε δικηγορική εταιρία υπό οιαδήποτε ιδιότητα, η δήλωση, όσο λυπηρή και αν είναι, δεν έχει καμία πραγματική σύνδεση με την πρόσβαση στην απασχόληση. Το ίδιο θα ίσχυε αν κάποιος χωρίς κήπο, και χωρίς προοπτική να αποκτήσει, δήλωνε ότι ποτέ δεν θα απασχολούσε έναν ΛΟΑΔΜ κηπουρό. Μπορούν να δοθούν πολλά τέτοια παραδείγματα. Αναλόγως των εκάστοτε περιστάσεων, η σύνδεση μεταξύ της δήλωσης που ενέχει δυσμενή διάκριση και της ενδεχόμενης πρόσβασης στην απασχόληση θα είναι λιγότερο ή περισσότερο στενή.
53. Ωστόσο, από τις αρχές που έχω αντλήσει από τη νομολογία του Δικαστηρίου μπορεί να συναχθεί ένας (μη εξαντλητικός) κατάλογος κριτηρίων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να διαπιστωθεί πότε δηλώσεις που ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις εμφανίζουν επαρκή σύνδεση με την πρόσβαση στην απασχόληση, ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.
54. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάζονται η θέση και η ιδιότητα του ατόμου που πραγματοποιεί τις δηλώσεις. Το άτομο αυτό πρέπει είτε να είναι όντως δυνητικός εργοδότης είτε άτομο το οποίο είναι σε θέση, de jure ή de facto, να ασκήσει μεγάλη επιρροή στην πολιτική προσλήψεων του δυνητικού εργοδότη ή το οποίο, τουλάχιστον, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι δύναται να ασκήσει τέτοια επιρροή, ακόμη και αν δεν μπορεί νομικώς να δεσμεύσει τον εργοδότη στα ζητήματα προσλήψεων.
55. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη η φύση και το περιεχόμενο των δηλώσεων. Οι δηλώσεις αυτές πρέπει να αφορούν την απασχόληση στον τομέα δραστηριότητας του δυνητικού εργοδότη ή του ατόμου που τις πραγματοποιεί, ήτοι σε τομέα στον οποίο το εν λόγω άτομο είναι πιθανό να προχωρήσει σε πρόσληψη. Από τις δηλώσεις αυτές πρέπει να μπορεί να στοιχειοθετηθεί η βούληση του εργοδότη να προβεί σε δυσμενή διάκριση σε βάρος μελών της προστατευόμενης ομάδας. Επιπλέον, οι δηλώσεις αυτές πρέπει να είναι τέτοιας φύσης, ώστε να αποθαρρύνουν τα ανήκοντα στην προστατευόμενη ομάδα άτομα από το να υποβάλουν υποψηφιότητα, αν και εφόσον κενωθεί θέση στον αντίστοιχο εργοδότη. Συναφώς, φρονώ ότι θα πρέπει να ισχύει μαχητό τεκμήριο ότι ο δυνητικός εργοδότης θα αποφασίσει, αργά ή γρήγορα, να πραγματοποιήσει προσλήψεις και ότι, όταν το πράξει, θα εφαρμόσει το ενέχον δυσμενή διάκριση κριτήριο, το οποίο έχει αναγγείλει δημοσίως ότι εντάσσεται στην πολιτική προσλήψεων που εφαρμόζει. Επομένως, το βάρος της ανατροπής του τεκμηρίου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρόσληψης, θα το φέρει ο δυνητικός εργοδότης (25).
56. Το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι δηλώσεις είναι επίσης κρίσιμο. Πρόκειται για ιδιωτικού χαρακτήρα σχόλια (τα οποία έγιναν, επί παραδείγματι, στη διάρκεια δείπνου με τον σύντροφο του ομιλητή) ή για δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν δημοσίως (ή, κατά μείζονα λόγο, σε ζωντανή μετάδοση και εν συνεχεία αναπαρήχθησαν μέσω των κοινωνικών δικτύων); Τούτου λεχθέντος, απορρίπτω μετ’ επιτάσεως την άποψη ότι μια «χιουμοριστική» δήλωση που ενέχει δυσμενείς διακρίσεις, τρόπον τινά, «δεν μετράει» ή είναι αποδεκτή. Το χιούμορ αποτελεί ισχυρό εργαλείο και μπορεί πολύ ευχερώς να γίνει κατάχρησή του. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η πραγματοποίηση ομοφοβικών «αστείων» από τον δυνητικό εργοδότη ενώπιον ΛΟΑΔΜ υποψηφίων.
57. Τέλος, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη το κατά πόσον η φύση, το περιεχόμενο και το πλαίσιο των δηλώσεων που πραγματοποιούνται μπορούν να αποθαρρύνουν άτομα ανήκοντα στην προστατευόμενη ομάδα να υποβάλουν αίτηση απασχόλησης από τον αντίστοιχο εργοδότη. Όπως εξέθεσε, με πειστικό τρόπο, ο γενικός εισαγγελέας M. Poiares Maduro, στην υπόθεση Feryn, «[σ]ε κάθε διαδικασία προσλήψεων, η μεγαλύτερη “επιλογή” πραγματοποιείται μεταξύ εκείνων που υποβάλλουν αίτηση και εκείνων που δεν υποβάλλουν. Ουδόλως μπορεί να αναμένεται ευλόγως ότι κάποιος θα υποβάλει αίτηση για θέση εργασίας, εφόσον ξέρει εκ προοιμίου ότι, λόγω της φυλετικής ή εθνοτικής του καταγωγής, δεν έχει πιθανότητα να προσληφθεί. Συνεπώς, η δημόσια δήλωση ενός εργοδότη ότι άτομα ορισμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής δεν πρέπει να υποβάλουν αίτηση ουδόλως είναι υποθετική. Το να αγνοηθεί η δήλωση αυτή ως πράξη συνιστώσα δυσμενή διάκριση ισοδυναμεί με παραγνώριση του ότι τέτοιες δηλώσεις έχουν ταπεινωτική και αποθαρρυντική επίπτωση σε άτομα της καταγωγής αυτής τα οποία επιθυμούν να μετάσχουν στην αγορά εργασίας και, ιδίως, σε αυτούς που θα ενδιαφέρονταν να εργασθούν για τον εν λόγω εργοδότη» (26).
58. Από τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ο NH είναι έμπειρος δικηγόρος και ότι οι δηλώσεις που πραγματοποίησε αφορούσαν τη δική του δικηγορική εταιρία. Διατύπωσε σαφώς ένα (αρνητικό) κριτήριο πρόσληψης, το οποίο ενέχει δυσμενή διάκριση σε βάρος των ομοφυλόφιλων πιθανών αιτούντων. Οι δηλώσεις του πραγματοποιήθηκαν δημοσίως στο ραδιόφωνο. Έχουν διαδοθεί ευρέως –πράγματι, η Ιταλική Κυβέρνηση εξέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι είναι ευχερώς διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Οι δηλώσεις αυτές ήταν ικανές να αποτρέψουν τους ομοφυλόφιλους πιθανούς αιτούντες από το να αναζητήσουν εργασία ως δικηγόροι ή ως βοηθητικό προσωπικό στη δικηγορική εταιρία.
59. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δηλώσεις όπως αυτές που πραγματοποιήθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι δυνατόν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά όσο λεπτομερέστερα απαιτείται, προκειμένου να διαμορφώσει ολοκληρωμένη άποψη (27).
Η επέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης
60. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι δηλώσεις του NH προστατεύονται από την ελευθερία έκφρασης, διευκρινίζοντας ταυτοχρόνως ότι νομοθετική ρύθμιση κατά των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επέμβαση ότι στην άσκηση της ελευθερίας αυτής.
61. Η ελευθερία έκφρασης, το δικαίωμα στην εργασία και η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη (άρθρο 11, παράγραφος 1, άρθρο 15, παράγραφος 1, και άρθρο 21, παράγραφος 1, αντιστοίχως). Η ελευθερία έκφρασης καταλέγεται στα βασικά θεμελιώδη στοιχεία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Κατ’ αρχήν, έχει εφαρμογή όχι μόνον επί των πληροφοριών ή ιδεών που γίνονται ευμενώς δεκτές ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες, αλλά και επί όλων εκείνων που θίγουν, σκανδαλίζουν ή ενοχλούν (28). Ωστόσο, η ελευθερία έκφρασης υπόκειται σε περιορισμούς (29).
62. Κατά την άποψή μου, θεσπίζοντας την οδηγία 2000/78, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη σε μια σαφή επιλογή. Όσοι πραγματοποιούν δηλώσεις που ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, δεν μπορούν να απαλλάσσονται επικαλούμενοι την ελευθερία έκφρασης. Συγκεκριμένα, εργοδότης δεν μπορεί να δηλώνει ότι δεν θα προσλάμβανε ΛΟΑΔΜ άτομα ή άτομα με αναπηρία ή Χριστιανούς ή Μουσουλμάνους ή Εβραίους και, εν συνεχεία, να επικαλείται την ελευθερία έκφρασης προς υπεράσπισή του. Πραγματοποιώντας τη δήλωση αυτή, δεν ασκεί το δικαίωμά του στην ελευθερία έκφρασης. Εξαγγέλλει μια πολιτική προσλήψεων η οποία ενέχει διακρίσεις.
63. Ήταν επιτρεπτή η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης;
64. Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη επιτρέπει τους περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, υπό την προϋπόθεση ότι κάθε τέτοιος περιορισμός προβλέπεται από νόμο, σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίος και ανταποκρίνεται πραγματικά είτε σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση είτε στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (30).
65. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται εν προκειμένω.
66. Πρώτον, ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης προβλέπεται από νόμο, ήτοι την οδηγία 2000/78.
67. Δεύτερον, όπως υποστήριξε η Ελληνική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι περιορισμοί της ελευθερίας έκφρασης που απορρέουν από την οδηγία 2000/78 μπορούν να δικαιολογηθούν με βάση τους σκοπούς της οδηγίας, ήτοι την ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, καθώς και την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας· επίσης, πρόκειται για περιορισμούς που είναι αναγκαίοι προς επίτευξη των σκοπών αυτών. Η ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, η οποία αποτελεί έκφραση του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία κατά των διακρίσεων, αποτελεί σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
68. Τρίτον, μολονότι η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας ενδέχεται να παρεμποδίζει την άσκηση της ελευθερίας έκφρασης, μια τέτοια επέμβαση δεν είναι ικανή να θίξει το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού. Η οδηγία 2000/78 απαγορεύει την έκφραση γνώμης που ενέχει δυσμενείς διακρίσεις μόνο σε περιορισμένο πλαίσιο, ήτοι στο πλαίσιο της απασχόλησης και της εργασίας.
69. Τέταρτον, τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 ορίζεται από τα άρθρα 1 (που απαριθμεί τους απαγορευμένους λόγους διάκρισης) και 3 (που καθορίζει το προσωπικό και το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής). Οι μόνες δηλώσεις που απαγορεύονται είναι εκείνες οι οποίες συνιστούν δυσμενή διάκριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. Μια τέτοια επέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης δεν υπερβαίνει το αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οδηγία σκοπών (31).
70. Η ανωτέρω ερμηνεία συνάδει και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ (32). Καθότι η άσκηση της ελευθερίας έκφρασης «συνεπ[άγεται] καθήκοντα και ευθύνας», το άρθρο 10, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ επιτρέπει περιορισμούς στην άσκηση της ελευθερίας αυτής για «την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων τρίτων», εφόσον «προβλ[έπονται] υπό του νόμου» και «αποτελούν […] αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία». Στην υπόθεση Vejdeland κ.λπ. κατά Σουηδίας, μια ομάδα ατόμων καταδικάσθηκε, επειδή διένειμε σε σχολείο φυλλάδια με περιεχόμενο περιφρονητικό για τους ομοφυλόφιλους. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η επέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης την οποία εγγυάται το άρθρο 10, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ήταν δικαιολογημένη με βάση το άρθρο της 10, παράγραφος 2. Το ΕΔΔΑ τόνισε, στην απόφαση εκείνη ότι οι διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού είναι εξίσου σοβαρές όσο οι διακρίσεις λόγω φυλής, καταγωγής ή χρώματος. Συντάχθηκε με το συμπέρασμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σουηδίας, το οποίο αναγνώρισε το δικαίωμα «των προσφευγόντων να εκφράζουν τις ιδέες τους, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως ότι, εκτός από ελευθερίες και δικαιώματα, οι άνθρωποι έχουν επίσης υποχρεώσεις· υποχρεώσεις, μία εκ των οποίων συνίσταται στην υποχρέωση να αποφεύγονται, στο μέτρο του δυνατού, οι δηλώσεις που είναι αδικαιολόγητα προσβλητικές έναντι τρίτων, προσβάλλοντας τα δικαιώματά τους, [και] έκρινε ότι οι δηλώσεις που περιλαμβάνονταν στα φυλλάδια ήσαν αδικαιολόγητα προσβλητικές» (33).
71. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η προβλεπόμενη στην οδηγία 2000/78 απαγόρευση των δηλώσεων που συνιστούν άμεση δυσμενή διάκριση σε συνάρτηση με την πρόσβαση στην απασχόληση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ως επέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης, προσβάλλει τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Χάρτη.
Η δυνατότητα παρέκκλισης από την οδηγία 2000/78
72. Όπως επισήμανα, κατά την άποψή μου, οι δηλώσεις που πραγματοποίησε ο NH στη ραδιοφωνική εκπομπή συνιστούν άμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού (34). Για τον λόγο αυτόν, αποτελούν δηλώσεις που απαγορεύονται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78. Παρεκκλίσεις σε περίπτωση άμεσης διάκρισης επιτρέπονται μόνο σε συνάρτηση με επαγγελματικές απαιτήσεις (άρθρο 4), δικαιολογημένες διαφορετικές μεταχειρίσεις λόγω ηλικίας (άρθρο 6), θετική δράση και ειδικά μέτρα (άρθρο 7) και μέτρα που είναι αναγκαία, μεταξύ άλλων, για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων (άρθρο 2, παράγραφος 5).
73. Ουδείς από τους μετέχοντες στη διαδικασία έχει υποστηρίξει ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4, 6 ή 7 μπορούν εν προκειμένω να έχουν εφαρμογή και φρονώ ότι σαφώς δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Καθότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, συζητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, θα το εξετάσω συνοπτικά.
74. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, «[θ]εσπίζοντας τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποτρέψει και να επιλύσει τυχόν σύγκρουση στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, μεταξύ, αφενός, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και, αφετέρου, της ανάγκης διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας και υγείας, της αποτροπής των παραβάσεων, καθώς και της προστασίας των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ο εν λόγω νομοθέτης αποφάσισε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78, οι αρχές που αυτή θέτει δεν εφαρμόζονται σε μέτρα που συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση βάσει ενός από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, υπό τον όρο, όμως, ότι τα μέτρα αυτά είναι “αναγκαία” για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών» (35). Όντας εξαίρεση από την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (36).
75. Κατά την άποψή μου, η παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Πρώτον, δεν έχει γίνει αναφορά σε οποιαδήποτε σχετική νομοθετική ρύθμιση η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θέτει σε εφαρμογή την παρέκκλιση αυτή. Δεύτερον, ακόμη και αν υπήρχε τέτοια ρύθμιση (πράγμα που δεν συμβαίνει), δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό ότι το να επιτρέπονται δηλώσεις οι οποίες ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις και εμποδίζουν την πρόσβαση στην απασχόληση είναι «αναγκαίο» για την «προστασία […] των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας» (37).
76. Επομένως, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω καμία από τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2000/78 ενδεχόμενες παρεκκλίσεις από την απαγόρευση των άμεσων διακρίσεων.
77. Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγω το συμπέρασμα ότι τα σχόλια προσκεκλημένου ραδιοφωνικής εκπομπής ο οποίος δήλωσε ότι ποτέ δεν θα προσλάμβανε ομοφυλόφιλο άτομο να εργασθεί στη δικηγορική εταιρία του ούτε επιθυμεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τέτοιων ατόμων, είναι δυνατόν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, καθότι είναι πιθανό να παρεμποδίζουν την πρόσβαση στην απασχόληση. Όταν οι δηλώσεις αυτές δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εν εξελίξει διαδικασίας προσλήψεων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον η σύνδεση με την πρόσβαση στην απασχόληση δεν είναι υποθετικής φύσης, υπό το πρίσμα της θέσης και της ιδιότητας του ατόμου που πραγματοποίησε τις δηλώσεις, της φύσης, του περιεχομένου και του πλαισίου των δηλώσεων, καθώς και του κατά πόσον οι δηλώσεις αυτές ενδέχεται να αποθαρρύνουν άτομα που ανήκουν στην προστατευόμενη ομάδα από το να υποβάλουν αίτηση εργασίας στον εν λόγω εργοδότη. Η απαγόρευση, δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 2000/78, των δηλώσεων που συνιστούν άμεση δυσμενή διάκριση σε συνάρτηση με την πρόσβαση στην απασχόληση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ως επέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης, προσβάλλει τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Χάρτη.
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
78. Υπενθυμίζω ότι η Associazione είναι ένωση δικηγόρων, η οποία έχει ως καταστατικό σκοπό «να συμβάλλει στην ανάπτυξη και στη διάδοση της καλλιέργειας και του σεβασμού των δικαιωμάτων των [ΛΟΑΔΜ] ατόμων» καθώς και στη δημιουργία ενός δικτύου δικηγόρων για την παροχή δικαστικής προστασίας στα ΛΟΑΔΜ άτομα και για την εκπροσώπησή τους ενώπιον των εθνικών και διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, η ένωση αυτή έχει άνευ ετέρου ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση ένδικου βοηθήματος, συμπεριλαμβανομένης της αγωγής αποζημίωσης, σε περίπτωση προβαλλόμενης δυσμενούς διάκρισης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
79. Το ερώτημα αυτό εγείρει τρία ζητήματα. Πρώτον, έχουν οι ενώσεις ενεργητική νομιμοποίηση να ασκούν ένδικα βοηθήματα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78, στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα; Δεύτερον, υφίστανται συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούν οι ενώσεις προκειμένου να έχουν ενεργητική νομιμοποίηση, και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποια είναι τα κριτήρια αυτά; Τρίτον, περιλαμβάνει και την άσκηση αγωγής αποζημίωσης η δυνατότητα των ενώσεων να ασκούν ένδικα βοηθήματα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78, στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα;
Έχουν οι ενώσεις ενεργητική νομιμοποίηση να ασκούν ένδικα βοηθήματα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78, στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα;
80. Το άρθρο 9 της οδηγίας 2000/78 επιβεβαιώνει το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο που εκτιμά ότι θίγεται από δυσμενή διάκριση έχει τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματά του (38). Η διάταξη αυτή ανοίγει τον δρόμο για τη δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων δυνάμει της οδηγίας όχι μόνο σε όλους όσους εκτιμούν ότι θίγονται, αλλά επίσης, με βάση το άρθρο 9, παράγραφος 2, ακόμη και σε ενώσεις με έννομο συμφέρον οι οποίες δύνανται να κινούν, είτε εξ ονόματος του καταγγέλλοντος είτε προς υπεράσπισή του, και με την έγκρισή του, κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία.
81. Ωστόσο, από το γράμμα της διάταξης δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι οι ενώσεις αδυνατούν να ενεργήσουν σε περίπτωση που δεν υφίσταται συγκεκριμένος καταγγέλλων. Θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από την οδηγία σκοπός της προαγωγής των όρων πλήρους συμμετοχής των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή, αν η οδηγία 2000/78 είχε εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις που ένας μη επιτυχών υποψήφιος, ο οποίος εκτιμά ότι υπήρξε θύμα (εν προκειμένω) άμεσης δυσμενούς διάκρισης, ασκεί ένδικο βοήθημα κατά του εργοδότη (39).
82. Με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, το οποίο διέπει τις «ελάχιστες προϋποθέσεις», θεσπίζεται μια διάταξη «μη οπισθοδρόμησης» για τα κράτη μέλη που έχουν εκδώσει ή επιθυμούν να εκδώσουν νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας από εκείνο που εγγυάται η οδηγία (40). Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αφορμή για να υποχωρήσει το επίπεδο προστασίας έναντι των διακρίσεων το οποίο παρέχεται ήδη από τα κράτη μέλη στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία (41).
83. Το Δικαστήριο έχει ήδη ερμηνεύσει το άρθρο 8, παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 2, για να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η οδηγία 2000/78 ουδόλως απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, στην εθνική τους νομοθεσία, το δικαίωμα όσων ενώσεων έχουν έννομο συμφέρον να διασφαλίζουν την τήρηση της οδηγίας αυτής να κινούν ένδικες ή διοικητικές διαδικασίες, χωρίς να ενεργούν εξ ονόματος συγκεκριμένου καταγγέλλοντος/ενάγοντος ή σε περίπτωση αδυναμίας ταυτοποίησης συγκεκριμένου καταγγέλλοντος/ενάγοντος (42)Συγκεκριμένα, στην απόφαση Asociaţia Accept, το Δικαστήριο έκρινε ότι μη κυβερνητική οργάνωση η οποία είχε ως σκοπό να προάγει και να προστατεύει τα δικαιώματα των [ΛΟΑΔΜ] ατόμων μπορούσε να ασκήσει αγωγή ζητώντας, μεταξύ άλλων, την επιβολή προστίμου σε ποδοσφαιρικό σύλλογο και σε έναν μέτοχό του για τον λόγο ότι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής δεν προσελήφθη επειδή θεωρήθηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος.
84. Η προσέγγιση αυτή αντιστοιχεί σε μια γενικότερη εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η ίδια λύση υιοθετήθηκε στην υπόθεση Feryn. Στην υπόθεση εκείνη, βελγικός φορέας ο οποίος είχε οριστεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της οδηγίας 2000/43, ως υπεύθυνος για την προάσπιση της ίσης μεταχείρισης ζήτησε από τα βελγικά δικαστήρια εργατικών διαφορών να αποφανθούν ότι η Feryn ακολουθούσε πολιτική προσλήψεων που ενείχε δυσμενείς διακρίσεις. Το Δικαστήριο, στηριζόμενο, πρώτον, στο γεγονός ότι η ύπαρξη άμεσης δυσμενούς διάκρισης δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συγκεκριμένου καταγγέλλοντος ο οποίος ισχυρίζεται ότι ζημιώθηκε και, δεύτερον, στο γεγονός ότι η οδηγία 2000/43 περιέχει διάταξη σχετικά με τις «ελάχιστες προϋποθέσεις» (παρόμοια με αυτήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78), έκρινε ότι η οδηγία εκείνη ουδόλως απαγορεύει στα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ενώσεων με έννομο συμφέρον να διασφαλίζουν την τήρηση της οδηγίας αυτής και να ασκούν ένδικα βοηθήματα, χωρίς να ενεργούν εξ ονόματος συγκεκριμένου καταγγέλλοντος ή σε περίπτωση που δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα (43).
85. Από το άρθρο 9, παράγραφος 2, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, όπως έχουν ερμηνευθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν απαγορεύεται να παρέχουν πρόσθετες δυνατότητες εξαναγκασμού σε εφαρμογή του νόμου. Μολονότι η εκτίμηση του εν λόγω ζητήματος εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο, φρονώ ότι αυτήν τη λειτουργία ακριβώς επιτελεί το άρθρο 5, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 216/2003, το οποίο αναγνωρίζει ρητώς ότι οι ενώσεις που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 «νομιμοποιούνται ενεργητικά επίσης στις περιπτώσεις συλλογικών διακρίσεων, όταν τα θιγόμενα από τις διακρίσεις άτομα δεν μπορούν να προσδιορισθούν αυτομάτως και άμεσα».
Πρέπει οι ενώσεις να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια για να έχουν ενεργητική νομιμοποίηση και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποια είναι τα κριτήρια αυτά;
86. Στη διάταξη περί παραπομπής διευκρινίζεται ότι η ενεργητική νομιμοποίηση των ενώσεων στις υποθέσεις δυσμενών διακρίσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 διέπεται στην Ιταλία από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 216/2003, το οποίο παρέχει ενεργητική νομιμοποίηση στις «συνδικαλιστικές οργανώσεις, [τις] ενώσεις και [τις] οργανώσεις, όταν εκπροσωπούν άτομα των οποίων θίγονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα». Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει θεσπίσει πρόσθετα κριτήρια συναφώς, αντιθέτως προς το καθεστώς που ισχύει για τις ενώσεις που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς. Επομένως, το έννομο συμφέρον της κάθε ένωσης πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση.
87. Ο NH υποστηρίζει ότι η Associazione δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα των ΛΟΑΔΜ ατόμων και, επομένως, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή στην υπό κρίση υπόθεση. Η Associazione αποτελεί σύμπραξη περίπου εκατό δικηγόρων που δεν είναι οι ίδιοι ΛΟΑΔΜ άτομα. Σκοπό έχει να προάγει τα δικαιώματα και την κουλτούρα των ΛΟΑΔΜ ατόμων και να διασφαλίζει τη νομική εκπροσώπησή τους. Δεν είναι βέβαιο αν η ένωση είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
88. Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 θέτει ως μοναδική προϋπόθεση για να έχει μια ένωση ενεργητική νομιμοποίηση ότι πρέπει να έχει έννομο συμφέρον να εξασφαλίζει την τήρηση των διατάξεων της οδηγίας.
89. Στην υπόθεση Asociaţia Accept, το Δικαστήριο εξέτασε το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 υπό το πρίσμα του άρθρου της 8, παράγραφος 1, και συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη διάταξη «ουδόλως απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, με την εθνική τους νομοθεσία, το δικαίωμα των ενώσεων που έχουν έννομο συμφέρον να διασφαλίζουν την τήρηση της οδηγίας αυτής […] να κινούν ένδικες ή διοικητικές διαδικασίες με σκοπό την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία αυτή, χωρίς να ενεργούν εξ ονόματος συγκεκριμένου καταγγέλλοντος/ενάγοντος ή σε περίπτωση αδυναμίας ταυτοποιήσεως συγκεκριμένου καταγγέλλοντος/ενάγοντος.» (44). Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου χαράσσει, μεταξύ άλλων, τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της actio popularis και της ενεργητικής νομιμοποίησης που αναγνωρίζεται στις ενώσεις για τον σκοπό της εξασφάλισης της τήρησης των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από την οδηγία.
90. Επί του ζητήματος αυτού, η οδηγία παραπέμπει ρητώς στο εθνικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, όταν δεν υφίσταται καταγγέλλων ή συγκεκριμένο θύμα, η ενεργητική νομιμοποίηση των ενώσεων δεν διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης (45). Ωστόσο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ουσιαστικού δικαίου που θα αποτελέσουν αντικείμενο των σχετικών ένδικων διαδικασιών απορρέουν πράγματι από την οδηγία 2000/78.
91. Ως προς το σημείο αυτό, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση Julián Hernández κ.λπ. (46). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο εξέτασε το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 (47), το οποίο ορίζει ότι η οδηγία εκείνη «δεν περιορίζει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για τους μισθωτούς». Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν παρέχει στα κράτη μέλη ευχέρεια να νομοθετούν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, αλλά αναγνωρίζει απλώς την εξουσία των κρατών μελών να προβλέπουν συναφώς ευνοϊκότερες διατάξεις δυνάμει του εθνικού δικαίου εκτός του πλαισίου της εν λόγω οδηγίας (48). Ως εκ τούτου, διάταξη εθνικού δικαίου που απλώς χορηγεί στους μισθωτούς ευνοϊκότερη προστασία συνεπεία της άσκησης αρμοδιότητας αποκλειστικώς των κρατών μελών (όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας (49).
92. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, η επίμαχη εθνική νομοθετική ρύθμιση προβλέπει ένα δικονομικό δικαίωμα (ενεργητική νομιμοποίηση) που αποβλέπει στην εξασφάλιση του σεβασμού δικαιωμάτων ουσιαστικού δικαίου τα οποία αντλούνται από το δίκαιο της Ένωσης (προστασία έναντι των διακρίσεων). Υπό τις περιστάσεις αυτές τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας, καθώς και οι παρεπόμενές της αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
93. Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής ρύθμισης του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα της εσωτερικής έννομης τάξης (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (50).
94. Η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας προϋποθέτει ότι ο επίμαχος εθνικός κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στα ένδικα βοηθήματα που στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όσο και σε εκείνα που στηρίζονται σε μη τήρηση του εσωτερικού δικαίου, εφόσον έχουν παρόμοιο αντικείμενο και παρόμοια αιτία. Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον τηρείται εν προκειμένω η αρχή αυτή, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο το οποίο έχει άμεση γνώση των δικονομικών κανόνων που ισχύουν για τα ένδικα βοηθήματα στο πεδίο του εργατικού δικαίου, να εξετάσει τόσο το αντικείμενο όσο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου που φέρονται ως παρόμοια (51).
95. Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική διάταξη δικονομικού δικαίου καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία, της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της ενώπιον των αρμόδιων εθνικών οργάνων. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (52).
96. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτουν τα εξής: i) ο καθορισμός των ενώσεων που έχουν έννομο συμφέρον αποτελεί ζήτημα του εθνικού δικαίου· ii) οι ενώσεις αυτές μπορούν να επιδιώκουν δικαστικώς την εξασφάλιση της τήρησης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης· iii) επομένως, πρέπει να τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Τα εθνικά δικαστήρια είναι τα μόνα αρμόδια να εκτιμούν τα ανωτέρω ζητήματα.
97. Ενόψει της εκτίμησης στην οποία θα πρέπει να προβεί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί καθοδήγηση ως προς το αν οι σκοποί της Associazione (όπως υπομνήσθηκαν στο σημείο 78 ανωτέρω) αντιστοιχούν προς εκείνους μιας ένωσης η οποία έχει έννομο συμφέρον να επιδιώκει δικαστικώς την εξασφάλιση της τήρησης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78.
98. Με την επιφύλαξη του ελέγχου των πραγματικών περιστατικών από το αιτούν δικαστήριο υπό το πρίσμα της εφαρμοστέας εθνικής νομοθετικής ρύθμισης, φρονώ ότι ένωση η οποία έχει τέτοιους σκοπούς ανήκει ακριβώς στο είδος ενώσεων που έχουν έννομο συμφέρον να ασκούν ένδικα βοηθήματα υπό τέτοιες περιστάσεις. Πρόκειται επίσης για το είδος ενώσεων στις οποίες θα απευθυνθεί λογικά ένα θύμα δυσμενούς διάκρισης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει ένδικο βοήθημα σε συγκεκριμένη περίπτωση.
99. Συναφώς, τα επιχειρήματα του NH όσον αφορά τον αριθμό των μελών της Associazione, το γεγονός ότι τα μέλη αυτά είναι δικηγόροι και ασκούμενοι δικηγόροι, καθώς και ότι οι ίδιοι δεν είναι ΛΟΑΔΜ άτομα, δεν ασκούν καμία απολύτως επιρροή. Στην περίπτωση μιας ένωσης δημοσίου συμφέροντος που έχει ως σκοπό της την προστασία των άγριων πτηνών και των οικοτόπων τους ουδείς θα απαιτούσε να έχουν όλα τα μέλη της φτερούγες, ράμφη και φτέρωμα. Η ΛΟΑΔΜ κοινότητα περιλαμβάνει πολλούς άριστους δικηγόρους, οι οποίοι μπορούν να υπερασπισθούν τα δικαιώματα των ΛΟΑΔΜ ατόμων, όπως και πράγματι πράττουν. Τούτο δεν σημαίνει ότι άλλα άτομα, τα οποία δεν αποτελούν μέλη της κοινότητας αυτής –συμπεριλαμβανομένων των δικηγόρων και των ασκουμένων που εκκινούν από αμιγώς αλτρουιστικά κίνητρα και από αίσθημα δικαίου– δεν μπορούν να γίνουν μέλη τέτοιας ένωσης και να μετέχουν στις εργασίες της χωρίς να διακυβεύεται η ενεργητική νομιμοποίησή της να ασκεί ένδικα βοηθήματα. Η αποδοχή των επιχειρημάτων του NH θα υπονόμευε ένα χρήσιμο βοήθημα για τη διασφάλιση επαρκούς δικαστικής προστασίας και θα έθετε σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας (53).
100. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινισθεί αν, για να έχει ένωση έννομο συμφέρον, πρέπει να είναι μη κερδοσκοπική, ιδίως υπό το πρίσμα της σύστασης της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές αρχές εφαρμοστέες στους μηχανισμούς συλλογικών αγωγών παράλειψης και αποζημίωσης στα κράτη μέλη όσον αφορά παραβιάσεις αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων (54).
101. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και αν οι συστάσεις δεν αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών αποτελεσμάτων, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τις λαμβάνουν υπόψη για την επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση τους, ιδίως όταν αυτές διαφωτίζουν την ερμηνεία εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπισθεί ακριβώς με σκοπό την εφαρμογή των συστάσεων ή όταν οι συστάσεις αυτές αποσκοπούν στη συμπλήρωση διατάξεων δεσμευτικού χαρακτήρα του ενωσιακού δικαίου (55).
102. Ωστόσο, η απαίτηση στην οποία αναφέρεται το σημείο 4, στοιχείο αʹ, της σύστασης, δηλαδή ότι η ένωση πρέπει να έχει μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα προκειμένου να μπορεί να ασκεί ένδικα βοηθήματα εκπροσωπώντας τρίτους, ισχύει για τις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη ορίζουν αντιπροσωπευτικές οργανώσεις για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει στην Ιταλία, όπου ο νομοθέτης δεν έχει ορίσει καμία τέτοια ένωση που να είναι αρμόδια για την εξασφάλιση της τήρησης των δικαιωμάτων που αντλούνται από την οδηγία 2000/78.
103. Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ελληνική Κυβέρνηση εφιστά την προσοχή στον (πιθανό) κίνδυνο κατάχρησης του δικαιώματος άσκησης ενδίκων βοηθημάτων από κερδοσκοπική ένωση, με σκοπό την αύξηση των κερδών της, υποστηρίζοντας ότι τούτο θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας. Η πιο προφανής απάντηση είναι ότι, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας που είναι εγγενής στη δικαστική επίλυση διαφορών (και ίσως ιδίως στις διαφορές που αφορούν δυσμενείς διακρίσεις), η υιοθέτηση μιας αρειμάνιας προσέγγισης όσον αφορά την άσκηση ένδικων μέσων θα αποτελούσε παρακινδυνευμένη στρατηγική για μια ένωση με εμπορικό προσανατολισμό. Πέραν τούτου, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να επαληθεύσει, εφόσον απαιτηθεί, ότι η Associazione συμμορφώνεται με τους δεδηλωμένους σκοπούς της, οι οποίοι συνίστανται στην προστασία των συμφερόντων των επίμαχων ατόμων, καθώς και με το καταστατικό της όσον αφορά το καθεστώς της (56).
104. Καταλήγω ότι στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να καθορίσει τα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούνται προκειμένου μια ένωση να έχει έννομο συμφέρον να ασκεί ένδικα βοηθήματα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
Περιλαμβάνει την άσκηση αγωγής αποζημίωσης η δυνατότητα των ενώσεων να ασκούν ένδικα βοηθήματα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78, στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα;
105. Το άρθρο 17 της οδηγίας 2000/78 αναθέτει στα κράτη μέλη την ευθύνη του καθορισμού των κανόνων επιβολής κυρώσεων στις περιπτώσεις παραβάσεων εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας αυτής. Διευκρινίζει ότι οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και ότι μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα.
106. Συγκεκριμένα, το άρθρο 17 απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές έννομες τάξεις τους περιέχουν τα αναγκαία νομικά εργαλεία για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας αυτής, ούτως ώστε η δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που παρέχεται δυνάμει της οδηγίας να είναι πραγματική και αποτελεσματική. Ωστόσο, δεν προβλέπει συγκεκριμένη κύρωση, καταλείποντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιλέξουν μεταξύ των διαφόρων λύσεων που είναι κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού της, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (βλ. σημεία 89 έως 93 των παρουσών προτάσεων).
107. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι «οι κυρώσεις οι οποίες πρέπει να προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17 της ανωτέρω οδηγίας πρέπει […] να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες προς την παραβίαση και αποτρεπτικές, έστω και αν είναι ανέφικτη η ταυτοποίηση του θύματος» (57). Πρέπει «μεταξύ άλλων να διασφαλίζ[ουν], εκ παραλλήλου με τα λαμβανόμενα προς εφαρμογή του άρθρου 9 της ίδιας οδηγίας μέτρα, αποτελεσματική και εν τοις πράγμασι έννομη προστασία των αντλουμένων από αυτήν δικαιωμάτων […] Η αυστηρότητα των κυρώσεων πρέπει να τελεί σε κατάσταση ισόρροπη προς τη σοβαρότητα των παραβιάσεων τις οποίες αυτές κολάζουν, διασφαλίζοντας ιδίως όντως αποτρεπτικό αποτέλεσμα […], τηρουμένης της γενικής αρχής της αναλογικότητας» (58). Εν πάση περιπτώσει, «αμιγώς συμβολική κύρωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβατή προς την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας 2000/78» (59).
108. Η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Feryn, η οποία αφορούσε την οδηγία 2000/43, παρέχει καθοδήγηση η οποία είναι εξίσου σημαντική και κατάλληλη σε συνάρτηση με την οδηγία 2000/78: «Σε περίπτωση […] στην οποία δεν υπάρχει άμεσο θύμα διακρίσεως, αλλά ένας οργανισμός ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από τον νόμο ζητεί τη διαπίστωση και την πάταξη δυσμενούς διακρίσεως, οι κυρώσεις τις οποίες το άρθρο 15 της οδηγίας 2000/43 απαιτεί να προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο πρέπει επίσης να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Οι κυρώσεις αυτές μπορούν, ενδεχομένως και αν αυτό φαίνεται κατάλληλο για την επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση, να συνίστανται στην εκ μέρους του αρμοδίου δικαστηρίου ή της αρμόδιας διοικητικής αρχής διαπίστωση της δυσμενούς διακρίσεως, συνοδευόμενη από την προσήκουσα δημοσιότητα, το κόστος της οποίας πρέπει να φέρει στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος. Μπορούν επίσης να συνίστανται στο να υποχρεωθεί ο εργοδότης, σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου, να παύσει τη δυσμενή διάκριση, με ενδεχόμενη ταυτόχρονη επιβολή χρηματικής ποινής. Μπορούν επίσης να συνίστανται στην επιδίκαση αποζημιώσεως στον οργανισμό που κίνησε τη διαδικασία» (60).
109. Προκύπτουν επομένως τα εξής: i) ένωση στην οποία παρέχεται από το εθνικό δίκαιο το δικαίωμα να ασκεί ένδικα βοηθήματα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78 δύναται να ζητεί την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση συμπεριφοράς ενέχουσας δυσμενή διάκριση· ii) τούτο ισχύει ανεξάρτητα από το αν υφίσταται ή όχι συγκεκριμένο θύμα· iii) η οδηγία 2000/78 δεν προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις, αλλά καταλείπει το ζήτημα στο εθνικό δίκαιο· iv) οι προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές· v) και μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή καταβολής αποζημίωσης. Οι διαθέσιμες μορφές αποζημίωσης αποτελούν επίσης ζήτημα που καταλείπεται στο εθνικό δίκαιο. Φρονώ ότι δεν υφίστανται λόγοι αρχής για τους οποίους η αποζημίωση αυτή δεν θα μπορεί να συνίσταται σε αποκατάσταση τόσο της υλικής όσο και της μη υλικής ζημίας, συμπεριλαμβανομένης της ηθικής βλάβης.
110. Κατά συνέπεια, συνάγω το συμπέρασμα ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 επιτρέπουν εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία παρέχει στις ενώσεις με έννομο συμφέρον ενεργητική νομιμοποίηση να ασκούν ένδικα βοηθήματα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78/ΕΚ, στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα. Στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να καθορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων θα ελεγχθεί αν μια ένωση έχει τέτοιο έννομο συμφέρον, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Ένωση η οποία έχει έννομο συμφέρον να ασκεί ένδικα βοηθήματα δύναται να ζητεί, σε περίπτωση συμπεριφοράς ενέχουσας δυσμενή διάκριση, την επιβολή κυρώσεων κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής αποζημίωσης, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.
Πρόταση
111. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) ως εξής:
– Σχόλια προσκεκλημένου σε ραδιοφωνική εκπομπή ο οποίος δηλώνει ότι ποτέ δεν θα προσλάμβανε ομοφυλόφιλο άτομο να εργασθεί στη δικηγορική εταιρία του ούτε επιθυμεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τέτοιων ατόμων, είναι δυνατόν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, καθότι είναι πιθανό να παρεμποδίζουν την πρόσβαση στην απασχόληση.
– Όταν οι δηλώσεις αυτές δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εν εξελίξει διαδικασίας προσλήψεων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον η σύνδεση με την πρόσβαση στην απασχόληση δεν είναι υποθετικής φύσης, υπό το πρίσμα της θέσης και της ιδιότητας του ατόμου που πραγματοποίησε τις δηλώσεις, της φύσης, του περιεχομένου και του πλαισίου των δηλώσεων, καθώς και του κατά πόσον οι δηλώσεις αυτές ενδέχεται να αποθαρρύνουν άτομα που ανήκουν στην προστατευόμενη ομάδα από το να υποβάλουν αίτηση εργασίας στον εν λόγω εργοδότη.
– Η απαγόρευση, δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 2000/78, των δηλώσεων που συνιστούν άμεση δυσμενή διάκριση σε συνάρτηση με την πρόσβαση στην απασχόληση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ως επέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης, προσβάλλει τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Χάρτη.
– Το άρθρο 8, παράγραφος 1, και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 επιτρέπουν εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία παρέχει στις ενώσεις με έννομο συμφέρον ενεργητική νομιμοποίηση να ασκούν ένδικα βοηθήματα με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/78, στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται συγκεκριμένο θύμα. Στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να καθορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων θα ελεγχθεί αν μια ένωση έχει τέτοιο έννομο συμφέρον, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
– Ένωση η οποία έχει έννομο συμφέρον να ασκεί ένδικα βοηθήματα δύναται να ζητεί, σε περίπτωση συμπεριφοράς ενέχουσας δυσμενή διάκριση, την επιβολή κυρώσεων κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής αποζημίωσης, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.