Language of document :

Προσφυγή της 29ης Σεπτεμβρίου 2008 - Performing Right Society κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-421/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Performing Right Society Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: J. Rivas Andrés και M. Nissen, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας του ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38 698 - CISAC), για τον λόγο ότι δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία έναρξης των παραβάσεων και, ως εκ τούτου, η διάρκειά τους,

να ακυρώσει το άρθρο 3 και/ή το άρθρο 4, παράγραφος 2, της αποφάσεως της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας του ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38 698 - CISAC),

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 3 και/ή το άρθρο 4, παράγραφος 2, της αποφάσεως της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας του ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38 698 - CISAC), στο μέτρο που αφορούν την προσφεύγουσα,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί τη δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ ολική ή μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2008) 3435 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας του ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38 698 - CISAC).

Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν στηρίζει τη διαπίστωση παραβάσεως για καμία από τις τρεις ακόλουθες μορφές εκμεταλλεύσεως: δορυφορική, διαδικτυακή και καλωδιακή αναμετάδοση. Σε αυτή τη βάση, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για την προβαλλόμενη εναρμονισμένη πρακτική στην οποία φέρονται ότι επιδόθηκαν όλα τα μέλη της CISAC του ΕΟΧ περιορίζοντας το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής των αμοιβαίων εντολών τους στα αντίστοιχα εδάφη τους. Τούτο συνιστά, κατά την προσφεύγουσα, πλάνη περί την εκτίμηση και παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται παράλληλη συμπεριφορά μεταξύ όλων των μελών της CISAC του ΕΟΧ όπως διαφαίνεται και από τις εξαιρέσεις από την εδαφική οριοθέτηση που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον σιωπά όσον αφορά την ημερομηνία έναρξης και, συνεπώς, τη διάρκεια των παραβάσεων, ειδικότερα δε της εναρμονισμένης πρακτικής, παραβαίνοντας, κατά συνέπεια, και τα άρθρα 2 και 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 1.

Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει εσφαλμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε στην προβαλλόμενη εναρμονισμένη πρακτική. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, για τη συμπεριφορά της υπάρχει εύλογη εξήγηση εκτός από αυτήν που αποδίδει την εν λόγω συμπεριφορά σε εναρμονισμένη πρακτική, ήτοι, ότι επιλέγει τις λύσεις που κρίνει εμπορικά προτιμότερες. Προβάλλεται, επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή όφειλε, κατά πάγια νομολογία, να εξετάσει αν είναι συνετή η ατομική οικονομική συμπεριφορά που συνίσταται στον διορισμό μιας ή περισσοτέρων πρόσθετων εταιριών συλλογικής διαχείρισης προκειμένου να προωθηθεί ο ανταγωνισμός τόσο με την τοπική εταιρία συλλογικής διαχείρισης όσο και με την εταιρία που χορηγεί άδειες απευθείας.

Με τον τρίτο προβαλλόμενο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μέτρα που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι νομικώς αβέβαια, αδικαιολόγητα, μη αναγκαία και/ή δυσανάλογα προκειμένου να παύσει η προβαλλόμενη παράβαση.

Με τον τέταρτο λόγο, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως, στο μέτρο που το όργανο αυτό δεν ενημέρωσε την προσφεύγουσα για τους λόγους απόρριψης των προτεινόμενων από αυτή δεσμεύσεων.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1)