Language of document : ECLI:EU:T:1998:157

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 1998 (1)

«Υπάλληλοι - Προθεσμία ασκήσεως διοικητικής ενστάσεως - Πρoδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-200/95,

Χ, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τον Γεώργιο Α. Σακελλαρόπουλο, δικηγόρο Αθηνών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο του Aloyse May, 31, Grand'Rue,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τις Μαρία Κοντού και Ana Maria Alves Vieira, μέλης της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchgerg,

καθής-εναγομένης,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως περί απαγορεύσεως εισόδου του προσφεύγοντος-ενάγοντος στα κτίρια της Επιτροπής κατόπιν αποφάσεως περί οριστικής παύσεως που ελήφθη σε βάρος του, καθώς και την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία που υπέστη συναφώς.

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από την P. Lindh, Πρόεδρο, τους K. Lenaerts και J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.
    Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) εισήλθε στην υπηρεσία της Επιτροπής στις 31 Ιανουαρίου 1983 ως υπάλληλος βαθμού Α 4 στη Γενική Διεύθυνση Μεταφορών (ΓΔ VΙΙ). Τον Ιούνιο του 1991, διορίστηκε αναπληρωτής προϊστάμενος επιφορτισμένος με τα θέματα της εναέριας ασφάλειας της μονάδας 3 («Εναέρια ασφάλεια - Έλεγχος εναερίων μεταφορών - Βιομηχανική πολιτική - Κοινωνικές πλευρές») της διευθύνσεως Γ («Εναέριες μεταφορές») της ΓΔ VΙΙ (στο εξής: μονάδα VΙΙ.Γ.3).

2.
    Στις 8 Οκτωβρίου 1992, η Επιτροπή κίνησε πειθαρχική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος.

3.
    Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1993, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) επέβαλε στον προσφεύγοντα την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως. Στη σχετική απόφαση εκτίθεται ότι ο προσφεύγων παύει να ασκεί τα καθήκοντά του στη μονάδα VII.Γ.3 την επομένη της ημερομηνίας της υπογραφής της εν λόγω αποφάσεως.

4.
    Με σημείωμα της 5ης Οκτωβρίου 1993, ο Richardson, διευθυντής της διευθύνσεως «δικαιώματα και υποχρεώσεις», πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι, από της ημερομηνίας αυτής, απαγορεύεται σε αυτόν η είσοδος στα κτίρια της Επιτροπής,εκτός από ορισμένα κτίρια στα οποία βρίσκονταν οι αρμόδιες για τις κοινωνικές και διοικητικές παροχές υπηρεσίες, ήτοι: μισθοί, συντάξεις, ταμείο υγείας και κοινωνικές υπηρεσίες (στο εξής: σημείωμα του Richardson).

5.
    Στις 27 Δεκεμβρίου 1993, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της εις βάρος του αποφάσεως περί οριστικής παύσεως. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 2ας Μαΐου 1994.

6.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Αυγούστου 1994, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) στις 15 Μαΐου 1997 (Τ-273/94, Ν κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-289). Κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου ο προσφεύγων άσκησε, στη συνέχεια, στις 11 Ιουλίου 1997, αίτηση αναιρέσεως (υπόθεση C-252/97 P).

7.
    Στις 31 Ιανουαρίου 1995, ο προσφεύγων, ως εκπρόσωπος ελληνικού γραφείου συμβούλων μελετών και συνοδευόμενος από υπάλληλο της Επιτροπής, εμφανίστηκε στο κτίριο της Επιτροπής που βρίσκεται στη διεύθυνση 29, avenue de Beaulieu, στις Βρυξέλλες, προκειμένου να υποβάλει μία πρόταση μελέτης. Εντούτοις, του απαγορεύθηκε η είσοδος στο κτίριο.

8.
    Το ίδιο περιστατικό επαναλήφθηκε στο κτίριο της Επιτροπής που βρίσκεται στη διεύθυνση 80, rue d'Arlon, στις Βρυξέλλες, όπου ανακοινώθηκε στον προσφεύγοντα ότι επρόκειτο για απόφαση που ελήφθη από τις διοικητικές υπηρεσίες της Επιτροπής.

9.
    Κατόπιν των περιστατικών αυτών, ο προσφεύγων, με έγγραφο της 30ής Μαρτίου 1995, πληροφόρησε τον Γενικό Διευθυντή Προσωπικού ότι θεωρούσε ότι η απαγόρευση εισόδου στα κτίρια της Επιτροπής έθιγε την προσωπική, επαγγελματική και επιστημονική του ζωή. Ζήτησε, κατά συνέπεια, από τον γενικό διευθυντή να ανακαλέσει την απόφαση της Επιτροπής περί απαγορεύσεως εισόδου του στα κτίριά της, καθόσον η απόφαση αυτή δεν μπορούσε, κατά τον προσφεύγοντα, να θεμελιωθεί σε καμία διάταξη νόμου, κατά μείζονα λόγο διότι η διαδικασία εκδικάσεως της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί παύσεώς του εκκρεμούσε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

10.
    Ο Γενικός Διευθυντής ουδέποτε απάντησε στο έγγραφο αυτό.

11.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Οκτωβρίου 1995, ο προσφεύγων άσκησε την παρούσα προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή).

12.
    Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στις 31 Ιανουαρίου 1996, η Επιτροπή πρότεινε ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής. Ο προσφεύγων κατέθεσε τις παρατηρήσεις του ως προς την ένσταση αυτή στις 15 Μαρτίου 1996.

13.
    Με διάταξη της 21ης Μαρτίου 1997, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

Αιτήματα των διαδίκων

14.
    Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να κρίνει ότι η παρούσα προσφυγή ασκείται παραδεκτώς·

-    να ακυρώσει την σιωπηρή άρνηση της Επιτροπής να άρει την απαγόρευση εισόδου του προσφεύγοντος στα κτίρια της Επιτροπής·

-    να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 300 000 ECU ως ικανοποίηση ηθικής βλάβης·

-    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να κρίνει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη και, επικουρικώς, ότι στερείται παντελώς ερείσματος·

-    να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

16.
    Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Πρωτοδικείο μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

17.
    Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς με τα υπομνήματα που κατέθεσαν οι διάδικοι κατά την έγγραφη διαδικασία. Παρέλκει επομένως η έναρξη της προφορικής διαδικασίας.

Επιχειρήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού

18.
    Η Επιτροπή προβάλλει δύο ενστάσεις απαραδέκτου. Πρώτον, η προσφυγή βάλλει κατά πράξεως η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βλαπτική για τον προσφεύγοντα κατά τρόπο αυτόνομο και ανεξάρτητο σε σχέση με την απόφαση περί οριστικής παύσεως. Δεύτερον, η προσφυγή βάλλει κατά μέτρου το οποίο ο ενδιαφερόμενος γνώριζε προηγουμένως και ως προς το οποίο είχαν ήδη εκπνεύσει οι προθεσμίες ασκήσεως διοικητικής ενστάσεως.

- Πρώτη ένσταση: η έλλειψη βλαπτικής πράξεως

19.
    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απόφαση της διοικήσεως περί σιωπηρής απορρίψεως επιβεβαιώνει απλώς την απόφαση περί οριστικής παύσεως του προσφεύγοντος. Επομένως, η απόφαση αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητη ούτε από την κύρια απόφαση της Επιτροπής περί οριστικής παύσεως του προσφεύγοντος ούτε από την απόφαση που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με το σημείωμα του Richardson, η οποία συνιστούσε μέτρο εφαρμογής της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως. Η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι η μόνη απόφαση που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πράξη θίγουσα απευθείας και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος στην υπό κρίση υπόθεση είναι η απόφαση που του επέβαλε την ποινή της οριστικής παύσεως.

20.
    Επομένως, ο προσφεύγων δεν προσβάλλει παραδεκτώς την επίδικη εν προκειμένω απόφαση, καθόσον αυτή δεν συνιστά πράξη που τον βλάπτει.

21.
    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση τον θίγει σαφώς και άμεσα και μεταβάλλει, εκ του λόγου τούτου, τη νομική του κατάσταση. Διευκρινίζει ότι, ανεξαρτήτως της υπάρξεως εκκρεμούς διαφοράς σχετικά με την οριστική παύση του, δεν θα ήταν δυνατόν να εκδοθεί η πράξη απαγορεύσεως εισόδου του στα κτίρια της Επιτροπής, καθόσον δεν εξυπηρετεί κανένα πραγματικό σκοπό.

22.
    Καίτοι δέχεται ότι η απόφαση περί απαγορεύσεως της προσβάσεως έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα έναντι της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι έννομες συνέπειες της απαγορεύσεως αυτής δεν εκδηλώθηκαν παρά με την υλοποίησή της, ήτοι με τη συγκεκριμένη, ρητή και σαφή απαγόρευση προσβάσεως στα ίδια τα κτίρια.

- Δεύτερη ένσταση απαραδέκτου: εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής

23.
    Στην περίπτωση κατά την οποία το σημείωμα του Richardson χαρακτηριζόταν ως διοικητική απόφαση αυτόνομη και ανεξάρτητη από την απόφαση περί οριστικής παύσεως του προσφεύγοντος, η Επιτροπή φρονεί ότι ο προσφεύγων έλαβε γνώση της εν λόγω πρώτης αποφάσεως πολύ νωρίτερα από τις 31 Ιανουαρίου 1995, ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων εμφανίστηκε στα κτίρια της Επιτροπής. Πράγματι, ο προσφεύγων έλαβε γνώση της απαγορεύσεως εισόδου στα κτίρια της Επιτροπής στις 5 Οκτωβρίου 1993, ημερομηνία κατά την οποία παρέλαβε το σημείωμα του Richardson. Επιπροσθέτως, τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο προσφεύγων μνημόνευσε την εν λόγω απαγόρευση στο δικόγραφο της προσφυγής του, στην προπαρατεθείσα υπόθεση Τ-273/94, Ν κατά Επιτροπής, στο οποίο επισυνήψε μάλιστα το σημείωμα του Richardson ως παράρτημα.

24.
    Επομένως, κατά την Επιτροπή, το έγγραφο το οποίο ο προσφεύγων χαρακτηρίζει ως διοικητική προσφυγή είναι εκπρόθεσμο, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων τωνΕυρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), η διοικητική ένσταση πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών.

25.
    Ο προσφεύγων αντιτάσσει ότι η προσφυγή του ασκήθηκε εμπροθέσμως, ισχυριζόμενος ότι η απαγόρευση εισόδου είναι παρακολουθηματικού χαρακτήρα πράξη έναντι της οριστικής παύσεως, η οποία είχε ήδη συμπροσβληθεί με αυτήν. Επιπλέον, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι η απαγόρευση εισόδου στα κτίρια εξακολουθεί να τον βλάπτει. Η απαγόρευση εισόδου στα κτίρια αποτελεί πράγματι διαρκή παράνομη πράξη, η οποία επαναλαμβάνεται καθημερινώς, επ' αόριστον.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως

26.
    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η άρνηση εισόδου σε ορισμένα κτίρια της Επιτροπής ισοδυναμεί με άρνηση του συνταγματικού του δικαιώματος της ελεύθερης επικοινωνίας και της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας.

27.
    Επιπλέον, η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση δικαιώματος, διότι, με τη σιωπηρή άρνησή της να άρει την απαγόρευση εισόδου στα κτίριά της, παραβίασε τον κανόνα της αναλογικότητας και της ευθυδικίας. Η απαγόρευση αυτή συνιστά, επιπλέον, κατάχρηση εξουσίας, εφόσον επιβάλλει στον προσφεύγοντα δεύτερη παρεπόμενη πειθαρχική ποινή, εκτός της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως.

28.
    Η Επιτροπή αρνείται ότι προσέβαλε τα συνταγματικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Θεωρεί ότι η απαγόρευση εισόδου δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την πειθαρχική απόφαση περί οριστικής παύσεως που εξέδωσε η Επιτροπή στις 4 Οκτωβρίου 1993, με την οποία κρίθηκε ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει σοβαρές παραβάσεις των καθηκόντων εντιμότητας και εμπιστοσύνης έναντι της Επιτροπής.

29.
    Υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, είναι φυσικό για την Επιτροπή να λάβει, ως πράξη που έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα έναντι της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως, το μέτρο της απαγορεύσεως εισόδου του προσφεύγοντος στα κτίριά της, εξαιρουμένων των κτιρίων στα οποία στεγάζονται οι επιφορτισμένες με τις κοινωνικές παροχές υπηρεσίες. Θα υφίστατο πράγματι ο κίνδυνος να βλάψει ο προσφεύγων, χρησιμοποιώντας την ιδιότητά του ως πρώην υπαλλήλου για λόγους και οφέλη προσωπικού χαρακτήρα, τα συμφέροντα και τη φήμη της Επιτροπής.

30.
    Επιπλέον, το ληφθέν μέτρο δεν είναι ούτε δυσανάλογο ούτε καταχρηστικό. Αντιθέτως, ελήφθη στα πλαίσια της εφαρμογής της διοικητικής αποφάσεως περί οριστικής παύσεως του προσφεύγοντος και, επομένως, με σκοπό να αποφευχθεί κάθε καταχρηστική εκ μέρους του προσφεύγοντος χρησιμοποίηση της ιδιότητάς του ως πρώην υπαλλήλου.

31.
    Επιπλέον, η έλλειψη δυσαναλογίας του μέτρου περί απαγορεύσεως της εισόδου προκύπτει και από το γεγονός ότι η είσοδος στα κτίρια της Επιτροπής για τους πρώην υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επιτρέπεται κυρίως στα κτίρια όπου στεγάζονται οι υπηρεσίες κοινωνικής και διοικητικής φύσεως καθώς και στα κτίρια όπου υπάρχουν εστιατόρια. Η Επιτροπή προσθέτει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι «μη υπάλληλοι» έχουν δικαίωμα εισόδου στα κτίρια της Επιτροπής μόνον κατόπιν αδείας των υπηρεσιών της.

Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

32.
    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απαγόρευση εισόδου στα κτίρια της Επιτροπής και η άρνηση ανακλήσεως της απαγορεύσεως αυτής συνιστούν πρόδηλη προσβολή της προσωπικότητάς του, η οποία αντανακλά και στα μέλη της οικογενείας του. Φρονεί ότι για την επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τον τρόπο αυτό απαιτείται αποζημίωση ανερχομένη στο ποσό των 300 000 ECU.

33.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το περί ηθικής ή επαγγελματικής βλάβης που υπέστη ο προσφεύγων επιχείρημα στερείται παντελώς βάσεως. Υπογραμμίζει ότι η ελεύθερη είσοδος στα κτίρια της Επιτροπής δεν συνιστά κεκτημένο δικαίωμα των πρώην υπαλλήλων και προσθέτει ότι τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν έχουν κινηθεί πειθαρχικές διώξεις και έχει επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τίποτα δεν εμποδίζει τον προσφεύγοντα να ζητήσει εγγράφως ή τηλεφωνικώς πληροφορίες από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, οι οποίες και θα αποφασίσουν, όπως για κάθε εξωτερικό της Επιτροπής πρόσωπο, εάν μπορούν ή όχι να του τις χορηγήσουν.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

34.
    Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, η διευκρίνιση ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το σημείωμα του Richardson παράγει, αφ' εαυτού, έννομες συνέπειες. Πράγματι, στην απόφαση περί οριστικής παύσεως εκτίθεται απλώς ότι ο προσφεύγων παύει να ασκεί τα καθήκοντά του στην πρώην υπηρεσία του. Η απόφαση δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο σχετικά με τη δυνατότητα εισόδου του προσφεύγοντος στα κτίρια της Επιτροπής γενικώς. Επιπλέον, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά την έγγραφη διαδικασία προκύπτει ότι η απαγόρευση εισόδου ήταν ένα μέτρο το οποίο κρίθηκε αναγκαίο στην υπό κρίση υπόθεση και ότι δεν πρόκειται για μέτρο που απορρέει αυτόματα από την οριστική παύση.

35.
    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι το σημείωμα του Richardson, καθόσον παράγει το ίδιο έννομες συνέπειες, βλάπτει τον προσφεύγοντα (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 32/68, Grasselli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 191, σκέψη 4, και της 21ης Ιανουαρίου 1987, 204/85, Στρογγύλη κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 389, σκέψη 6).

36.
    Το σημείωμα αυτό, το οποίο κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 5 Οκτωβρίου 1993, θα έπρεπε, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 90 του ΚΥΚ προθεσμία, να έχει προσβληθεί από τον προσφεύγοντα το αργότερο στις 5 Ιανουαρίου 1994. Ο προσφεύγων όμως ζήτησε από τον Γενικό Διευθυντή Προσωπικού της Επιτροπής να ανακαλέσει την απόφαση περί απαγορεύσεως εισόδου του στα κτίρια της Επιτροπής μόλις στις 30 Μαρτίου 1995.

37.
    Επομένως, είναι πρόδηλον ότι η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος, με αίτημα την ανάκληση της αποφάσεως περί απαγορεύσεως εισόδου, υποβλήθηκε εκπροθέσμως.

38.
    Αλλωστε, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο προσφεύγων, η απαγόρευση εισόδου δεν προσβάλλεται με την προσφυγή την οποία αυτός άσκησε κατά της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως. Η προσφυγή αυτή δεν περιλαμβάνει, στην πραγματικότητα, στο κεφάλαιο που αφορά το ακυρωτικό αίτημα, κανένα στοιχείο σχετικό με την απαγόρευση εισόδου στα κτίρια της Επιτροπής. Ο προσφεύγων περιορίστηκε να μνημονεύσει την απαγόρευση αυτή στο πλαίσιο του αιτήματός του αποζημιώσεως, όπου υποστήριξε ότι του απαγορεύθηκε η είσοδος στα κτίρια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στερήθηκε της δυνατότητας να έχει κοινωνική και επαγγελματική ζωή (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Ν κατά Επιτροπής, σκέψη 155).

39.
    Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής δεν προηγήθηκε του αιτήματος αποζημιώσεως διοικητική διαδικασία, το δε αίτημα εξετάστηκε επί της ουσίας για τον λόγο και μόνον ότι συνδεόταν στενά με το ακυρωτικό αίτημα. Το αίτημα αποζημιώσεως απορρίφθηκε έτσι ως προς την ουσία, εφόσον από την εξέταση των προβληθέντων προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος λόγων δεν προέκυψε καμία παρανομία εκ μέρους της Επιτροπής και, επομένως, ουδέν πταίσμα συνεπαγόμενο την ευθύνη της (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Ν κατά Επιτροπής, σκέψεις 160 και 161).

40.
    Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί του νομοτύπου της απαγορεύσεως εισόδου του προσφεύγοντος στα κτίρια της Επιτροπής πριν από την άσκηση της παρούσας προσφυγής, η οποία, είναι, αφ' εαυτής, προδήλως εκπρόθεσμη (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω.).

41.
    Επιπλέον, αβασίμως ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι έννομες συνέπειες της απαγορεύσεως εισόδου επήλθαν με την υλοποίηση της απαγορεύσεως αυτής, ήτοι με τη συγκεκριμένη απαγόρευση εισόδου στα ίδια τα κτίρια.

42.
    Πρώτον, ο προσφεύγων δήλωσε ότι είχε γνώση της απαγορεύσεως εισόδου στα κτίρια της Επιτροπής μνημονεύοντας την απαγόρευση αυτή στην προσφυγή που άσκησε κατά της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω).

43.
    Δεύτερον, από τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε κάθε λόγο να υποθέσει ότι το σημείωμα του Richardsonείχε ακριβώς ως συνέπεια την απαγόρευση εισόδου του στα κτίρια υπό τις συνθήκες που διαλαμβάνονται στην παρούσα υπόθεση.

44.
    Κατ' αρχάς, από ένα σημείωμα του Γενικού Διευθυντή Προσωπικού της Επιτροπής (επισυναφθέν από τον προσφεύγοντα στις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου) προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε υιοθετήσει αυστηρή στάση έναντι όλων των πρώην υπαλλήλων, ζητώντας τους να επισκέπτονται μόνον τα κτίρια στα οποία στεγάζονται υπηρεσίες κοινωνικής και διοικητικής φύσεως και τα κτίρια στα οποία υπάρχουν εστιατόρια. Επομένως, ο προσφεύγων θα έπρεπε να αντιληφθεί, λαμβανομένων υπόψη των λόγων για τους οποίους του επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσεως, ότι είχε στερηθεί κάθε δικαίωμα εισόδου στα κτίρια, εξαιρουμένων ορισμένων κτιρίων στα οποία στεγάζονται οι επιφορτισμένες με τις κοινωνικές και διοικητικές παροχές υπηρεσίες.

45.
    Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η είσοδος στα κτίρια της Επιτροπής δεν είναι ελεύθερη στους «μη υπαλλήλους» παρά μόνον κατόπιν αδείας των υπηρεσιών. Δεν προκύπτει όμως από τη δικογραφία ότι ο προσφεύγων, ο οποίος δεν μπορούσε να έχει ευνοϊκότερη μεταχείριση από αυτήν που επιφυλάσσεται στους «μη υπαλλήλους», προσπάθησε να λάβει προηγούμενη άδεια για να εισέλθει στα εν λόγω κτίρια.

46.
    Τέλος, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι το από 30 Μαρτίου 1995 έγγραφο του προσφεύγοντος πρέπει να θεωρηθεί ως αίτηση προς την ΑΔΑ, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να λάβει έναντι αυτού απόφαση θέτουσα τέρμα σε μία συνεχιζόμενη παρανομία, η προσφυγή του είναι προδήλως απαράδεκτη, αφού η σιωπηρή απόρριψη της αιτήσεως αυτής δεν προσβλήθηκε με διοικητική ένσταση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

47.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη.

48.
    Κατά παγία νομολογία, οσάκις υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ του αιτήματος ακυρώσεως και του αιτήματος αποζημιώσεως, το απαράδεκτο του αιτήματος ακυρώσεως επιφέρει το απαράδεκτο του αιτήματος αποζημιώσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1994, Τ-82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-61, σκέψεις 34 και 36).

49.
    Εν προκειμένω, υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ του αιτήματος ακυρώσεως και του αιτήματος αποζημιώσεως, οπότε το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει επίσης να κηρυχθεί απαράδεκτο.

50.
    Απ' όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως προδήλως απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

51.
    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 88 του ιδίου κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Εν προκειμένω, έκαστος των διαδίκων θα φέρει τα δικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)    Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)    Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα.

Λουξεμβούργο, 8 Ιουλίου 1998.

Ο Γραμματέας

Η Πρόεδρος

H. Jung

P. Lindh


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.