Language of document : ECLI:EU:T:2022:19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 26ης Ιανουαρίου 2022 (*)

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορά των μικροεπεξεργαστών – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών – “Απροκάλυπτοι” περιορισμοί – Χαρακτηρισμός τους ως καταχρηστικής πρακτικής – Ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή – Συνολική στρατηγική – Διαρκής και ενιαία παράβαση»

Στην υπόθεση T‑286/09 RENV,

Intel Corporation, Inc., με έδρα το Wilmington, Delaware (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους A. Parr, solicitor, D. Beard, QC, και J. Williams, barrister,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την

Association for Competitive Technology, Inc., με έδρα τη Washington, DC (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους J.‑F. Bellis και K. Van Hove, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Θ. Χριστοφόρου, V. Di Bucci, N. Khan και M. Kellerbauer,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Union fédérale des consommateurs – Que choisir (UFC – Que choisir), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από την E. Nasry, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα, κυρίως, την ακύρωση της απόφασης C(2009) 3726 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C 3/37.990 — Intel), ή, επικουρικώς, την ακύρωση ή μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή), Κ. Ηλιόπουλο, I. Reine και B. Berke, δικαστές,

γραμματέας: E. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που διεξήχθη από τις 10 έως τις 12 Μαρτίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Intel Corporation, Inc. (στο εξής: προσφεύγουσα ή Intel) είναι εταιρία δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών που δραστηριοποιείται στον σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την κατασκευή και την εμπορία μικροεπεξεργαστών (στο εξής: CPU), «chipsets» (συστοιχιών ολοκληρωμένων κυκλωμάτων) και άλλων εξαρτημάτων ημιαγωγών, καθώς και λύσεων για πλατφόρμες στο πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων και συσκευών επικοινωνίας.

2        Στα τέλη του 2008 η Intel απασχολούσε περίπου 94 100 άτομα σε όλο τον κόσμο. Το 2007 τα καθαρά έσοδα της Intel ανήλθαν σε 38 334 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (USD) και τα καθαρά κέρδη της σε 6 976 εκατομμύρια USD. Το 2008 τα καθαρά έσοδά της ανήλθαν σε 37 586 εκατομμύρια USD και τα καθαρά κέρδη της σε 5 292 εκατομμύρια USD.

 Διοικητική διαδικασία

3        Στις 18 Οκτωβρίου 2000 η Advanced Micro Devices, Inc. (στο εξής: AMD) υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επίσημη καταγγελία βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), την οποία συμπλήρωσε με νέα πραγματικά περιστατικά και νέες καταγγελίες, υποβάλλοντας συμπληρωματική καταγγελία στις 26 Νοεμβρίου 2003.

4        Τον Μάιο του 2004 η Επιτροπή άρχισε τη διερεύνηση ορισμένων στοιχείων που περιλαμβάνονταν στη συμπληρωματική καταγγελία της AMD. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής και με την υποστήριξη πολλών αρμόδιων για τον ανταγωνισμό εθνικών αρχών, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), η Επιτροπή διενήργησε, τον Ιούλιο του 2005, επιτόπιους ελέγχους σε τέσσερις εγκαταστάσεις της Intel στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ισπανία και στην Ιταλία καθώς και στις εγκαταστάσεις πολλών πελατών της Intel στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ισπανία και στην Ιταλία.

5        Στις 17 Ιουλίου 2006 η AMD υπέβαλε καταγγελία στην Bundeskartellamt (γερμανική ομοσπονδιακή υπηρεσία αρμόδια για τις συμπράξεις), ισχυριζόμενη ότι η Intel ακολουθούσε, μεταξύ άλλων, εμπορικές πρακτικές εκτοπισμού των ανταγωνιστών από την αγορά, από κοινού με τη Media-Saturn-Holding GmbH (στο εξής: MSH), που είναι ευρωπαϊκή επιχείρηση λιανικής πώλησης μικροηλεκτρονικών συσκευών και η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή επιχείρηση λιανικής πώλησης προσωπικών υπολογιστών. Η αρμόδια για τις συμπράξεις γερμανική ομοσπονδιακή υπηρεσία αντάλλαξε με την Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση αυτή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 του κανονισμού 1/2003.

6        Στις 23 Αυγούστου 2006 η Επιτροπή συναντήθηκε με τον D1 [εμπιστευτικό](1), που είναι πελάτης της Intel. Η Επιτροπή δεν περιέλαβε στον φάκελο της υπόθεσης ενδεικτικό κατάλογο των θεμάτων της συνάντησης ούτε συνέταξε σχετικό πρακτικό. Μέλος της αρμόδιας για την υπόθεση ομάδας της Επιτροπής κατάρτισε σημείωμα σχετικό με τη συνάντηση αυτή, το οποίο η Επιτροπή χαρακτήρισε εσωτερικό. Στις 19 Δεκεμβρίου 2008 η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα μη εμπιστευτικό κείμενο του σημειώματος αυτού.

7        Στις 26 Ιουλίου 2007 η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα ανακοίνωση αιτιάσεων (στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων του 2007) σχετικά με τη συμπεριφορά της έναντι των πέντε μεγαλύτερων κατασκευαστών εξοπλισμού πληροφορικής (Original Equipment Manufacturer, στο εξής: OEM), δηλαδή των Dell, Hewlett‑Packard Company (HP), Acer Inc., NEC Corp. και International Business Machines Corp. (IBM). Η Intel απάντησε στην ανακοίνωση αυτή στις 7 Ιανουαρίου 2008 και στις 11 και 12 Μαρτίου 2008 διεξήχθη ακρόαση. Στην Intel δόθηκε τρις η δυνατότητα να συμβουλευθεί τον φάκελο της υπόθεσης, και συγκεκριμένα στις 31 Ιουλίου 2007, στις 23 Ιουλίου 2008 και στις 19 Δεκεμβρίου 2008.

8        Η Επιτροπή προέβη σε διάφορες διερευνητικές πράξεις σχετικά με τους ισχυρισμούς της AMD, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων στις εγκαταστάσεις διαφόρων ευρωπαϊκών εταιριών λιανικής πώλησης ηλεκτρονικών υπολογιστών και στις εγκαταστάσεις της Ιntel τον Φεβρουάριο του 2008. Επιπλέον, απέστειλε σε μεγάλους OEM πολλές γραπτές αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003.

9        Στις 17 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με τη συμπεριφορά της έναντι της MSH. Η εν λόγω ανακοίνωση (στο εξής: συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008) αφορούσε και τη συμπεριφορά της Intel έναντι της Lenovo Group Ltd (στο εξής: Lenovo) και περιείχε νέα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά της Intel έναντι ορισμένων OEM τους οποίους αφορούσε η ανακοίνωση αιτιάσεων του 2007, στοιχεία που είχαν περιέλθει στην Επιτροπή μετά την έκδοση της εν λόγω ανακοίνωσης του 2007.

10      Η Επιτροπή παρέσχε αρχικώς στην Intel προθεσμία οκτώ εβδομάδων για να υποβάλει την απάντησή της στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 ο σύμβουλος ακροάσεων παρέτεινε την προθεσμία αυτή έως τις 17 Οκτωβρίου 2008.

11      Η Ιntel δεν απάντησε στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008 εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Αντ’ αυτού, στις 10 Οκτωβρίου 2008 άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε με αριθμό πρωτοκόλλου T‑457/08, με αίτημα, πρώτον, την ακύρωση δύο αποφάσεων της Επιτροπής σχετικών με τον καθορισμό της προθεσμίας που τάχθηκε για την απάντηση στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008 καθώς και με την άρνηση της Επιτροπής να αναζητήσει πολλές κατηγορίες εγγράφων, προερχόμενων ιδίως από την υπόθεση με αντικείμενο ιδιωτική διαφορά μεταξύ των Intel και AMD, η οποία εκδικαζόταν στην πολιτεία Delaware (Ηνωμένες Πολιτείες) και, δεύτερον, την παράταση της προθεσμίας υποβολής της απαντήσεώς της στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008, ώστε να έχει στη διάθεσή της προθεσμία 30 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία θα αποκτούσε πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα.

12      Η Intel υπέβαλε, ακόμη, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία καταχωρίστηκε με αριθμό πρωτοκόλλου T‑457/08 R, ζητώντας την αναστολή της διαδικασίας που είχε κινήσει η Επιτροπή έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης επί της προσφυγής της καθώς και την αναστολή της προθεσμίας που είχε οριστεί για την υποβολή της απαντήσεώς της στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008, και, επικουρικώς, τη χορήγηση προθεσμίας 30 ημερών από την έκδοση της εν λόγω δικαστικής απόφασης για να απαντήσει στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008.

13      Στις 19 Δεκεμβρίου 2008 η Επιτροπή απέστειλε στην Intel έγγραφο με το οποίο της επισήμανε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που σκόπευε να χρησιμοποιήσει σε ενδεχόμενη τελική απόφασή της (στο εξής: έγγραφο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά). Η Intel δεν απάντησε στο έγγραφο αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η οποία έληξε στις 23 Ιανουαρίου 2009.

14      Στις 27 Ιανουαρίου 2009 ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με τη διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 2009, Intel κατά Επιτροπής (T‑457/08 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:18). Μετά την έκδοση της διάταξης αυτής, η Intel πρότεινε στις 29 Ιανουαρίου 2009 να υποβάλει την απάντησή της στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008 και στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά έγγραφο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω διάταξης του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου.

15      Στις 2 Φεβρουαρίου 2009 η Επιτροπή γνωστοποίησε με επιστολή της στην Intel ότι οι υπηρεσίες της αποφάσισαν να μην παρατείνουν την προθεσμία που της είχε δοθεί για να απαντήσει στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων του 2008 ή στο σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά έγγραφο. Στην ίδια αυτή επιστολή αναφερόταν επίσης ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής ήταν, παρά ταύτα, διατεθειμένες να λάβουν υπόψη τους ένα εκπρόθεσμο υπόμνημα, υπό την προϋπόθεση ότι η Intel θα υπέβαλλε τις παρατηρήσεις της έως τις 5 Φεβρουαρίου 2009. Τέλος, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί εκπρόθεσμο αίτημα ακροάσεως και ότι, κατά την εκτίμηση των υπηρεσιών της, η διεξαγωγή ακροάσεως δεν ήταν απαραίτητη για την ομαλή εξέλιξη της διοικητικής διαδικασίας.

16      Στις 3 Φεβρουαρίου 2009 η Intel παραιτήθηκε από την κύρια προσφυγή της στην υπόθεση T‑457/08, οπότε η υπόθεση αυτή διαγράφηκε από το πρωτόκολλο με διάταξη του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2009.

17      Στις 5 Φεβρουαρίου 2009 η Intel υπέβαλε υπόμνημα με παρατηρήσεις επί της συμπληρωματικής ανακοίνωσης αιτιάσεων του 2008, καθώς και επί του σχετικού με τα πραγματικά περιστατικά εγγράφου, χαρακτηρίζοντας τις παρατηρήσεις ως «απάντηση στη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων [του 2008]» και ως «απάντηση στο [σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά έγγραφο]».

18      Στις 10 Φεβρουαρίου 2009 η Intel ζήτησε εγγράφως από τον σύμβουλο ακροάσεων τη διεξαγωγή ακροάσεως επί της συμπληρωματικής ανακοίνωσης αιτιάσεων του 2008. Ο σύμβουλος ακροάσεων απέρριψε το αίτημα αυτό με έγγραφο της 17ης Φεβρουαρίου 2009.

19      Στις 13 Μαΐου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 3726 τελικό, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/C‑3/37.990 – Intel) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, C 227, σ. 13).

 Προσβαλλόμενη απόφαση

20      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Intel διέπραξε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) από τον Οκτώβριο 2002 έως τον Δεκέμβριο 2007, με την εφαρμογή στρατηγικής που αποσκοπούσε στον αποκλεισμό ανταγωνιστή, συγκεκριμένα της AMD, από την αγορά των CPU με αρχιτεκτονική x86 (στο εξής: CPU x86).

 Η σχετική αγορά

21      Τα προϊόντα τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση είναι οι CPU, που αποτελούν βασικό εξάρτημα κάθε υπολογιστή, τόσο από πλευράς συνολικής επίδοσης όσο και από πλευράς κόστους του συστήματος. Συχνά αποκαλούνται «εγκέφαλος» του υπολογιστή. Για την κατασκευή των CPU απαιτούνται δαπανηρές εγκαταστάσεις υψηλής τεχνολογίας.

22      Οι CPU που χρησιμοποιούνται στους υπολογιστές κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες, δηλαδή στους CPU x86 και στους CPU με διαφορετική αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική x86 αποτελεί πρότυπο σχεδιασμένο από την Intel για τους CPU που κατασκευάζει. Καθιστά δυνατή τη λειτουργία αμφοτέρων των λειτουργικών συστημάτων Windows και Linux. Το λειτουργικό σύστημα Windows έχει πρωτογενή σχέση με το σύνολο εντολών που αντιστοιχούν στην αρχιτεκτονική x86. Πριν από το 2000, υπήρχαν διάφοροι κατασκευαστές CPU x86 στην αγορά. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πλέον αποσυρθεί από αυτήν. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι μόνες εταιρίες που εξακολουθούν να κατασκευάζουν CPU x86 μετά το 2000 είναι ουσιαστικά η Intel και η AMD.

23      Η έρευνα της Επιτροπής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχετική αγορά προϊόντων δεν είναι μεγαλύτερη από την αγορά των CPU x86. Στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζεται εάν πρόκειται για μία ενιαία αγορά CPU x86 για όλους τους υπολογιστές ή αν πρόκειται για τρεις χωριστές αγορές CPU x86, δηλαδή για επιτραπέζιους υπολογιστές, φορητούς υπολογιστές και διακομιστές. Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένων των μεριδίων αγοράς της Intel σε καθεμία από τις επιμέρους αυτές αγορές, δεν μεταβάλλεται η διαπίστωση περί δεσπόζουσας θέσεως.

24      Από γεωγραφικής απόψεως, η αγορά χαρακτηρίστηκε ως παγκόσμια.

 Δεσπόζουσα θέση

25      Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, κατά το διάστημα των δέκα ετών που εξετάστηκε (1997-2007), η Intel κατείχε αδιαλείπτως μερίδια αγοράς που ανέρχονταν τουλάχιστον σε 70 %. Επιπλέον, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, υπήρχαν σημαντικοί φραγμοί όσον αφορά την είσοδο και την επέκταση στην αγορά των CPU x86. Οι φραγμοί αυτοί ήταν απόρροια μη ανακτήσιμων επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και απαραίτητες για την παραγωγή CPU x86 εγκαταστάσεις παραγωγής. Κατά συνέπεια, όλοι οι ανταγωνιστές της Intel, πλην της AMD, έχουν αποσυρθεί από την αγορά ή κατέχουν αμελητέα μερίδια σε αυτή.

26      Δεδομένων των μεριδίων αγοράς της Intel και των φραγμών εισόδου και επέκτασης στη σχετική αγορά, η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Intel κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά τουλάχιστον κατά το διάστημα που καλύπτει η απόφαση, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 2002 έως τον Δεκέμβριο του 2007.

 Καταχρηστική συμπεριφορά και πρόστιμο

27      Στην προσβαλλόμενη απόφαση περιγράφονται δύο τύποι συμπεριφοράς της Intel έναντι των εμπορικών της εταίρων, δηλαδή γίνεται λόγος για εκπτώσεις υπό όρους και απροκάλυπτους περιορισμούς.

28      Πρώτον, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Intel χορήγησε εκπτώσεις σε τέσσερις OEM, εν προκειμένω τις Dell, Lenovo, HP και NEC, υπό τον όρο ότι οι OEM θα προμηθεύονται το σύνολο ή σχεδόν των σύνολο των CPU x86 από αυτήν. Επίσης, η Intel κατέβαλε χρηματικά ποσά στην MSH, υπό τον όρο ότι η MSH θα πωλεί αποκλειστικά υπολογιστές εξοπλισμένους με CPU x86 της Intel.

29      Με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνεται ότι οι χορηγηθείσες από την Intel εκπτώσεις υπό όρους συνιστούν εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών. Όσον αφορά την υπό όρους καταβολή χρηματικών ποσών από την Intel στην MSH, με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνεται ότι ο οικονομικός μηχανισμός των πληρωμών αυτών είναι αντίστοιχος με αυτόν της χορήγησης εκπτώσεων υπό όρους στους OEM.

30      Εκτός αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει και οικονομική ανάλυση σχετικά με το αν θα ήταν δυνατόν να εκτοπιστεί από την αγορά, εξαιτίας των εκπτώσεων, ένας εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ανταγωνιστής (efficient competitor test, στο εξής: ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ή κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή), ο οποίος όμως δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Συγκεκριμένα, από την ανάλυση διαπιστώνεται η τιμή στην οποία θα ήταν αναγκασμένος ένας εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ανταγωνιστής να πωλεί τους CPU που κατασκευάζει προκειμένου να αντισταθμίσει την εκ μέρους του ΟΕΜ απώλεια της έκπτωσης της Intel. Ανάλογη ανάλυση παρατίθεται και για τα χρηματικά ποσά που κατέβαλλε η Intel στην MSH.

31      Από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή συνάγεται ότι, χάρη στις υπό όρους εκπτώσεις και τις πληρωμές, η Intel εξασφάλισε ως πιστούς πελάτες τους ισχυρότερους OEM και την MSH. Επιπλέον συνέπεια των πρακτικών αυτών ήταν ο περιορισμός σε σημαντικό βαθμό της δυνατότητας των λοιπών κατασκευαστών να ανταγωνιστούν την Intel με βάση τα προτερήματα των CPU x86 δικής τους κατασκευής. Η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά της Intel συνέτεινε, ως εκ τούτου, στον περιορισμό των επιλογών των καταναλωτών και των κινήτρων προς καινοτομία.

32      Δεύτερον, όσον αφορά τους απροκάλυπτους περιορισμούς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Intel κατέβαλλε χρηματικά ποσά σε τρεις OEM, συγκεκριμένα στις HP, Acer και Lenovo, υπό τον όρο ότι θα αναβάλουν ή θα ακυρώσουν την έναρξη διαθέσεως στην αγορά προϊόντων εξοπλισμένων με CPU x86 κατασκευής AMD ή ότι θα θέσουν περιορισμούς στη διανομή τέτοιων προϊόντων. Η απόφαση καταλήγει ότι η συμπεριφορά της Intel έβλαψε ευθέως τον ανταγωνισμό και εκφεύγει από τα όρια του συνήθους, βάσει προτερημάτων, υγιούς ανταγωνισμού.

33      Η Επιτροπή διαπιστώνει με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι καθεμία από τις επίδικες πρακτικές της Intel έναντι των προαναφερθέντων OEM και της MSH συνιστά καταχρηστική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και ότι όλες αυτές οι καταχρηστικές πρακτικές αποτελούν επίσης μέρος συνολικής στρατηγικής εκτοπισμού του σημαντικότερου ανταγωνιστή της, της AMD, από την αγορά CPU x86. Αυτές οι καταχρηστικές πρακτικές συνιστούν ενιαία παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

34      Εφαρμόζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2), η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα πρόστιμο 1,06 δισεκατομμύρια ευρώ.

 Διατακτικό

35      Το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η Intel […] υπέπεσε σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ από τον Οκτώβριο 2002 έως τον Δεκέμβριο 2007, εφαρμόζοντας στρατηγική σκοπούσα τον αποκλεισμό ανταγωνιστή, και συγκεκριμένα της AMD, από την αγορά των CPU x86, η οποία συνίστατο στα εξής:

α)      χορήγηση εκπτώσεων στην Dell μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2005, υπό τον όρο ότι η Dell θα καλύψει το σύνολο των αναγκών της σε CPU x86 από την Intel·

β)      χορήγηση εκπτώσεων στην HP μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005 υπό τον όρο ότι η HP θα αγοράσει από την Intel τουλάχιστον το 95 % των CPU x86 των επιτραπέζιων υπολογιστών που κατασκευάζει για επαγγελματική χρήση·

γ)      χορήγηση εκπτώσεων στη NEC μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2005 υπό τον όρο ότι η NEC θα αγοράσει από την Intel τουλάχιστον το 80 % των CPU x86 που προορίζει για τους PC “clients” (προσωπικούς υπολογιστές πελάτη)·

δ)      χορήγηση εκπτώσεων στη Lenovo μεταξύ Ιανουαρίου 2007 και Δεκεμβρίου 2007 υπό τον όρο ότι η Lenovo θα αγοράσει από την Intel το σύνολο των CPU x86 για τους φορητούς υπολογιστές που κατασκευάζει·

ε)      καταβολή χρηματικών ποσών στην [MSH] μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2007 υπό τον όρο ότι η [MSH] θα πωλεί μόνον υπολογιστές εξοπλισμένους με CPU x86 της Intel·

στ)      καταβολή χρηματικών ποσών στην HP μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου του 2005 υπό τον όρο ότι: i) η HP θα διοχετεύει τους επαγγελματικής χρήσεως επιτραπέζιους υπολογιστές HP που είναι εξοπλισμένοι με CPU x86 της AMD σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και σε πελάτες του δημοσίου τομέα, της εκπαίδευσης και της υγείας, αντί σε μεγάλες επιχειρήσεις· ii) η HP θα απαγορεύσει στους συνεργαζόμενους με αυτήν διανομείς να διαθέτουν στοκ επαγγελματικής χρήσεως υπολογιστών εξοπλισμένων με CPU x86 της AMD, ούτως ώστε οι υπολογιστές αυτοί να διατίθενται στους πελάτες μόνο με παραγγελία στην HP (είτε απευθείας είτε μέσω των συνεργαζόμενων με την HP διανομέων που ενεργούσαν ως εμπορικοί αντιπρόσωποι)· iii) η HP θα καθυστερήσει κατά έξι μήνες την έναρξη διαθέσεως στην αγορά του δικού της επαγγελματικής χρήσεως επιτραπέζιου υπολογιστή με CPU x86 της AMD στην περιοχή της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής·

ζ)      καταβολή χρηματικών ποσών στην Acer μεταξύ Σεπτεμβρίου 2003 και Ιανουαρίου 2004 υπό τον όρο ότι η Acer θα καθυστερήσει την έναρξη διαθέσεως στην αγορά φορητού υπολογιστή εξοπλισμένου με CPU x86 της AMD·

η)      καταβολή χρηματικών ποσών στη Lenovo μεταξύ Ιουνίου 2006 και Δεκεμβρίου 2006 υπό τον όρο ότι η Lenovo θα καθυστερήσει και τελικά θα ακυρώσει την έναρξη διαθέσεως στην αγορά φορητών υπολογιστών εξοπλισμένων με CPU x86 της AMD.

Άρθρο 2

Για την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1, επιβάλλεται στην Intel πρόστιμο ύψους 1 060 000 000 ευρώ. […]

Άρθρο 3

Η Intel θέτει πάραυτα τέλος στην παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1, εφόσον αυτή συνεχίζεται.

Η Intel απέχει από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που αναφέρεται στο άρθρο 1 και έχει το ίδιο ή ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

[…]»

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2009, η Intel άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας εννέα λόγους.

37      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 14 Οκτωβρίου 2009, η AMD ζήτησε να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Επιτροπής. Ωστόσο, στις 16 Νοεμβρίου 2009 η AMD γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι αποσύρει την αίτηση παρεμβάσεως στην υπόθεση αυτή. Κατά συνέπεια, με διάταξη του προέδρου του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Ιανουαρίου 2010, η AMD διαγράφηκε από την υπόθεση ως παρεμβαίνουσα.

38      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 30 Οκτωβρίου 2009, η Union fédérale des consommateurs – Que choisir (UFC – Que choisir) (στο εξής: UFC) ζήτησε να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 7ης Ιουνίου 2010, ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την παρέμβαση αυτή. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, η UFC γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν θα καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως, αλλά θα υποβάλει προφορικώς παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

39      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 2 Νοεμβρίου 2009, η Association for Competitive Technology, Inc. (στο εξής: ACT) ζήτησε να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Intel. Με διάταξη της 7ης Ιουνίου 2010, ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την παρέμβαση αυτή. Η ACT υπέβαλε εμπρόθεσμα υπόμνημα παρεμβάσεως και οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού.

40      Η Intel και η Επιτροπή ζήτησαν να απαλειφθούν από τα κείμενα που θα κοινοποιηθούν στις παρεμβαίνουσες, στην UFC και στην ACT ορισμένα εμπιστευτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, στο υπόμνημα αντίκρουσης, στο υπόμνημα απάντησης, στο υπόμνημα ανταπάντησης και στις αντίστοιχες παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως. Προσκόμισαν προς τούτο ένα κοινό μη εμπιστευτικό κείμενο των διαφόρων αυτών δικογράφων. Τα εν λόγω δικόγραφα κοινοποιήθηκαν μόνο στη μη εμπιστευτική τους μορφή. Οι παρεμβαίνουσες δεν προέβαλαν αντιρρήσεις επί του ζητήματος αυτού.

41      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου μεταβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2010 και ότι ο εισηγητής δικαστής εξελέγη πρόεδρος του εβδόμου τμήματος, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο τελευταίο αυτό τμήμα.

42      Με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο έβδομο πενταμελές τμήμα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

43      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη από τις 3 έως τις 6 Ιουλίου 2012.

44      Με την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Intel κατά Επιτροπής (T‑286/09, στο εξής: αρχική απόφαση, EU:T:2014:547), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

45      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε γενικά ζητήματα σχετικά με τις νομικής φύσεως εκτιμήσεις της Επιτροπής, η Intel αμφισβήτησε την κατανομή του βάρους απόδειξης και τον απαιτούμενο βαθμό αποδεικτικής ισχύος των αποδεικτικών στοιχείων, τον νομικό χαρακτηρισμό των εκπτώσεων και των χρηματικών ποσών που καταβάλλονταν σε αντάλλαγμα της αποκλειστικότητας ως προς τον εφοδιασμό, καθώς και τον νομικό χαρακτηρισμό των χρηματικών καταβολών που η Επιτροπή ονόμασε «απροκάλυπτους περιορισμούς», στις οποίες προέβαινε η Intel προκειμένου οι ΟΕΜ να καθυστερούν, να ακυρώνουν ή να περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά προϊόντων εξοπλισμένων με CPU της AMD. Η Intel υποστήριξε ειδικότερα ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων δεν ανταποκρινόταν στα επιβαλλόμενα πρότυπα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι εκπτωτικές συμφωνίες της Intel τελούσαν υπό την προϋπόθεση ότι οι πελάτες αγόραζαν από την Intel όλους ή σχεδόν όλους τους CPU x86 που είχαν ανάγκη. Επίσης, η Επιτροπή χρησιμοποίησε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή προκειμένου να καθορίσει αν οι εκπτώσεις της Intel μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, υπέπεσε όμως σε σειρά σφαλμάτων κατά την ανάλυσή της και την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων σε συνδυασμό με την εφαρμογή του ως άνω κριτηρίου.

46      Με τη σκέψη 79 της αρχικής απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στις Dell, HP, NEC και Lenovo ήταν εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας, υπό την έννοια ότι χορηγούνταν υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης θα κάλυπτε από την Intel είτε το σύνολο είτε σημαντικό μέρος των αναγκών του σε CPU x86. Επιπλέον, με τις σκέψεις 80 έως 89 της αρχικής απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός των εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας ως καταχρηστικών δεν προϋπέθετε ανάλυση των περιστάσεων της υπόθεσης προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι εκπτώσεις αυτές θα είχαν ως συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

47      Επαλλήλως, με τις σκέψεις 172 έως 197 της αρχικής απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον και μετά από ανάλυση των περιστάσεων της υπόθεσης ότι οι εκπτώσεις και οι πληρωμές λόγω αποκλειστικότητας τις οποίες χορηγούσε η Intel αντιστοίχως στις Dell, HP, NEC, Lenovo και MSH μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό.

48      Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβλήθηκε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι είχε εδαφική αρμοδιότητα να εφαρμόσει τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ ως προς τις πρακτικές έναντι των Acer και Lenovo, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, καταρχάς, με τη σκέψη 244 της αρχικής απόφασης, ότι, για να δικαιολογηθεί η αρμοδιότητα της Επιτροπής βάσει του δημοσίου διεθνούς δικαίου, αρκούσε να αποδειχθούν είτε η πρόκληση ουσιαστικών επιπτώσεων είτε η εφαρμογή της πρακτικής αυτής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν συνεχεία, έκρινε, με τη σκέψη 296 της αρχικής απόφασης, ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής δικαιολογούνταν λόγω των σημαντικών, προβλέψιμων και άμεσων επιπτώσεων που μπορούσε να προκαλέσει η συμπεριφορά της Intel εντός του ΕΟΧ. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επαλλήλως, με τη σκέψη 314 της αρχικής απόφασης, ότι η αρμοδιότητα αυτή δικαιολογούνταν επίσης λόγω της υλοποίησης της παράβασης στο έδαφος της Ένωσης και του ΕΟΧ.

49      Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσαπτόμενες στην Επιτροπή διαδικαστικές πλημμέλειες, η Intel έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, λόγω της μη τήρησης πρακτικού με το περιεχόμενο της συνάντησης με τον D1, υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει υπέρ της ορισμένα από τα σχετικά με τη συνάντηση αυτή στοιχεία. Υποστήριξε, επίσης, ότι η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε τη διενέργεια δεύτερης ακρόασης, καθώς και τη γνωστοποίηση ορισμένων εγγράφων της AMD τα οποία θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνα της Intel.

50      Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, με τη σκέψη 618 της αρχικής απόφασης, ότι η συγκεκριμένη συνάντηση δεν αποτελούσε επίσημη ακρόαση κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει τέτοια ακρόαση. Εξ αυτού συνήγαγε, με την εν λόγω σκέψη, ότι το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), δεν είχε εφαρμογή, οπότε το επιχείρημα περί παραβάσεως των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή ήταν αλυσιτελές.

51      Εν συνεχεία, με τις σκέψεις 621 και 622 της αρχικής απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή παραβίασε μεν την αρχή της χρηστής διοίκησης, λόγω της παράλειψής της να καταρτίσει έγγραφο το οποίο να περιέχει συνοπτική έκθεση των θεμάτων που συζητήθηκαν κατά την εν λόγω συνάντηση, καθώς και τα ονόματα των συμμετεχόντων, πλην όμως θεράπευσε το αρχικό αυτό ελάττωμα, θέτοντας στη διάθεση της Intel το μη εμπιστευτικό κείμενο ενός σχετικού με τη συνάντηση αυτή εσωτερικού σημειώματος.

52      Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, σχετικά με τη φερόμενη ως εσφαλμένη εκτίμηση των πρακτικών της Intel έναντι των OEM και της MSH, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό τους τις αιτιάσεις της Intel σχετικά με τις Dell, HP, NEC, Lenovo, Acer και MSH, με τις σκέψεις 665, 894, 1032, 1221, 1371 και 1463 της αρχικής απόφασης.

53      Σχετικά με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο η Intel αμφισβήτησε την ύπαρξη συνολικής στρατηγικής για την παρεμπόδιση της πρόσβασης της AMD στους σημαντικότερους διαύλους πωλήσεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 1551 και 1552 της αρχικής απόφασης, ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την απόπειρα συγκάλυψης της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό φύσης των πρακτικών της Intel και την εφαρμογή μιας μακροπρόθεσμης συνολικής στρατηγικής για την παρεμπόδιση της πρόσβασης της AMD στους εν λόγω διαύλους.

54      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβλήθηκε ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, με τη σκέψη 1598 της αρχικής απόφασης, ότι ούτε η αρχή της ασφάλειας δικαίου ούτε η αρχή της νομοθετικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών εμποδίζουν την Επιτροπή να θεσπίσει και να εφαρμόσει, ακόμη και μετά τη διάπραξη παράβασης, νέες κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με την ίδια σκέψη, ότι η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού δικαιολογεί το να οφείλει μια επιχείρηση να λαμβάνει υπόψη της το ενδεχόμενο τροποποίησης της γενικής πολιτικής ανταγωνισμού της Επιτροπής τόσο όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού όσο και το ύψος των προστίμων.

55      Επί του έβδομου λόγου, με τον οποίον προβλήθηκε ότι δεν διαπράχθηκε παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, με τις σκέψεις 1602 και 1603 της αρχικής απόφασης, ότι η Intel δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είναι αντίθετη στον ανταγωνισμό και ότι τα παρατιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά στοιχεία αποδείκνυαν επαρκώς κατά νόμον ότι η Intel έθεσε σε εφαρμογή μια μακροπρόθεσμη συνολική στρατηγική για την παρεμπόδιση της πρόσβασης της AMD στους σημαντικότερους από στρατηγικής απόψεως διαύλους πωλήσεων, επιχειρώντας παράλληλα να συγκαλύψει την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό φύση της συμπεριφοράς της.

56      Σχετικά με τον όγδοο λόγο, περί της επιβολής προστίμου φερόμενου ως δυσανάλογου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τις σκέψεις 1614 έως 1616 της αρχικής απόφασης, ότι οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής δεν μπορούν να αποτελέσουν το νομικό πλαίσιο για την επιβολή προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που επικαλέστηκε συναφώς η Intel δεν έχουν σχέση με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Εκτός αυτού, αντιθέτως προς ό,τι προέβαλε η Intel, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, με τις σκέψεις 1627 και 1628 της αρχικής απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τον συγκεκριμένο αντίκτυπο της παράβασης στην αγορά, προκειμένου να αξιολογήσει τη σοβαρότητά της.

57      Όσον αφορά, τέλος, τον ένατο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβλήθηκε προς στήριξη αιτήματος ακύρωσης ή μείωσης του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 1647 της αρχικής απόφασης, ότι από τις αιτιάσεις, τα επιχειρήματα και τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προέβαλε η Intel δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε ήταν δυσανάλογο. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το πρόστιμο αυτό ήταν εύλογο βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, τονίζοντας ότι ήταν πολύ χαμηλότερο από το όριο του 10 % που ορίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

58      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Αυγούστου 2014, η νυν προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση κατά της αρχικής απόφασης.

59      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε έξι λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Intel προέβαλε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, διότι δεν εξέτασε τις επίμαχες εκπτώσεις υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι είναι νομικά εσφαλμένη η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη διαπίστωση της παράβασης για τα έτη 2006 και 2007, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση του ποσοστού κάλυψης της αγοράς από τις επίμαχες εκπτώσεις κατά τα δύο αυτά έτη. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας που παραχωρούσε η Intel στις HP και Lenovo. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η προσφεύγουσα χαρακτήρισε εσφαλμένη τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης, όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής μεταχείριση της ακρόασης του D1, ουσιώδους διαδικαστικής πλημμέλειας θίγουσας τα δικαιώματα άμυνάς της. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορούσε την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εσφαλμένη εφαρμογή των σχετικών με την αρμοδιότητα της Επιτροπής κριτηρίων ως προς τις συμφωνίες μεταξύ της Intel και της Lenovo κατά τα έτη 2006 και 2007. Τέλος, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Δικαστήριο να ακυρώσει ή να μειώσει ουσιωδώς το επιβληθέν πρόστιμο, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και της αρχής της μη αναδρομικότητας των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003.

60      Η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η ACT ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

61      Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2017:632), όπως διορθώθηκε, αναίρεσε την αρχική απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων κατόπιν της αναπομπής

62      Η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

63      Στις 14, στις 15 και στις 16 Νοεμβρίου 2017, η ACT, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή υπέβαλαν, αντιστοίχως, τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί της αναπομπής, δυνάμει του άρθρου 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (στο εξής: κύριες παρατηρήσεις).

64      Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή ζήτησαν να απαλειφθούν από τα κείμενα που θα κοινοποιηθούν στις παρεμβαίνουσες ορισμένα εμπιστευτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις αντίστοιχες κύριες παρατηρήσεις τους. Προσκόμισαν προς τούτο ένα μη εμπιστευτικό κείμενο των διαφόρων αυτών δικογράφων. Τα εν λόγω δικόγραφα κοινοποιήθηκαν μόνο στη μη εμπιστευτική τους μορφή. Οι παρεμβαίνουσες δεν προέβαλαν αντιρρήσεις επί του ζητήματος αυτού.

65      Στις 20 Φεβρουαρίου 2018, η ACT και, στις 5 Μαρτίου 2018, η προσφεύγουσα καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν, αντιστοίχως, συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας (στο εξής: συμπληρωματικές παρατηρήσεις).

66      Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή ζήτησαν να απαλειφθούν από τα κείμενα που θα κοινοποιηθούν στις παρεμβαίνουσες ορισμένα εμπιστευτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις αντίστοιχες συμπληρωματικές παρατηρήσεις τους. Προσκόμισαν προς τούτο ένα κοινό μη εμπιστευτικό κείμενο των διαφόρων αυτών δικογράφων. Τα εν λόγω δικόγραφα κοινοποιήθηκαν μόνο στη μη εμπιστευτική τους μορφή. Οι παρεμβαίνουσες δεν προέβαλαν αντιρρήσεις επί του ζητήματος αυτού.

67      Με τις παρατηρήσεις της η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την ACT, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει ουσιωδώς το ποσό του επιβληθέντος προστίμου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

68      Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

69      Με έγγραφα της 7ης, της 15ης και της 28ης Οκτωβρίου 2019, η Intel και η Επιτροπή παραιτήθηκαν εν μέρει από το απόρρητο για τους σκοπούς της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και της περατώνουσας τη δίκη απόφασης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επιδοθεί κανένα εμπιστευτικό έγγραφο στις παρεμβαίνουσες. Επισήμαναν, κατ’ ουσίαν, ότι όλα τα στοιχεία της δικογραφίας μπορούσαν να συζητηθούν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με δύο μόνον εξαιρέσεις, ήτοι ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν θα γνωστοποιήσει λεπτομέρειες σχετικά με τον διακομιστή [εμπιστευτικό] και ότι δεν θα δημοσιοποιηθούν τα ονόματα των φυσικών προσώπων που μνημονεύονται στα δικόγραφα.

70      Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2020, η ACT ζήτησε να της επιτραπεί να μετάσχει στο τμήμα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που έπρεπε να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στοιχείων που επρόκειτο να συζητηθούν, σύμφωνα με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2019.

71      Με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2020, η UFC πληροφόρησε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν θα συμμετείχε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση που είχε προβλεφθεί να πραγματοποιηθεί από τις 10 έως τις 12 Μαρτίου 2020 (στο εξής: επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020).

72      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, ο πρόεδρος του τετάρτου πενταμελούς τμήματος αναφέρθηκε στο έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2020 που είχε καταθέσει η ACT, και με το οποίο η τελευταία ζητούσε να μετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία έπρεπε αρχικώς να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών. Ο πρόεδρος του τετάρτου πενταμελούς τμήματος αποφάσισε να περιλάβει το έγγραφο αυτό στη δικογραφία. Εντούτοις, δεδομένου ότι η επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020 διεξήχθη εξ ολοκλήρου σε δημόσια συνεδρίαση, επισήμανε ότι παρείλκε η απάντηση στο αίτημα της ACT. Επιπλέον, επιβεβαίωσε ότι τα ονόματα των φυσικών προσώπων δεν θα δημοσιοποιούνταν σε δημόσια συνεδρίαση ούτε στην απόφαση που θα περατώσει τη δίκη.

73      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή Β. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Σκεπτικό

 Επί των επιχειρημάτων των διαδίκων σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς μετά την αναπομπή

74      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, με τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε δυνάμει του άρθρου 217, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τους λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην αρμοδιότητα της Επιτροπής και σε διαδικαστικές πλημμέλειες και οι οποίοι, επομένως, δεν αποτελούν πλέον μέρος του αντικειμένου της διαφοράς μετά την αναπομπή.

75      Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την έκταση της διαφοράς μετά την αναπομπή, τούτο δε όσον αφορά τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως της προσφυγής.

76      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την ACT, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένης υπόψη της αναιρέσεως της αρχικής απόφασης στο σύνολό της, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει νέα απόφαση προβαίνοντας σε επανεξέταση όλων των επιχειρημάτων και λόγων που προβλήθηκαν με την προσφυγή της, πλην εκείνων από τους οποίους παραιτήθηκε, λαμβανομένου υπόψη του νομικού πλαισίου που χάραξε το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση. Προσθέτει, αφενός, ότι η αναιρετική απόφαση αποσαφηνίζει ουσιωδώς το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά και οικονομικά αποδεικτικά στοιχεία και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έγινε δεκτός ασκεί κατ’ ανάγκην επιρροή στην εκτίμηση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων και του γράμματος της προσβαλλόμενης απόφασης.

77      Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι διαπιστώσεις της αρχικής απόφασης είναι οριστικές όταν δεν συνδέονται με πλάνη περί το δίκαιο την οποία επισήμανε το Δικαστήριο με την αναιρετική του απόφαση. Κατ’ αυτήν, τούτο συμβαίνει ιδίως όταν οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου δεν προσβλήθηκαν στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας ή όταν το Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο που βάλλει κατά διαπιστώσεων περιεχόμενων στην αρχική απόφαση. Προσθέτει, αφενός, ότι από τις σκέψεις 147 και 149 της αναιρετικής απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει στο πλαίσιο της αναπομπής μόνον την ικανότητα των εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και, αφετέρου, ότι από τις σκέψεις 109, 137 και 138 της αναιρετικής απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το σημείο εκκινήσεως της εξετάσεως αυτής είναι η μη αμφισβητηθείσα πραγματική διαπίστωση ότι οι επίμαχες εκπτώσεις συνιστούν εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών. Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται επιπλέον ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο αποφάσιζε να επανεξετάσει το σύνολο των λόγων και επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να καταλήξει σε συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα που διατύπωσε στην αρχική του απόφαση επί των ζητημάτων που δεν τέθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως.

78      Επομένως, πρώτον, τίθεται εν προκειμένω το ζήτημα αν, στο πλαίσιο της αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται εκ νέου του συνόλου των επιχειρημάτων και των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της ή αν, όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην αρχική απόφαση μπορούν να θεωρηθούν ότι περιβάλλονται με την ισχύ του δεδικασμένου.

79      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό καθορίζεται, όπως ορθώς υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, από το γράμμα του διατακτικού της αναιρετικής απόφασης.

80      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατόπιν της αναιρέσεως από το Δικαστήριο και της αναπομπής της υπόθεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 215 του Κανονισμού Διαδικασίας, επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως του Δικαστηρίου και καλείται να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει ο προσφεύγων, εξαιρουμένων των σημείων του διατακτικού που δεν αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο καθώς και των εκτιμήσεων που συνιστούν το αναγκαίο θεμέλιο των εν λόγω σημείων, καθόσον τούτα αποκτούν ισχύ δεδικασμένου (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑236/02, EU:T:2011:465, σκέψη 83).

81      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρετικής απόφασης συνεπάγεται την αναίρεση του συνόλου της αρχικής απόφασης, καθόσον ορίζει ότι το Δικαστήριο «αναιρεί» την απόφαση αυτή.

82      Επομένως, όπως υποστηρίζουν η προσφεύγουσα και η ACT, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, εν προκειμένω, να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου των λόγων και των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι διάδικοι πρωτοδίκως, εξαιρουμένων των μνημονευόμενων στη σκέψη 74 ανωτέρω που στηρίζονται στην αρμοδιότητα της Επιτροπής και σε διαδικαστικές πλημμέλειες, και από τους οποίους η προσφεύγουσα παραιτήθηκε ρητώς.

83      Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της διαφοράς, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται από τα νομικά ζητήματα που επιλύθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου. Επομένως, όπως επισήμανε η Επιτροπή και υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, η ACT κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, τίποτε δεν εμποδίζει, καταρχήν, το κατ’ αναπομπή επιλαμβανόμενο δικαστήριο να προβεί στην ίδια εκτίμηση με αυτήν του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσον αφορά τους λόγους και τα επιχειρήματα που δεν εξετάστηκαν με το σκεπτικό της αναιρετικής απόφασης. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχουν «νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία θα δέσμευαν το κατ’ αναπομπή επιλαμβανόμενο δικαστήριο (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑236/02, EU:T:2011:465, σκέψη 86).

84      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μόνη πλάνη που δικαιολόγησε την αναίρεση της αρχικής απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο «[παρέλειψε] […] να λάβει υπόψη του, κατά την ανάλυσή του σχετικά με την ικανότητα των επίμαχων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, τα επιχειρήματα με τα οποία η Intel επέκρινε τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε, κατ’ αυτήν, η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 147).

85      Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 80 και 83 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει στο πλαίσιο της αναπομπής την ικανότητα των επίμαχων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό υπό το πρίσμα, αφενός, των διευκρινίσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 133 και 141 της αναιρετικής απόφασης, όσον αφορά τις αρχές που τέθηκαν με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36), και, αφετέρου, των κύριων και συμπληρωματικών παρατηρήσεων των διαδίκων επί των συμπερασμάτων που πρέπει να συναχθούν από τις διευκρινίσεις αυτές. Επομένως, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τα επιχειρήματα με τα οποία η Intel σκοπεί να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, μπορεί, κατά τα λοιπά, να επαναλάβει, στο πλαίσιο της εξετάσεώς του, το σύνολο των διαπιστώσεων που δεν αμφισβητήθηκαν κατ’ αναίρεση ή, εν πάση περιπτώσει, εκείνες που αφορούν «νομικά ζητήματα που δεν έχουν επιλυθεί» με την αναιρετική απόφαση.

86      Τούτο ισχύει, ειδικότερα, όσον αφορά τις διαπιστώσεις σχετικά με τον νομικό χαρακτηρισμό των λεγόμενων απροκάλυπτων περιορισμών, υπό τον τίτλο II «Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης», σημείο A, με τίτλο «Γενικά ζητήματα σχετικά με τις νομικής φύσεως εκτιμήσεις της Επιτροπής», σημείο 3, με τίτλο «Επί του νομικού χαρακτηρισμού των πρακτικών που ονομάζονται “απροκάλυπτοι περιορισμοί”», της αρχικής απόφασης (σκέψεις 198 έως 220 της εν λόγω απόφασης), καθώς και με τους απροκάλυπτους περιορισμούς και την ύπαρξη των εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας, υπό τον ίδιο τίτλο ΙΙ, σημείο Δ, με τίτλο «Εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με τις πρακτικές έναντι των διαφόρων OEM και της MSH» της αρχικής απόφασης (σκέψεις 437 έως 1522 της εν λόγω απόφασης).

87      Όσον αφορά τις διαπιστώσεις σχετικά με τους απροκάλυπτους περιορισμούς, η Intel και η ACT υποστηρίζουν, με τις κύριες παρατηρήσεις τους, ότι από την αναιρετική απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει εξετάσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αν οι απροκάλυπτοι περιορισμοί ήταν ικανοί να παραγάγουν τα αποτελέσματα εκτοπισμού από την αγορά που προσάπτονται στην προσφεύγουσα εφαρμόζοντας τα στοιχεία που απαριθμούνται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης και το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Η ACT προσθέτει ότι οι απροκάλυπτοι περιορισμοί αποτελούν, σε τελική ανάλυση, μορφή εκπτώσεων ή πληρωμής λόγω αποκλειστικότητας και ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει να μη γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο αυτών τιμολογιακών πρακτικών.

88      Τονίζεται εκ προοιμίου ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 1641 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι έγινε διάκριση μεταξύ των ενεργειών της Intel έναντι των Acer, HP και Lenovo, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως απροκάλυπτοι περιορισμοί, και των λοιπών ενεργειών της Intel, οι οποίες καλύπτονται από την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που πραγματοποιήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάκριση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι απροκάλυπτοι περιορισμοί στηρίζονται σε δύο πυλώνες, εκ των οποίων ο δεύτερος τους διαφοροποιεί από τις λοιπές ενέργειες της Intel τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος ότι η Intel πρότεινε εκπτώσεις ή πληρωμές στους οικείους OEM (αντιστοίχως HP, Acer και Lenovo), ζητούνταν από αυτούς ειδικές αποχές ως αντάλλαγμα για τις εν λόγω πληρωμές, δηλαδή να ακυρώσουν ή να περιορίσουν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη διάθεση στην αγορά ορισμένων προϊόντων εξοπλισμένων με CPU της AMD.

89      Ειδικότερα, όπως περιέγραψε το Γενικό Δικαστήριο τις πρακτικές αυτές στη σκέψη 198 της αρχικής απόφασης, η καταβολή των πληρωμών από την Intel τελούσε υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

–        πρώτον, ότι η HP θα διοχέτευε τους επαγγελματικής χρήσεως επιτραπέζιους υπολογιστές HP που ήταν εξοπλισμένοι με CPU x86 της AMD σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και σε φορείς του δημοσίου τομέα, της εκπαίδευσης και της υγείας, αντί σε μεγάλες επιχειρήσεις·

–        δεύτερον, ότι η HP θα απαγόρευε στους συνεργαζόμενους με αυτήν διανομείς να διαθέτουν στοκ επαγγελματικής χρήσεως επιτραπέζιων υπολογιστών HP εξοπλισμένων με CPU x86 της AMD, ούτως ώστε οι υπολογιστές αυτοί να διατίθενται στους πελάτες μόνο με παραγγελία στην HP (είτε απευθείας είτε μέσω των συνεργαζόμενων με την HP διανομέων που ενεργούσαν ως εμπορικοί αντιπρόσωποι)·

–        τρίτον, ότι οι Acer, HP και Lenovo θα δεσμεύονταν να καθυστερήσουν ή να ακυρώσουν την έναρξη διαθέσεως στην αγορά υπολογιστών εξοπλισμένων με CPU της AMD.

90      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από κανένα στοιχείο της αναιρετικής απόφασης δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η μέθοδος που ορίζεται στις σκέψεις 138 επ. της αναιρετικής απόφασης πρέπει να εφαρμοστεί και στους απροκάλυπτους περιορισμούς. Ομοίως, από την απόφαση αυτή ουδόλως προκύπτει ότι το Δικαστήριο απαίτησε την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για τους απροκάλυπτους περιορισμούς, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα πρωτοδίκως. Μολονότι οι πρακτικές αυτές ήταν σαφώς διακριτές τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής όσο και στην αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρετική απόφαση δεν αναλύει τις πρακτικές αυτές καθαυτές, αλλά τις μνημονεύει απλώς στις σκέψεις της 11 και 15, στο πλαίσιο του ιστορικού της διαφοράς και της σύνοψης της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να τις αξιολογεί περαιτέρω.

91      Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο, αφενός, συνόψισε τον πρώτο λόγο αναιρέσεως και, αφετέρου, αιτιολόγησε την εκτίμησή του στις σκέψεις 137 επ. της αποφάσεώς του ενισχύει την άποψη ότι ουδόλως προέβη σε εκτίμηση των επίμαχων απροκάλυπτων περιορισμών. Πράγματι, από τις εν λόγω σκέψεις προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση μόνον των εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών κατά την έννοια της απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36).

92      Τούτο καθίσταται κατά μείζονα λόγο προφανές από τη σκέψη 141 της αναιρετικής απόφασης, η οποία διευκρινίζει ότι «[ε]φόσον η Επιτροπή, με απόφαση διαπιστώνουσα τον καταχρηστικό χαρακτήρα ενός συστήματος εκπτώσεων, διενεργεί μια τέτοια ανάλυση, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος διαδίκου, με τα οποία επιδιώκεται να αμφισβητηθεί το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά την ικανότητα του επίμαχου συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει τον εκτοπισμό ενός ανταγωνιστή από την αγορά». Πράγματι, εφόσον η Επιτροπή ουδόλως προέβη σε ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή όσον αφορά τους απροκάλυπτους περιορισμούς και το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε, κατ’ ουσίαν, την προσέγγιση αυτή με τις σκέψεις 198 έως 220 της αρχικής απόφασης, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το Δικαστήριο αναφερόταν στο «νομικό κριτήριο» που έπρεπε να εφαρμοστεί στις εκπτώσεις και πληρωμές που χορηγήθηκαν αντιστοίχως στους OEM και στην MSH και όχι στους απροκάλυπτους περιορισμούς.

93      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Intel και η ACT, από την αναιρετική απόφαση δεν προκύπτει ότι οι απροκάλυπτοι περιορισμοί πρέπει να υπόκεινται, όσον αφορά τον καθορισμό του καταχρηστικού χαρακτήρα τους, στις ίδιες αρχές με τις ισχύουσες για τις επίμαχες εκπτώσεις.

94      Περαιτέρω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ACT, οι απροκάλυπτοι περιορισμοί που διαπίστωσε η Επιτροπή χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι πρόκειται για πρακτικές στηριζόμενες σε δύο πυλώνες, εκ των οποίων ο δεύτερος τους διαφοροποιεί από τις λοιπές ενέργειες της Intel τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 88 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν απαγορεύει την αξιολόγηση των υπό όρους εκπτώσεων και των απροκάλυπτων περιορισμών βάσει διαφορετικών νομικών κριτηρίων για τον λόγο ότι οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια δικαστήρια δεν μπορούν να εφαρμόσουν κατά τρόπο συνεπή διάκριση μεταξύ των δύο αυτών μορφών συμπεριφοράς.

95      Τέλος, με τις κύριες και συμπληρωματικές παρατηρήσεις τους, η Intel και η ACT δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι ορισμένα πραγματικά στοιχεία που εξετάστηκαν με την αρχική απόφαση και αφορούν τους απροκάλυπτους περιορισμούς πρέπει να επανεξεταστούν κατόπιν της αναπομπής.

96      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να επαναλάβει τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 198 έως 220, 799 έως 873, 1043 έως 1144, 1222 έως 1361 και 1371 της αρχικής απόφασης, αποκλειστικά και μόνον καθόσον αφορούν τους απροκάλυπτους περιορισμούς και τον παράνομο χαρακτήρα τους υπό το πρίσμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

97      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι πρέπει να επαναλάβει τις εκτιμήσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό των επίμαχων εκπτώσεων ως «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας» που περιλαμβάνονται στον τίτλο II, σημείο Δ, της αρχικής απόφασης. Πρώτον, οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εξετάσεως με το σκεπτικό της αναιρετικής απόφασης και, επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν νομικό ζήτημα το οποίο επιλύθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου, κατά την έννοια του άρθρου 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι ορισμένα πραγματικά στοιχεία που εξετάστηκαν με την αρχική απόφαση προκειμένου να χαρακτηριστούν οι επίμαχες εκπτώσεις ως «εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας» θα έπρεπε να επανεξεταστούν, ιδίως κατόπιν των διευκρινίσεων που δόθηκαν με την αναιρετική απόφαση όσον αφορά τις αρχές που τέθηκαν με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36).

98      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να επαναλάβει τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στον τίτλο II, σημείο Δ, της αρχικής απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπίστωσε, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε επισημάνει στην Dell ότι, από τον Δεκέμβριο του 2002 έως τον Δεκέμβριο του 2005, το επίπεδο των εκπτώσεων που χορηγούνταν βάσει προγράμματος ευθυγραμμίσεως προς τον ανταγωνισμό (Meet Competition Programme) τελούσε υπό την προϋπόθεση αποκλειστικότητας (αρχική απόφαση, σκέψεις 444 έως 584), δεύτερον, ότι οι δύο συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της προσφεύγουσας και της HP μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005 (στο εξής: συμφωνίες ΗΡΑ) συνίσταντο σε εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας (αρχική απόφαση, σκέψεις 673 έως 798), τρίτον, ότι η προσφεύγουσα είχε χορηγήσει εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας στη NEC μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2005 (αρχική απόφαση, σκέψεις 900 έως 1018), τέταρτον, ότι η προσφεύγουσα και η Lenovo είχαν υπογράψει κοινή δήλωση προθέσεων, το Memorandum of Understanding του 2007 (στο εξής: MoU 2007), το οποίο τελούσε υπό σιωπηρή προϋπόθεση αποκλειστικότητας (αρχική απόφαση, σκέψεις 1045 έως 1208) και, πέμπτον, ότι η προσφεύγουσα είχε καταβάλει χρηματικά ποσά στην MSH μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2007 των οποίων το ύψος τελούσε υπό τον όρο ότι η MSH θα πωλεί αποκλειστικά υπολογιστές εξοπλισμένους με CPU x86 της Intel (αρχική απόφαση, σκέψεις 1372 έως 1502).

99      Πρέπει να προστεθεί ότι οι εκτιμήσεις που διαλαμβάνονται στη σκέψη 98 ανωτέρω επαναλαμβάνονται υπό την επιφύλαξη δύο διευκρινίσεων.

100    Καταρχάς, μεταξύ των εκτιμήσεων που παρατίθενται στη σκέψη 98 ανωτέρω, εκείνες κατά τις οποίες η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει επακριβώς το τμήμα των εκπτώσεων που αποτελούσε την αντιπαροχή για την παραχώρηση αποκλειστικότητας (αρχική απόφαση, σκέψεις 453, 538, 916 και 1500) ισχύουν μόνο στο μέτρο που προβάλλονται προς στήριξη του χαρακτηρισμού των επίμαχων εκπτώσεων ως «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας».

101    Εν συνεχεία, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται από το εκτιθέμενο στη σκέψη 84 ανωτέρω νομικό ζήτημα που έχει επιλυθεί από το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση, δεν επαναλαμβάνει τις εκτιμήσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 98 ανωτέρω, πλην εκείνων από τις οποίες προκύπτει, αφενός, ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν ήταν αναγκαία στο πλαίσιο της ανάλυσης της ικανότητας των επίμαχων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και, αφετέρου, ότι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων εκπτώσεων ως εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας αρκούσε για τον χαρακτηρισμό τους και ως καταχρηστικών βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

102    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό, ως απάντηση στα επιχειρήματα των διαδίκων, ότι το αντικείμενο της διαφοράς αφορά, κατ’ ουσίαν, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ανάλυση της ικανότητας των επίμαχων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό υπό το πρίσμα, αφενός, των διευκρινίσεων οι οποίες δόθηκαν με τις σκέψεις 133 επ. της αναιρετικής απόφασης σχετικά με τις αρχές που τέθηκαν με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36) και, αφετέρου, των παρατηρήσεων των διαδίκων επί των συμπερασμάτων που πρέπει να συναχθούν από τις διευκρινίσεις αυτές.

 Επί των επιχειρημάτων της Επιτροπής σχετικά με το παραδεκτό ορισμένων επιχειρημάτων που περιλαμβάνονται στις κύριες παρατηρήσεις της προσφεύγουσας και της ACT

103    Με τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι κύριες παρατηρήσεις της προσφεύγουσας είναι σε μεγάλο βαθμό απαράδεκτες ή, τουλάχιστον, αλυσιτελείς. Κατ’ αυτήν, ο πραγματικός ρόλος των παρατηρήσεων που διατυπώνονται δυνάμει του άρθρου 217 του Κανονισμού Διαδικασίας είναι ο σχολιασμός των αποτελεσμάτων που θα έχει η αναιρετική απόφαση στο πλαίσιο της αναπομπής. Δεδομένου, όμως, ότι με την αναιρετική απόφαση κρίθηκε ότι η παράλειψη εξέτασης των επιχειρημάτων που προέβαλε η Intel σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ήταν εσφαλμένη, αλλά δεν συνάχθηκε κανένα συμπέρασμα ως προς το βάσιμο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στην αναιρετική απόφαση που να δικαιολογεί το ότι η προσφεύγουσα αφιέρωσε το ουσιώδες μέρος των παρατηρήσεών της επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματα που είχε προβάλει σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

104    Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η αναιρετική απόφαση δεν συνιστά νέο στοιχείο που να δικαιολογεί τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να μεταβάλει τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αρχικής απόφασης ή να διευρύνει το περιεχόμενό τους και υποστηρίζει, συναφώς, ότι ορισμένα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στις κύριες παρατηρήσεις της προσφεύγουσας ή της ACT είναι απαράδεκτα.

105    Συναφώς, υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία κατά την οποία ο προσφεύγων υπέχει, από τον άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, την υποχρέωση να ορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να υποβάλει τα αιτήματά του με το δικόγραφο της προσφυγής (βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2009, VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, T‑89/07, EU:T:2009:163, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 218 του ίδιου Κανονισμού, όταν το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται, όπως εν προκειμένω, δυνάμει απόφασης του Δικαστηρίου περί αναπομπής, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Μολονότι το άρθρο 84, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού επιτρέπει, υπό ορισμένες περιστάσεις, την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, η διάταξη αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να υποβάλει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης νέα αιτήματα και να τροποποιήσει κατά τον τρόπο αυτό το αντικείμενο της διαφοράς ή τη φύση της προσφυγής (αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2009, VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, T‑89/07, EU:T:2009:163, σκέψη 110, και της 13ης Ιουνίου 2012, Insula κατά Επιτροπής, T‑246/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:287, σκέψεις 100 και 103).

106    Συνεπώς, κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου περί αναπομπής, οι διάδικοι δεν δύνανται καταρχήν να προβάλουν ισχυρισμούς μη προβληθέντες κατά τη διάρκεια της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου η οποία αναιρέθηκε από το Δικαστήριο (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 71). Παραδεκτός πρέπει να κρίνεται μόνον ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και συνδέεται στενά με αυτόν (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 66).

107    Υπενθυμίζεται επίσης ότι παραδεκτά είναι μόνον τα επιχειρήματα του παρεμβαίνοντος τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο που ορίζουν τα αιτήματα και οι ισχυρισμοί των κυρίων διαδίκων (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2020, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA, C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2020:73, σκέψη 51).

108    Εν προκειμένω, η προσφυγή στην υπόθεση T‑286/09 οριοθετήθηκε βάσει του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο μνημονεύθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω.

109    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπέπεσε σε σειρά «πρόδηλων σφαλμάτων» κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και, εν συνεχεία, εκθέτει λεπτομερώς τα επιχειρήματά της σχετικά με τα εν λόγω σφάλματα όσον αφορά τις εκπτώσεις και τις πληρωμές που χορηγήθηκαν αντιστοίχως στις Dell, Lenovo, HP, NEC και MSH. Επομένως, το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν απαγορεύει στην προσφεύγουσα να επαναλάβει στο ουσιώδες μέρος των κύριων παρατηρήσεών της τα επιχειρήματα του δικογράφου της προσφυγής σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ή ακόμη να προβεί σε περαιτέρω ανάπτυξη των επιχειρημάτων αυτών. Πράγματι, μια τέτοια πρακτική δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης.

110    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλεί η Επιτροπή από το άρθρο 217 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο οι κύριες παρατηρήσεις της προσφεύγουσας είναι σε μεγάλο βαθμό απαράδεκτες ή, τουλάχιστον, αλυσιτελείς.

111    Αντιθέτως, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι, παρά το ότι το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται, δυνάμει του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την ερμηνεία του δικαίου στην οποία προέβη η αναιρετική απόφαση, γεγονός παραμένει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται επίσης από τους λόγους που προέβαλε η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής και ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν αποτελεί, αυτή καθαυτήν, νέο στοιχείο που να δικαιολογεί μεταβολή ή διεύρυνση των αιτιάσεων της Intel κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Ορθώς, επίσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατόπιν της αναπομπής, η ACT δεν μπορεί να προβάλει, προς στήριξη της προσφεύγουσας, επιχειρήματα τα οποία δεν αντιστοιχούν σε λόγους ακυρώσεως προβληθέντες με το δικόγραφο της προσφυγής.

112    Οι ισχυρισμοί της Επιτροπής σύμφωνα με τους οποίους ορισμένα επιχειρήματα προβληθέντα με τις κύριες παρατηρήσεις της προσφεύγουσας ή με τις κύριες παρατηρήσεις της ACT μετέβαλαν ή διεύρυναν τις αιτιάσεις οι οποίες διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αρχικής απόφασης θα εξεταστούν στη συνέχεια με την παρούσα απόφαση, εφόσον τούτο κριθεί αναγκαίο για την επίλυση της υπό κρίση υπόθεσης (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 401 και 506 κατωτέρω).

 Επί της ουσίας

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης

113    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την ACT, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, για τον λόγο ότι, πρώτον, στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική ανάλυση, δεύτερον, δεν ανέλυσε ούτε έλαβε προσηκόντως υπόψη τα κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης και, τρίτον, η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή την οποία περιλαμβάνει ενέχει πολλά σφάλματα.

114    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να διατηρηθεί στο σύνολό της, για τον λόγο ότι, πρώτον, συνάδει με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε με την αναιρετική απόφαση, δεύτερον, έλαβε υπόψη το σύνολο των κριτηρίων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 139 της απόφασης αυτής και, τρίτον, η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν ενέχει κανένα σφάλμα.

115    Εν προκειμένω, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 102 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει, υπό το πρίσμα της αναιρετικής απόφασης, το βάσιμο των λόγων και επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να αντικρούσει τη θέση ότι οι επίμαχες εκπτώσεις ήταν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Προς τούτο, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να υπομνησθεί η μέθοδος που έχει καθορίσει το Δικαστήριο προκειμένου να εξεταστεί αν εκπτώσεις όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση είναι ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και, σε δεύτερο στάδιο, να συναχθούν τα σχετικά κύρια διδάγματα.

I.      Επί της μεθόδου που έχει καθορίσει το Δικαστήριο για την εκτίμηση της ικανότητας ενός συστήματος εκπτώσεων να περιορίσει τον ανταγωνισμό

116    Κατά πρώτο λόγο, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στις σκέψεις 133 έως 137 της αναιρετικής απόφασης, ποια είναι η φύση και ο σκοπός του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C‑209/10, EU:C:2012:172), το Δικαστήριο υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, ότι ο υγιής, βάσει προτερημάτων, ανταγωνισμός μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση από την αγορά των λιγότερο αποτελεσματικών ανταγωνιστών (αναιρετική απόφαση, σκέψη 134), υπενθυμίζοντας ταυτοχρόνως την ειδική υποχρέωση την οποία υπέχουν οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις να μη θίγουν τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό (αναιρετική απόφαση, σκέψη 135). Εξάλλου, υπογράμμισε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή κάθε πρακτική ανταγωνισμού μέσω των τιμών (αναιρετική απόφαση, σκέψη 136).

117    Κατά δεύτερο λόγο, με τη σκέψη 137 της αναιρετικής απόφασης, το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια νομολογία του που απορρέει από την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36) (στο εξής: νομολογία Hoffmann-La Roche), κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

118    Κατά τρίτο λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ωστόσο, με τη σκέψη 138 της αναιρετικής απόφασης, ότι η νομολογία Hoffmann-La Roche πρέπει να αποσαφηνιστεί όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση «υποστηρίζει, κατά τη διοικητική διαδικασία, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και, ειδικότερα, να προκαλέσει, όπως της προσάπτεται, τον εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά».

119    Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης, ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Κατά το Δικαστήριο, η Επιτροπή οφείλει να αναλύσει, πρώτον, τη σπουδαιότητα της δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης στην οικεία αγορά, δεύτερον, το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την επίμαχη πρακτική, τρίτον, τις συνθήκες και τους τρόπους χορήγησης των επίμαχων εκπτώσεων και, τέταρτον, τη διάρκεια χορήγησής τους και το ύψος τους, αλλά υποχρεούται επίσης να εκτιμήσει εάν υφίσταται ενδεχομένως στρατηγική σκοπούσα στον εκτοπισμό των ανταγωνιστών που είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί.

120    Κατά τέταρτο λόγο, με τη σκέψη 141 της αναιρετικής απόφασης το Δικαστήριο έκρινε ότι «[ε]φόσον[, όπως εν προκειμένω,] η Επιτροπή, με απόφαση διαπιστώνουσα τον καταχρηστικό χαρακτήρα ενός συστήματος εκπτώσεων, διεν[ήργησε] [ανάλυση σχετικά με τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά], το Γενικό Δικαστήριο [όφειλε] να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος διαδίκου, με τα οποία επιδιώκεται να αμφισβητηθεί το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά την ικανότητα του επίμαχου συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει τον εκτοπισμό ενός ανταγωνιστή από την αγορά».

121    Κατά πέμπτο λόγο, με τη σκέψη 142 της αναιρετικής απόφασης το Δικαστήριο επισήμανε ότι, ενώ η Επιτροπή τόνισε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι «οι επίμαχες εκπτώσεις είχαν εκ φύσεως την ικανότητα να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, οπότε δεν απαιτ[ούνταν] εν προκειμένω ανάλυση του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης και, ειδικότερα, εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης (βλ., ιδίως, σημεία 925 και 1760 της επίδικης απόφασης), εντούτοις προέβη σε διεξοδική εξέταση των περιστάσεων αυτών, αναπτύσσοντας, στα σημεία 1002 έως 1576 της απόφασης αυτής, μια εξαιρετικά λεπτομερή ανάλυση σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ανάλυση βάσει της οποίας εκτίμησε, με τα σημεία 1574 και 1575 της εν λόγω απόφασης, ότι ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα ήταν υποχρεωμένος να ορίσει μη βιώσιμες τιμές και ότι, ως εκ τούτου, οι επίμαχες εκπτώσεις θα μπορούσαν να έχουν ως συνέπεια τον εκτοπισμό του ανταγωνιστή αυτού από την αγορά.»

122    Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, με τις σκέψεις 143 και 144 της αναιρετικής απόφασης, ότι, εφόσον το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θεωρήθηκε πραγματικά σημαντικό στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμησης της ικανότητας της πρακτικής των εκπτώσεων να προκαλέσει τον εκτοπισμό των εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών από την αγορά, το Γενικό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων της Intel σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφάρμοσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει.

II.    Επί των αρχών που απορρέουν από την αναιρετική απόφαση

123    Επισημαίνεται ότι, όπως τόνισαν οι διάδικοι, η αναιρετική απόφαση διευκρινίζει τη νομολογία Hoffmann-La Roche, από την οποία μπορούν να συναχθούν τρία συμπεράσματα.

124    Πρώτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 137 και 138 της αναιρετικής απόφασης, μολονότι ένα σύστημα εκπτώσεων που έχει θεσπιστεί από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στην αγορά μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού, εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς του, μπορεί να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι έχει περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι πρόκειται, συναφώς, για απλό τεκμήριο και όχι για παράβαση per se του άρθρου 102 ΣΛΕΕ που απαλλάσσει σε κάθε περίπτωση την Επιτροπή από την υποχρέωση να εξετάσει τα αποτελέσματά του.

125    Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση κατά την οποία μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση «υποστηρίζει, κατά τη διοικητική διαδικασία, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και, ειδικότερα, να προκαλέσει, όπως της προσάπτεται, τον εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά», η Επιτροπή οφείλει να αναλύσει την ικανότητα του συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει τέτοιο εκτοπισμό εφαρμόζοντας τα πέντε κριτήρια που παρατίθενται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης (βλ. σκέψη 119 ανωτέρω). Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της σκέψης 139 της αναιρετικής απόφασης, η Επιτροπή υποχρεούται, τουλάχιστον, να εξετάσει τα πέντε αυτά κριτήρια προκειμένου να εκτιμήσει την ικανότητα ενός συστήματος, όπως το επίμαχο εν προκειμένω, να προκαλέσει τον εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά.

126    Τέλος, τρίτον, τονίζεται ότι, μολονότι το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοστεί το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή προκειμένου να εξεταστεί η ικανότητα κάθε συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει τον εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά, από την αναιρετική απόφαση προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, όταν η Επιτροπή εφαρμόζει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, το κριτήριο αυτό αποτελεί μέρος των στοιχείων τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη το θεσμικό αυτό όργανο κατά την εκτίμηση της ικανότητας του συστήματος εκπτώσεων να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

127    Υπό το πρίσμα ακριβώς αυτών των διδαγμάτων και της μεθόδου που έχει καθορίσει το Δικαστήριο θα εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αμφισβητήσει την ικανότητα των επίμαχων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, εκκινώντας από την εκτίμηση του βασίμου του επιχειρήματος της προσφεύγουσας και της ACT ότι, κατ’ ουσίαν, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική ανάλυση ικανή, αφ’ εαυτής, να επιφέρει την ακύρωσή της.

III. Επί του βασίμου των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες και η ACT

Α.      Επί του επιχειρήματος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική ανάλυση

128    Πρώτον, όπως ακριβώς υποστήριξαν και πρωτοδίκως, η προσφεύγουσα και η ACT ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε νομική ανάλυση η οποία ενέχει θεμελιώδη πλάνη που είχε συνέπειες στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει, αφ’ εαυτής, να επιφέρει την ακύρωσή της.

129    Κατά την προσφεύγουσα και την ACT, η διαπίστωση παραβάσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί σε ισχύ παρά μόνον αν μπορεί να αποδειχθεί ότι στηρίζεται σε νομική ανάλυση αντίστοιχη της περιγραφόμενης στις σκέψεις 138 και 139 της αναιρετικής απόφασης. Κατά την άποψή τους όμως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, αντί να ερμηνεύσει τη νομολογία Hoffmann-La Roche υπό την έννοια ότι δημιουργεί ένα απλό τεκμήριο ελλείψεως νομιμότητας, η Επιτροπή αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι οι επίμαχες εκπτώσεις ήταν εκ φύσεως καταχρηστικές, οπότε δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει και, κατά μείζονα λόγο, να λάβει υπόψη την ικανότητά τους να προκαλέσουν τον εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά προκειμένου να καταλήξει στον καταχρηστικό χαρακτήρα τους.

130    Δεύτερον, η ACT προσθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι, ακόμη και αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει διαπιστώσεις σχετικά με την ικανότητα των επίμαχων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, τέτοιες πρόσθετες διαπιστώσεις ουδόλως αποτέλεσαν μέρος της νομικής ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι εκπτώσεις αυτές ήταν καταχρηστικές και συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η ACT παρατηρεί ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι κριτήρια όπως η κάλυψη της αγοράς, η διάρκεια των εκπτώσεων και το ύψος τους δεν ήταν πρόσφορα για να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρήσεως, επιβεβαιώνοντας ότι τα κριτήρια αυτά δεν είχαν ληφθεί υπόψη προς τον σκοπό αυτό. Πάντως, υπό το πρίσμα της μεθόδου που καθορίστηκε με την αναιρετική απόφαση, τούτο αρκεί για να γίνει δεκτό ότι ολόκληρη η ανάλυση της προσβαλλόμενης απόφασης ενέχει πλάνη που δικαιολογεί την ακύρωσή της.

131    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική ανάλυση ικανή, αφ’ εαυτής, να επιφέρει την ακύρωσή της.

132    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν κυρίως σε κλασική ερμηνεία της νομολογίας Hoffman-La Roche. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υποστήριξε με τα δικόγραφά της πρωτοδίκως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν χρειαζόταν να στηριχθεί στο κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, διότι τούτο δεν ασκούσε επιρροή. Παρατήρησε, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 143 της αναιρετικής απόφασης, ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θεωρήθηκε πραγματικά σημαντικό στο πλαίσιο της εκτίμησης της ικανότητας της επίμαχης πρακτικής εκπτώσεων να προκαλέσει τον εκτοπισμό των εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών από την αγορά, πράγμα που συνάδει με την αιτιολογική σκέψη 925 της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, μολονότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίχθηκε πρωτίστως στο κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, το κριτήριο αυτό χρησιμοποιήθηκε συμπληρωματικώς και απέδειξε ότι οι επίμαχες εκπτώσεις ήταν ικανές να οδηγήσουν σε εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

133    Συναφώς, υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η προσφεύγουσα υποστήριξε, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και, ειδικότερα, να προκαλέσει, όπως της προσάπτεται, τον εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά, με συνέπεια να είναι η Επιτροπή υποχρεωμένη, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 138 και 139 της αναιρετικής απόφασης, να αναλύσει την ικανότητα του συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά. Εκτός αυτού, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 920 έως 926, 950, 972, 981, 989, 1000 και 1001 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της πρωτοδίκως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, η Επιτροπή έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που απορρέουν από την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36), δεν ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ότι οι επίμαχες εκπτώσεις είχαν την ικανότητα να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά προκειμένου να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι αυτές ήταν εκ φύσεως αντίθετες προς τον ανταγωνισμό.

134    Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες περιλαμβάνονται όλες στο τμήμα της απόφασης αυτής που αφορά τους όρους χορήγησης των εκπτώσεων και προηγείται της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, με την αιτιολογική σκέψη 923 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, «[α]ντιθέτως προς όσα υποστ[ήριζε] η Intel, δεν [έπρεπε] να αποδειχθεί πραγματικός εκτοπισμός των ανταγωνιστών από την αγορά» και ότι, «[ε]πιπλέον, παράβαση του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] μπορ[ούσε] επίσης να προκύψει από το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο των πρακτικών που εφαρμόζει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση».

135    Στο σημείο 925 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«Μολονότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις επαρκούν αφ’ εαυτών, ελλείψει οποιασδήποτε αντικειμενικής δικαιολόγησης, προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση βάσει του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] κατά τη νομολογία, η Επιτροπή θα αποδείξει επίσης, στα τμήματα 4.2.3 έως 4.2.6, ότι, πέραν του ότι πληρούσαν τις μνημονευόμενες στις αιτιολογικές σκέψεις 920, 921 και 923 προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία, οι υπό όρους εκπτώσεις που χορήγησε η Intel στις Dell, HP, NEC και Lenovo και οι υπό όρους πληρωμές που κατέβαλε στην MSH ήταν ικανές να οδηγήσουν σε εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά (να προκαλέσουν ζημία στους καταναλωτές). Μολονότι δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] κατά τη νομολογία, εντούτοις μια από τις δυνατότητες να αποδειχθεί ότι οι πρακτικές της Intel ήταν ικανές να προκαλέσουν τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά θα ήταν η ανάλυση με βάση το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (τμήμα 4.2.3). Βάσει των αποτελεσμάτων της ανάλυσης αυτής και των ποιοτικών και ποσοτικών αποδεικτικών στοιχείων (τμήματα 4.2.4 και 4.2.5), και δεδομένου ότι δεν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι ούτε βελτίωση της αποτελεσματικότητας (τμήμα 4.2.6), η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι υπό όρους εκπτώσεις που χορήγησε η Intel στις Dell, HP, NEC και Lenovo, καθώς και οι υπό όρους πληρωμές της Intel στην MSH, συνιστούσαν καταχρηστική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου [102 ΣΛΕΕ], η οποία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής από την Επιτροπή.»

136    Με την αιτιολογική σκέψη 926 της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία εισάγει την ανάλυση της φύσεως και της λειτουργίας των εκπτώσεων την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι, «μολονότι αυτό δεν είναι απαραίτητο κατά τη νομολογία που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 920, 921 και 923 [της εν λόγω απόφασης], η Επιτροπή θα αποδείξει ότι τα συστήματα των υπό όρους εκπτώσεων εμπόδιζαν ή δυσχέραιναν κάθε κατασκευαστή εξοπλισμού πληροφορικής να εφοδιάζεται [CPU] x86 από την AMD [και] θα καταδείξει με ποιον τρόπο τα συστήματα των υπό όρους πληρωμών προς την MSH συνιστούσαν κίνητρο προς την τελευταία να πωλεί αποκλειστικά επιτραπέζιους υπολογιστές εξοπλισμένους με [CPU] της Intel, και εμπόδιζαν ή δυσχέραιναν την εκ μέρους της MSH πώληση επιτραπέζιων υπολογιστών εξοπλισμένων με [CPU] της AMD».

137    Ως προς τις αιτιολογικές σκέψεις 950 (όσον αφορά την Dell), 972 (όσον αφορά την HP), 981 (όσον αφορά τη NEC), 989 (όσον αφορά τη Lenovo) και 1000 (όσον αφορά την MSH) της προσβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες ολοκληρώθηκε η ανάλυση σχετικά με τους όρους χορήγησης των εκπτώσεων προς κάθε OEM ή προς την MSH, η Επιτροπή εκτίμησε συστηματικά, καταρχάς, ότι έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το ύψος των εκπτώσεων ή πληρωμών που χορηγούσε η Intel στους εν λόγω OEM ή στην MSH συνδεόταν de facto με την προϋπόθεση να καλύπτουν οι ενδιαφερόμενοι από την Intel το σύνολο των αναγκών τους σε CPU x86, εν συνεχεία, ότι οι εκπτώσεις ή οι πληρωμές αυτές πληρούσαν τις προϋποθέσεις της παρατιθέμενης στις αιτιολογικές σκέψεις 920, 921 και 923 της προσβαλλόμενης απόφασης νομολογίας για τον χαρακτηρισμό τους ως καταχρηστικών και, τέλος, ότι οι εν λόγω εκπτώσεις ή πληρωμές είχαν ως αποτέλεσμα να περιορίζουν την ελευθερία των OEM ή της MSH να επιλέγουν την πηγή εφοδιασμού τους με CPU x86 και να εμποδίζουν άλλους ανταγωνιστές να προμηθεύουν τους εν λόγω OEM ή την MSH με CPU x86.

138    Τέλος, με την αιτιολογική σκέψη 1001 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή, ολοκληρώνοντας την ανάλυση του τμήματος 4.2.2, με τίτλο «Φύση και λειτουργία των εκπτώσεων», έκρινε τα εξής:

«Λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στα τμήματα 4.2.2.2 έως 4.2.2.6 [τα οποία αφορούν τη φύση και τη λειτουργία των εκπτώσεων για τους OEM και την MSH] και της νομολογίας που υπενθυμίζεται στο τμήμα 4.2.1 [ήτοι της νομολογίας Hoffmann-La Roche], συνάγεται ότι το ύψος των εκπτώσεων που χορηγούσε η Intel στις Dell, HP και NEC, από το τέταρτο τρίμηνο του 2002 έως τον Δεκέμβριο του 2005, συνδεόταν de facto με την προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα καλύπτουν από την Intel το σύνολο (Dell) ή, σε συγκεκριμένους τομείς, σχεδόν το σύνολο (HP και NEC) των αναγκών τους σε CPU x86. […] Οι επίμαχες εκπτώσεις και πληρωμές συνιστούν εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών και πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η σχετική νομολογία για τον χαρακτηρισμό τους ως καταχρηστικών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 920, 921 και 923). Επιπλέον, είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελευθερίας επιλογής των αντίστοιχων κατασκευαστών εξοπλισμού πληροφορικής και της MSH.»

139    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της πρωτοδίκως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, η Επιτροπή επισήμανε, πρώτον, στο σημείο 144 του υπομνήματος αντίκρουσης, τα εξής:

«Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα […], από τη διάρθρωση και το κείμενο της απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν οφείλει οπωσδήποτε να αποδείξει τις δυνητικές επιπτώσεις των πρακτικών της Intel. Οι αιτιολογικές σκέψεις 920 έως 925 εξηγούν σαφέστατα τον ρόλο της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στο πλαίσιο της [προσβαλλόμενης] απόφασης, χωρίς να αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς το ότι η ανάλυση των προηγούμενων αιτιολογικών σκέψεων αποδεικνύει, ελλείψει αντικειμενικής δικαιολογήσεως, τον παράνομο χαρακτήρα των χορηγούμενων από την Intel εκπτώσεων και πληρωμών λόγω αποκλειστικότητας, καθόσον συνιστούν εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών κατά την έννοια της [νομολογίας] Hoffmann-La Roche και επιδιώκουν σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ή εντάσσονται σε στρατηγική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Για καθέναν από τους ανωτέρω λόγους, η [προσβαλλόμενη] απόφαση διαπιστώνει (αιτιολογική σκέψη 925) ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ότι οι χορηγούμενες από την Intel εκπτώσεις και πληρωμές λόγω αποκλειστικότητας μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι πρακτικές αυτές αντιβαίνουν στο άρθρο 102 [ΣΛΕΕ].»

140    Δεύτερον, στο σημείο 145 του υπομνήματος αντίκρουσης, η Επιτροπή τόνισε ότι «στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 925) [οριζόταν] σαφώς ότι η εν λόγω απόφαση [αποδείκνυε] τις δυνητικές επιπτώσεις των εκπτώσεων της Intel μόνον προκειμένου να καταδείξει ότι οι εν λόγω πρακτικές έχρηζαν της ιδιαίτερης προσοχής [της]».

141    Τρίτον, στο σημείο 283 του υπομνήματος αντίκρουσης, η Επιτροπή προβάλλει ότι, «αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, [η ίδια] δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι οι εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας της Intel ήταν σε θέση να εκτοπίσουν έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή από την αγορά» και ότι, «[ό]πως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 925 και 926 της [προσβαλλόμενης] απόφασης, οι διαπιστώσεις [της] σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις των εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας της Intel στην αγορά δεν αποτελούσαν μέρος της νομικής ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε για να στοιχειοθετηθεί η καταχρηστική φύση τους, αλλά συνιστούσαν μάλλον έναν εκ των παραγόντων που την οδήγησαν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παράβαση έχρηζε της ιδιαίτερης προσοχής της».

142    Τέταρτον, στο σημείο 109 του υπομνήματος ανταπάντησης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, «[ό]πως αναφέρεται στην [προσβαλλόμενη] απόφαση, οι προσπάθειες για την ανάλυση [του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή] δεν [έπρεπε] να θεωρηθούν ένδειξη [ότι το θεσμικό αυτό όργανο] είχε την πρόθεση να αποκλίνει από τη μακροχρόνια νομολογία σχετικά με τις εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών».

143    Τέλος, πέμπτον, όσον αφορά το ποσοστό καλύψεως, τη διάρκεια και το ύψος των εκπτώσεων, η Επιτροπή υπογράμμισε, καταρχάς, στο σημείο 68 του υπομνήματος ανταπάντησης, ότι το «ζήτημα που [αμφισβητούσε] η Intel σχετικά με τη διάρκεια δεν [ήταν] κρίσιμο από νομικής απόψεως», δεδομένου ότι, «[πράγματι, η απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Hoffmann-La Roche] δεν [είχε] θεωρήσει τη διάρκεια ως κρίσιμο παράγοντα για την εκτίμησή [της] ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα της διαπιστωθείσας συμπεριφοράς». Εν συνεχεία, στο σημείο 166 του ίδιου υπομνήματος, η Επιτροπή επισήμανε ότι «το επιχείρημα της προσφεύγουσας [ότι δεν έλαβε υπόψη το μέγεθος των εκπτώσεων] [ήταν] άστοχο[,] [διότι], όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 1620 [της προσβαλλόμενης απόφασης], η απόφαση δεν αμφισβητ[ούσε] το μέγεθος των εκπτώσεων, αλλά την αποκλειστικότητα ως αντάλλαγμα της οποίας [είχαν] χορηγηθεί, καθώς και τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό». Τέλος, στα σημεία 169 και 170 του ίδιου υπομνήματος, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, «[α]ν η πρόθεση της Intel [ήταν] να υποστηρίξει ότι οι εκπτώσεις που χορηγούσε λόγω αποκλειστικότητας περι[όριζαν] τον ανταγωνισμό μόνον ως προς ορισμένους τύπους [CPU] x86, [το θεσμικό αυτό όργανο ανέμενε] να ανεύρει σχετικά επιχειρήματα μάλλον στο τμήμα της προσφυγής που αφορ[ούσε] το ύψος των προστίμων», δεδομένου ότι «από κανένα στοιχείο της νομολογίας σχετικά με τις εκπτώσεις υπέρ των πιστών πελατών δεν προκύπτει ότι ο παράνομος χαρακτήρας τους αποτελούσε συνάρτηση του γεγονότος ότι [κάλυπταν] την αγορά στο σύνολό της ή “μόνο” τμήμα της αγοράς αυτής».

144    Επομένως, από τις σκέψεις 134 έως 143 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή συνήγαγε από τη νομολογία Hoffmann-La Roche, πρώτον, ότι οι επίμαχες εκπτώσεις ήταν εκ φύσεως αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, οπότε δεν υπήρχε καμία ανάγκη να αποδειχθεί ικανότητά τους να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Δεύτερον, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πρόσθετη ανάλυση της ικανότητας των εν λόγω εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, βάσει της νομολογίας αυτής, δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τη συγκεκριμένη ανάλυση προκειμένου να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των εν λόγω εκπτώσεων. Τέλος, τρίτον, πάντοτε στηριζόμενη στην ίδια αυτή νομολογία, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, αλυσιτελή ορισμένα κριτήρια για τη διαπίστωση της υπάρξεως καταχρήσεως.

145    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η άποψη αυτή δεν είναι σύμφωνη με τη νομολογία Hoffman-La Roche, όπως αυτή διευκρινίστηκε από το Δικαστήριο στις σκέψεις 137 έως 139 της αναιρετικής απόφασης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα και η ACT ορθώς υποστηρίζουν ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι, κατ’ ουσίαν, η νομολογία Hoffman-La Roche τής παρείχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει απλώς ότι οι επίμαχες εκπτώσεις αντέβαιναν στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι ήταν εκ φύσεως καταχρηστικές, χωρίς να υποχρεούται κατ’ ανάγκην να λάβει υπόψη την ικανότητα των εκπτώσεων αυτών να περιορίσουν τον ανταγωνισμό προκειμένου να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα τους.

146    Η Επιτροπή επισήμανε, βεβαίως, με την αιτιολογική σκέψη 925 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι απέδειξε επίσης ότι οι εκπτώσεις που χορήγησε η Intel στους OEM καθώς και οι υπό όρους πληρωμές προς την MSH ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, προβαίνοντας σε ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, η οποία παρατίθεται στο τμήμα 4.2.3 της προσβαλλόμενης απόφασης, και λαμβάνοντας υπόψη ποιοτικά και ποσοτικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία παρατίθενται στα τμήματα 4.2.4 και 4.2.5 της ίδιας απόφασης. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στα τμήματα 4.2.3 έως 4.2.5 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν θεωρήθηκαν αναγκαίες για τη νομική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε προκειμένου να διαπιστωθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας των πρακτικών της Intel.

147    Επομένως, η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν ήταν αναγκαίο για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των πρακτικών της Intel και τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των εν λόγω πρακτικών.

148    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, σύμφωνα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, το συμπέρασμα αυτό αντιφάσκει προς την απόφανση του Δικαστηρίου, στη σκέψη 143 της αναιρετικής απόφασης, ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θεωρήθηκε πραγματικά σημαντικό στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμησης της ικανότητας της επίμαχης πρακτικής εκπτώσεων να προκαλέσει εκτοπισμό εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών από την αγορά. Συγκεκριμένα, υπό το πρίσμα της σκέψης 142 της αναιρετικής απόφασης, η εν λόγω σκέψη 143 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι σημαντικό, λαμβανομένων υπόψη της λεπτομερούς ανάλυσης και του αριθμού των αιτιολογικών σκέψεων που αφιερώνει η προσβαλλόμενη απόφαση στο κριτήριο. Αντιθέτως, κατ’ αντιδιαστολή προς όσα υπαινίσσεται η Επιτροπή, το γράμμα της σκέψης 143 της αναιρετικής απόφασης δεν επιβεβαιώνει την άποψη ότι, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή αποτέλεσε μέρος των στοιχείων που η Επιτροπή είχε θεωρήσει αναγκαία για να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των εκπτώσεων.

149    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 143 και 144 της αναιρετικής απόφασης, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θεωρήθηκε πραγματικά σημαντικό στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμησης της ικανότητας της επίμαχης πρακτικής εκπτώσεων να προκαλέσει εκτοπισμό εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών από την αγορά και, υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων της Intel σχετικά με το κριτήριο αυτό.

Β.      Επί του επιχειρήματος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο ότι περιέχει ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ενέχουσα πολλαπλά σφάλματα

1.      Επί της εκτάσεως του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου

150    Το σύστημα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ συνίσταται στον κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων (βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η έκταση του ελέγχου αυτού καλύπτει όλα τα στοιχεία των αποφάσεων της Επιτροπής οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των οποίων διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλει ο προσφεύγων και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που αυτός υποβάλλει στην κρίση του (βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 48 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Υπενθυμίζεται, εντούτοις, ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν, στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, να υποκαταστήσουν με τη δική τους αιτιολογία εκείνη του οργάνου που εξέδωσε την επίμαχη πράξη (βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

151    Πριν εξεταστεί το βάσιμο του επιχειρήματος της προσφεύγουσας, πρέπει, αφενός, να εκτεθούν ορισμένες γενικές εκτιμήσεις σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και, αφετέρου, να υπομνησθούν οι κανόνες περί του βάρους αποδείξεως και περί του απαιτούμενου βαθμού αποδείξεως.

2.      Γενικές εκτιμήσεις επί της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή

152    Η βασική παραδοχή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, όπως καθορίστηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 1003 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης και εφαρμόστηκε από την Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση, είναι ότι, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, της φύσεως του προϊόντος της, της εμπορικής φήμης της και του προφίλ της, η Intel ήταν απολύτως αναγκαίος εμπορικός εταίρος και ότι οι OEM κάλυπταν παγίως μέρος τουλάχιστον των αναγκών τους σε CPU από την Intel, ανεξαρτήτως της ποιότητας της προσφοράς του εναλλακτικού προμηθευτή. Κατά συνέπεια, οι πελάτες ήταν διατεθειμένοι και σε θέση να μεταφέρουν τον εφοδιασμό τους σ’ αυτόν τον εναλλακτικό προμηθευτή μόνον ως προς ένα μερίδιο της αγοράς (στο εξής: διεκδικήσιμο μερίδιο). Λόγω αυτής της ιδιότητας του απολύτως αναγκαίου εμπορικού εταίρου, η Intel είχε την εξουσία να χρησιμοποιεί το μη διεκδικήσιμο μερίδιο της αγοράς ως μοχλό για τη μείωση της τιμής στο διεκδικήσιμο μερίδιο της αγοράς.

153    Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 141 της αρχικής απόφασης, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή το οποίο εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην παραδοχή ότι ένας αποτελεσματικός ανταγωνιστής, ο οποίος επιδιώκει να αποσπάσει το διεκδικήσιμο μερίδιο των παραγγελιών που έως τότε κάλυπτε μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, υποχρεούται να αντισταθμίσει την απώλεια των εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας που θα υποστεί ο πελάτης αυτός εάν αγοράσει μικρότερη ποσότητα από την καθορισθείσα βάσει του όρου αποκλειστικότητας ή σχεδόν πλήρους αποκλειστικότητας. Σκοπός του εν λόγω κριτηρίου είναι να διαπιστωθεί εάν ένας ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, ο οποίος έχει κόστος όμοιο με αυτήν, μπορεί πάντα να καλύπτει το κόστος του σε μια τέτοια περίπτωση.

154    Το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, όπως εφαρμόστηκε εν προκειμένω, καθορίζει την τιμή στην οποία ένας εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ανταγωνιστής θα έπρεπε να προσφέρει τους CPU x86 προκειμένου να αποζημιωθεί ένας OEM για την απώλεια οποιασδήποτε πληρωμής λόγω αποκλειστικότητας εκ μέρους της Intel. Στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, η τιμή αυτή αποκαλείται «αποτελεσματική τιμή» ή «ΑΤ».

155    Καταρχήν, ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής πρέπει να προσφέρει αντιστάθμιση μόνον για το μέρος εκείνο των εκπτώσεων οι οποίες χορηγούνται υπό τον όρο του αποκλειστικού εφοδιασμού, αποκλειομένων των εκπτώσεων που χορηγούνται λόγω ποσότητας (στο εξής: μερίδιο των υπό όρους εκπτώσεων). Όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 1460 της προσβαλλόμενης απόφασης, για να ληφθεί υπόψη μόνον το υπό όρους μερίδιο μιας πληρωμής, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή παραπέμπει, εν προκειμένω, στη μέση τιμή πώλησης (στο εξής: ΜΤΠ), ήτοι στην τιμή καταλόγου, αφαιρουμένων των εκπτώσεων υπό όρους.

156    Όσο μικρότερο είναι το διεκδικήσιμο μερίδιο και, κατά συνέπεια, η ποσότητα των προϊόντων με τα οποία ο εναλλακτικός προμηθευτής δύναται να εισέλθει στον ανταγωνισμό, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να έχει η πληρωμή λόγω αποκλειστικότητας την ικανότητα εκτοπισμού ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την αγορά. Συγκεκριμένα, αν η απώλεια των πληρωμών που καταβάλλει η Intel στον πελάτη της πρέπει να κατανεμηθεί σε μικρή ποσότητα προϊόντων που προσφέρει ο εναλλακτικός προμηθευτής στο διεκδικήσιμο μερίδιο, τούτο συνεπάγεται αισθητή μείωση της αποτελεσματικής τιμής. Επομένως, η τιμή αυτή θα είναι κατά πάσα πιθανότητα χαμηλότερη του βιώσιμου κόστους της Intel.

157    Η αποτελεσματική τιμή πρέπει να συγκριθεί με το βιώσιμο κόστος της Intel. Το επιλεγέν με την προσβαλλόμενη απόφαση βιώσιμο κόστος της Intel είναι το μέσο δυνάμενο να αποφευχθεί κόστος (ΜΔΑΚ).

158    Όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 1006 της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα σύστημα πληρωμών λόγω αποκλειστικότητας είναι ικανό να εμποδίσει την πρόσβαση των εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών στην αγορά, όταν η αποτελεσματική τιμή είναι χαμηλότερη από το ΜΔΑΚ της Intel. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για αρνητικό αποτέλεσμα του ελέγχου βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Αν, αντιθέτως, η αποτελεσματική τιμή είναι υψηλότερη από το ΜΔΑΚ, ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θεωρείται ότι μπορεί να καλύψει το κόστος του και, επομένως, ότι είναι σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή καταλήγει σε θετικό αποτέλεσμα.

159    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των γενικών εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας ότι η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ενέχει πολλαπλά σφάλματα.

3.      Επί του βάρους αποδείξεως και του απαιτούμενου βαθμού αποδείξεως

160    Επικαλούμενη τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, η προσφεύγουσα τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι υποθέσεις ανταγωνισμού είναι οιονεί ποινικής φύσεως, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτούνται στοιχεία αυξημένης αποδεικτικής ισχύος και ότι έχει εφαρμογή το τεκμήριο αθωότητας.

161    Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 62 επ. της αρχικής απόφασης, το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι σε όλες τις διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως του άρθρου αυτού φέρει το μέρος ή η αρχή που προβάλλει την παράβαση, δηλαδή, εν προκειμένω, η Επιτροπή. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχείρησης στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να κρίνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως όταν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004, JFE Engineering κατά Επιτροπής, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, EU:T:2004:221, σκέψη 177, και της 12ης Ιουλίου 2011, Hitachi κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑112/07, EU:T:2011:342, σκέψη 58).

162    Πράγματι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνεται σήμερα στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων επί επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

163    Μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται να παραθέσει συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να στοιχειοθετήσει με βεβαιότητα την παράβαση, εντούτοις υπογραμμίζεται ότι δεν είναι απαραίτητο κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά για κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή, όπως δέχεται η νομολογία σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Keramag Keramische Werke κ.λπ., C‑613/13 P, EU:C:2017:49, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η αρχή αυτή εφαρμόζεται και στις υποθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, T‑321/05, AstraZeneca κατά Επιτροπής, T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψη 477).

164    Όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλείται η Επιτροπή, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ δυο περιπτώσεων.

165    Αφενός, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, στηριζόμενη στην υπόθεση ότι τα αποδειχθέντα γεγονότα δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά παρά μόνον σε συνάρτηση με την ύπαρξη αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς, ο δικαστής της Ένωσης ακυρώνει την επίμαχη απόφαση εφόσον οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις προβάλουν επιχειρηματολογία που φωτίζει διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα, καθιστώντας δυνατή την αντικατάσταση της εξηγήσεως που επικαλείται η Επιτροπή για τη διαπίστωση της παραβάσεως με άλλη εύλογη εξήγηση των περιστατικών. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1984, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, 29/83 και 30/83, EU:C:1984:130, σκέψη 16, και της 31 Μαρτίου 1993, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, EU:C:1993:120, σκέψεις 126 και 127).

166    Αφετέρου, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι, καταρχήν, επαρκή για να αποδειχθεί η ύπαρξη της παραβάσεως, δεν αρκεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση απλώς να επικαλεστεί περίσταση η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των εν λόγω στοιχείων κατά τρόπον ώστε να φέρει πλέον η Επιτροπή το βάρος αποδείξεως ότι η περίσταση αυτή δεν μπορούσε να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών. Αντιθέτως, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η απόδειξη αυτή δεν είναι δυνατή εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως λόγω της συμπεριφοράς της ίδιας της Επιτροπής, απόκειται στην οικεία επιχείρηση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο, αφενός, την ύπαρξη του γεγονότος που επικαλείται και, αφετέρου, ότι το γεγονός αυτό αναιρεί την αποδεικτική αξία των στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2010, E.ON Energie κατά Επιτροπής, T‑141/08, EU:T:2010:516, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

4.      Επί του βασίμου των επιχειρημάτων κατά τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πολλαπλά σφάλματα όσον αφορά το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή

167    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που πραγματοποιήθηκε για όλους τους OEM και την MSH περιέχει πολλαπλά σφάλματα, ιδίως όσον αφορά το διεκδικήσιμο μερίδιο, το μερίδιο των υπό όρους εκπτώσεων και το ΜΔΑΚ. Προβάλλει γενικά επιχειρήματα τα οποία στη συνέχεια εξειδικεύει σε σχέση με κάθε OEM και την MSH, τούτο δε για καθεμία από τις τρεις προαναφερθείσες πτυχές.

α)      Γενικά επιχειρήματα όσον αφορά τα προβαλλόμενα σφάλματα σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε στην Dell

168    Όσον αφορά το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με τις εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στην Dell, η Intel υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υποπίπτει σε σφάλματα κατά την αξιολόγηση καθενός από τα τρία βασικά στοιχεία του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ήτοι του διεκδικήσιμου μεριδίου, του μεριδίου των υπό όρους εκπτώσεων και του κόστους. Κατά την Intel, στις περισσότερες περιπτώσεις, η διόρθωση ενός μόνον από τα σφάλματα αυτά αρκεί για να αποδειχθεί ότι αυτή ικανοποιεί το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ακόμη και αν τα λοιπά σφάλματα δεν διορθώνονταν. Η Intel προβάλλει ότι η Επιτροπή επιλέγει στοιχεία από αντιφατικές πηγές προκειμένου να συναχθούν εξ αυτών συνέπειες εις βάρος της και ότι αξιοποιεί τα έγγραφα κατά τρόπο επιλεκτικό και ανακόλουθο. Τούτο καθίσταται σαφές, μεταξύ άλλων, αν συγκριθούν τα πορίσματα της ανάλυσης στην οποία προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή με τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά όντως έλαβαν χώρα όταν η Dell άρχισε να προμηθεύεται από την AMD το 2006.

169    Επιπλέον, η Intel υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραδέχεται, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι εκπτώσεις ικανοποιούσαν το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή κατά τα τέσσερα πρώτα επίμαχα τρίμηνα (μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2003). Παρά το γεγονός αυτό, με την αιτιολογική σκέψη 1281 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή συμπέρανε κατά τρόπο ανεξήγητο ότι οι εκπτώσεις που χορηγούσε η Intel «από το διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2005» «μπορούσαν να προκαλέσουν, ή ακόμη και ότι ήταν πιθανόν να έχουν προκαλέσει, εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού». Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιχειρεί καν να εξηγήσει ή να δικαιολογήσει αυτή την ανακολουθία στη συλλογιστική της.

170    Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας που χορηγούνταν στην Dell ήταν ικανές να εκτοπίσουν έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή από την αγορά. Φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει ότι οι εκπτώσεις που χορηγούσε η Intel στην Dell πληρούσαν το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2003. Κατά την Επιτροπή, οι υπολογισμοί της Intel στηρίζονταν μόνο σε αισιόδοξες υποθέσεις που ήταν ευνοϊκές για την Intel. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Intel δεν προσκόμισε έγγραφα της επίμαχης περιόδου που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς της σχετικά με το διεκδικήσιμο μερίδιο αγοράς. Όσον αφορά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα αφότου η Dell ανακοίνωσε ότι θα άρχιζε, από τον Μάιο του 2006, να εφοδιάζεται εν μέρει από την AMD, η Επιτροπή προβάλλει ότι τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις ότι οι εκπτώσεις που χορηγούσε η Intel στην Dell μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό ενός ανταγωνιστή εξίσου αποτελεσματικού με την Intel από την αγορά. Ισχυρίζεται επίσης ότι σκοπός της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν είναι να παράσχει προβλέψεις ως προς την πραγματική εξέλιξη της αγοράς, αλλά να καθορίσει σε ποιον βαθμό τα συστήματα εκπτώσεων δημιουργούν οικονομικό κίνητρο σε μια θεωρητική κατάσταση.

1)      Επί της εκτιμήσεως του διεκδικήσιμου μεριδίου

171    Για την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σχετικά με τις εκπτώσεις που χορηγούσε η Intel στην Dell, η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη ένα διεκδικήσιμο μερίδιο της τάξεως του 7,1 %. Κατά την Επιτροπή, ο αριθμός αυτός προκύπτει από ένα φύλλο υπολογισμού του Ιανουαρίου 2004 (στο εξής: φύλλο υπολογισμού του 2004) που της είχε προσκομίσει η Dell κατά τη διοικητική διαδικασία. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1202 έως 1208 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι το φύλλο υπολογισμού του 2004 περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, ειδική ανάλυση της χρονικής διάστασης της ενδεχόμενης μεταφοράς των προμηθειών προς την AMD, ενώ οι προγενέστερες παρουσιάσεις, μία εκ των οποίων χρονολογείται από τις 26 Φεβρουαρίου 2003, με τίτλο «AMD Update – Dimension LOB», και η άλλη από τις 17 Μαρτίου 2003, με τίτλο «AMD Update», δεν περιείχαν τέτοια ανάλυση και, ως εκ τούτου, είχαν απορριφθεί από αυτήν.

172    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1209 έως 1212 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή ανέφερε ότι το φύλλο υπολογισμού του 2004 αποτελούσε εσωτερικό έγγραφο της Dell που παρουσίαζε υποθέσεις, στις οποίες η σχέση μεταξύ Dell και AMD μπορούσε να μεταβληθεί, με αύξηση της διεισδύσεως της AMD στους διάφορους αξιολογούμενους τομείς δραστηριότητας, το εν λόγω δε φύλλο υπολογισμού έπρεπε να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το συνοδευτικό έγγραφο της 18ης Απριλίου 2007 που απηύθυνε η Dell στην Επιτροπή, και στο οποίο παραπέμπει η υποσημείωση 1542 της αιτιολογικής σκέψης 1209 της προσβαλλόμενης απόφασης.

173    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1210 έως 1213 της προσβαλλόμενης απόφασης τονίζεται ότι, κατά τον χρόνο κατάρτισης του φύλλου υπολογισμού του 2004, η Dell εξέταζε το ενδεχόμενο αλλαγής προμηθευτή των CPU x86 για ορισμένους τομείς κατασκευαζόμενων προϊόντων. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της εκτιμήσεως του συνολικού όγκου σε καθέναν από τους τομείς αυτούς, είναι δυνατό να υπολογιστεί ότι το συνολικό μερίδιο της AMD κατά τα τέσσερα επίμαχα έτη, ήτοι τα φορολογικά έτη 2005 έως 2008, ανέρχεται σε 7,1 % κατά το πρώτο έτος και σε 17,3 %, σε 22,5 % και σε 24,2 % κατά τα τρία επόμενα έτη. Η Επιτροπή καταλήγει ότι, για την ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ήταν σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί διεκδικήσιμο μερίδιο της τάξεως του 7,1 %.

174    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1214 έως 1254 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή απέρριψε ορισμένα επιχειρήματα της Intel σχετικά με το διεκδικήσιμο μερίδιο αγοράς, τα οποία αφορούν, πρώτον, τον προσδιορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως των υπολογισμών στο φύλλο υπολογισμού του 2004, δεύτερον, την εσωτερική παρουσίαση της Dell με τίτλο «MAID status review» της 17ης Φεβρουαρίου 2004 (στο εξής: παρουσίαση της Dell της 17ης Φεβρουαρίου 2004), τρίτον, τις εσωτερικές εκτιμήσεις της Intel, τέταρτον, την πραγματική μεταφορά από την Dell μέρους των αναγκών της εφοδιασμού προς την AMD το 2006 και, τέλος, πέμπτον, τις καταθέσεις των διευθυντικών στελεχών της Dell στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαδικασίας επίλυσης διαφοράς μεταξύ της AMD και της Intel στην πολιτεία του Delaware.

175    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1255 έως 1259 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή προέβη σε σύγκριση του απαιτούμενου μεριδίου με το διεκδικήσιμο μερίδιο. Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή όρισε το 7,1 % που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1213 της προσβαλλόμενης απόφασης ως κρίσιμο ποσοστό που έπρεπε να εφαρμοστεί για το διεκδικήσιμο μερίδιο και το συνέκρινε με το απαιτούμενο μερίδιο που προκύπτει από τον πίνακα 22 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 1194 της προσβαλλόμενης απόφασης (στο εξής: πίνακας 22). Κατόπιν τούτου, έκρινε ότι για 9 τρίμηνα επί συνόλου 13 το απαιτούμενο μερίδιο υπερέβαινε το διεκδικήσιμο μερίδιο. Επισήμανε δε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη χρήση της εκ μέρους της Intel αξιολογήσεως της αναλογίας μεταξύ του ΜΔΑΚ και της ΜΤΠ, έστω και αν το ΜΔΑΚ ήταν υποτιμημένο.

176    Στη συνέχεια, η Επιτροπή υπενθύμισε, στην αιτιολογική σκέψη 1257 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο καθορίστηκε σε 7,1 % βάσει εσωτερικών εκτιμήσεων της Dell που πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 2004, ήτοι ενόψει αναμενόμενης αλλαγής προμηθευτή δυνάμενης να λάβει χώρα το νωρίτερο κατά το πρώτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2005 της Dell, ενώ το αντίστοιχο απαιτούμενο μερίδιο ήταν 7,9 %. Η Επιτροπή παρέθεσε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 1258 της προσβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους για τους οποίους, πριν από το πρώτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2005, ήταν πιθανόν το διεκδικήσιμο μερίδιο να ήταν μικρότερο του 7,1 %. Επομένως, έκρινε ότι η διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου μεριδίου και του διεκδικήσιμου μεριδίου κατά τα πρώτα τρίμηνα της κρίσιμης περιόδου μπορούσε να είναι μικρότερη από την εκ πρώτης όψεως προκύπτουσα από τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον πίνακα 22.

177    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1260 έως 1265 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή αναφέρεται σε ορισμένους παράγοντες ενίσχυσης οι οποίοι, αν περιλαμβάνονταν στην ανάλυση, θα ενίσχυαν, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, την εκτιμώμενη ικανότητα των εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι παράγοντες αυτοί συνίστανται, κατ’ ουσίαν, πρώτον, στο ότι η Dell έκρινε σαφώς ότι κάθε απώλεια εκπτώσεων εκ μέρους της Intel θα συνοδευόταν και από αύξηση των εκπτώσεων που χορηγούσε η Intel στους OEM που ήταν ανταγωνιστές της Dell και, δεύτερον, στο ότι η εκτίμηση του διεκδικήσιμου μεριδίου δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η Dell αγόραζε και από την Intel άλλα προϊόντα πλην των μικροεπεξεργαστών CPU x86, ιδίως ολοκληρωμένα κυκλώματα.

178    Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 1266 έως 1280 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή χρησιμοποίησε εναλλακτική μέθοδο υπολογισμού του διεκδικήσιμου μεριδίου.

179    Οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας αφορούν, αφενός, τη χρήση του φύλλου υπολογισμού του 2004 και την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση του περιεχομένου του και, αφετέρου, ορισμένα άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτήν, έπρεπε να έχουν χρησιμεύσει ως βάση για την εκτίμηση του διεκδικήσιμου μεριδίου.

180    Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηρίξει την εκτίμησή της περί του διεκδικήσιμου μεριδίου σε έγγραφο το οποίο δεν γνώριζε η Intel. Η προσέγγιση αυτή συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Επιπλέον, η αξιολόγηση του διεκδικήσιμου μεριδίου βάσει του φύλλου υπολογισμού του 2004 είναι εσφαλμένη, για τον λόγο ότι το ποσοστό αυτό του 7,1 % στηρίζεται αποκλειστικά σε οκτώ μήνες πωλήσεων CPU x86 της AMD και ότι η επιλεκτική και ανακόλουθη ανάλυση του φύλλου υπολογισμού του 2004 καθιστά τα συμπεράσματα της Επιτροπής εντελώς αναξιόπιστα. Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι οι εκπτώσεις της Intel υπέρ της Dell ικανοποιούσαν το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή κατά τα τέσσερα πρώτα επίμαχα τρίμηνα, δηλαδή μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2003.

181    Η προσφεύγουσα παραπέμπει, όσον αφορά το χρονικό διάστημα που ελήφθη υπόψη στο φύλλο υπολογισμού του 2004, και στα σημεία 82 έως 86 και 121 έως 131 της έκθεσης του καθηγητή Shapiro της 4ης Ιανουαρίου 2008, υποστηρίζοντας ότι, αν η Dell είχε φοβηθεί ότι θα υφίστατο αντίποινα εκ μέρους της Intel, αφότου θα άρχιζε να εφοδιάζεται από την AMD, θα είχε αποφύγει να γνωστοποιήσει την απόφασή της να απευθυνθεί σε ανταγωνιστή και θα είχε κρατήσει μυστική την απόφαση αυτή μέχρι την τελευταία στιγμή, αφότου θα είχε συνάψει συμφωνία με την προσφεύγουσα σχετικά με τους όρους και το ποσοστό εκπτώσεων του προσεχούς τριμήνου.

182    Κατά την προσφεύγουσα, στα σημεία 82 έως 86 της έκθεσης του καθηγητή Shapiro της 4ης Ιανουαρίου 2008 τονίζεται η σημασία της ημερομηνίας κατά την οποία η Dell έλαβε την απόφαση να προβεί στην αγορά των CPU x86 από την AMD και η ημερομηνία αυτή συσχετίζεται με την ημερομηνία κατά την οποία μπορούσαν πραγματικά να πραγματοποιηθούν οι πρώτες παραδόσεις CPU x86 από την AMD στην Dell. Ο καθηγητής Shapiro στηρίχθηκε στην παρουσίαση της Dell της 17ης Φεβρουαρίου 2004 για να επισημάνει ότι οι δύο αυτές ημερομηνίες θα μπορούσαν να απέχουν μεταξύ τους κατά τρεις ή τέσσερις μήνες (ειδικότερα, η πρώτη να τοποθετείται τον Φεβρουάριο του 2004 και η δεύτερη τον Ιούνιο του 2004). Κατά τον καθηγητή Shapiro, λαμβανομένης επίσης υπόψη της πραγματικής ημερομηνίας έναρξης εφοδιασμού με CPU x86 της AMD (και, επομένως, του γεγονότος ότι το φύλλο υπολογισμού του 2004 αντιστοιχούσε, κατά την άποψή του, μόνο σε οκτώ μήνες του πρώτου αναφερόμενου έτους), το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell ανερχόταν μάλλον στο 10,65 %.

183    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η εκτίμηση του διεκδικήσιμου μεριδίου στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη, διότι η Επιτροπή κακώς απέρριψε τα προσκομισθέντα από τα διευθυντικά στελέχη της Dell αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο ήταν μακράν μεγαλύτερο του επιλεγέντος από την Επιτροπή, μεταξύ 12,5 % και 17,5 %, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η Intel θεωρούσε ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell κυμαινόταν μεταξύ 15 και 25 % και, τέλος, τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταφορά του εφοδιασμού της Dell στην AMD το 2006.

184    Η Επιτροπή απαντά, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι το φύλλο υπολογισμού του 2004 είναι πιο αξιόπιστο για την αξιολόγηση του διεκδικήσιμου μεριδίου σε σχέση με τα έγγραφα που προσκόμισε η Intel, καθώς πρόκειται για έγγραφο της Dell που ανάγεται στην επίμαχη περίοδο και το οποίο περιέχει ενδελεχή και λεπτομερή ποσοτική ανάλυση της ενδεχόμενης μεταφοράς, εκ μέρους της επιχείρησης αυτής, του εφοδιασμού της με CPU x86 προς την AMD.

185    Με το υπόμνημα αντίκρουσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ανάλυση των εγγράφων που χρονολογούνται από την περίοδο μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 2006, ήτοι μετά την ανακοίνωση της μερικής μεταφοράς του εφοδιασμού της Dell προς την AMD, μολονότι έχει περιορισμένη βαρύτητα σε σχέση με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, επιβεβαιώνει ότι η Intel ήταν σε θέση να μειώσει τις εκπτώσεις που χορηγούνταν στην Dell αμέσως μετά την ανακοίνωση της μερικής μεταφοράς του εφοδιασμού της προς την AMD, ήτοι τέσσερις μήνες πριν η Dell αρχίσει να πωλεί προϊόντα εξοπλισμένα με CPU x86 της AMD. Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι, μολονότι είναι ορθό να υποστηρίζεται ότι το φύλλο υπολογισμού του 2004 αφορούσε, για το πρώτο έτος, μόνον σχέδια πωλήσεων της Dell για προϊόντα εξοπλισμένα με CPU x86 της AMD που θα άρχιζαν μετά την παρέλευση των τεσσάρων πρώτων μηνών του 2004, η Dell ανέμενε, ωστόσο, απώλεια του 50 % των εκπτώσεων για το σύνολο του έτους 2004, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων μηνών πριν από την έναρξη των πωλήσεων.

186    Η Επιτροπή προβάλλει επίσης, στο σημείο 46 των κύριων παρατηρήσεών της, τα εξής:

«[Η] προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμά ότι η κρίσιμη για την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή περίοδος αρχίζει το αργότερο όταν η Intel θα ήταν σε θέση να αναστείλει τις εκπτώσεις που χορηγούσε στον πελάτη της. Ο λόγος είναι απλός: όταν οι πελάτες της Intel ανέλυσαν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της μετάβασης στην AMD, έπρεπε να λάβουν υπόψη ολόκληρο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η απόφαση αυτή θα είχε οικονομικές επιπτώσεις.»

187    Δεύτερον, κατά την Επιτροπή, η Intel δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο από την περίοδο των πραγματικών περιστατικών προς τεκμηρίωση της εκτίμησής της ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο κυμαινόταν μεταξύ 15 % και 25 %. Το μόνο έγγραφο που προσκόμισε η Intel ήταν ένα ad hoc έγγραφο συνταχθέν από ένα από τα στελέχη της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, το οποίο περιείχε πληροφορίες τις οποίες αντέκρουε, τουλάχιστον εν μέρει, έγγραφο από την περίοδο των πραγματικών περιστατικών που είχε συνταχθεί από το ίδιο στέλεχος της Intel. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, για τον λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει θέση επί του ζητήματος αν η εκτίμηση του διεκδικήσιμου μεριδίου έπρεπε να στηριχθεί στις προσδοκίες της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης.

188    Πρέπει να εξεταστούν καταρχάς οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας που αντλούνται από την αρχή της ασφάλειας δικαίου και, στη συνέχεια, οι ισχυρισμοί που αφορούν το φύλλο υπολογισμού του 2004, στο οποίο στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, ο υπολογισμός του διεκδικήσιμου μεριδίου που αμφισβητεί η προσφεύγουσα.

i)      Επί των επιχειρημάτων που αντλούνται από την αρχή της ασφάλειας δικαίου

189    Επικαλούμενη την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι καθόρισε το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell στο 7,1 % στηριζόμενη στο φύλλο υπολογισμού του 2004, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή ως παράρτημα του συνοδευτικού εγγράφου της Dell της 18ης Απριλίου 2007, ενώ πρόκειται για εσωτερικό έγγραφο της Dell το οποίο περιείχε εμπιστευτικά στοιχεία τα οποία δεν ήταν γνωστά στην προσφεύγουσα κατά την κρίσιμη περίοδο, ήτοι μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2005.

190    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψεις 198 έως 202), το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η τιμολογιακή πρακτική της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης δύναται να αποκλείσει ανταγωνιστή κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, πρέπει να χρησιμοποιούνται κριτήρια σχετικά με το κόστος και τη στρατηγική της ίδιας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης. Επομένως, δεδομένου ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας των επίμαχων στην εν λόγω υπόθεση τιμολογιακών πρακτικών προέκυπτε από την εξ αυτών πρόκληση εκτοπισμού των ανταγωνιστών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να στηρίξει την ανάλυσή της σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα των τιμολογιακών πρακτικών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης αποκλειστικώς στα τιμολόγια και το κόστος αυτής. Καθώς με το κριτήριο αυτό ήταν δυνατό να εξακριβωθεί αν η ίδια η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση ήταν σε θέση να προσφέρει τις δικές της υπηρεσίες λιανικής στους συνδρομητές χωρίς να υφίσταται ζημία σε περίπτωση που θα υποχρεούνταν να καταβάλλει τις δικές της τιμές χονδρικής για τις ενδιάμεσες υπηρεσίες προσβάσεως στον τοπικό βρόχο, ήταν δυνατό να διαπιστωθεί επίσης αν οι τιμολογιακές πρακτικές της επιχείρησης αυτής οδηγούσαν σε αποτέλεσμα αποκλεισμού των ανταγωνιστών της μέσω της συμπιέσεως των τιμών τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσέγγιση αυτή ήταν κατά μείζονα λόγο δικαιολογημένη, όπως επισήμανε κατ’ ουσία το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 192 της απόφασης της 10ης Απριλίου 2008, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑271/03, EU:T:2008:101), διότι ήταν επίσης σύμφωνη με τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον η συνεκτίμηση του κόστους της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης επέτρεπε σε αυτήν, ενόψει της ιδιαίτερης υποχρέωσης που υπείχε κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, να εκτιμήσει τη νομιμότητα των δικών της συμπεριφορών, δεδομένου ότι, καίτοι επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση γνωρίζει το δικό της κόστος και τα δικά της τιμολόγια, δεν γνωρίζει καταρχήν το αντίστοιχο κόστος και τα τιμολόγια των ανταγωνιστών της.

191    Η νομολογία αυτή διευκρινίστηκε με την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψεις 41 έως 46). Με τις σκέψεις 45 και 46 της ως άνω απόφασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το κόστος και οι τιμές των ανταγωνιστών μπορούν να έχουν σημασία για την εξέταση της επίμαχης τιμολογιακής πρακτικής. Κατά το Δικαστήριο, τούτο θα μπορούσε ιδίως να ισχύει όταν η διάρθρωση του κόστους της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς για αντικειμενικούς λόγους ή όταν η υπηρεσία που παρέχεται στους ανταγωνιστές συνίσταται στην απλή εκμετάλλευση μιας υποδομής της οποίας το κόστος παραγωγής έχει ήδη αποσβεσθεί, οπότε η πρόσβαση στην υποδομή αυτή δεν αντιπροσωπεύει πλέον κόστος για την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση που να είναι συγκρίσιμο με το κόστος με το οποίο πρέπει να επιβαρυνθούν οι ανταγωνιστές της για να αποκτήσουν την πρόσβαση αυτή, ή ακόμη όταν το απαιτούν οι ειδικές συνθήκες του ανταγωνισμού στην αγορά λόγω, παραδείγματος χάριν, του γεγονότος ότι το επίπεδο του κόστους της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης εξαρτάται ακριβώς από την ένταση του ανταγωνισμού τον οποίο αυτή αντιμετωπίζει. Επομένως, στο πλαίσιο της εκτίμησης του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας τιμολογιακής πολιτικής που καταλήγει στη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, καταρχήν και κατά προτεραιότητα, οι τιμές και το κόστος της οικείας επιχείρησης στην αγορά των παροχών λιανικής. Μόνον όταν δεν είναι δυνατόν, λόγω των περιστάσεων, να γίνει αναφορά στις εν λόγω τιμές και στο ως άνω κόστος, πρέπει να εξετάζονται οι τιμές και το κόστος των ανταγωνιστών στην ίδια αυτή αγορά (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, T‑827/14, EU:T:2018:930, σκέψη 165).

192    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η νομολογία αυτή, η οποία διαμορφώθηκε σε υποθέσεις που αφορούσαν πρακτικές εξοντωτικής τιμολόγησης ή συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους, μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση διαφορά, για τον καθορισμό του διεκδικήσιμου μεριδίου στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόζεται σε πρακτικές εκπτώσεων επί των τιμών, τα επιχειρήματα της Intel δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

193    Συγκεκριμένα, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 191 ανωτέρω προκύπτει ότι ο κανόνας κατά τον οποίο η εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμπεριφοράς πρέπει να στηρίζεται κατά προτεραιότητα στα γνωστά στην κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στοιχεία επιδέχεται εξαίρεση όταν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και πρέπει, επομένως, να χρησιμοποιηθούν στοιχεία γνωστά σε άλλους επιχειρηματίες.

194    Εν προκειμένω, η Intel επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell κυμαινόταν μεταξύ 15 % και 25 % «και ότι τα έγγραφα της Dell που χρονολογούνται από την περίοδο των πραγματικών περιστατικών συγκλίνουν με την εκτίμηση αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε» από τη δήλωση του I1, υπεύθυνου για τη σχέση της Intel με την Dell κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, με ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 2007 (στο εξής: δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007).

195    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007 έγινε από εκπρόσωπο της προσφεύγουσας και αποσκοπεί στον μετριασμό της ευθύνης της για τη διαπιστωθείσα παράβαση. Επομένως, η δήλωση αυτή έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία και, εν πάση περιπτώσει, μικρότερη από εκείνη των εγγράφων που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Lafarge κατά Επιτροπής, T‑54/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:255, σκέψη 379).

196    Όσον αφορά τα «έγγραφα της Dell που χρονολογούνται από την περίοδο των πραγματικών περιστατικών» τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, αυτά συνίστανται σε ένα εσωτερικό έγγραφο της Dell, ήτοι σε ηλεκτρονικό μήνυμα του D1, με ημερομηνία 10 Νοεμβρίου 2005 (στο εξής: ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005), το οποίο παρουσιάζεται ως πειστικό στοιχείο προσκομισθέν στις 18 Φεβρουαρίου 2009 και το οποίο η Intel δεν ισχυρίζεται ότι γνώριζε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, καθώς και σε δηλώσεις του D3 που πραγματοποιήθηκαν στις 11 Φεβρουαρίου 2009 στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαδικασίας επίλυσης διαφοράς μεταξύ της AMD και της Intel στην πολιτεία του Delaware, και οι οποίες είναι επομένως μεταγενέστερες της κρίσιμης περιόδου.

197    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, προς στήριξη των ισχυρισμών της ότι γνώριζε ορισμένες εκτιμήσεις σχετικά με το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell, στις οποίες θα μπορούσε να έχει παραπέμψει για να αξιολογήσει τη νομιμότητα των πρακτικών της κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το μόνο κρίσιμο στοιχείο που επικαλείται η προσφεύγουσα συνίσταται σε μια δήλωση ενός εκ των διευθυντικών στελεχών της με σκοπό τον μετριασμό της ευθύνης της για τη διαπιστωθείσα παράβαση.

198    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα έγγραφο σχετικό με την εκτίμηση του διεκδικήσιμου μεριδίου της Dell το οποίο ήταν σε γνώση της προσφεύγουσας κατά την κρίσιμη περίοδο. Συγκεκριμένα, προς τεκμηρίωση του περιεχομένου της δήλωσης που μνημονεύεται στη σκέψη 197 ανωτέρω, η προσφεύγουσα στηρίζεται σε εσωτερικά έγγραφα της Dell ή σε δηλώσεις διευθυντικού στελέχους της Dell, μολονότι δεν αποδεικνύεται ότι γνώριζε τα στοιχεία αυτά κατά την κρίσιμη περίοδο.

199    Επομένως, αν έπρεπε να εφαρμοστεί εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει η Intel, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να στηριχθεί, για τον προσδιορισμό του διεκδικήσιμου μεριδίου της Dell, μόνο σε δήλωση εκπροσώπου της προσφεύγουσας που έγινε με σκοπό τον μετριασμό της ευθύνης της στη διαπιστωθείσα παράβαση, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί σε εσωτερικά έγγραφα της Dell, ορισμένα εκ των οποίων είναι, κατά τα λοιπά, a priori κρίσιμα κατά την άποψη της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι η ίδια τα επικαλείται προς τεκμηρίωση του βασίμου της εν λόγω δήλωσης.

200    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να στηριχθεί αποκλειστικώς στα στοιχεία που αφορούσαν τα δεδομένα τα οποία γνώριζε η Intel κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και ότι μπορούσε να λάβει υπόψη και άλλα στοιχεία σχετικά με δεδομένα γνωστά σε άλλους οικονομικούς φορείς, εν προκειμένω εσωτερικά έγγραφα της Dell, εκτός αν γίνει δεκτό ότι αρκεί ένας εκπρόσωπος της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να προβεί σε ορισμένες απαλλακτικές δηλώσεις στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου η εν λόγω επιχείρηση να απαλλαγεί πλήρως της ευθύνης.

201    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που αντλεί η προσφεύγουσα από την αρχή της ασφάλειας δικαίου, προσάπτοντας στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε στο φύλλο υπολογισμού του 2004 το οποίο αυτή δεν γνώριζε κατά την κρίσιμη περίοδο και όχι στις δικές της εκτιμήσεις σχετικά με το διεκδικήσιμο μερίδιο κατά την κρίσιμη περίοδο.

ii)    Επί της εκτίμησης του διεκδικήσιμου μεριδίου στο 7,1 %

202    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον στηρίχθηκε μόνο στο φύλλο υπολογισμού του 2004 για να εκτιμήσει το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell στο 7,1 %, απορρίπτοντας αδικαιολόγητα άλλα έγγραφα ή στοιχεία με μεγαλύτερη αποδεικτική ισχύ εκ των οποίων δύναται να συναχθεί μεγαλύτερο διεκδικήσιμο μερίδιο.

203    Κατά πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα στηρίζεται σε περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία για να αμφισβητήσει το διεκδικήσιμο μερίδιο του 7,1 % που δέχθηκε η Επιτροπή.

204    Πρώτον, η Intel επικαλείται το ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, με το οποίο το πρόσωπο αυτό γνωστοποίησε στους D3, [εμπιστευτικό], και D4, τότε [εμπιστευτικό], ότι «οι υποθέσεις εργασίας που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο του έργου MAID κατά τη διάρκεια των έξι έως δώδεκα πρώτων μηνών προέβλεπαν […] μεταφορά περίπου του 25 % του συνολικού όγκου μας» υπέρ της AMD. Το έργο MAID ήταν ένα από τα συγκεκριμένα προγράμματα στα οποία η Dell σχεδίαζε να πραγματοποιεί μέρος των αγορών της προς την AMD. Η Intel υποστηρίζει ότι, βάσει των υπολογισμών που περιλαμβάνονται στην έκθεση του καθηγητή Salop και του Dr Hayes της 22ας Ιουλίου 2009 (στο εξής: έκθεση Salop-Hayes), η προβολή σε όγκο του 25 % των αναγκών της Dell ισοδυναμεί με διεκδικήσιμο μερίδιο 17,5 % για το πρώτο έτος (ή 12,5 % αν χρησιμοποιηθεί η προσέγγιση της Επιτροπής την οποία η προσφεύγουσα θεωρεί μη εύλογη).

205    Δεύτερον, η Intel επικαλείται εσωτερικό ηλεκτρονικό μήνυμα της Dell, από τον D5 προς τον D1, της 9ης Μαρτίου 2004 (στο εξής: ηλεκτρονικό μήνυμα του D5 της 9ης Μαρτίου 2004), το οποίο αφορούσε άλλη υπόθεση εργασίας, ήτοι μεταφορά του εφοδιασμού της Dell προς την AMD για το 25 % του συνολικού όγκου των αναγκών της σε CPU x86 «εντός 90 ημερών».

206    Τρίτον, η προσφεύγουσα στηρίζεται στη δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007 για να υποστηρίξει ότι, κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου για τη χορήγηση εκπτώσεων στην Dell, οι εσωτερικές εκτιμήσεις της σχετικά με το διεκδικήσιμο μερίδιο των αναγκών της Dell σε CPU x86 κυμαίνονταν μεταξύ 15 % και 25 %. Με τη δήλωση αυτή, ο I1 γράφει ότι, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, «εκτιμούσε ότι, αν η Dell στρεφόταν προς την AMD ως δεύτερο προμηθευτή, θα αγόραζε πιθανώς 15-25 % των CPU x86 από την AMD κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους και από ένα τέταρτο έως ένα τρίτο των μικροεπεξεργαστών σε βάθος τριετίας από την έναρξη της διάθεσης των προϊόντων».

207    Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, όσον αφορά το ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, ότι είναι λιγότερο αξιόπιστο για την αξιολόγηση του διεκδικήσιμου μεριδίου από το φύλλο υπολογισμού του 2004, διότι πρόκειται για μια σχηματική περίληψη των όσων θυμόταν ο D1 σχετικά με το πρόγραμμα MAID, συνταχθείσα δύο έτη μετά τα πραγματικά περιστατικά. Αντιθέτως, το φύλλο υπολογισμού του 2004 αξιολογεί το δυνητικό μερίδιο των αγορών της Dell που μπορούσε να μεταφερθεί στην AMD, γραμμή προϊόντων ανά γραμμή προϊόντων και τομέα ανά τομέα, στο πλαίσιο του σχεδίου MAID το οποίο υλοποιούσε η Dell τότε. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει, με τα σημεία 287 έως 290 του υπομνήματος αντίκρουσης, παραπέμποντας επίσης στο παράρτημα B.31 του υπομνήματος αυτού, ότι απέδειξε ότι ο ισχυρισμός της Intel σύμφωνα με τον οποίο το ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005 ανατρέπει την εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με το ύψος του διεκδικήσιμου μεριδίου στο 7,1 % βασίζεται σε υποθετικούς υπολογισμούς, οι οποίοι στηρίζονται σε υποθετικά σενάρια περί «αύξησης» αγορών από την AMD ευνοϊκά για την Intel. Παρά το γεγονός ότι το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα μνημονεύει μια περίοδο μεταξύ έξι και δώδεκα μηνών κατά την οποία σημειώθηκε αύξηση του μεριδίου των CPU x86 που προερχόταν από άλλες πηγές πλην της Intel, εν προκειμένω από την AMD, η Intel δεν προέβη σε υπολογισμό προβλέψεων για την τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή για μια αργή αύξηση, δώδεκα μηνών. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, στο πλαίσιο των υποθέσεων εργασίας της Intel, το επίπεδο εκκίνησης της αύξησης ήταν 5 % αντί του 0 % χωρίς καμία λογική που να δικαιολογεί μια τέτοια ασυνεχή και αιφνίδια αύξηση. Στο σημείο 198 του υπομνήματος ανταπάντησης, η Επιτροπή υποστηρίζει, παραπέμποντας στο παράρτημα D.9, ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται με το υπόμνημα απάντησης και σύμφωνα με τα οποία οι υπολογισμοί της Intel δεν ήταν ψευδείς είναι αβάσιμα και στηρίζονται σε σοβαρές στρεβλώσεις των πραγματικών στοιχείων.

208    Επομένως, κατά την Επιτροπή, τα σενάρια που περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, τα οποία ήταν λιγότερο ευνοϊκά για την Intel, αποσιωπήθηκαν συστηματικά. Με την ενσωμάτωση και των υποθέσεων που δεν είναι ευνοϊκές για ορισμένα είδη σεναρίων, φαίνεται, κατά την άποψη της Επιτροπής, ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο που προκύπτει από τα δεδομένα που περιέχονται στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 κυμαίνεται μεταξύ 5,6 % και 10,4 %. Η αξία αυτή είναι συνεπής με το ποσοστό του 7,1 % που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο στηρίζεται σε ακριβέστερα στοιχεία.

209    Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει ότι, μολονότι η Intel υποστηρίζει ότι πίστευε ότι η Dell θα αγόραζε από την AMD το 15 έως 25 % των CPU x86 που είχε ανάγκη κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, όπως διευκρινίζεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 1231 έως 1238 της προσβαλλόμενης απόφασης, εντούτοις η Intel δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο της κρίσιμης περιόδου προς τεκμηρίωση των επιχειρημάτων αυτών. Κατά την Επιτροπή, η Intel στηρίζεται συναφώς μόνο σε ένα έγγραφο το οποίο συντάχθηκε ad hoc για τους σκοπούς της διοικητικής διαδικασίας από ένα εκ των στελεχών της, τον I1, και περιείχε πληροφορίες τις οποίες αντέκρουε, σε ένα τουλάχιστον σημείο, ένα έγγραφο της κρίσιμης περιόδου το οποίο είχε συντάξει το ίδιο αυτό πρόσωπο. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το ως άνω έγγραφο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά τις εσωτερικές εκτιμήσεις της Intel σχετικά με το διεκδικήσιμο μερίδιο.

210    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1251 και 1252 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε, όσον αφορά το ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, κατ’ ουσίαν, ότι το αναγραφόμενο ποσοστό αποτελούσε μάλλον ευσεβή πόθο παρά εύλογη και πραγματική εκτίμηση. Επιπλέον, δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς το σημείο εκκίνησης της προώθησης των εν λόγω προϊόντων στην αγορά. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το κρίσιμο σημείο εκκίνησης της περιόδου ενός έτους που εξετάζεται στην ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι η ημερομηνία κατά την οποία η Intel μπορούσε να αρχίσει να αντιδρά στην εκ μέρους της Dell αλλαγή προμηθευτή. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η ημερομηνία αυτή ήταν προγενέστερη της πραγματικής ημερομηνίας κατά την οποία η Dell είχε πραγματοποιήσει τις πρώτες πωλήσεις υπολογιστών εξοπλισμένων με CPU x86 της AMD.

211    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1233 έως 1236 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αξιοπιστία της δήλωσης του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007, η οποία καταρτίστηκε μόνο για τη διοικητική διαδικασία, αποδυναμώνεται από το γεγονός, αφενός, ότι η Intel δεν μπόρεσε να την ενισχύσει με αποδεικτικά στοιχεία αναγόμενα στον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, ότι περιέχει, ως προς ένα άλλο σημείο, σχετικό με την αντίδραση της Intel στην περίπτωση που η Dell έπαυε να εφοδιάζεται αποκλειστικά από αυτήν, πληροφορίες οι οποίες αντιφάσκουν προς μια παρουσίαση του Ι1 της 10ης Ιανουαρίου 2003, με τίτλο «Dell F1H’04 MCP».

212    Με την αιτιολογική σκέψη 1237 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αναφέρει ακόμη ότι η Intel είχε η ίδια επιστήσει την προσοχή του θεσμικού οργάνου στο γεγονός ότι «ο D1 κατέθεσε ότι η AMD δεν αποτελούσε βιώσιμη επιλογή για την Dell στις αρχές του 2003». Η Επιτροπή επισημαίνει, περαιτέρω, ότι «η Intel [σκόπευε] επομένως να [την] οδηγήσει ταυτοχρόνως τόσο στο συμπέρασμα ότι η AMD δεν αποτελούσε βιώσιμη επιλογή για την Dell στις αρχές του 2003 όσο και στο συμπέρασμα ότι η Dell μπορούσε να εφοδιάζεται από την AMD σε ποσοστό έως και 15-25 % κατά το πρώτο έτος, τούτο δε βάσει δύο δηλώσεων των I1 και D1 μη χρονολογούμενων από την κρίσιμη περίοδο».

213    Επισημαίνεται εξαρχής ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Intel, τα έγγραφα που επικαλείται δεν έχουν, αυτά καθαυτά, μεγαλύτερη αποδεικτική αξία από εκείνη του φύλλου υπολογισμού του 2004.

214    Καταρχάς, ακριβώς όπως και το ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005 και το ηλεκτρονικό μήνυμα του D5 της 9ης Μαρτίου 2004, το φύλλο υπολογισμού του 2004 είναι εσωτερικό έγγραφο της Dell, το οποίο συντάχθηκε κατά την κρίσιμη περίοδο και αφορά τη ζήτηση σε CPU x86 την οποία σχεδίαζε ο εν λόγω OEM να μεταφέρει στην AMD.

215    Περαιτέρω, η Intel προβάλλει ότι τα έγγραφα που επικαλείται συντάχθηκαν από υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη της Dell, ότι ο D1 επιβεβαίωσε ενόρκως, στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαδικασίας επίλυσης διαφοράς μεταξύ της AMD και της Intel στην πολιτεία του Delaware, το περιεχόμενο του από 10 Νοεμβρίου 2005 ηλεκτρονικού του μηνύματος και ότι ο D3, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, δήλωσε ότι δεν είχε κανέναν λόγο να διερωτηθεί σχετικά με την ακρίβεια των δηλώσεων του D1.

216    Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αξιοπιστία των απαντήσεων που δίνονται εξ ονόματος μιας επιχειρήσεως αυτής καθαυτήν υπερβαίνει την αξιοπιστία που ενδεχομένως έχει η απάντηση ενός μέλους του προσωπικού της ή ενός εκ των διευθυνόντων συμβούλων της, ανεξαρτήτως της προσωπικής του εμπειρίας ή γνώμης (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, JFE Engineering κατά Επιτροπής, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, EU:T:2004:221, σκέψη 205 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

217    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το φύλλο υπολογισμού του 2004 έχει μεγαλύτερη αποδεικτική αξία από τα έγγραφα ή τις δηλώσεις υψηλόβαθμων διευθυντικών στελεχών της Dell τα οποία επικαλείται η Intel.

218    Ορθώς επίσης η Επιτροπή επικαλείται τον ακριβή και λεπτομερή χαρακτήρα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο φύλλο υπολογισμού του 2004, καθόσον τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν, καταρχήν, να ενισχύσουν την αποδεικτική αξία ενός εγγράφου (πρβλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 1999, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, EU:T:1999:80, σκέψη 593).

219    Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Intel δεν στερούνται οποιασδήποτε αποδεικτικής αξίας.

220    Πρέπει να εκτιμηθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που συνίστανται, καταρχάς, σε αξιολογήσεις του διεκδικήσιμου μεριδίου εντός της Dell, ήτοι αξιολογήσεις στις οποίες προέβησαν οι D1 και D5, εν συνεχεία, σε δηλώσεις διευθυντικών στελεχών της Dell στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαδικασίας επίλυσης διαφοράς μεταξύ της AMD και της Intel στην πολιτεία του Delaware και, τέλος, στο έγγραφο που συνιστά τη δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007.

221    Πρώτον, από το ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005 προκύπτει ότι «οι υποθέσεις εργασίας που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο του έργου MAID κατά τη διάρκεια των έξι έως δώδεκα πρώτων μηνών προέβλεπαν […] μεταφορά περίπου του 25 % του συνολικού όγκου» του εφοδιασμού της Dell υπέρ της AMD. Όσον αφορά τις επικρίσεις της Επιτροπής σχετικά με την αντικειμενική αξιοπιστία του ηλεκτρονικού μηνύματος του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, επιβάλλεται, καταρχάς, η διαπίστωση ότι ο αποστολέας του, ο D1, ήταν [εμπιστευτικό] κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Εν συνεχεία, το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα συντάχθηκε κατά την κρίσιμη περίοδο. Τέλος, το περιεχόμενό του είναι αρκούντως σαφές και αφορά ακριβώς το διεκδικήσιμο μερίδιο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα πρέπει να ληφθεί υπόψη και να γίνει δεκτό ότι ασκεί πράγματι επιρροή, δεδομένου ότι η αξιοπιστία του δεν αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι πρόκειται για σχηματική περίληψη των όσων θυμόταν ο D1.

222    Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1251 της προσβαλλόμενης απόφασης, ο ισχυρισμός ότι «το ποσοστό του 25 % που θα επιτυγχανόταν μετά την πάροδο περιόδου 6 έως 12 μηνών [ο οποίος περιλαμβάνεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005]» προσομοιάζει με «“ευσεβή πόθο” παρά με εύλογη και πραγματική εκτίμηση» των αναγκών της, αφορούσε στην πραγματικότητα, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι το ηλεκτρονικό μήνυμα του D5 της 9ης Μαρτίου 2004, και άλλη υπόθεση εργασίας, ήτοι μεταφορά του εφοδιασμού της Dell προς την AMD για το 25 % του συνολικού όγκου των αναγκών της σε CPU x86 «εντός 90 ημερών». Συγκεκριμένα, μόνο στο τελευταίο αυτό ηλεκτρονικό μήνυμα γίνεται μνεία των όρων «ευσεβής πόθος» ή ακόμη «planning guidelines» (κατευθυντήριες γραμμές σχεδιασμού).

223    Επιπλέον, όσον αφορά το ηλεκτρονικό μήνυμα του D5 της 9ης Μαρτίου 2004, διαπιστώνεται επίσης ότι, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ιδιαιτέρως ταχεία μεταφορά του εφοδιασμού προς την AMD για το 25 % του συνολικού όγκου των αναγκών της Dell σε CPU x86, «εντός 90 ημερών», αναφερόταν μόνον ως ευσεβής πόθος στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, τούτο ήδη αποδεικνύει ότι υπήρχε η πιθανότητα να εξεταστεί το ενδεχόμενο αυτό στο πλαίσιο εσωτερικής συζήτησης της Dell, τουλάχιστον ως κίνητρο ή ως προγραμματισμένος στόχος, πράγμα που πρέπει να θεωρηθεί ως πρόσθετη ένδειξη περί πιθανότητας διεκδικήσιμου μεριδίου μάλλον υψηλού. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα τοποθετείται χρονικά μερικούς μόνο μήνες μετά το φύλλο υπολογισμού του 2004 και ότι, όπως και το ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, αναφέρεται σε μεταφορά περίπου του 25 % της ζήτησης της Dell υπέρ της AMD.

224    Τρίτον, στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαδικασίας επίλυσης διαφοράς μεταξύ της AMD και της Intel στην πολιτεία του Delaware, ο D1 επιβεβαίωσε ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου MAID, υπέθετε ότι η μεταφορά της ζήτησης στην AMD θα αφορούσε περίπου το 25 % του όγκου των CPU x86 κατά τη διάρκεια των έξι πρώτων μηνών και ότι ο D3 δήλωσε ότι δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητεί την ακρίβεια των δηλώσεων του D1.

225    Συγκεκριμένα, οι δηλώσεις διευθυντικών στελεχών της Dell στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαδικασίας επίλυσης διαφοράς μεταξύ της AMD και της Intel στην πολιτεία του Delaware επιβεβαιώνουν την παραδοχή ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου MAID, κατά τη διάρκεια των έξι έως δώδεκα πρώτων μηνών, η μεταφορά της ζήτησης από την Dell στην AMD μπορούσε να αφορά περίπου το 25 % του όγκου των CPU x86.

226    Τέταρτον, πρέπει ακόμη να αξιολογηθεί η δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007. Οι επικρίσεις που διατυπώνει η Επιτροπή κατά της ως άνω δήλωσης με την προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες, εκ των οποίων η πρώτη στηρίζεται στο γεγονός ότι η δήλωση αυτή καταρτίστηκε ειδικώς για τη διοικητική διαδικασία, η δεύτερη στο γεγονός ότι δεν επιβεβαιώθηκε από άλλα αποδεικτικά στοιχεία αναγόμενα στον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και η τρίτη στο γεγονός ότι περιέχει ορισμένες αντιφάσεις σε σχέση με μια παρουσίαση του Ι1 της 10ης Ιανουαρίου 2003 προς την Dell (βλ. σκέψη 211 ανωτέρω).

227    Συναφώς, καταρχάς, είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 195 ανωτέρω, η δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007 έγινε από εκπρόσωπο της προσφεύγουσας και αποσκοπεί στον μετριασμό της ευθύνης της προσφεύγουσας στη διαπιστωθείσα παράβαση, οπότε έχει, αφ’ εαυτής, μικρή αποδεικτική αξία.

228    Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007 ήταν ένορκη και ότι ο I1 ήταν, όπως προκύπτει από το σημείο 1 της εν λόγω δήλωσης, [εμπιστευτικό], τούτο δε από το 1999. Λόγω των καθηκόντων και της αρχαιότητάς του στην Intel, ο Ι1 έπρεπε να έχει πλήρη γνώση των βασικών στοιχείων που αφορούσαν τη σχέση με την Dell, περιλαμβανομένου του ζητήματος του προβλέψιμου για το κρίσιμο χρονικό διάστημα διεκδικήσιμου μεριδίου.

229    Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 221 έως 223 ανωτέρω, διάφορα εσωτερικά έγγραφα της Dell αναγόμενα στο κρίσιμο χρονικό διάστημα επιβεβαιώνουν τη δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007 επί του σημείου ότι η μεταφορά της ζήτησης από την Dell στην AMD θα μπορούσε να αφορά έως και το 25 % του όγκου των CPU x86. Αν μη τι άλλο, η εν λόγω δήλωση, στο μέτρο που αναφέρεται σε όγκο CPU x86 μεταξύ 15 και 25 %, καταδεικνύει, όπως ακριβώς και τα έγγραφα αυτά, ότι η μεταφορά της ζήτησης από την Dell στην AMD μπορούσε να υπερβεί τον όγκο του 7 % που αναγράφεται στο φύλλο υπολογισμού του 2004.

230    Όσον αφορά τις φερόμενες αντιφάσεις που προβάλλει η Επιτροπή και οι οποίες ανάγονται στην οικονομική λογική της μετάβασης προς την AMD, ή ακόμη τις αντιφάσεις των ισχυρισμών του Ι1, επισημαίνεται ότι, με την παρουσίαση της 10ης Ιανουαρίου 2003, ο Ι1 αποσαφηνίζει τη σχέση μεταξύ της Intel και της Dell, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι έπρεπε να καταστεί απολύτως σαφής στην Dell η ιδιαιτερότητα της σχέσης αυτής, σε περίπτωση που η εν λόγω επιχείρηση σκόπευε να μεταβεί στην AMD. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 1235 και 1236 της προσβαλλόμενης απόφασης, το απόσπασμα αυτό της εν λόγω παρουσίασης μπορεί να φαίνεται ότι αντιφάσκει προς το σημείο 4 της δήλωσης του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την απουσία οποιωνδήποτε όρων για τη χορήγηση των εκπτώσεων που πρότεινε η Intel. Ωστόσο, αντιθέτως προς τις συνέπειες που συνάγει εκ των ανωτέρω η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που η αντίφαση αυτή αφορά ένα άλλο στοιχείο της δήλωσης του Ι1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007 και όχι εκείνο που ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του διεκδικήσιμου μεριδίου, δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι η εν λόγω δήλωση στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής αξίας στο σύνολό της και, επομένως, καθόσον αφορά και το διεκδικήσιμο μερίδιο.

231    Προστίθεται ότι η δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007, κατά την οποία κάθε δυνητικός εφοδιασμός της Dell με CPU x86 από την AMD θα αποκτούσε σημαντικές διαστάσεις, λαμβανομένων υπόψη του κόστους, της αυξημένης πολυπλοκότητας και των πρόσθετων πόρων όσον αφορά τη μηχανική, την υποστήριξη και τις πωλήσεις που συνδέονται με την προσθήκη πλατφορμών AMD δεν είναι ούτε παράλογη ούτε αντιφατική. Από τη δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007 προκύπτει ότι αυτός κατέβαλε προσπάθεια ώστε να παρουσιάσει μια αντικειμενική συνολική θεώρηση, καθώς επισημαίνει επίσης ότι, κατά την εκτίμησή του, η πιθανότητα μερικής μεταφοράς του εφοδιασμού της Dell προς την AMD ήταν απλώς «μικρή» κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, ο Ι1 διευκρινίζει σαφώς με τη δήλωσή του ότι, για τους προαναφερθέντες λόγους, αν η Dell επέλεγε την AMD ως δεύτερη πηγή για τον εφοδιασμό της με CPU x86, τούτο θα αφορούσε άνευ ετέρου το 15 έως 25 % των αναγκών της.

232    Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η Dell είχε όντως την πρόθεση, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, να εφοδιάζεται εν μέρει με CPU x86 από την AMD. Συγκεκριμένα, από διάφορα στοιχεία της δικογραφίας, συμπεριλαμβανομένου του φύλλου υπολογισμού του 2004, προκύπτει ότι η Dell εξέταζε και μελετούσε τακτικά στο εσωτερικό της, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, το ενδεχόμενο μερικής μετάβασης στην AMD. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η μαρτυρία του D1, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 212 ανωτέρω και κατά την οποία η AMD δεν αποτελούσε βιώσιμη επιλογή για την Dell, αφορούσε μόνον το 2003. Η ίδια, όμως, η Επιτροπή τόνισε, μεταξύ άλλων με την αιτιολογική σκέψη 1258 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί η διακύμανση του διεκδικήσιμου μεριδίου της Dell με την πάροδο του χρόνου, καθώς το μερίδιο αυτό θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να αυξηθεί μακροπρόθεσμα, λόγω του ότι οι καταναλωτές θα προσαρμόζονταν σταδιακά τους CPU x86 που παράγει η AMD. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κατάσταση ως προς το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell το 2003 έπρεπε οπωσδήποτε να είναι πανομοιότυπη με εκείνη των ετών 2004 και 2005. Υπό τις συνθήκες αυτές, η δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007, η οποία ενισχύεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 221 και 222 ανωτέρω, πρέπει επίσης να θεωρηθεί αξιόπιστη καθόσον αφορά το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell.

233    Επομένως, από το ηλεκτρονικό μήνυμα του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, από το ηλεκτρονικό μήνυμα του D5 της 9ης Μαρτίου 2004, από τις δηλώσεις των διευθυντικών στελεχών της Dell στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαδικασίας επίλυσης διαφοράς μεταξύ της AMD και της Intel στην πολιτεία του Delaware, καθώς και από τη δήλωση του I1 της 21ης Δεκεμβρίου 2007, στοιχεία τα οποία, συνολικά θεωρούμενα, αλληλεπιβεβαιώνονται, προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια του 2005, η μεταφορά της ζήτησης από την Dell στην AMD μπορούσε να αφορά ποσοστό έως και 25 % του όγκου των CPU x86, και όχι 7 % όπως προκύπτει από το φύλλο υπολογισμού του 2004.

234    Επομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Intel θέτουν υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell έπρεπε να εκτιμηθεί αποκλειστικά με βάση το φύλλο υπολογισμού του 2004 στο οποίο αναγράφεται μεταφορά της ζήτησης της Dell προς την AMD σε ποσοστό 7 % για το 2005, και από το οποίο η Επιτροπή συνήγαγε ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο ανερχόταν στο 7,1 %.

235    Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Γενικό Δικαστήριο δεν αναιρείται από τις οικονομικές αναλύσεις που προσκόμισε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο παράρτημα B.31, το οποίο αποσαφηνίζει τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το σημείο 290 του υπομνήματος αντίκρουσης, καθώς και με τα σημεία 196 και 199 του υπομνήματος ανταπάντησης, τα οποία παραπέμπουν στο παράρτημα D.9, προς απόδειξη του γεγονότος ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο πρέπει να υπολογιστεί βάσει των εγγράφων που μνημονεύονται στη σκέψη 233 ανωτέρω, δεν μπορεί εξ αυτών να συναχθεί ότι υπάρχει διεκδικήσιμο μερίδιο μεταξύ 12,5 % και 17,5 %, όπως υποστηρίζει η Intel.

236    Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τις συμπληρωματικές αυτές αναλύσεις, οι οποίες προσκομίστηκαν για πρώτη φορά κατά την ενώπιόν του διαδικασία προς στήριξη του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έτσι θα υποκαθιστούσε με τη δική του αιτιολογία εκείνη της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση. Η νομολογία όμως που παρατίθεται στη σκέψη 150 ανωτέρω απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια αντικατάσταση σκεπτικού.

237    Κατά τα λοιπά, προστίθεται ότι ακόμη και από τις οικονομικές αναλύσεις που προσκόμισε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει, τουλάχιστον σε ένα εκ των πιθανών σεναρίων που βασίζονται στην ανάλυση του ηλεκτρονικού μηνύματος του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, διεκδικήσιμο μερίδιο 10,4 %.

238    Η Επιτροπή επισημαίνει, συναφώς, με τα δικόγραφά της, ότι η διακύμανση του διεκδικήσιμου μεριδίου μεταξύ 5,6 % έως 10,4 % στο πλαίσιο αμερόληπτης ανάλυσης του ηλεκτρονικού μηνύματος του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005 αντιστοιχούσε στο αποτέλεσμα του φύλλου υπολογισμού του 2004, το οποίο προέβλεπε 7,1 %.

239    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο μέτρο που το αποτέλεσμα του ελέγχου βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θα μπορούσε να διαφέρει αναλόγως του αν το συνεκτιμώμενο διεκδικήσιμο μερίδιο είναι 7,1 % ή 10,4 %. Συγκεκριμένα, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 1255 έως 1259 της προσβαλλόμενης απόφασης, η πρόβλεψη του διεκδικήσιμου μεριδίου συγκρίνεται στη συνέχεια με το απαιτούμενο μερίδιο που αναγράφεται στον πίνακα 22, του οποίου μόνον τα τρία τελευταία τρίμηνα παρουσιάζουν αριθμητικά στοιχεία που υπερβαίνουν το 10,4 %. Ωστόσο, κανένα αντικειμενικό στοιχείο δεν παρέχει τη δυνατότητα να αποκλειστεί κάποιο από τα πιθανά σενάρια υπό το πρίσμα του ηλεκτρονικού μηνύματος του D1 της 10ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τη διακύμανση του διεκδικήσιμου μεριδίου μεταξύ 5,6 % έως 10,4 %, ή ακόμη να συναχθεί ότι ένα εκ των σεναρίων αυτών ήταν πιθανότερο από ένα άλλο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, παραμένει αμφιβολία ως προς το ποσοστό που μπορούσε να χαρακτηριστεί οριστικά ως το ποσοστό του διεκδικήσιμου μεριδίου της Dell και, ειδικότερα, ως προς το ότι το ποσοστό αυτό έπρεπε να καθοριστεί στο 7,1 %.

240    Δεύτερον, η Intel προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι οι παρατηρήσεις που μπορούν να συναχθούν από τη μεταφορά της ζήτησης της Dell προς την AMD αποδεικνύουν ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell μπορούσε να υπερβαίνει το 7,1 %.

241    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μεταφορά του εφοδιασμού της Dell προς την AMD κατά τα έτη 2006 και 2007 έχει περιορισμένο μόνο ενδιαφέρον για την εξέταση της κατάστασης κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ότι πρέπει τουλάχιστον να αναπροσαρμοστούν ορισμένες παράμετροι υπολογισμού, ιδίως το επίπεδο των εκπτώσεων κατά το 2006, ότι η ίδια προέβη, επικουρικώς, σε έλεγχο βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή με την προσβαλλόμενη απόφαση λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση κατά το 2006 και το 2007, ο οποίος επιβεβαιώνει τα συμπεράσματά της, και ότι το παράρτημα D.9 το οποίο προσκομίστηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αντικρούει τα επιχειρήματα της Intel.

242    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1241 έως 1246 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξέτασε το επιχείρημα της Intel ότι το ποσοστό μεταφοράς που παρατηρήθηκε όταν η Dell αποφάσισε να μεταφέρει μέρος του εφοδιασμού της προς την AMD μετά το 2006 μπορούσε να είναι κρίσιμο για την αξιολόγηση του διεκδικήσιμου μεριδίου. Το θεσμικό όργανο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, μολονότι οι μεταγενέστερες μεταφορές μπορούσαν να είναι αυτές καθαυτές διαφωτιστικές, εντούτοις δεν έπρεπε να τους προσδοθεί μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με τα έγγραφα που παρέθεταν εκτιμήσεις της κρίσιμης περιόδου. Εν συνεχεία, εξετάζοντας τα στοιχεία εφοδιασμού της Dell κατά τα τρία τρίμηνα με έναρξη τον Οκτώβριο του 2006 και λήξη τον Ιούνιο του 2007, όπως διορθώθηκαν λαμβανομένης υπόψη της μεταβατικής περιόδου υπό το πρίσμα των δικών της παραδοχών σχετικά με την αφετηρία του χρονικού ορίζοντα ενός έτους, εκτίμησε το συνολικό μερίδιο της AMD σε 8,2 % βάσει των στοιχείων της Gartner και σε ποσοστό κυμαινόμενο μεταξύ 8,8 % και 10,1 % σύμφωνα με τις εσωτερικές εκτιμήσεις της Intel, κατά το πρώτο έτος της μεταφοράς της ζήτησης της Dell προς την AMD. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι, μολονότι οι εκτιμήσεις αυτές ήταν ελαφρώς υψηλότερες από τις εκτιμήσεις της Dell κατά την κρίσιμη περίοδο, δεν ήταν τέτοιου επιπέδου ώστε να μπορούν να προβληθούν προς αμφισβήτηση της ακρίβειας της ανάλυσής της.

243    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δέχθηκε ρητώς, με την αιτιολογική σκέψη 1245 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, βάσει των παρατηρήσεων που συνάγονται από την πραγματική μεταφορά μέρους της ζήτησης της Dell προς την AMD, ήταν δυνατός ο υπολογισμός διεκδικήσιμου μεριδίου άνω του 7,1 %, κυμαινόμενου μεταξύ 8,2 % και 10,1 %.

244    Ακόμη και αν η Επιτροπή θεωρεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι εκτιμήσεις αυτές ήταν ελαφρώς υψηλότερες σε σχέση με την εκτίμηση που συνάγεται από το φύλλο υπολογισμού του 2004, με αποτέλεσμα να μην πρέπει να ληφθούν υπόψη, γεγονός παραμένει ότι η ίδια η ύπαρξη των εν λόγω εκτιμήσεων αρκεί για να αποδειχθεί ότι η υπόθεση περί διεκδικήσιμου μεριδίου ανερχόμενου στο 7,1 % δεν ήταν η μόνη δυνατή, θέτει δε υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της εκτίμησης στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

245    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καταρχάς, η Επιτροπή επαναλαμβάνει το επιχείρημα που περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 1242 και 1243 της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά το οποίο οι παρατηρήσεις που συνάγονται από τη μεταφορά μέρους της ζήτησης της Dell προς την AMD κατά τη διάρκεια των ετών 2006 και 2007 έχουν περιορισμένη μόνον αποδεικτική αξία για τον καθορισμό του διεκδικήσιμου μεριδίου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

246    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η Επιτροπή, απαντώντας στο επιχείρημα του καθηγητή Shapiro ότι ο υπολογισμός του χρονικού ορίου ενός έτους για το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν μπορεί να αρχίσει μετά την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να έχει συνέπειες η μεταφορά μέρους της ζήτησης της Dell προς την AMD, στηρίχθηκε καθοριστικά, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1221 έως 1227 της προσβαλλόμενης απόφασης, στις παρατηρήσεις που μπορούσαν να συναχθούν από τα γεγονότα το 2006. Το θεσμικό αυτό όργανο συνήγαγε από σειρά περιστάσεων ότι η Intel ήταν ήδη ενήμερη για την αλλαγή προμηθευτή τον Μάιο του 2006 και ότι είχε προβεί σε σημαντική μείωση των εκπτώσεων μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου τριμήνου του φορολογικού έτους 2007.

247    Επομένως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του διεκδικήσιμου μεριδίου, χρησιμοποίησε η ίδια τις παρατηρήσεις που συνάγονται από τη μεταφορά μέρους της ζήτησης της Dell προς την AMD κατά τη διάρκεια των ετών 2006 και 2007 για να αντικρούσει την υπόθεση του καθηγητή Shapiro σχετικά με την αφετηρία του χρονικού ορίζοντα ενός έτους.

248    Ως εκ τούτου, δεν ευσταθεί το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 1242 και 1243 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι οι ίδιες αυτές παρατηρήσεις έχουν περιορισμένο μόνον ενδιαφέρον προκειμένου να αμφισβητηθεί η ορθότητα της αξιολόγησης του διεκδικήσιμου μεριδίου σε ποσοστό μεταξύ 8,2 % και 10,1 %.

249    Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατά τον υπολογισμό βάσει των αριθμητικών στοιχείων των ετών 2006 και 2007 για το διεκδικήσιμο μερίδιο θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι το ύψος των εκπτώσεων που χορηγούσε η Intel στην Dell έφθασε σε επίπεδα άνευ προηγουμένου το 2006. Εντούτοις, αν η Επιτροπή εκτιμούσε ότι η αξιολόγηση του διεκδικήσιμου μεριδίου έπρεπε να αναπροσαρμοστεί λόγω της παραμέτρου αυτής, όφειλε να την έχει συμπεριλάβει στον υπολογισμό που πραγματοποίησε στην αιτιολογική σκέψη 1245 της προσβαλλόμενης απόφασης.

250    Εκτός αυτού, η Επιτροπή, παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 1258 της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή συμπεριέλαβε τα πραγματικά μερίδια αγοράς της AMD στην Dell κατά τα έτη 2006 και 2007, όπως αυτά παρασχέθηκαν από την Intel κατά τη διάρκεια της έρευνας, και ότι τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά το χρονικό διάστημα που έληξε το 2005.

251    Εντούτοις, με την αιτιολογική σκέψη 1258 της προσβαλλόμενης απόφασης, μολονότι παραδέχεται ότι ήταν πιθανό το διεκδικήσιμο μερίδιο να αυξήθηκε ελαφρώς με την πάροδο του χρόνου, στο μέτρο που οι καταναλωτές συνειδητοποιούσαν τη βιωσιμότητα της εναλλακτικής λύσης που προσέφερε η AMD, η Επιτροπή διατύπωσε παρατηρήσεις σχετικές με την εξέλιξη του απαιτούμενου μεριδίου κατά το 2006 και τον όγκο της ζήτησης της Dell που μεταφέρθηκε προς την AMD κατά το 2007. Στο στάδιο αυτό, το θεσμικό αυτό όργανο δεν προέβη σε αναπροσαρμογή του διεκδικήσιμου μεριδίου που ελήφθη υπόψη για το έτος 2005 βάσει των υπολογισμών που πραγματοποιήθηκαν με την αιτιολογική σκέψη 1245 της προσβαλλόμενης απόφασης.

252    Τέλος, με το υπόμνημα αντίκρουσης και με το υπόμνημα ανταπάντησης, η Επιτροπή επικαλείται το παράρτημα B.31, το οποίο, κατ’ αυτήν, περιέχει ανάλυση στηριζόμενη στη μεταφορά μέρους της ζήτησης της Dell προς την AMD κατά τη διάρκεια των ετών 2006 και 2007 η οποία επιβεβαιώνει τις διαπιστώσεις της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την ικανότητα των εκπτώσεων να προκαλέσουν τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, και το παράρτημα D.9, το οποίο καταδεικνύει ότι το μερίδιο αγοράς της AMD στην Dell ήταν μικρότερο από το περιλαμβανόμενο στο υπόμνημα απάντησης. και χρησιμοποιεί τα νέα αριθμητικά στοιχεία που αντλούνται από το υπόμνημα απάντησης για την πραγματοποίηση ελέγχου βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

253    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τις συμπληρωματικές αυτές αναλύσεις, οι οποίες προσκομίστηκαν για πρώτη φορά κατά την ενώπιόν του διαδικασία προς στήριξη του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έτσι θα υποκαθιστούσε με τη δική του αιτιολογία εκείνη της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση. Η νομολογία όμως που παρατίθεται στη σκέψη 150 ανωτέρω απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια αντικατάσταση αιτιολογίας.

254    Ως εκ τούτου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο για την Dell ήταν δυνατό να προσδιοριστεί μεταξύ 8,2 % και 10,1 % βάσει άλλων στοιχείων πλην του φύλλου υπολογισμού του 2004. Η ίδια η ύπαρξη των εν λόγω εκτιμήσεων καταδεικνύει ότι η υπόθεση περί διεκδικήσιμου μεριδίου ανερχόμενου στο 7,1 % όσον αφορά την Dell δεν ήταν η μόνη δυνατή, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες στο Γενικό Δικαστήριο ως προς το βάσιμο της εν λόγω υπόθεσης, την οποία δέχθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

255    Εξεταζόμενες από κοινού, η διαπίστωση αυτή καθώς και η προεκτεθείσα στη σκέψη 234 ανωτέρω όσον αφορά το ζήτημα αν το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell έπρεπε να αξιολογηθεί αποκλειστικά με βάση το φύλλο υπολογισμού του 2004 που περιέχει το ποσοστό 7 % για το έτος 2005 ενισχύουν τις αμφιβολίες ως προς την αξιολόγηση του εν λόγω διεκδικήσιμου μεριδίου που έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

256    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η Intel είναι ικανά να δημιουργήσουν αμφιβολία στον δικαστή ως προς τον καθορισμό του διεκδικήσιμου μεριδίου για την Dell σε 7,1 %. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το βάσιμο της αξιολόγησης του εν λόγω διεκδικήσιμου μεριδίου.

iii) Επί του επιχειρήματος της προσφεύγουσας σχετικά με το αρχικό τμήμα της κρίσιμης περιόδου, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2003

257    Μολονότι το συμπέρασμα που παρατίθεται στη σκέψη 256 ανωτέρω αναιρεί ήδη αφ’ εαυτού την εκτίμηση του διεκδικήσιμου μεριδίου της Dell που πραγματοποιήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει, ως εκ περισσού, να αξιολογηθεί, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων της Intel, το βάσιμο της ανάλυσης της Επιτροπής σχετικά με το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell όσον αφορά το αρχικό τμήμα της κρίσιμης περιόδου, μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2003.

258    Κατά την Intel, υφίσταται ανακολουθία μεταξύ της διαπίστωσης της Επιτροπής περί του ύψους του διεκδικήσιμου μεριδίου της Dell στο 7,1 % και του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε το θεσμικό όργανο με την αιτιολογική σκέψη 1281 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατόπιν σύγκρισης του εν λόγω μεριδίου με το μερίδιο αγοράς που απαιτείται προκειμένου ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής να μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά χωρίς να υποστεί ζημίες (στο εξής: απαιτούμενο μερίδιο), και σύμφωνα με το οποίο, καθ’ όλη την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2005, οι εκπτώσεις της Intel ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

259    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Intel, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο απλώς για ενδιάμεσα συμπεράσματα και παραπέμπει στις αιτιολογικές σκέψεις 1281 και 1282 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες περιέχουν συνολική εκτίμηση.

260    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον πίνακα 22 προκύπτει σαφώς ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο υπερέβαινε το απαιτούμενο μερίδιο, για τα τέσσερα πρώτα παρατιθέμενα τρίμηνα, τούτο δε ακόμη και αν γίνουν δεκτοί οι υπολογισμοί του απαιτούμενου μεριδίου και του διεκδικήσιμου μεριδίου στους οποίους προέβη η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον πίνακα 22, κατά τις χρήσεις που εμπίπτουν στη λογιστική περίοδο της Dell από το τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 έως το τρίτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, το απαιτούμενο μερίδιο ανερχόταν κατ’ ανώτατο όριο σε 6,6 %, ενώ το διεκδικήσιμο μερίδιο που καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν 7,1 %.

261    Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 1256 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ρητώς ότι, «[γ]ια τα περισσότερα τρίμηνα (9 σε σύνολο 13), το απαιτούμενο μερίδιο υπερβαίνει το διεκδικήσιμο μερίδιο». Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει η Intel, σύμφωνα με τα αριθμητικά στοιχεία της ίδιας της Επιτροπής, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή όσον αφορά τις εκπτώσεις της Intel υπέρ της Dell κατέληξε σε θετικό αποτέλεσμα κατά τα τέσσερα πρώτα τρίμηνα που αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση.

262    Όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 1281 και 1282 της προσβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή (βλ. σκέψη 259 ανωτέρω) για να υποστηρίξει ότι η σύγκριση μεταξύ του απαιτούμενου και του διεκδικήσιμου μεριδίου είναι ένα μόνον από τα τρία στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για το συμπέρασμα της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις επισημαίνουν ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή όσον αφορά τις εκπτώσεις που χορηγούνταν στην Dell εξήχθησαν από τη σύγκριση του διεκδικήσιμου μεριδίου με το απαιτούμενο μερίδιο, από τους παράγοντες ενίσχυσης και από την εναλλακτική μεθόδου υπολογισμού και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στα ευνοϊκότερα για την Intel αριθμητικά στοιχεία κόστους. Ωστόσο, από την αιτιολογική σκέψη 1213 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο πίνακας 22 χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της σύγκρισης του διεκδικήσιμου μεριδίου με το απαιτούμενο μερίδιο. Επιπλέον, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 272 έως 282 κατωτέρω, ούτε η εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού ούτε οι παράγοντες ενίσχυσης περιλαμβάνουν εξέταση της ικανότητας των εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά για τα πρώτα τέσσερα τρίμηνα που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, τα τρία αυτά στοιχεία της ανάλυσης της Επιτροπής, ακόμη και συνολικά θεωρούμενα, δεν παρέχουν διευκρινίσεις ως προς το ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, όσον αφορά τις εκπτώσεις της Intel υπέρ της Dell, κατέληξε σε θετικό αποτέλεσμα κατά τα τέσσερα πρώτα τρίμηνα τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

263    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ, αφενός, της αιτιολογικής σκέψης 1256 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία, για τουλάχιστον τέσσερα τρίμηνα της κρίσιμης περιόδου, η Intel πληρούσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και, αφετέρου, των συμπερασμάτων της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις 1281 και 1282 της ίδιας απόφασης, από τα οποία προκύπτει ότι οι χορηγούμενες στην Dell εκπτώσεις μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

264    Περαιτέρω, ούτε τα λοιπά στοιχεία της προσβαλλόμενης απόφασης, στα οποία παραπέμπει η Επιτροπή για να αποδείξει ότι δεν υπήρχε σφάλμα ως προς τα τέσσερα πρώτα τρίμηνα είναι πειστικά όσον αφορά την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2003. Κατά την Επιτροπή, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1258 και 1259 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η αυστηρή τριμηνιαία προσέγγιση δεν είναι ενδεδειγμένη.

265    Ειδικότερα, με την αιτιολογική σκέψη 1258 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο ενδέχεται να αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου καθώς οι καταναλωτές συνειδητοποιούσαν ολοένα και περισσότερο ότι η εναλλακτική λύση που προσέφερε η AMD ήταν βιώσιμη. Υπογραμμίζει επίσης ότι, σε όλες τις υποθέσεις εργασίας για τον υπολογισμό, το απαιτούμενο μερίδιο αυξάνεται συνεχώς κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης από την προσβαλλόμενη απόφαση περιόδου. Η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στα πραγματικά στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από την κατάσταση που επικρατούσε το 2006, όταν η Dell είχε επιλέξει να αρχίσει να εφοδιάζεται από την AMD. Στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε στοιχεία παρασχεθέντα από την Gartner.

266    Με την αιτιολογική σκέψη 1259 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκτιμά ότι, αντιστρόφως, είναι πιθανό το διεκδικήσιμο μερίδιο να ήταν χαμηλότερο του 7,1 % κατά το διάστημα πριν από το πρώτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2005, που συνιστά τη νωρίτερη χρονική περίοδο κατά την οποία θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί η εκ μέρους της Dell μεταφορά μέρους των αναγκών της σε CPU x86 από την Intel στην AMD σύμφωνα με το σενάριο στο οποίο στηρίχθηκε το φύλλο υπολογισμού του 2004. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου μεριδίου και του διεκδικήσιμου μεριδίου για τα πρώτα τρίμηνα της κρίσιμης περιόδου θα μπορούσε να είναι μικρότερη απ’ ό,τι υποδηλώνουν τα αριθμητικά στοιχεία που αναφέρονται στον πίνακα 22.

267    Όσον αφορά την αιτιολογία αυτή, η προσφεύγουσα προβάλλει το επιχείρημα ότι η Επιτροπή ουδέποτε τροποποίησε την αξιολόγησή της όσον αφορά το διεκδικήσιμο μερίδιο για τα τέσσερα πρώτα τρίμηνα της κρίσιμης περιόδου, ώστε να αντικατοπτριστεί η βελτίωση αυτή της βιωσιμότητας της AMD, η οποία, κατά την προσφεύγουσα, δεν πραγματοποιήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη.

268    Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ουδόλως προσδιόρισε αριθμητικώς την εν λόγω υποτιθέμενη αύξηση του διεκδικήσιμου μεριδίου, κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται υπόψη η μεταβαλλόμενη αντίληψη των καταναλωτών ως προ την AMD. Αντιθέτως, στην προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποιείται μόνον το ποσοστό του 7,1 %, τούτο δε παρά το γεγονός ότι το φύλλο υπολογισμού του 2004 προέβλεπε εξέλιξη κατά τα επόμενα εξεταζόμενα έτη, αναφέροντας τιμές από τις οποίες μπορούσε να συναχθεί ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell ήταν 17,3 %, 22,5 % και 24,2 % για τα τρία έτη μετά το αρχικό έτος μερικού εφοδιασμού από την AMD.

269    Σε κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αναφέρεται κατηγορηματικώς ότι με την πάροδο του χρόνου είχε σημειωθεί αύξηση του διεκδικήσιμου μεριδίου της Dell, λόγω της βελτιωμένης αντίληψης για τα προϊόντα της AMD, στις δε αιτιολογικές σκέψεις 1258 και 1259 της απόφασης αυτής γίνεται λόγος απλώς για «δυνητική» τέτοια αύξηση. Εξάλλου, ακόμη και ο πίνακας 22 αξιολογεί μόνον τις διαχρονικές μεταβολές του απαιτούμενου μεριδίου, τούτο δε σε πολυετή βάση, αλλά όχι του διεκδικήσιμου μεριδίου. Ωστόσο, η Επιτροπή περιορίστηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, να τονίσει ότι η πάγια χρήση του ποσοστού 7,1 % για το διεκδικήσιμο μερίδιο καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα οφειλόταν σε «τεχνικό λόγο», συνδεόμενο με υποτιθέμενη συμφωνία μεταξύ της Intel και της Επιτροπής όσον αφορά τη χρήση περιόδου ενός έτους για την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Επομένως, ενώ στην αιτιολογική σκέψη 1212 της προσβαλλόμενης απόφασης επαναλαμβάνονται τα τέσσερα διαφορετικά στοιχεία που προκύπτουν από το φύλλο υπολογισμού του 2004, στην αιτιολογική σκέψη 1213 της προσβαλλόμενης απόφασης χαρακτηρίζεται ως πρόσφορο μόνον το στοιχείο του 7,1 % για το διεκδικήσιμο μερίδιο.

270    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν παρέχουν τη δυνατότητα να εξηγηθεί ή να επικυρωθεί εκ των υστέρων η απόκλιση μεταξύ, αφενός, των αποτελεσμάτων τα οποία επισήμανε η Επιτροπή στον πίνακα 22 για τα τέσσερα πρώτα τρίμηνα της κρίσιμης περιόδου και, αφετέρου, του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε για το σύνολο της κρίσιμης περιόδου και κατά το οποίο η Intel δεν ικανοποίησε στο κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

271    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του κύριου υπολογισμού, το αποτέλεσμα του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ήταν θετικό για την Intel για τα πρώτα τέσσερα τρίμηνα που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδειξε, απλώς και μόνο βάσει του κριτηρίου αυτού, ότι οι εκπτώσεις που χορηγούσε η Intel στην Dell ήταν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

2)      Επί της εναλλακτικής μεθόδου υπολογισμού

272    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1266 έως 1274 και 1281 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή προέβη σε εναλλακτικό υπολογισμό, βάσει πληροφοριακών στοιχείων περιεχόμενων στην παρουσίαση της Dell της 17ης Φεβρουαρίου 2004, ο οποίος επιβεβαίωνε, κατά την Επιτροπή, τα συμπεράσματα που συνάγονταν από τον κύριο υπολογισμό στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ήτοι ότι οι εκπτώσεις που είχε χορηγήσει η Intel στην Dell ήταν ικανές να εκτοπίσουν από την αγορά έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή.

273    Η Intel αμφισβητεί την ορθότητα του εναλλακτικού υπολογισμού. Η αξιολόγηση αυτή αφορά μόνον το φορολογικό έτος 2005, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην περίοδο για την οποία αποδεικνύεται, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Intel ικανοποίησε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Επομένως, η διαπίστωση παράβασης σε σχέση με την Dell για το χρονικό διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2003 δεν ισχύει και για το εν λόγω έτος.

274    Η Επιτροπή απορρίπτει τα επιχειρήματα της Intel και θεωρεί ότι ο εναλλακτικός υπολογισμός αποτελεί προσέγγιση που επιβεβαιώνει το αποτέλεσμα του κύριου υπολογισμού στον οποίον προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση.

275    Συναφώς, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει τον εναλλακτικό υπολογισμό της στην παρουσίαση της Dell της 17ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία, όπως προκύπτει επίσης από τους πίνακες 28 και 29 που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 1268 και 1270 της απόφασης αυτής, αξιολογεί την περίοδο που αρχίζει το φορολογικό έτος 2005, δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι ο εναλλακτικός υπολογισμός δύναται να εξηγήσει ή, κατά μείζονα λόγο, να τροποποιήσει τις εκτιμήσεις της Επιτροπής για την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2003. Επιπλέον, στο μέτρο που η Επιτροπή παρέπεμψε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, στην υποσημείωση 1604 της αιτιολογικής σκέψης 1264 της προσβαλλόμενης απόφασης για να υποστηρίξει ότι τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν αφορούσαν πράγματι την κρίσιμη περίοδο, αρκεί η διαπίστωση ότι η υποσημείωση αυτή αφορούσε τους παράγοντες ενίσχυσης και όχι την εναλλακτική μέθοδο υπολογισμού.

276    Επομένως, χωρίς να είναι απαραίτητο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του βασίμου της εναλλακτικής μεθόδου, αρκεί η διαπίστωση ότι η μέθοδος αυτή δεν αποδεικνύει ότι οι εκπτωτικές πρακτικές της Intel μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

3)      Επί των παραγόντων ενίσχυσης

277    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ματαίως επιχειρεί να στηρίξει την ανάλυσή της με το επιχείρημα ότι χρησιμοποίησε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή κατά τρόπο συντηρητικό καθόσον δεν έλαβε υπόψη παράγοντες ενίσχυσης (βλ. επίσης σκέψη 177 ανωτέρω). Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ήταν δικαιολογημένο να ληφθούν υπόψη παράγοντες ενίσχυσης.

278    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν τα διάφορα σφάλματα της Επιτροπής στο κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή όσον αφορά την Dell θα μπορούσαν να διορθωθούν από τα διάφορα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη ως παράγοντες ενίσχυσης, όπως προκύπτουν από τις αιτιολογικές σκέψεις 1260 έως 1265 της προσβαλλόμενης απόφασης.

279    Συναφώς, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 1260 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η σημασία των παραγόντων ενίσχυσης έγκειται στο ότι «ορισμένοι παράγοντες δεν ελήφθησαν πλήρως υπόψη στην [προηγούμενη] ανάλυση, ενώ, αν είχαν περιληφθεί, θα ενίσχυαν την εκτιμώμενη ικανότητα των εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά». Επομένως, οι επίμαχοι παράγοντες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό να ενισχύσουν την κύρια εξέταση σχετικά με την ύπαρξη αποτελέσματος εκτοπισμού των ανταγωνιστών από την αγορά.

280    Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 1261 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η ίδια η Επιτροπή εκτίμησε ότι η πλήρης συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων των παραγόντων ενίσχυσης θα είχε απαιτήσει πρόσθετες υποθέσεις ως προς τον τρόπο χορήγησης των εκπτώσεων σε άλλους ανταγωνιστές, καθώς και ως προς τις συνέπειες μιας τέτοιας επιθετικής κατάστασης ανταγωνισμού επί των εσόδων της Dell.

281    Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι παράγοντες ενίσχυσης είχαν αποτελέσει αντικείμενο «ρεαλιστικής αξιολόγησης» και ότι επρόκειτο για στοιχεία sui generis, τα οποία εντάχθηκαν στη δομή της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι οι παράγοντες αυτοί αξιολογήθηκαν επακριβώς, με αριθμητικά στοιχεία, στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Τονίζει, αντιθέτως, ότι τα στοιχεία αυτά, ανεξαρτήτως του ζητήματος της νομιμότητάς τους, συνιστούσαν «πρόσθετο μοχλό» υπέρ της Intel, στο μέτρο που οι εκπτώσεις τις οποίες θα έχανε η Dell επρόκειτο να χορηγηθούν σε ανταγωνιστές και δεδομένου ότι οι εν λόγω απώλειες εκπτώσεων μπορούσαν να αφορούν άλλα μικροκυκλώματα αποκτώμενα από την Intel, τα οποία «δεν αποτελούσαν αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης».

282    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι παράγοντες ενίσχυσης συμπεριλήφθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση ως στοιχεία ικανά να ενισχύσουν την κύρια εκτίμηση σχετικά με την πρόκληση αποτελέσματος εκτοπισμού των ανταγωνιστών από την αγορά λόγω των επίμαχων εκπτώσεων και ότι οι παράγοντες αυτοί δεν αναλύθηκαν επαρκώς από την Επιτροπή όσον αφορά την επιρροή που άσκησαν στην εκτίμηση της ικανότητας των εν λόγω εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά. Επομένως, η συνεκτίμησή τους δεν μπορεί να ελεγχθεί δεόντως από το Γενικό Δικαστήριο ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την κύρια ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με την ικανότητα των εκπτώσεων της Intel προς την Dell να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

4)      Συμπέρασμα ως προς το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για τις εκπτώσεις προς την Dell

283    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το βάσιμο της παραδοχής της ότι το διεκδικήσιμο μερίδιο της Dell για την υπό εξέταση περίοδο ήταν 7,1 %. Δεδομένου ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1255 έως 1257 της προσβαλλόμενης απόφασης, η παραδοχή αυτή χρησίμευσε ως βάση για να αποδειχθεί, μέσω σύγκρισης μεταξύ του απαιτούμενου και του διεκδικήσιμου μεριδίου αγοράς, η ικανότητα των εκπτώσεων της Intel προς την Dell να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, συνάγεται, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τον υπολογισμό του μεριδίου των υπό όρους εκπτώσεων, ότι η εν λόγω σύγκριση δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την εν λόγω ικανότητα.

284    Εξάλλου, οι παράγοντες ενίσχυσης δεν είναι ικανοί, αφ’ εαυτών, να αποδείξουν ότι οι εκπτώσεις της Intel στην Dell μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά και, εν πάση περιπτώσει, δεν αναλύθηκαν επαρκώς, ενώ η εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού δεν αποδεικνύει ότι οι εκπτωτικές πρακτικές της Intel μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

285    Επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 1281 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε όσον αφορά την ικανότητα των εκπτώσεων προς την Dell να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά εξάγονται από τη σύγκριση μεταξύ του διεκδικήσιμου μεριδίου και του απαιτούμενου μεριδίου, από τους παράγοντες ενίσχυσης και από την επιβεβαίωση που παρέσχε η εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού.

286    Εντούτοις, δεδομένου ότι η σύγκριση μεταξύ του διεκδικήσιμου μεριδίου και του απαιτούμενου μεριδίου δεν αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον την ικανότητα εκτοπισμού των ανταγωνιστών από την αγορά και ότι οι παράγοντες ενίσχυσης δεν αναλύθηκαν επαρκώς, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδείξει βάσει των δύο πρώτων αυτών στοιχείων την ικανότητα των εκπτώσεων προς την Dell να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά. Εκτός αυτού, το τρίτο στοιχείο που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή και το οποίο συνίσταται σε εναλλακτική μέθοδο υπολογισμού, η οποία, κατά την αιτιολογική σκέψη 1281 της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτελεί επιβεβαίωση των δύο πρώτων στοιχείων, δεν μπορεί αφ’ εαυτού να στηρίξει τα συμπεράσματα της Επιτροπής, κατά μείζονα λόγο διότι δεν αποδεικνύει ότι οι εκπτωτικές πρακτικές της Intel μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου.

287    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το βάσιμο του συμπεράσματος της αιτιολογικής σκέψης 1281 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, κατά το διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2005, οι εκπτώσεις της Intel ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, διότι ακόμη και ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα είχε εμποδιστεί να εφοδιάσει την Dell για τις ανάγκες της σε CPU x86.

β)      Επί των προβαλλόμενων σφαλμάτων σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε στην HP

288    Με την αιτιολογική σκέψη 413 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι η HP και η προσφεύγουσα είχαν συνάψει, μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005, τις συμφωνίες HPA με αντικείμενο επιτραπέζιους υπολογιστές επαγγελματικής χρήσης. Με την ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν έναν άγραφο όρο για τη χορήγηση εκπτώσεων στην HP (στο εξής: εκπτώσεις HPA), ήτοι ότι η τελευταία θα κάλυπτε το 95 % τουλάχιστον των αναγκών της σε CPU x86 από την προσφεύγουσα, προκειμένου να εξοπλίσει τους προοριζόμενους για επαγγελματική χρήση επιτραπέζιους υπολογιστές της (στο εξής: όρος της σχεδόν πλήρους αποκλειστικότητας). Με την αιτιολογική σκέψη 1406 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ότι οι εν λόγω εκπτώσεις HPA μπορούσαν να έχουν αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα εκτοπισμού των ανταγωνιστών από την αγορά.

289    Όσον αφορά ειδικότερα τις περιόδους που κάλυπταν οι συμφωνίες που οδήγησαν στις εκπτώσεις HPA, η Επιτροπή επισήμανε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 338, 341 και 1296 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η πρώτη από τις συμφωνίες αυτές (στο εξής: συμφωνία HPA1) είχε συναφθεί μετά τη συγχώνευση της HP με την Compaq τον Μάιο του 2002 και κάλυπτε το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2004. Όσον αφορά τη δεύτερη από τις συμφωνίες HPA, η Επιτροπή διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 342 και 343 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι αυτή κάλυπτε το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2004 και Μαΐου 2005.

290    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι εκπτώσεις HPA μπορούσαν να έχουν αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα εκτοπισμού των ανταγωνιστών από την αγορά και προβάλλει ότι, εφόσον εφαρμοστεί ορθώς, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή καταδεικνύει ότι οι εκπτώσεις αυτές δεν ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την αγορά.

291    Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τέσσερα σφάλματα, εκ των οποίων το πρώτο αφορά το διεκδικήσιμο μερίδιο, το δεύτερο αφορά το ποσό που αντιστοιχούσε στο μερίδιο των υπό όρους εκπτώσεων, το τρίτο αφορά την υπό εξέταση περίοδο παραβάσεως και το τέταρτο αφορά τους παράγοντες ενίσχυσης που ελήφθησαν υπόψη. Η προσφεύγουσα προβάλλει ένα πέμπτο επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση του ΜΔΑΚ της.

1)      Επί της περιόδου που εξετάστηκε με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή

292    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για όλη την περίοδο την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για τους ένδεκα πρώτους μήνες του επίμαχου διαστήματος, ήτοι για την περίοδο από τον Νοέμβριο του 2002 έως το τρίτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 της HP. Επομένως, μολονότι ο πίνακας 35 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 1337 της προσβαλλόμενης απόφασης (στο εξής: πίνακας 35) παρουσιάζει «στέρεα» ανάλυση η οποία φέρεται να περιλαμβάνει το σύνολο της συμφωνίας HPA1, η ανάλυση αυτή στηρίζεται, κατά την προσφεύγουσα, σε ελλιπή στοιχεία. Η Επιτροπή υπέπεσε σε «πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» καθόσον έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για την περίοδο που καλύπτεται από τη συμφωνία HPA1, δεχόμενη ταυτοχρόνως ότι ήταν δυνατόν, ελλείψει συνεκτικών στοιχείων, η περίοδος αναφοράς «να μη συμπίπτει απολύτως με την πραγματική συμβατική διάρκεια» της συμφωνίας HPA1.

293    Εξάλλου, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η διαπίστωση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 1014 της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά την οποία το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή απαιτεί η εξέταση του διεκδικήσιμου μεριδίου των αναγκών ενός OEM να καταλαμβάνει περίοδο ενός έτους το πολύ δεν συνάδει με την ανάλυση που προκύπτει από τον πίνακα 35 και η οποία αφορά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ήτοι ενάμισι έτος.

294    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η απόφαση περιέχει πράγματι ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για το σύνολο της περιόδου που καλύπτει η συμφωνία HPA1, η οποία αρχίζει από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Μάιο του 2004, καθώς και ότι το παράρτημα B.31 καταδεικνύει για ποιον λόγο το διάστημα αυτό συνιστά κρίσιμη περίοδο.

295    Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε προέβαλε το επιχείρημα αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, ενώ χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες περίοδοι αναφοράς για όλους τους σχετικούς με την HP υπολογισμούς. Επιπλέον, η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε αυτές τις περιόδους αναφοράς για τους δικούς της υπολογισμούς σχετικά με την HP στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων του 2007.

296    Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο ο υπολογισμός για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας HPA1 –ήτοι ενάμισι έτος– δεν χρησιμοποιεί τα διεκδικήσιμα μερίδια που καθορίστηκαν με χρονικό ορίζοντα ενάμισι έτους, αλλά μέσο όρο των τριμηνιαίων διεκδικήσιμων μεριδίων κατά την περίοδο ισχύος της συμφωνίας HPA1, με ισχύ ενός έτους. Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου κατά το οποίο ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα επιχειρούσε να εισέλθει στην αγορά της ΗΡ, η τελευταία θα έπρεπε να εκτιμήσει την πρόταση του εν λόγω ανταγωνιστή για το έτος που αρχίζει από την είσοδό του στην αγορά.

297    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1334 έως 1337 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή εκθέτει τους υπολογισμούς της σχετικά με το απαιτούμενο μερίδιο ως προς την HP.

298    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1385 έως 1387 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή, παραπέμποντας στα αριθμητικά στοιχεία που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 1334 της εν λόγω απόφασης, εκτίμησε ότι το απαιτούμενο μερίδιο υπερέβαινε συστηματικά το διεκδικήσιμο μερίδιο.

299    Με την αιτιολογική σκέψη 1406 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή έκρινε ότι, βάσει της σύγκρισης μεταξύ του διεκδικήσιμου μεριδίου και του απαιτούμενου μεριδίου που πραγματοποιήθηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 1385 έως 1389 της εν λόγω απόφασης, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι, κατά το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005, οι εκπτώσεις που χορηγούσε η Intel στην HP μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

300    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλει στον αποδέκτη της ανακοινώσεως αιτιάσεων να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει το δικαίωμα να το πράξει στη συνέχεια, κατά την ένδικη διαδικασία (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, C‑407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψη 89).

301    Επομένως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να αμφισβητήσει, κατά τη διοικητική διαδικασία, τις περιόδους που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τους υπολογισμούς της.

302    Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε τις επίμαχες περιόδους για τους δικούς της υπολογισμούς κατά τη διοικητική διαδικασία. Δεδομένου ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε ορισμένες περιόδους για τους δικούς της υπολογισμούς στην προσβαλλόμενη απόφαση, αυτές αποτελούν τμήμα της αιτιολογίας της εν λόγω απόφασης που μπορεί να αμφισβητήσει η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

303    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ο πίνακας 34, που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 1334 της προσβαλλόμενης απόφασης και ο οποίος επαναλαμβάνει τις παραμέτρους και τους υπολογισμούς του απαιτούμενου μεριδίου (στο εξής: πίνακας 34), καλύπτει το χρονικό διάστημα από το τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 έως το τρίτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2005, οπότε δεν περιέχει κανένα στοιχείο για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2002 καθώς και τα τρία πρώτα τρίμηνα του φορολογικού έτους 2003.

304    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ορθώς προβάλλει ότι τα αριθμητικά στοιχεία για τη συμφωνία HPA1 που περιλαμβάνονται στην πρώτη σειρά του πίνακα 35, προς θεμελίωση των συμπερασμάτων της Επιτροπής μέσω έκθεσης του υπολογισμού του απαιτούμενου μεριδίου για τις συμφωνίες HPA, προκύπτουν από το άθροισμα ή τον αριθμητικό μέσο όρο των αριθμητικών στοιχείων που περιέχονται στις τρεις πρώτες σειρές του πίνακα 34.

305    Ειδικότερα:

–        ο αριθμός των CPU x86 που αγόρασε η HP ο οποίος εμφαίνεται στον πίνακα 35 για το χρονικό διάστημα που καλύπτει η συμφωνία HPA1, ήτοι 7 079 382 μονάδες, αντιστοιχεί στον αριθμό CPU x86 που αγόρασε η HP κατά την περίοδο που εκτείνεται από το τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 έως το δεύτερο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, ο οποίος εμφαίνεται στον πίνακα 34 (τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003, 2 416 750 μονάδες· πρώτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, 2 200 225 μονάδες· δεύτερο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, 2 462 407 μονάδες)·

–        το ύψος των εκπτώσεων που έλαβε η HP το οποίο εμφαίνεται στον πίνακα 35 για το χρονικό διάστημα που καλύπτει η συμφωνία HPA1, ήτοι 97 499 999 USD, αντιστοιχεί στις εκπτώσεις που έλαβε η HP κατά την περίοδο που εκτείνεται από το τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 έως το δεύτερο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, οι οποίες εμφαίνονται στον πίνακα 34 (τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003, 32 499 999 USD· πρώτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, 32 500 000 USD· δεύτερο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, 32 500 000 USD)·

–        η τιμή «V» (δηλαδή το τμήμα του συνολικού όγκου μονάδων CPU x86 που αγόρασε η HP από την προσφεύγουσα τηρώντας τον όρο της σχεδόν πλήρους αποκλειστικότητας) η οποία προσδιορίζεται στον πίνακα 35 για το χρονικό διάστημα που καλύπτει η συμφωνία HPA1, ήτοι 6 725 413 μονάδες, αντιστοιχεί, με προσέγγιση μονάδας και λαμβάνοντας υπόψη ένα τυπογραφικό σφάλμα, στις τιμές «V» για την περίοδο που εκτείνεται από το τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 έως το δεύτερο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, οι οποίες προσδιορίζονται στον πίνακα 34 (τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003, 2 295 913 μονάδες· πρώτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, 2 090 214 μονάδες· δεύτερο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, 2 339 287 μονάδες)·

–        η «ΜΤΠ των μικροεπεξεργαστών της Intel» που εμφαίνεται στον πίνακα 35 για την περίοδο που καλύπτει η συμφωνία HPA1, ήτοι 165,15, αντιστοιχεί στον αριθμητικό μέσο όρο, χωρίς στάθμιση, των ΜΤΠ που εμφαίνονται, για την περίοδο που εκτείνεται από το τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 έως το δεύτερο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, στον πίνακα 34 (τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003, 176,19· πρώτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, 159,45· δεύτερο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2004, 159,82).

306    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι η ως άνω σύγκλιση στοιχείων οφείλεται σε σύμπτωση και ότι οι διάφορες τιμές που προσδιορίστηκαν στη σκέψη 305 ανωτέρω είναι πανομοιότυπες για τα τρία ελλείποντα τρίμηνα καθώς και για τα τρία επόμενα τρίμηνα.

307    Επομένως, τα προεκτεθέντα αρκούν για να αποδειχθεί ότι οι μήνες Νοέμβριος και Δεκέμβριος του 2002 καθώς και τα τρία πρώτα τρίμηνα του φορολογικού έτους 2003 όντως δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή κατά τους υπολογισμούς που οδήγησαν στα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον πίνακα 35. Επομένως, ο υπολογισμός του απαιτούμενου μεριδίου κατά τη διάρκεια της συμφωνίας HPA1, ο οποίος οδήγησε στα αποτελέσματα των πινάκων 34 και 35, δεν καλύπτει το σύνολο του διαστήματος μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005, για το οποίο η Επιτροπή εκτίμησε ότι μπορούσε να αποδείξει ότι οι εκπτώσεις που χορήγησε η Intel στην HP είχαν ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

308    Τρίτον, τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν είναι ικανά να κλονίσουν το ανωτέρω συμπέρασμα.

309    Καταρχάς, με το υπόμνημα ανταπάντησης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα ενός υπολογισμού σε τριμηνιαία βάση δεν διαφέρει ουσιωδώς από το αποτέλεσμα του συνολικού υπολογισμού που φέρεται ότι πραγματοποιήθηκε.

310    Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό προβάλλεται προς απάντηση στο υπόμνημα απάντησης, για να υποστηριχθεί ότι η προσέγγιση που υιοθετήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηρίζεται στον μέσο όρο των τριμηνιαίων διεκδικήσιμων μεριδίων ο οποίος υπολογίστηκε με βάση το διεκδικήσιμο μερίδιο για μέγιστη περίοδο ενός έτους, δεν ήταν ασυμβίβαστη με την πραγματοποίηση του υπολογισμού αυτού για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας HPA1. Πάντως, μολονότι οι υπολογισμοί στους οποίους προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία που αφορούν τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2002 καθώς και τα τρία πρώτα τρίμηνα του φορολογικού έτους 2003 για τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας HPA1, ελάχιστη σημασία έχει αν οι υπολογισμοί αυτοί έγιναν σε τριμηνιαία βάση ή συνολικά, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, οι μήνες Νοέμβριος και Δεκέμβριος 2002 καθώς και τα τρία πρώτα τρίμηνα του φορολογικού έτους 2003 δεν θα ληφθούν ποτέ υπόψη.

311    Στη συνέχεια, με το υπόμνημα αντίκρουσης και το υπόμνημα ανταπάντησης, η Επιτροπή, προς στήριξη των επιχειρημάτων της, παραπέμπει στα αντίστοιχα παραρτήματα Β.31 και D.17.

312    Όσον αφορά την παραπομπή, με το υπόμνημα αντίκρουσης, στο παράρτημα B.31, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 94).

313    Επιπλέον, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να δεχθεί ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 94).

314    Επομένως, παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο μέτρο που θεμελιώνει ή συμπληρώνει επιχειρήματα προβληθέντα ρητώς από την προσφεύγουσα στο κυρίως σώμα του δικογράφου της προσφυγής και εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να καθορίσει με ακρίβεια τα στοιχεία του παραρτήματος που θεμελιώνουν ή συμπληρώνουν τα εν λόγω επιχειρήματα (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 99).

315    Εν προκειμένω, με το υπόμνημα αντίκρουσης η Επιτροπή αρκείται στο να επισημάνει ότι η περίοδος που αναλύθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι η συνολική περίοδος που καλύπτεται από τη συμφωνία HPA1, είναι κρίσιμη για τους σκοπούς του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, χωρίς να αναπτύξει το επιχείρημα αυτό, παραπέμπει δε, χωρίς άλλες ενδείξεις, στις διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στο παράρτημα B.31, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να είναι σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια ποια από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ως άνω παράρτημα θα μπορούσαν να θεμελιώσουν το μη αναπτυχθέν επιχείρημα. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα είναι απαράδεκτο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 312 έως 314 ανωτέρω.

316    Όσον αφορά το υπόμνημα ανταπάντησης, η Επιτροπή παραπέμπει στα σημεία 77 έως 82 του παραρτήματος D.17, υποστηρίζοντας ότι οι τριμηνιαίοι υπολογισμοί με βάση αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισε η HP καταλήγουν σε λιγότερο ευνοϊκά για την Intel αποτελέσματα απ’ ό,τι τα μέσα αποτελέσματα στα οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση.

317    Στο μέτρο που η Επιτροπή παραθέτει, στο παράρτημα D.17 του υπομνήματος ανταπάντησης, υπολογισμό για δύο από τα τρία ελλείποντα τρίμηνα, ήτοι για το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω υπολογισμοί δεν προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση και προσκομίζονται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τους συμπληρωματικούς αυτούς υπολογισμούς που προσκομίστηκαν προς στήριξη του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έτσι θα υποκαθιστούσε με τη δική του αιτιολογία εκείνη της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση. Η νομολογία όμως που παρατίθεται στη σκέψη 150 ανωτέρω απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια αντικατάσταση αιτιολογίας.

318    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται η ακρίβεια της υπόθεσης που προέβαλε η Επιτροπή ότι, λόγω της σταθερότητας των εκπτώσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από τη συμφωνία HPA1, τα αποτελέσματα του απαιτούμενου μεριδίου είναι τα ίδια για τους δύο μήνες και τα τρία ελλείποντα τρίμηνα. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το απαιτούμενο μερίδιο υπολογίζεται βάσει τριών παραμέτρων, ήτοι του ύψους των εκπτώσεων, του όγκου των αγορών της HP και της ΜΤΠ. Πάντως, δεν αποδείχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι δύο τελευταίες αυτές παράμετροι εμφάνιζαν, για τους δύο μήνες και τα τρία ελλείποντα τρίμηνα, αξίες πανομοιότυπες με εκείνες που προσδιορίστηκαν στο πλαίσιο εξέτασης των συνεκτιμηθέντων τριμήνων. Επομένως, τίποτε δεν εγγυάται ότι τα στοιχεία σχετικά με τους μήνες και τα τρίμηνα που δεν ελήφθησαν υπόψη για τους σκοπούς του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν διαφέρουν από τα στοιχεία που προσδιορίστηκαν για τα εξετασθέντα τρίμηνα.

319    Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο υπολογισμός του απαιτούμενου μεριδίου στον οποίο προέβη της παρείχε τη δυνατότητα να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά εξαιτίας των εκπτώσεων που χορήγησε η Intel στην HP για το σύνολο της περιόδου μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005. Πράγματι, η Επιτροπή δεν απέδειξε την πρόκληση τέτοιου αποτελέσματος εκτοπισμού για την περίοδο μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Σεπτεμβρίου 2003.

320    Το γεγονός ότι, με την αιτιολογική σκέψη 1389 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή προέβη σε εναλλακτικό υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου παραπέμποντας στα αριθμητικά στοιχεία που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 1338 της εν λόγω απόφασης δεν μπορεί να θεραπεύσει το σφάλμα αυτό. Συγκεκριμένα, από τους πίνακες 36 και 37 προκύπτει ότι τα στοιχεία που αφορούν το απαιτούμενο μερίδιο στα δύο εναλλακτικά σενάρια που εξέτασε η Επιτροπή καλύπτουν, αντιστοίχως, το χρονικό διάστημα από το τέταρτο τρίμηνο του 2004 έως το τρίτο τρίμηνο του 2005 και το διάστημα από το δεύτερο τρίμηνο έως το τρίτο τρίμηνο του 2005. Επομένως, ούτε ο εν λόγω εναλλακτικός υπολογισμός καλύπτει το σύνολο της περιόδου μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005.

2)      Επί των φερόμενων παραγόντων ενίσχυσης

321    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1390 έως 1395 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν λαμβάνει υπόψη δύο πρόσθετες εκτιμήσεις, ήτοι, πρώτον, ότι η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει τα ευνοϊκότερα για την προσφεύγουσα αριθμητικά στοιχεία και, δεύτερον, ότι, σε περίπτωση μεταφοράς από την HP των αγορών CPU x86 προς την AMD, η προσφεύγουσα θα μπορούσε με τη σειρά της να μεταφέρει τις εκπτώσεις που προορίζονταν αρχικώς για την HP προς άλλον ανταγωνιστή που χρησιμοποιούσε τους δικούς της CPU x86, όπως η Dell. Τούτο, κατά την Επιτροπή, ενισχύει έτι περαιτέρω τα μειονεκτήματα που συνεπαγόταν για την HP η μεταφορά των αγορών CPU x86 στην AMD.

322    Η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η αύξηση των χορηγηθεισών στους ανταγωνιστές της HP εκπτώσεων, με σκοπό την προσαρμογή της με τον ανταγωνισμό, είναι αντίθετη προς τον ανταγωνισμό. Δεύτερον, από το έγγραφο της HP με τίτλο «Managing Intel and AMD to maximise value to BPC» προκύπτει ότι η ίδια η HP είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο αυτό δεν συνιστούσε πραγματικό κίνδυνο και ότι το φαινόμενο αυτό δεν είχε παρατηρηθεί σε άλλες παγκόσμιες εμπορικές μονάδες με μεγαλύτερο ποσοστό προϊόντων AMD. Τρίτον, αν η HP είχε λάβει ένα εκατομμύριο CPU x86 δωρεάν από την AMD, θα είχε αποφύγει να καταβάλει 163,86 εκατομμύρια USD στην προσφεύγουσα (δηλαδή τη ΜΤΠ χωρίς εκπτώσεις για ένα εκατομμύριο CPU x86). Οι συνολικές εκπτώσεις της προσφεύγουσας που προβλέπονται στη συμφωνία HPA1 ανέρχονται μόνο σε 130 εκατομμύρια USD, οπότε η HP θα όφειλε να καταβάλει περίπου 34 εκατομμύρια USD για να αγοράσει από την προσφεύγουσα την αντίστοιχη ποσότητα CPU x86. Επομένως, η HP απέρριψε αναγκαστικά την προσφορά της AMD για τον απλό λόγο ότι η ζήτηση σε συστήματα εξοπλισμένα με CPU x86 της AMD ήταν ανεπαρκής και δεν λάμβανε υπόψη την ενδεχόμενη απώλεια των εκπτώσεων που χορηγούσε η προσφεύγουσα. Τέταρτον, από το έγγραφο της HP με τίτλο «Managing Intel and AMD to maximise value to BPC» προκύπτει επίσης ότι η αποδοχή της AMD από τους επαγγελματίες της αγοράς ήταν αβέβαιη.

323    Η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι η δυνατότητα μεταφοράς εκπτώσεων προς τους ανταγωνιστές της HP λειτουργεί ως ενίσχυση των οικονομικών κινήτρων ώστε η HP να μην παραβεί τους όρους των συμφωνιών HPA. Δεύτερον, το έγγραφο της HP με τίτλο «Managing Intel and AMD to maximise value to BPC» δεν αφορά μεταφορές εκπτώσεων προς τους ανταγωνιστές. Τρίτον, η απόφαση της HP να μην κάνει δεκτή την εκ μέρους της AMD προσφορά ενός εκατομμυρίου δωρεάν CPU x86 δεν οφείλεται μόνο σε λογιστική σύγκριση. Αντιθέτως προς το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, το οποίο είναι αμιγώς θεωρητικό, οι πραγματικές εμπορικές αποφάσεις επηρεάζονται από πλήθος παραγόντων. Εκτός αυτού, οι υπολογισμοί της προσφεύγουσας δεν είναι ορθοί, διότι, ενώ η HP μπορούσε, κατά τα προβλεπόμενα στις συμφωνίες HPA, να εφοδιάζεται με μικρές ποσότητες από την AMD, απέκτησε τελικώς 160 000 CPU x86. Ως εκ τούτου, η HP δεν αρνήθηκε ένα εκατομμύριο CPU x86, αλλά μόνον 840 000 CPU x86. Όμως, μαζί με μια ΜΤΠ 163,86 USD ανά μονάδα, το ποσό που εξοικονομήθηκε αντιπροσωπεύει μόνον 137,6 εκατομμύρια USD, ποσό που δεν διαφέρει σημαντικά από τα 130 εκατομμύρια USD των εκπτώσεων HPA.

324    Συναφώς, προτού τεθεί το ερώτημα αν είναι εσφαλμένη η εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τον εκεί προσδιοριζόμενο παράγοντα ενίσχυσης ο οποίος συνίσταται στη μεταφορά των αρχικώς χορηγηθεισών στην HP εκπτώσεων προς τους ανταγωνιστές της, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία ανάλυση των επιπτώσεων του εν λόγω παράγοντα στα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

325    Κατά πάγια νομολογία, η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

326    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να αποφανθεί επί της ύπαρξης ενδεχόμενης παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης και να ακούσει προς τούτο τους διαδίκους, όπως έπραξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020.

327    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρέωσης αιτιολόγησης εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξης και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο προκειμένου να μπορούν να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και να διακριβώσουν αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι, στον δε δικαστή της Ένωσης να μπορεί να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο νομιμότητας. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2012, Djebel – SGPS κατά Επιτροπής, T‑422/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:11, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

328    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι η μεταφορά των εκπτώσεων που προορίζονταν αρχικώς για την HP προς τους ανταγωνιστές της αποτελούσε παράγοντα ενίσχυσης που στήριζε τα συμπεράσματα τα οποία αυτή συνήγαγε από το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, εντούτοις δεν διευκρίνισε ποιο από τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο του κριτηρίου αυτού θα επηρεαζόταν και με ποιον τρόπο. Πάντως, εφόσον η Επιτροπή θεωρούσε ότι ο εν λόγω παράγοντας ενίσχυσης διαδραμάτιζε ρόλο στο πλαίσιο της αξιολόγησης της ικανότητας των επίμαχων εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, όφειλε να εκτιμήσει ακριβέστερα τις συνέπειές του επί της ικανότητας αυτής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, με την αιτιολογική σκέψη 1395 της προσβαλλόμενης απόφασης, το θεσμικό αυτό όργανο έκρινε ότι ο εν λόγω παράγοντας ήταν ικανός να κατισχύσει όλων των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία σχετικά με τους παράγοντες που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή όσον αφορά την HP.

329    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020 η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη συλλογιστική της κατά την οποία ο παράγοντας ενίσχυσης που συνίσταται στη μεταφορά των αρχικώς χορηγηθεισών στην HP εκπτώσεων προς έναν από τους ανταγωνιστές της υπερτερεί όλων των σφαλμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και σχετικά με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης επί του σημείου αυτού, αρκέστηκε στο να επισημάνει ότι κανένας συνετός εμπορικός εταίρος δεν θα είχε αρνηθεί την προσφορά της AMD να της χορηγήσει δωρεάν ένα εκατομμύριο CPU x86. Ως εκ τούτου, η HP αρνήθηκε την προσφορά της AMD αποκλειστικά και μόνο λόγω των συνεπειών που θα είχε η αποδοχή της στη σχέση της με την προσφεύγουσα. Η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν είχε τίποτε να προσθέσει σε όσα περιλαμβάνονταν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

330    Επομένως, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το παραδεκτό του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020 αποτελεί απλή υπόθεση, μη τεκμηριωμένη και μη δυνάμενη να καλύψει την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την επιρροή που ασκεί ο παράγοντας ενίσχυσης ο οποίος συνίσταται στη μεταφορά των αρχικώς χορηγηθεισών στην HP εκπτώσεων προς έναν από τους ανταγωνιστές της στα συμπεράσματα που απορρέουν από το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

331    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον παράγοντα ενίσχυσης που συνίσταται στη μεταφορά των αρχικώς χορηγηθεισών στην HP εκπτώσεων προς έναν από τους ανταγωνιστές της.

332    Βάσει των προεκτεθέντων, επισημαίνεται ότι, με την αιτιολογική σκέψη 1406 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή, προκειμένου να υποστηρίξει ότι απέδειξε ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στην HP μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, στηρίχθηκε στη σύγκριση μεταξύ του διεκδικήσιμου και του απαιτούμενου μεριδίου αγοράς, στους παράγοντες ενίσχυσης και στον αλυσιτελή χαρακτήρα των επιχειρημάτων της Intel περί «νέας θεωρίας» της Επιτροπής.

333    Καταρχάς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1396 έως 1405 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η εξέταση του αλυσιτελούς χαρακτήρα των επιχειρημάτων της Intel περί «νέας θεωρίας» της Επιτροπής δεν συνιστά εναλλακτικό κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, αλλά αμφισβήτηση νέων υπολογισμών που προέβαλε η Intel με τις από 28 Μαρτίου 2008 παρατηρήσεις της, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής με σκοπό να αποδειχθεί η ικανότητα των επίμαχων εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

334    Περαιτέρω, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, όσον αφορά το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε στην HP, η Επιτροπή, αφενός, κατά τη σύγκριση μεταξύ του διεκδικήσιμου και του απαιτούμενου μεριδίου, δεν απέδειξε την ύπαρξη αποτελεσμάτων εκτοπισμού από την αγορά κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2002 και 30ής Σεπτεμβρίου 2003 και, αφετέρου, δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την εξέταση των παραγόντων ενίσχυσης.

335    Ως εκ τούτου, στο μέτρο που δεν απέδειξε την ύπαρξη αποτελεσμάτων εκτοπισμού από την αγορά κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2002 και 30ής Σεπτεμβρίου 2003, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το βάσιμο του συμπεράσματος της αιτιολογικής σκέψης 1406 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, κατά το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005, η έκπτωση της Intel υπέρ της HP ήταν ικανή να προκαλέσει εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

γ)      Επί των προβαλλόμενων σφαλμάτων σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε στην NEC

336    Στις αιτιολογικές σκέψεις 451 έως 453 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή επισήμανε ότι η NEC ήταν ένας από τους δέκα μεγαλύτερους πωλητές υπολογιστών και διακομιστών παγκοσμίως. Μέχρι το τέλος Απριλίου 2005, οι δραστηριότητες της NEC ως ΟΕΜ ασκούνταν από δύο θυγατρικές εταιρίες ελεγχόμενες κατά 100 % από αυτήν, ήτοι από τη NEC Japan και τη NEC Computer International (στο εξής: NECCI). Η NEC Japan διαχειριζόταν τις δραστηριότητες της NEC στην Ιαπωνία και στην αμερικανική ήπειρο, ενώ τις δραστηριότητες της NEC στον υπόλοιπο κόσμο διαχειριζόταν η NECCI. Η NECCI ήταν εγκατεστημένη στην Ευρώπη, αλλά διαχειριζόταν επίσης τις δραστηριότητες της NEC στην Ασία (με εξαίρεση την Ιαπωνία) μέσω του τομέα της των χωρών Ασίας-Ειρηνικού. Τον Απρίλιο του 2005 η διάρθρωση της επιχείρησης μεταβλήθηκε και ο τομέας των χωρών Ασίας-Ειρηνικού αποσπάστηκε από τη NECCI και μεταβιβάστηκε στη NEC Corporation.

337    Εκτός αυτού, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 483, 501 έως 502 και 981 της προσβαλλόμενης απόφασης, πρώτον, μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2005 η Intel είχε χορηγήσει εκπτώσεις στη NEC βάσει συμφωνίας καλούμενης «συμφωνία της Santa Clara» συναφθείσας τον Μάιο του 2002 (στο εξής: συμφωνία της Santa Clara), δεύτερον, οι χορηγούμενες βάσει της συμφωνίας αυτής εκπτώσεις τελούσαν de facto υπό τον όρο ότι η NEC θα δεχόταν να αγοράσει από την Intel το 80 % των αναγκών της σε CPU x86 σε παγκόσμιο επίπεδο, με το παγκόσμιο αυτό μερίδιο να αντιπροσωπεύει ποσοστό 70 % για τη NECCI και 90 % για τη NEC Japan και, τρίτον, για να αποδείξουν ότι είχαν επιτύχει το απαιτούμενο μερίδιο αγοράς, οι NEC και NECCI ήταν υποχρεωμένες να κοινοποιούν τα μερίδιά τους αγοράς στην Intel κάθε τρίμηνο.

338    Κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας της Santa Clara, η Intel επισημαίνει ότι παρέσχε στη NEC τόσο εκπτώσεις αποκαλούμενες «εξαίρεση από την προτεινόμενη στους πελάτες τιμολόγηση» (exception to customer authorized pricing, στο εξής: ECAP) όσο και κεφάλαια για την ανάπτυξη της αγοράς (market development funds, στο εξής: MDF). Η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 466 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι από την 1η Ιουλίου 2003 η διάρθρωση των πληρωμών της Intel είχε μεταβληθεί και ότι τα MDF είχαν ενσωματωθεί στις ECAP και είχαν μετονομασθεί «super ECAP».

339    Η Επιτροπή εξέτασε τις εκπτώσεις που χορηγούσε η Intel στη NEC μέσω της μεθόδου της αποτελεσματικής τιμής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η Επιτροπή υπολόγισε την αναλογία μεταξύ της συνολικής αξίας των καταβαλλόμενων ποσών βάσει της συμφωνίας της Santa Clara και της αξίας των διακυβευόμενων δραστηριοτήτων της Intel κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002, προκειμένου να καταλήξει στο μέγεθος της αποτελεσματικής τιμής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή συνέκρινε την αναλογία αυτή με την αναλογία μεταξύ της ΜΤΠ και του ΜΔΑΚ της Intel και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Intel εφάρμοσε τιμές χαμηλότερες του κόστους της, διότι η πρώτη αναλογία ήταν χαμηλότερη από την αναλογία μεταξύ της ΜΤΠ και του ΜΔΑΚ.

340    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι υπολογισμοί της Επιτροπής ενέχουν πέντε σφάλματα, καθένα από τα οποία αρκεί για την ανατροπή των συμπερασμάτων της. Η Intel υποστηρίζει, πρώτον, ότι από τα στοιχεία της ίδιας της Επιτροπής προκύπτει ότι οι εκπτώσεις που χορηγούνταν στη NEC δεν είναι σε θέση να εκτοπίσουν έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή από την αγορά, δεύτερον, ότι η Επιτροπή πλανήθηκε κατά τον υπολογισμό του μεριδίου των υπό όρους εκπτώσεων που χορηγούνταν στη NEC, τρίτον, ότι η Επιτροπή υπολόγισε εσφαλμένα την αξία των επίμαχων συναλλαγών για την Intel, τέταρτον, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη τιμή για τον προσδιορισμό του ΜΔΑΚ της Intel και, πέμπτον, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον υπέθεσε ότι το τέταρτο τρίμηνο του 2002 ήταν αντιπροσωπευτικό του συνόλου της περιόδου κατά την οποία διαπιστώθηκε η κατάχρηση.

341    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς το βάσιμο της επιχειρηματολογίας με την οποία επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά τον υπολογισμό του υπό όρους μεριδίου των εκπτώσεων.

1)      Επί του υπολογισμού του υπό όρους μεριδίου των εκπτώσεων

342    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 1408, 1443 και 1444 της προσβαλλόμενης απόφασης, όλες οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στη NEC κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 χορηγήθηκαν υπό όρους. Όμως, πρώτον, η άποψη αυτή δεν ενισχύεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση και αντικρούεται εξάλλου από τις σαφείς απαντήσεις που έδωσε η NECCI βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, κατά τα οποία τα 6 εκατομμύρια USD των MDF που χορηγήθηκαν για το τέταρτο τρίμηνο του 2002 ήταν το μόνο πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στη NEC δυνάμει της σχετικής με τα μερίδια αγοράς δέσμευσης που προέβλεπε η συμφωνία της Santa Clara. Επομένως, κατά την Intel, η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι οι ECAP χορηγήθηκαν υπό όρους. Δεύτερον, η NEC έλαβε σημαντικές εκπτώσεις από την Intel κατά τα χρονικά διαστήματα που προηγήθηκαν της συμφωνίας, όταν το μερίδιο αγοράς της Intel για τις αγορές της NEC ήταν σαφώς χαμηλότερο του 80 %. Η Επιτροπή δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίο η NEC θα είχε χάσει το 100 % των εκπτώσεών της εάν είχε αγοράσει λιγότερο από το 80 % των CPU x86 από την Intel, ενώ είχε ήδη πράξει κάτι τέτοιο χωρίς να υποστεί τέτοια ζημία. Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι η Intel χορήγησε εκπτώσεις στη NEC, μολονότι αυτή δεν επιτύγχανε το επίπεδο του 80 %, το οποίο, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτελούσε αναγκαίο όρο για τη χορήγηση οποιασδήποτε έκπτωσης.

343    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Intel. Πρώτον, υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεωρεί ότι όλες οι εκπτώσεις προς τη NEC χορηγήθηκαν υπό όρους. Η προσβαλλόμενη απόφαση αρκείται στη διαπίστωση ότι στις υπό όρους εκπτώσεις της Intel περιλαμβάνονταν όχι μόνον οι πληρωμές υπό τη μορφή των MDF, αλλά και ορισμένες κατηγορίες –όχι κατ’ ανάγκην όλες– εκπτώσεων τύπου ECAP. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε μια δέσμη συνεκτικών, συγκεκριμένων και αδιάσειστων αποδεικτικών στοιχείων, που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 1412 έως 1444 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στο παράρτημα B.31 του υπομνήματος αντίκρουσης.

344    Η Επιτροπή φρονεί ότι το επιχείρημα που αντλεί η Intel από τη χορήγηση σημαντικών εκπτώσεων κατά τα χρονικά διαστήματα που προηγήθηκαν της συμφωνίας της Santa Clara δεν είναι πειστικό, ιδίως για τον λόγο, αφενός, ότι οι όροι που ίσχυαν για τις εκπτώσεις που είχαν χορηγηθεί προηγουμένως δεν είναι γνωστοί και, αφετέρου, ότι από τα στοιχεία που προσκόμισε η NECCI προκύπτει αύξηση κατά 500 % περίπου των εκπτώσεων που χορήγησε η Intel στη NECCI κατόπιν της ίδιας αυτής συμφωνίας.

345    Τέλος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι χορήγησε εκπτώσεις στη NEC, μολονότι αυτή δεν πληρούσε επιτυχώς τον όρο του 80 % των μεριδίων αγοράς, η Επιτροπή προσθέτει, στο πλαίσιο της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ότι, ακόμη και αν θεωρηθούν αληθείς οι ισχυρισμοί της Intel ότι το μερίδιο αγοράς της AMD στη NEC υπερέβαινε «συχνά» το όριο του 20 %, το μερίδιο της AMD στη NEC ουδέποτε προσέγγισε το διεκδικήσιμο μερίδιο αγοράς (ήτοι το 41 %).

346    Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι οι ECAP χορηγούνταν υπό όρους, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή απέδειξε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι εκπτώσεις που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό της αποτελεσματικής τιμής των CPU x86 της Intel που πωλούνταν στη NEC πέραν των MDF, δηλαδή οι ECAP, τελούσαν υπό τον όρο ότι η NEC θα τηρούσε την υποχρέωσή της να εφοδιάζεται από την Intel ως προς ορισμένο ποσοστό των αγορών της σε CPU x86.

347    Στις αιτιολογικές σκέψεις 1415 έως 1444 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε τη συνολική αξία των υπό όρους εκπτώσεων σε ύψος κυμαινόμενο μεταξύ 13 088 100 USD και 16 583 100 USD, εκ των οποίων 6 εκατομμύρια USD αποτελούνταν από MDF και το υπόλοιπο από ECAP.

348    Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ότι οι ECAP δεν εξαρτώνται από συγκεκριμένο μερίδιο αγοράς θέτει κατ’ ανάγκη υπό αμφισβήτηση τους υπολογισμούς της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

349    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν το τέταρτο τρίμηνο του 2002, στο οποίο η Επιτροπή στήριξε το σχετικό με τη NEC κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, αν, κατά τη διάρκεια του τριμήνου αυτού, καταβλήθηκαν άλλες πληρωμές πέραν των MDF υπό τον όρο ότι η NEC θα εφοδιαζόταν από την Intel μέχρι ορισμένο ποσοστό του μεριδίου σε συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς (στο εξής: MSS). Εκ προοιμίου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν αρνείται ότι, κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας της Santa Clara, παρέσχε στη NEC τόσο εκπτώσεις τύπου MDF όσο και ECAP. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με τις πρώτες από τις εκπτώσεις αυτές, οι δεύτερες δεν τελούσαν υπό τον όρο της υποχρεωτικής επίτευξης ορισμένου επιπέδου MSS.

350    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα ότι οι ECAP χορηγήθηκαν υπό όρους κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 και επικαλείται άλλα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι οι μόνες εκπτώσεις που τελούσαν υπό τον όρο εκπλήρωσης της επιβληθείσας στη NEC υποχρέωσης να επιτύχει ορισμένο επίπεδο MSS ήταν τα MDF. Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Intel δεν προκύπτει ότι τα MDF ήταν οι μόνες εκπτώσεις που τελούσαν υπό τον όρο του υποχρεωτικού εφοδιασμού της NEC από την Intel μέχρι ορισμένο ποσοστό MSS.

i)      Επί των αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση

351    Πρώτον, τονίζεται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, με τις αιτιολογικές σκέψεις 461 και 464 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε μια παρουσίαση της NEC της 27ης Ιανουαρίου 2003 με τίτλο «Συνάντηση μεταξύ NEC/Intel για τα αποτελέσματα σε παγκόσμια κλίμακα (συνεδρίαση για τις αγορές)» και, ειδικότερα, στην τέταρτη σελίδα της παρουσίασης αυτής, με τίτλο «Κόσμος: αποτελέσματα τετάρτου τριμήνου/έτος 2002». Το περιεχόμενο της σελίδας αυτής επιβεβαιώνει, υπό τον τίτλο «Αρχικό σχέδιο», ότι η NEC είχε την πρόθεση να εφοδιάζεται από την Intel μόνον για το 59 % των αναγκών της, ήτοι το 68 % για τη NEC Japan, τον τομέα της NEC που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην ιαπωνική αγορά, και το 48 % για τη NECCI. Επιπλέον, η σελίδα αυτή αναφέρει, υπό τον τίτλο «Σχέδιο αναπροσαρμογής», αφενός, τα προβλεπόμενα μερίδια αγοράς της Intel, ήτοι 70 % για τη NECCI, 90 % για τη NEC Japan και 80 % σε παγκόσμιο επίπεδο, και, αφετέρου, ορισμένες εκπτώσεις και άλλα πλεονεκτήματα που έπρεπε να χορηγήσει η Intel στη NEC. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί των MDF, περί των μειωμένων τιμών (εκπτώσεων) για CPU x86, περί του «καθεστώτος πολυεθνικής επιχείρησης» και περί μιας συμφωνίας σχετικής με γραμμή εφοδιασμού.

352    Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι, μολονότι το έγγραφο αυτό, το οποίο είναι μεταγενέστερο τόσο της σύναψης της συμφωνίας της Santa Clara όσο και του οικείου τριμήνου, αναφέρει μειωμένες τιμές, δηλαδή ECAP, ως ένα από τα πλεονεκτήματα των οποίων απέλαυε η NEC στο πλαίσιο της ίδιας συμφωνίας και επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω ECAP αποτελούσαν μέρος της εν λόγω συμφωνίας, πράγμα που δεν αμφισβητεί η Intel, εξ αυτού δεν προκύπτει ότι οι ECAP τελούσαν υπό τον όρο επίτευξης ορισμένου επιπέδου MSS. Επομένως, το έγγραφο αυτό δεν αποτελεί κάτι περισσότερο από μια ένδειξη η οποία πρέπει να επιβεβαιωθεί από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

353    Δεύτερον, οι αιτιολογικές σκέψεις 462 και 464 της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζονται σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 15ης Μαΐου 2002, με το οποίο υψηλόβαθμο στέλεχος της NEC ενημέρωσε στέλεχος της NECCI ότι από τηλεδιάσκεψη πραγματοποιηθείσα αυθημερόν με τους υπεύθυνους της Intel προέκυπτε ότι η NEC θα είχε μεταχείριση πολυεθνικής επιχείρησης, ότι θα αύξανε το δικό της μερίδιο αγοράς CPU x86 από την Intel σε ορισμένο ποσοστό των συνολικών πωλήσεών της σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι η Intel θα προσέφερε στη NEC MDF και «επιθετικές τιμές», επομένως χαμηλότερες, για τους CPU x86 με την ονομασία Celeron.

354    Εντούτοις, όπως ακριβώς και το έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2003, το προαναφερθέν ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο ανάγεται στον χρόνο σύναψης της συμφωνίας της Santa Clara, δεν εμφαίνει σύνδεση μεταξύ των μεριδίων αγοράς και της ύπαρξης, πόσο μάλλον της έκτασης, των ECAP. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι με την αναφορά σε «επιθετικές τιμές» προσδιορίζονται οι ECAP, εξ αυτού προκύπτει μόνον ότι αυτές αποτελούν μέρος της συμφωνίας της Santa Clara και ότι μνημονεύονται στο πλαίσιο των σκοπών της αύξησης των μεριδίων αγοράς της Intel στις αγορές CPU x86 από τη NEC. Δεν επισημαίνεται ρητώς ότι οι ECAP εξαρτώνται από την επίτευξη των εν λόγω στόχων από τη NEC.

355    Τρίτον, με την αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή παραπέμπει σε ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ στελεχών της NEC με ημερομηνία 10 Μαΐου 2002 (στο εξής: ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων της NEC της 10ης Μαΐου 2002). Περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι NECCI και NEC Japan θα μπορούσαν να επιτύχουν τα επίπεδα MSS που ζητούσε η Intel και μνημονεύει τα ποσά που θα εισέπρατταν ως MDF.

356    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο είναι προγενέστερο της σύναψης της συμφωνίας της Santa Clara και εντάσσεται στις σχετικές με τη συμφωνία αυτή διαπραγματεύσεις, ουδόλως μνημονεύει τις ECAP, όπως ορθώς επισημαίνει η Intel, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά το ζήτημα της υπό όρους χορήγησης των ECAP. Αντιθέτως, η ως άνω ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων ενισχύει την άποψη της Intel ότι οι μόνες εκπτώσεις που εξαρτώνται από τα μερίδια αγοράς της Intel στις αγορές της NEC είναι τα MDF. Συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο των ως άνω μηνυμάτων προκύπτει ότι οι NECCI και NEC θα μειώσουν τα μερίδια αγοράς της AMD στις αγορές τους και θα λάβουν ορισμένο ποσό ως MDF. Προκύπτει, επομένως, ότι τα MDF αποτελούν συνέπεια των μειώσεων μεριδίων αγοράς της AMD καθώς και το μοναδικό όφελος που εξαρτάται άμεσα από τα αντίστοιχα επίπεδα των μεριδίων αγοράς τόσο της AMD όσο και της Intel στις αγορές της NEC.

357    Τέταρτον, στην αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή μνημονεύει την απάντηση της NECCI στην ερώτηση αριθ. 14 της αίτησης του 2005 που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 (στο εξής: αίτηση του 2005). Υποστηρίζει ότι εξ αυτής προκύπτει ότι οι ECAP εξαρτώνται από τα επίπεδα MSS. Ωστόσο, η Intel ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι πρόκειται για παραπομπή στις ECAP που ίσχυσαν μετά το τέταρτο τρίμηνο του 2002.

358    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η απάντηση αυτή αναφέρει πράγματι, στην αρχή της δεύτερης παραγράφου της, ότι οι τιμές των ECAP εξαρτώνται από συμφωνία ως προς τα επίπεδα MSS και όχι ως προς τον όγκο.

359    Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 967 της αρχικής απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι απαντήσεις της NECCI βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 αποτελούν ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία, στο μέτρο που, αφενός, δεν προκύπτει ότι η NECCI είχε οποιοδήποτε συμφέρον να παράσχει ανακριβείς πληροφορίες τις οποίες μπορούσε να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή προκειμένου να στοιχειοθετήσει παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ διαπραχθείσα από την Intel, αναγκαίο εμπορικό εταίρο της, και, αφετέρου, η παροχή τέτοιων ανακριβών πληροφοριών επισύρει πρόστιμα δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, σημείο αʹ, του κανονισμού 1/2003.

360    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η απάντηση αυτή, εντασσόμενη στο πλαίσιό της, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο ούτε ως ένδειξη προς επίρρωση των συμπερασμάτων της Επιτροπής.

361    Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι η αίτηση του 2005 είναι διαρθρωμένη κατά τρόπον ώστε κάθε μνεία εγγράφου να ακολουθείται από μία ή περισσότερες συναφείς ερωτήσεις. Όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020 κατόπιν ερώτησης του Γενικού Δικαστηρίου, η απάντηση στην ερώτηση αριθ. 14 σχετίζεται με το έγγραφο με τίτλο «JH 210». Το τελευταίο παραπέμπει σε δήλωση στην οποία προέβη πωλητής της NECCI στις 22 Φεβρουαρίου 2005. Επομένως, το έγγραφο με τίτλο «JH 210» είναι μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής και, κατά συνέπεια, του τετάρτου τριμήνου του 2002 και της ημερομηνίας τροποποίησης του συστήματος εκπτώσεων που χορηγούσε η Intel στη NEC, ήτοι της 1ης Ιουλίου 2003. Ως εκ τούτου, η απάντηση της NECCI στην ερώτηση αριθ. 14 αφορά ένα έγγραφο και μια δήλωση που δεν είναι βέβαιο ότι συνδέονται άμεσα με αυτό που επιθυμεί να αποδείξει η Επιτροπή, καθόσον φαίνεται ότι αφορούν περίοδο μεταγενέστερη της 1ης Ιουλίου 2003, ήτοι περίοδο κατά την οποία η διάρθρωση των πληρωμών της Intel είχε αλλάξει και τα MDF είχαν ενσωματωθεί στις κλασικές εκπτώσεις τύπου ECAP και είχαν μετονομαστεί σε «super ECAP».

362    Κατά δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω διευκρινίσεων σχετικά με τον χρόνο και το περιεχόμενο, δεν είναι βέβαιο ότι, μνημονεύοντας τις ECAP, η απάντηση αναφέρεται στις «super-ECAP» (αποκαλούμενες επίσης «ειδικές ECAP») ως γενική κατηγορία εκπτώσεων, οι οποίες υφίσταντο από 1ης Ιουλίου 2003 και αντικατέστησαν τα MDF, εντασσόμενες συγχρόνως στη γενική κατηγορία των ECAP, ή στις κλασικές ECAP, που προσδιορίζονται όμως απλώς ως «ECAP», και οι οποίες υφίσταντο τόσο κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 όσο και μετά την τροποποίηση του συστήματος εκπτώσεων. Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απάντηση της NECCI στην ερώτηση αριθ. 20 της αίτησης του 2005, οι «super-ECAP», όπως και τα MDF που αντικατέστησαν, τελούσαν υπό τον όρο επίτευξης ορισμένου επιπέδου MSS, ενώ οι ECAP όχι.

363    Πέμπτον, στην αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξετάζει μια εσωτερική παρουσίαση της NEC της 15ης Μαΐου 2002, η οποία ανάγεται στον χρόνο των διαπραγματεύσεων της συμφωνίας της Santa Clara. Η παρουσίαση αυτή καταδεικνύει ότι, έναντι της επίτευξης ορισμένου επιπέδου MSS, η Intel προέβη σε δώδεκα καταβολές προς τη NEC, εκ των οποίων μόνο δύο ήταν MDF.

364    Το δισέλιδο αυτό έγγραφο παραθέτει δύο καταβολές MDF στις οποίες προέβη η Intel προς τη NEC και άλλα επίπεδα τιμών για διαφορετικούς τύπους CPU x86. Ωστόσο, δεν προκύπτει καμία πληροφορία σχετικά με τις υποχρεώσεις όσον αφορά το επίπεδο MSS για τη NEC. Η δεύτερη σελίδα εμφανίζει ένα γράφημα που απεικονίζει τη μετάβαση από το αρχικό σχέδιο στο αναθεωρημένο σχέδιο, δηλαδή στο σχέδιο αναπροσαρμογής που θα καταλήξει στη συμφωνία της Santa Clara, και αναφέρει τους αντίστοιχους στόχους ως προς τα μερίδια αγοράς της Intel όσον αφορά τις αγορές των CPU x86 από τη NEC. Η μετάβαση από το αρχικό σχέδιο στο σχέδιο αναπροσαρμογής απεικονίζεται στο γράφημα με ένα βέλος μεταξύ των δύο σχεδίων, στο μέσο του οποίου αναγράφεται η ένδειξη «$6M MDF», δηλαδή καταβολή 6 εκατομμυρίων USD ως MDF. Μόνον η πληρωμή αυτή εμφαίνεται σαφώς στο εν λόγω έγγραφο ως αντιστάθμισμα για την αύξηση του επιπέδου MSS. Επομένως, μολονότι το έγγραφο επιβεβαιώνει, όπως και τα δύο πρώτα εξετασθέντα έγγραφα, ότι οι ECAP συζητήθηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στη συμφωνία της Santa Clara, μόνον τα MDF αποτελούσαν συνάρτηση του επιπέδου MSS.

365    Έκτον, στο πλαίσιο του υπομνήματος αντίκρουσης, η Επιτροπή παραπέμπει στη σελίδα 4 μιας εσωτερικής παρουσίασης της NEC της 15ης Απριλίου 2002, από την οποία προκύπτει ότι, ως αντάλλαγμα για την αύξηση του μεριδίου αγοράς της Intel στις αγορές της NEC, η τελευταία επιθυμούσε να λάβει, μεταξύ άλλων, ECAP.

366    Από την ίδια αυτή παρουσίαση προκύπτει ότι η NEC προσδιόρισε τρεις αιτήσεις προς υποβολή στην Intel για αύξηση των επιπέδων MSS στις αγορές της NEC. Επρόκειτο για αιτήσεις που αφορούσαν ένα «Marketing & Engineering Fund» (πράγμα που προσδιορίζει πιθανώς τα MDF), αλλά και ECAP, καθώς και τη βελτίωση του συμβατικού πλαισίου με την Intel.

367    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η παρουσίαση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρό έρεισμα για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή.

368    Συγκεκριμένα, μολονότι το υπό εξέταση έγγραφο παραθέτει τις ECAP ως ένα από τα αντισταθμίσματα για την υιοθέτηση του σχεδίου αναπροσαρμογής, πρόκειται για μια επιθυμία της NEC πριν από τη διαπραγμάτευση με την Intel και όχι για περιγραφή των εκπτώσεων, όπως αυτές καθορίστηκαν στο πλαίσιο της συμφωνίας της Santa Clara κατόπιν της εν λόγω διαπραγμάτευσης.

369    Έβδομον, η Επιτροπή παραπέμπει, στο πλαίσιο του υπομνήματος αντίκρουσης, σε μια παρουσίαση της NEC με ημερομηνία 6 Μαΐου 2002, όπου εμφανίζεται μια άλλη γραφική παράσταση της πιθανής μετάβασης της NEC από το αρχικό σχέδιο στο σχέδιο αναπροσαρμογής. Η μετάβαση απεικονίζεται στο γράφημα με ένα βέλος και ένα σχετικό σχόλιο το οποίο αναφέρει ότι η μετάβαση «θα εξαρτηθεί από τη χορήγηση πλέον των 6 εκατομμυρίων [USD] ως MDF». Επιπλέον, σε άλλη σελίδα της εν λόγω παρουσίασης επισημαίνεται «ανάγκη για ECAP προς υλοποίηση του [σχεδίου αναπροσαρμογής]».

370    Ωστόσο, ακριβώς όπως ισχύει και για την παρουσίαση της NEC της 15ης Απριλίου 2002, μολονότι πρόκειται για έγγραφο αναγόμενο στον χρόνο των διαπραγματεύσεων της συμφωνίας της Santa Clara (συναντήσεις της 6ης και της 7 Μαΐου 2002), εντούτοις δεν περιγράφει τα αποτελέσματα των εν λόγω διαπραγματεύσεων, αλλά μόνον τις επιθυμίες της NEC. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 368 ανωτέρω.

371    Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι από τα έγγραφα που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στο σύνολό τους προκύπτει ότι οι εκπτώσεις επί των τιμών των CPU x86, συμπεριλαμβανομένων των ECAP, συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της συμφωνίας της Santa Clara και ότι η NEC επιθυμούσε να λάβει παραχωρήσεις στο επίπεδο των ECAP ως αντάλλαγμα για τη δέσμευσή της σχετικά με το επίπεδο MSS. Ωστόσο, μόνον η παρουσίαση της NEC της 27ης Ιανουαρίου 2003 μπορεί να αποτελέσει ένδειξη που να τεκμηριώνει τη θέση της Επιτροπής ότι οι ECAP που συνομολογήθηκαν τελικά στο πλαίσιο της συμφωνίας της Santa Clara καταβάλλονταν, τουλάχιστον εν μέρει, ως αντάλλαγμα για την τήρηση της υποχρέωσης επίτευξης του επιπέδου MSS που απέρρεε από το σχέδιο αναπροσαρμογής. Αντιθέτως, η ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων της NEC της 10ης Μαΐου 2002, η απάντηση της NECCI στην ερώτηση αριθ. 20 της αίτησης του 2005 καθώς και η εσωτερική παρουσίαση της NEC της 15ης Μαΐου 2002 μάλλον αποδεικνύουν ότι μόνον τα MDF που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας της Santa Clara τελούσαν υπό όρους.

372    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα έγγραφα αυτά δεν περιέχουν επαρκή απόδειξη ή δέσμη ενδείξεων που να αρκούν για να επιβεβαιωθεί η άποψη ότι οι ECAP τελούσαν υπό όρους κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002.

ii)    Επί των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Intel

373    Πρέπει πλέον να εκτιμηθεί η αποδεικτική αξία των εγγράφων που προσκόμισε η Intel προκειμένου να αμφισβητήσει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι τόσο τα MDF όσο και οι ECAP τελούσαν υπό όρους.

374    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, από την απάντηση στην ερώτηση αριθ. 32 της αίτησης του 2005 δεν προκύπτει καμία σχέση εξάρτησης των ECAP από ορισμένο επίπεδο MSS, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή ζήτησε ειδικώς από τη NECCI να διευκρινίσει αν και τι είδους πλεονέκτημα είχε χορηγηθεί στη NECCI ως αντάλλαγμα για την τήρηση της υποχρέωσης επίτευξης του επιπέδου MSS που απέρρεε από το σχέδιο αναπροσαρμογής. Με την απάντησή της όμως, η NECCI απαρίθμησε μόνον τα MDF. Επομένως, τα MDF παρουσιάζονται στο έγγραφο αυτό, το οποίο παραθέτει το αποτέλεσμα της συμφωνίας της Santa Clara, ως το μοναδικό αντάλλαγμα για την τήρηση των επιπέδων MSS, οπότε είναι τα μόνα που τελούν υπό όρους.

375    Η Επιτροπή αμφισβητεί την αποδεικτική αξία του εγγράφου αυτού επισημαίνοντας ότι το γεγονός ότι οι ECAP τελούσαν υπό όρους προκύπτει από τα συνημμένα στην απάντηση αυτή έγγραφα. Η Επιτροπή περιορίζεται στη μνεία των εμπιστευτικών παραρτημάτων αριθ. 32.1 έως 32.4. Ωστόσο, μολονότι είναι δυνατός ο προσδιορισμός των δύο πρώτων παραρτημάτων, τούτο δεν ισχύει για τα δύο τελευταία. Όσον αφορά το παράρτημα 32.1, αυτό αντιστοιχεί στην ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων της NEC της 10ης Μαΐου 2002 που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία αναλύθηκε στις σκέψεις 355 έως 356 ανωτέρω και ως προς την οποία κρίθηκε ότι ενισχύει την άποψη της Intel. Όσον αφορά το παράρτημα 32.2, αυτό αντιστοιχεί στο έγγραφο που αναλύθηκε στις σκέψεις 353 και 354 ανωτέρω και ως προς το οποίο διαπιστώθηκε ότι δεν αποδεικνύει ότι οι ECAP τελούσαν υπό όρους.

376    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, παραπέμποντας απλώς στα προαναφερθέντα παραρτήματα χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, δεν κατόρθωσε να αμφισβητήσει την αποδεικτική αξία της μνημονευθείσας στη σκέψη 371 ανωτέρω απάντησης της NECCI, στην οποία πρέπει να αποδοθεί μεγάλη αποδεικτική αξία, δεδομένου ότι πρόκειται για εξαντλητική απάντηση δοθείσα σε ευθεία ερώτηση, βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003. Επομένως, η απάντηση της NECCI στην ερώτηση αριθ. 32 της αίτησης του 2005 μάλλον επιρρωννύει την εκτίμηση ότι μόνον τα MDF που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας της Santa Clara τελούσαν υπό όρους και ότι τούτο δεν ίσχυε για τις ECAP.

377    Δεύτερον, με την ερώτηση αριθ. 21 της αίτησης του 2005, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, κάλεσε τη NECCI να εξηγήσει, αφενός, αν οι εκπτώσεις ECAP που της προσφέρθηκαν τελούσαν υπό τον όρο ότι οι NECCI, NEC Japan και NEC θα τηρούσαν, σε παγκόσμιο επίπεδο, ορισμένα επίπεδα MSS που προέβλεπε η συμφωνία της Santa Clara και, αφετέρου, ποιες θα ήταν οι συνέπειες της μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών για ένα ορισμένο τρίμηνο.

378    Με την απάντησή της, η NECCI εξήγησε, αφενός, ότι οι «ειδικές ECAP», οι «super-ECAP» ή τα MDF που της είχαν χορηγηθεί τελούσαν πράγματι υπό τον όρο της τήρησης συγκεκριμένων επιπέδων MSS τόσο από την ίδια όσο και από τις NEC Japan και NEC σε παγκόσμιο επίπεδο. Αντιθέτως, κατ’ αντιδιαστολή προς τις «ειδικές ECAP» ή τις «super-ECAP», οι ECAP δεν θα τελούσαν υπό όρο σχετικό με ορισμένο επίπεδο MSS, αλλά θα προέκυπταν απλώς από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις. Αφετέρου, κατά τον χρόνο της εφαρμογής των συνολικών MDF, αν η NECCI δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της σχετικά με ορισμένο επίπεδο MSS για ένα συγκεκριμένο τρίμηνο, δεν θα είχε λάβει καμία καταβολή ως MDF. Κατά τον χρόνο που δόθηκε η απάντηση στην αίτηση του 2005, αν η NECCI δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της περί MSS για συγκεκριμένο τρίμηνο, τούτο θα είχε επίσης θέσει σε κίνδυνο τις διαπραγματεύσεις των «super-ECAP» για τα επόμενα τρίμηνα.

379    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απάντηση αυτή είναι σαφής. Δεδομένου ότι πρόκειται για εξαντλητική απάντηση σε ευθεία ερώτηση η οποία δίδεται βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, πρέπει να της αποδοθεί μεγάλη αποδεικτική αξία.

380    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο του υπομνήματός της αντίκρουσης, η NEC επιβεβαιώνει με απόλυτη σαφήνεια ότι οι μόνες εκπτώσεις που τελούσαν υπό τον όρο επίτευξης ορισμένου στόχου MSS είναι τα MDF και οι «ειδικές ECAP» ή οι «super-ECAP». Αντιθέτως, οι ECAP δεν εξαρτώνται από τον στόχο αυτό και καθορίζονται στο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων. Η ενδεχόμενη κύρωση λόγω ενδεχόμενης μη τήρησης της υποχρέωσης επίτευξης συγκεκριμένου επιπέδου MSS αφορά τα MDF, τις «ειδικές ECAP» ή τη «super-ECAP», και όχι τις κλασικές ECAP. Δεδομένου όμως ότι, από την 1η Ιουλίου 2003, τα MDF κατέστησαν «ειδικές ECAP» ή «super-ECAP», οι μόνες ECAP που υφίσταντο κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 είναι οι κλασικές ECAP. Επομένως, η απάντηση της NECCI στην ερώτηση αριθ. 21 της αίτησης του 2005 φαίνεται να επιρρωννύει την εκτίμηση ότι οι κλασικές ECAP δεν τελούσαν υπό τον όρο επίτευξης ορισμένου επιπέδου MSS.

381    Τρίτον, με την ερώτηση αριθ. 6 της αίτησης του 2007 που υπέβαλε βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 (στο εξής: αίτηση του 2007), η Επιτροπή ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από τη NECCI να της διευκρινίσει ποια ήταν τα κεφάλαια που είχε λάβει, κατά τη διάρκεια περιόδου που κάλυπτε επίσης το τέταρτο τρίμηνο του 2002, ως αντάλλαγμα για την τήρηση της υποχρέωσης επίτευξης ορισμένου επιπέδου MSS.

382    Στην απάντησή της, η NECCI μνημονεύει ότι, όσον αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ του τρίτου τριμήνου του 2002 και του δευτέρου τριμήνου του 2003, υπό όρους τελούσαν μόνον τα MDF, υπογραμμίζει δε ότι το ποσοστό των μεριδίων αγοράς αντικατοπτρίστηκε σε αριθμό CPU x86 που έπρεπε να αγοραστούν. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η απάντηση αυτή επιβεβαιώνει το γεγονός ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, μόνον τα MDF τελούσαν υπό τον όρο επίτευξης συγκεκριμένων επιπέδων MSS. Στο εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο πρέπει να αποδοθεί μεγάλη αποδεικτική αξία, καθόσον αποτελεί απάντηση της NECCI βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003.

383    Τέταρτον, η Intel επικαλέστηκε, προς απόδειξη των ισχυρισμών της, ένα πρακτικό της NEC, με ημερομηνία 8 Μαΐου 2002, το οποίο αφορούσε τη συνάντηση με την Intel στις 6 και 7 Μαΐου 2002. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, από τη δεύτερη σελίδα του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι, σε αντάλλαγμα της αποδοχής του σχεδίου αναπροσαρμογής, η NEC επιθυμούσε να λάβει όχι μόνον MDF, αλλά και ECAP, καθώς και ένα νέο συμβατικό πλαίσιο. Τούτο άλλωστε αντιστοιχεί στα έγγραφα που εξετάσθηκαν στη σκέψη 365 ανωτέρω. Ωστόσο, από την τρίτη σελίδα του πρακτικού αυτού προκύπτει ότι ο όρος για την επίτευξη του επιπέδου MSS που συζητήθηκε τη δεύτερη ημέρα των διαπραγματεύσεων συνίστατο στην καταβολή ορισμένου ποσού υπό τη μορφή MDF. Εξάλλου, μολονότι η Intel φαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας των συζητήσεων, δέχθηκε εν μέρει τα αιτήματα της NEC περί των «MDF/ECAP», δεδομένου ότι στην τρίτη σελίδα του πρακτικού αυτού αναφέρεται η φράση «Intel responded with 50 % acceptance for total 12 items of Nec’s ECAP/MDF request» (η Intel απάντησε θετικά στο 50 % του συνόλου των δώδεκα σημείων που αποτελούν τις αξιώσεις της NEC όσον αφορά τις ECAP και τα MDF), η μνεία αυτή δεν καθιστά δυνατό να καθοριστεί ποιο μέρος των αιτημάτων έγινε δεκτό, ήτοι αν πρόκειται για το μέρος που αφορά τα MDF ή εκείνο που αφορά τις ECAP. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, στην τέταρτη σελίδα του ίδιου πρακτικού, υπό το σημείο με τίτλο «Επόμενο στάδιο» αναφέρεται η φράση «Intel reviews with [M and P] for MDF request/ECAP» (η Intel επανεξετάζει μαζί με τους [Μ και P] τις αξιώσεις σχετικά με τα MDF και τις ECAP), με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν κάποιο μέρος των αιτημάτων της NEC έγινε τελικά δεκτό και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποιο είναι το μέρος αυτό. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι το πρακτικό αυτό έχει συνοπτική διατύπωση και ότι υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την ορθή του ερμηνεία.

384    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αποδεικτική ισχύς του ως άνω εγγράφου είναι σχετικά μικρή, στο μέτρο που το έγγραφο αυτό δεν αποτυπώνει το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων και ο συνοπτικός χαρακτήρας του καθιστά αβέβαιη την ορθή του ερμηνεία.

385    Πέμπτον, με το υπόμνημα απάντησης η Intel προσκομίζει τα παραρτήματα C.37 και C.38, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για έγγραφα προπαρασκευαστικά των συμφωνιών της Santa Clara καταρτισθέντα από τη NEC, από τα οποία προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως του επιτυγχανόμενου επιπέδου MSS, η NEC αναμενόταν να λάβει το ίδιο ποσό ECAP.

386    Ωστόσο, ανεξαρτήτως του παραδεκτού των αποδεικτικών αυτών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά το στάδιο του υπομνήματος απάντησης, αφενός, το παράρτημα C.37, στις σελίδες 5 και 6, περιέχει πίνακες, αριθμητικά στοιχεία καθώς και μνεία «αίτημα για ECAP», χωρίς να μπορεί να συναχθεί σαφώς συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της εξέλιξης των μεριδίων αγοράς της Intel και των προσδοκιών της NEC όσον αφορά τις ECAP. Αφετέρου, η Intel παραπέμπει, με το υπόμνημα απάντησης, στο «παράρτημα C.38 στη σελίδα 10». Το παράρτημα C.38 όμως αποτελείται από ένα οκτασέλιδο έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια ποια από τα στοιχεία του παραρτήματος αυτού στηρίζουν το επιχείρημα της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, το παράρτημα C.38 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 314 ανωτέρω.

387    Επομένως, από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστούν επαρκείς αποδείξεις ούτε δέσμη επαρκών ενδείξεων που να αποδεικνύουν ότι οι εκπτώσεις τύπου ECAP, ή άλλες εκπτώσεις πλην των MDF, τελούσαν υπό τον όρο της εκπλήρωσης της επιβληθείσας στη NEC υποχρέωσης να επιτύχει ορισμένο επίπεδο MSS κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002. Εξάλλου, τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Intel μάλλον επιβεβαιώνουν την άποψη ότι μόνον τα MDF τελούσαν υπό όρους.

388    Επομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αξιόπιστα και, ως εκ τούτου, δεν είναι ικανά να στηρίξουν τα εξ αυτών συναχθέντα συμπεράσματα.

389    Ως εκ τούτου, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα της Intel, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της αξίας των υπό όρους εκπτώσεων που χορηγούσε η Intel στη NEC.

2)      Επί της χρήσης του τετάρτου τριμήνου του 2002 ως σημείου αναφοράς

390    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη στο μέτρο που εφάρμοσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή μόνο για το τέταρτο τρίμηνο του 2002 και που διαπίστωσε, επ’ αυτής της βάσης και μόνον, με την αιτιολογική σκέψη 1456 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα ποσά που κατέβαλε η Intel στη NEC βάσει της συμφωνίας της Santa Clara ήταν ικανά να εκτοπίσουν έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή από την αγορά καθ’ όλο το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2005. Εν ολίγοις, η Επιτροπή κακώς θεώρησε ότι το τέταρτο τρίμηνο του 2002 ήταν αντιπροσωπευτικό όλων των μεταγενέστερων περιόδων.

391    Εν γένει, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος της απόδειξης ότι οι πρακτικές της Intel ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, αλλά δεν διαθέτει κανένα έρεισμα για να αποδείξει ότι το σύνολο των αριθμητικών στοιχείων που είναι κρίσιμα για ένα τέτοιο κριτήριο, όπως, για παράδειγμα, οι μικτές τιμές, οι εκπτώσεις ή οι ποσότητες, παρέμειναν αμετάβλητα από το 2002 έως το 2005. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά το διεκδικήσιμο μερίδιο, για το οποίο η ίδια η Επιτροπή ανέφερε στην αιτιολογική σκέψη 1243 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι θα μπορούσε να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, λόγω του ότι οι καταναλωτές συνειδητοποιούσαν ολοένα και περισσότερο τη βιωσιμότητα της εναλλακτικής λύσης που προσέφερε η AMD.

392    Ειδικότερα, πρώτον, τα 6 εκατομμύρια USD των MDF που συνδέονταν με τις προσδοκίες όσον αφορά το μερίδιο αγοράς δεν αφορούσαν το διάστημα μετά το πρώτο τρίμηνο του 2003.

393    Δεύτερον, με τις κύριες παρατηρήσεις της, η Intel διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1410 της προσβαλλόμενης απόφασης, η εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν πρέπει να στηρίζεται σε εκτίμηση συνιστάμενη στην εξακρίβωση του αν τα επίπεδα των εκπτώσεων που διαπιστώθηκαν για το επίμαχο τρίμηνο τροποποιήθηκαν ή όχι σημαντικά κατά τις μεταγενέστερες περιόδους, αλλά στα πραγματικά επίπεδά τους. Ειδικότερα, το αποτέλεσμα της ανάλυσης μπορεί να μεταβληθεί από συγκριτικά ήσσονος σημασίας μεταβολές των επιπέδων έκπτωσης. Η Επιτροπή δήλωσε σχετικά με τις εκπτώσεις που χορηγούνταν στη NECCI ότι ένα νέο πρόγραμμα εκπτώσεων είχε αρχίσει τον Ιούλιο του 2003, αλλά ουδέποτε εξέτασε το αν οι τροποποιήσεις που επέφερε το πρόγραμμα αυτό επηρέασαν οποιαδήποτε από τις παραμέτρους του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

394    Τρίτον, η Intel διευκρινίζει, στο πλαίσιο των ίδιων αυτών παρατηρήσεων, ότι η ασάφεια της ανάλυσης προοπτικών στην οποία προέβη η Επιτροπή οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι στην αιτιολογική σκέψη 1410 της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζονται μόνον οι εκπτώσεις που χορηγούνταν στη NECCI, ενώ η παράβαση διαπιστώθηκε έναντι της μητρικής εταιρίας στο σύνολό της, δηλαδή έναντι της NEC.

395    Η Επιτροπή υποστηρίζει, με τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της, ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Intel με τις κύριες παρατηρήσεις της είναι απαράδεκτα, διότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί για πρώτη φορά την αιτιολογία με την οποία η Επιτροπή δικαιολόγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση την επίμαχη ανάλυση κατά παρέκταση.

396    Επί της ουσίας, υποστηρίζει, πρώτον, ότι στην αιτιολογική σκέψη 1410 της προσβαλλόμενης απόφασης απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους το τρίμηνο αυτό είναι αντιπροσωπευτικό καθώς και τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η ίδια αυτή απόφαση.

397    Δεύτερον, το επιχείρημα ότι οι καταβολές ποσών υπό τη μορφή MDF δεν διατηρήθηκαν πέραν του πρώτου τριμήνου του 2003 δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι οι καταβολές αυτές δεν εξαφανίστηκαν, αλλά απλώς ανακατατάχθηκαν σε άλλες κατηγορίες εκπτώσεων. Η NECCI εξήγησε επίσης ότι η συμφωνία της Santa Clara και οι σχετικοί όροι παρέμειναν σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι τον Νοέμβριο του 2005.

398    Τρίτον, το έγγραφο που επικαλείται η Intel προς στήριξη των ισχυρισμών της δεν περιέχει κανέναν υπολογισμό από τον οποίο να αποκλείονται οι καταβολές ποσών υπό τη μορφή MDF.

399    Τέταρτον, αν ήταν αληθές ότι οι καταβολές ποσών από την Intel προς τη NEC παρουσίαζαν αισθητές διακυμάνσεις κατά την περίοδο αυτή, η Intel θα μπορούσε ευχερώς να έχει προσκομίσει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διοικητική διαδικασία.

400    Πέμπτον, η ανάλυση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 1243 της προσβαλλόμενης απόφασης αφορά την Dell. Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ανάλυση αυτή δεν μπορεί να ισχύσει για τη NEC, στο μέτρο που η τελευταία, σε αντίθεση με την Dell, δεν εφοδιαζόταν αποκλειστικά από την Intel, οπότε οι πελάτες της NEC είχαν ήδη επίγνωση της αξίας των επεξεργαστών της AMD και το διεκδικήσιμο μερίδιο της NEC κατά το τρίμηνο κατά το οποίο η Επιτροπή προέβη στη σύγκρισή της ήταν ήδη σημαντικό, καθόσον το αρχικό σχέδιο της NEC ήταν να πραγματοποιήσει το 41,6 % των αγορών της από την AMD.

401    Όσον αφορά το παραδεκτό των επιχειρημάτων που προέβαλε η Intel στο πλαίσιο των κύριων παρατηρήσεών της, επισημαίνεται ότι η Intel υποστήριξε, με τα σημεία 473 έως 475 του δικογράφου της προσφυγής, ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα προβολής των αποτελεσμάτων της ανάλυσής της του τετάρτου τριμήνου του 2002 έως το 2005 ήταν παντελώς αστήρικτος. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει σταθερότητα των μικτών τιμών, των εκπτώσεων και των ποσοτήτων. Συναφώς, η Intel παραπέμπει ρητώς στα σημεία 454 έως 473 του παραρτήματος A.8 του δικογράφου της προσφυγής, όπου επαναλαμβάνεται η απάντησή της στα επιχειρήματα σχετικά με την εν λόγω προβολή, η οποία περιέχεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων του 2007. Στο σημείο 467 του παραρτήματος A.8 της προσφυγής, η Intel προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς τα επίπεδα των «super-ECAP». Στο σημείο 468 του ίδιου αυτού παραρτήματος, η Intel διακρίνει μεταξύ των εκπτώσεων που λαμβάνει η μητρική εταιρία NEC και των εκπτώσεων που λαμβάνει η NECCI, διευκρινίζοντας ότι ορισμένες εκπτώσεις χορηγούνται μόνο στην NECCI. Ειδικότερα, η Intel αμφισβητεί ότι η ονοματολογία «super-ECAP» χρησιμοποιήθηκε πέραν του τρίτου τριμήνου του 2003. Στα σημεία 470 και 471 του εν λόγω παραρτήματος, η Intel διευκρινίζει ότι οι ποσότητες CPU x86 που αγοράζονταν τελούσαν συνεχώς υπό νέα διαπραγμάτευση και, ως εκ τούτου, τα στοιχεία του τετάρτου τριμήνου του 2002 δεν ήταν οριστικά.

402    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε στο πλαίσιο της προσφυγής της πολλά στοιχεία σχετικά με την παρέκταση των δεδομένων του τριμήνου αναφοράς στο σύνολο της περιόδου που καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση. Υπογράμμισε δε ότι η διαφορά μεταξύ των εκπτώσεων που χορηγούνταν στη NEC και στη NECCI έγκειται σε διαφορετικές ανταγωνιστικές πιέσεις, γεγονός από το οποίο απορρέει η αδυναμία άντλησης οποιουδήποτε τεκμηρίου ως προς την αμοιβαία σταθερότητα των χορηγουμένων εκπτώσεων. Διευκρινίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα στοιχείο σχετικά με τα επίπεδα των καταβολών ECAP για τη NEC και ότι οι ποσότητες CPU x86 που αγοράζονταν δεν ήταν σταθερές κατά την εν λόγω περίοδο.

403    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Intel με τις κύριες παρατηρήσεις της είναι παραδεκτά, δεδομένου ότι σχετίζονται με επιχειρήματα προβληθέντα με το δικόγραφο της προσφυγής.

404    Όσον αφορά την εκτίμηση του βασίμου των επιχειρημάτων αυτών, επισημαίνεται ότι τα οικονομικά δεδομένα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 1410 έως 1455 της προσβαλλόμενης απόφασης για την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ως προς τις εκπτώσεις που χορήγησε η Intel στη NEC περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συνολική ποσότητα των CPU x86 που αγοράζονταν, τις καθαρές και μικτές τιμές των διαφόρων τύπων CPU x86, τους τύπους και τα ποσά των χορηγηθεισών εκπτώσεων, καθώς και το κόστος της Intel.

405    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι παράμετροι της προβαλλόμενης σταθερότητας στις οποίες η Επιτροπή στηρίζει τη δυνατότητα παρέκτασης, και οι οποίες εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 1410, στοιχεία αʹ έως γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, αφορούν μόνον τα επίπεδα των εκπτώσεων (τύπου MDF, τύπου ECAP και συνολικών εκπτώσεων), την παράτασή τους κατά τα επόμενα τρίμηνα και το ΜΔΑΚ της Intel, αλλά και ότι η Επιτροπή ουδόλως αναλύει, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Intel, τις ποσότητες και τους τύπους πωλούμενων CPU x86 ή τις καθαρές και μικτές τιμές τους.

406    Δεύτερον, ο πίνακας που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 1410, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης και ο οποίος αντλείται από την απάντηση της NECCI στην ερώτηση αριθ. 9 της αίτησης του 2007 που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 αφορά μόνον τις εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στη NECCI, ενώ η παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ διαπιστώθηκε όσον αφορά τη μητρική της εταιρία, ήτοι τη NEC. Όμως, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να υποτεθεί ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στη NEC Japan ή συνολικά στη NEC ήταν σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου την οποία αφορά η διαπίστωση της παράβασης.

407    Τρίτον, από την εξέταση του προαναφερθέντος πίνακα αποδεικνύεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1410, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, οι εκπτώσεις που λάμβανε η NECCI δεν ήταν σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια της οικείας περιόδου. Πράγματι, μεταξύ της χαμηλότερης καταβολής, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2003, ήτοι αυτής των 3,3 εκατομμυρίων USD, και της υψηλότερης καταβολής, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2005, ήτοι αυτής των 15,224 εκατομμυρίων USD, υπάρχει διαφορά 461,3 %. Υπάρχει επίσης σημαντική διαφορά μεταξύ του τετάρτου τριμήνου του 2002, ήτοι της καταβολής 7,945 εκατομμυρίων USD, και του δευτέρου τριμήνου του 2003, ήτοι της καταβολής 3,3 εκατομμυρίων USD, διαφορά που αντιστοιχεί σε μείωση κατά 58,4 %.

408    Τέταρτον, όπως επισήμανε η NECCI με την απάντηση στην ερώτηση αριθ. 9 της αίτησης του 2007, το σύστημα χορήγησης των εκπτώσεων μεταβλήθηκε από το τρίτο τρίμηνο του 2003. Αντί ενός ενιαίου ποσού, οι «super-ECAP» περιλήφθηκαν στις τριμηνιαίως καθοριζόμενες τιμές. Όπως υποστηρίζει η Intel, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το νέο αυτό σύστημα δεν παρουσίαζε ποσοτικές διαφορές σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα.

409    Πέμπτον, μολονότι η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συμφωνία της Santa Clara παρέμεινε σε ισχύ έως το 2005, τούτο ωστόσο δεν σημαίνει ότι η κατάσταση που επικρατούσε κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 βάσει της εν λόγω συμφωνίας εξακολούθησε να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της υποτιθέμενης παραβατικής περιόδου. Όπως προκύπτει ιδίως από το σημείο 2 της απάντησης της NECCI στην ερώτηση αριθ. 9 της αίτησης του 2007, η NECCI άρχισε να υποβάλλει μηνιαίως, μετά την 1η Ιουλίου 2003, αίτηση χορήγησης έκπτωσης στηριζόμενη στις αγοραζόμενες ποσότητες και στη διαφορά των τιμών μεταξύ των τιμολογίων που προτείνονταν στους πελάτες και των ECAP ή των «super-ECAP». Εντούτοις, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή εξέτασε αν οι τροποποιήσεις που επέφερε το νέο αυτό πρόγραμμα επηρέασαν κάποια από τις παραμέτρους του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

410    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει, αφενός, ότι οι παράμετροι που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 1410, στοιχεία αʹ έως γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης δεν περιλαμβάνουν το σύνολο των οικονομικών δεδομένων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ως προς τις εκπτώσεις που χορήγησε η Intel στη NEC και, αφετέρου, ότι, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1410, στοιχεία αʹ και βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, τα αποδεικτικά στοιχεία που κατατέθηκαν στη δικογραφία αποδεικνύουν ότι οι καταβολές της Intel υπέρ της NECCI σημείωσαν σημαντικές διακυμάνσεις μετά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 καθώς και ότι το σύστημα χορήγησης των εκπτώσεων μεταβλήθηκε από το τρίτο τρίμηνο του 2003. Επομένως, ορθώς η Intel υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι, λαμβανομένων υπόψη των παραμέτρων που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 1410, στοιχεία αʹ έως γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορούσε να στηριχθεί σε στοιχεία σχετικά με το τέταρτο τρίμηνο του 2002 προκειμένου να συναγάγει συμπεράσματα ως προς την ικανότητα των πρακτικών της Intel να εκτοπίσουν έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή από την αγορά μεταξύ του τετάρτου τριμήνου του 2002 και του Νοεμβρίου του 2005.

411    Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 340 ανωτέρω και κατά τα οποία, αφενός, από τα στοιχεία της ίδιας της Επιτροπής προκύπτει ότι οι εκπτώσεις που χορηγούνταν στη NEC δεν είναι σε θέση να εκτοπίσουν έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή από την αγορά και, αφετέρου, η Επιτροπή υπολόγισε εσφαλμένως την αξία των επίμαχων συναλλαγών για την Intel, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε για τη NEC, η Επιτροπή υπέπεσε σε δύο σφάλματα εκτίμησης, πρώτον, δεχόμενη μια υπερβολικά υψηλή αξία για τις επίμαχες συναλλαγές και, δεύτερον, προβαίνοντας σε παρέκταση των αποτελεσμάτων στα οποία κατέληξε για το τέταρτο τρίμηνο του 2002 σε όλη την υποτιθέμενη παραβατική περίοδο. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των δύο αυτών σφαλμάτων, η εξέταση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την Επιτροπή είναι εσφαλμένη όσον αφορά τις βασικές παραμέτρους. Δεδομένου ότι τα σφάλματα αυτά αφορούν το τέταρτο τρίμηνο του 2002, το οποίο ελήφθη ως σημείο αναφοράς για όλη την υπό εξέταση περίοδο όσον αφορά τις χορηγηθείσες στη NEC εκπτώσεις, επηρεάζουν το σύνολο της εξετασθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση περιόδου όσον αφορά τη NEC. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το βάσιμο του συμπεράσματος, που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 1456 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι καταβολές της Intel υπέρ της NEC στο πλαίσιο της συμφωνίας της Santa Clara ήταν ικανές να εκτοπίσουν έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή από την αγορά.

δ)      Επί των προβαλλόμενων σφαλμάτων όσον αφορά το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε στη Lenovo

1)      Γενική επισκόπηση του τμήματος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά τη Lenovo

412    Η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στη Lenovo με τις αιτιολογικές σκέψεις 1457 έως 1508 της προσβαλλόμενης απόφασης. Ανέλυσε, καταρχάς, την έκταση και τη φύση των εκπτώσεων, βάσει του MoU 2007.

413    Στη συνέχεια, η Επιτροπή προέβη σε υπολογισμό της ΜΤΠ, του κόστους και του απαιτούμενου αριθμού μονάδων CPU x86.

414    Τέλος, η Επιτροπή εκτίμησε τον διεκδικήσιμο αριθμό μονάδων CPU x86. Στο πλαίσιο του κύριου υπολογισμού της, περιόρισε την εκτίμησή της στον τομέα των φορητών υπολογιστών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 1473 έως 1478 της προσβαλλόμενης απόφασης), ενώ, με τους εναλλακτικούς υπολογισμούς της, απάντησε στα επιχειρήματα της Intel ότι ο διεκδικήσιμος αριθμός μονάδων CPU x86 έπρεπε να περιλαμβάνει και τον τομέα των επιτραπέζιων υπολογιστών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 1479 έως 1508 της προσβαλλόμενης απόφασης). Οι εναλλακτικοί αυτοί υπολογισμοί αποτελούνται, αφενός, από μια απάντηση της Επιτροπής στους ισχυρισμούς της Intel σχετικά με τον συνολικό διεκδικήσιμο αριθμό μονάδων CPU x86 και, αφετέρου, από έναν επιβεβαιωτικό υπολογισμό, στηριζόμενο σε σύγκριση με δεδομένα προερχόμενα από ένα έγγραφο με τίτλο «Δήλωση των εργασιών Απριλίου 2006», το οποίο καταρτίστηκε βάσει συμφωνίας μεταξύ AMD και Lenovo.

2)      Επί του υπό όρους μεριδίου των εκπτώσεων

415    Στην αιτιολογική σκέψη 1461 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το ύψος των επίμαχων εκπτώσεων επισημαινόταν στο MoU 2007, το οποίο προέβλεπε χρηματοδοτική στήριξη ύψους 180 εκατομμυρίων USD για το έτος 2007, υπό τη μορφή τριμηνιαίων πληρωμών.

416    Στην αιτιολογική σκέψη 1462 της προσβαλλόμενης απόφασης επισημάνθηκε ότι οι πληρωμές βάσει του MoU 2007 προστέθηκαν στις πληρωμές που εξακολούθησε να πραγματοποιεί η Intel βάσει άλλων προγραμμάτων χρηματοοικονομικής στήριξης συμφωνηθέντων προηγουμένως, χωριστά από το MoU 2007. Επομένως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πληρωμές αυτές αποτελούν εξ ολοκλήρου απόρροια της συμφωνίας για το MoU 2007. Όλες οι πληρωμές και οι ευνοϊκοί εμπορικοί όροι του MoU 2007 τελούσαν υπό την προϋπόθεση ότι η Lenovo θα εγκατέλειπε όλα τα σχέδιά της για φορητούς υπολογιστές εξοπλισμένους με CPU x86 της AMD.

417    Στην αιτιολογική σκέψη 1463 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι, με το υπόμνημα της 5ης Φεβρουαρίου 2009, η Intel προέβαλε το επιχείρημα ότι μόνον το ποσό των 138 εκατομμυρίων USD ήταν κρίσιμο για το μέγεθος των εκπτώσεων. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι, επί οικονομικής ενίσχυσης της Lenovo προβλεπόμενης στο MoU 2007 και ανερχόμενης σε 180 εκατομμύρια USD, μόνον 135 εκατομμύρια USD χορηγήθηκαν τοις μετρητοίς. Το υπόλοιπο της χρηματοοικονομικής στήριξης χορηγήθηκε υπό τη μορφή πλεονεκτημάτων σε είδος, ήτοι μέσω της επέκτασης της τυποποιημένης εγγύησης της Intel κατά ένα έτος και της προσφοράς για βελτίωση της χρήσης μιας πλατφόρμας της Intel στην Κίνα. Η Επιτροπή τόνισε ότι, μολονότι η αξία των δύο αυτών μη χρηματικών εισφορών προς τη Lenovo ήταν 20 και 24 εκατομμυρίων USD αντιστοίχως, το κόστος τους για την Intel ήταν σαφώς χαμηλότερο, ήτοι κατά 1,7 και 1,3 εκατομμύρια USD αντιστοίχως. Η Intel είχε υποστηρίξει ότι, για την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, τα στοιχεία αυτά έπρεπε να αξιολογηθούν με γνώμονα όχι την αξία τους για τη Lenovo, αλλά το οικονομικό τους κόστος για την ίδια. Η Intel κατέληξε στο ποσό των 138 εκατομμυρίων USD προσθέτοντας στη χρηματοοικονομική στήριξη των 135 εκατομμυρίων USD σε μετρητά το κόστος αυτό του 1,7 και του 1,3 εκατομμυρίων USD.

418    Με την αιτιολογική σκέψη 1464 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε ότι, πριν εξετάσει το βάσιμο του επιχειρήματος της Intel όσον αφορά τον τρόπο εκτίμησης που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κατά την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, είχε επισημάνει την απόκλιση μεταξύ του προβαλλόμενου οικονομικού κόστους των συνεισφορών για την Intel και της αξίας τους για τη Lenovo. Ο λόγος μεταξύ της αξίας για τη Lenovo και του προβαλλόμενου οικονομικού κόστους για την Intel ήταν 1 176 % (20 έναντι 1,7) για την επέκταση της εγγύησης και 1 846 % (24 έναντι 1,3) για την πλατφόρμα. Η Επιτροπή ανέφερε ότι η Intel είχε προσκομίσει ορισμένους υπολογισμούς πραγματοποιηθέντες στο πλαίσιο των παρατηρήσεων της 5ης Φεβρουαρίου 2009 επί της συμπληρωματικής ανακοίνωσης αιτιάσεων του 2008 προς στήριξη του ισχυρισμού της σχετικά με το οικονομικό κόστος των συνεισφορών, αλλά ότι δεν εξήγησε τους λόγους της σημαντικής απόκλισης μεταξύ του κόστους αυτού και της αξίας τους για τη Lenovo.

419    Με την αιτιολογική σκέψη 1465 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, με την επιφύλαξη της προαναφερθείσας παρατήρησης, το επιχείρημα της Intel ότι το κριτήριο εκτίμησης που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κατά την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν ήταν η αξία των στοιχείων αυτών για τη Lenovo, αλλά το οικονομικό κόστος για την ίδια στηριζόταν σε παρανόηση των αρχών της εν λόγω ανάλυσης.

420    Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 1466 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υποστήριξε ότι «η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή [προϋπέθετε την εξέταση] της τιμής στην οποία ένας ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση –ο οποίος όμως δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση– [θα έπρεπε] να προτείνει τα προϊόντα του [στον πελάτη] προκειμένου να αντισταθμιστεί […] η απώλεια των υπό όρους πλεονεκτημάτων που παρέχει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, απώλεια η οποία προκύπτει από την εκ μέρους του εν λόγω πελάτη μεταφορά του διεκδικήσιμου μεριδίου των αναγκών εφοδιασμού του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση προς τον εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή».

421    Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 1467 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι από τα προεκτεθέντα προέκυπτε σαφώς ότι έπρεπε να εκτιμηθεί η απώλεια για τον πελάτη, δεδομένου ότι, στην περίπτωση απόκλισης μεταξύ των δύο αυτών αριθμητικών στοιχείων, ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα έπρεπε να αντισταθμίσει αυτή ακριβώς την απώλεια και όχι το οικονομικό κόστος για την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Η εν λόγω διαφορά καταδεικνύεται, κατά την Επιτροπή, από το παράδειγμα της πλατφόρμας διανομής. Ως επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, η Intel διέθετε ήδη πλατφόρμα διανομής στην Κίνα, η οποία αρκούσε, κατά την επιχείρηση αυτή, να βελτιωθεί ελαφρώς, με οικονομικό κόστος 1,3 εκατομμυρίων USD, ώστε να είναι στη συνέχεια σε θέση η Intel να προσφέρει στη Lenovo πλεονέκτημα συνολικής αξίας 24 εκατομμυρίων USD. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι ένας ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, χωρίς όμως να κατέχει δεσπόζουσα θέση, δεν είχε υπό κανονικές συνθήκες δημιουργήσει ακόμη τέτοια υποδομή. Επομένως, προκειμένου να αντισταθμισθεί για τη Lenovo η απώλεια του πλεονεκτήματος που συνδέεται με τη βελτιωμένη χρήση της πλατφόρμας εφοδιασμού της Intel, ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα έπρεπε να καταβάλει στη Lenovo χρηματικό ποσό ίσο προς την οικονομική αξία που είχε για τη Lenovo η βελτιωμένη πλατφόρμα προμηθειών.

422    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, γενικώς, ότι από το MoU 2007 δεν μπορούσε να συναχθεί ότι οι εκπτώσεις της είχαν ως συνέπεια τον εκτοπισμό ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την αγορά. Η ανάλυση της Επιτροπής, πρώτον, υπερεκτιμά το φερόμενο ως υπό όρους μερίδιο της έκπτωσης, δεύτερον, υποτιμά το διεκδικήσιμο μερίδιο και, τρίτον, υπερεκτιμά το κόστος της. Όσον αφορά, ειδικότερα, το υπό όρους μερίδιο, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, σε σχέση με τις εκπτώσεις βάσει του MoU 2007, η προσβαλλόμενη απόφαση καταλήγει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1461 και 1474 έως 1477, ότι χορηγήθηκαν εκπτώσεις υπό όρους ύψους 180 εκατομμυρίων USD για διεκδικήσιμο μερίδιο μόνον 0,9 έως 1,1 εκατομμυρίων φορητών υπολογιστών. Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, το ποσό των υπό όρους εκπτώσεων ανέρχεται μόνο σε 138 εκατομμύρια USD.

423    Κατά την προσφεύγουσα, η μεθοδολογία της Επιτροπής για να ληφθούν υπόψη αυτά τα πλεονεκτήματα σε είδος είναι εσφαλμένη, διότι, για τους σκοπούς της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, η υπό όρους έκπτωση πρέπει να λάβει υπόψη το κόστος που επωμίζεται η Intel για την παροχή τους και όχι την αξία που αντιπροσωπεύουν για τη Lenovo. Η συμπληρωματική έκθεση Shapiro-Hayes της 28ης Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: συμπληρωματική έκθεση Shapiro-Hayes) αποτίμησε το κόστος για την Intel των δύο πλεονεκτημάτων σε είδος περίπου στα 3 εκατομμύρια USD. Από το ποσό αυτό, ένα ποσό 1 680 073 USD (1,7 εκατομμύρια USD κατά προσέγγιση) αντιστοιχεί στην επέκταση της εγγύησης και ένα άλλο ποσό 1 256 948 USD (1,3 εκατομμύρια USD κατά προσέγγιση) στο κόστος που θα συνεπαγόταν για την Intel η προσφορά πλατφόρμας διανομής προς τη Lenovo.

424    Η Επιτροπή αμφισβητεί το σύνολο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για την εκτίμηση του υπό όρους μεριδίου των εκπτώσεων, η προσβαλλόμενη απόφαση αξιολόγησε την αύξηση της χρηματοδότησης που χορήγησε η Intel στη Lenovo το 2007 βάσει του MoU 2007. Η προσέγγιση αυτή δεν αμφισβητείται. Κατά την Επιτροπή, η απόφαση διαπιστώνει ότι η αυξημένη αυτή χρηματοδότηση ανερχόταν σε 180 εκατομμύρια USD, στηριζόμενη στην εξέταση των εγγράφων που είχε καταρτίσει η Intel κατά τη διαπραγμάτευση του MoU 2007. Η Επιτροπή φρονεί ότι ορθώς στηρίχθηκε στην αξία των πλεονεκτημάτων σε είδος που χορηγήθηκαν στη Lenovo, αντί να λάβει ως βάση το κόστος τους για την Intel. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή προϋποθέτει την αξιολόγηση, κατ’ ουσίαν, της αντιστάθμισης που θα έπρεπε να προσφέρει ένας ενδεχόμενος αποτελεσματικός ανταγωνιστής στη Lenovo για την απώλεια των εκπτώσεων της Intel. Για να ενθαρρυνθεί να επιλέξει τον εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή, η Lenovo θα ανέμενε να λάβει αντιστάθμιση για τις δικές της ζημίες και όχι για εκείνες της Intel.

425    Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται, στηριζόμενη στο παράρτημα B.31 του υπομνήματος αντίκρουσης, ότι η Intel δεν προσκομίζει κανένα απτό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ της Lenovo και αυτής όσον αφορά την αξία των πλεονεκτημάτων σε είδος που χορηγήθηκαν στη Lenovo, ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι η Lenovo υπολόγισε διαφορετική αξία για τα εν λόγω πλεονεκτήματα σε είδος. Επισημαίνει επίσης ότι από έγγραφα αναγόμενα στον χρόνο των πραγματικών περιστατικών τα οποία περιλαμβάνονται στη δικογραφία αποδεικνύεται ότι η Lenovo θεωρούσε τα εν λόγω πλεονεκτήματα σε είδος ως ιδιαιτέρως χρήσιμα και ότι τα είχε ζητήσει από την Intel ήδη από την έναρξη των διαπραγματεύσεων.

426    Κατά την Επιτροπή, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η αξία του πλεονεκτήματος σε είδος για την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι το κόστος που αντιπροσωπεύουν τα πλεονεκτήματα αυτά για την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Κατά την Επιτροπή, με το υπόμνημα απάντησης επιχειρείται παράκαμψη του σφάλματος το οποίο ενέχει η συλλογιστική του δικογράφου της προσφυγής όπου εκτίθεται ότι, «εξ ορισμού, ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα μπορούσε να προσφέρει στη Lenovo τα ίδια πλεονεκτήματα σε είδος με κόστος ανάλογο εκείνου της Intel». Τούτο παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ό,τι η Intel. Η Επιτροπή παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1467 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου διευκρινίζεται ότι, υπό κανονικές συνθήκες, ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής δεν διέθετε ακόμη πλατφόρμα εφοδιασμού στην Κίνα. Επομένως, κατά την Επιτροπή, θα έπρεπε να αντισταθμίσει τοις μετρητοίς την απώλεια των πλεονεκτημάτων που χορηγούσε η Intel στη Lenovo.

427    Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το υπόμνημα απάντησης αρκείται να απαντήσει, πρώτον, προβάλλοντας ότι ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής διέθετε κατ’ ανάγκην πλατφόρμα εφοδιασμού στην Κίνα και, δεύτερον, υποστηρίζοντας ότι η AMD είχε τέτοια πλατφόρμα. Συναφώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι η πρώτη απάντηση που δόθηκε με το υπόμνημα απάντησης αποτελεί απλό ισχυρισμό. Κατά την άποψή της, δεν υπάρχει λόγος ένας ανταγωνιστής, έστω και εξίσου αποτελεσματικός, να διαθέτει κατ’ ανάγκη πλατφόρμα εφοδιασμού στην Κίνα. Όσον αφορά τη δεύτερη απάντηση που περιέχει το υπόμνημα απάντησης, η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή αφορά, κατά την Επιτροπή, έναν υποθετικό ανταγωνιστή και όχι την AMD. Εν πάση περιπτώσει, το έγγραφο στο οποίο παραπέμπει η Intel δηλώνει απλώς ότι η AMD διέθετε «υποδομές» στην Κίνα, πράγμα που δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πλατφόρμας εφοδιασμού, πόσο μάλλον μιας πλατφόρμας ισοδύναμης με αυτήν της Intel.

428    Κατά την Επιτροπή, από τα σημεία 22 έως 37 του παραρτήματος D.39 του υπομνήματος ανταπάντησης προκύπτει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής διέθετε πλατφόρμα εφοδιασμού στην Κίνα, το κόστος που θα συνεπαγόταν για αυτόν η διάθεση της πλατφόρμας αυτής στη Lenovo θα ήταν σημαντικά υψηλότερο από το κόστος παροχής του συγκεκριμένου πλεονεκτήματος για την Intel. Το ίδιο ισχύει και για την επέκταση της εγγύησης. Αν, όπως υποστηρίζει η Intel, το κόστος των δύο πλεονεκτημάτων σε είδος ανέρχεται σε 3 εκατομμύρια USD για την ίδια, τότε η προσφορά των ίδιων οφελών στη Lenovo θα κόστιζε τουλάχιστον 38 εκατομμύρια USD σε έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή. Το ποσό αυτό υπολογίζεται βάσει των δύο υποθέσεων εργασίας της Intel τις οποίες αμφισβητεί η Επιτροπή, ήτοι, πρώτον, ότι ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνισμός διαθέτει πλατφόρμα εφοδιασμού στην Κίνα και, δεύτερον, ότι το κόστος της Intel για τη χορήγηση των πλεονεκτημάτων σε είδος ανέρχεται σε 3 εκατομμύρια USD.

429    Κατά την Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, το βασικό επιχείρημα του δικογράφου της προσφυγής και του υπομνήματος απάντησης, με το οποίο προβάλλεται ότι το κόστος των δύο πλεονεκτημάτων σε είδος ανέρχεται για την Intel σε 3 εκατομμύρια USD, αντιφάσκει προς τα αποδεικτικά στοιχεία της ίδιας της Intel. Τα σημεία 38 έως 44 του παραρτήματος D.39 του υπομνήματος ανταπάντησης αποδεικνύουν, κατά την Επιτροπή, ότι από εσωτερικά έγγραφα της Intel αναγόμενα στον χρόνο των πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι η προσφεύγουσα υπολόγισε ότι, στην πραγματικότητα, το κόστος των δύο πλεονεκτημάτων σε είδος είναι ίσο, αν όχι υψηλότερο, από την αξία τους για τη Lenovo. Το σωρευτικό κόστος τους για την Intel προσδιορίστηκε στα 47 εκατομμύρια USD και όχι στα 3 εκατομμύρια USD, όπως ισχυρίζεται η Intel.

430    Πριν από την εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων ως προς τα δύο πλεονεκτήματα σε είδος, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι σε παρουσίαση την οποία προετοίμασε για τη Lenovo ανέφερε, αντιστοίχως, τα ποσά των 20 εκατομμυρίων USD για την επέκταση των εγγυήσεων και των 24 εκατομμυρίων USD για την πλατφόρμα διανομής. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ωστόσο, ότι τα ποσά αυτά έπρεπε να αντικατασταθούν, για τους σκοπούς του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, από τα ποσά των 1,7 και των 1,3 εκατομμυρίων USD αντιστοίχως, προκειμένου να αντικατοπτριστεί το δικό της κόστος και όχι το κέρδος της Lenovo. Η Επιτροπή θεώρησε ότι τα πλεονεκτήματα σε είδος αντιστοιχούσαν σε 44 εκατομμύρια USD επί των 180 εκατομμυρίων USD των υπό όρους εκπτώσεων, τούτο δε βάσει της αξίας που αντιπροσώπευαν οι υπηρεσίες αυτές για τη Lenovo. Από την ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψης 1465 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αποκλείεται να έλαβε υπόψη της τους υπολογισμούς σύμφωνα με τους οποίους η Intel εκτίμησε το κόστος της σε 3 εκατομμύρια USD για να προτείνει πλεονεκτήματα σε είδος, ή να ανέλυσε το ποσό αυτό.

431    Η προσέγγιση της Επιτροπής συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στην εκτίμηση ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής μπορεί καταρχήν να προσφέρει πλεονεκτήματα σε είδος, γεγονός παραμένει ότι η διάθεση πλατφόρμας διανομής ή η επέκταση της εγγύησης κοστίζει ακριβότερα στον ανταγωνιστή απ’ ό,τι στην κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, ιδίως όταν η αξία των πλεονεκτημάτων σε είδος συσχετίζεται με το διεκδικήσιμο μερίδιο. Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι η Intel δεν προσκόμισε κανένα απτό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ της Lenovo και της Intel όσον αφορά την αξία των παρασχεθέντων σε είδος πλεονεκτημάτων.

432    Η προσφεύγουσα επικρίνει την ανάλυση αυτή της Επιτροπής. Κατά την προσφεύγουσα, η συμπληρωματική έκθεση Shapiro-Hayes και η έκθεση Salop-Hayes αποδεικνύουν ότι η μέθοδος αυτή δεν είναι ορθή και ότι η δέουσα ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή επιβάλλει να ληφθεί υπόψη το κόστος της παροχής των εν λόγω πλεονεκτημάτων σε είδος για την Intel. Παραπέμπει δε στην έκθεση Salop-Hayes, η οποία επισημαίνει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, η υπό όρους έκπτωση πρέπει να περιλαμβάνει το κόστος που επωμίζεται η Intel για την παροχή των υπηρεσιών αυτών και όχι την αξία τους για τη Lenovo. Σκοπός του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι να διαπιστωθεί αν τα οριακά έσοδα της Intel που συνδέονται με το διεκδικήσιμο μερίδιο υπερβαίνουν το οριακό κόστος της για την παράδοση της ποσότητας αυτής, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης των κερδών της Intel λόγω των εκπτώσεων υπό όρους. Η μείωση των κερδών της Intel αντιπροσωπεύει το κόστος των πλεονεκτημάτων [σε είδος] για την Intel.»

433    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα βασικά στοιχεία του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφάρμοσε εν προκειμένω η Επιτροπή εκτίθενται, ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 1003 και 1004 της προσβαλλόμενης απόφασης.

434    Με την αιτιολογική σκέψη 1003 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκθέτει την εγγενή λογική του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, δεχόμενη ότι, «κατ’ ουσίαν, πρέπει να εξεταστεί αν, λαμβανομένων υπόψη του δικού της κόστους και του αποτελέσματος της έκπτωσης, η Intel θα ήταν η ίδια σε θέση να εισέλθει στην αγορά σε πιο περιορισμένη βάση χωρίς να υποστεί ζημίες».

435    Με την αιτιολογική σκέψη 1004 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή αποτελεί αμιγώς υποθετικό εγχείρημα, υπό την έννοια ότι αφορά τον καθορισμό του αν η πρόσβαση στην αγορά ενός ανταγωνιστή εξίσου αποτελεσματικού με την Intel, όσον αφορά την παραγωγή και προμήθεια CPU x86 αξίας ισοδύναμης με εκείνη που προσφέρει η Intel στους πελάτες της, αλλά ο οποίος δεν έχει τόσο ευρεία βάση πωλήσεων όσο η Intel, θα ήταν ανέφικτη. Καταρχήν, η ανάλυση αυτή είναι ανεξάρτητη από την πραγματική δυνατότητα της AMD να εισέλθει ή όχι στην αγορά.

436    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο υποθετικός ανταγωνιστής ως προς τον οποίο πρόκειται να αξιολογηθεί η ικανότητα εισόδου στην αγορά παρά τις τιμολογιακές πρακτικές της Intel είναι ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής κατά την έννοια μιας επιχείρησης ικανής να προμηθεύει CPU x86 υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που εφαρμόζει η Intel. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1003 της προσβαλλόμενης απόφασης, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με εξέταση του αν η Intel θα είχε μπορέσει η ίδια να διεισδύσει στην αγορά παρά το επίμαχο σύστημα εκπτώσεων. Από την αιτιολογική σκέψη 1004 της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι, καταρχήν, η μόνη διαφορά μεταξύ της κατάστασης του υποθετικού ανταγωνιστή και της πραγματικής κατάστασης της Intel στην αγορά είναι ότι ο εν λόγω υποθετικός ανταγωνιστής δεν διαθέτει ισοδύναμη βάση πωλήσεων. Λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 1005 της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναφορά αυτή στην έλλειψη ισοδύναμης βάσης πωλήσεων πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι, λόγω της ιδιότητας της Intel ως απολύτως αναγκαίου εμπορικού εταίρου, ο εξίσου αποτελεσματικός υποθετικός ανταγωνιστής μπορεί να αποσπάσει από την Intel μόνον το διεκδικήσιμο μερίδιο της ζήτησης των πελατών σε CPU x86.

437    Όπως όμως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, όταν η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εξέτασης της έκτασης των εκπτώσεων που χορηγήθηκαν στη Lenovo, εκτίμησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αξία των πλεονεκτημάτων σε είδος που προσέφερε η Intel, δεν στήριξε τη συλλογιστική της στη βάση ότι ο υποθετικός ανταγωνιστής ήταν ικανός να πωλεί CPU x86 στη Lenovo, προσφέροντάς της ταυτοχρόνως πλεονεκτήματα σε είδος υπό τις ίδιους όρους με την Intel.

438    Συγκεκριμένα, με την αιτιολογική σκέψη 1466 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να εξεταστεί η τιμή την οποία θα έπρεπε να καταβάλει ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής, ο οποίος δεν είναι η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, για να αντισταθμίσει την απώλεια των πλεονεκτημάτων σε είδος που προσέφερε η Intel στη Lenovo, όπως η επέκταση της πλατφόρμας ή η επέκταση της εγγύησης. Στην αιτιολογική σκέψη 1467 της εν λόγω απόφασης, για να δικαιολογήσει τη λύση αυτή, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο παράδειγμα της πλατφόρμας διανομής. Έκρινε ότι, αντιθέτως προς την Intel, η οποία διέθετε στην Κίνα πλατφόρμα διανομής που έχρηζε ορισμένων προσαρμογών προκειμένου να παράσχει πλεονέκτημα σε είδος στη Lenovo, ένας ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, ο οποίος όμως δεν κατείχε δεσπόζουσα θέση και ήταν, επομένως, μικρότερου μεγέθους, δεν διέθετε ακόμη, υπό κανονικές συνθήκες, τέτοια υποδομή.

439    Επομένως, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε παραδοχή ευρισκόμενη στον αντίποδα των βασικών στοιχείων του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εκτέθηκαν στις σκέψεις 1003 και 1004 της προσβαλλόμενης απόφασης, και τα οποία στηρίζονται στην αρχή ότι ο υποθετικός ανταγωνιστής είναι εξίσου αποτελεσματικός με την Intel, ιδίως από την άποψη του κόστους επέκτασης της πλατφόρμας ή της εγγύησης. Στην πραγματικότητα, η συλλογιστική της Επιτροπής επικεντρώθηκε σε έναν λιγότερο αποτελεσματικό ανταγωνιστή, ο οποίος, ωστόσο, δεν αποτελεί κατάλληλο οικονομικό φορέα προκειμένου να αξιολογηθεί η ικανότητα της επίμαχης πρακτικής εκπτώσεων να προκαλέσει εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

440    Κανένα από τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή.

441    Η Επιτροπή, η οποία, βεβαίως, παραπέμπει στο γεγονός ότι η Intel είχε καταλήξει σε υψηλό αριθμητικά ποσό για το όφελος της Lenovo (αντιστοίχως σε 20 και 24 εκατομμύρια USD), δεν απαντά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο ερώτημα ποιο θα ήταν το κόστος για έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή αν αυτός έπρεπε να έχει παράσχει πρόσβαση σε πλατφόρμα διανομής ή να έχει προβεί σε απλή μετατροπή της ήδη υπάρχουσας πλατφόρμας του, ώστε αυτή να επεκταθεί υπέρ ενός OEM, όπως συνέβη στην περίπτωση της πρότασης της Intel προς τη Lenovo. Η ίδια λογική ισχύει και για το κόστος που συνδέεται με την επέκταση της εγγύησης.

442    Συναφώς, οι διάδικοι ανέφεραν, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, ότι οι οικονομίες κλίμακας δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως αποτελούσες στοιχείο διαφοροποίησης, αλλά ότι το κόστος ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή έπρεπε να θεωρηθεί ότι είναι το ίδιο με το κόστος για την Intel. Ωστόσο, οι διευκρινίσεις αυτές εκ μέρους της Επιτροπής αντιφάσκουν προς την προσέγγιση που η ίδια ακολούθησε με τις αιτιολογικές σκέψεις 1466 και 1467 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, προκειμένου να τονιστεί, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί πλατφόρμα παρόμοια με εκείνη της Intel.

443    Επιπλέον, στο μέτρο που η Επιτροπή αναφέρθηκε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο συγκεκριμένο μέγεθος μιας πλατφόρμας ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (βλ. σκέψη 426 ανωτέρω, στο τέλος), επισημαίνεται, όπως υποστήριξε η Intel κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, ότι το στοιχείο αυτό δεν αναλύθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το ίδιο ισχύει και για τις αριθμητικές εκτιμήσεις τις οποίες παρέθεσε η Επιτροπή για πρώτη φορά με το παράρτημα D.39 του υπομνήματος ανταπάντησης, στο πλαίσιο αξιολόγησης του πραγματικού κόστους για την Intel, όσον αφορά τα πλεονεκτήματα σε είδος (βλ. σκέψεις 429 και 430 ανωτέρω).

444    Το Γενικό Δικαστήριο όμως δεν μπορεί να λάβει υπόψη τις συμπληρωματικές αυτές αναλύσεις, οι οποίες προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του διαδικασίας προς τεκμηρίωση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έτσι θα υποκαθιστούσε με τη δική του αιτιολογία εκείνη της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση. Πράγματι, η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 150 ανωτέρω απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια αντικατάσταση σκεπτικού.

445    Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 1464 της προσβαλλόμενης απόφασης και οι οποίοι αφορούν τη φερόμενη σημαντική απόκλιση μεταξύ του οικονομικού κόστους που προέβαλε η Intel για τη χορήγηση των πλεονεκτημάτων σε είδος και της αξίας τους για τη Lenovo, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως του ότι η αξία για τη Lenovo δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, όπως προκύπτει από τη δήλωση του L10 της 2ας Ιουνίου 2009, [εμπιστευτικό], η Lenovo δεν δέχθηκε ότι οι διαπραγματεύσεις με την Intel επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένη αξία των πλεονεκτημάτων σε είδος. Ο L10 θεώρησε, κατ’ ουσίαν, ότι η αριθμητική προσέγγιση σε USD όσον αφορά τα εν λόγω πλεονεκτήματα μπορούσε να διαφέρει ριζικά από το ποσό που προέβαλε η Intel. Κατά τη γνώμη του, ουσιαστικά, η επιχείρηση αυτή προσπάθησε να πιστωθεί στοιχεία των οποίων την αξία δεν υπολόγιζε με χρηματικούς όρους, όπως η διανομή μέσω πλατφόρμας. Η Intel επιχείρησε να τον πείσει ότι τα στοιχεία αυτά παρουσίαζαν οικονομικό ενδιαφέρον, παρά το γεγονός ότι παρείχαν μάλλον λειτουργικό πλεονέκτημα. Ο L10 υπογράμμισε ότι δεν θεώρησε ότι τα εν λόγω παρασχεθέντα σε είδος στοιχεία είχαν χρηματική αξία. Τέλος, όσον αφορά την παραπομπή της Επιτροπής στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Ιανουαρίου 2006 του L10, όπου αναγνωριζόταν η σημασία των πλεονεκτημάτων σε είδος, επισημαίνεται ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα δεν περιέχει αποτίμηση των πλεονεκτημάτων αυτών σε δολάρια.

446    Όπως προκύπτει επίσης από σειρά ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία χρονολογούνται από τις 26 Νοεμβρίου 2006 έως τις 28 Νοεμβρίου 2008 και φέρουν τον τίτλο «RE: Intel Meet Comp Response Nov 27 06.ppt», η Intel έκανε επανειλημμένως λόγο, ως διαπραγματευτική τακτική, για υπερβολικά πλεονεκτήματα, καθώς χαρακτήριζε ως πλεονέκτημα διάφορα στοιχεία που σκόπευε να παράσχει ούτως ή άλλως στον εμπορικό εταίρο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί μόνον από τα στοιχεία αυτά σχετικά με τις διαπραγματεύσεις περί των πλεονεκτημάτων σε είδος να συναγάγει, έστω και εμμέσως, όπως έπραξε με την αιτιολογική σκέψη 1464 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το πραγματικό κόστος, όπως το παρουσιάζει η Intel, ήταν ελαχιστοποιημένο. Υπό την ίδια έννοια, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής ο ισχυρισμός της Επιτροπής, ο οποίος μνημονεύεται στο σημείο 614 του υπομνήματος αντίκρουσης και παραπέμπει στο παράρτημα B.31 του υπομνήματος αυτού, ότι η Intel δεν απέδειξε ότι υπήρχε διάσταση απόψεων μεταξύ της Lenovo και της ίδιας όσον αφορά την αξία των παρασχεθέντων σε είδος πλεονεκτημάτων. Πράγματι, το ζήτημα που τίθεται είναι να καθοριστεί ποιο ήταν το αναγκαίο κόστος για την προσφορά τους και όχι η αξία που είχαν για τη Lenovo.

447    Επιπλέον, δεν αρκεί να προβληθεί, κατά τον τρόπο που το έπραξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 1464 της προσβαλλόμενης απόφασης και, εν συνεχεία, με το σημείο 614 του υπομνήματος αντίκρουσης, μέσω παραπομπής στο σημείο 416 του παραρτήματος B.31 του υπομνήματος αυτού, το επιχείρημα ότι η Intel δεν εξήγησε την τεράστια απόκλιση μεταξύ του υποτιθέμενου κόστους της, ύψους 3 εκατομμυρίων USD, και του ποσού των 44 εκατομμυρίων USD για τη Lenovo. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει εξαρχής με την προσβαλλόμενη απόφαση και όχι με στοιχεία υπολογισμού που προσκόμισε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ποιο θα ήταν το κόστος που θα είχε ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής, αν αυτός έπρεπε να προσφέρει σε OEM όπως η Lenovo πλεονεκτήματα σε είδος αντίστοιχα με τα προτεινόμενα από την Intel (βλ., επίσης, σκέψη 444 ανωτέρω).

448    Εξάλλου, στο μέτρο που η Επιτροπή προβαίνει, για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με το σημείο 326 του υπομνήματος ανταπάντησης, παραπέμποντας ενδεικτικώς στο παράρτημα D.39 του υπομνήματος αυτού, σε υπολογισμούς του κόστους για την περίπτωση κατά την οποία θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής είχε πλατφόρμα διανομής στην Κίνα, επισημαίνεται, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι πρόκειται για καθυστερημένους υπολογισμούς μη καλυπτόμενους από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία υιοθέτησε διαφορετικό κριτήριο, ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή ως προς το κόστος διαφέρει, εν πάση περιπτώσει, από το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, αφενός, όπως προκύπτει από το σημείο 36 του παραρτήματος D.39 του υπομνήματος ανταπάντησης, το κόστος για έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή είναι 20 690 000 USD, και όχι 24 εκατομμύρια USD όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1463 της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την πλατφόρμα διανομής. Αφετέρου, όσον αφορά την επέκταση της εγγύησης, της οποίας το κόστος για έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή υπολογίζεται αριθμητικώς επίσης για πρώτη φορά σε 17 473 664 USD με το σημείο 30 του παραρτήματος D.39 του υπομνήματος ανταπάντησης, το κόστος αυτό διαφέρει από τα 20 εκατομμύρια USD που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

449    Τέλος, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή με το σημείο 327 του υπομνήματος ανταπάντησης, παραπέμποντας στα σημεία 38 έως 44 του παραρτήματος D.39 του υπομνήματος αυτού, και σύμφωνα με το οποίο το βασικό επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με το κόστος των δύο πλεονεκτημάτων σε είδος, το οποίο ανερχόταν για την Intel σε 3 εκατομμύρια USD, αντιφάσκει προς τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ίδια η Intel.

450    Όσον αφορά τα συνημμένα στο υπόμνημα ανταπάντησης εσωτερικά έγγραφα της Intel με στοιχεία D.41 και D.42, από τα οποία προκύπτει, κατά την Επιτροπή, ότι η Intel εκτίμησε το κόστος των πλεονεκτημάτων σε είδος σε 47 εκατομμύρια USD αντί 3 εκατομμυρίων USD, τα έγγραφα αυτά δεν μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, δεν καλύπτονται από την αιτιολογία της. Από την ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψης 1465 της προσβαλλόμενης απόφασης φαίνεται να αποκλείεται το ενδεχόμενο η Επιτροπή να τα έλαβε υπόψη στο πλαίσιο της κύριας ανάλυσής της, όπως αυτή προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, στο μέτρο που η αιτιολογική σκέψη 1465 αναφέρει ότι «το επιχείρημα της Intel ότι το κριτήριο εκτίμησης που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κατά την ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν είναι η αξία των στοιχείων αυτών για τη Lenovo, αλλά το οικονομικό κόστος για [αυτήν] στηρίζεται σε παρανόηση των αρχών της εν λόγω ανάλυσης».

451    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η παραπομπή της Επιτροπής στα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 450 ανωτέρω ήταν παραδεκτή, δεν θα μπορούσε να συναχθεί από αυτά ότι η Intel είχε ελαχιστοποιήσει εσφαλμένα το κόστος της, επισημαίνοντας ότι τα δύο πλεονεκτήματα σε είδος αντιπροσώπευαν, αντιστοίχως, 1,7 και 1,3 εκατομμύρια USD. Συγκεκριμένα, τα έγγραφα στα οποία παραπέμπει η Επιτροπή εντάσσονται σε πλαίσιο διαπραγματεύσεων που διεξάγονταν με τη Lenovo, κατά τις οποίες η Intel επιδίωκε να αποδείξει τη σημασία των εμπορικών της προτάσεων, παρουσιάζοντάς τες κατά τρόπο ευνοϊκό προς τη Lenovo (βλ. επίσης σκέψεις 445 και 446 ανωτέρω). Όσον αφορά τη συγκεκριμένη ανάλυση των εγγράφων αυτών, η οποία πραγματοποιήθηκε για καθαρά προληπτικούς λόγους και υπό την επιφύλαξη των όσων διαπιστώθηκαν, επισημαίνεται ότι τα έγγραφα αυτά στερούνται σαφήνειας και, επομένως, δεν επιβεβαιώνουν τη θέση της Επιτροπής.

452    Συγκεκριμένα, πρώτον, στο έγγραφο με τίτλο «Intel Chart entitled 2006 v. 2007 Trend», το πλεονέκτημα που συνδέεται με την επέκταση της πλατφόρμας διανομής εμπίπτει, βεβαίως, στον τίτλο «Incremental 07 Spending» και στον επίμαχο πίνακα αναγράφεται μια αναφορά με τους όρους «billing impact». Ωστόσο, το ποσό των 24 εκατομμυρίων USD, που αφορά την πλατφόρμα, περιλαμβάνεται στη στήλη με τίτλο «Contra» και όχι στη στήλη με τίτλο «Expense». Τούτο υποδηλώνει ότι επρόκειτο για εκτίμηση του ποσού που θεωρούσε η Intel ότι αντιστοιχεί στη χρήση της πλατφόρμας, όπως διευκρινίζεται στο σημείο 71 της συμπληρωματικής έκθεσης Shapiro-Hayes και απεικονίζεται στο παράρτημα 10 της έκθεσης αυτής, αλλά όχι του κόστους μιας τέτοιας πλατφόρμας ή της τροποποίησής της για την Intel. Υπό την ίδια έννοια, το κόστος της επέκτασης της εγγύησης υπολογίζεται στο σημείο 70 της συμπληρωματικής έκθεσης Shapiro-Hayes, καθώς και στο παράρτημα 9 αυτής, σε 1,7 εκατομμύρια USD. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των ισχυρισμών τους οποίους προέβαλε ο Dr Hayes κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020 και σύμφωνα με τους οποίους, λόγω του περιορισμένου αριθμού των βλαβών των CPU x86, η αύξηση της εγγύησης από το ένα στα τρία έτη δεν συνεπάγεται σημαντικό οριακό κόστος.

453    Δεύτερον, όσον αφορά τους πίνακες που παρατίθενται στο παράρτημα D.42 του υπομνήματος ανταπάντησης, μολονότι οι εν λόγω πίνακες καθιστούν δυνατή τη συσχέτιση του κόστους για την Intel με τα πλεονεκτήματα για τη Lenovo, εξ αυτών δεν διαφαίνεται το συνολικό κόστος της τροποποίησης μιας πλατφόρμας διανομής, το οποίο προσδιορίζεται αριθμητικώς με την προσβαλλόμενη απόφαση στα 24 εκατομμύρια USD. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το έγγραφο αυτό μπορούσε να έχει ως σκοπό την ευνοϊκή παρουσίαση της προσφοράς κατά τις διαπραγματεύσεις με τη Lenovo.

454    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των σφαλμάτων εκτίμησης της Επιτροπής, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν ορισμένα πρόσθετα επιχειρήματα της Intel σχετικά με το αν η AMD διέθετε πράγματι πλατφόρμα στην Κίνα, δεδομένου ότι η κατάσταση της επιχείρησης AMD δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, καθοριστική για το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

455    Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την αριθμητική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων σε είδος που πρότεινε η Intel στη Lenovo, χρησιμοποιώντας αντιστοίχως τα ποσά των 20 και των 24 εκατομμυρίων USD, βάσει των οποίων υπολόγισε το ύψος των εκπτώσεων σε 180 εκατομμύρια USD. Επομένως, το ίδιο το εν λόγω ποσό των 180 εκατομμυρίων USD είναι εσφαλμένο.

456    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επισημαίνεται ότι, με την αιτιολογική σκέψη 1507 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε όσον αφορά την ικανότητα των εκπτώσεων που χορηγήθηκαν στη Lenovo να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά στηρίζονταν στη σύγκριση μεταξύ του απαιτούμενου αριθμού μονάδων και του διεκδικήσιμου αριθμού μονάδων η οποία πραγματοποιήθηκε με την αιτιολογική σκέψη 1478 της εν λόγω απόφασης, καθώς και στις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1479 έως 1506 και οι οποίες εκθέτουν ένα εναλλακτικό κριτήριο του απαιτούμενου μεριδίου στους συνδυασμένους τομείς των επιτραπέζιων υπολογιστών και των φορητών υπολογιστών. Όπως όμως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1472, 1478 και 1503 έως 1506 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο πλαίσιο τόσο της προαναφερθείσας σύγκρισης όσο και του εναλλακτικού κριτηρίου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ένα υπό όρους μερίδιο 180 εκατομμυρίων USD για τις αναλύσεις της σχετικά με τον ορισμό του απαιτούμενου μεριδίου, προκειμένου να το συγκρίνει με το διεκδικήσιμο μερίδιο των μονάδων CPU x86. Επομένως, η πλάνη κατά την αριθμητική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων σε είδος που πρότεινε η Intel στη Lenovo επηρέασε όλες τις συνιστώσες της εξέτασης των εκπτώσεων που χορηγήθηκαν στον εν λόγω OEM.

457    Ως εκ τούτου, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της Intel σχετικά με τον διεκδικήσιμο αριθμό μονάδων που πρέπει να ληφθεί υπόψη, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το βάσιμο του συμπεράσματος που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 1507 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το 2007 η έκπτωση της Intel ήταν ικανή να προκαλέσει εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, διότι ακόμη και ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής δεν θα μπορούσε να εφοδιάσει τη Lenovo για τις ανάγκες της στον τομέα των CPU xU 86 για φορητούς υπολογιστές.

ε)      Επί των προβαλλόμενων σφαλμάτων σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε στην MSH

458    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ως προς την MSH που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, πέραν του ότι υπερτιμά το ΜΔΑΚ της Intel, περιέχει δύο σφάλματα σχετικά, αφενός, με τη μέθοδο της «διπλής έκπτωσης υπό όρους» (στο εξής: μέθοδος της διπλής έκπτωσης) και, αφετέρου, με το υπό όρους μερίδιο των πληρωμών. Η διόρθωση ενός από τα σφάλματα αυτά θα αποδείκνυε ότι η MSH ανταποκρίθηκε στο κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

459    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς το βάσιμο της επιχειρηματολογίας με την οποία επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εφαρμόζοντας τη μέθοδο της διπλής έκπτωσης.

460    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την καταλληλότητα των αριθμητικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή της ίδιας αυτής μεθόδου και τις συνέπειες που συνήγαγε εξ αυτών η Επιτροπή.

461    Η Επιτροπή φρονεί ότι τα επιχειρήματα πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, δεδομένου ότι η εφαρμογή της μεθόδου της διπλής έκπτωσης δεν ενέχει καμία πλάνη.

462    Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι, για να μπορεί να πωλεί υπολογιστές συγκεκριμένης μάρκας στην MSH, ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα έπρεπε να βεβαιωθεί όχι μόνον ότι η MSH ήταν διατεθειμένη να αγοράζει υπολογιστές εξοπλισμένους με τους δικούς του CPU, αλλά επίσης, και κυρίως, ότι υπήρχαν OEM διατεθειμένοι να κατασκευάζουν τους υπολογιστές αυτούς. Επομένως, οι πρακτικές της Intel σε διαφορετικά επίπεδα της αλυσίδας εφοδιασμού θα μπορούσαν να έχουν σωρευτικό αποτέλεσμα.

463    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για να αποδειχθεί ότι οι πληρωμές της Intel προς την MSH μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού όταν συνοδεύονταν από πρακτική της Intel έναντι ενός OEM, αρκεί να καταδειχθεί το δυνητικό αυτό αποτέλεσμα υπό το πρίσμα ενός αντιπροσωπευτικού παραδείγματος μιας υπό όρους πληρωμής εκ μέρους της Intel σε ΟΕΜ χωρίς να χρειάζεται επανάληψη της διαδικασίας αυτής για κάθε OEM.

464    Τρίτον, η προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζει τη σώρευση των πληρωμών της Intel προς την MSH και των απροκάλυπτων περιορισμών της Intel, ιδίως όσον αφορά τους εξοπλισμένους με CPU x86 της AMD φορητούς υπολογιστές Lenovo για το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου 2006.

465    Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το παράρτημα B.31 του υπομνήματος αντίκρουσης αναλύει λεπτομερώς τα λοιπά επιχειρήματα της Intel. Κατ’ ουσίαν, το παράρτημα αυτό αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δικαιολογεί προσηκόντως το γεγονός ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στη NEC για το οικείο τρίμηνο είναι αντιπροσωπευτικές της περιόδου που ελήφθη υπόψη στο σύνολό της· ότι είναι απίθανο να μπόρεσε η NECCI να προμηθεύσει το σύνολο του διεκδικήσιμου μεριδίου της MSH και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην παραδοχή ότι το 100 % των εκπτώσεων που χορήγησε η Intel στη NEC ήταν υπό όρους.

466    Συναφώς, επισημαίνεται, όπως ανέφερε και η προσφεύγουσα, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, σε πρώτο στάδιο, με την αιτιολογική σκέψη 1565 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι από τον πίνακα 58 της αιτιολογικής σκέψης 1564 της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι, σύμφωνα με τη συνήθη μέθοδο υπολογισμού, η Intel δεν πληρούσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για τα έτη 1997, 1998 και 2000. Επομένως, όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα, η Επιτροπή αναγνώρισε, τουλάχιστον σιωπηρώς, ότι, σύμφωνα με τη συνήθη μέθοδο υπολογισμού, η αποτελεσματική τιμή που προκύπτει από τις υπό όρους πληρωμές της Intel προς την MSH ήταν σαφώς υψηλότερη από το ΜΔΑΚ καθ’ όλη τη διάρκεια της πιθανολογούμενης παράβασης, ήτοι από το 2002 έως το 2007.

467    Ωστόσο σε δεύτερο στάδιο, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1561 και 1566 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή προσάρμοσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, εκτιμώντας ότι, όταν η Intel χορηγούσε εκπτώσεις υπό όρους σε ΟΕΜ, ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα έπρεπε να προβεί σε δύο πληρωμές: μία για να εξασφαλίσει την απόκτηση του διεκδικήσιμου μεριδίου του OEM και μία για να εξασφαλίσει την απόκτηση του διεκδικήσιμου μεριδίου της MSH. Λαμβάνοντας υπόψη τη διπλή αυτή έκπτωση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, με την αιτιολογική σκέψη 1568 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η Intel δεν πληρούσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης, πλην του 2004.

468    Επομένως, από τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία η υπόθεση ότι η Intel πληρούσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σύμφωνα με τη συνήθη μέθοδο υπολογισμού και ότι μόνον κατά την εκτίμηση της ύπαρξης διπλής έκπτωσης κατόρθωσε η Επιτροπή να αποδείξει, βάσει των δικών της αριθμητικών στοιχείων, ότι οι πληρωμές της Intel προς την MSH μπορούσαν να οδηγήσουν σε εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού καθ’ όλη την παραβατική περίοδο, πλην του 2004.

469    Όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί αυτή καθαυτήν τη μέθοδο της διπλής έκπτωσης. Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, για να μπορεί να πωλεί υπολογιστές συγκεκριμένης μάρκας στην MSH, ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα έπρεπε να βεβαιωθεί όχι μόνον ότι η MSH ήταν διατεθειμένη να αγοράζει υπολογιστές εξοπλισμένους με τους δικούς του CPU, αλλά επίσης, και κυρίως, ότι υπήρχαν OEM διατεθειμένοι να κατασκευάζουν τους υπολογιστές αυτούς. Επομένως, οι πρακτικές της Intel σε διαφορετικά επίπεδα της αλυσίδας εφοδιασμού θα μπορούσαν να έχουν σωρευτικό αποτέλεσμα.

470    Αντιθέτως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να πραγματοποιήσει τους υπολογισμούς της. Όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση υπολογίζει το ποσό της διπλής έκπτωσης τεκμαίροντας ότι κάθε OEM-προμηθευτής της MSH τύγχανε έκπτωσης υπό όρους η οποία ισοδυναμούσε προς τη συνολική έκπτωση που χορηγήθηκε στη NEC κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 και ότι θα έχανε πλήρως την έκπτωση αυτή αν η MSH άρχιζε να πωλεί υπολογιστές εξοπλισμένους με CPU x86 της AMD. Στηριζόμενη στην υπόθεση ότι το 100 % των εκπτώσεων που χορηγούνταν στην MSH ήταν υπό όρους, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, καθ’ όλη την παραβατική περίοδο, πλην του 2004, οι εκπτώσεις της Intel εκτόπισαν έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή.

471    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η ανάλυση αυτή ενέχει δύο πλημμέλειες, καθεμία από τις οποίες είναι ικανή να ακυρώσει τα αποτελέσματα του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σχετικά με την MSH, το οποίο βασίστηκε στις εκπτώσεις που χορήγησε η Intel στη NEC κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002.

472    Ειδικότερα, πρώτον, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή τεκμαίρει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1566 και 1567 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στη NEC αντικατοπτρίζουν προσηκόντως τις υπό όρους εκπτώσεις σε όλους τους υπολογιστές με επεξεργαστές Intel τους οποίους αγόραζε η MSH από όλους τους OEM. Ωστόσο, το τεκμήριο αυτό δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο.

473    Συγκεκριμένα, η Intel τονίζει, χωρίς η Επιτροπή να την αντικρούσει, ότι η MSH αγόραζε μόνον το 4 % των αναγκών της σε υπολογιστές από τη NEC κατά την περίοδο 2002-2007 και ότι, εκτός από τη NEC, οι κύριοι OEM-προμηθευτές υπολογιστών της MSH μεταξύ 2002 και 2007 ήταν οι εταιρίες Fujitsu, Acer, HP, Compaq, Toshiba και Medion. Αν μη τι άλλο, η άποψη της Επιτροπής στηρίζεται κατ’ ανάγκη στην παραδοχή ότι η MSH αγόραζε ηλεκτρονικούς υπολογιστές από άλλους OEM πλην της NEC.

474    Η Επιτροπή, όμως, ούτε διατείνεται ούτε αποδεικνύει ότι η Intel χορήγησε σε έναν εκ των λοιπών OEM από τους οποίους η MSH πραγματοποιούσε τις αγορές της εκπτώσεις υπό όρους στον τομέα των υπολογιστών που προορίζονταν για ιδιώτες, υπό παρόμοιους όρους με τους ισχύοντες για τις εκπτώσεις στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που αγόραζε από τη NEC.

475    Προκύπτει, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε την ανάλυση σχετικά με τη μέθοδο της διπλής έκπτωσης στις εκπτώσεις που χορήγησε η Intel στη NEC κατά τη διάρκεια ενός μόνον τριμήνου, το οποίο αντιπροσώπευε τμήμα μόνον των αγορών της MSH. Επομένως, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το τεκμήριο της Επιτροπής ότι όλοι οι προμηθευτές της MSH ετύγχαναν σημαντικών υπό όρους εκπτώσεων, πανομοιότυπων με τις χορηγούμενες στη NEC, είναι αβάσιμο και, εν πάση περιπτώσει, παντελώς αστήρικτο.

476    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται, κατά τα λοιπά, από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 1566 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία η Επιτροπή αρκείται στη διαπίστωση, προκειμένου να περιγράψει τη μέθοδο της διπλής έκπτωσης, ότι η «συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων [του] 2008 ανέφερε το παράδειγμα της NEC ως κατασκευαστή εξοπλισμού πληροφορικής αντιπροσωπευτικού της κατάστασης αυτής», καθώς και από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 1567 της ίδιας απόφασης, στην οποία η Επιτροπή αναφέρει ότι «[τ]ο τμήμα 4.2.3.4 αξιολόγησε τις υπό όρους εκπτώσεις της Intel προς τη NEC κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 (δεδομένου ότι πρόκειται για το μοναδικό τρίμηνο ως προς το οποίο η Επιτροπή διαθέτει επαρκή στοιχεία προκειμένου να πραγματοποιήσει ανάλυση της ικανότητας των εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή)». Επομένως, από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε προφανώς στο παράδειγμα της NEC και σε ένα μόνο τρίμηνο όχι μόνο λόγω της καθοριστικής σημασίας του, αλλά λόγω του γεγονότος ότι επρόκειτο για το μοναδικό τρίμηνο ως προς το οποίο είχε μπορέσει να συλλέξει πληροφορίες προκειμένου να προβεί στην ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σχετικά με την MSH.

477    Η Επιτροπή υποστηρίζει, συναφώς, ότι αρκεί η αναφορά σε ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα και μόνον, δεδομένου ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή χρησιμεύει αποκλειστικά για την απόδειξη της ικανότητας μιας εμπορικής πρακτικής να προκαλέσει αποτελέσματα αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, και όχι για την απόδειξη των όντως προκαλούμενων αποτελεσμάτων. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, όταν η Επιτροπή επιλέγει μια ποσοτική προσέγγιση για να αποδείξει αυτή την ικανότητα, πρέπει να βεβαιώνεται ότι τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία είναι αξιόπιστα και να εξηγεί, τουλάχιστον, για ποιον λόγο τα στοιχεία αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά παρέκταση. Η Επιτροπή όμως ουδόλως απέδειξε ότι τα αριθμητικά στοιχεία της NEC ήταν «αντιπροσωπευτικά» για όλους τους OEM.

478    Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ανάλυση της Επιτροπής προϋποθέτει ότι η NEC και όλοι οι λοιποί OEM-προμηθευτές της MSH έτυχαν, μεταξύ 1997 και 2007, εκπτώσεων υπό όρους πανομοιότυπων με εκείνη που έλαβε η NEC για ένα μόνον τρίμηνο. Αυτό σημαίνει, επομένως, ότι, ακόμη και αν θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές για όλους τους OEM, οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στη NEC για το τέταρτο τρίμηνο του 2002 διατηρήθηκαν σταθερές για μία δεκαετία. Όμως, αφενός, η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε ότι τούτο ίσχυε. Ο μόνος δικαιολογητικός λόγος τον οποίο φαίνεται να επικαλείται η Επιτροπή είναι ο περιλαμβανόμενος στην αιτιολογική σκέψη 1567 της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τον οποίο τα στοιχεία σχετικά με τις εκπτώσεις της NEC κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 ήταν τα μόνα που είχε στη διάθεσή της. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, η αδυναμία συλλογής συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να στηρίξει τα συμπεράσματά της σε εικαζόμενα πραγματικά περιστατικά. Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 404 έως 411 ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι, όσον αφορά τη NEC, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως προβάλλοντας τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε για το τέταρτο τρίμηνο του 2002 σε όλη την υποτιθέμενη παραβατική περίοδο.

479    Επομένως, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλαν οι διάδικοι, και τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 458 έως 465 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι οι υπό όρους εκπτώσεις της Intel υπέρ της NEC κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2002 αποτελούσαν επαρκή στοιχεία για την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ως προς όλη τη διάρκεια της παράβασης.

480    Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση προβολής, πρέπει να γίνει δεκτό, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του δεύτερου επιχειρήματος σχετικά με το υπό όρους μερίδιο των πληρωμών (βλ. σκέψη 458 ανωτέρω), ότι η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή όσον αφορά την MSH ενέχει πλάνη εκτιμήσεως εκτεινόμενη στο σύνολο του εξετασθέντος χρονικού διαστήματος.

481    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το βάσιμο του συμπεράσματος, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 1573 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, βάσει των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 1559 έως 1572 της ίδιας απόφασης, κατά το διάστημα μεταξύ του τελευταίου τριμήνου του 1997 και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, οι πληρωμές της Intel προς την MSH ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, είτε αφ’ εαυτών είτε ως παράγοντας ενίσχυσης της συμπεριφοράς της Intel έναντι άλλων φορέων της αγοράς, διότι ακόμη και ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα είχε εμποδιστεί να εισέλθει στο οικείο τμήμα της αγοράς.

στ)    Συμπεράσματα ως προς το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή

482    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 179 έως 480 ανωτέρω, χωρίς καν να είναι αναγκαίο να εκτιμηθούν οι διάφοροι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας σχετικά με την ανάλυση του κόστους, πρέπει να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλματα.

Γ.      Επί του επιχειρήματος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανέλυσε δεόντως και δεν έλαβε υπόψη τα κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης

483    Κατά την προσφεύγουσα και την ACT, οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την ικανότητα των εκπτώσεων της Intel να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά δεν λαμβάνουν δεόντως υπόψη όλα τα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης. Το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη ούτε καν ένα εξ αυτών των κριτηρίων πρέπει να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

484    Η προσφεύγουσα και η ACT υποστηρίζουν ότι, μεταξύ των πέντε αυτών κριτηρίων, τρία τουλάχιστον δεν εξετάστηκαν προσηκόντως. Συγκεκριμένα, κατά τις ανωτέρω, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναλύει το πρώτο και το τρίτο από τα κριτήρια που παρατίθενται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης, ήτοι τη σημασία της δεσπόζουσας θέσης της Intel στη σχετική αγορά και τις συνθήκες και τους τρόπους χορήγησης των εκπτώσεων της Intel, τούτο δεν ισχύει, εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τα κριτήρια σχετικά με το ποσοστό κάλυψης της αγοράς, τη διάρκεια και το ύψος των εκπτώσεων, καθώς και την ύπαρξη στρατηγικής με σκοπό τον εκτοπισμό των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών από την αγορά.

1.      Επί του ποσοστού κάλυψης

485    Με την αιτιολογική σκέψη 1577 της προσβαλλόμενης απόφασης, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 4.2.4 σχετικά με τη στρατηγική σημασία των κατασκευαστών εξοπλισμού που έτυχαν των εκπτώσεων της Intel, η Επιτροπή υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, ότι, λόγω του μεριδίου τους στην αγορά, της έντονης παρουσίας τους στον πλέον επικερδή τομέα της αγοράς καθώς και της δυνατότητάς τους να καθιερώνουν νέους επεξεργαστές στην αγορά, ορισμένοι OEM, εν προκειμένω η Dell και η HP, ήταν από στρατηγικής πλευράς σημαντικότεροι σε σχέση με άλλους όσον αφορά την πρόσβαση των κατασκευαστών CPU x86 στην αγορά. Η Επιτροπή εκτίμησε επίσης, με την αιτιολογική σκέψη 1597 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι OEM τους οποίους στόχευε η συμπεριφορά της Intel κατείχαν σημαντικό μερίδιο αγοράς και ότι, επιπλέον, ήταν μεγαλύτερης στρατηγικής σημασίας από ό,τι οι λοιποί, γεγονός που είχε αντίκτυπο στην αγορά στο σύνολό της ισχυρότερο από εκείνον που αντιστοιχούσε αποκλειστικά και μόνο στα συνολικά μερίδιά τους αγοράς. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κάλυψη των καταχρηστικών πρακτικών έπρεπε να θεωρηθεί σημαντική.

486    Η προσφεύγουσα και η ACT υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, περιοριζόμενη στον ισχυρισμό, με την αιτιολογική σκέψη 1597 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι OEM τους οποίους στόχευε η συμπεριφορά της Intel κατείχαν σημαντικό μερίδιο αγοράς και ότι ήταν οι σημαντικότεροι από στρατηγικής πλευράς, γεγονός που είχε αντίκτυπο στην αγορά στο σύνολό της ισχυρότερο από εκείνον που αντιστοιχούσε αποκλειστικά και μόνο στα συνολικά μερίδιά τους αγοράς, η Επιτροπή δεν έλαβε δεόντως υπόψη το κριτήριο του ποσοστού κάλυψης για την ανάλυση του ζητήματος αν οι εκπτώσεις και οι πληρωμές ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

487    Εκτός αυτού, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στη διαπίστωση αυτή αφότου πρώτα συνάχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 1001 της απόφασης, ότι οι εκπτώσεις και οι πληρωμές της Intel πληρούσαν τα κριτήρια της κατάχρησης, μολονότι η αναιρετική απόφαση απαιτεί από την Επιτροπή να αναλύει την κάλυψη της αγοράς πριν διαπιστώσει οποιαδήποτε κατάχρηση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα και η ACT θεωρούν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή δεν αρκούσαν για να γίνει δεκτό ότι το μερίδιο αγοράς που κάλυπτε η συμπεριφορά της Intel ήταν σημαντικό.

488    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα.

489    Πρώτον, επισημαίνει ότι η κάλυψη της αγοράς εξετάστηκε στο τμήμα 4.2.4 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο πλαίσιο της στρατηγικής σημασίας των OEM που έτυχαν των εκπτώσεων της Intel. Η Επιτροπή εμμένει, ειδικότερα, στο γεγονός ότι, μολονότι η σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης χαρακτηρίζει απλώς την κάλυψη της αγοράς ως παράγοντα, ο παράγοντας αυτός πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο κάθε υπόθεσης και, εν προκειμένω, η στρατηγική σημασία του καλυπτόμενου τμήματος της αγοράς πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση του παράγοντα αυτού ως απόδειξη της ικανότητας των εκπτώσεων υπέρ πιστών πελατών της Intel να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά. Ομοίως, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Intel αποτελούσε αναγκαίο εμπορικό εταίρο για τους κατασκευαστές εξοπλισμού, με αποτέλεσμα να ασκεί σημαντική επιρροή στους πελάτες της, στο μέτρο που δεν θα ήταν ρεαλιστικό γι’ αυτούς να στραφούν εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον προς τη γραμμή προϊόντων της AMD.

490    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όσον αφορά το ποσοστό κάλυψης της αγοράς, η προσφεύγουσα δεν στηρίζεται πλέον στον ισχυρισμό, που διατυπώνεται στο σημείο 115 του δικογράφου της προσφυγής, ότι η κάλυψη της αγοράς από τις πρακτικές της δεν υπερέβη το 2 % κατά τη διάρκεια ενός έτους, αλλά φαίνεται να δέχεται το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 194 της αρχικής απόφασης, ότι η κάλυψη της αγοράς ήταν κατά μέσο όρο περίπου 14 % κατά την περίοδο διάπραξης της παράβασης και ισχυρίζεται ότι από ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσε να συναχθεί ότι τα μερίδια αγοράς των ΟΕΜ τους οποίους αφορούσαν οι επίμαχες εκπτωτικές πρακτικές ήταν μεγαλύτερα του 25 %.

491    Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση που προβάλλει η Intel με τις παρατηρήσεις της ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 1597 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση διατυπώθηκε αφότου πρώτα συνάχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 1001 της απόφασης αυτής, ότι οι εκπτώσεις και οι πληρωμές της Intel πληρούσαν τα κριτήρια της κατάχρησης (βλ. σκέψη 487 ανωτέρω), η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα παραμορφώνει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική σκέψη 1001 της απόφασης αυτής στηρίζεται στην απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36), κατά την οποία οι εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών αντιβαίνουν στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 1597 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η μεταγενέστερη ανάλυση καταδεικνύει ότι η στόχευση τόσο σημαντικών ΟΕΜ σε στρατηγικό επίπεδο ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στο σύνολο της αγοράς σε σχέση με την επιρροή που οφείλεται αποκλειστικά στα σωρευτικά μερίδιά τους αγοράς. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η έκταση των καταχρηστικών πρακτικών πρέπει να θεωρηθεί ως «σημαντική» και η αιτιολογική σκέψη 1616 της προσβαλλόμενης απόφασης καταλήγει στο γενικό συμπέρασμα ότι ο προσεταιρισμός πελατών μέσω των εκπτώσεων είχε συμπληρωματικά αποτελέσματα τα οποία μείωσαν αισθητά τη δυνατότητα άλλων επιχειρηματιών να εξασφαλίσουν συνθήκες ανταγωνισμού και να πωλούν τα προϊόντα τους, προβάλλοντας την ποιότητα των δικών τους CPU x86.

492    Πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης προκύπτει ότι το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την επίμαχη πρακτική είναι ένα από τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή προκειμένου να εκτιμήσει την ικανότητα των εκπτώσεων και των υπό όρους πληρωμών να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά (βλ. σκέψεις 119 και 125 ανωτέρω).

493    Πρώτον, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το τμήμα 4.2.4 της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με τη στρατηγική σημασία των OEM που έτυχαν των εκπτώσεων της Intel, να ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εξέτασης του ποσοστού κάλυψης. Συγκεκριμένα, το τμήμα αυτό εξετάζει ορισμένους παράγοντες a priori κρίσιμους στο πλαίσιο της εξέτασης της ικανότητας ενός συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, όπως είναι η στόχευση ορισμένων τιμολογιακών πρακτικών στους πλέον κερδοφόρους τομείς της αγοράς ή η χρησιμοποίηση, εις βάρος ενός ανταγωνιστή, της δυνατότητας καθιέρωσης ενός προϊόντος από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες της αγοράς.

494    Παρά ταύτα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, και ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 1597 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση διατυπώθηκε αφότου πρώτα συνάχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 1001 της απόφασης αυτής, ότι οι εκπτώσεις και οι πληρωμές της Intel πληρούσαν τα κριτήρια της κατάχρησης, διαπιστώνεται ότι το περιεχόμενο του τμήματος 4.2.4 της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με τη στρατηγική σημασία των κατασκευαστών εξοπλισμού που έτυχαν των εκπτώσεων της Intel, και ειδικότερα η αιτιολογική σκέψη 1597 της απόφασης αυτής, στην οποία στηρίζεται η Επιτροπή για να καταλήξει ότι το ποσοστό κάλυψης της αγοράς εξετάστηκε, δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συνιστούν αφ’ εαυτών επαρκή εξέταση, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, του ποσοστού κάλυψης της αγοράς από την επίμαχη πρακτική, κατά την έννοια της σκέψης 139 της αναιρετικής απόφασης.

495    Πράγματι, ανεξαρτήτως του ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στα μερίδια αγοράς που κατείχαν ορισμένοι OEM και ακόμη και αν υποτεθεί ότι το θεσμικό αυτό όργανο μπορούσε βασίμως να στηριχθεί απλώς στα μερίδια αγοράς που κατείχαν ορισμένοι OEM παρά να εξετάσει το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την αμφισβητούμενη πρακτική, όπως αναφέρεται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης, οι αιτιολογικές σκέψεις 1578 έως 1580 της προσβαλλόμενης απόφασης λαμβάνουν υπόψη μόνον τα μερίδια αγοράς της Dell και της HP, αποκλείοντας τους λοιπούς OEM τους οποίους αφορά η αμφισβητούμενη πρακτική, όπως επισημαίνουν η προσφεύγουσα και η ACT. Πρέπει να προστεθεί ότι τα μερίδια αγοράς που ελήφθησαν υπόψη καλύπτουν μόνον το διάστημα από το πρώτο τρίμηνο του 2003 έως το τελευταίο τρίμηνο του 2005. Επομένως, όχι μόνον πρόκειται για ένα και μοναδικό τμήμα της συνολικής περιόδου που καλύπτεται από την εν λόγω απόφαση, ήτοι της περιόδου μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2007, αλλά στο τμήμα αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται καν το διάστημα 2006-2007, κατά το οποίο η Lenovo και η MSH είχαν εμπλοκή. Τέλος, όπως προβάλλουν η προσφεύγουσα και η ACT, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1578 έως 1580 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα αριθμητικά στοιχεία των μεριδίων αγοράς στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη τα μερίδια παγκόσμιας αγοράς της Dell και της HP σε όλα τα τμήματα της αγοράς, παρά το γεγονός ότι η μόνη αμφισβητούμενη πρακτική, ως προς την HP, αφορά επιτραπέζιους υπολογιστές για επαγγελματική χρήση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης.

496    Δεύτερον, με τις κύριες παρατηρήσεις της, η Επιτροπή επικαλείται τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 194 της αρχικής απόφασης, ότι η κάλυψη της αγοράς ήταν κατά μέσο όρο περίπου 14 % κατά τη διάρκεια της παράβασης και ισχυρίζεται ότι από ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσε να συναχθεί ότι τα μερίδια αγοράς των OEM τους οποίους αφορούσαν οι επίμαχες εκπτωτικές πρακτικές ήταν μεγαλύτερα του 25 %. Αναφέρει επίσης ότι «[η] καταγγελία της Intel […] ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο μερίδιο αγοράς της HP σε όλα τα τμήματα της αγοράς είναι αβάσιμη· [ότι] η [προσβαλλόμενη] απόφαση δεν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο αριθμητικό στοιχείο όσον αφορά την HP και [ότι] η μέση κάλυψη του 14 % που παραθέτει η [αρχική] απόφαση, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Intel […], δεν λαμβάνει υπόψη τις ειδικές για τον τομέα εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών που χορηγούνταν στην HP».

497    Εντούτοις, το επιχείρημα της Επιτροπής που στηρίζεται στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 194 της αρχικής απόφασης, ότι η κάλυψη της αγοράς ήταν κατά μέσο όρο περίπου 14 % κατά την περίοδο διάπραξης της παράβασης, πράγμα το οποίο δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα, ή ότι τα μερίδια αγοράς των OEM τους οποίους αφορούσαν οι επίδικες εκπτωτικές πρακτικές ήταν μεγαλύτερα του 25 % δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

498    Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ποσοστά του 14 % ή του 25 % δεν αναφέρονται σε κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης κατόπιν εξέτασης του ποσοστού κάλυψης. Ως εκ τούτου, για τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την αμφισβητούμενη πρακτική, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να στηριχθεί στα εν λόγω ποσοστά, ακόμη και αν αντλούνται από αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνονταν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ότι, εξ ορισμού, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να στηριχθεί σε αυτά.

499    Ως εκ τούτου, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των επιχειρημάτων της Επιτροπής σχετικά με το μερίδιο αγοράς της HP, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προσδιορίσει το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την επίμαχη πρακτική, αντιθέτως προς ό,τι όφειλε να πράξει δυνάμει της σκέψης 139 της αναιρετικής απόφασης. Προστίθεται δε ότι τούτο αντιβαίνει κατά τα λοιπά προς τις δικές της κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ανάλυση των υποθέσεων που εμπίπτουν στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ, και ειδικότερα στην παράγραφο 20 των κατευθύνσεων σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις (ΕΕ 2009, C 45, σ. 7).

500    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα και η ACT ορθώς υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλματα, καθόσον δεν εξέτασε προσηκόντως το κριτήριο σχετικά με το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την αμφισβητούμενη πρακτική.

2.      Επί της διάρκειας και του ύψους των εκπτώσεων

501    Με το δικόγραφο της προσφυγής, καθώς και με τις κύριες παρατηρήσεις της, η Intel επικρίνει το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναλύει τη σημασία, αφενός, της διάρκειας των υπό όρους εκπτώσεων και πληρωμών που προτάθηκαν και, αφετέρου, του ύψους των εκπτώσεων και των πληρωμών αυτών. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι, για να εκτιμηθεί η ικανότητα των επίμαχων εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την αγορά, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί σώρευση των βραχυπρόθεσμων συμφωνιών που έχουν συναφθεί με τους OEM και την MSH. Κατ’ αυτήν, για τους σκοπούς της ως άνω εκτίμησης πρέπει να ληφθεί υπόψη η διάρκεια καθεμιάς από τις εν λόγω συμφωνίες.

502    Η Επιτροπή προβάλλει ότι οι όροι χορήγησης των εκπτώσεων και των διαφόρων πληρωμών εκ μέρους της Intel αναλύθηκαν, για κάθε OEM, στο τμήμα VII.4.2.2 της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι αναλύσεις αυτές αφορούσαν τη φύση και τον τρόπο λειτουργίας των όρων αποκλειστικότητας ή σχεδόν πλήρους αποκλειστικότητας στους οποίους υπέκειντο οι πληρωμές και οι εκπτώσεις, το ύψος των εκπτώσεων και, τέλος, την καθοριστική επιρροή που ασκούσε σε καθέναν από τους OEM, καθώς και στην MSH, όταν αξιολογούσαν το ενδεχόμενο μερικού εφοδιασμού σε CPU x86 από την AMD, το γεγονός ότι οι πληρωμές και οι εκπτώσεις τελούσαν υπό όρους. Ειδικότερα, η Επιτροπή υπογραμμίζει με το υπόμνημα αντίκρουσης ότι η σύντομη προθεσμία καταγγελίας ορισμένων συμφωνιών, ιδίως με την HP, δεν μετέβαλλε τις δυσμενείς συνέπειες στον ανταγωνισμό. Επομένως, αν η Intel είχε καταγγείλει τις συμφωνίες HPA λόγω παράβασης, εκ μέρους της HP, της υποχρέωσης που υπείχε για σχεδόν πλήρη αποκλειστικότητα, η HP θα είχε απολέσει τις εκπτώσεις καθ’ όλη την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος της συμφωνίας και, τουλάχιστον δυνητικώς, κατά τη διάρκεια παράτασης της ισχύος της.

503    Με τις κύριες παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το χωρίο της αρχικής απόφασης που ασκεί επιρροή υπό το πρίσμα της αναιρετικής απόφασης, ήτοι τις διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγει η σκέψη 195 της εν λόγω απόφασης, όπου το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσον η διάρκεια των συμφωνιών περί εκπτώσεων επηρέασε την ικανότητά τους να προκαλέσουν εκτοπισμό. Η Επιτροπή εκτιμά, επομένως, ότι οι διαπιστώσεις της σκέψης 195 της αρχικής απόφασης, κατά τις οποίες η διάρκεια των συμφωνιών της Intel δεν επηρέαζε την ικανότητά τους να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, πρέπει να θεωρηθούν οριστικές.

504    Η Επιτροπή, με τις κύριες παρατηρήσεις της, σχετικά με τη σκέψη 195 της αρχικής απόφασης, υποστηρίζει επίσης ότι, ακόμη και αν επιτρεπόταν στην Intel να αμφισβητήσει εκ νέου την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την εκτίμηση της σημασίας της διάρκειας των συμφωνιών της, δεν συντρέχει λόγος απόκλισης από την αρχική απόφαση. Πρώτον, κατά την Επιτροπή, αν, όπως διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Intel δεν ικανοποιεί το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, είναι παράλογο να επιμένει όσον αφορά τη δυνατότητα των OEM να υπαναχωρήσουν από τις συμφωνίες σχετικά με τις εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών. Ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής δεν θα ήταν απλούστατα σε θέση να ακολουθήσει ανταγωνιστική συμπεριφορά. Δεύτερον, ακόμη και αν η Intel ικανοποιούσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, η προσφορά ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για τις δραστηριότητες των OEM θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα, υπό τις περιστάσεις αυτές, ότι ο εν λόγω ανταγωνιστής θα έπρεπε να δεχτεί πολύ χαμηλότερη κερδοφορία, σε σχέση με την Intel, όσον αφορά τις πωλήσεις αυτές. Τρίτον, η Επιτροπή επαναλαμβάνει τη θέση ότι η συνολική διάρκεια ενός συστήματος εκπτώσεων υπέρ των πιστών πελατών της Intel αποτελεί στοιχείο που καθορίζει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα έπρεπε να δεχτεί μείωση της κερδοφορίας «προκειμένου να αποσπάσει πελάτες ενός OEM από την Intel» στις πωλήσεις αυτές. Επομένως, για την HP, κάθε ανταγωνιστής που θα επιθυμούσε να υποκαταστήσει την Intel θα έπρεπε να είναι διατεθειμένος να προσφέρει όρους που να αντισταθμίζουν την απώλεια των εκπτώσεων της Intel τουλάχιστον όσον αφορά την πλήρη διάρκεια της συμφωνίας HPA1. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κάθε σειρά συμφωνιών με τους OEM διαρκούσε ικανό χρονικό διάστημα ώστε οι ενέργειες της Intel να είναι σε θέση να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές αφορούσαν τα πλέον αποδοτικά χρονικά διαστήματα για τις πωλήσεις επεξεργαστών CPU x86, κατά την έναρξη του κύκλου ζωής ενός νέου μοντέλου. Προβάλλει, επίσης, ότι η διάρκεια των πρακτικών της Intel δεν μπορεί να διαχωριστεί από το χρονοδιάγραμμά τους, διότι σκοπός τους ήταν να αντιμετωπιστεί η αδυναμία της να προσφέρει εγκαίρως τεχνική απάντηση στους CPU x86 των 64 bit που διέθετε στο εμπόριο η AMD.

505    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, η Επιτροπή προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο έγγραφο σχετικό με τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης οι οποίες, κατά την άποψή της, αξιολογούσαν τα διάφορα κριτήρια, όπως αυτά προβλέπονται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης, περιλαμβανομένης της διάρκειας.

506    Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου των αιτιάσεων που αντλούνται από τη διάρκεια και το ύψος των υπό όρους εκπτώσεων και πληρωμών, την οποία προέβαλε η Επιτροπή με τις κύριες παρατηρήσεις της. Πράγματι, αρκεί η επισήμανση ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς η προσφεύγουσα με τις κύριες και τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της συνδέονται σαφώς με τα επιχειρήματα που εκτίθενται στα σημεία 102 και 111 έως 114 του δικογράφου της προσφυγής. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 106 ανωτέρω, οι αιτιάσεις αυτές είναι παραδεκτές.

507    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι από τη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης προκύπτει ότι η ανάλυση της διάρκειας και του ύψους των υπό όρους εκπτώσεων και πληρωμών, που αποτελούν το αντικείμενο της αμφισβητούμενης πρακτικής, συγκαταλέγεται στα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ικανότητας των εν λόγω πρακτικών να προκαλέσουν εκτοπισμό.

508    Κατά πρώτον, είναι αληθές ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε επανειλημμένως στοιχεία σχετικά με τη διάρκεια των εκπτώσεων.

509    Καταρχάς, οι αιτιολογικές σκέψεις 1013 έως 1035 της προσβαλλόμενης απόφασης αφορούν τον χρονικό παράγοντα στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 1015 και 1017 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, οι εκπτωτικές πρακτικές υπέκειντο σε τριμηνιαίες τροποποιήσεις και διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1017 έως 1028 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, λόγω του ότι η επίμαχη αγορά ήταν πολύ δυναμική, η καινοτομία στον σχετικό τομέα καθιστούσε δυσχερή ή ακόμη και αδύνατη την πραγματοποίηση μακροπρόθεσμων προβλέψεων. Ομοίως, οι αιτιολογικές σκέψεις 1025 έως 1027 της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχουν αναφορά στη διάρκεια των συμβάσεων και στο γεγονός ότι οι κύκλοι παραγωγής έπρεπε να «ανανεώνονται» τακτικά.

510    Περαιτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις 201 και 202 της προσβαλλόμενης απόφασης επισημαίνουν ότι η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες από τις σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Intel και των OEM πραγματοποιούνταν ανά τρίμηνο. Επομένως, οι διαπραγματεύσεις αυτές αφορούσαν ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, πράγμα που μπορούσε να παράσχει σε έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή τη δυνατότητα να προτείνει ευκολότερα τους δικούς του CPU x86 στους εν λόγω OEM. Ομοίως, με τις αιτιολογικές σκέψεις 965 έως 968 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξέτασε το επιχείρημα της Intel ότι η 30ήμερη προθεσμία καταγγελίας των συμφωνιών HPA παρείχε στην HP μεγαλύτερη ευχέρεια να συγκρίνει τις προσφορές της με τις προσφορές της AMD, απαντώντας ότι η ιδιότητα της Intel ως αναγκαίου εμπορικού εταίρου και τα αποτελέσματα που παρήγαν οι εκπτώσεις της οδηγούσαν σε απόρριψη του εν λόγω επιχειρήματος. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση του 2020, η Επιτροπή τόνισε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, όσον αφορά την HP, οι συμφωνίες με την Intel ανανεώνονταν επανειλημμένως σε μηνιαία βάση. Όσον αφορά την Dell, η Επιτροπή υπογράμμισε, με την αιτιολογική σκέψη 1227 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, ελλείψει οποιασδήποτε έγγραφης σύμβασης με την Intel, όσον αφορά τις εκπτώσεις που χορηγήθηκαν βάσει προγράμματος ευθυγράμμισης με τον ανταγωνισμό (Meet Competition Programme), αυτές αποτελούσαν αντικείμενο «διαρκούς» επαναδιαπραγμάτευσης, διεξαγόμενης προφορικώς, με αποτέλεσμα η Intel να διαθέτει μεγάλη ευελιξία όσον αφορά την τροποποίηση των εκπτώσεων.

511    Γεγονός παραμένει ότι, αφενός, μοναδικός σκοπός των αιτιολογικών σκέψεων 1013 έως 1035 της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν ο καθορισμός του χρονικού ορίζοντα στον οποίο εντάσσονταν οι επιλογές των OEM όσον αφορά τις ανάγκες τους για προμήθειες σε CPU x86 ως υπόθεσης εργασίας για τον υπολογισμό του διεκδικήσιμου μεριδίου των εκπτώσεων για καθέναν από τους οικείους OEM. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, θα δεχόταν την υπόθεση ότι ο κρίσιμος χρονικός ορίζοντας ήταν ενός έτους.

512    Ως εκ τούτου, ο χρονικός παράγοντας χρησιμοποιήθηκε εν προκειμένω για τον καθορισμό της μεθοδολογίας υπολογισμού του διεκδικήσιμου μεριδίου ενός OEM, διεκδικήσιμου μεριδίου το οποίο έπρεπε στη συνέχεια να συσχετισθεί με άλλους παράγοντες του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, προκειμένου να αξιολογηθεί η ικανότητα των επίμαχων εκπτώσεων να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά. Επομένως, η εξέταση αυτή δεν συνιστά ανάλυση της διάρκειας των εκπτώσεων ως παράγοντα δυνάμενου, αφ’ εαυτού, να αποδείξει την ικανότητά τους να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

513    Αφετέρου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 201, 202, 965 έως 968 και 1227 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τη διάρκεια και τη μορφή των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι OEM έναντι της Intel έναντι δικαιώματος έκπτωσης ως παράγοντες δυνάμενους να ευνοήσουν ή να εμποδίσουν την είσοδο νέου ανταγωνιστή στην αγορά, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της χρονικής έκτασης των δεσμεύσεων αυτών ή της δυνατότητας της Intel να καταβάλλει ή να προσαρμόζει τις εκπτώσεις της εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.

514    Ωστόσο, ενώ θεώρησε κρίσιμες τις πτυχές αυτές του χρονικού παράγοντα, η Επιτροπή τις εξέτασε μάλλον ακροθιγώς και επιφανειακά, με τις αιτιολογικές σκέψεις 201 και 202, 965 έως 968 και 1227 της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν προέβη σε εμπεριστατωμένη και ενδελεχή εξέταση, για όλους τους OEM, των πτυχών αυτών κατά το μέτρο που μπορούσαν να δημιουργήσουν ή να ενισχύσουν την ικανότητα των επίμαχων τιμολογιακών πρακτικών της Intel να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

515    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τη διάρκεια των εκπτώσεων ως παράγοντα αφ’ εαυτού κρίσιμο για την απόδειξη της ικανότητας των επίμαχων τιμολογιακών πρακτικών της Intel να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

516    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, ακόμη και αν το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν αποδεικνύει ότι οι επίμαχες εκπτώσεις μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, εντούτοις θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η συνολική διάρκεια κατά την οποία η προσφεύγουσα εφάρμοσε εκπτώσεις και πληρωμές λόγω αποκλειστικότητας στους OEM και ότι, στο μέτρο που οι εκπτώσεις διήρκεσαν επί ένα έτος για τη Lenovo και επί πολλά έτη για άλλους OEM και για την MSH, θα έπρεπε εξ αυτού να συναχθεί ότι ένας ανταγωνιστής της Intel στην αγορά των CPU x86 θα είχε αναγκαστεί να αποδεχτεί μείωση της κερδοφορίας και να συμβιβαστεί με πολύ χαμηλότερο επίπεδο κερδοφορίας στις πωλήσεις αυτές από ό,τι η Intel. Οι εκτιμήσεις αυτές προκύπτουν από τις σκέψεις 93 και 195 της αρχικής απόφασης και, επομένως, είναι οριστικές.

517    Συναφώς, αφενός, από τη σκέψη 81 ανωτέρω προκύπτει ότι το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης αναιρεί την αρχική απόφαση στο σύνολό της. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, κατόπιν της αναπομπής, να προβεί σε νέα εξέταση των επιχειρημάτων των διαδίκων σχετικά με τη διάρκεια των εκπτώσεων, χωρίς να δεσμεύεται από τις σκέψεις 93 και 195 της αρχικής απόφασης τις οποίες και δεν υιοθετεί.

518    Αφετέρου, από τις σκέψεις 138 και 139 της αναιρετικής απόφασης προκύπτει ότι, σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση υποστηρίζει, κατά τη διοικητική διαδικασία, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και, ειδικότερα, να προκαλέσει, όπως της προσάπτεται, τον εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει το σύνολο των κριτηρίων που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της εν λόγω απόφασης, και όχι μόνον το κριτήριο σχετικά με τη διάρκεια των εκπτώσεων. Επομένως, η απλή αναφορά στη διάρκεια κατά την οποία χορηγήθηκαν οι εκπτώσεις στους OEM και στην MSH δεν αρκεί αφ’ εαυτής, παρά τα συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν από το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, για τη στήριξη οριστικών συμπερασμάτων όσον αφορά τον κατ’ αυτόν τον τρόπο προκαλούμενο εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

519    Κατά τρίτον, η Επιτροπή ματαίως υποστηρίζει ότι η διάρκεια των πρακτικών της Intel δεν μπορεί να διαχωριστεί από το χρονοδιάγραμμά τους, διότι σκοπός τους ήταν να αντιμετωπιστεί η αδυναμία της να προσφέρει εγκαίρως τεχνική απάντηση στους CPU x86 των 64 bit που διέθετε στο εμπόριο η AMD. Για τους ίδιους λόγους με τους εκτιθέμενους στη σκέψη 518 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό, ακόμη και αν υποτεθεί ότι περιλαμβάνεται αυτούσιο στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να στηρίξει οριστικά συμπεράσματα όσον αφορά τον κατ’ αυτόν τον τρόπο προκαλούμενο εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

520    Χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας σχετικά με το ύψος των εκπτώσεων, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να εξετάσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη διάρκεια των εκπτώσεων ως στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι οι επίμαχες τιμολογιακές πρακτικές της Intel μπορούσαν να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.

3.      Συμπεράσματα ως προς τη συνεκτίμηση των κριτηρίων που αναφέρονται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης

521    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 485 έως 520 ανωτέρω, χωρίς να απαιτείται να αναλυθούν οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά τα κριτήρια σχετικά με το ύψος των εκπτώσεων και τη στρατηγική αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει ότι η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τα κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης ενέχει πληθώρα σφαλμάτων. Πράγματι, η Επιτροπή δεν εξέτασε προσηκόντως το κριτήριο σχετικά με το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την αμφισβητούμενη πρακτική και δεν προέβη σε ορθή ανάλυση της διάρκειας των εκπτώσεων.

Δ.      Συμπέρασμα επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης

522    Από τις σκέψεις 124 έως 126 ανωτέρω προκύπτει ότι, μολονότι ένα σύστημα εκπτώσεων που έχει θεσπιστεί από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στην αγορά μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού, εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς του, μπορεί να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ότι έχει περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι πρόκειται, συναφώς, για απλό τεκμήριο και όχι για παράβαση per se του άρθρου 102 ΣΛΕΕ που απαλλάσσει σε κάθε περίπτωση την Επιτροπή από την υποχρέωση να εξετάσει τα αποτελέσματά του. Στην περίπτωση κατά την οποία επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση υποστηρίζει, κατά τη διοικητική διαδικασία, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και, ειδικότερα, να προκαλέσει τον εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά, η Επιτροπή οφείλει να αναλύσει την ικανότητα του συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει εκτοπισμό εφαρμόζοντας τα πέντε κριτήρια που παρατίθενται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης. Επιπλέον, όταν η Επιτροπή εφαρμόζει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, το κριτήριο αυτό αποτελεί μέρος των στοιχείων τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη το θεσμικό αυτό όργανο κατά την εκτίμηση της ικανότητας του συστήματος εκπτώσεων να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

523    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστήριξε, κατά τη διοικητική διαδικασία, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι οι επίμαχες εκπτώσεις δεν μπορούσαν να προκαλέσουν τον προσαπτόμενο εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1002 έως 1573 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και, βάσει των αποτελεσμάτων της σχετικής ανάλυσης, κατέληξε στο συμπέρασμα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 1574 και 1575 της εν λόγω απόφασης, ότι οι επίμαχες εκπτώσεις και πληρωμές της Intel ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, διότι ακόμη και ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα είχε εμποδιστεί να εφοδιάσει τη Dell, την HP, τη NEC και τη Lenovo για τις ανάγκες τους στον τομέα των CPU x86 ή να εξασφαλίσει την πώληση από την MSH υπολογιστών εξοπλισμένων με CPU x86.

524    Εντούτοις, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, πρώτον, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλματα και, δεύτερον, όσον αφορά τα κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της αναιρετικής απόφασης, η Επιτροπή δεν εξέτασε δεόντως το κριτήριο σχετικά με το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την επίμαχη πρακτική και δεν προέβη σε ορθή ανάλυση της διάρκειας των εκπτώσεων.

525    Διευκρινίζεται, όσον αφορά τις εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στην HP, ότι, όπως κρίθηκε στη σκέψη 334 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το βάσιμο του συμπεράσματός της ότι, κατά το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005, η έκπτωση της Intel υπέρ της HP ήταν ικανή να προκαλέσει εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, στο μέτρο που δεν απέδειξε την ύπαρξη αποτελεσμάτων εκτοπισμού από την αγορά κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2002 και 30ής Σεπτεμβρίου 2003. Ακόμη και αν πρέπει εξ αυτού να συναχθεί ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πειστικό για μέρος της περιόδου μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2005, τούτο δεν αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στην HP προκάλεσαν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε δεόντως το κριτήριο σχετικά με το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την επίμαχη πρακτική και δεν προέβη σε ορθή ανάλυση της διάρκειας των εκπτώσεων.

526    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι επίμαχες εκπτώσεις και οι πληρωμές της προσφεύγουσας ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και ότι, επομένως, συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

527    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για το άρθρο 1, στοιχεία αʹ έως εʹ, της εν λόγω απόφασης.

528    Εκτός αυτού, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 2012, με την οποία της ζητήθηκε να διευκρινίσει, όσον αφορά ενδεχόμενη τροποποίηση του ύψους του προστίμου σε περίπτωση ενδεχόμενης μερικής ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ποια ήταν η σχετική αξία των παραβάσεων που συνίσταντο στις πληρωμές λόγω αποκλειστικότητας σε σχέση με τις παραβάσεις που συνίσταντο στους απροκάλυπτους περιορισμούς, η Επιτροπή, με έγγραφο που κατέθεσε στις 8 Μαΐου 2012, απάντησε μόνον όσον αφορά τη σοβαρότητα των παραβάσεων, ισχυριζόμενη ότι είχε αξιολογήσει το σύνολο των επίμαχων συμπεριφορών και είχε κρίνει ότι αυτές αλληλοσυμπληρώνονταν και αλληλοενισχύονταν.

529    Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το ύψος του προστίμου που αφορά αποκλειστικά τους απροκάλυπτους περιορισμούς, πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί και το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης απόφασης.

530    Το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να ακυρωθεί καθόσον αφορά τις εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας.

531    Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των εκτιμήσεων της αρχικής απόφασης τις οποίες επαναλαμβάνει το Γενικό Δικαστήριο, όπως αυτές υπενθυμίζονται στις σκέψεις 96 έως 98 ανωτέρω.

 Επί του αιτήματος ακύρωσης του προστίμου ή μείωσης του ύψους του

532    Κατόπιν των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου αιτήματος, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς.

 Επί των δικαστικών εξόδων

533    Στο μέτρο που, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική απόφαση και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι των διαδικασιών στις υποθέσεις T‑286/09 και T‑286/09 RENV, καθώς και επί των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής διαδικασίας, ήτοι της διαδικασίας στην υπόθεση C‑413/14 P.

534    Κατά το άρθρο 134 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων. Σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

535    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

536    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε εν μέρει, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις T‑286/09 και T‑286/09 RENV και την αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑413/14 P, τα δύο τρίτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η προσφεύγουσα και η ACT στο πλαίσιο των ίδιων διαδικασιών, εκάστη δε εξ αυτών φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων της.

537    Η UFC φέρει τα δικαστικά έξοδά της σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις T‑286/09 και T‑286/09 RENV και την αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑413/14 P.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχεία αʹ έως εʹ, και το άρθρο 2 της απόφασης C(2009) 3726 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C 3/37.990 – Intel).

2)      Ακυρώνει το άρθρο 3 της απόφασης C(2009) 3726 τελικό μόνον κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 1, στοιχεία αʹ έως εʹ, της απόφασης αυτής.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις T286/09 και T286/09 RENV και την αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C413/14 P, τα δύο τρίτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η Intel Corporation, Inc. και η Association for Competitive Technology, Inc. στο πλαίσιο των ίδιων διαδικασιών, ενώ η Intel Corporation και η Association for Competitive Technology φέρουν εκάστη το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων τους.

5)      Η Union fédérale des consommateurs – Que choisir (UFC – Que choisir) φέρει τα δικαστικά έξοδά της σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις T286/09 και T286/09 RENV και την αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C413/14 P.

Kanninen

Schwarcz      Ηλιόπουλος      

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιανουαρίου 2022.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.