Language of document : ECLI:EU:T:2022:46

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 2ας Φεβρουαρίου 2022 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Ειδικά εποπτικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ – Απόφαση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος – Απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του βασικού μετόχου σε τρίτη χώρα – Κριτήριο που αφορά τα εχέγγυα ήθους – Εικόνα της αγοράς όσον αφορά τα εχέγγυα ήθους – Τεκμήριο αθωότητας – Αναλογικότητα – Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T‑27/19,

Pilatus Bank plc, με έδρα το Ta’Xbiex (Μάλτα),

Pilatus Holding Ltd., με έδρα το Ta’Xbiex,

εκπροσωπούμενες από τον O. Behrends, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), εκπροσωπούμενης από τις E. Yoo, M. Puidokas και A. Karpf,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Δ. Τριανταφύλλου και A. Nijenhuis, καθώς και από την A. Steiblytė,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της ΕΚΤ, της 2ας Νοεμβρίου 2018, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της Pilatus Bank για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, M. J. Costeira (εισηγήτρια), M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Φεβρουαρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Η πρώτη προσφεύγουσα, Pilatus Bank plc, είναι ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα με έδρα τη Μάλτα που υπόκειται στην άμεση προληπτική εποπτεία της Malta Financial Services Authority (Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Μάλτας, στο εξής: MFSA), ενώ η δεύτερη προσφεύγουσα, Pilatus Holding Ltd., αποτελεί την άμεση πλειοψηφική μέτοχο της πρώτης.

2        Σύμφωνα με ανακοινωθέν Τύπου το οποίο δημοσίευσε το United States Department of Justice (Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών) στις 19 Μαρτίου 2018, ο Ali Sadr, μέτοχος της πρώτης προσφεύγουσας που κατείχε εμμέσως το 100 % του κεφαλαίου της και των δικαιωμάτων ψήφου, συνελήφθη στις Ηνωμένες Πολιτείες με έξι κατηγορίες αφορώσες τη φερόμενη συμμετοχή του σε σύστημα μέσω του οποίου περίπου 115 εκατομμύρια δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD), καταβληθέντα για τη χρηματοδότηση έργου στη Βενεζουέλα, είχαν διοχετευθεί σε Ιρανούς και σε ιρανικές επιχειρήσεις.

3        Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που απήγγειλε ο United States Attorney for the Southern District of New York (εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης), ορισμένοι από τους πόρους που είχαν χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση και τη χρηματοδότηση της πρώτης προσφεύγουσας το 2013 είχαν παράνομη προέλευση συνδεόμενη με το έργο στη Βενεζουέλα.

4        Λόγω των κατηγοριών που απαγγέλθηκαν εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πρώτη προσφεύγουσα έλαβε, μεταξύ άλλων, αιτήματα ανάληψης καταθέσεων συνολικού ύψους 51,4 εκατομμυρίων ευρώ, ήτοι του 40 % περίπου του ποσού των καταθέσεων που ήταν καταχωρισμένο στον ισολογισμό της.

5        Στις 21 Μαρτίου 2018 η MFSA εξέδωσε την οδηγία σχετικά με την ανάκληση ή την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου με την οποία διέταξε, μεταξύ άλλων, την απομάκρυνση του Α. Sadr από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της πρώτης προσφεύγουσας με άμεση ισχύ και την παύση των λοιπών εξουσιών του λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιό της, καθώς και την αναστολή της εκ μέρους του Α. Sadr άσκησης των δικαιωμάτων του ψήφου και την αποχή του από οποιαδήποτε νομική ή δικαστική εκπροσώπηση της εν λόγω προσφεύγουσας.

6        Την ίδια ημέρα η MFSA εξέδωσε την οδηγία περί αναστολής εργασιών με την οποία διέταξε την πρώτη προσφεύγουσα να μην εγκρίνει καμία τραπεζική συναλλαγή, ιδίως δε τις αναλήψεις και τις καταθέσεις των μετόχων και των μελών του διοικητικού συμβουλίου της.

7        Στις 22 Μαρτίου 2018 η MFSA εξέδωσε την οδηγία σχετικά με τον διορισμό υπευθύνου και την ανάθεση σε αυτόν, κατ’ ουσίαν, της άσκησης των κυριότερων εξουσιών που είχαν κανονικά απονεμηθεί στα διοικητικά όργανα της πρώτης προσφεύγουσας, όσον αφορά τις συγκεκριμένες δραστηριότητες και τα στοιχεία του ενεργητικού της τελευταίας.

8        Στις 29 Ιουνίου 2018 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε πρόταση της MFSA περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63).

9        Στις 2 Αυγούστου 2018 η MFSA υπέβαλε στην ΕΚΤ αναθεωρημένη πρόταση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος.

10      Με επιστολή της 31ης Αυγούστου 2018, η ΕΚΤ κάλεσε την πρώτη προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου απόφασης περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής.

11      Στις 6 Σεπτεμβρίου 2018 η πρώτη προσφεύγουσα ζήτησε την παράταση της προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης κατά 14 ημέρες καθώς και πρόσβαση στον φάκελο της διαδικασίας.

12      Κατόπιν αιτήματος της πρώτης προσφεύγουσας, η προθεσμία παρατάθηκε αρχικώς έως τις 17 Σεπτεμβρίου 2018 και, στη συνέχεια, έως τις 21 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.

13      Με επιστολή της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, η ΕΚΤ παρέσχε στην πρώτη προσφεύγουσα πρόσβαση στον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας.

14      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου απόφασης περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, εκφράζοντας την εναντίωση της διοίκησής της και των μετόχων της προς το σχέδιο.

15      Στις 2 Νοεμβρίου 2018 η ΕΚΤ εξέδωσε, δυνάμει των άρθρων 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, την απόφαση με την οποία ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιανουαρίου 2019, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

17      Η ΕΚΤ κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στις 28 Μαρτίου 2019.

18      Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2019, ο πρόεδρος του πρώην δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ.

19      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

20      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως στις 2 Αυγούστου 2019.

21      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν υπόμνημα απαντήσεως στις 28 Ιουνίου 2019 και η ΕΚΤ κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 21 Αυγούστου 2019.

22      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

23      Κατόπιν προτάσεως του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

24      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 2021, ορίσθηκαν νέος δικαστής και νέος πρόεδρος τμήματος προς συμπλήρωση του δικαστικού σχηματισμού.

25      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Φεβρουαρίου 2021.

26      Στις 26 Φεβρουαρίου 2021, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την ΕΚΤ, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, να απαντήσει σε μια ερώτηση και τους λοιπούς διαδίκους να διατυπώσουν την άποψή τους. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο εν λόγω αίτημα εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

27      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Αυγούστου 2021, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή.

28      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή B. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

29      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

30      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά τη δεύτερη προσφεύγουσα·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη όσον αφορά την εν λόγω προσφεύγουσα.

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του παραδεκτού

31      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη καθόσον κατατέθηκε εξ ονόματος και για λογαριασμό της δεύτερης προσφεύγουσας, διότι η τελευταία δεν απέδειξε ότι έχει ίδιο και αυτοτελές συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης και ότι η εν λόγω απόφαση την αφορά άμεσα και ατομικά.

32      Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή καθόσον ασκήθηκε από τη δεύτερη προσφεύγουσα, η οποία αποτελεί την άμεση πλειοψηφική μέτοχο της πρώτης προσφεύγουσας.

33      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι μέτοχοι πιστωτικού ιδρύματος του οποίου η άδεια λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος ανακλήθηκε δεν επηρεάζονται άμεσα από την απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψεις 107 έως 115 και διατακτικό).

34      Επομένως, όπως υποστηρίζουν η ΕΚΤ και η Επιτροπή, η προσφυγή είναι απαράδεκτη κατά το ότι ασκήθηκε από τη δεύτερη προσφεύγουσα.

Β.      Επί της ουσίας

35      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ένδεκα λόγους ακυρώσεως.

36      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013 και σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την ύπαρξη λόγου ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράλειψη της ΕΚΤ να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει ή σε μη προσήκουσα άσκηση της εξουσίας αυτής. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε μη εξέταση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και σε έλλειψη αμερόληπτης και αντικειμενικής αξιολόγησης των εν λόγω περιστατικών. Ο πέμπτος, ο έκτος, ο έβδομος και ο όγδοος λόγος ακυρώσεως στηρίζονται, αντιστοίχως, σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, παραβίαση της αρχής nemo auditur, προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ο ένατος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 19 και της αιτιολογικής σκέψης 75 του κανονισμού 1024/2013, καθώς και σε κατάχρηση εξουσίας. Ο δέκατος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, και ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013 και σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

37      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ δεν ανέλαβε τις ευθύνες που υπέχει δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013 και ότι παρέβη το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον, με την εκ μέρους της MFSA έκδοση των οδηγιών της 21ης και της 22ας Μαρτίου 2018 και την απλή επικύρωση της απόφασης της MFSA, παρέσχε στην MFSA τη δυνατότητα να προβεί de facto σε ανάκληση αδείας λειτουργίας χωρίς να τηρήσει την προσήκουσα διαδικασία.

38      Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, διότι, κατ’ ουσίαν, πρόκειται για απλή επιβεβαίωση τετελεσμένου γεγονότος που προκάλεσε η MFSA και όχι για πραγματική απόφαση της ΕΚΤ.

39      Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, η ΕΚΤ όφειλε, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013 και της υποχρέωσής της να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο εποπτείας, να παρέμβει προκειμένου, κατ’ ουσίαν, να διασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τις σχετικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, την κατανομή αρμοδιοτήτων όσον αφορά τις αποφάσεις ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και τους θεμελιώδεις διαδικαστικούς κανόνες, όπως, μεταξύ άλλων, την ανάγκη κάθε τράπεζα να εκπροσωπείται ουσιαστικά έναντι της ρυθμιστικής αρχής από τους δικούς της εκπροσώπους και όχι να «εκπροσωπείται» από πρόσωπο ελεγχόμενο από την ανωτέρω αρχή.

40      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντικρούουν τα ανωτέρω επιχειρήματα.

41      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και να ανακαλεί την άδεια αυτή όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

42      Επιπλέον, το άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013 προβλέπει ότι η ΕΚΤ δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στις περιπτώσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε με δική της πρωτοβουλία, κατόπιν διαβουλεύσεων με την εθνική αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα, είτε κατόπιν προτάσεως από την εθνική αρμόδια αρχή.

43      Όπως προκύπτει από τα άρθρα 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, η MFSA δεν είναι αρμόδια να ανακαλεί τις άδειες λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά μόνον να προτείνει, ενδεχομένως, στην ΕΚΤ να προβεί σε τέτοια ανάκληση.

44      Όπως υπομνήσθηκε, όμως, στις σκέψεις 8 και 9 ανωτέρω, η ΕΚΤ είναι εκείνη που αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας κατόπιν προτάσεως της MFSA.

45      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν η MFSA υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων της και εξέδωσε απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, τέτοια απόφαση εκδοθείσα από αρμόδια εθνική αρχή δεν θα συνιστούσε, εν αντιθέσει προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest (C‑219/17, EU:C:2018:1023), πράξη που έχει χαρακτήρα κινήσεως της διαδικασίας, προπαρασκευαστικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα μη δεσμευτικής προτάσεως σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν θα μπορούσε, επομένως, να καταστήσει την προσβαλλόμενη απόφαση παράνομη (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 44).

46      Ομοίως, δεδομένου ότι οι οδηγίες της MFSA σχετικά με την αναστολή εργασιών και τον ορισμό του υπευθύνου, οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 6 και 7 ανωτέρω, δεν είναι πράξεις που έχουν χαρακτήρα κινήσεως της διαδικασίας, προπαρασκευαστικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα μη δεσμευτικής προτάσεως σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενδεχόμενος παράνομος χαρακτήρας τους δεν μπορεί να καταστήσει την προσβαλλόμενη απόφαση παράνομη.

47      Συγκεκριμένα, μολονότι οι επίμαχες οδηγίες της MFSA αφορούν την ίδια κατάσταση, πρόκειται για διαφορετικές αποφάσεις που δεν εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013.

48      Επομένως, από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013.

49      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ όφειλε, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, να έχει παρέμβει, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της εν λόγω διάταξης, όταν τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλού επιπέδου εποπτικών κανόνων, η ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει να ασκεί η ίδια άμεσα όλες τις σχετικές εξουσίες για ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα.

50      Ωστόσο, το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 παρέχει μεν στην ΕΚΤ τη δυνατότητα να αποφασίσει να ασκεί η ίδια άμεσα όλες τις σχετικές εξουσίες για ένα πιστωτικό ίδρυμα, πλην όμως δεν της επιβάλλει την υποχρέωση να ασκεί η ίδια την άμεση εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος.

51      Επομένως, η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να παρέμβει, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013, οσάκις εκτιμά ότι η παρέμβασή της είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η μη συνεπής εφαρμογή υψηλού επιπέδου κανόνων εποπτείας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

52      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η μη παρέμβαση της ΕΚΤ είχε, εν προκειμένω, ως συνέπεια τη μη συνεπή εφαρμογή υψηλού επιπέδου κανόνων εποπτείας, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην ΕΚΤ ότι παρέλειψε να παρέμβει βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1024/2013 και δυνάμει της υποτιθέμενης υποχρέωσης διασφάλισης υψηλού επιπέδου εποπτείας.

53      Επομένως, το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν αποφάσισε να ασκήσει η ίδια την άμεση εποπτεία της πρώτης προσφεύγουσας δεν είναι ικανό να καταστήσει παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση.

54      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 5, και του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013.

55      Τρίτον, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, οι προσφεύγουσες διατείνονται μόνον ότι η ΕΚΤ, επιτρέποντας στην MFSA να προβεί de facto σε ανάκληση αδείας χωρίς να τηρήσει την προσήκουσα διαδικασία, προσέβαλε το δικαίωμά τους στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών τους.

56      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν τεκμηριώνουν την αιτίασή τους που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως με συγκεκριμένα επιχειρήματα και ότι κάνουν απλώς μνεία της αρχής αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανωτέρω αιτίαση είναι απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

57      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την ύπαρξη λόγου ανάκλησης της άδειας λειτουργίας

58      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη εκτιμήσεως καθόσον η ΕΚΤ στήριξε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας στην ύπαρξη κατηγορητηρίου εις βάρος του Α. Sadr σε σχέση με οικονομικά αδικήματα.

59      Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ δεν μπορούσε να στηριχθεί σε ένα απλό ανακοινωθέν Τύπου εκδοθέν από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, ιδίως δε στο μέτρο που στο εν λόγω ανακοινωθέν διευκρινιζόταν ότι τα εξιστορούμενα περιστατικά βασίζονταν σε απλούς ισχυρισμούς.

60      Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η ΕΚΤ δεν εξέτασε τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στο επίμαχο κατηγορητήριο και ότι δεν προσδιόρισε τη γενική φύση τους. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι επρόκειτο περί κατηγοριών για παράβαση των κανόνων που αφορούν τις κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών εις βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και ότι η επικρινόμενη συμπεριφορά δεν είναι παράνομη υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης.

61      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

62      Πρέπει να υπομνησθούν το νομικό πλαίσιο που διέπει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την ύπαρξη λόγου ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και στη συνέχεια να εξακριβωθεί αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η ΕΚΤ υπέπεσε συναφώς σε πλάνη εκτιμήσεως.

63      Πρώτον, δεδομένου ότι ο μέτοχος και το πιστωτικό ίδρυμα είναι δύο διακριτά πρόσωπα, πρέπει να εξεταστεί, προκαταρκτικώς, αν ένα γεγονός που αφορά μέτοχο πιστωτικού ιδρύματος μπορεί να είναι κρίσιμο για την έκδοση απόφασης περί προληπτικής εποπτείας του εν λόγω ιδρύματος, όπως είναι η ανάκληση της άδειάς του.

64      Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, ο οποίος θεσπίστηκε με σκοπό την κατοχύρωση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος (άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού), προβλέπουν ότι η ΕΚΤ διαθέτει αρμοδιότητα να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και να ανακαλεί την άδεια αυτή στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης.

65      Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 1024/2013, η χορήγηση άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος αποτελεί βασική προληπτική τεχνική που διασφαλίζει ότι μόνο παράγοντες που έχουν υγιείς οικονομικές βάσεις, οργάνωση ικανή να αντιμετωπίσει τους ειδικούς κινδύνους που είναι σύμφυτοι με την αποδοχή καταθέσεων και τη χορήγηση πιστώσεων, καθώς και κατάλληλα διευθυντικά στελέχη θα ασκούν αυτές τις δραστηριότητες.

66      Επιπλέον, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013, για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται, με σκοπό τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία της Ένωσης και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη.

67      Περαιτέρω, αφενός, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές αρνούνται την άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων, ιδίως όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1.

68      Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 προβλέπει τα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληροί ο μέτοχος που υποβάλλει υποψηφιότητα για την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να κριθεί κατάλληλος υπό το πρίσμα του σκοπού να εξασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα. Στα κριτήρια αυτά συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, ένα κριτήριο που αφορά τα εχέγγυα ήθους.

69      Το προβλεπόμενο στο άρθρο 23 της οδηγίας 2013/36 κριτήριο που αφορά τα εχέγγυα ήθους επαναλαμβάνεται στο μαλτέζικο δίκαιο με το άρθρο 13, A, παράγραφος 9, του Banking Act (τραπεζικού νόμου, κεφάλαιο 371 των νόμων της Μάλτας), της 15ης Νοεμβρίου 1994, το οποίο ακολουθεί τη διατύπωση της οδηγίας.

70      Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 18 της οδηγίας 2013/36, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας.

71      Από τον συνδυασμό των διατάξεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 64 έως 70 ανωτέρω προκύπτει ότι τα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι αγοραστές προκειμένου να τους επιτραπεί η απόκτηση ειδικής συμμετοχής, περιλαμβανομένου του κριτηρίου που αφορά τα εχέγγυα ήθους, έχουν εφαρμογή κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των μετόχων ενόψει της ανάκλησης άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος.

72      Επομένως, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν άδεια λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση του εν λόγω ιδρύματος και να κατοχυρωθεί η ακεραιότητα και η ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος, εφόσον δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή των εταίρων που μπορούν να ασκήσουν επιρροή στο ίδρυμα, ιδίως λόγω του ότι οι εν λόγω μέτοχοι ή εταίροι δεν διαθέτουν τα εχέγγυα ήθους.

73      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι η έννοια των εχεγγύων ήθους αποτελεί αόριστη νομική έννοια. Συγκεκριμένα, το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 δεν ορίζει με τρόπο εξαντλητικό την εν λόγω έννοια ούτε περιέχει κατάλογο των συμπεριφορών που είναι δυνατόν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Τούτο σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν κατά περίπτωση αν το κριτήριο που αφορά τα εχέγγυα ήθους πληρούται από μέτοχο που υπέβαλε υποψηφιότητα για την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τους λόγους θέσπισης του κριτηρίου και τους σκοπούς που αυτό επιδιώκει να διασφαλίσει. Επομένως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν αντιτίθεται στο να διαθέτουν οι ανωτέρω αρχές περιθώριο εκτιμήσεως όταν εφαρμόζουν το επίμαχο κριτήριο.

74      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ., C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Συναφώς, κατά πρώτον, στο σημείο 10.9 των κοινών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης ειδικών συμμετοχών σε οντότητες του χρηματοοικονομικού τομέα, οι οποίες εκδόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), επισημαίνεται, αφενός, ότι θα πρέπει να θεωρείται ότι ένας υποψήφιος αγοραστής διαθέτει τα εχέγγυα ήθους αν δεν υπάρχουν αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου και εφόσον η εποπτική αρχή που προβαίνει στην αξιολόγηση δεν έχει κανέναν βάσιμο λόγο να αμφιβάλλει για τα εχέγγυα ήθους του υποψηφίου αγοραστή και, αφετέρου, ότι για τους σκοπούς της αξιολόγησης θα πρέπει να συνεκτιμάται το σύνολο των διαθέσιμων σχετικών πληροφοριών.

76      Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά τη συνήθη έννοια, τα εχέγγυα ήθους αναφέρονται στην καταλληλότητα ενός προσώπου που συμμορφώνεται προς τους κανόνες και τα συναλλακτικά ήθη, καθώς και στη φήμη της οποίας το εν λόγω πρόσωπο χαίρει στο κοινό όσον αφορά την καταλληλότητα και τη συμπεριφορά του.

77      Επομένως, τα εχέγγυα ήθους δεν εξαρτώνται μόνον από τη συμπεριφορά ενός προσώπου, αλλά και από την εικόνα των τρίτων όσον αφορά την εν λόγω συμπεριφορά.

78      Κατά τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκτίμηση όσον αφορά τα εχέγγυα ήθους των μετόχων των πιστωτικών ιδρυμάτων σκοπεί να εξασφαλίσει την υγιή και συνετή διαχείριση των εν λόγω ιδρυμάτων, να διασφαλίσει την καταλληλότητα και οικονομική ευρωστία των ιδιοκτητών των πιστωτικών ιδρυμάτων και, κατά συνέπεια, να κατοχυρώσει την ακεραιότητα και την ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος (αιτιολογικές σκέψεις 16, 17 και 22 του κανονισμού 1024/2013).

79      Πάντως, η επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση στην οποία εντάσσεται το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εμπιστοσύνη του κοινού και των φορέων της τραπεζικής αγοράς στα πιστωτικά ιδρύματα. Πράγματι, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε χρηματοδοτικές απώλειες για τους εν λόγω οργανισμούς και να δημιουργήσει, με τον τρόπο αυτόν, κίνδυνο όχι μόνο για το επίμαχο ίδρυμα, αλλά και για το χρηματοοικονομικό σύστημα στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

80      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εχέγγυα ήθους των μετόχων των πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να αξιολογούνται λαμβάνοντας υπόψη το εάν η συμπεριφορά τους συνάδει προς τους νόμους και τις ρυθμίσεις που έχουν εφαρμογή, όπως και την εικόνα του κοινού και των χρηματοπιστωτικών αγορών όσον αφορά την εν λόγω συμπεριφορά, καθώς και τη φήμη της οποίας οι μέτοχοι χαίρουν στο κοινό και στους φορείς των χρηματοπιστωτικών αγορών.

81      Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ έκρινε ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν πληρούσε πλέον τους όρους υπό τους οποίους της είχε χορηγηθεί άδεια λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος και ότι η ανωτέρω κατάσταση ήταν αδύνατον να διορθωθεί, διότι η φήμη και το επιχειρηματικό της μοντέλο είχαν υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.

82      Καταρχάς, η ΕΚΤ υπενθύμισε ότι ο Α. Sadr κατείχε εμμέσως το 100 % του κεφαλαίου και των δικαιωμάτων ψήφου της πρώτης προσφεύγουσας.

83      Εν συνεχεία, η ΕΚΤ επισήμανε ότι από ανακοινωθέν Τύπου που είχε δημοσιεύσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών στις 19 Μαρτίου 2018 προέκυπτε ότι ο Α. Sadr είχε συλληφθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες με έξι κατηγορίες σχετιζόμενες με τη φερόμενη συμμετοχή του σε σύστημα μέσω του οποίου περίπου 115 εκατομμύρια USD καταβληθέντα για τη χρηματοδότηση οικιστικού συγκροτήματος στη Βενεζουέλα είχαν διοχετευθεί σε Ιρανούς και σε ιρανικές επιχειρήσεις, καθώς και ότι, μετά την παράδοση των διαβατηρίων και των ταξιδιωτικών εγγραφών του, ο Α. Sadr είχε αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση και με ταυτόχρονη υποβολή του σε ηλεκτρονική επιτήρηση.

84      Επιπλέον, η ΕΚΤ επισήμανε ότι το επίμαχο κατηγορητήριο βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης και επικριτικών για την πρώτη προσφεύγουσα δημοσιευμάτων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να θιγεί σοβαρά η φήμη της τελευταίας, ιδίως λόγω των ισχυρισμών του εισαγγελέα των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης, κατά τους οποίους ορισμένοι πόροι που είχαν αξιοποιηθεί για την ίδρυση και τη χρηματοδότηση της εν λόγω προσφεύγουσας το 2013 είχαν παράνομη προέλευση συνδεόμενη με το έργο στη Βενεζουέλα.

85      Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, μολονότι λάμβανε υπόψη το τεκμήριο αθωότητας και το γεγονός ότι οι κατηγορίες εις βάρος του Α. Sadr δεν ήταν παρά απλές αιτιάσεις, η απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του μπορούσε να εγείρει σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ακεραιότητά του ως μετόχου της πρώτης προσφεύγουσας.

86      Η ΕΚΤ διευκρίνισε επίσης ότι, σύμφωνα με τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 75 ανωτέρω, η ακεραιότητα ενός μετόχου αξιολογείται κατά περίπτωση και δεν τίθεται εν αμφιβόλω μόνο σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης, αλλά πρέπει να συνεκτιμώνται όλες οι πληροφορίες που προέρχονται από έγκυρες και αξιόπιστες πηγές. Επομένως, εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, ιδίως όταν πρόκειται για καταλογισμό ορισμένων αξιόποινων πράξεων, όπως είναι η απάτη ή το οικονομικό έγκλημα, περιλαμβανομένης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη φήμη του οικείου προσώπου και, ως εκ τούτου, το εποπτευόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

87      Η ΕΚΤ προσέθεσε ότι, εν προκειμένω, η μετοχική δομή της πρώτης προσφεύγουσας είχε ιδιαίτερη σημασία, καθόσον καθιστούσε τον Α. Sadr τον μοναδικό και τελικό μέτοχο υπό τον έλεγχο του οποίου βρισκόταν η εν λόγω προσφεύγουσα.

88      Δεδομένου ότι ο Α. Sadr, ως κάτοχος ειδικής συμμετοχής που του παρείχε τον έλεγχο επί της πρώτης προσφεύγουσας, δεν διέθετε πλέον, κατά την ΕΚΤ, την απαιτούμενη καταλληλότητα κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/36 καθώς και των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς των ανωτέρω διατάξεων στο εσωτερικό δίκαιο, η ΕΚΤ συνήγαγε εξ αυτού ότι συνέτρεχαν λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω προσφεύγουσα δεν πληρούσε πλέον τους όρους υπό τους οποίους της είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας της.

89      Εξάλλου, η ΕΚΤ εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους η ύπαρξη δίωξης αρκούσε για να τεθούν εν αμφιβόλω τα εχέγγυα ήθους του οικείου μετόχου στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας, η οποία, σε αντίθεση προς τις ποινικές διαδικασίες, έχει ως σκοπό να προβλέψει και να αποτρέψει τους κινδύνους και όχι να επιβάλει κυρώσεις σε πρόσωπα.

90      Συγκεκριμένα, κατά την ΕΚΤ, η προληπτική εποπτεία απαιτεί μακρόπνοη προοπτική που να λαμβάνει υπόψη την εξάρτηση των χρηματοπιστωτικών αγορών από την εμπιστοσύνη του κοινού στους φορείς των χρηματοπιστωτικών αγορών και, ως εκ τούτου, δικαιολογημένα συνεκτιμήθηκε η απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr. Η ΕΚΤ εκτίμησε, ειδικότερα, ότι, παρά την απουσία καταδικαστικής απόφασης με ισχύ δεδικασμένου, η εν λόγω απαγγελία κατηγοριών θίγει ευθέως τη φήμη της οποίας ο μοναδικός μέτοχος της πρώτης προσφεύγουσας χαίρει στο κοινό.

91      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η επίμαχη δίωξη είχε, εν προκειμένω, αντίκτυπο στη φήμη της ίδιας της πρώτης προσφεύγουσας, γεγονός που οδήγησε σε αρνητική προδιάθεση της αγοράς, όπως μαρτυρείται από τον σημαντικό αριθμό αιτημάτων ανάληψης καταθέσεων τα οποία υποβλήθηκαν μετά την κίνηση της δίωξης και αντιστοιχούσαν σε ποσό μεγαλύτερο του 40 % του συνολικού ποσού των καταθέσεων που ήταν καταχωρισμένο στον ισολογισμό της εν λόγω προσφεύγουσας, καθώς και σε διακοπή των αντίστοιχων τραπεζικών σχέσεων.

92      Εξάλλου, η απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr ήταν ένας από τους παράγοντες υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας στην οποία προέβη οργανισμός διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας για τον μαλτέζικο τραπεζικό τομέα στο σύνολό του όπως προκύπτει από μνείες της εν λόγω δίωξης, μεταξύ άλλων, στην έκθεση αξιολόγησης του ανωτέρω οργανισμού.

93      Επιπλέον, η ΕΚΤ στηρίχθηκε, αφενός, σε επιστολή του μεγαλύτερου δανειολήπτη της πρώτης προσφεύγουσας με την οποία αυτός ζητούσε την πρόωρη λήξη της σύμβασης δανείου του, το οποίο αντιπροσώπευε το 90 % των δανείων της προσφεύγουσας και αποτελούσε, επομένως, την κύρια πηγή εσόδων της.

94      Αφετέρου, η ΕΚΤ έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, από το 10 % των υπόλοιπων συμβάσεων δανείου, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε πέντε δάνεια, οι τρεις δανειολήπτες είχαν παύσει να εξοφλούν το κεφάλαιο και τους τόκους, ενώ οι άλλοι δύο είχαν ζητήσει την πρόωρη λήξη της σύμβασης δανείου τους.

95      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ρητώς αιτιολογημένη, η δε αιτιολογία της στηρίχθηκε στους διαφόρους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 81 έως 94 ανωτέρω, με τους οποίους προβάλλεται ότι θίγονται ο σκοπός της εξασφάλισης υγιούς και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος και ο σκοπός της κατοχύρωσης της ακεραιότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

96      Τέταρτον, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εκτιμηθεί αν, εν προκειμένω, η επίμαχη απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του μετόχου που κατέχει εμμέσως τον πλήρη έλεγχο επί της πρώτης προσφεύγουσας δυνάμει του δικαίου τρίτης χώρας για αρκούντως σοβαρά οικονομικά αδικήματα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω τα εχέγγυα ήθους του με τρόπο που να απειλεί την οικονομική κατάσταση του ιδρύματος και την ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

97      Κατά πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη εκτιμήσεως καθόσον η ΕΚΤ στήριξε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας στην ύπαρξη κατηγορητηρίου εις βάρος του Α. Sadr για οικονομικά αδικήματα, διαπιστώνεται ότι η ΕΚΤ εκτίμησε ότι η εν λόγω απαγγελία κατηγοριών ήταν ικανή να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τα εχέγγυα ήθους και την καταλληλόλητα του μετόχου που κατείχε ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 23 της οδηγίας 2013/36 και, ως εκ τούτου, ως προς τον ορθό και συνετό χαρακτήρα της διαχείρισης του εν λόγω ιδρύματος.

98      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της τραπεζικής αγοράς, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εμπιστοσύνη των καταθετών και των εταίρων ενός πιστωτικού ιδρύματος και γενικότερα του κοινού, τέτοια αμφιβολία πρέπει να θεωρηθεί επαρκής για να δικαιολογήσει ότι οι αρμόδιες αρχές σχεδιάζουν τη λήψη μέτρων με σκοπό να περιορίσουν τον αντίκτυπο που έχει μια τέτοια απαγγελία κατηγοριών στη διαχείριση του επίμαχου πιστωτικού ιδρύματος και στην ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

99      Ειδικότερα, η απόφαση ανάκλησης αιτιολογήθηκε βάσει των συγκεκριμένων αρνητικών αποτελεσμάτων που επέφερε το κατηγορητήριο το οποίο είχε απαγγελθεί εις βάρος του μετόχου που κατείχε εμμέσως τον πλήρη έλεγχο επί της πρώτης προσφεύγουσας στη φήμη του εν λόγω μετόχου και της προσφεύγουσας, στην εμπιστοσύνη του κοινού στον ανωτέρω μέτοχο και, κατά συνέπεια, στον υγιή χαρακτήρα της διαχείρισης που ασκεί ο μέτοχος και στην ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

100    Ως τέτοια αποτελέσματα η ΕΚΤ προσδιόρισε τον μεγάλο αριθμό αιτημάτων ανάληψης καταθέσεων που προκάλεσε το κατηγορητήριο, τα οποία αντιστοιχούσαν σε ποσό μεγαλύτερο του 40 % του συνολικού ποσού των καταθέσεων που είχε καταχωριστεί στον ισολογισμό της πρώτης προσφεύγουσας, τη διακοπή των αντίστοιχων τραπεζικών σχέσεων και την καταγγελία των συμβάσεων των μεγαλύτερων δανειοληπτών της εν λόγω προσφεύγουσας, όπως και την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας στην οποία προέβη οργανισμός διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας για τον μαλτέζικο τραπεζικό τομέα στο σύνολό του.

101    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η απαγγελία κατηγοριών εις βάρος μετόχου που κατέχει εμμέσως ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να θέσει εν αμφιβόλω τα εχέγγυα ήθους του, η αρνητική εικόνα του κοινού, των πελατών, καθώς και των εταίρων του πιστωτικού ιδρύματος όσον αφορά τα εχέγγυα ήθους του, συνεπεία της απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του, των οποίων το αληθές δεν έχει αποδειχθεί ακόμη βάσει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του οικείου ιδρύματος, εφόσον η εν λόγω απαγγελία κατηγοριών είναι ικανή να δημιουργήσει κίνδυνο για το ως άνω ίδρυμα και την τραπεζική αγορά συνολικά.

102    Συγκεκριμένα, λόγω της σημασίας που έχει η εμπιστοσύνη του κοινού στους φορείς της τραπεζικής αγοράς, η συνεκτίμηση της εικόνας που σχημάτισε το κοινό όσον αφορά τα εχέγγυα ήθους μετόχου εις βάρος του οποίου έχουν απαγγελθεί κατηγορίες δικαιολογείται υπό το πρίσμα των σκοπών της προληπτικής εποπτείας, καθόσον η τελευταία σκοπεί να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού της κατοχύρωσης της ευρωστίας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

103    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη τον αντίκτυπο του κατηγορητήριου στην υγιή και συνετή διαχείριση της πρώτης προσφεύγουσας, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εικόνα που έχει σχηματίσει η αγορά όσον αφορά τα εχέγγυα ήθους συνιστά στοιχείο το οποίο πρέπει να προσδιοριστεί σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης.

104    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του βασικού μετόχου της πρώτης προσφεύγουσας επηρέασε αρνητικά τη συνολική εκτίμηση οργανισμού διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά τον σχετικό κίνδυνο για τον μαλτέζικο τραπεζικό τομέα και οδήγησε σε αναλήψεις καταθέσεων και σε διακοπή των αντίστοιχων τραπεζικών σχέσεων καθώς και σε καταγγελία των συμβάσεων των μεγαλύτερων δανειοληπτών της.

105    Οι προσφεύγουσες διατείνονται μόνον ότι το επίμαχο κατηγορητήριο είχε περιορισμένο αντίκτυπο και ότι οι αναλήψεις καταθέσεων ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.

106    Από αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ΕΚΤ προς απάντηση σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι η κατάσταση της πρώτης προσφεύγουσας επιδεινώθηκε σημαντικά μετά την απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr.

107    Ειδικότερα, όπως επισημάνθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση και όπως επιβεβαιώνεται από το αίτημα του μεγαλύτερου δανειολήπτη για καταγγελία της σύμβασης δανείου καθώς και από την άδεια που δόθηκε στην πρώτη προσφεύγουσα από την MFSA να αποδεχθεί την πρόωρη εξόφληση του δανείου, αντίγραφα των οποίων προσκομίσθηκαν από την ΕΚΤ, η εν λόγω προσφεύγουσα είχε απολέσει το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού της χαρτοφυλακίου και, ως εκ τούτου, την ικανότητά της να παράγει έσοδα.

108    Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση και όπως μαρτυρούν οι αιτήσεις πλειόνων καταθετών αιτήσεων για κλείσιμο λογαριασμών και μεταφορά των αντίστοιχων κεφαλαίων, τις οποίες προσκόμισε η ΕΚΤ, η πρώτη προσφεύγουσα είχε λάβει μεγάλο αριθμό αιτημάτων ανάληψης από τους καταθέτες.

109    Τα προβλήματα κεφαλαιοποίησης και ρευστότητας της πρώτης προσφεύγουσας αναγνωρίστηκαν επίσης από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου στην από 10 Μαΐου 2018 επιστολή τους προς τον υπεύθυνο, καθώς και από τα αιτήματα ανάληψης καταθέσεων τριών καταθετών που προσκόμισε η ΕΚΤ. Στην εν λόγω επιστολή, οι διευθύνοντες σύμβουλοι προβλέπουν μάλιστα την επιστροφή των καταθέσεων σε όλους τους καταθέτες εντός εύλογης προθεσμίας.

110    Κατά τα λοιπά, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι αναλήψεις καταθέσεων ήταν λιγότερες από όσες εκτίμησε η ΕΚΤ, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα λοιπά προσδιορισθέντα αποτελέσματα αρκούν, εν πάση περιπτώσει, για να αποδειχθεί ότι το επίμαχο κατηγορητήριο, στο μέτρο που έθεσε εν αμφιβόλω τα εχέγγυα ήθους του μοναδικού μετόχου της πρώτης προσφεύγουσας, υπό το πρίσμα της εικόνας που σχημάτισε το κοινό, είχε σημαντικές επιπτώσεις στον υγιή χαρακτήρα της διαχείρισης της εν λόγω προσφεύγουσας και στην ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

111    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr έθιξε την προσωπική του φήμη και εκείνη της πρώτης προσφεύγουσας, της οποίας ήταν ο μοναδικός μέτοχος, και επέφερε σειρά αρνητικών αποτελεσμάτων που διακύβευσαν την ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη την επίπτωση του επίμαχου κατηγορητηρίου στην ορθή και συνετή διαχείριση της εν λόγω προσφεύγουσας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

112    Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 99 έως 111 ανωτέρω, η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε μια δέσμη στοιχείων και αρνητικών αποτελεσμάτων που προέκυψαν μετά το επίμαχο κατηγορητήριο και καταδεικνύουν αντικειμενικώς την αρνητική εικόνα που σχημάτισαν οι πελάτες όσον αφορά τα εχέγγυα ήθους του μετόχου της πρώτης προσφεύγουσας και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης τους στην πρώτη προσφεύγουσα συνεπεία του κατηγορητηρίου, γεγονότα τα οποία δημιούργησαν κίνδυνο για την εν λόγω προσφεύγουσα και το χρηματοοικονομικό σύστημα στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

113    Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης εξασφάλισης της υγιούς και συνετής διαχείρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων και της ακεραιότητας και της ευρωστίας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι, λόγω της απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr και της συνακόλουθης εικόνας που σχημάτισαν οι καταθέτες και οι δανειολήπτες της πρώτης προσφεύγουσας όσον αφορά τα εχέγγυα ήθους του, η οποία μεταφράστηκε σε σημαντικές επιπτώσεις για την κατάσταση της τελευταίας, η μη διάθεση εχεγγύων ήθους από την εν λόγω προσφεύγουσα, υπό το πρίσμα της εικόνας που σχημάτισε η τραπεζική αγορά, δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ανωτέρω προσφεύγουσας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος.

114    Κατά τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ όφειλε να έχει εξετάσει την προσαπτόμενη με το επίμαχο κατηγορητήριο συμπεριφορά και τα πραγματικά περιστατικά, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η ΕΚΤ δεν διαθέτει εξουσίες διεξαγωγής ποινικής έρευνας και δεν μπορεί να εμπλακεί στις δραστηριότητες των αρχών που έχουν τέτοιες εξουσίες. Αφετέρου, η επιβολή στην ΕΚΤ της υποχρέωσης να εξακριβώνει το αληθές των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται ένα κατηγορητήριο προτού λάβει τα μέτρα για τον περιορισμό των κινδύνων εξάπλωσης των αρνητικών συνεπειών στην αγορά, οι οποίες έχουν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται και απορρέουν από την απαγγελία κατηγοριών εις βάρος μετόχου πιστωτικού ιδρύματος λόγω υπονοιών για την εκ μέρους του τέλεση οικονομικών αδικημάτων, θα αντέβαινε προς τον σκοπό του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013, καθώς και σε εκείνον του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 23 της οδηγίας 2013/36, τα οποία επιβάλλουν ταχεία και αποτελεσματική προληπτική αντίδραση.

115    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στο κατηγορητήριο, αλλά ισχυρίζονται απλώς ότι τα εν λόγω περιστατικά δεν είναι παράνομα βάσει του δικαίου της Ένωσης και ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τον παράνομο χαρακτήρα τους βάσει του δικαίου του οικείου τρίτου κράτους.

116    Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων αρνητικών συνεπειών που είχαν ήδη εκδηλωθεί για την πρώτη προσφεύγουσα και τον μαλτέζικο τραπεζικό τομέα, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην ΕΚΤ ότι παρέβλεψε το γεγονός ότι το επίμαχο κατηγορητήριο αφορούσε παραβάσεις των κανόνων σχετικά με τις κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, αλλά δεν είναι βέβαιον ότι η επικρινόμενη συμπεριφορά είναι παράνομη υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, ή το γεγονός ότι επρόκειτο για παραβάσεις αποκλειστικώς τεχνικής φύσης για τις οποίες υπήρχαν ενδεχομένως αμφιβολίες.

117    Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πράξεις που δικαιολόγησαν την απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι παράνομες δυνάμει του δικαίου της Ένωσης ή ακόμη και βάσει του δικαίου του οικείου τρίτου κράτους, το σημαντικότερο στοιχείο που έπρεπε να ληφθεί υπόψη δεν ήταν, όπως επισήμανε η ΕΚΤ στη σελίδα 8 της προσβαλλομένης απόφασης, το βάσιμο των αιτιάσεων που περιέχονταν στο επίμαχο κατηγορητήριο, όπερ δεν εμπίπτει εξάλλου στην αρμοδιότητά της, αλλά οι συνέπειες των εν λόγω κατηγοριών στη φήμη του Α. Sadr, στην κατάσταση της πρώτης προσφεύγουσας και στην τραπεζική αγορά συνολικά.

118    Πράγματι, η ΕΚΤ εκτίμησε τα εχέγγυα ήθους του μετόχου της πρώτης προσφεύγουσας, υπό το πρίσμα της εικόνας που σχημάτισε το κοινό, και οι οικείοι φορείς αντέδρασαν στην απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του εν λόγω μετόχου χωρίς να λάβουν υπόψη το βάσιμο των κατηγοριών βάσει του δικαίου του οικείου τρίτου κράτους ή του δικαίου της Ένωσης.

119    Εντούτοις, σε μια τέτοια περίπτωση, στην ΕΚΤ απόκειται να λάβει υπόψη, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, κάθε στοιχείο το οποίο προσκομίσθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και θα μπορούσε να αποδείξει ότι τέτοια δίωξη δεν άσκησε επιρροή στη φήμη ή στη διαχείριση του οικείου ιδρύματος, όπερ θα μπορούσε να απορρέει ενδεχομένως από τον καταχρηστικό ή τον προδήλως αβάσιμο χαρακτήρα της δίωξης.

120    Κατά τέταρτον, για τους ίδιους λόγους και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ΕΚΤ, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνώρισε ή κήρυξε εκτελεστές τις κυρώσεις που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στους επιχειρηματίες που διατηρούν εμπορικές σχέσεις με το Ιράν, κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 2271/96 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1996, για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σ’ αυτούς ή απορρέουν από αυτούς (ΕΕ 1996, L 309, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/1100 της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2018, για την τροποποίηση του παραρτήματος του κανονισμού 2271/96 (ΕΕ 2018, L 199 Ι, σ. 1).

121    Κατά πέμπτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα προσδιορισθέντα με την προσβαλλόμενη απόφαση αποτελέσματα δεν απορρέουν αποκλειστικώς από το επίμαχο κατηγορητήριο, αλλά και από τα μέτρα προληπτικής εποπτείας που έλαβε η MFSA συνεπεία της απαγγελίας του κατηγορητηρίου.

122    Εντούτοις, ανεξαρτήτως του αντικτύπου των μέτρων της MFSA, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην ΕΚΤ ότι, προβαίνοντας στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εν λόγω προσφεύγουσας, άντλησε τα αποτελέσματα που είχαν οι ήδη αισθητές, συνεπεία της απαγγελίας του επίμαχου κατηγορητηρίου, επιπτώσεις στη διαχείριση της πρώτης προσφεύγουσας και στην τραπεζική αγορά.

123    Κατά έκτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η πιθανή επιρροή του Α. Sadr είχε προσωρινώς ανασταλεί με τα μέτρα προληπτικής εποπτείας της MFSA δεδομένης της αναστολής των δικαιωμάτων του ψήφου.

124    Πράγματι, λόγω του προσωρινού τους χαρακτήρα, τα μέτρα της MFSA δεν μπορούσαν να αποκλείσουν διά παντός την επιρροή του οικείου μετόχου στη διαχείριση της πρώτης προσφεύγουσας.

125    Επιπλέον, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν στηρίχθηκε μόνον στους κινδύνους που θα μπορούσε να προκαλέσει ο οικείος μέτοχος στη διαχείριση της πρώτης προσφεύγουσας, αλλά και στην ύπαρξη συγκεκριμένων επιπτώσεων στη φήμη και στον υγιή χαρακτήρα της διαχείρισης της εν λόγω προσφεύγουσας, οι οποίες είχαν ήδη επέλθει συνεπεία της απαγγελίας του κατηγορητηρίου και ήταν ανεξάρτητες από οποιαδήποτε απόφαση του μετόχου.

126    Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη την αφαίρεση της δυνατότητας επιρροής του οικείου μετόχου επί της πρώτης προσφεύγουσας, γεγονός που καθιστά αδιάφορο το αν ο μέτοχος διέθετε εχέγγυα ήθους, πρέπει να απορριφθεί.

127    Κατά έβδομον, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων αρνητικών συνεπειών τις οποίες υπέστη η πρώτη προσφεύγουσα και οι οποίες προσδιορίστηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι οι κατηγορίες εις βάρος του Α. Sadr δεν είχαν σχέση με την εν λόγω προσφεύγουσα και ότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήταν προγενέστερα της ύπαρξης των κατηγοριών πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

128    Κατά όγδοον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η αναφορά σε αναλήψεις καταθέσεων δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας στηρίχθηκε στην καταλληλότητα του μετόχου που κατείχε εμμέσως τον έλεγχο επί της πρώτης προσφεύγουσας και όχι σε έλλειψη ρευστότητας ή σε ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο μέτρο που οι εν λόγω αναλήψεις προσδιορίστηκαν ως συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες των προβλημάτων φήμης και διαχείρισης που αντιμετώπισε η εν λόγω προσφεύγουσα, προκληθέντα συνεπεία του κατηγορητηρίου που αφορά τον έμμεσο μέτοχο, και όχι για να στοιχειοθετηθεί κίνδυνος έλλειψης ρευστότητας ή ανεπάρκειας ιδίων κεφαλαίων.

129    Κατά ένατον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω και αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγουσες, το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 αυτής, καθιστά τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται προκειμένου να εκτιμηθεί αν η απόκτηση ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εγκριθεί εφαρμοστέα στην εκτίμηση της δυνατότητας χορήγησης ή ανάκλησης άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος.

130    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην ΕΚΤ ότι, για την ερμηνεία της έννοιας των εχεγγύων ήθους, στηρίχθηκε, προς στήριξη της συλλογιστικής της, στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με την απόκτηση ειδικών συμμετοχών.

131    Εντούτοις, από τις διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 130 ανωτέρω ή από τις διατάξεις της οδηγίας 2013/36 δεν προκύπτει ότι η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για τις ανακλήσεις άδειας λειτουργίας υπόκειται στις ίδιες απαιτήσεις με αυτές της διαδικασίας που πρέπει να τηρείται για τις αιτήσεις έγκρισης ειδικών συμμετοχών.

132    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εσφαλμένη, καθόσον εκδόθηκε μετά το πέρας διαδικασίας για την ανάκληση άδειας λειτουργίας η οποία δεν τήρησε τις απαιτήσεις, ιδίως όσον αφορά τις προθεσμίες, που προβλέπονται για τη διαδικασία έγκρισης ειδικών συμμετοχών, διότι οι απαιτήσεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογίαν στη διαδικασία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας για την οποία δεν προβλέπονται τέτοιες απαιτήσεις.

133    Λαμβάνοντας υπόψη από κοινού το σύνολο των στοιχείων που προσδιορίσθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να αποδειχθεί, αφενός, ότι ο μέτοχος της πρώτης προσφεύγουσας δεν διέθετε τα εχέγγυα ήθους, υπό το πρίσμα της εικόνας που σχημάτισε το ενδιαφερόμενο κοινό, και, αφετέρου, ότι η εν λόγω εικόνα του κοινού όσον αφορά την προσφεύγουσα επέφερε αρνητικά αποτελέσματα, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη εκτιμήσεως καθόσον η ΕΚΤ στήριξε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας στην ύπαρξη κατηγορητηρίου εις βάρος του Α. Sadr για οικονομικά αδικήματα πρέπει να απορριφθούν

134    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράλειψη της ΕΚΤ να ασκήσει την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει ή σε μη προσήκουσα άσκηση της εξουσίας αυτής

135    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει στο μέτρο που η ΕΚΤ δεν άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως ή την άσκησε με μη προσήκοντα τρόπο.

136    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το γεγονός ότι η ΕΚΤ αποφάσισε να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας σημαίνει ότι εκτίμησε ότι δεν διέθετε εξουσία εκτιμήσεως, ότι απλώς επιβεβαίωσε τετελεσμένη πράξη της MFSA και ότι άλλαξε γνώμη μετά την αρχική της διαπίστωση ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας δεν ήταν δικαιολογημένη.

137    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

138    Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το γεγονός ότι η ΕΚΤ αποφάσισε να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας και το γεγονός ότι ακολούθησε την πρόταση της MFSA δεν αποδεικνύουν ότι δεν άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως.

139    Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σελίδες 5 έως 12 της προσβαλλομένης απόφασης, η ΕΚΤ ανέλυσε η ίδια την κατάσταση της πρώτης προσφεύγουσας και δεν άντλησε απλώς τις συνέπειες των αποφάσεων της MFSA.

140    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην ΕΚΤ ότι επιβεβαίωσε τετελεσμένη πράξη της MFSA και ότι δεν άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως.

141    Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΕΚΤ άλλαξε γνώμη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, το στοιχείο αυτό δεν είναι ικανό να αποδείξει την παράλειψη άσκησης ή τη μη προσήκουσα άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως.

142    Αντιθέτως, το γεγονός ότι η ΕΚΤ εξέτασε διάφορες λύσεις, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, μάλλον επιβεβαιώνει ότι όντως διενήργησε εκτίμηση και ότι δεν αρκέστηκε στο να συναγάγει τις συνέπειες των αποφάσεων της MFSA.

143    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η ΕΚΤ δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει ή ότι δεν την άσκησε προσηκόντως.

144    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε μη εξέταση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και σε έλλειψη αμερόληπτης και αντικειμενικής αξιολόγησης των εν λόγω περιστατικών

145    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η ΕΚΤ δεν εξέτασε τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά με τρόπο αμερόληπτο και αντικειμενικό, καθόσον δεν εκτίμησε τον πραγματικό αντίκτυπο της απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στη φήμη της πρώτης προσφεύγουσας ή στο μέτρο που διέκρινε τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά από τα αποτελέσματα των μέτρων που έλαβε η MSFA και εκείνα των δημοσίων δηλώσεων της ΕΚΤ, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε συμπεράσματα της MFSA τα οποία βασίζονται σε απλώς προκαταρκτικές και κατά προσέγγιση αιτιάσεις των αρχών επιβολής του νόμου των Ηνωμένων Πολιτειών.

146    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

147    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, προς στήριξη του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν απλώς τα επιχειρήματα που προέβαλαν προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

148    Επομένως, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 62 έως 134 ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

5.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

149    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας καθόσον, κατ’ ουσίαν, οι εκτιμήσεις σχετικά με την αναλογικότητα δεν συνδέονται με τον λόγο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, ήτοι με την απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο μέτρο που η σχετική επιρροή του εν λόγω μετόχου δεν δικαιολογούσε την παραδοχή ότι η απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του συνιστούσε κίνδυνο για τη διαχείριση της πρώτης προσφεύγουσας και στο μέτρο που η ΕΚΤ δεν αναζήτησε προσηκόντως άλλες λύσεις λιγότερο περιοριστικές από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

150    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντικρούουν τα εν λόγω επιχειρήματα.

151    Καταρχάς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ επισήμανε ότι σκοπός της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ήταν να παύσει η αντίθετη στον νόμο συμπεριφορά της πρώτης προσφεύγουσας και να αποτραπεί η πρόκληση ζημιών στους καταθέτες και στους λοιπούς πιστωτές της προσφεύγουσας καθώς και στον εθνικό τραπεζικό τομέα στο σύνολό του, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από το γεγονός ότι ο βασικός μέτοχος της εν λόγω προσφεύγουσας έπαυσε πλέον να είναι κατάλληλος.

152    Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του ισολογισμού και δεδομένης της βλάβης της φήμης της πρώτης προσφεύγουσας, η ΕΚΤ έκρινε ότι η πώληση της προσφεύγουσας σε τρίτον δεν είχε ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας, ιδίως λόγω της μηδαμινής κατά πάσα πιθανότητα αξίας δικαιόχρησης.

153    Συναφώς, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι έλαβε υπόψη τη μείωση του κεφαλαίου και την περιορισμένη ρευστότητα της πρώτης προσφεύγουσας, η οποία συνδέεται με τη βλάβη της φήμης της, υπό το πρίσμα της αρνητικής προβολής της από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και ότι στηρίχθηκε σε πληροφορίες τις οποίες παρέσχε ο υπεύθυνος κατόπιν αιτήματος της MFSA και οι οποίες επιβεβαιώνουν, κατ’ ουσίαν, τη μη βιωσιμότητα της πρώτης προσφεύγουσας.

154    Η ΕΚΤ στηρίχθηκε επίσης σε επιστολή του μεγαλύτερου δανειολήπτη της πρώτης προσφεύγουσας με την οποία ζητούνταν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών που εξιστορούνται ιδίως στο κατηγορητήριο, η πρόωρη λήξη σύμβασης δανείου, το ποσό της οποίας αντιπροσώπευε το 90 % των δανείων της εν λόγω προσφεύγουσας, με συνέπεια η σύμβαση αυτή να αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων της τελευταίας.

155    Επιπλέον, η ΕΚΤ συνεκτίμησε το γεγονός ότι, από το 10 % των υπόλοιπων δανείων, ποσοστό που αντιστοιχούσε σε πέντε δάνεια, οι τρεις δανειολήπτες είχαν παύσει να εξοφλούν το κεφάλαιο και τους τόκους, ενώ οι άλλοι δύο είχαν ζητήσει την πρόωρη λήξη της σύμβασης δανείου τους.

156    Εξάλλου, η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι οι πιθανότητες της πρώτης προσφεύγουσας να αναχρηματοδοτηθεί ήταν πολύ περιορισμένες, δεδομένου ότι το δανειακό της χαρτοφυλάκιο είχε πέσει από τα 159 εκατομμύρια ευρώ τον Μάρτιο του 2017 στα 66 εκατομμύρια ευρώ τον Μάρτιο του 2018, ότι είχε δεχθεί αρνητική προβολή συνεπεία της απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr και μιας έρευνας της ΕΑΤ αφορώσας πιθανές παραβάσεις του νόμου εκ μέρους των εποπτευόμενων από αυτήν μαλτέζικων αρχών και ότι η διακοπή της πλειονότητας των σχέσεων που διατηρούσε με αντίστοιχες τράπεζες την είχε αναγκάσει να μεταφέρει τα κεφάλαια που κατείχε από κοινού με τις ανωτέρω τράπεζες στην Bank Ċentrali ta’ Malta (Κεντρική Τράπεζα της Μάλτας).

157    Περαιτέρω, η ΕΚΤ επισήμανε ότι από τις πληροφορίες που παρέσχε ο υπεύθυνος προέκυπτε, κατ’ ουσίαν, ότι το κεφάλαιο της πρώτης προσφεύγουσας μειωνόταν, ότι η προσφεύγουσα στερούνταν χρηματοδοτικών πηγών και είχε περιορισμένη προοπτική να βρει νέες, καθώς και ότι η κατάσταση ρευστότητάς της εξακολουθούσε να είναι επισφαλής.

158    Τέλος, αφού σημείωσε ότι τα μέτρα που έλαβε η MFSA δεν μπορούσαν να διορθώσουν την κατάσταση και να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα της πρώτης προσφεύγουσας, καθώς και ότι η τελευταία υφίστατο μηνιαίως λειτουργικές ζημίες, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου για τους καταθέτες και τους πιστωτές της εν λόγω προσφεύγουσας, η λήψη οποιουδήποτε άλλου ισοδυνάμου προληπτικού μέτρου εντός εύλογου χρόνου έπρεπε να θεωρηθεί ως μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα.

159    Η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαία η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας.

160    Επομένως, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας κρίθηκε σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας για τον λόγο ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο λαμβάνοντας υπόψη τις χρηματοδοτικές δυσχέρειες, τη σοβαρότητα των παραβάσεων και τη μη βιωσιμότητα της εν λόγω προσφεύγουσας εξαιτίας του γεγονότος ότι ο μοναδικός μέτοχός της δεν πληρούσε πλέον την προϋπόθεση που αφορά τα εχέγγυα ήθους, υπό το πρίσμα της εικόνας που σχημάτισε το κοινό, προκειμένου να διασφαλιστεί ο σκοπός της αποκατάστασης της νομιμότητας, της κατοχύρωσης της υγιούς διαχείρισης, του περιορισμού των κινδύνων για τους καταθέτες και τους πιστωτές της καθώς και των κινδύνων για το χρηματοοικονομικό σύστημα στην Ένωση και στη Μάλτα.

161    Επιπλέον, ο επιδιωκόμενος με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας σκοπός κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα προληπτικά μέτρα ή με την πώληση σε τρίτους λόγω της προσβολής της φήμης, της μηδαμινής αξίας και των προβλημάτων χρηματοδότησης και ρευστότητας της εν λόγω προσφεύγουσας.

162    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί, κατά πάγια νομολογία, οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να είναι πρόσφορες για να διασφαλίσουν την επίτευξη των νομίμως επιδιωκομένων από την οικεία ρύθμιση σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

163    Πρώτον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκεται με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας, αρκεί η επισήμανση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδιώκει, μεταξύ άλλων, τον θεμιτό σκοπό που ορίζει η επίμαχη ρύθμιση, ήτοι την εξασφάλιση υγιούς και συνετής διαχείρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και της ακεραιότητας και της ευρωστίας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

164    Δεδομένου ότι δεν πρόκειται για τον μοναδικό επιδιωκόμενο σκοπό, το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με τον υποτιθέμενο αφηρημένο χαρακτήρα του σκοπού της αποκατάστασης της νομιμότητας δεν είναι ικανό να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης.

165    Δεύτερον, όσον αφορά το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι κατάλληλη για την επίτευξη των σκοπών της εξασφάλισης της υγιούς και συνετής διαχείρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και της ακεραιότητας και της ευρωστίας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος, αρκεί η διαπίστωση ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, καθόσον δεν επιτρέπει στο ίδρυμα να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του, μπορεί να συμβάλει στον σκοπό της αποτροπής του ενδεχομένου η διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος να μην είναι υγιής και συνετή και οι δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος να θέσουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

166    Τρίτον, πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση υπερέβη το αναγκαίο για την επίτευξη των ανωτέρω σκοπών μέτρο.

167    Συναφώς, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι οι επιδιωκόμενοι σκοποί θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τρόπο που να συνάδει περισσότερο προς την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι, αφενός, με την πώληση της πρώτης προσφεύγουσας σε τρίτον και, αφετέρου, με δημόσιες δηλώσεις της ΕΚΤ που να αποσκοπούν, κατ’ ουσίαν, στην ελαχιστοποίηση των συνεπειών της απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του μετόχου της εν λόγω προσφεύγουσας.

168    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την πώληση σε τρίτον, η ΕΚΤ έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα αιτήματα ανάληψης καταθέσεων, τη διακοπή των αντίστοιχων τραπεζικών σχέσεων, λόγω της οποίας η πρώτη προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να μεταφέρει τα κεφάλαια που κατείχε από κοινού με τις οικείες τράπεζες στην Bank Ċentrali ta’ Malta, τη μηδαμινή κατά πάσα πιθανότητα αξία δικαιόχρησης και τη μη βιωσιμότητα, τη μείωση του κεφαλαίου και την περιορισμένη ρευστότητα, καθώς και την καταγγελία των συμβάσεων των μεγαλύτερων δανειοληπτών της προσφεύγουσας, η πώληση της τελευταίας σε τρίτον δεν είχε ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας.

169    Πάντως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την ύπαρξη αιτημάτων ανάληψης καταθέσεων προς την πρώτη προσφεύγουσα, αλλά μόνον την έκτασή τους. Δεν αμφισβητούν ούτε τη διακοπή των αντίστοιχων τραπεζικών σχέσεων, τη μεταβίβαση των κεφαλαίων της πρώτης προσφεύγουσας στην Bank Ċentrali ta’ Malta και την αποχώρηση των μεγαλύτερων δανειοληπτών της, οι οποίοι αποτελούσαν την κύρια πηγή χρηματοδότησής της.

170    Οι προσφεύγουσες περιορίζονται στον ισχυρισμό ότι τα αιτήματα ανάληψης καταθέσεων ήταν εξαιρετικά περιορισμένα και ότι η πρώτη προσφεύγουσα είχε, βάσει εκτιμήσεων ανεξάρτητων φορέων, αξία δικαιόχρησης, ήταν βιώσιμη και είχε καλή επίδοση.

171    Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να υποστηρίζουν βασίμως ότι η πρώτη προσφεύγουσα ήταν βιώσιμη, είχε αξία δικαιόχρησης και είχε καλή επίδοση, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι είχε απολέσει τους μεγαλύτερους δανειολήπτες της και τις κύριες πηγές χρηματοδότησής της και ότι έπρεπε να διαχειριστεί αιτήματα ανάληψης καταθέσεων και διακοπής των σχέσεων με τις αντίστοιχες τράπεζες που επέφεραν ως συνέπεια τη μεταφορά των κεφαλαίων της στην Bank Ċentrali ta’ Malta.

172    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη δυνατότητα της ΕΚΤ να πραγματοποιήσει δημόσιες δηλώσεις προκειμένου, κατ’ ουσίαν, να ελαχιστοποιήσει τα αποτελέσματα που είχε η απαγγελία του επίμαχου κατηγορητηρίου για την πρώτη προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της προσβολής της φήμης του μετόχου της εν λόγω προσφεύγουσας και, κατά συνέπεια, της φήμης της τελευταίας, καθώς και του μεγέθους των οικονομικών δυσχερειών που ανέκυψαν κατόπιν της απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του μετόχου και πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης, τέτοιες δηλώσεις δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν κατάλληλο εναλλακτικό μέτρο για την επίτευξη των σκοπών της υγιούς και συνετής διαχείρισης της εν λόγω προσφεύγουσας, καθώς και της ακεραιότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

173    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην ΕΚΤ ότι δεν εξέτασε τα ανωτέρω εναλλακτικά μέτρα.

174    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπερέβαινε το αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών μέτρο.

175    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν σειρά επιχειρημάτων, τα οποία στηρίζονται σε πλάνη περί το δίκαιο, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και πλάνη εκτιμήσεως.

176    Καταρχάς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «δεν εξετάζει» το ζήτημα αν η ανάκληση της άδειας λειτουργίας είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, όταν αποδεικνύεται ότι έμμεσος μέτοχος τράπεζας φέρεται να μη διαθέτει την απαιτούμενη καταλληλότητα για τον λόγο ότι απαγγέλθηκαν κατηγορίες εις βάρος του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

177    Πάντως, αρκεί η διαπίστωση ότι από τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψεις 152 έως 160 ανωτέρω) προκύπτει με τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της ΕΚΤ και ότι οι εν λόγω εξηγήσεις επέτρεψαν στις προσφεύγουσες να λάβουν γνώση των λόγων ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας, καθώς και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο (βλ. σκέψεις 161 έως 171 ανωτέρω).

178    Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα παρατιθέμενα στοιχεία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της πρώτης προσφεύγουσας δεν στηρίζουν και δεν αποδεικνύουν τον προβαλλόμενο λόγο ανάκλησης, δηλαδή τη μη καταλληλότητα του βασικού της μετόχου.

179    Το ανωτέρω επιχείρημα επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ δεν εξακρίβωσε ούτε απέδειξε ότι το κατηγορητήριο που απαγγέλθηκε εις βάρος του μετόχου της πρώτης προσφεύγουσας είχε επίπτωση στα εχέγγυα ήθους του μετόχου και τη φήμη της εν λόγω προσφεύγουσας, επίπτωση ικανή να δικαιολογήσει την ανάκληση της αδείας λειτουργίας της τελευταίας.

180    Εντούτοις, όπως προκύπτει από την ανάλυση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως καθώς και από τις σκέψεις 160,161 και 172 ανωτέρω, δεδομένου ότι η ΕΚΤ συνεκτίμησε τα αρνητικά αποτελέσματα που υπέστη η πρώτη προσφεύγουσα, δεν μπορεί να της προσαφθεί βασίμως ότι δεν απέδειξε τη σχέση μεταξύ του επίμαχου κατηγορητηρίου και των οικονομικών δυσχερειών της εν λόγω προσφεύγουσας, όπως αυτά επισημάνθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, συνεπεία των εχεγγύων ήθους του οικείου μετόχου και της εικόνας που σχημάτισε το κοινό όσον αφορά τα εν λόγω εχέγγυα ήθους.

181    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την περιορισμένη επιρροή του οικείου μετόχου στη διαχείριση της πρώτης προσφεύγουσας και τον χαμηλό κίνδυνο που αυτός συνεπάγεται για την εν λόγω διαχείριση.

182    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 123 έως 126 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην ΕΚΤ ότι δεν έλαβε υπόψη την έλλειψη επιρροής του Α. Sadr την οποία συνεπαγόταν η απόφαση της MFSA περί αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου του, διότι το μέτρο αυτό είχε προσωρινό χαρακτήρα.

183    Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων επιπτώσεων που είχε ήδη υποστεί η πρώτη προσφεύγουσα, το ανωτέρω επιχείρημα δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας δεν μπορούσε να κριθεί αναγκαία για τον λόγο και μόνον ότι ο μέτοχος της εν λόγω προσφεύγουσας είχε περιορισμένη επιρροή συνεπεία της στέρησης των δικαιωμάτων ψήφου του πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

184    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ υποπίπτει σε αντιφάσεις, δεδομένου ότι, στην υπόθεση που αφορούσε τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας (C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139), υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου, αντιθέτως προς όσα διατείνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι επίσημο κατηγορητήριο για δωροδοκία δεν δικαιολογούσε την απαλλαγή του κατηγορουμένου από τα καθήκοντά του και επέμεινε για την προσκόμιση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, αρκεί η διαπίστωση ότι το αντικείμενο της διαφοράς της εν λόγω υπόθεσης δεν ταυτίζεται με αυτό της υπό κρίση υπόθεσης και ότι η διαφορά εκείνη δεν αφορούσε την εκτίμηση των εχεγγύων ήθους και της καταλληλότητας του μετόχου πιστωτικού ιδρύματος ούτε το πώς επηρεάζουν τα στοιχεία αυτά ένα τέτοιο ίδρυμα.

185    Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

6.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής nemo auditur

186    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν εν συνόψει ότι οι κυριότερες δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπιζε η πρώτη προσφεύγουσα οφείλονταν σε σημαντικό βαθμό σε πράξεις της MFSA, ιδίως δε στην ανάρμοστη αντίδραση της τελευταίας στην απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και στη μη παρέμβαση της ΕΚΤ. Εκτιμούν ότι τα προβλήματα σχετικά με τη φήμη της εν λόγω προσφεύγουσας προέκυψαν κυρίως από τις δημόσιες δηλώσεις και τις διαρροές που προέρχονταν από την MFSA και την ΕΚΤ. Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ δεν πρέπει, κατά την άποψη των προσφευγουσών, να έχει τη δυνατότητα να επικαλείται προς στήριξη της προσβαλλόμενης απόφασης τις συνέπειες που επέφερε η δική της επιλήψιμη συμπεριφορά δεδομένου ότι δεν εκπλήρωσε ορθώς το καθήκον της.

187    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αμφισβητούν τα ανωτέρω επιχειρήματα.

188    Συναφώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 53 ανωτέρω, η ΕΚΤ δεν υπέχει την υποχρέωση να ασκεί η ίδια την άμεση εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να της προσαφθεί βασίμως ότι παρέλειψε να παρέμβει. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ δεν εκπλήρωσε ορθώς το σχετικό καθήκον της.

189    Επομένως, το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν αποφάσισε να ασκήσει η ίδια την άμεση εποπτεία της πρώτης προσφεύγουσας δεν είναι ικανό να καταστήσει παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση.

190    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 45 έως 53 ανωτέρω, η έλλειψη νομιμότητας αποφάσεων της MFSA οι οποίες δεν εκδόθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης δεν είναι ικανή να καταστήσει παράνομη την εν λόγω απόφαση, καθόσον δεν πρόκειται για προπαρασκευαστικές της τελευταίας πράξεις.

191    Τέλος, ως προς το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι τα προβλήματα όσον αφορά τη φήμη της πρώτης προσφεύγουσας οφείλονται κυρίως στις δημόσιες δηλώσεις και στις διαρροές που προέρχονταν από την MFSA και την ΕΚΤ, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσδιορίζουν καμία δήλωση ή διαρροή προς στήριξη του ισχυρισμού τους, οπότε τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά και οι συνέπειες που οι προσφεύγουσες επιχειρούν να συναγάγουν από αυτά δεν αποδείχθηκαν.

192    Επομένως, τα επιχειρήματα περί παραβιάσεως της αρχής nemo auditur πρέπει να απορριφθούν.

193    Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

7.      Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας

194    Κατά τις προσφεύγουσες, η ΕΚΤ προσέβαλε το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας της πρώτης προσφεύγουσας, καθόσον στηρίχθηκε στο επίμαχο κατηγορητήριο δίχως να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με αυτό και καθόσον το ερμήνευσε με τρόπο ανακριβή.

195    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντικρούουν τα εν λόγω επιχειρήματα.

196    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα που παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2009, El Morabit κατά Συμβουλίου, T‑37/07 και T‑323/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:296, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

197    Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας επιτάσσει ότι όποιος κατηγορείται για την τέλεση αδικήματος τεκμαίρεται αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο. Δεν αποκλείει τη λήψη μέτρων τα οποία δεν έχουν ως αντικείμενο την κίνηση ποινικής διαδικασίας εις βάρος του προσώπου το οποίο αφορούν (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Anbouba κατά Συμβουλίου, T‑592/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:427, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

198    Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει, επομένως, τη λήψη μέτρων τα οποία δεν αποτελούν ποινική κύρωση και δεν συνεπάγονται καμία απόδοση κατηγορίας τέτοιας φύσεως (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Gossio κατά Συμβουλίου, T‑406/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:7, σκέψη 97) ούτε και τη λήψη μέτρων με τα οποία δεν διαπιστώνεται ότι ένα αδίκημα έχει όντως τελεστεί (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T‑410/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:349, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

199    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών καθιστούν δυνατό να θεωρηθεί ότι το τεκμήριο αθωότητας της πρώτης προσφεύγουσας παραβιάστηκε.

200    Κατά πρώτον, από τη μη επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών που σχετίζονται με το επίμαχο κατηγορητήριο δεν μπορεί να συναχθεί παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας της πρώτης προσφεύγουσας.

201    Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ επισήμανε σαφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το επίμαχο κατηγορητήριο περιείχε αιτιάσεις.

202    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπαγόταν κατηγορία ποινικής φύσεως ή ότι διαπίστωνε την τέλεση αδικήματος κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 197 και 198 ανωτέρω.

203    Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν επανεξέτασε τα πραγματικά περιστατικά που εξιστορούνται στο επίμαχο κατηγορητήριο δεν είναι ικανό να αποδείξει παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.

204    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η προληπτική εποπτεία, η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της υγιούς διαχείρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων και στην κατοχύρωση της ευρωστίας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος, επιδιώκει διαφορετικούς σκοπούς από τις ποινικές διώξεις, οι οποίες αποβλέπουν στην επιβολή κυρώσεων για τις αξιόποινες, βάσει του νόμου, συμπεριφορές.

205    Επομένως, το σημαντικότερο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη δεν είναι το βάσιμο των αιτιάσεων που περιέχονται στο επίμαχο κατηγορητήριο, επί του οποίου η ΕΚΤ δεν τοποθετήθηκε, αλλά οι συνέπειες της δίωξης στη φήμη της πρώτης προσφεύγουσας και του μοναδικού μετόχου της, καθώς και στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

206    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ δεν απέδειξε ότι οι προβαλλόμενες παραβιάσεις των υποχρεώσεων προληπτικής εποπτείας είχαν όντως διαπραχθεί, επισημαίνεται ότι το εν λόγω επιχείρημα συγχέεται με τα σφάλματα εκτιμήσεως που προβάλλονται προς στήριξη του δευτέρου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

207    Το εν λόγω επιχείρημα πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 62 έως 133 ανωτέρω.

208    Κατά συνέπεια, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

8.      Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

209    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι υπέστησαν δυσμενή διάκριση λόγω του ότι καμία άλλη τράπεζα η οποία ελέγχεται από Μαλτέζο πολίτη και της οποίας οι μέτοχοι ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι κατηγορήθηκαν επισήμως δεν έτυχε της ίδιας μεταχείρισης και λόγω του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία συγκριτική ανάλυση συναφώς.

210    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

211    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της μη εισαγωγής διακρίσεων απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, Gualtieri κατά Επιτροπής, C‑485/08 P, EU:C:2010:188, σκέψη 70).

212    Συναφώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται μόνον, χωρίς όμως να προσκομίσουν το παραμικρό στοιχείο προς απόδειξη του ισχυρισμού τους, ότι πολλοί μέτοχοι, ακόμη μάλιστα και διευθύνοντες σύμβουλοι πολυάριθμων τραπεζών, έχουν κατηγορηθεί επισήμως από τις αρχές χωρίς αυτό να επηρεάσει την κατάστασή τους. Επομένως, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι άλλη τράπεζα η οποία ελέγχεται από Μαλτέζο πολίτη και της οποίας οι μέτοχοι ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι κατηγορήθηκαν επισήμως για οικονομικά αδικήματα έτυχε διαφορετικής μεταχείρισης.

213    Επιπλέον, από την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν προκύπτει ότι η ΕΚΤ υποχρεούται, προκειμένου να δικαιολογήσει την τήρηση της ανωτέρω αρχής, να περιλάβει στην αιτιολογία καθεμίας από τις προληπτικής φύσεως αποφάσεις της προληπτικής φύσεως συγκριτική ανάλυση η οποία να παρουσιάζει, ενδεχομένως, άλλα ιδρύματα ευρισκόμενα σε παρόμοια κατάσταση και τη λήψη των μέτρων που είχε αποφασιστεί σχετικώς.

214    Επομένως, το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει συγκριτική ανάλυση πρέπει επίσης να απορριφθεί.

215    Κατά συνέπεια, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

9.      Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 19 και της αιτιολογικής σκέψης 75 του κανονισμού 1024/2013, καθώς και σε κατάχρηση εξουσίας

216    Κατά τις προσφεύγουσες, ο χρόνος έκδοσης των αποφάσεων της MFSA και της ΕΚΤ, η προβαλλόμενη διατύπωση επικρίσεων και ψευδών αιτιάσεων από ένα κόμμα της αντιπολίτευσης και ορισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και από την MFSA και την ΕΑΤ, οι ύποπτες περιστάσεις διορισμού του υπευθύνου, καθώς και οι περιστάσεις της όλης υπόθεσης και το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει βάσιμη αιτιολόγηση στηρίζουν, κατ’ ουσίαν, την άποψη ότι η MFSA δεν εξέτασε δεόντως τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν εις βάρος του Α. Sadr.

217    Οι προσφεύγουσες συνάγουν εξ αυτού ότι η βούληση της ΕΚΤ να θεωρηθεί ως αποτελεσματική ρυθμιστική αρχή καθώς και η πρόθεση να ανατεθεί κερδοσκοπική αποστολή σε εταιρία συμβούλων συνδεόμενη με τον ορισθέντα υπεύθυνο ήταν τα πραγματικά κίνητρα που υπαγόρευσαν τα μέτρα της MFSA και, ως εκ τούτου, την προσβαλλόμενη απόφαση, γεγονός που στοιχειοθετεί παράβαση, εκ μέρους της ΕΚΤ, της υποχρέωσής της ανεξαρτησίας και κατάχρηση εξουσίας.

218    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αμφισβητούν τα ανωτέρω επιχειρήματα.

219    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ και οι αρμόδιες εθνικές αρχές εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού ενεργούν ανεξάρτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατίθενται με τον εν λόγω κανονισμό. Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 75 του κανονισμού, αυτή προβλέπει ότι, για την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα εποπτικά καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία, ιδίως από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή και από παρεμβάσεις του οικείου κλάδου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη λειτουργική της ανεξαρτησία.

220    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό, ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2005, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑342/03, EU:C:2005:151, σκέψη 64).

221    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν βάσει των επιχειρημάτων των προσφευγουσών μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 19 και της αιτιολογικής σκέψης 75 του κανονισμού 1024/2013 και αν τα ανωτέρω επιχειρήματα περιέχουν αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις ότι η απόφαση εκδόθηκε πρωταρχικώς για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.

222    Εκ προοιμίου, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών αφορούν αποκλειστικά την επιδίωξη σκοπών διαφορετικών από εκείνους που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση της MFSA και την προβαλλόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας της εν λόγω εθνικής αρχής και ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τέτοια στοιχεία μπορούν να καταστήσουν την προσβαλλόμενη απόφαση παράνομη.

223    Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η MFSA παρέβη την υποχρέωσή της ανεξαρτησίας και επιδίωξε σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους τους οποίους εξήγγειλε, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει τα ίδια σφάλματα.

224    Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και να ανακαλεί την άδεια αυτή.

225    Επομένως, οι αποφάσεις της ΕΚΤ εκδίδονται βάσει εκτίμησης αυτοτελούς σε σχέση με την εκτίμηση της MFSA, σε συνάρτηση με το σύνολο των σχετικών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που περιέχονται στην πρόταση απόφασης της MFSA.

226    Δεδομένου ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ΕΚΤ δεν υποχρεούται να ακολουθήσει την πρόταση απόφασης της MFSA, οι προβαλλόμενες παραβάσεις της MFSA δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν έλλειψη ανεξαρτησίας εκ μέρους της ΕΚΤ και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν παράβαση του άρθρου 19 και της αιτιολογικής σκέψης 75 του κανονισμού 1024/2013.

227    Επιπροσθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, η ΕΚΤ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.

228    Επιπλέον, όπως προκύπτει από την ανάλυση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η ΕΚΤ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με σκοπό την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της ευρωστίας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και σε κάθε κράτος μέλος.

229    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδίωκε σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση.

230    Κατά συνέπεια, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

10.    Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης

231    Καταρχάς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης της πρώτης προσφεύγουσας, διότι η τελευταία δεν εκπροσωπήθηκε με τρόπο νόμιμο και ουσιαστικό συνεπεία του διορισμού του υπεύθυνου, ο οποίος θεωρήθηκε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ως ο μόνος εκπρόσωπος της εν λόγω προσφεύγουσας.

232    Οι προσφεύγουσες συνάγουν εξ αυτού ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης της πρώτης προσφεύγουσας προσβλήθηκε, διότι το εν λόγω δικαίωμα παρασχέθηκε στον υπεύθυνο, ενώ αυτό θα έπρεπε να είχε παρασχεθεί στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανωτέρω προσφεύγουσας.

233    Εξάλλου, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης προσφεύγουσας δεν είχαν πρόσβαση ούτε στα έγγραφα και στα συστήματα πληροφορικής που είχε στην κατοχή της η εν λόγω προσφεύγουσα ούτε στους οικονομικούς πόρους της, γεγονός που δεν της επέτρεψε να τεκμηριώσει με αποδεικτικά στοιχεία τους ισχυρισμούς της σχετικά με την αξία της και την τήρηση των κανονιστικών απαιτήσεων. Η εν λόγω προσφεύγουσα αδυνατούσε και εξακολουθεί να αδυνατεί να χρηματοδοτήσει τη νόμιμη εκπροσώπησή της.

234    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντικρούουν τα ανωτέρω επιχειρήματα.

235    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι τα δικαιώματα άμυνας, στα οποία περιλαμβάνεται το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, συγκαταλέγονται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης και κατοχυρώνονται με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, Cerafogli κατά ΕΚΤ, T‑114/13 P, EU:T:2015:678, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 5ης Οκτωβρίου 2016, ECDC κατά CJ, T‑395/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:598, σκέψη 53).

236    Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης δεν κατοχυρώνεται μόνον με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα οποία εγγυώνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο κάθε δικαστικής διαδικασίας, αλλά και με το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα χρηστής διοίκησης.

237    Το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προβλέπει ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2016, ECDC κατά CJ, T‑395/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:598, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

238    Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται σε κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου μπορεί να ληφθεί βλαπτική απόφαση η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή τη θέση του σε σχέση με τα εις βάρος του προβαλλόμενα στοιχεία προς στήριξη της επίδικης απόφασης (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 66, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 91, και της 19ης Ιανουαρίου 2016, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής, T‑409/12, EU:T:2016:17, σκέψη 38).

239    Συναφώς, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός, το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες, ότι η ΕΚΤ είχε αποστείλει στην πρώτη προσφεύγουσα επιστολή της 31ης Αυγούστου 2018, με την οποία την καλούσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου απόφασης περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, καθώς και επιστολή της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, με την οποία της παρείχε πρόσβαση στον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας, στις επιστολές δε αυτές η εν λόγω προσφεύγουσα απάντησε μόνον ότι επιβεβαίωνε την εναντίωσή της προς τη σχεδιαζόμενη απόφαση.

240    Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η πρώτη προσφεύγουσα διέθετε συνολική προθεσμία τριών εβδομάδων για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου απόφασης περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

241    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι παρασχέθηκε η δυνατότητα στην πρώτη προσφεύγουσα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή τη θέση της σε σχέση με τα εις βάρος της προβαλλόμενα στοιχεία στην προσβαλλόμενη απόφαση.

242    Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι τα δικαιώματα άμυνας της πρώτης προσφεύγουσας προσβλήθηκαν λόγω της αδυναμίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου της να καταβάλουν αμοιβή στον νομικό της σύμβουλο και να έχουν πρόσβαση στους πόρους της και στις πληροφορίες της, διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω περιστάσεις απορρέουν αποκλειστικά από τον ορισμό του υπευθύνου, ο οποίος θεωρήθηκε ως ο μόνος εκπρόσωπος της εν λόγω προσφεύγουσας κατά τη διοικητική διαδικασία, και ότι αποκλειστικά αρμόδια για τον διορισμό αυτόν, κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Μάλτας, ήταν η MFSA.

243    Πάντως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 45 και 46 ανωτέρω, τέτοια εθνική απόφαση περί ορισμού υπευθύνου δεν συνιστά πράξη εκδοθείσα από αρμόδια εθνική αρχή που έχει χαρακτήρα κινήσεως της διαδικασίας, προπαρασκευαστικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα μη δεσμευτικής προτάσεως σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, ικανή να καταστήσει την τελευταία απόφαση παράνομη (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 44).

244    Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι πρόκειται για απόφαση προβλεπόμενη από το μαλτέζικο δίκαιο και εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα της MFSA, η ΕΚΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις συνέπειες τέτοιας απόφασης.

245    Πράγματι, η υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των αποδεκτών αποφάσεων θεσμικού οργάνου δεν συνεπάγεται ότι το θεσμικό όργανο υποχρεούται, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του εθνικού δικαίου, να διασφαλίζει και να παρέχει στους αποδέκτες των αποφάσεών του δυνατότητα καταβολής δικηγορικής αμοιβής και πρόσβαση στους πόρους τους ούτως ώστε οι εν λόγω αποδέκτες να μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους προηγούμενης ακρόασης.

246    Σε διαφορετική περίπτωση, τούτο θα σήμαινε ότι οι αποφάσεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης θα μπορούσαν να κριθούν παράνομες για λόγους που αφορούν την ουδόλως ελεγχόμενη από αυτά εφαρμογή κανόνων του εθνικού δικαίου οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

247    Δεν μπορεί ακόμη να προσαφθεί βασίμως στην ΕΚΤ ότι δεν απέτρεψε, δυνάμει της γενικής εξουσίας της να απευθύνει εντολές στις αρμόδιες εθνικές αρχές στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, την έκδοση απόφασης της MFSA για τον διορισμό υπευθύνου, η οποία απέβλεπε στη διασφάλιση της τήρησης των εποπτικών κανόνων, προκειμένου να παρασχεθεί στο διοικητικό συμβούλιο της πρώτης προσφεύγουσας δυνατότητα διάθεσης των κεφαλαίων της, για να αμειφθεί ο νομικός της σύμβουλος, και πρόσβαση σε έγγραφα και πληροφορίες προς άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.

248    Συγκεκριμένα, αφενός, η ΕΚΤ δεν υπέχει καμία άλλη υποχρέωση σχετικώς πέραν της υποχρέωσής της να καλεί τους αποδέκτες των αποφάσεών της να υποβάλουν παρατηρήσεις και, αφετέρου, αν η αιτίαση αυτή γινόταν δεκτή, θα διακυβευόταν η επίτευξη των σκοπών των εθνικών κανόνων προληπτικής εποπτείας και των κανόνων της Ένωσης.

249    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν οι προβαλλόμενες από τις προσφεύγουσες περιστάσεις θεωρηθούν αποδεδειγμένες, δεν είναι ικανές να καταστήσουν παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση.

250    Υπό τις περιστάσεις αυτές, στις προσφεύγουσες απόκειται να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του ορισμού του υπευθύνου σε εθνικό επίπεδο και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, των αποφάσεων του εν λόγω προσώπου περί απορρίψεως των αιτήσεών τους χρηματοδότησης προκειμένου να αμείψουν τον νομικό τους σύμβουλο ή των αιτήσεών τους πρόσβασης σε πόρους ή πληροφορίες, υποβάλλοντας εν ανάγκη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ώστε να ζητήσουν από το Δικαστήριο να εκτιμήσει αν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αντιβαίνει προς τέτοιες αποφάσεις ή προς τον διορισμό υπευθύνου.

251    Η πρώτη προσφεύγουσα μπορούσε επίσης, υπό την προϋπόθεση πλήρωσης των απαιτούμενων προϋποθέσεων, να ζητήσει από την ΕΚΤ την παροχή πρόσβασης σε έγγραφα ή πληροφορίες, όπως και να ζητήσει δικαστική αρωγή από το Γενικό Δικαστήριο ή να υποβάλει αίτημα λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας με σκοπό την απόκτηση χρήσιμων εγγραφών.

252    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα παράτασης της προθεσμίας ή αναβολής της επ’ ακροατηρίου συζήτησης και τα αιτήματα περί αναστολής που υπέβαλαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, οι προσφεύγουσες δεν επικαλέστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η πρώτη προσφεύγουσα είχε προβεί, κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, σε ενέργειες ενώπιον της MFSA ή των μαλτέζικων δικαστηρίων για να καταστήσει δυνατή την πρόσβαση του νομικού της συμβούλου σε πόρους ή έγγραφα.

253    Κατά συνέπεια, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

11.    Επί του ενδεκάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως

254    Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως λόγω της επιφανειακής και ασαφούς συλλογιστικής, η οποία δεν καθιστά δυνατό να καθοριστεί αν η απόφαση ήταν δικαιολογημένη, να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της φερομένης ως κολάσιμης συμπεριφοράς που οδήγησε στην απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες και να εξακριβωθεί αν η εν λόγω συμπεριφορά ήταν κολάσιμη υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης.

255    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

256    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής πράξης, η οποία συνιστά αναγκαία απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό να παρέχει, αφενός, στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα, οπότε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, και, αφετέρου, στον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξης αυτής (αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 462· της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 148, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Iran Insurance κατά Συμβουλίου, T‑12/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:401, σκέψη 70).

257    Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al‑Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 138 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

258    Ωστόσο, μολονότι από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αιτιολογία πράξεως της Ένωσης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του, εντούτοις δεν απαιτείται η αιτιολογία να διευκρινίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία (αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑63/12, EU:C:2013:752, σκέψη 98, και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 70).

259    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα η αιτιολογία της να παρέχει τη δυνατότητα στην πρώτη προσφεύγουσα να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του.

260    Πράγματι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι η αιτιολογία της στηρίχθηκε στην απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες για αδικήματα οικονομικής φύσεως και στον αρνητικό αντίκτυπο της εν λόγω απαγγελίας στη φήμη του Α. Sadr και στην οικονομική κατάσταση της πρώτης προσφεύγουσας, περιστάσεις οι οποίες υπονόμευαν τον σκοπό της εξασφάλισης υγιούς και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος.

261    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης σαφώς ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της πρώτης προσφεύγουσας θεωρήθηκε σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας για τον λόγο ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο, λαμβανομένων υπόψη των χρηματοδοτικών δυσχερειών, της σοβαρότητας των παραβάσεων και της μη βιωσιμότητας της τράπεζας συνεπεία των κατηγοριών που απαγγέλθηκαν εις βάρος του μετόχου της και της προσβολής της φήμης της, προκειμένου να διασφαλιστεί ο σκοπός της αποκατάστασης της νομιμότητας, της κατοχύρωσης της υγιούς διαχείρισης, του περιορισμού των κινδύνων για τους καταθέτες και τους πιστωτές της καθώς και των κινδύνων για τη μαλτέζικη και την Ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά.

262    Εξάλλου, έγινε δεκτό ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την ανάκληση δεν μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα προληπτικά μέτρα ή με την πώληση της πρώτης προσφεύγουσας σε τρίτους λόγω της προσβολής της φήμης της, της μηδαμινής αξίας της και των προβλημάτων χρηματοδότησης και ρευστότητας.

263    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η επιφανειακή και ασαφής συλλογιστική της προσβαλλόμενης απόφασης δεν παρέχει τη δυνατότητα να καθοριστεί αν η απόφαση ήταν δικαιολογημένη.

264    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης δεν παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της φερομένης ως κολάσιμης συμπεριφοράς που οδήγησε στην απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες και να εξακριβωθεί αν η εν λόγω συμπεριφορά ήταν κολάσιμη.

265    Εντούτοις, στην προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζεται ότι το επίμαχο κατηγορητήριο αφορά προσδιορισμένα οικονομικά αδικήματα, τα οποία θεωρούνται ικανά να εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την ακεραιότητα του Α. Sadr ως μετόχου της πρώτης προσφεύγουσας.

266    Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει διά υπερσυνδέσμων σε επίσημους διαδικτυακούς ιστοτόπους οι οποίοι παρέχουν τη δυνατότητα να ληφθεί γνώση του κατηγορητήριου που απαγγέλθηκε εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες και του ανακοινωθέντος Τύπου που δημοσιεύθηκε για το εν λόγω γεγονός.

267    Εφόσον οι αιτιάσεις που οδήγησαν στην απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και δεδομένου ότι η τελευταία απόφαση παραπέμπει στο επίμαχο κατηγορητήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγουσες, ότι η αιτιολογία της εν λόγω απόφασης δεν παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της φερομένης ως κολάσιμης συμπεριφοράς που οδήγησε στην απαγγελία κατηγοριών.

268    Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την αδυναμία να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της φερομένης ως κολάσιμης συμπεριφοράς που οδήγησε στην απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες και να εξακριβωθεί αν η εν λόγω συμπεριφορά ήταν κολάσιμη δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

269    Κατά συνέπεια, ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

IV.    Επί των αιτημάτων περί αναστολής, λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων των προσφευγουσών

270    Πρώτον, με έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2021, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτημα για τη λήψη μέτρων οργανώσεως, καθώς και για τη διεξαγωγή αποδείξεων και πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να αποδείξουν ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είχε εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα σε σχέση με τις αιτιάσεις που είχαν προσαφθεί στον Α. Sadr στις Ηνωμένες Πολιτείες.

271    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του ανωτέρω αιτήματος.

272    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (βλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑562/14 P, EU:C:2017:356, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ότι, ως εκ τούτου, πράξεις μεταγενέστερες της εκδόσεως μιας αποφάσεως δεν μπορούν να θίξουν το κύρος της (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής, C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψεις 45 και 46).

273    Δεδομένου ότι οι κατηγορίες εις βάρος του Α. Sadr αποσύρθηκαν μετά την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης, το ως άνω γεγονός δεν μπορούσε, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 272 ανωτέρω, να επηρεάσει τη νομιμότητά της, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα των προσφευγουσών.

274    Δεύτερον, με έγγραφο της 21ης Μαΐου 2021, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτημα για τη λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας και για τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να τοποθετηθούν επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Bank Melli Iran (C‑124/20, EU:C:2021:386), οι οποίες αφορούν την ερμηνεία του κανονισμού 2271/96, όπως τροποποιήθηκε προσφάτως με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2018/1100.

275    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω αιτήματος.

276    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 120 ανωτέρω, ο κανονισμός 2271/96 δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση προσφυγή.

277    Πράγματι, η ΕΚΤ ούτε αναγνώρισε ούτε κήρυξε εκτελεστή απόφαση επιβολής κυρώσεων κατά την έννοια του κανονισμού 2271/96, δεδομένου ότι εκτίμησε τα εχέγγυα ήθους του οικείου μετόχου, υπό το πρίσμα της εικόνας που σχημάτισε η αγορά, και ότι οι οικείοι φορείς αντέδρασαν στην απαγγελία κατηγοριών χωρίς να λάβουν υπόψη το βάσιμό τους κατ’ εφαρμογήν του δικαίου του οικείου τρίτου κράτους ή του δικαίου της Ένωσης.

278    Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα των προσφευγουσών.

279    Τρίτον, με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2021, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την αναστολή της διαδικασίας προκειμένου «να παρασχεθεί η δυνατότητα στην ΕΚΤ και στην MFSA να συμμορφωθούν προς τη νέα μαλτέζικη νομολογία που επιβεβαίωνε ότι η πρόσβαση στην τράπεζα αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματική εκπροσώπηση».

280    Η ΕΚΤ και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους επί του ανωτέρω αιτήματος.

281    Δεδομένου, όμως, ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 245 και 246 ανωτέρω, η ΕΚΤ δεν υπέχει καμία υποχρέωση συμμόρφωσης προς τη μαλτέζικη νομολογία και ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν έκανε μνεία των ενεργειών που ανέλαβε ενώπιον της MFSA ή των μαλτέζικων δικαστηρίων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται η αναστολή της παρούσας διαδικασίας για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης κατά την έννοια του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

282    Επομένως, το ανωτέρω αίτημα των προσφευγουσών δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

283    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει, επομένως, να απορριφθεί στο σύνολό της.

V.      Επί των δικαστικών εξόδων

284    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της ΕΚΤ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

285    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Pilatus Bank plc και η Pilatus Holding Ltd. φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Van der Woude

Costeira

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Φεβρουαρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.