Language of document : ECLI:EU:T:2022:44

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 2ας Φεβρουαρίου 2022 (*)

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορές φυσικού αερίου της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης – Απορριπτική απόφαση επί καταγγελίας – Έλλειψη συμφέροντος της Ένωσης – Εξαίρεση λόγω κρατικής δράσης (state action doctrine) – Υποχρέωση επιμελούς εξέτασης – Διαδικαστικά δικαιώματα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004»

Στην υπόθεση T‑399/19,

Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A., με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον K. Karasiewicz, radca prawny, και τους T. Kaźmierczak, K. Kicun και P. Moskwa, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την B. Ernst και τους G. Meessen και J. Szczodrowski,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Gazprom PJSC, με έδρα τη Μόσχα (Ρωσία),

και

την Gazprom export LLC, με έδρα την Αγία Πετρούπολη (Ρωσία),

εκπροσωπούμενες από τους J. Karenfort, J. Hainz, B. Evtimov, N. Tuominen, J. Heithecker, δικηγόρους, και τον D. O’Keeffe, solicitor,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2019)3003 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2019, περί απορρίψεως καταγγελίας (υπόθεση ΑΤ. 40497 – Τιμή του φυσικού αερίου στην Πολωνία),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, πρόεδρο, J. Svenningsen (εισηγητή), R. Barents, C. Mac Eochaidh και T. Pynnä, δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαΐου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A. είναι η μητρική εταιρία του ομίλου PGNiG, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, κυρίως στην Πολωνία. Ο όμιλος αυτός ασκεί ιδίως δραστηριότητες σχετικές με την έρευνα κοιτασμάτων και την παραγωγή φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου, καθώς και την εισαγωγή, την πώληση και διανομή φυσικού αερίου.

2        Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C(2019) 3003 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2019, περί απορρίψεως καταγγελίας (υπόθεση ΑΤ.40497 – Τιμή του φυσικού αερίου στην Πολωνία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία εκδόθηκε κατόπιν της καταγγελίας που η ίδια είχε υποβάλει κατά της Gazprom PJSC και των θυγατρικών της, μεταξύ των οποίων και η Gazprom export LLC (στο εξής από κοινού: Gazprom).

 Επί των διαδικασιών στις υποθέσεις AT.39816 και AT.40497

3        Μεταξύ 2011 και 2015 η Επιτροπή έλαβε σειρά μέτρων προς διερεύνηση της λειτουργίας των αγορών φυσικού αερίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη καθώς και, ιδίως, προς εξέταση, υπό το πρίσμα της συμμορφώσεως προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγόρευση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσεως, ορισμένων πρακτικών της Gazprom που επηρέασαν τις αγορές αυτές, και, ειδικότερα, τις αγορές της Βουλγαρίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας (στο εξής: ενδιαφερόμενες ΧΚΑΕ). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Η διοικητική διαδικασία της έρευνας αυτής καταχωρίστηκε με την ένδειξη «Υπόθεση AT.39816 – Προμήθειες φυσικού αερίου από αγορές προηγούμενου σταδίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη» (στο εξής: υπόθεση ΑΤ.39816).

4        Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, αφού κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), η Επιτροπή απέστειλε, στις 22 Απριλίου 2015 και σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 773/2004, ανακοίνωση αιτιάσεων στην Gazprom (στο εξής: ΑΑ). Στην ανακοίνωση αυτή η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η Gazprom κατείχε δεσπόζουσα θέση στις εθνικές αγορές χονδρικής παροχής φυσικού αερίου στα προηγούμενα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού στις ενδιαφερόμενες ΧΚΑΕ, και ότι, κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εκμεταλλευόταν καταχρηστικά τη θέση αυτή, αναπτύσσοντας αντίθετη προς τον ανταγωνισμό στρατηγική, με σκοπό να κατακερματίσει και να απομονώσει τις αγορές αυτές και, συνεπώς, να παρεμποδίσει την ελεύθερη ροή φυσικού αερίου στις εν λόγω χώρες.

5        Η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ότι η στρατηγική της Gazprom περιλάμβανε τρεις κατηγορίες αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών οι οποίες επηρέαζαν τους πελάτες της στις ενδιαφερόμενες ΧΚΑΕ, ήτοι πρακτικές βασιζόμενες στο γεγονός ότι, πρώτον, η Gazprom επέβαλλε εδαφικούς περιορισμούς στο πλαίσιο των συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου που συνήπτε με τις επιχειρήσεις χονδρικής και με ορισμένους βιομηχανικούς πελάτες στις ενδιαφερόμενες ΧΚΑΕ, δεύτερον, οι εδαφικοί περιορισμοί αυτοί έδιναν στην Gazprom τη δυνατότητα να εφαρμόζει αθέμιτη τιμολογιακή πολιτική σε πέντε από τις ενδιαφερόμενες ΧΚΑΕ, ήτοι στη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία και την Πολωνία και, τρίτον, η Gazprom είχε ζητήσει, όσον αφορά τη Βουλγαρία και την Πολωνία, ως προϋπόθεση για την προμήθεια φυσικού αερίου να της δοθούν από τις επιχειρήσεις χονδρικής ορισμένες διαβεβαιώσεις αναφορικά με τις υποδομές μεταφοράς του φυσικού αερίου. Όσον αφορά ειδικότερα την Πολωνία, η πολωνική επιχείρηση χονδρικής, δηλαδή η προσφεύγουσα, κλήθηκε να διαβεβαιώσει ότι θα αποδεχόταν την ενίσχυση του ελέγχου της Gazprom επί της διαχειρίσεως των επενδύσεων στο πολωνικό τμήμα του αγωγού φυσικού αερίου Yamal, ενός εκ των κύριων αγωγών διαμετακόμισης φυσικού αερίου στην Πολωνία (στο εξής: αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal).

6        Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 η Gazprom απάντησε στην ΑΑ αμφισβητώντας τις ανησυχίες της Επιτροπής όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Στις 14 Φεβρουαρίου 2017 η Gazprom, ενώ εξακολουθούσε να αμφισβητεί τις ανησυχίες αυτές, υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, σχέδιο δεσμεύσεων.

7        Στις 16 Μαρτίου 2017, στην ίδια υπόθεση AT.39816, προκειμένου τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του εν λόγω σχεδίου δεσμεύσεων, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2017, C 81, σ. 9), η οποία περιείχε σύνοψη της υποθέσεως AT.39816 καθώς και το βασικό περιεχόμενο του εν λόγω σχεδίου δεσμεύσεων και έτασσε στα μέρη προθεσμία επτά εβδομάδων από την ημερομηνία αυτή για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (στο εξής: διαβούλευση με τους φορείς της αγοράς). Στη συνέχεια υπέβαλαν παρατηρήσεις, μεταξύ άλλων, η προσφεύγουσα, ο πρόεδρος της Urząd Regulacji Energetyki (πολωνικής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, στο εξής: πολωνική αρχή) και η Gaz-System S.A., διαχειρίστρια του πολωνικού τμήματος του αγωγού Yamal.

8        Στις 9 Μαρτίου 2017, παράλληλα με την κινηθείσα από την Επιτροπή διοικητική διαδικασία στην υπόθεση AT.39816, η προσφεύγουσα υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 του κανονισμού 773/2004, καταγγελία επικαλούμενη την υπόθεση ΑΤ.39816 και κάνοντας λόγο για τις καταχρηστικές πρακτικές της Gazprom (στο εξής: καταγγελία).

9        Στις 29 Μαρτίου 2017 η Επιτροπή επιβεβαίωσε την παραλαβή της καταγγελίας, η οποία στη συνέχεια καταχωρίστηκε στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας, με την ένδειξη «Υπόθεση AT.40497 – Τιμή του φυσικού αερίου στην Πολωνία» (στο εξής: υπόθεση AT.40497).

10      Με έγγραφο της 31ης Μαρτίου 2017 που απηύθυνε στην προσφεύγουσα, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εκτιθέμενες στην καταγγελία πρακτικές και εκείνες τις οποίες αφορούσε το σχέδιο δεσμεύσεων αλληλεπικαλύπτονταν και την κάλεσε να υποβάλει παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως με τους φορείς της αγοράς. Αφού έλαβε παράταση της ισχύουσας προθεσμίας, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου αυτού στις 19 Μαΐου 2017, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 7 ανωτέρω.

11      Στις 15 Μαΐου 2017, στο πλαίσιο της υποθέσεως AT.40497, η Gazprom διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της σχετικά με την καταγγελία.

12      Στις 23 Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή ενημέρωσε γραπτώς, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, την προσφεύγουσα ότι σκόπευε να απορρίψει την καταγγελία και της έταξε προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων για να γνωστοποιήσει την άποψή της (στο εξής: έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή της διαβίβασε επίσης μια μη εμπιστευτική έκδοση της ΑΑ, εκδοθείσας στην υπόθεση AT.39816, καθώς και μια μη εμπιστευτική εκδοχή των παρατηρήσεων της Gazprom επί της καταγγελίας αυτής.

13      Στις 2 Μαρτίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις προς απάντηση στην έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης. Πέραν της δυσαρέσκειας που εξέφραζε όσον αφορά τα προσωρινά συμπεράσματα που περιέχονταν στην εν λόγω δήλωση, η προσφεύγουσα προέβαλε ιδίως ότι εκτιμούσε ότι δεν είχε λάβει όλα τα έγγραφα επί των οποίων στηριζόταν η θέση της Επιτροπής και ότι η μη εμπιστευτική έκδοση της ΑΑ, εκδοθείσας στην υπόθεση AT.39816, που της είχε διαβιβαστεί δεν περιλάμβανε ορισμένα βασικά αποσπάσματα.

14      Στις 24 Μαΐου 2018, στο πλαίσιο της υποθέσεως ΑΤ.39816 και αφού η Gazprom υπέβαλε τροποποιημένο σχέδιο δεσμεύσεων κατόπιν της διαβουλεύσεως με τους φορείς της αγοράς, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2018) 3106 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2018, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39816 – Προμήθειες φυσικού αερίου από αγορές προηγούμενου σταδίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη), με την οποία ενέκρινε και κατέστησε υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις τις οποίες είχε προσφερθεί να αναλάβει η Gazprom, περάτωσε δε τη διοικητική διαδικασία στην υπόθεση αυτή κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχαν πλέον λόγοι για την εκ μέρους της ανάληψη δράσης όσον αφορά τις πρακτικές που διαπιστώθηκαν με την ΑΑ. Στις 15 Οκτωβρίου 2018 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑616/18.

15      Στις 5 Σεπτεμβρίου 2018, στην υπόθεση AT.40497, η προσφεύγουσα παρενέβη ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων, προκειμένου να λάβει ορισμένα έγγραφα της υποθέσεως αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ 2011, L 275, σ. 29). Στις 17 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο σύμβουλος ακροάσεων την ενημέρωσε ότι διαβίβασε την αίτησή της στη γενική διεύθυνση (ΓΔ) ανταγωνισμού, η οποία ήταν αρμόδια να απαντήσει σχετικώς. Στις 25 Σεπτεμβρίου 2018 η Επιτροπή δήλωσε στην προσφεύγουσα ότι είχε διαμορφώσει την άποψή της στηριζόμενη σε έγγραφα που της είχε ήδη κοινοποιήσει και αρνήθηκε να της παράσχει πρόσβαση σε άλλα αποσπάσματα της ΑΑ.

16      Στις 17 Απριλίου 2019, η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία της υποθέσεως ΑΤ.40497 εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί της προσβαλλόμενης απόφασης

17      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προέβη σε μια διάκριση μεταξύ, αφενός, εκείνων των ισχυρισμών της καταγγελίας που αντιστοιχούσαν στις σχετικές με τον ανταγωνισμό ανησυχίες οι οποίες καλύπτονταν από τις δεσμεύσεις που είχαν καταστεί υποχρεωτικές βάσει της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά το πέρας της υποθέσεως AT.39816 και, αφετέρου, των υπόλοιπων ισχυρισμών που περιέχονταν στην καταγγελία αυτή κατά της Gazprom.

18      Ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη κατηγορία ισχυρισμών, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι επίμαχες πράξεις είχαν ληφθεί δεόντως υπόψη από τις εν λόγω δεσμεύσεις (βλ. σημεία 2.2 και 2.3 της προσβαλλόμενης απόφασης). Όσον αφορά τους υπόλοιπους ισχυρισμούς, η Επιτροπή τους εξέτασε διαδοχικά στο σημείο 2.4 της προσβαλλόμενης απόφασης, με τίτλο «Θέματα που δεν καλύπτονται από τις δεσμεύσεις» («Matters not covered by the commitments»).

19      Στο πλαίσιο του σημείου 2.4.1, με τίτλο «Η αιτίαση σχετικά με τον αγωγό φυσικού αερίου Yamal» («The Objection concerning the Yamal Pipeline»), η Επιτροπή εξέτασε τους ισχυρισμούς της καταγγελίας κατά τους οποίους η Gazprom, σε μια συγκυρία όπου η προσφεύγουσα αντιμετώπιζε πρόβλημα ελλείψεως εφοδιασμού κατά τα έτη 2009 και 2010 συνεπεία αθετήσεως των υποχρεώσεων της Gazprom-RosUkrEnergo AG (στο εξής: RUE), ουκρανικής θυγατρικής της Gazprom, έθεσε για τη σύναψη συμβάσεως συμπληρωματικής βραχυπρόθεσμης προμήθειας φυσικού αερίου όρους μη συνδεόμενους με το αντικείμενο της συμβάσεως αυτής (στο εξής: ισχυρισμοί περί επιβολής όρων για τις υποδομές). Οι όροι αυτοί συνίσταντο συνοπτικά, πρώτον, στην παραίτηση από απαίτηση έναντι της θυγατρικής της Gazprom, δεύτερον, στη συγκατάθεση της προσφεύγουσας να παραιτηθεί η System Gazociągów Tranzytowych EuRoPol Gaz S.A. (στο εξής: EuRoPol), ιδιοκτήτρια εταιρία των υποδομών του πολωνικού τμήματος του αγωγού Yamal, ανήκουσα στην προσφεύγουσα και στην Gazprom, από απαίτηση έναντι της τελευταίας ύψους [εμπιστευτικό] (1) δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών (USD), τρίτον, στην τροποποίηση του καταστατικού της EuRoPol, με την παραχώρηση δικαιώματος αρνησικυρίας στην Gazprom σχετικά με ορισμένες αποφάσεις που λαμβάνει η εταιρία αυτή, καθώς και, τέταρτον, στην εισαγωγή ορισμένων όρων στη σύμβαση μεταξύ της EuRoPol και της Gaz-System για τη διαχείριση από την τελευταία του εν λόγω τμήματος (βλ. αιτιολογική σκέψη 18, τρίτη και έβδομη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης).

20      Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές, η Επιτροπή πριν προβεί στην εκτίμησή της υπενθύμισε την άποψη που υποστήριξε η προσφεύγουσα, σε κάθε περίπτωση σχετικά με δύο θέματα, ήτοι, πρώτον, την απόφαση της πολωνικής αρχής της 19ης Μαΐου 2015 η οποία εκδόθηκε διά του προέδρου της και πιστοποίησε την Gaz-System ως διαχειρίστρια του ανεξάρτητου τμήματος του αγωγού φυσικού αερίου Yamal (στο εξής: απόφαση πιστοποιήσεως) και, δεύτερον, την επιβολή στην προσφεύγουσα υποχρεώσεως παροχής διαβεβαιώσεων σχετικά με τις υποδομές.

21      Στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου αυτού θέματος, η Επιτροπή έκρινε, υπό την ένδειξη «Δεν μπορούσε να αποκλειστεί ο κρατικός καταναγκασμός» («State compulsion defence could not be excluded»), ότι δεν αποκλειόταν το ενδεχόμενο η εξαίρεση λόγω κρατικής δράσης να είναι εφαρμοστέα στις πρακτικές τις οποίες αφορούσαν οι επίμαχοι ισχυρισμοί, καθόσον δεν μπορούσε να αποκλειστεί, κατ’ ουσίαν, το ενδεχόμενο η συμπεριφορά της Gazprom να είχε επιβληθεί από το ρωσικό δίκαιο ή από αφόρητες πιέσεις εκ μέρους των ρωσικών αρχών, οπότε η συμπεριφορά αυτή ήταν πιθανό να μην ήταν αυτόνομη, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, και ο επίμαχος πιθανός περιορισμός του ανταγωνισμού να μην μπορεί να καταλογιστεί στην επιχείρηση αυτή. Στο σημείο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ιδίως ότι η κατασκευή και η λειτουργία του πολωνικού τμήματος του αγωγού Yamal διεπόταν από διακυβερνητική συμφωνία συναφθείσα το 1993 μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της Ομοσπονδίας της Ρωσίας καθώς και από τα μεταγενέστερα πρόσθετα πρωτόκολλα (στο εξής, από κοινού: συμφωνίες Πολωνίας-Ρωσίας).

22      Στο πλαίσιο του σημείου 2.4.2, με τίτλο «Περιορισμοί των προμηθειών κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015» («Supply Restrictions in the Winter Season 2014/2015»), η Επιτροπή εξέτασε τους ισχυρισμούς της καταγγελίας κατά τους οποίους η Gazprom είχε καταχρηστικώς μειώσει τον εφοδιασμό με φυσικό αέριο κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2014/2015 με σκοπό να παρεμποδίσει ενδεχόμενες επανεξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ουκρανία (στο εξής: ισχυρισμοί περί περιορισμών στις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015). Λόγω των περιορισμών αυτών, οι ποσότητες των προμηθειών από την Gazprom προς την προσφεύγουσα ήταν μικρότερες από τις συμφωνηθείσες με τη σύμβασή τους ποσότητες, γεγονός που προκάλεσε οικονομική ζημία στην προσφεύγουσα, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού κόστους διασυνδέσεως που έπρεπε να επωμισθεί για την εισαγωγή του φυσικού αερίου από τη Δυτική Ευρώπη (βλ. αιτιολογική σκέψη 18, πέμπτη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης).

23      Τα σημεία 2.4.3 και 2.4.4 της προσβαλλόμενης απόφασης αφορούν τους ισχυρισμούς σχετικά με τη μεταβίβαση της κυριότητας του δικτύου μεταφοράς φυσικού αερίου της Λευκορωσίας και τις φερόμενες προσβολές των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας ως καταγγέλλουσας, αντιστοίχως.

24      Η Επιτροπή απέρριψε, για διάφορους λόγους, το σύνολο των ισχυρισμών που καταλαμβάνονται από το σημείο 2.4 της προσβαλλόμενης απόφασης και απέρριψε την καταγγελία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004, εκτιμώντας ότι δεν συνέτρεχαν επαρκείς λόγοι για τη συνέχιση της έρευνας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιουνίου 2019, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν, αντιστοίχως, στις 20 Σεπτεμβρίου 2019, στις 6 Νοεμβρίου 2019 και στις 9 Ιανουαρίου 2020.

26      Με χωριστό δικόγραφο συνοδευτικό της προσφυγής η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να εκδικάσει την υπόθεση με την ταχεία διαδικασία. Με απόφαση της 2ας Αυγούστου 2019, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αυτή.

27      Στις 4 Οκτωβρίου 2019, λόγω μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο, ως εκ τούτου, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2019, η Gazprom ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 2019, ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε, κατόπιν ακροάσεως των κύριων διαδίκων, την παρέμβαση αυτή. Στις 17 Ιανουαρίου 2020 η Gazprom κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως, και η προσφεύγουσα κατέθεσε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος αυτού στις 21 Φεβρουαρίου 2020.

29      Με απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, την κατά προτεραιότητα εκδίκασή της.

30      Στις 8 Ιουνίου 2020, κατόπιν προτάσεως του όγδοου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του όγδοου πενταμελούς τμήματος. Λόγω κωλύματος ενός μέλους του πενταμελούς αυτού τμήματος να μετάσχει στην εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως του τμήματος, με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2020.

31      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Ενόψει αυτής, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κλήθηκαν να απαντήσουν εγγράφως σε ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο και η Επιτροπή κλήθηκε επιπλέον να προσκομίσει έγγραφα. Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κατέθεσαν τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις αυτές στις 3 και στις 8 Δεκεμβρίου 2020, αντιστοίχως, και η Επιτροπή προσκόμισε, ως παράρτημα στις απαντήσεις της, τα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί.

32      Για λόγους σχετικούς με την οφειλόμενη στην υγειονομική κρίση COVID‑19 και κατόπιν αιτημάτων ορισμένων διαδίκων, ο πρόεδρος του όγδοου πενταμελούς τμήματος αποφάσισε να αναβάλει την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία είχε αρχικώς οριστεί για τις 22 Ιανουαρίου 2021.

33      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαΐου 2021. Κατά τη συζήτηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε επίσης ότι έλαβε υπόψη του τις παρατηρήσεις επί της εκθέσεως ακροατηρίου που υπέβαλε η Επιτροπή στις 27 Απριλίου 2021.

34      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει το σύνολο των εγγράφων σχετικά με την υπόθεση AT.40497 πέραν εκείνων που προσκομίστηκαν ως παράρτημα της προσφυγής,

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές και τους ισχυρισμούς περί περιορισμών στις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015 και, επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

35      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Gazprom, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας,

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

36      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, που αφορούν, αντιστοίχως:

–        ο πρώτος, κατάχρηση εξουσίας, στο μέτρο που η Επιτροπή, αφενός, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον στηρίζεται στην πιθανή εφαρμογή της λεγόμενης εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης σχετικά με τις προσαπτόμενες στην Gazprom ενέργειες, ήτοι σε εσφαλμένη νομική βάση, δηλαδή στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004, και όχι στο άρθρο 10 του κανονισμού 1/2003, και, αφετέρου, στο μέτρο που αποφάσισε να εξετάσει την καταγγελία στο πλαίσιο νέας διαδικασίας (υπόθεση AT.40497), με σκοπό τον περιορισμό του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της υποθέσεως AT.39816·

–        ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η Επιτροπή δέχτηκε ως στοιχείο που απαλλάσσει από την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως τον κρατικό καταναγκασμό που ασκείται από τρίτο κράτος·

–        ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (στο εξής: Χάρτης), λόγω μη κοινοποιήσεως, με την έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης, του συνόλου των κρίσιμων πληροφοριών και μη διαβιβάσεως, με την έγγραφη αυτή δήλωση, των εγγράφων επί των οποίων είχε στηριχθεί η προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής·

–        ο τέταρτος, παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 και του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως της Επιτροπής να εξετάσει επιμελώς όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προβλήθηκαν με την καταγγελία και του καθήκοντος αιτιολογήσεως·

–        ο πέμπτος, παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά, αφενός, με την απόφαση πιστοποιήσεως και, αφετέρου, με τους ισχυρισμούς περί περιορισμών στις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015.

37      Η υπό κρίση προσφυγή, με τους επιμέρους λόγους ακυρώσεως, αφορά κυρίως τα σημεία 2.4.1 και 2.4.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά, αφενός, με τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές και, αφετέρου, τους ισχυρισμούς περί περιορισμών στις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015.

38      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, του άρθρου 296 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη

39      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε, αφενός, να αναφέρει κρίσιμες πληροφορίες στην έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης και, αφετέρου, να της διαβιβάσει το σύνολο των εγγράφων επί των οποίων είχαν στηριχτεί η προσωρινή αξιολόγηση που διατυπώθηκε στην εν λόγω δήλωση καθώς και η αξιολόγηση που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα ενημερώσεως και ακροάσεως της προσφεύγουσας, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, το άρθρο 296 ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη.

40      Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή οφείλει να παρέχει στον καταγγέλλοντα όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται, ώστε αυτός να είναι σε θέση να αντιδράσει αποτελεσματικά.

41      Η Επιτροπή, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, δεν κατέστησε σαφές με την έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης ότι η απόρριψη των ισχυρισμών περί επιβολής όρων για τις υποδομές (που περιγράφονται στη σκέψη 19 ανωτέρω) στηριζόταν στην πιθανή εφαρμογή της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως κρατικού καταναγκασμού που απορρέει από το ρωσικό δίκαιο. Υπενθύμισε απλώς, στα σημεία 96 έως 106 της δηλώσεως αυτής, τη σημασία του «διακυβερνητικού χαρακτήρα» των σχέσεων στον τομέα του φυσικού αερίου, ο οποίος καθόρισε τη συμπεριφορά της Gazprom, και παρέπεμψε αορίστως σε διατάξεις των συμφωνιών Πολωνίας-Ρωσίας, χωρίς ωστόσο να συνδέει το περιεχόμενό τους με τη συμπεριφορά αυτή. Η μόνη αναφορά σχετικά με το ρωσικό δίκαιο βρίσκεται στο σημείο 102 της εν λόγω δηλώσεως, όπου περιλαμβάνεται μια απλή εικασία, χωρίς παραπομπή σε οιοδήποτε έγγραφο που να παρέχει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να διαπιστώσει τη συλλογιστική της Επιτροπής και, συνεπώς, να την αντικρούσει.

42      Από την πλευρά της, η Επιτροπή θεωρεί ότι το περιεχόμενο των συμφωνιών Πολωνίας-Ρωσίας, ορισμένοι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στην καταγγελία και το περιεχόμενο μιας επιστολής της 30ής Αυγούστου 2016 του Ρώσου Υπουργού Ενέργειας προς τον Πολωνό ομόλογό του (στο εξής: επιστολή της 30ής Αυγούστου 2016) αρκούσαν για να δικαιολογήσουν το προσωρινό συμπέρασμά της όσον αφορά τις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal.

43      Ειδικότερα, η Επιτροπή προβάλλει ότι στο σημείο 102 της έγγραφης δήλωσης πρόθεσης απόρριψης εξέθεσε ότι οι αμφιβολίες της στηρίζονταν στις ενδεχόμενες υποχρεώσεις που επιβάλλονταν στην Gazprom από το ρωσικό δίκαιο ή από το καθεστώς των συμφωνιών Πολωνίας-Ρωσίας δυνάμει του δικαίου αυτού. Επιπλέον, στη δήλωση αυτή η Επιτροπή είχε διευκρινίσει ποιες διατάξεις ρύθμιζαν τα ζητήματα σχετικά με την κατασκευή και τη λειτουργία του πολωνικού τμήματος του αγωγού Yamal και συνιστούσαν τη βάση για τη σύναψη των συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου μεταξύ της Gazprom και της προσφεύγουσας. Τέλος, η Επιτροπή είχε επίσης αναφέρει στην εν λόγω δήλωση ότι ορισμένα στοιχεία της καταγγελίας υποδήλωναν ότι η εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου από την εξασφάλιση διαβεβαιώσεων μη συνδεόμενων με τις συμβάσεις αυτές οφειλόταν στη Ρωσική Ομοσπονδία και όχι στην Gazprom, και ότι τα ζητήματα σχετικά με τις προμήθειες φυσικού αερίου είχαν διακυβερνητικό χαρακτήρα.

44      Κατά τα λοιπά, η θέση της προσφεύγουσας, κατά την οποία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να παραπέμψει σε νομοθετικές πράξεις ή σε άλλα έγγραφα, απορρέει από την εσφαλμένη πεποίθηση κατά την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει σε βέβαιες διαπιστώσεις ή, τουλάχιστον, διαπιστώσεις που πιθανολογούνται εντόνως, ενώ μια τέτοια υποχρέωση δεν επιβάλλεται στο πλαίσιο απορρίψεως καταγγελίας.

45      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, οσάκις η Επιτροπή θεωρεί ότι, βάσει των στοιχείων που διαθέτει, δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να δοθεί συνέχεια σε καταγγελία, ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με το σκεπτικό της και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο καταγγέλλων μπορεί να γνωστοποιήσει εγγράφως τις απόψεις του.

46      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των καταγγελιών και, συνεπώς, μπορεί να προσδίδει διαφορετικό βαθμό προτεραιότητας στις καταγγελίες που της υποβάλλονται, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να απορρίψει μια καταγγελία λόγω του ότι δεν υπάρχει επαρκές ενωσιακό συμφέρον για να προχωρήσει στην εξέταση της υποθέσεως (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Agria Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑480/15, EU:T:2017:339, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Δεδομένου ότι η αξιολόγηση του συμφέροντος που παρουσιάζει για την Ένωση μια καταγγελία στον τομέα του ανταγωνισμού εξαρτάται από τις πραγματικές και νομικές συνθήκες κάθε περιπτώσεως, δεν επιτρέπεται ούτε ο περιορισμός του αριθμού των κριτηρίων εκτιμήσεως των οποίων μπορεί να κάνει χρήση η Επιτροπή ούτε, αντίστροφα, η επιβολή σε αυτήν της υποχρεώσεως να περιορίζεται στην αποκλειστική χρήση ορισμένων κριτηρίων. Εν πάση περιπτώσει, όταν το θεσμικό αυτό όργανο αποφασίζει να μην κινήσει διαδικασία έρευνας, δεν είναι υποχρεωμένο να αποδείξει την απουσία παραβάσεως προς στήριξη της αποφάσεως αυτής (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Agria Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑480/15, EU:T:2017:339, σκέψεις 35 και 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Η διακριτική εξουσία της Επιτροπής δεν είναι, πάντως, απεριόριστη. Όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών συγκαταλέγονται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να συνεκτιμά, εξετάζοντας με προσοχή, όλα τα σχετικά νομικά και πραγματικά στοιχεία, ιδίως δε αυτά που του γνωστοποιεί ο καταγγέλλων (βλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2013, Vivendi κατά Επιτροπής, T‑432/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:538, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Μαΐου 2017, Agria Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑480/15, EU:T:2017:339, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και η υποχρέωση να παρέχει στον καταγγέλλοντα τη δυνατότητα λυσιτελούς ακροάσεως, προκειμένου το όργανο αυτό να αποφασίσει για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην καταγγελία που του έχει υποβληθεί.

49      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές στο πλαίσιο του σημείου 2.4.1, με τίτλο «Η αιτίαση σχετικά με τον αγωγό Yamal» («The Objection concerning the Yamal Pipeline»), και, ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 110 της αποφάσεως αυτής. Από την εν λόγω απόφαση και την έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης, που επιρρωννύονται από τις απαντήσεις τις Επιτροπής στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν για λόγο σχετικό με την περιορισμένη πιθανότητα αποδείξεως παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και στηριζόμενο σε δύο δικαιολογητικές βάσεις, η μία σχετικά με το ενδεχόμενο εφαρμογής της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης (state action doctrine ή, κατά τη διατύπωση της αποφάσεως αυτής, state compulsion defence) και η άλλη σχετικά με την εκδοθείσα από την πολωνική αρχή απόφαση πιστοποιήσεως.

50      Προηγουμένως, με την έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης, η οποία είχε προηγηθεί της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή είχε κρίνει ομοίως ότι δεν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για να διερευνήσει περαιτέρω τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές, εξαιτίας της περιορισμένης πιθανότητας να αποδειχθεί παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (βλ. σημεία 107 και 108 της εν λόγω έγγραφης δηλώσεως). Το προσωρινό αυτό συμπέρασμα στηριζόταν και αυτό σε δύο δικαιολογητικές βάσεις, ήτοι, αφενός, στην απόφαση πιστοποιήσεως και, αφετέρου, στο διακυβερνητικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της Ομοσπονδίας της Ρωσίας σε θέματα φυσικού αερίου (οι δε δικαιολογητικές αυτές βάσεις εξετάστηκαν, αντιστοίχως, στα σημεία 92 έως 95 και στα σημεία 96 έως 106 της έγγραφης δήλωσης πρόθεσης απόρριψης).

51      Η προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 αφορά τη δεύτερη αυτή δικαιολογητική βάση, σχετικά με το διακυβερνητικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της Ομοσπονδίας της Ρωσίας στον τομέα του φυσικού αερίου.

52      Συναφώς, στην έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης, υπό το πρίσμα του διακυβερνητικού πλαισίου που χαρακτηρίζει τις σχέσεις στον τομέα του φυσικού αερίου στην Πολωνία και στη Ρωσία, η Επιτροπή επικαλέστηκε, πρώτον, ορισμένες διατάξεις των συμφωνιών Πολωνίας-Ρωσίας και το γεγονός ότι οι συμφωνίες αυτές θέσπιζαν μια εκτενή δέσμη κανόνων σχετικά με την κατασκευή και τη διαχείριση του αγωγού Yamal και προέβλεπαν τη σύναψη συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου μεταξύ της προσφεύγουσας και της Gazprom. Δεύτερον, επισήμανε ότι ο καίριος ρόλος της Πολωνικής και της Ρωσικής Κυβέρνησης προέκυπτε επίσης από την καταγγελία της προσφεύγουσας. Τρίτον, η Επιτροπή αναφέρθηκε στον ρόλο που ενδεχομένως διαδραματίζει η Ομοσπονδία της Ρωσίας και σε ειδικές διατάξεις των συμφωνιών Πολωνίας-Ρωσίας προκειμένου να εξηγήσει ότι τα προβαλλόμενα και προσαπτόμενα στην Gazprom πραγματικά περιστατικά δεν ήταν κατ’ ανάγκην καταλογιστέα στην επιχείρηση αυτή.

53      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η έννοια της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης ουδόλως περιλαμβάνεται στους κρίσιμους λόγους που μνημονεύονται στην έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης.

54      Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά μπορεί να αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις μπορούν να απαλλαγούν από την ευθύνη τους για τη συμπεριφορά τους εφόσον αυτή τους έχει επιβληθεί από εθνική νομοθεσία, από νομικό πλαίσιο που δημιουργείται βάσει εθνικής νομοθεσίας ή ακόμη από αφόρητες πιέσεις εκ μέρους των εθνικών αρχών. Αντιθέτως, τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ μπορούν να εφαρμοσθούν αν αποδειχθεί ότι υπάρχουν περιθώρια ανταγωνισμού ο οποίος ενδέχεται να εμποδίζεται, να περιορίζεται ή να στρεβλώνεται από αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων (βλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing, C‑359/95 P και C‑379/95 P, EU:C:1997:531, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑387/94, EU:T:1996:120, σκέψεις 60 και 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Γραμμές Στρίντζη Ναυτιλιακή ΑΕ κατά Επιτροπής, T‑65/99, EU:T:2003:336, σκέψη 119 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, η εξαίρεση αυτή πρέπει να εφαρμόζεται περιοριστικά (βλ. αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2000, Consiglio Nazionale degli Spedizionieri Doganali κατά Επιτροπής, T‑513/93, EU:T:2000:91, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Γραμμές Στρίντζη Ναυτιλιακή ΑΕ κατά Επιτροπής, T‑65/99, EU:T:2003:336, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ιδίως ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να απορρίπτει τις καταγγελίες με την αιτιολογία ότι οι καταγγελλόμενες επιχειρήσεις στερούνται αυτονομίας, παρά μόνον αν προέκυπτε, βάσει αντικειμενικών, κρίσιμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι τη συμπεριφορά αυτή τους την επέβαλαν μονομερώς οι εθνικές αρχές, ασκώντας τους αφόρητες πιέσεις, όπως με την απειλή λήψης κρατικών μέτρων δυνάμενων να τους προκαλέσουν σοβαρή οικονομική ζημία (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑387/94, EU:T:1996:120, σκέψεις 60 και 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσεως της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης, η οποία έγκειται στο ότι μπορεί να απαλλάξει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση από την ευθύνη, και δεδομένου ότι η νομολογία δεν έχει αναγνωρίσει την εφαρμογή της σε περίπτωση που η κρατική πίεση ασκείται από τρίτο κράτος, η Επιτροπή όφειλε, προκειμένου να δώσει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να ακουστεί λυσιτελώς επί των λόγων που αιτιολογούν την απόρριψη της καταγγελίας, να ενημερώσει ρητώς την προσφεύγουσα, με την έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης, ότι η προσωρινή της εκτίμηση σχετικά με την περιορισμένη πιθανότητα να αποδειχθεί παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στηριζόταν στο ενδεχόμενο εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως. Η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αναμένει ευλόγως από την προσφεύγουσα να συναγάγει τη σιωπηρή αυτή δικαιολογητική βάση από τα στοιχεία που μνημονεύονταν στην εν λόγω δήλωση.

57      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο επισήμανε, στο σημείο 102 της έγγραφης δήλωσης πρόθεσης απόρριψης, ότι η μη επικύρωση των συμφωνιών Πολωνίας-Ρωσίας από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεν επηρέαζε κατ’ ανάγκην τις υποχρεώσεις που επιβάλλονταν στην Gazprom δυνάμει του ρωσικού δικαίου και την αναγνώριση των συμφωνιών δυνάμει του δικαίου αυτού.

58      Συγκεκριμένα, η εν λόγω νύξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αρκούντως ακριβής και η Επιτροπή δεν μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή της ενημερώσεως, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, με τη διαβίβαση μιας ενδείξεως όσον αφορά την επίκληση, κατ’ ουσίαν, της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης. Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον από τη διατύπωση του σημείου 102 της έγγραφης δήλωσης πρόθεσης απόρριψης, σε συνδυασμό με το σημείο 99 της εν λόγω δήλωσης, προκύπτει ότι η Επιτροπή σκόπευε κυρίως να απαντήσει σε αντίρρηση που προέβαλε η προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως με τους φορείς της αγοράς σχετικά με την υπόθεση AT.39816.

59      Εξάλλου, το περιεχόμενο των παρατηρήσεών της προς απάντηση στην έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης επιβεβαιώνει ότι η προσφεύγουσα δεν κατάλαβε ότι η Επιτροπή έκανε αναφορά, επικαλούμενη τις συμφωνίες Πολωνίας-Ρωσίας και τη ρωσική έννομη τάξη, στο ενδεχόμενο εφαρμογής της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης. Με τις παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα τόνισε το γεγονός ότι, κατά την άποψή της, η συμπεριφορά της Gazprom δεν ρυθμιζόταν από τις συμφωνίες αυτές κατά τρόπο που να εξηγεί τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που προσάπτονται στην επιχείρηση αυτή, χωρίς ουδέποτε να αναφέρει την εν λόγω εξαίρεση.

60      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004.

61      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω παράβαση συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της παραβάσεως αυτής, η διαδικασία στην υπόθεση AT.40497 θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και ότι, κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (βλ. αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑443/11, EU:T:2014:774, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, 209/78 έως 215/78 και 218/78, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1980:248, σκέψη 47).

62      Προκειμένου να εκτιμηθεί αν ελλείψει της εν λόγω παραβάσεως η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και αν η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη του πρώτου, του δεύτερου και του τέταρτου λόγου που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα προέβαλε, ιδίως, επιχειρήματα που απορρίπτουν, κατ’ αρχήν, την εφαρμογή της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης εν προκειμένω, αμφισβητώντας ότι η Επιτροπή εξέτασε επιμελώς την καταγγελία και βάλλοντας κατά των εκτιμήσεων και της αιτιολογίας που προβλήθηκαν συγκεκριμένα για να δικαιολογήσουν ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η εξαίρεση αυτή να είχε εφαρμογή στη συμπεριφορά της Gazprom.

63      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την αρχή της εφαρμογής της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης, η προσφεύγουσα προβάλλει, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, ότι η εξαίρεση αυτή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε περίπτωση όπως η προκείμενη, ήτοι σε περίπτωση κατά την οποία, αφενός, η κρατική πίεση ασκείται από τρίτο κράτος, εν προκειμένω την Ομοσπονδία της Ρωσίας, και όχι από κράτος μέλος και, αφετέρου, η οικεία επιχείρηση, εν προκειμένω η Gazprom, ελέγχεται από το τρίτο κράτος και θα μπορούσε να είχε ζητήσει η ίδια την άσκηση της πιέσεως.

64      Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η κρατική πίεση την οποία αφορά η εξαίρεση λόγω κρατικής δράσης να μπορεί να ασκηθεί από τρίτο κράτος (πρβλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑191/98 και T‑212/98 à T‑214/98, EU:T:2003:245, σκέψεις 1128 έως 1150). Γεγονός πάντως είναι ότι, λαμβανομένης υπόψη της περιοριστικής εφαρμογής της εξαιρέσεως αυτής, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εξετάσεως των πραγματικών και νομικών περιστάσεων που συνδέονται με μια καταγγελία και, ειδικότερα, του βαθμού αυτονομίας μιας επιχειρήσεως, να συνεκτιμά τυχόν σχέσεις αμοιβαίας επιρροής μεταξύ της επιχειρήσεως αυτής και των κρατικών δομών από τις οποίες προέρχεται η επίμαχη πίεση.

65      Συναφώς, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ακριβώς ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας να επικαλεστεί κρίσιμες περιστάσεις όσον αφορά την εκτίμηση της υπάρξεως και των επιπτώσεων τέτοιων σχέσεων αμοιβαίας επιρροής εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των παρεμβάσεων της Ομοσπονδίας της Ρωσίας που μνημονεύονται στην καταγγελία ή του φερόμενου ελέγχου της χώρας αυτής επί της Gazprom [εμπιστευτικό].

66      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου και του τέταρτου λόγου προσάπτουν στην Επιτροπή ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και παράβαση του καθήκοντός της να εξετάζει με προσοχή τα εκτιθέμενα στην καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε καμία συγκεκριμένη διάταξη ρωσικού δικαίου και περιορίστηκε σε γενικές παραπομπές σε ορισμένες διατάξεις των συμφωνιών Πολωνίας-Ρωσίας, πράγμα που δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την απόρριψη της καταγγελίας. Οι παραπομπές αυτές επιδέχονται αμφισβήτηση κατά μείζονα λόγο καθόσον ορισμένες απαιτήσεις της Gazprom είχαν επιβληθεί πριν από τη σύναψη του πρόσθετου πρωτοκόλλου της 29ης Οκτωβρίου 2010 και το πρωτόκολλο αυτό είχε συναφθεί ακριβώς συνεπεία πιέσεων εκ μέρους της εν λόγω επιχειρήσεως.

67      Επί του ζητήματος της αιτιολογίας, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι η διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 110 της προσβαλλόμενης απόφασης γεννά αμφιβολίες ως προς το ακριβές περιεχόμενο του συνολικού συμπεράσματος που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη αυτή και, ως εκ τούτου, ως προς τη μία εκ των δικαιολογητικών βάσεων που προβλήθηκαν για την απόρριψη των ισχυρισμών περί επιβολής όρων για τις υποδομές. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή φαίνεται να αναφέρεται, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, αφενός, στην πιθανή εφαρμογή της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης, όπως προκύπτει από τις δύο πρώτες περιόδους της αιτιολογικής αυτής σκέψεως, αλλά επίσης, αφετέρου και ευκρινώς, στο γεγονός ότι οι συμφωνίες Πολωνίας-Ρωσίας μπορεί να καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της συμβάσεως διαχειρίσεως μεταξύ EuRoPol και Gaz-System, όπως προκύπτει από την τρίτη περίοδο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως και από τη χρήση του όρου «furthermore» (επιπλέον).

68      Εξάλλου, πέραν της έγγραφης δήλωσης πρόθεσης απόρριψης και της προσβαλλόμενης απόφασης, επισημαίνεται ότι, με τις γραπτές απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή ανέφερε ότι ακόμη και αν αποδεικνυόταν επαρκώς κατά νόμο, υπό το πρίσμα του περιεχομένου των συμφωνιών Πολωνίας-Ρωσίας και του προβαλλόμενου διακυβερνητικού πλαισίου, ότι οι προϋποθέσεις σχετικά με την εξαίρεση λόγω κρατικής δράσης δεν πληρούνταν stricto sensu, οι συμφωνίες αυτές συνιστούν ωστόσο ένα πολιτικό μήνυμα τρίτης χώρας που μπορεί να ληφθεί υπόψη, βάσει της αρχής του αμοιβαίου σεβασμού (comity), για την εκτίμηση του συμφέροντος της Ένωσης προς συνέχιση της εξετάσεως των ισχυρισμών που περιλαμβάνονταν στην καταγγελία.

69      Συνεπώς, προκύπτει μια, τουλάχιστον εμφανής, σύγχυση όσον αφορά τις δικαιολογητικές βάσεις που στηρίζουν την αιτιολογία κατά την οποία υπήρχε περιορισμένη πιθανότητα να αποδειχθεί παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ ή και όσον αφορά άλλους πιθανούς λόγους βάσει των οποίων η Επιτροπή μπορούσε να καταλήξει στην έλλειψη ύπαρξης επαρκούς συμφέροντος της Ένωσης για τη συνέχιση της εξετάσεως της υποθέσεως AT.40497.

70      Πάντως, μολονότι η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να στηριχθεί, βάσει των κριτηρίων εκτιμήσεως του συμφέροντος της Ένωσης, στην περιορισμένη πιθανότητα αποδείξεως παραβάσεως ή ακόμη σε λόγους σχετικά με την επιρροή διακυβερνητικών συμφωνιών σε συγκεκριμένο τομέα, ή και σχετικά με τη συνεκτίμηση στοιχείων που συνδέονται με τη διεθνή πολιτική της Ένωσης για τον ανταγωνισμό, όφειλε ωστόσο να διασφαλίσει ότι η προσφεύγουσα θα διατυπώσει λυσιτελώς την άποψη της συναφώς και να αιτιολογήσει με σαφήνεια την προσβαλλόμενη απόφαση, υποχρεώσεις ακόμη μεγαλύτερης σημασίας όταν διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2013, Vivendi κατά Επιτροπής, T‑432/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:538, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, ελλείψει της παραβάσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 η οποία διαπιστώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, η διαδικασία της υποθέσεως AT.40497 θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο όσον αφορά τη δικαιολογητική βάση που συνδέεται με την εξαίρεση λόγω κρατικής δράσης.

72      Εντούτοις, δεδομένου ότι η απόρριψη των ισχυρισμών περί επιβολής όρων για τις υποδομές στηρίζεται επίσης, όπως εκτίθεται στη σκέψη 49 ανωτέρω, σε δικαιολογητική βάση που συνδέεται με την απόφαση πιστοποιήσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί μόνον αν η προσφεύγουσα αμφισβητεί και τη δεύτερη αυτή δικαιολογητική βάση. Το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου αφορά ακριβώς τη δεύτερη αυτή δικαιολογητική βάση.

73      Συνεπώς, αν το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου, που αφορά τη δεύτερη δικαιολογητική βάση, αποδειχθεί βάσιμο, πρέπει να γίνει δεκτός ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως, καθόσον αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη.

 Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές

74      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η απόφαση πιστοποιήσεως αποδείκνυε ότι η Gaz-System είχε τον έλεγχο των σχετικών με το πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal επενδύσεων, οπότε δεν ήταν αναγκαία η ανάλυση άλλων στοιχείων σχετικά με τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές (προεκτεθέντων στη σκέψη 19 ανωτέρω και εξετασθέντων στο πλαίσιο του σημείου 2.4.1 της προσβαλλόμενης απόφασης). Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται την απόφαση αυτή ως ουσιώδη δικαιολογητική βάση για την απόρριψη της καταγγελίας, υποβαθμίζοντας συγχρόνως το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση δεν εκτελέσθηκε ορθά.

75      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα τονίζει ότι το διατακτικό της αποφάσεως πιστοποιήσεως περιείχε δύο σημεία. Ενώ το σημείο 1 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής πιστοποιούσε την Gaz-System ως ανεξάρτητο διαχειριστή του πολωνικού τμήματος του αγωγού Yamal, το σημείο 2 προέβλεπε ότι, εντός προθεσμίας 24 μηνών, η Gaz-System θα αναλάμβανε την καθημερινή εκμετάλλευση των σταθμών συμπίεσης και μέτρησης φυσικού αερίου του τμήματος αυτού. Το σημείο 2 όμως δεν υλοποιήθηκε λόγω της κωλυσιεργίας της EuRoPol, ως ιδιοκτήτριας των υποδομών του εν λόγω τμήματος, και εμμέσως λόγω της κωλυσιεργίας της Gazprom, ως μετόχου της EuRoPol (όπως εκτίθεται στη σκέψη 19 ανωτέρω), ιδίως αξιοποιώντας την τροποποίηση του καταστατικού της κοινής επιχειρήσεως αυτής και το δικαίωμα αρνησικυρίας που είχε επιτύχει η Gazprom εκμεταλλευόμενη καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της.

76      Συναφώς, κατά την προσφεύγουσα, τρία στοιχεία καταδεικνύουν τη σημασία του σημείου 2 του διατακτικού της αποφάσεως πιστοποιήσεως. Πρώτον, ο πρόεδρος της πολωνικής αρχής επισήμανε, στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως με τους φορείς της αγοράς που διοργανώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεση ΑΤ.39816, τη μη υλοποίηση της απαιτούμενης από το σημείο αυτό μεταβιβάσεως. Δεύτερον, με την επιστολή της 30ής Αυγούστου 2016, ο Ρώσος Υπουργός Ενέργειας απείλησε ότι θα μειώσει ή θα αναστείλει την προμήθεια φυσικού αερίου από την Gazprom σε περίπτωση πλήρους εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως. Τρίτον, η ίδια η Επιτροπή είχε επισημάνει, σε δύο γνώμες που είχε εκδώσει το 2014 και το 2015 επί δύο σχεδίων αποφάσεων που προηγήθηκαν της αποφάσεως πιστοποιήσεως, αντίστοιχα, την κρίσιμη σημασία της μεταβιβάσεως στην Gaz-System της καθημερινής εκμεταλλεύσεως των σταθμών συμπίεσης και μέτρησης. Προέβαλε ειδικότερα τον κίνδυνο, σε περίπτωση που δεν υλοποιούταν η μεταβίβαση αυτή, η EuRoPol να διαθέτει αδικαιολόγητη πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες και να μετέρχεται πρακτικές που συνεπάγονται διακρίσεις εις βάρος των ανταγωνιστών των μετόχων της, ήτοι της προσφεύγουσας και της Gazprom. Ως εκ τούτου, η απόφαση πιστοποιήσεως δεν μπορεί να εξετασθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν με τις γνώμες αυτές.

77      Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί από την απόφαση πιστοποιήσεως απόλυτη επιβεβαίωση ή αδιαμφισβήτητη απόδειξη του ότι δεν υφίσταται εκ μέρους της Gazprom πρακτική που περιορίζει τον ανταγωνισμό σε σχέση με τον αγωγό Yamal, κατά μείζονα λόγο καθόσον η μη εκτέλεση του σημείου 2 της αποφάσεως οφειλόταν στην Gazprom, η οποία, συνεπώς, εξακολουθούσε να ασκεί παράνομη επιρροή στον αγωγό αυτόν.

78      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Gazprom, επιμένει στο γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά αποκλειστικά την πιθανότητα αποδείξεως παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Ωστόσο, η απόφαση πιστοποιήσεως αποτελούσε ένδειξη ότι η πιθανότητα αυτή ήταν μικρή. Συγκεκριμένα, μολονότι η αρχική άποψη της Επιτροπής ήταν ότι η Gazprom ασκούσε έλεγχο επί των σχετικών με το πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal επενδύσεων, η απόφαση αυτή περιλάμβανε διαπιστώσεις κατά τις οποίες η κατάσταση είχε μεταβληθεί επ’ αυτού.

79      Όσον αφορά τη σύσταση για τη μεταβίβαση της εκμεταλλεύσεως που περιλαμβάνεται στο σημείο 2 της αποφάσεως πιστοποιήσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η απόφαση αυτή πιστοποιούσε άνευ όρων και επομένως οριστικώς, την Gaz-System ως διαχειριστή του ανεξάρτητου δικτύου. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, μια τέτοια απόφαση έχει πραγματικό νομικό περιεχόμενο όσον αφορά την ανεξαρτησία του οικείου διαχειριστή και δεν είναι απλώς δηλωτικού χαρακτήρα. Εξάλλου, η μη υλοποίηση της συστάσεως αυτής δεν επηρέασε τις διαπιστώσεις και τις εκτιμήσεις της πολωνικής αρχής σχετικά με τις επενδύσεις στο πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal.

80      Όσον αφορά τις δύο γνώμες που είχε εκδώσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως της Gaz-System, αφενός, δεν ήταν δεσμευτικές. Αφετέρου, οι γνώμες αυτές είχαν ως σκοπό να διασφαλίσουν πλήρη εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης σε θέματα ενέργειας, αλλά δεν ασκούσαν επιρροή, στο πλαίσιο της εξετάσεως της καταγγελίας, στις αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς την πιθανότητα να διαπιστώσει, όσον αφορά τους επίμαχους ισχυρισμούς, παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού αυτών καθεαυτούς.

81      H Gazprom, με τη σειρά της, υποστηρίζει ότι η απόφαση πιστοποιήσεως συνιστούσε ισχυρή ένδειξη της μικρής πιθανότητας ασκήσεως επιρροής εκ μέρους της όσον αφορά τις σχετικές με το πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal επενδύσεις και επομένως της μικρής πιθανότητας να μπορεί να αποδειχθεί παράβαση.

82      Όσον αφορά τη μη υλοποίηση της συστάσεως που περιλαμβανόταν στην απόφαση αυτή, η καταγγελία δεν περιείχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του ότι η μη υλοποίηση αυτή οφειλόταν σε παρακώλυση εκ μέρους της Gazprom, σύσταση για την οποία δεν ήταν υπεύθυνη. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Gazprom τονίζει, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, η απόφαση πιστοποιήσεως ήταν οριστική και παραχωρούσε στην Gaz-System προνόμια των οποίων την άσκηση δεν μπορούσε να παρεμποδίσει η Gazprom, δεύτερον, ότι η Gaz-System ήταν η μόνη αποδέκτρια της αποφάσεως πιστοποιήσεως και συνεπώς μόνη αυτή ήταν υποχρεωμένη να την εκτελέσει, ενώ, αντιθέτως, δεν υπήρχε λόγος να απαιτηθεί από τη EuRoPol (ή από την ίδια) να εκτελέσει την απόφαση αυτή και, τρίτον, ότι, σε περίπτωση μη εκτελέσεως, η πολωνική αρχή μπορούσε, και μάλιστα όφειλε, να επιδιώξει την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως, ιδίως επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις ή ακόμη και ανακαλώντας την.

83      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 49 ανωτέρω, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές για λόγο που αφορά την περιορισμένη πιθανότητα να αποδειχθεί παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και στηριζόμενο σε δύο δικαιολογητικές βάσεις, η μία σχετικά με το ενδεχόμενο εφαρμογής της εξαιρέσεως λόγω κρατικής δράσης και η άλλη σχετικά με την απόφαση πιστοποιήσεως, η δε δεύτερη αυτή δικαιολογητική βάση εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 102 και 109 της προσβαλλόμενης απόφασης.

84      Συναφώς, πρώτον, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, με την απόφαση πιστοποιήσεως, ο πρόεδρος της πολωνικής αρχής χορήγησε στην Gaz-System ένα πιστοποιητικό ανεξαρτησίας και, ιδίως, προέβη σε διάφορες διαπιστώσεις σχετικά με τον έλεγχο που ασκούσε η Gaz-System στις σχετικές με το πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal επενδύσεις καθώς και στην υλοποίηση ορισμένων επενδύσεων στο τμήμα αυτό.

85      Εντούτοις, είναι αληθές ότι η απόφαση πιστοποιήσεως περιλάμβανε επίσης, στο διατακτικό της, ένα σημείο σχετικά με τη μεταβίβαση στην Gaz-System της καθημερινής εκμεταλλεύσεως των σταθμών συμπίεσης και μέτρησης κατά μήκος του πολωνικού τμήματος του αγωγού Yamal. Παρά τα όσα αφήνει να εννοηθούν η Επιτροπή, το ζήτημα της μεταβιβάσεως αυτής, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εμπίπτει στη νομοθεσία της Ένωσης σε θέματα φυσικού αερίου, άπτεται πτυχών του ανταγωνισμού που ενδέχεται να εμπίπτουν στους κανόνες περί ανταγωνισμού της Ένωσης.

86      Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, οι οποίες βεβαίως διακρίνονται από τη ΓΔ Ανταγωνισμού, είχαν επισημάνει σε αμφότερες τις γνώμες που εκδόθηκαν, στις 9 Σεπτεμβρίου 2014 και στις 19 Μαρτίου 2015, στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως της Gaz-System, την ανάγκη να διασφαλιστεί η μεταβίβαση της εκμεταλλεύσεως των σταθμών συμπίεσης και μέτρησης. Ειδικότερα, στη γνώμη της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, είχαν αναφέρει ότι η εκμετάλλευση των σταθμών αυτών συνιστούσε ένα από τα βασικά καθήκοντα ενός διαχειριστή δικτύου μεταφοράς και είχαν επισημάνει το ζήτημα, στο πεδίο του ανταγωνισμού, που ανέκυπτε από την εκμετάλλευση των εν λόγω σταθμών από τη EuRoPol, ήτοι την ιδιοκτήτρια του πολωνικού τμήματος του αγωγού Yamal, δεδομένου ότι, λόγω του ελέγχου που της ασκούσαν η Gazprom και η προσφεύγουσα, αποτελούσε μέρος μιας καθέτως ολοκληρωμένης επιχειρήσεως. Ειδικότερα, η εκμετάλλευση αυτή των εν λόγω σταθμών από τη EuRoPol αύξανε τον κίνδυνο εισάγουσας διακρίσεις συμπεριφοράς και παρείχε στην επιχείρηση αυτή τη δυνατότητα να διαθέτει εμπιστευτικές πληροφορίες ικανές να προσδώσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους μετόχους της, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Gazprom.

87      Γενικότερα, επισημαίνεται ότι η νομοθεσία της Ένωσης σε θέματα φυσικού αερίου αφορά ασφαλώς διακυβεύματα ανταγωνισμού και ότι, ειδικότερα, η οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94), όπως προκύπτει από το κείμενο των αιτιολογικών σκέψεών της 4 έως 17, αποσκοπεί ιδίως στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού για τους προμηθευτές φυσικού αερίου εξασφαλίζοντας πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στα δίκτυα μεταφοράς, διά της εισαγωγής διαχωρισμού μεταξύ του διαχειριστή δικτύου και της καθέτως ολοκληρωμένης επιχειρήσεως ιδιοκτήτριας του δικτύου αυτού.

88      Οι εκτιμήσεις αυτές σχετικά με τις γνώμες που εξέδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως της Gaz-System δεν ανατρέπονται από το επιχείρημα κατά το οποίο οι εν λόγω γνώμες δεν ήταν δεσμευτικές, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως της νομικής ισχύος τους, η ΓΔ Ανταγωνισμού όφειλε να λάβει υπόψη το περιεχόμενο των γνωμών, ειδικά ως προς τα πιθανά προβλήματα ανταγωνισμού που εντοπίζονταν με αυτές στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της σχετικά με την απόφαση πιστοποιήσεως.

89      Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι η μεταβίβαση αυτή της εκμεταλλεύσεως των σταθμών συμπίεσης και μέτρησης δεν είχε λάβει χώρα κατά τη λήξη της προθεσμίας των 24 μηνών που προβλεπόταν στο σημείο 2 της αποφάσεως πιστοποιήσεως, ήτοι στις 19 Μαΐου 2017, ούτε κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι στις 17 Απριλίου 2019. Στο σημείο αυτό, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα κατά το οποίο η ευθύνη για τη μη εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής βάρυνε την Gaz-System, ως αποδέκτρια της αποφάσεως πιστοποιήσεως, ή ακόμη και την προσφεύγουσα, ως μέτοχο πλειοψηφίας της EuRoPol από κοινού με την Gazprom.

90      Συγκεκριμένα, από την επιστολή της 30ής Αυγούστου 2016, που είχε αποσταλεί από τον Ρώσο Υπουργό Ενέργειας, προκύπτει ότι η παρακώλυση που συνδέεται με τη μεταβίβαση της εκμεταλλεύσεως οφειλόταν πιθανότατα στην Gazprom, και όχι στην προσφεύγουσα ή στην Gaz-System, τούτο δε ανεξαρτήτως ενδεχόμενων αμφιβολιών επί του ζητήματος αν η επιστολή αυτή αποτελούσε ένδειξη πιέσεως εκ μέρους της Ομοσπονδίας της Ρωσίας στην Gazprom ή αν μπορούσε να συνιστά παρέμβαση που ζητήθηκε από την τελευταία αυτή επιχείρηση προκειμένου να υπερασπισθεί τα συμφέροντά της. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα που εγείρεται ως προς τον υπεύθυνο για την παρακώλυση ενισχύει τη σημασία της μη μεταβιβάσεως της εκμεταλλεύσεως των σταθμών συμπίεσης και μέτρησης.

91      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορούσε να προσδώσει καθοριστική σημασία στην απόφαση πιστοποιήσεως χωρίς να λάβει υπόψη το σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής και, γενικότερα, τις περιστάσεις της μη μεταβιβάσεως της εκμεταλλεύσεως των σταθμών συμπίεσης και μέτρησης.

92      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι βάσει των διαπιστώσεων και των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση πιστοποιήσεως σχετικά με τις επενδύσεις στο πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal μπορούσε να συναγάγει ότι οι προκαταρκτικές ανησυχίες της περί ανταγωνισμού που εντοπίζονταν στην ΑΑ, εκδοθείσα στο πλαίσιο της υποθέσεως AT.39816, και αφορούσαν τις αιτιάσεις ως προς τον αγωγό Yamal δεν είχαν επιβεβαιωθεί και ότι, συνεπώς, καμία ανάληψη δεσμεύσεως δεν ήταν αναγκαία συναφώς.

93      Εντούτοις, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα, το περιεχόμενο της καταγγελίας της έβαινε πέραν του πεδίου των αιτιάσεων που κάλυπτε η ΑΑ και, ειδικότερα, οι ισχυρισμοί περί επιβολής όρων για τις υποδομές αφορούσαν πρακτικές που δεν εξαντλούνταν μόνο στο ζήτημα του ελέγχου των επενδύσεων στο πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal. Συγκεκριμένα, όπως εκτίθεται στη σκέψη 19 ανωτέρω, οι ισχυρισμοί αυτοί, οι οποίοι προβάλλονταν παράλληλα στην καταγγελία, αφορούσαν, γενικότερα, τις πρακτικές με τις οποίες η Gazprom είχε επιβάλει διάφορους όρους, ήτοι ότι είχε απαιτήσει τροποποιήσεις του καταστατικού της EuRoPol που της παρείχαν τη δυνατότητα να παρακωλύει κάθε δραστηριότητα αυτής που θεωρούσε αντίθετη προς τα συμφέροντά της, ότι είχε επιβάλει ορισμένες ρήτρες στη σύμβαση διαχειρίσεως που έπρεπε να συναφθεί μεταξύ της EuRoPol και της Gaz-System και ότι είχε ζητήσει να αποδεχτεί η προσφεύγουσα, και ως μέτοχος της EuRoPol, να παραιτηθεί από ορισμένες απαιτήσεις κατά της RUE και της Gazprom.

94      Συνεπώς, επικαλούμενη τις διαπιστώσεις και τις εκτιμήσεις που περιέχονταν στην απόφαση πιστοποιήσεως σχετικά με τις επενδύσεις στο πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal, η Επιτροπή υποβάθμισε τους ισχυρισμούς που διατυπώνονταν στην καταγγελία ταυτίζοντάς τους με το περιεχόμενο των αιτιάσεων ως προς τον αγωγό Yamal που περιλαμβάνονταν στην ΑΑ.

95      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την ίδια την καταγγελία, η Gazprom είχε αντιμετωπίσει ως σύνολο τους όρους σύμφωνα με τους οποίους είχε συναφθεί η σύμβαση συμπληρωματικής προμήθειας φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα οι διαπιστώσεις και οι εκτιμήσεις σχετικά με τις επενδύσεις στο πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal να επηρεάζουν τη συνολική εκτίμηση των όρων αυτών. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την προηγούμενη σκέψη, οι επίμαχες πρακτικές ήταν πολλών ειδών, ειδικά στο μέτρο που αφορούσαν επίσης τις παραιτήσεις από απαιτήσεις κατά της RUE και της Gazprom, και δεν εξαντλούνταν στο ζήτημα των επενδύσεων.

96      Κατά τα λοιπά, καθόσον η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα της παραδοχής της προσφεύγουσας κατά την οποία θα ήταν πλέον ενδεδειγμένο να επιλυθούν, στο πλαίσιο διαδικασίας ανταγωνισμού, οι δυσχέρειες που συνδέονται με την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης σε θέματα φυσικού αερίου, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή είχε πράγματι τη δυνατότητα να επικαλεστεί, βάσει των κριτηρίων εκτιμήσεως του συμφέροντος της Ένωσης, έναν λόγο για την απόρριψη της καταγγελίας συνδεόμενο με το γεγονός ότι υπήρχαν άλλοι τρόποι που καθιστούσαν δυνατή την αντιμετώπιση των επίμαχων πρακτικών, ή τουλάχιστον ορισμένων εξ αυτών, όπως ο εκ μέρους των πολωνικών αρχών έλεγχος τηρήσεως της νομοθεσίας αυτής. Εντούτοις, η Επιτροπή όφειλε να διασφαλίσει ότι η προσφεύγουσα θα διατυπώσει λυσιτελώς την άποψη της συναφώς και να αιτιολογήσει με σαφήνεια την προσβαλλόμενη απόφαση, υποχρεώσεις ακόμη μεγαλύτερης σημασίας όταν διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2013, Vivendi κατά Επιτροπής, T‑432/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:538, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97      Κατά συνέπεια, όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί επιβολής όρων για τις υποδομές, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι οι διαπιστώσεις και οι εκτιμήσεις σχετικά με τις επενδύσεις στο πολωνικό τμήμα του αγωγού Yamal που περιέχονταν στην απόφαση πιστοποιήσεως δικαιολογούσαν το συμπέρασμα ότι υπήρχε περιορισμένη μόνο πιθανότητα να αποδειχθεί παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

98      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, που μνημονεύεται στη σκέψη 60 ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα, σε συνέχεια των συμπερασμάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 71 έως 73 ανωτέρω, ότι, λαμβανομένης υπόψη και της δεύτερης δικαιολογητικής βάσεως, σχετικά με την απόφαση πιστοποιήσεως, η διαδικασία στην υπόθεση AT.40497 θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο και, ως εκ τούτου, η εν λόγω παράβαση να οδηγήσει στην ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

99      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με τους περιορισμούς στις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015

100    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς περί περιορισμών στις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015, που εκτέθηκαν στη σκέψη 19 ανωτέρω και εξετάστηκαν στο πλαίσιο του σημείου 2.4.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, σφάλματα ελλείψει των οποίων θα μπορούσε να κρίνει ότι το συμφέρον της Ένωσης συνίστατο στην εξάλειψη του κινδύνου να μπορεί η Gazprom εκ νέου να κάνει χρήση περιορισμών στις προμήθειες για να παρεμποδίσει τις επανεξαγωγές φυσικού αερίου.

101    Πρώτον, η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι ο κίνδυνος επιπτώσεων από μη ομαλή ροή του εφοδιασμού φυσικού αερίου ήταν πλέον μειωμένος λόγω της βελτιώσεως της διασυνδέσεως της πολωνικής με τη γερμανική αγορά. Συγκεκριμένα, η εισαγωγή φυσικής αντίστροφης ροής στον αγωγό Yamal είχε προηγηθεί του καταγγελθέντος συμβάντος, δεδομένου ότι ανατρέχει στον Απρίλιο του 2014. Επιπλέον, η βελτίωση αυτή ήταν ανώφελη για άλλα κράτη που είχαν πληγεί από τους επίμαχους περιορισμούς.

102    Δεύτερον, η Επιτροπή κακώς διαπίστωσε ότι δεν διέθετε αποδείξεις ότι το εν λόγω συμβάν συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, ενώ είχε παραλείψει να εξετάσει ορθά τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεση της. Συγκεκριμένα, ο σκοπός των περιορισμών των επανεξαγωγών φυσικού αερίου προς την Ουκρανία αποδεικνύεται από μια δημόσια δήλωση του Ρώσου Υπουργού Ενέργειας της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, η οποία μνημονεύεται τόσο στην καταγγελία όσο και στην απάντηση στην έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης. Προσκομίστηκαν άλλα συγκλίνοντα στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν ότι οι περιορισμοί αυτοί είχαν πλήξει την Ουγγαρία, την Αυστρία και τη Σλοβακία και ότι η Ουγγαρία είχε διακόψει τις επανεξαγωγές προς την Ουκρανία. Αργότερα, πέραν των απειλών που περιέχονταν στην επιστολή της 30ής Αυγούστου 2016, τέτοιοι περιορισμοί σημειώθηκαν επίσης το 2018 στη Ρουμανία και στην Ουκρανία.

103    Τρίτον, η Επιτροπή χαρακτήρισε εσφαλμένως τους καταγγελθέντες περιορισμούς ως αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων, για τις οποίες η προσφεύγουσα μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση κατ’ εφαρμογήν των συμβατικών μηχανισμών επιλύσεως διαφορών. Ο χαρακτηρισμός αυτός απορρέει από τη μη συνεκτίμηση του ευρύτερου πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω περιορισμοί, ήτοι μια στρατηγική της Gazprom με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Εξάλλου, το γεγονός ότι μια πρακτική εντάσσεται σε συμβατικό πλαίσιο και ότι υφίσταται συμβατικός μηχανισμός επιλύσεως των διαφορών δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού ότι η παρέμβαση της Επιτροπής δεν είναι δικαιολογημένη, διότι οι περιστάσεις αυτές δεν αποκλείουν την ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών.

104    Τέταρτον, αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, η καταγγελθείσα από την προσφεύγουσα πρακτική δεν σταμάτησε και έχει ακόμη επιπτώσεις στην τρέχουσα κατάσταση του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή άποψη οφείλεται στη μη συνεκτίμηση άλλων στοιχείων, ήτοι άλλων παραδειγμάτων περιορισμών που προβλήθηκαν από την προσφεύγουσα και του γεγονότος ότι τέτοιοι περιορισμοί χρησιμοποιούνταν ως εργαλείο για αντίθετους προς τον ανταγωνισμό σκοπούς, προκειμένου να κατατμηθεί η αγορά ή να επιβληθούν στους πελάτες της Gazprom επιδιωκόμενες από την εταιρία αυτή παραχωρήσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέβλεψε το γεγονός ότι η ανάπτυξη των ελεγχόμενων από την Gazprom υποδομών μεταφοράς φυσικού αερίου οι οποίες παρείχαν τη δυνατότητα παρακάμψεως των κρατών μελών της Κεντρικής Ευρώπης (αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 1 και έργα κατασκευής αγωγών Nord Stream 2 και TurkStream) ενίσχυαν τη δυνατότητα της επιχειρήσεως αυτής να μετέρχεται τέτοιες πρακτικές, πράγμα που δεν είχε επιλυθεί από τις δεσμεύσεις της Gazprom που κατέστησαν δεσμευτικές στο πλαίσιο της υποθέσεως AT.39816.

105    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Gazprom, αμφισβητεί τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα σφάλματα εκτιμήσεως και, υποστηρίζει, ως εκ τούτου, ότι το υπό εξέταση σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

106    Συναφώς, από την προσβαλλόμενη απόφαση και την έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν ανάγκη να διερευνήσει περαιτέρω τους ισχυρισμούς περί περιορισμών στις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015 για τέσσερις κυρίως λόγους. Πρώτον, οι επίμαχες πρακτικές συνιστούσαν διαφορά συμβατικής φύσεως χωρίς τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της να της παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι ήταν καταχρηστικές. Δεύτερον, ο μηχανισμός επιλύσεως των διαφορών που προβλεπόταν στη σύμβαση μεταξύ της Gazprom και της προσφεύγουσας προσέφερε μια εναλλακτική δυνατότητα έναντι της έρευνας για τον ανταγωνισμό και ένα πρόσφορο μέσο για την αντιμετώπιση των πρακτικών αυτών. Τρίτον, οι εν λόγω πρακτικές ανήκαν στο παρελθόν, χωρίς να προκύπτει ότι είχαν επηρεάσει τον ανταγωνισμό κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, τέταρτον, η βελτίωση της διασυνδέσεως μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας είχε μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο να επηρεαστεί η Πολωνία από μελλοντικά προβλήματα εφοδιασμού.

107    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το κύριο αποδεικτικό στοιχείο που συνηγορούσε υπέρ της υπάρξεως δυνητικά καταχρηστικής συμπεριφοράς είναι η δημόσια δήλωση του Ρώσου Υπουργού Ενέργειας της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, η οποία υπονοούσε ότι το κίνητρο για τους περιορισμούς στις προμήθειες ήταν η αποτροπή των επανεξαγωγών φυσικού αερίου από τις ενδιαφερόμενες ΧΚΑΕ προς την Ουκρανία. Ωστόσο, όπως προβάλλει η Επιτροπή, το στοιχείο αυτό δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ούτε για τη δικαιολόγηση της περαιτέρω έρευνας σχετικά με τους εν λόγω περιορισμούς, κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως προκύπτει από την έγγραφη δήλωση πρόθεσης απόρριψης, οι περιορισμοί μπορούσαν να δικαιολογηθούν δυνάμει ενός διαφορετικού λόγου, ήτοι της δημιουργίας ρωσικών αποθεμάτων φυσικού αερίου, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η πιθανολόγηση του λόγου αυτού μπορεί να αμφισβητηθεί.

108    Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι περιορισμοί στις προμήθειες κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015 εντάσσονταν στο πλαίσιο γενικής στρατηγικής της Gazprom, στην οποία είχε γίνει αναφορά με την ΑΑ, που είχε εκδοθεί στο πλαίσιο της υποθέσεως ΑΤ.39816, και είχε επίσης επιβεβαιωθεί από τις απειλές που περιέχονταν στην επιστολή της 30ής Αυγούστου 2016.

109    Συγκεκριμένα, μολονότι είχε μνημονευθεί στην ΑΑ, η εν λόγω στρατηγική αναλύεται σε διάφορες κατηγορίες πρακτικών και, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το κίνητρο των περιορισμών αυτών ήταν η αποτροπή των επανεξαγωγών προς την Ουκρανία, τέτοιοι περιορισμοί διαφοροποιούνται από τις πρακτικές που μνημονεύονται στην ΑΑ, οι οποίες αφορούν τις συναλλαγές μεταξύ των ενδιαφερόμενων ΧΚΑΕ, καθώς και από τις φερόμενες απειλές που περιέχονταν στην επιστολή της 30ής Αυγούστου 2016, οι οποίες αφορούν τη διαχείριση του πολωνικού τμήματος του αγωγού Yamal. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να εξετάσει μεμονωμένα τους εν λόγω περιορισμούς, λαμβανομένου υπόψη επίσης του γεγονότος ότι η εκδοθείσα κατά το πέρας της υποθέσεως ΑΤ.39816 απόφαση της Επιτροπής, η οποία εξετάστηκε ιδίως στα σημεία 2.2 και 2.3 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατέστησε υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Gazprom για να αρθούν οι επιφυλάξεις της Επιτροπής σχετικά με τον ανταγωνισμό στην υπόθεση αυτή.

110    Επιπλέον, η αύξηση των τελών διασυνδέσεως κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015 και το γεγονός ότι οι περιορισμοί στις προμήθειες κατά την περίοδο αυτή επηρέασαν πολλά κράτη μέλη, και όχι μόνο τη Δημοκρατία της Πολωνίας, που ανέφερε η προσφεύγουσα, δεν μπορούν, αφ’ εαυτών, να αποδείξουν παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

111    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, είναι αληθές, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, ότι η συμβατική φύση μιας πρακτικής και η ύπαρξη συμβατικού τρόπου επιλύσεως των διαφορών δεν αποκλείουν η πρακτική αυτή να συνιστά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι υπάρχει, όπως αυτό διαπιστώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τέτοιος τρόπος επιλύσεως των διαφορών στη σύμβαση προμήθειας φυσικού αερίου που συνήψε με την Gazprom. Η Επιτροπή πάντως μπορεί νομίμως να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων που καθιστούν δυνατή, κατ’ αρχήν, την αντιμετώπιση των πρακτικών τις οποίες αμφισβητεί ο καταγγέλλων.

112    Όσον αφορά τον τρίτο λόγο, ήτοι ότι οι επίμαχοι περιορισμοί στις προμήθειες ανήκαν στο παρελθόν, πρέπει να γίνει δεκτό, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 108 ανωτέρω, ότι οι περιορισμοί αυτοί μπορούσαν να εξεταστούν μεμονωμένα από την Επιτροπή. Κατά τα λοιπά, τα άλλα στοιχεία που επικαλείται η προσφεύγουσα, ιδίως τα προβλήματα που προκλήθηκαν από την Gazprom στη Ρουμανία το 2018 και ο φερόμενος ασφυκτικός έλεγχος της επιχειρήσεως αυτής επί των υποδομών μεταφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ακόμη και αν υποτεθεί ότι συνιστούν συγκρίσιμες με τους εν λόγω περιορισμούς πρακτικές, δεν προβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία ή συνιστούν ισχυρισμούς υπερβολικά γενικούς για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση της Επιτροπής.

113    Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι όντως βελτιώθηκε η διασύνδεση μεταξύ της Γερμανίας και της Πολωνίας, ούτε ότι αυξήθηκαν οι μεταφερόμενες ποσότητες φυσικού αερίου από τη Γερμανία προς την Πολωνία από το 2016.

114    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δεν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για περαιτέρω διερεύνηση των ισχυρισμών περί περιορισμών στις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο 2014/2015.

115    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων και, ιδίως, του συμπεράσματος που εκτίθεται στη σκέψη 98 ανωτέρω, κατά το οποίο η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, δεδομένου ότι, αν δεν υφίστατο η παράβαση αυτή, η διαδικασία στην υπόθεση ΑΤ.40497 θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι παρέλκει η εξέταση του αιτήματος της προσφεύγουσας περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

116    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

117    Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι και οι λοιποί παρεμβαίνοντες πέραν του κράτους μέλους ή του θεσμικού οργάνου θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Εν προκειμένω, επομένως, η Gazprom, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

Αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2019) 3003 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2019, περί απορρίψεως καταγγελίας (υπόθεση ΑΤ.40497 – Τιμή του φυσικού αερίου στην Πολωνία).

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A.

3)      Η Gazprom PJSC και η Gazprom export LLC φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Van der Woude

Svenningsen

Barents

Mac Eochaidh

 

      Pynnä

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 2 Φεβρουαρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.


1      Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.