Language of document : ECLI:EU:T:2022:852

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Μηχανισμός προενταξιακής βοήθειας – Επιδοτήσεις – Έρευνες της OLAF – Διοικητική κύρωση – Αποκλεισμός για διάστημα δύο ετών από τις διαδικασίες αναθέσεως συμβάσεων και χορηγήσεως επιδοτήσεων χρηματοδοτούμενων από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2185/96 – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Πλήρης δικαιοδοσία – Αναλογικότητα της κυρώσεως»

Στην υπόθεση T‑537/18,

Vialto Consulting Kft., με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, τον Α. Πολίτη και τη Γ. Κελεπούρη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την Α. Κατσιμέρου και τον R. Pethke,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, I. Reine και M. Sampol Pucurull (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Ūkelytė, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Μαΐου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα Vialto Consulting Kft. (στο εξής: προσφεύγουσα), αφενός, ζητεί, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29ης Ιουνίου 2018, με την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο αποφάσισε τον αποκλεισμό της προσφεύγουσας για δύο έτη από τις διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων, τις διαδικασίες χορηγήσεως επιδοτήσεων, τις διαδικασίες χρηματοπιστωτικών μέσων (για αποκλειστικούς επενδυτικούς φορείς και ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), από τις διαδικασίες τιμών που διέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1), και από τις διαδικασίες αναθέσεως που διέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/323 του Συμβουλίου, της 2ας Μαρτίου 2015, σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο 11ο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης (ΕΕ 2015, L 58, σ. 17), καθώς και τη δημοσίευση του αποκλεισμού στον ιστότοπο της Επιτροπής (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και, αφετέρου, ζητεί, δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που φέρεται να έχει υποστεί λόγω της συγκεκριμένης αποφάσεως.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία ουγγρικού δικαίου η οποία παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις και φορείς τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα.

 Σύμβαση υπηρεσιών που ανατέθηκε στην κοινοπραξία

3        Βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1085/2006 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας (ΜΠΒ) (ΕΕ 2006, L 210, σ. 82), η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει τις χώρες που παρατίθενται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, μεταξύ των οποίων και τη Δημοκρατία της Τουρκίας, κατά τη σταδιακή τους ευθυγράμμιση με τις προδιαγραφές και τις πολιτικές της Ένωσης, περιλαμβανομένου, όπου ενδείκνυται, και του κοινοτικού κεκτημένου, με στόχο την ένταξή τους.

4        Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) 718/2007 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του κανονισμού 1085/2006 (ΕΕ 2007, L 170, σ. 1), προβλέπει, στο πλαίσιο των γενικών αρχών υλοποιήσεως της βοήθειας, ότι η Επιτροπή αναθέτει την αποκεντρωμένη διαχείριση ορισμένων ενεργειών στη δικαιούχο χώρα, διατηρώντας την τελική γενική ευθύνη για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού. Η αποκεντρωμένη διαχείριση καλύπτει τουλάχιστον τις προσκλήσεις υποβολής προσφορών, τη σύναψη συμβάσεων και τις πληρωμές.

5        Στις 11 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή συνήψε με τη Δημοκρατία της Τουρκίας συμφωνία-πλαίσιο για τον γενικό καθορισμό των κανόνων συνεργασίας που αφορούν τη βοήθεια δυνάμει του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας (ΜΠΒ). Κατά το άρθρο 6 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, η Δημοκρατία της Τουρκίας είχε το καθήκον, στο πλαίσιο αποκεντρωμένης διαχειρίσεως του προγράμματος, να ορίσει τις επιχειρησιακές δομές.

6        Στις 11 Απριλίου 2011 η Επιτροπή συνήψε με τη Δημοκρατία της Τουρκίας χρηματοδοτική συμφωνία η οποία διεπόταν από το καθεστώς της αποκεντρωμένης διαχειρίσεως με εκ των προτέρων έλεγχο και εντασσόταν στο εθνικό πρόγραμμα υπέρ της Δημοκρατίας της Τουρκίας, στο πλαίσιο της συνιστώσας «Παροχή βοήθειας για τη μετάβαση και για την ενίσχυση των θεσμών» του ΜΠΒ. Ως επιχειρησιακή δομή, κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού 718/2007, ορίστηκε η Central Finance and Contracts Unit (CFCU). Η χρηματοδοτική συμφωνία τέθηκε σε ισχύ στις 19 Σεπτεμβρίου 2011.

7        Ένα από τα έργα που χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας ήταν το έργο TR2010/0311.01 «Digitization of Land Parcel Identification System» (ψηφιοποίηση του συστήματος αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων, στο εξής: έργο DLPIS). Το έργο DLPIS χρηματοδοτήθηκε με περίπου 37 εκατομμύρια ευρώ και είχε τρεις συνιστώσες.

8        Η τρίτη συνιστώσα εκτελέστηκε στο πλαίσιο της συμβάσεως υπηρεσιών DLPSTR2010/0311.01-02/001 «External Quality Control under Digitalization of Land Parcel Identification System» (έλεγχος εξωτερικής ποιότητας στο πλαίσιο ψηφιοποιήσεως του συστήματος αναγνωρίσεως των κτηματολογικών τεμαχίων, στο εξής: σύμβαση υπηρεσιών DLPIS). Η σύμβαση αυτή συνήφθη στις 19 Σεπτεμβρίου 2014 μεταξύ της CFCU και κοινοπραξίας αποτελούμενης από πέντε συμμετέχοντες, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, και επικεφαλής την Agrotec S.p.A., μέσω της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών με αριθμό TR2010/0311.01-02/001 (στο εξής: σύμβαση παροχής υπηρεσιών).

 Έρευνα της OLAF

9        Κατόπιν έρευνας η οποία κινήθηκε λόγω υπονοιών περί πράξεων διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του έργου DLPIS δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) αποφάσισε να προβεί σε ελέγχους και εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας (στο εξής: επιτόπιος έλεγχος).

10      Στις 7 Απριλίου 2016 η OLAF εξέδωσε δύο εντάλματα με τα οποία ορίζονταν οι υπάλληλοι που θα διενεργούσαν επιτόπιο έλεγχο και ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση.

11      Ο επιτόπιος έλεγχος διενεργήθηκε από τις 12 έως τις 14 Απριλίου 2016. Η OLAF συνέταξε πρακτικά για καθεμία από τις ημέρες του ελέγχου. Στο πρακτικό ελέγχου για τη 14η Απριλίου 2016 σημειώθηκε ότι η προσφεύγουσα αρνήθηκε να παράσχει στην OLAF ορισμένες πληροφορίες. Η προσφεύγουσα υπέγραψε καθένα από τα πρακτικά αυτά, διατυπώνοντας, κατά περίπτωση, τα σχόλιά της.

12      Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην OLAF καταγγελία, με την οποία αμφισβητούσε ορισμένα στοιχεία που περιέχονταν στα πρακτικά για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 11 ανωτέρω. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι όφειλε μεν να συνεργαστεί με την OLAF, αλλά μόνον εντός των ορίων του αντικειμένου της έρευνας που διεξήγε η τελευταία, όσον αφορά δηλαδή τη χρηματοδότηση του επίμαχου έργου, και ότι, κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωμένη να επιτρέψει στην OLAF την πρόσβαση μόνο σε όσες πληροφορίες σχετίζονταν με το αντικείμενο της συγκεκριμένης έρευνας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ζήτησε από την OLAF να λάβει τα κατάλληλα μέτρα αναφορικά με τη μη τήρηση ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων εκ μέρους των υπαλλήλων της κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

13      Με έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2016, η OLAF απάντησε στην καταγγελία της προσφεύγουσας. Αφού συνόψισε τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας και υπενθύμισε το εύρος της εξουσίας έρευνας την οποία διαθέτει η ίδια, υποστήριξε ότι οι ελεγκτές της είχαν το δικαίωμα να δημιουργήσουν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων της προσφεύγουσας και ότι ο επιτόπιος έλεγχος είχε τερματιστεί λόγω της έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους της. Ειδικότερα, κατά την OLAF, η προσφεύγουσα, αφενός, αντιτάχθηκε όχι μόνο στη λήψη αντιγράφου των πληροφοριών που προεπιλέχθηκαν κατά την έρευνα, αλλά και στη λήψη των ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων που δημιουργήθηκαν και, αφετέρου, δεν προσκόμισε τα ζητηθέντα χρηματοοικονομικά στοιχεία. Η OLAF προσέθεσε ότι το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013 διασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που συλλέγονται. Ως εκ τούτου, η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αφενός, οι υπάλληλοί της είχαν ενεργήσει εντός των ορίων των εξουσιών τους κατά τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου και, αφετέρου, ότι η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου της προσφεύγουσας δεν συνιστούσε θεμιτό λόγο ικανό να εμποδίσει τις έρευνές τους. Η OLAF συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι κατά τον επιτόπιο έλεγχο ουδόλως προσβλήθηκαν τα διαδικαστικά δικαιώματα της προσφεύγουσας.

14      Με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2016, η OLAF ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την περάτωση της έρευνάς της με στοιχεία OF/2015/0076/A 2, για την υποβολή της τελικής εκθέσεως της έρευνας στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση» της Επιτροπής και για τις συστάσεις που διατύπωσε προκειμένου να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διαδικασιών και της επιβολής των κυρώσεων λόγω της σοβαρής παραβάσεως των όρων της επίμαχης συμβάσεως από την προσφεύγουσα.

15      Με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2016, η CFCU ενημέρωσε την Agrotec για την περάτωση της έρευνας και για το πόρισμα της OLAF, σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα είχε παραβεί το άρθρο 25 των γενικών όρων της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Η CFCU ενημέρωσε επίσης την Agrotec για την απόφασή της να την αποκλείσει από τη συγκεκριμένη σύμβαση ως προς όλες τις πτυχές της και να συνεχίσει την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως αντί να την αναστείλει πλήρως, όπως της είχε συστήσει, ως ένα εκ των πιθανών μέτρων, η ΓΔ «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση». Ως εκ τούτου, η CFCU ζήτησε από την Agrotec να τερματίσει αμέσως τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας από τις 11 Νοεμβρίου 2016 και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την αποβολή της από την κοινοπραξία διά της καταρτίσεως προσαρτήματος στην επίμαχη σύμβαση.

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑617/17, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που ισχυριζόταν ότι υπέστη λόγω της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς, αφενός, της OLAF κατά τη διάρκεια του ελέγχου που διεξήχθη στις εγκαταστάσεις της και, αφετέρου, της Επιτροπής κατόπιν του επίμαχου ελέγχου.

17      Με έγγραφο της 9ης Μαρτίου 2018, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι είχε συγκληθεί η επιτροπή του άρθρου 108 του κανονισμού 966/2012 (στο εξής: επιτροπή του άρθρου 108) προκειμένου να εκδώσει σύσταση ενόψει της εκδόσεως αποφάσεως αποκλεισμού εις βάρος της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105α του ίδιου κανονισμού. Με το ίδιο έγγραφο κλήθηκε, επίσης, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του ζητήματος αυτού.

18      Με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών από την επιτροπή του άρθρου 108. Επανέλαβε την άποψή της ότι δεν αντιτάχθηκε στον έλεγχο αλλά μόνο στη συλλογή πληροφοριών οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση με το έργο DLPIS και ισχυρίστηκε ότι η OLAF είχε προσβάλει τα διαδικαστικά δικαιώματά της. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι για τα ίδια πραγματικά περιστατικά είχε ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως, για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 16 ανωτέρω. Επί τη ευκαιρία, η προσφεύγουσα ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας αποκλεισμού καθώς και τη λήψη προσωρινών μέτρων για κάθε διαδικασία χρηματοδοτούμενη από την Ένωση στην οποία συμμετείχε η ίδια έως ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί στην υπόθεση T‑617/17. Επίσης, πρότεινε κύρωση αποκλεισμού μέγιστης διάρκειας έξι μηνών χωρίς δημοσίευσή της, αντί των δύο ετών που είχε συστήσει η επιτροπή του άρθρου 108.

19      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 4 Ιουλίου 2018, η Επιτροπή αποφάσισε τον αποκλεισμό της για δύο έτη από τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων, χορηγήσεως επιδοτήσεων και χρηματοδοτικών μέσων που χρηματοδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και από το 11ο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, δυνάμει του κανονισμού 2015/323, καθώς και την εγγραφή της για περίοδο δύο ετών στο σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού (EDES), που θεσπίστηκε με το άρθρο 108, παράγραφος 1, του κανονισμού 966/2012. Επιπλέον, αποφάσισε τη δημοσίευση του μέτρου αποκλεισμού στον ιστότοπό της, δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 16, του κανονισμού 966/2012.

20      Με την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.

21      Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446), η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑650/19 P.

22      Με την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), το Δικαστήριο αναίρεσε εν μέρει την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446), κατά το μέρος που είχε απορριφθεί με αυτήν ως αβάσιμη η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως, και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο. Η αναπεμφθείσα υπόθεση πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑617/17 RENV.

 Αιτήματα των διαδίκων

23      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την υλική ζημία της, αφενός, λόγω του διετούς αποκλεισμού της από τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων, χορηγήσεως επιδοτήσεων και χρηματοπιστωτικών μέσων που χρηματοδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και, αφετέρου, λόγω της δημοσιεύσεως του αποκλεισμού αυτού στον ιστότοπο της Επιτροπής, την οποία η προσφεύγουσα αποτιμά σε 200 000 ευρώ, ex aequo et bono, εντόκως από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, αφενός, λόγω του διετούς αποκλεισμού της από τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων, χορηγήσεως επιδοτήσεων και χρηματοδοτικών μέσων που χρηματοδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και, αφετέρου, λόγω της δημοσιεύσεως του αποκλεισμού αυτού στον ιστότοπο της Επιτροπής, την οποία η προσφεύγουσα αποτιμά σε 400 000 ευρώ, εντόκως από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ως αβάσιμη στο σύνολό της·

–        να απορρίψει τα αιτήματα αποζημιώσεως και επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως ως απαράδεκτα ή ως αβάσιμα·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

25      Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε παρανομίες προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και ζητεί τη διαπίστωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της έρευνας της OLAF

26      Στις 7 Απριλίου 2016 η OLAF εξέδωσε δύο εντάλματα προς τους υπαλλήλους της, τα οποία συμπληρώθηκαν στις 13 Απριλίου 2016, για τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας και για την πραγματοποίηση ψηφιακής εγκληματολογικής επιχειρήσεως όσον αφορά τα δεδομένα της, με σκοπό να συγκεντρωθούν αποδεικτικά στοιχεία για πιθανή ανάμιξή της στις πράξεις διαφθοράς ή απάτης οι οποίες φέρονται να διαπράχθηκαν στο πλαίσιο του έργου DLPIS. Ειδικότερα, η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση αποσκοπούσε στη δημιουργία ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων από όλες τις ψηφιακές συσκευές της προσφεύγουσας οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση του επίμαχου έργου, όπως επιτραπέζιοι υπολογιστές, φορητοί υπολογιστές, ταμπλέτες, εξωτερικές ή φορητές συσκευές αποθηκεύσεως, κινητά τηλέφωνα και άλλες συσκευές που θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την έρευνα, εξυπηρετητές ανταλλαγής δεδομένων και ανταλλαγής αρχείων, ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διευθυντικών στελεχών και των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, λειτουργικές ηλεκτρονικές ταχυδρομικές θυρίδες οι οποίες χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση του επίμαχου έργου καθώς και όσα αρχεία ή όσοι φάκελοι υπήρχαν στο δίκτυο της προσφεύγουσας και θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την έρευνα.

27      Οι διαδικασίες για την πραγματοποίηση ψηφιακής εγκληματολογικής επιχειρήσεως και αξιοποιήσεως των αποτελεσμάτων της πραγματογνωμοσύνης αυτής περιγράφονται στα άρθρα 4 έως 8 των κατευθυντήριων γραμμών για το προσωπικό της OLAF όσον αφορά τις ψηφιακές εγκληματολογικές διαδικασίες (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σκοπός της πρακτικής η οποία συνίσταται στη δημιουργία είτε ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας του σκληρού δίσκου ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή είτε αντιγράφου των δεδομένων που έχουν αποθηκευτεί σε φορέα ψηφιακών δεδομένων είναι να αναζητηθούν, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού, στον σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή ή σε οποιοδήποτε άλλο φορέα αποθηκεύσεως ψηφιακών δεδομένων όσες πληροφορίες έχουν σημασία για το αντικείμενο της έρευνας, με τη χρήση λέξεων-κλειδιών. Η αναζήτηση αυτή απαιτεί καταρχάς τη δημιουργία αντιγράφου των δεδομένων που περιέχονται στον φορέα αποθήκευσης των ψηφιακών δεδομένων της επιχειρήσεως που αποτελεί το αντικείμενο του ελέγχου, προκειμένου να γίνει στη συνέχεια η ευρετηρίαση των εκεί αποθηκευμένων δεδομένων. Στην περίπτωση του σκληρού δίσκου ηλεκτρονικού υπολογιστή, το αντίγραφο αυτό δύναται να λάβει τη μορφή ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας. Μέσω της ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας δημιουργείται ένα ακριβές αντίγραφο του εξεταζόμενου σκληρού δίσκου, στο οποίο περιέχονται όλα τα δεδομένα που υπάρχουν στον σκληρό δίσκο ακριβώς κατά τη χρονική στιγμή της δημιουργίας του αντιγράφου, περιλαμβανομένων και όσων αρχείων εμφανίζονται να έχουν διαγραφεί.

28      Καταρχάς, οι ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες αποθηκεύονται μετά τη δημιουργία τους σε ψηφιακούς φορείς, οι οποίοι μεταφέρονται με ασφάλεια στο εγκληματολογικό εργαστήριο της OLAF, όπου διαβιβάζονται σε εξυπηρετητή. Το αρχείο που διαβιβάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο καλείται νόμιμο αρχείο εγκληματολογικής εργασίας. Ακολουθεί το λεγόμενο στάδιο της «ευρετηρίασης», κατά το οποίο ειδικό λογισμικό τοποθετεί σε κατάλογο όλα τα γράμματα και τις λέξεις που περιλαμβάνονται στον σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή ή σε οποιονδήποτε άλλο φορέα αποθηκεύσεως ψηφιακών δεδομένων επί του οποίου διενεργείται έρευνα. Τέλος, κατόπιν του σταδίου αυτού, είναι δυνατόν να γίνει, με τη χρήση ειδικού λογισμικού, αναζήτηση των κρίσιμων για το αντικείμενο της έρευνας πληροφοριών. Οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες αντιστοιχούν στα κριτήρια αναζητήσεως του φακέλου εγκληματολογικής εργασίας, εξάγονται, ώστε ο υπάλληλος που διεξάγει την έρευνα να μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτές και να τις διαβάσει.

29      Οι επιτόπιοι έλεγχοι διεξήχθησαν από τις 12 έως τις 14 Απριλίου 2016. Από το πρακτικό ελέγχου για τη 12η Απριλίου 2016 προκύπτει ότι οι υπάλληλοι της OLAF, συνοδευόμενοι από ένα μέλος του προσωπικού της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ουγγαρία και έναν εκπρόσωπο της ουγγρικής Υπηρεσίας Συντονισμού Καταπολέμησης της Απάτης (AFCOS), εισήλθαν στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας και, κατόπιν των αμοιβαίων συστάσεων με εκπρόσωπό της, ο τελευταίος παρέδωσε στους υπαλλήλους της OLAF φάκελο που περιείχε τα έγγραφα τα οποία σχετίζονταν με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, καθώς και τα ονόματα των δύο προσώπων που ήταν υπεύθυνα για την εκτέλεση της οικείας συμβάσεως από την προσφεύγουσα, ένα εκ των οποίων ήταν ο ίδιος.

30      Στη συνέχεια, οι υπάλληλοι της OLAF ζήτησαν πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των δύο αυτών προσώπων προκειμένου να δημιουργήσουν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων τους για να ανακτήσουν τα δεδομένα τα οποία συνδέονταν με το επίμαχο έργο από τον Ιανουάριο του 2012 και εντεύθεν. Ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας απέρριψε το αίτημα της OLAF ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι ο σκληρός δίσκος του ηλεκτρονικού υπολογιστή του περιείχε πολλά δεδομένα τα οποία δεν αφορούσαν το επίμαχο έργο και τα οποία δεν επιθυμούσε να γνωστοποιηθούν.

31      Στη συνέχεια, οι δικηγόροι της προσφεύγουσας εξήγησαν στους υπαλλήλους της OLAF ότι ο εκπρόσωπος της εταιρίας επιθυμούσε να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά ότι δεν ήταν διατεθειμένος να παράσχει στην OLAF πρόσβαση σε δεδομένα τα οποία δεν συνδέονταν με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, λόγω των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που υφίσταντο μεταξύ της προσφεύγουσας και των εταίρων της. Οι υπάλληλοι της OLAF διευκρίνισαν ότι η δημιουργία ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας των σκληρών δίσκων ήταν η ταχύτερη και ασφαλέστερη μέθοδος, ενώ η επιτόπια αναζήτηση με βάση λέξεις-κλειδιά θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα και δεν θα καθιστούσε δυνατή την πρόσβαση στα σχετικά με το έργο DLPIS δεδομένα που είχαν διαγραφεί.

32      Οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας ενημέρωσαν τους υπαλλήλους της OLAF ότι δέχονταν να τους επιτρέψουν την πρόσβαση σε όλες τις ζητηθείσες πληροφορίες, υπό τον όρο ότι αυτές σχετίζονταν με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Επέμειναν ότι ήταν αναγκαίο να διενεργηθεί, ενώπιον εξειδικευμένων υπαλλήλων της OLAF και της προσφεύγουσας, σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δεδομένων που σχετίζονταν με το επίμαχο έργο και εκείνων που δεν σχετίζονταν με αυτό. Υπό τη συγκεκριμένη προϋπόθεση και μόνο, το αντίγραφο των δεδομένων που σχετιζόταν με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών θα μπορούσε να γνωστοποιηθεί στους υπαλλήλους της OLAF.

33      Οι υπάλληλοι της OLAF πρότειναν άλλη μέθοδο τριών σταδίων για την πραγματοποίηση της ψηφιακής εγκληματολογικής επιχειρήσεως. Στο πρώτο στάδιο, θα δημιουργούνταν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των επίμαχων δεδομένων στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Στο δεύτερο στάδιο, θα ακολουθούσε η ευρετηρίαση των εν λόγω εικόνων, προκειμένου να είναι ταχύτερη και αποτελεσματικότερη η αναζήτηση με τη χρήση λέξεων-κλειδιών. Στο τρίτο στάδιο, οι υπάλληλοι της OLAF θα προχωρούσαν στην εξαγωγή των κρίσιμων συλλεγέντων δεδομένων και θα δημιουργούσαν, προκειμένου να την αναλύσουν στη συνέχεια, μια ψηφιακή εγκληματολογική εικόνα μόνον των επιλεγέντων αρχείων, και όχι του συνόλου των δεδομένων. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας. Αποφασίστηκε ότι η εν λόγω εγκληματολογική επιχείρηση θα πραγματοποιούνταν την επομένη κατά τον τρόπο που περιγράφηκε ανωτέρω.

34      Από το πρακτικό ελέγχου για τη 13η Απριλίου 2016 προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ζήτησε από τους υπαλλήλους της OLAF να δημιουργηθούν οι ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων των οικείων ηλεκτρονικών υπολογιστών σε υλικούς φορείς τους οποίους θα παρείχε η ίδια, αίτημα που έγινε δεκτό από την OLAF. Κατά τη διάρκεια της ημέρας εκείνης, δημιουργήθηκαν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες, πρώτον, των δεδομένων που περιέχονταν στον εξυπηρετητή της προσφεύγουσας, δεύτερον, της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των δύο εμπλεκόμενων στην εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως προσώπων και, τρίτον, των σκληρών δίσκων των φορητών υπολογιστών των ίδιων αυτών προσώπων. Επιπλέον, ολοκληρώθηκε η ευρετηρίαση των δεδομένων που περιέχονταν στον εξυπηρετητή της προσφεύγουσας και ξεκίνησε η ευρετηρίαση των δεδομένων που περιέχονταν στους σκληρούς δίσκους.

35      Από το πρακτικό ελέγχου για τη 14η Απριλίου 2016 προκύπτει ότι, κατά την άφιξη των υπαλλήλων της OLAF στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη η διαδικασία ευρετηριάσεως των δεδομένων που είχε αρχίσει την προηγούμενη ημέρα. Επιπλέον, οι υπάλληλοι της OLAF έδειξαν ενδιαφέρον για τα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας και ζήτησαν πρόσβαση σε όλες τις συναλλαγές της οι οποίες αφορούσαν πληρωμές και εξοφλήσεις τιμολογίων καθώς και σε όλες τις άσχετες προς το επίμαχο έργο συναλλαγές που είχαν πραγματοποιήσει οι υπάλληλοι της προσφεύγουσας και τα εξουσιοδοτημένα από αυτήν πρόσωπα από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν, πρόσβαση στον κατάλογο των πελατών και των προμηθευτών της προσφεύγουσας καθώς και πρόσβαση στον κατάλογο όλων των τραπεζικών συναλλαγών της από το σύνολο των τραπεζικών της λογαριασμών για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν.

36      Ο τότε παρών εκπρόσωπος της προσφεύγουσας θεώρησε ότι οι υπάλληλοι της OLAF ήταν εξουσιοδοτημένοι να έχουν πρόσβαση μόνο στις συναλλαγές που συνδέονται άμεσα με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών και πραγματοποιήθηκαν από την ημερομηνία υπογραφής της συμβάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, ήταν διατεθειμένος να παράσχει μόνον πληροφορίες που αφορούσαν τις εν λόγω συναλλαγές. Εξέφρασε επίσης τον φόβο ότι η προσφεύγουσα θα αναγκαζόταν να καταβάλει επαχθείς χρηματικές αποζημιώσεις στους εμπορικούς εταίρους της σε περίπτωση που κοινοποιούσε πληροφορίες οι οποίες καλύπτονταν από το επαγγελματικό απόρρητο ή από συμβατικές υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας. Προσέθεσε δε ότι κατά τα έτη 2012 και 2013 δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία πληρωμή σχετική με την επίμαχη σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Οι υπάλληλοι της OLAF διευκρίνισαν ότι η άρνηση του εκπροσώπου της προσφεύγουσας να παράσχει τις πληροφορίες που ζητήθηκαν ως προς το σύνολο των συναλλαγών που αφορούσαν πληρωμές και εξοφλήσεις τιμολογίων από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν καταδείκνυε έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους της προσφεύγουσας και, ως εκ τούτου, συνιστούσε παραβίαση του κανονισμού 883/2013, καθόσον η προσφεύγουσα δεν επέτρεπε στην OLAF πρόσβαση σε πληροφορίες κρίσιμες για την έρευνά της.

37      Όσον αφορά τις άσχετες με την επίμαχη σύμβαση συναλλαγές, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας ήταν διατεθειμένος να μοιραστεί με τους υπαλλήλους της OLAF μόνον τις πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από τα δύο πρόσωπα που ήταν επιφορτισμένα με την εκτέλεση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Αρνήθηκε να γνωστοποιήσει τα δεδομένα που αφορούσαν άλλους υπαλλήλους της προσφεύγουσας, επικαλούμενος την ανάγκη σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής.

38      Η προσφεύγουσα αρνήθηκε να παράσχει τις ζητηθείσες πληροφορίες σχετικά με όλες τις τραπεζικές συναλλαγές στις οποίες είχε προβεί από 1ης Ιανουαρίου 2012 από το σύνολο των λογαριασμών της.

39      Κατόπιν σχετικού αιτήματος, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στους υπαλλήλους της OLAF τον κατάλογο των πελατών και των προμηθευτών της.

40      Κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ των υπαλλήλων της OLAF και του εκπροσώπου της προσφεύγουσας σχετικά με τις ρήτρες εμπιστευτικότητας οι οποίες τη δέσμευαν έναντι των εμπορικών εταίρων της, η προσφεύγουσα αποφάσισε να μην επιτρέψει στους υπαλλήλους της OLAF να πάρουν μαζί τους τα ψηφιακά αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προκύψει από την όλη επιχείρηση. Στη συνέχεια, αφού υπενθύμισαν το περιεχόμενο των διατάξεων των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ 1996, L 292, σ. 2), και τον κανονισμό 883/2013, καθώς και τους όρους της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, οι υπάλληλοι της OLAF ενημέρωσαν τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας ότι αυτή δεν είχε συνεργαστεί με την OLAF κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφοι 2, και 4, των γενικών όρων της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, πρακτική που ήταν ικανή να επιφέρει την καταγγελία της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, των εν λόγω γενικών όρων. Προσέθεσαν δε ότι είχαν λάβει εντολή να τερματίσουν τον επιτόπιο έλεγχο σε περίπτωση ελλείψεως συνεργασίας από την πλευρά της προσφεύγουσας.

41      Στη συνέχεια, αναζητώντας έναν τρόπο επιλύσεως του προβλήματος, οι υπάλληλοι της OLAF υπενθύμισαν ότι υποχρεούνταν να διασφαλίσουν την εμπιστευτικότητα των συλλεγέντων δεδομένων και παρουσίασαν στους εκπροσώπους της προσφεύγουσας τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF όταν ο οικονομικός φορέας αρνείται να επιτρέψει την πρόσβαση σε συγκεκριμένα δεδομένα λόγω της φύσεώς τους. Στη συνέχεια, οι υπάλληλοι της OLAF πρότειναν, αφενός, να πάρουν μαζί τους τις δημιουργηθείσες εγκληματολογικές εικόνες στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), όπου θα μπορούσαν να γίνουν το φιλτράρισμα αποτελεσμάτων και οι έρευνες, και, αφετέρου, να τους παράσχει η προσφεύγουσα όλες τις ζητηθείσες χρηματοοικονομικές πληροφορίες. Ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας απέρριψε τις εν λόγω προτάσεις.

42      Τέλος, οι υπάλληλοι της OLAF έλαβαν τον κατάλογο των πελατών και των προμηθευτών της προσφεύγουσας καθώς και αντίγραφα εγγράφων που αφορούσαν ορισμένες δαπάνες σχετικές με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Σημειώνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν ικανοποίησε τα αιτήματα των υπαλλήλων της OLAF να λάβουν πληροφορίες για το σύνολο των συναλλαγών της που αφορούσαν πληρωμές και εξοφλήσεις τιμολογίων και για όλες τις άσχετες προς το επίμαχο έργο συναλλαγές από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν, καθώς και τον κατάλογο όλων των τραπεζικών συναλλαγών της από το σύνολο των τραπεζικών της λογαριασμών για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν. Η προσφεύγουσα δεν επέτρεψε στους υπαλλήλους της OLAF να πάρουν μαζί τους τις ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων δύο εκ των ηλεκτρονικών υπολογιστών της, τα δεδομένα που ήταν αποθηκευμένα στους εξυπηρετητές της και την ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διευθυντικών στελεχών και των υπαλλήλων της.

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος 

43      Προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν τυπικό λόγο ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και τέσσερις ουσιαστικούς λόγους ακυρώσεως. Οι τέσσερις αυτοί λόγοι αφορούν παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί των παρατηρήσεων που διατύπωσε η προσφεύγουσα κατόπιν της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C650/19 P)

44      Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επί των συνεπειών της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), η προσφεύγουσα προβάλλει προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως πριν τη λήψη δυσμενούς γι’ αυτήν αποφάσεως, διακριτή από την παραβίαση της υποχρέωσης της Επιτροπής, η οποία εξετάστηκε εξάλλου στις σκέψεις 118 έως 136 της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), να προβεί σε ακρόασή της πριν διαβιβάσει στην τουρκική αναθέτουσα αρχή τη δική της θέση αναφορικά με τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν εις βάρος της προσφεύγουσας σε σχέση με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, μέτρα τα οποία συνίσταντο στον αποκλεισμό της τελευταίας από την επίμαχη σύμβαση.

45      Κατά την προσφεύγουσα, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 966/2012, η σύσταση από την επιτροπή του άρθρου 108 και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν σε δύο διαφορετικά στάδια από δύο διακριτές οντότητες, ήτοι από την επιτροπή του άρθρου 108 και από την Επιτροπή. Στο πλαίσιο αυτό, από την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την αυτοτελή υποχρέωση να προβεί σε ακρόαση της προσφεύγουσας πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατόπιν της συστάσεως της επιτροπής του άρθρου 108, τούτο δε ακόμη και αν δεν σκόπευε να επαυξήσει την προταθείσα από την εν λόγω επιτροπή κύρωση. Κατά την προσφεύγουσα, η υποχρέωση αυτή απορρέει από τελολογική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 108, παράγραφος 9, του κανονισμού 966/2012. Αν είχε τηρηθεί το άρθρο αυτό, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι θα είχε τη δυνατότητα να προβάλει την επιχειρηματολογία της επί της συστάσεως της επιτροπής του άρθρου 108 καθώς και να εξηγήσει τον αντίκτυπο του συγκεκριμένου μέτρου στην οικονομική της επιβίωση.

46      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

47      Κατά τη νομολογία, το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας έχει εφαρμογή και επί των αιτιάσεων ή των επιχειρημάτων. Επιπροσθέτως, η γενικότητα του τίτλου ενός λόγου που προβάλλεται με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο δεν μπορεί να καλύψει την προβολή, σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης, συγκεκριμένων επιχειρημάτων τα οποία δεν συνδέονται αρκούντως στενά με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το δικόγραφο αυτό (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, AQ κατά eu-LISA, T‑164/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:456, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Εντούτοις, λόγος ή αιτίαση που συνιστά ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το δικόγραφο της προσφυγής και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑301/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:676, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Προκειμένου να θεωρηθεί ως ανάπτυξη λόγου ή αιτιάσεως που είχε προβληθεί προηγουμένως, ένα νέο επιχείρημα πρέπει να έχει αρκούντως στενό σύνδεσμο με τους λόγους ή τις αιτιάσεις που είχαν αρχικώς αναπτυχθεί στο δικόγραφο της προσφυγής, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής εξελίξεως της συζητήσεως στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας (βλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2017, Petrov κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑452/15, EU:T:2017:822, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι ουδόλως γίνεται λόγος στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής για προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, όπως περιγράφηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως αντλείται, αφενός, από έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους της OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο και, αφετέρου, από παράβαση της υποχρεώσεως αμεροληψίας κατά τη διεξαγωγή της έρευνας και δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβάλλει εμμέσως επιχείρημα αντλούμενο από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας από την Επιτροπή πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η προσθήκη αυτών των νέων στοιχείων δεν εξηγείται ούτε από τη φυσιολογική εξέλιξη της συζητήσεως στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας.

50      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα περί προσβολής του δικαιώματός της ακροάσεως στις παρατηρήσεις που υπέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί νέο και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.

 Επί της λυσιτέλειας των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τις φερόμενες ως παράνομες ενέργειες των υπαλλήλων της OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο

51      Η Επιτροπή θεωρεί αλυσιτελείς τους τρεις λόγους ακυρώσεως που αφορούν φερόμενες ως παράνομες ενέργειες των υπαλλήλων της OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Κατά την Επιτροπή, ο αποκλεισμός επιβλήθηκε λόγω του ότι η προσφεύγουσα αθέτησε τη βασική συμβατική υποχρέωσή της που απορρέει από σύμβαση χρηματοδοτούμενη από τον προϋπολογισμό της Ένωσης να επιτρέψει τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων από την OLAF προς τον σκοπό της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Πλην όμως, κατά την Επιτροπή, οι προβαλλόμενες παρατυπίες της OLAF ουδεμία επιρροή ασκούν στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν επέτρεψε τη διεξαγωγή της έρευνας της OLAF για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών απάτης ή δωροδοκίας κατά την ανάθεση της συμβάσεως DLPIS. Επομένως, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως δεν είναι ικανοί να ανατρέψουν την αιτιολογία και το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας από τη ΓΔ «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση» πριν από τον αποκλεισμό της από την κοινοπραξία δεν έχει καμία σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση.

52      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι τρεις λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει σχετίζονται ακριβώς με πραγματικά περιστατικά τα οποία η Επιτροπή επαναλαμβάνει στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατ’ αυτήν, η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά που συνδέονται με τη διενέργεια του ελέγχου από την OLAF και η αιτιολογία της βασίζεται στη νομιμότητα του ελέγχου της OLAF υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων, και ιδίως του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96. Πλην όμως, η παράβαση της ουσιώδους συμβατικής υποχρεώσεως κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 966/2012 σχετίζεται με τη διενέργεια του ελέγχου από την OLAF. Επομένως, οι προβαλλόμενες παρατυπίες που συνδέονται με αυτήν είναι ικανές να καταστήσουν πλημμελή την προσβαλλόμενη απόφαση. Στο υπόμνημα απαντήσεως και στις παρατηρήσεις της επί των συνεπειών της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως έχει επίπτωση και στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αποτελεί το θεμέλιο της αθετήσεως υποχρεώσεως που της προσάπτεται.

53      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, θεωρείται αλυσιτελής ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, δεν θα μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση την οποία επιδιώκει ο προσφεύγων (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2021, Γαλλία κατά ECHA, T‑127/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:572, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Συναφώς, η προσαπτόμενη στην προσφεύγουσα αθέτηση υποχρεώσεως, η οποία αποτελεί τη βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, απορρέει άμεσα από τη διεξαγωγή της έρευνας της OLAF, και ιδίως από την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 σχετικά με το εύρος των εξουσιών επιτόπιας έρευνας της OLAF, αλλά και από τον σεβασμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, διά της εφαρμογής της δεύτερης λύσεως που προτάθηκε την πρώτη ημέρα.

55      Κατά συνέπεια, τυχόν παράβαση από την OLAF του νομικού πλαισίου εντός του οποίου ασκεί τις προνομίες της είναι ικανή να μεταβάλει την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, επομένως, τη διαπίστωση περί παραβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 966/2012.

56      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι οι εκθέσεις έρευνας της OLAF δεν είναι ικανές αφ’ εαυτών να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση των προσώπων στα οποία αναφέρονται και ότι εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να εκδώσουν αποφάσεις ικανές να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση των προσώπων που μνημονεύονται στις εκθέσεις αυτές (πρβλ. διάταξη της 16ης Ιουνίου 2021, Green Power Technologies κατά Επιτροπής και ECSEL, T‑533/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:375, σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, προσφυγή ακυρώσεως κατά της τελικής αποφάσεως μιας αρχής μπορεί να περιλαμβάνει λόγους που αφορούν τη νομιμότητα των πράξεων που αποτελούν τη βάση της εν λόγω αποφάσεως.

57      Εντούτοις, όσον αφορά το επιχείρημα περί προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως εκ μέρους της ΓΔ «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση» κατόπιν του επιτόπιου ελέγχου της OLAF, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επειδή η προσφεύγουσα παραβίασε στοιχειώδη υποχρέωση κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 966/2012. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απορρέει από την πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως από τη CFCU, αλλά από την παρακώλυση της έρευνας της OLAF λόγω της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας.

58      Η αιτίαση, όμως, που διατυπώνει η προσφεύγουσα κατά της ΓΔ «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση» τής χρησιμεύει πλέον ως βάση για να αμφισβητήσει όχι την πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως από τη CFCU, αλλά την απόφαση που εκδόθηκε κατά το πέρας της διαδικασίας έρευνας περί αποκλεισμού της από την κοινοπραξία που συστάθηκε για την εκτέλεση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών.

59      Μολονότι βασίζονται στη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου της OLAF που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, οι δύο αυτές διαδικασίες είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Συναφώς, τυχόν παράνομη συμπεριφορά της ΓΔ «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση» είναι μεταγενέστερη της διαδικασίας έρευνας και δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσει την εξέλιξη της οικείας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη αυτή παράβαση δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία στηρίζεται σε παράνομη συμπεριφορά της προσφεύγουσας έναντι της OLAF κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας.

60      Επομένως, αλυσιτελής είναι μόνον ο λόγος που αφορά την προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως εκ μέρους της ΓΔ «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση», ο οποίος μνημονεύεται στο υπόμνημα απαντήσεως.

 Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

61      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως τόσο ως προς την κύρωση του αποκλεισμού που της επέβαλε όσο και ως προς την απόφαση περί δημοσιεύσεως του μέτρου στον ιστότοπο της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία όσον αφορά το εύρος των εξουσιών της OLAF υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96. Ομοίως, κατά την άποψή της, η προσβαλλόμενη απόφαση ουδεμία αιτιολογία περιέχει σε απάντηση των αιτιάσεών της σχετικά με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF. Παράλληλα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τη συμβατότητα της κυρώσεως του αποκλεισμού με την αρχή της αναλογικότητας καθώς και όσον αφορά την πρόσθετη κύρωση της δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής στον ιστότοπο της Επιτροπής.

62      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

63      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), η Διοίκηση έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως συνεπάγεται, κατά πάγια νομολογία, ότι, κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το όργανο που εξέδωσε την πράξη πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η εν λόγω πράξη, ούτως ώστε, αφενός, οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, να παρέχεται η δυνατότητα στον δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής, C‑660/15 P, EU:C:2017:178, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Επομένως, η αιτιολογία δεν χρειάζεται να είναι εξαντλητική, αλλά πρέπει να θεωρείται επαρκής εφόσον εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169, και της 3ης Μαρτίου 2010, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, T‑102/07 και T‑120/07, EU:T:2010:62, σκέψη 180).

65      Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 63 ανωτέρω πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2016, European Dynamics Luxembourg και Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑764/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:723, σκέψη 99· βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, όπως αυτό προκύπτει από τα πρακτικά των τριών ημερών επιτόπιου ελέγχου της OLAF, τα οποία γνώριζε η προσφεύγουσα, από την καταγγελία της προς την OLAF, αλλά και από τις παρατηρήσεις της επί του προκαταρκτικού χαρακτηρισμού τον οποίον είχε προτείνει η επιτροπή του άρθρου 108. Είναι, επομένως, σαφείς οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε την κύρωση του αποκλεισμού και το πρόσθετο μέτρο δημοσιεύσεως, καθώς και η εκτίμηση της αναλογικότητας των εν λόγω κυρώσεων υπό το πρίσμα της σοβαρότητας της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας. Στο πλαίσιο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να πληροφορηθεί τους δικαιολογητικούς λόγους του ληφθέντος μέτρου και να ασκήσει τα δικαιώματά της. Της παρέσχε επίσης τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους της προτάσεως των ελεγκτών να εφαρμόσουν το άρθρο 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της χρηστής διοικήσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα γνώριζε τα ανωτέρω σε βαθμό τέτοιο, ώστε να μπορέσει να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως στην υπόθεση T‑617/17 βασιζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Όσον αφορά τον δικαστή της Ένωσης, δεν αντιμετωπίζει καμία δυσχέρεια ως προς την κατανόηση του εν λόγω ζητήματος και, ως εκ τούτου, ως προς την άσκηση του ελέγχου του.

67      Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96

68      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, καθόσον βασίστηκε στη συμπεριφορά της OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο, η οποία, κατά την προσφεύγουσα, υπερέβη τις εξουσίες της όσον αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες και έγγραφα και τη συλλογή τους. Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, οι εξουσίες της OLAF είναι αυστηρά οριοθετημένες και περιορίζονται στο έργο που υποβλήθηκε σε έλεγχο βάσει του κανονισμού 2185/96 και βάσει του άρθρου 25 των γενικών όρων της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Επομένως, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει κατά την άσκηση των ελεγκτικών της εξουσιών περιορίζεται στις κρίσιμες πληροφορίες αποκλειστικά σε σχέση με το υπό έλεγχο σχέδιο. Ως εκ τούτου, η OLAF δεν μπορεί να έχει πρόσβαση και να συλλέγει πληροφορίες εκτός της χρονικής περιόδου του έργου που υποβλήθηκε σε έλεγχο. Για τον λόγο αυτόν, η συνεργασία της προσφεύγουσας περιορίστηκε στα στοιχεία των οποίων τη γνωστοποίηση μπορούσε να απαιτήσει η OLAF. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η OLAF δεν τήρησε την αρχή της αναλογικότητας.

69      Δεύτερον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η OLAF δεν μπορεί να αποχωρήσει από τον επιτόπιο έλεγχό της εφόσον είναι σε θέση να εκτελέσει, έστω και εν μέρει, τις αναγκαίες γι’ αυτόν εργασίες και ότι η αποτυχία του ελέγχου οφείλεται αποκλειστικά στην ίδια.

70      Τρίτον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η άρνησή της να διαβιβάσει στην OLAF δεδομένα που δεν συνδέονταν με το ελεγχόμενο έργο ήταν επίσης βάσιμη και δικαιολογημένη υπό το πρίσμα της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου των πελατών της όσον αφορά τα αρχεία τους. Η υποχρέωση της OLAF να προστατεύει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των συλλεγόμενων εγγράφων ουδόλως μεταβάλλει την υποχρέωση αυτή της προσφεύγουσας.

71      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του συνόλου των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

72      Όσον αφορά το αντικείμενο της έρευνας, από τη δικογραφία προκύπτει ότι αυτό δεν αφορούσε μόνον την ανάθεση και την εκτέλεση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών DLPIS, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, και αφορούσε ευρύτερα την προβαλλόμενη συμμετοχή της τελευταίας σε πράξεις απάτης ή δωροδοκίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε πλαίσιο ευρύτερο απ’ ό,τι το πρόγραμμα DLPIS.

73      Όσον αφορά το εύρος των εξουσιών της OLAF βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το ζήτημα αυτό εξετάστηκε ήδη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879).

74      Επομένως, στο μέτρο που οι αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), και της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446), ανέλυσαν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που επαναλαμβάνονται στην παρούσα διαδικασία, πρέπει να εξεταστεί η επιρροή που ασκούν οι αποφάσεις αυτές στην ανάλυση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

75      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αγωγή αποζημιώσεως αποτελεί αυτοτελές μέσο δικαστικής προστασίας, το οποίο έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων δικαστικής προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως οι οποίες τέθηκαν με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό του. Ενώ σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως είναι η επιβολή κυρώσεως λόγω του παράνομου χαρακτήρα μιας νομικώς δεσμευτικής πράξεως, η αγωγή αποζημιώσεως έχει ως αντικείμενο την αίτηση αποκαταστάσεως ζημίας απορρέουσας από μια πράξη ή από μια παράνομη συμπεριφορά που μπορεί να καταλογισθεί σε όργανο ή οργανισμό της Ένωσης (βλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, Διαμεσολαβητής κατά Lamberts, C‑234/02 P, EU:C:2004:174, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Η αρχή της αυτοτέλειας των μέσων δικαστικής προστασίας απαγορεύει, εν προκειμένω, ενιαία εκτίμηση του συνόλου των λόγων περί ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλονται στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως και της αγωγής αποζημιώσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποφάσεις με τις οποίες γίνονται δεκτά τα αιτήματα της εν λόγω προσφυγής και της εν λόγω αγωγής έχουν διαφορετικές συνέπειες. Επομένως, η ευδοκίμηση της προσφυγής ακυρώσεως καταλήγει στην εξαφάνιση από την έννομη τάξη της Ένωσης της προσβαλλομένης πράξεως, ενώ η ευδοκίμηση της αγωγής αποζημιώσεως καθιστά δυνατή μόνον την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη αυτή, χωρίς αυτόματη κατάργηση της πράξεως αυτής (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2007, Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, T‑3/00 και T‑337/04, EU:T:2007:357, σκέψη 284).

77      Εντούτοις, χωρίς να δεσμεύεται από τη στενή έννοια του δεδικασμένου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει εντελώς τη συλλογιστική που ανέπτυξε το Δικαστήριο σε μια υπόθεση που αφορά τους ίδιους διαδίκους και θέτει, κατ’ ουσίαν, τα ίδια νομικά ζητήματα. Πράγματι, η ίδια η αρχή της αιτήσεως αναιρέσεως και η ιεραρχική διάρθρωσή της συνιστούν, καταρχήν, στο Γενικό Δικαστήριο να μην θέτει το ίδιο υπό αμφισβήτηση νομικά ζητήματα τα οποία έχουν επιλυθεί με απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Kaddour κατά Συμβουλίου, T‑510/18, EU:T:2020:436, σκέψη 92).

78      Εν προκειμένω, με την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως κρίνοντας ότι η OLAF και η Επιτροπή δεν είχαν υποπέσει σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου δυνάμενου να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Ένωσης.

79      Με την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), το Δικαστήριο αναίρεσε εν μέρει την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446), καθόσον με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί ως αβάσιμη η αιτίαση περί προσβολής από την Επιτροπή του δικαιώματος ακροάσεως. Πλην όμως, το Δικαστήριο επικύρωσε παράλληλα την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου κατά τα λοιπά, ιδίως όσον αφορά τη μη παράβαση από την OLAF του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96.

80      Ως εκ τούτου, πρέπει να διαπιστωθούν οι συνέπειες ως προς την ερμηνεία των προνομίων της OLAF στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου, οι οποίες απορρέουν από τη διάταξη που μνημονεύθηκε στη σκέψη 79 ανωτέρω.

81      Το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 76 της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), ότι το αίτημα της OLAF προς την προσφεύγουσα να συλλέξει τα δεδομένα για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 71 της αποφάσεως της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446), για την πραγματοποίηση ψηφιακής εγκληματολογικής επιχειρήσεως, δεν αντέβαινε στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96.

82      Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), ιδίως όσον αφορά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία των οποίων έγινε επίκληση προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως και τα οποία εγείρουν το ίδιο νομικό ζήτημα, καθώς και το αντικείμενο της έρευνας, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 72 ανωτέρω, τα αιτήματα της OLAF πρέπει να θεωρηθούν, αφενός, ως εμπίπτοντα στο είδος των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 και, αφετέρου, ως σχετικά με τις επίμαχες πράξεις, ήτοι με τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας.

83      Επομένως, τα αιτήματα της OLAF ήταν αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 8 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, και η OLAF δεν υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε συναφώς.

84      Κατά συνέπεια, η υπό αίρεση πρόσβαση που παρέσχε η προσφεύγουσα, την οποία επέβαλε βάσει μονομερούς ερμηνείας, ήταν ικανή να θίξει την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία των ερευνών της OLAF και πρέπει να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με άρνηση συνεργασίας εκ μέρους της προσφεύγουσας υπό την ιδιότητά της ως ελεγχόμενου φορέα, στοιχείο που δικαιολογεί τον τερματισμό του επιτόπιου ελέγχου από την OLAF.

85      Επιπλέον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στην προστασία του επαγγελματικού απορρήτου και στις συμβατικές ρήτρες βάσει των οποίων υποχρεούτο, έναντι των εμπορικών εταίρων της, να μη γνωστοποιήσει σε τρίτους δεδομένα που τους αφορούσαν, τα επιχειρήματα αυτά σκοπό έχουν να δικαιολογήσουν την άρνησή της να γνωστοποιήσει στην OLAF ορισμένα από τα δεδομένα στα οποία η τελευταία ζήτησε πρόσβαση.

86      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, η επιχειρηματική ελευθερία, της οποίας το επιχειρηματικό απόρρητο αποτελεί εκδήλωση, αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Interseroh Scrap and Metals Trading, C‑1/11, EU:C:2012:194, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί σε αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Ένωση και δεν συνιστούν, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του διασφαλιζομένου δικαιώματος (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2011, Nycomed Danmark κατά EMA, T‑52/09, EU:T:2011:738, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Επομένως, από τον συνδυασμό των άρθρων 310 και 317 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑623/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:734, σκέψη 49). Εξ αυτού απορρέει υποχρέωση μέριμνας για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 65).

89      Επομένως, οι ως άνω αρχές έχουν αυξημένη σημασία και συνιστούν σκοπό γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Σε αυτές οφείλεται η υποχρέωση καταπολεμήσεως των παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης με αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα, την οποία επιβάλλει, μεταξύ άλλων, το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, ήτοι το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Taricco κ.λπ., C‑105/14, EU:C:2015:555, σκέψη 50), και της οποίας το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2013, συνιστά εφαρμογή.

90      Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι ρήτρες εμπιστευτικότητας που προβλέπονται σε αρκετές συμβάσεις τις οποίες προσκόμισε χάριν παραδείγματος η προσφεύγουσα προβλέπουν τον σχετικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής. Συναφώς, προβλέπουν ότι η απαίτηση περί εμπιστευτικότητας ισχύει εκτός αν η εφαρμοστέα νομοθεσία, ιδίως δε το ουγγρικό δίκαιο, προβλέπει διαφορετικά.

91      Πλην όμως, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, οι υπάλληλοι της OLAF έχουν πρόσβαση, υπό τους ίδιους όρους με τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και τηρουμένων των εθνικών νομοθεσιών, σε όλες τις πληροφορίες που αποδεικνύονται αναγκαίες για την ομαλή διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει παράβαση των κανόνων του ουγγρικού δικαίου που έχουν εφαρμογή κατά τον επιτόπιο έλεγχο, δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι υπείχε απόλυτη υποχρέωση διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα των δεδομένων των πελατών της.

92      Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 του κανονισμού 883/2013, καθιερώνει μηχανισμό προστασίας των εμπιστευτικών στοιχείων που συλλέγονται στο πλαίσιο έρευνας της OLAF. Τα δεδομένα αυτά όχι μόνον καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, αλλά και δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν για σκοπούς άλλους από εκείνους της διασφαλίσεως αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

93      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 25.3 των γενικών όρων της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι επισυνάπτονται στην εν λόγω σύμβαση, προβλέπει ότι «[η] πρόσβαση που πρέπει να παρέχεται στους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου εξασφαλίζεται σε εμπιστευτική βάση, με σεβασμό στους τρίτους και υπό την επιφύλαξη τυχόν υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου τις οποίες υπέχουν».

94      Επιπλέον, η προσφεύγουσα ουδέποτε ανέφερε ότι υπήρχαν συζητήσεις μεταξύ της ίδιας και των δικηγόρων της που θα μπορούσαν να τύχουν ειδικής προστασίας, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την προστασία της οποίας τυγχάνει το επιχειρηματικό απόρρητο (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής, 155/79, EU:C:1982:157, σκέψεις 18 έως 24). Η πρόσβαση στις πρώτες πρέπει να οριοθετείται αυστηρά για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, ενώ η πρόσβαση στις δεύτερες είναι δυνατή σε μεγαλύτερο βαθμό, χωρίς ωστόσο να υπάρχει προσβολή του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος.

95      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν είχε το δικαίωμα να αντιταχθεί στα αιτήματα της OLAF επικαλούμενη ρήτρες εμπιστευτικότητας και την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου των πελατών της. Επιπλέον, ο λόγος αυτός δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να επιτρέπει στο πρόσωπο ή την ελεγχόμενη οντότητα να προσδιορίζει το ίδιο τα κρίσιμα δεδομένα για τους σκοπούς έρευνας της OLAF. Πράγματι, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα στην πράξη να στερήσει τις εξουσίες της OLAF από κάθε αποτελεσματικότητα, εξαρτώντας την πρόσβαση της OLAF στα αναγκαία για την έρευνά της έγγραφα αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση της προσφεύγουσας (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψεις 56 έως 66, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, T‑125/03 και T‑253/03, EU:T:2007:287, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Υπό το πρίσμα του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η OLAF δεν παρέβη με τα αιτήματά της ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 ούτε το επιχειρηματικό απόρρητο. Επομένως, οι μνημονευθείσες συμβατικές ρήτρες δεν παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην πρόσβαση και τη συλλογή των ζητηθέντων στοιχείων. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία βασίζεται στην παράνομη άρνηση της προσφεύγουσας να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του προαναφερθέντος κανονισμού, δεν είναι παράνομη.

97      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της προσβολής του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως

98      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί διότι συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η OLAF παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως επειδή, αφενός, δεν της επέστησε εγκαίρως την προσοχή στην ειδική διαδικασία του σφραγισμένου φακέλου την οποία προβλέπει το άρθρο 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF και, αφετέρου, δεν τήρησε κατά την τρίτη ημέρα του ελέγχου τη διαδικασία που είχε από κοινού συμφωνηθεί την πρώτη ημέρα.

99      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

100    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε προσώπου στην εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης κατά τρόπο αμερόληπτο, δίκαιο και εντός εύλογης προθεσμίας. Κατά πάγια νομολογία αναφορικά με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, οσάκις τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει κατά μείζονα λόγο θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2014, SP κατά Επιτροπής, T‑472/09 και T‑55/10, EU:T:2014:1040, σκέψη 186 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 2ας Απριλίου 2020, Hansol Paper κατά Επιτροπής, T‑383/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:139, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Επιπροσθέτως, τα ως άνω θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί οφείλουν να συμμορφώνονται προς την επιταγή της αμεροληψίας, ως προς αμφότερες τις πτυχές της, οι οποίες είναι, αφενός, η υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένα μέλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, η αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό αυτό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη (βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Dalli κατά Επιτροπής, C‑615/19 P, EU:C:2021:133, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι τα πραγματικά και νομικά στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των αποφάσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 74 ανωτέρω. Επομένως, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 74 έως 82 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί η επιρροή που ασκούν οι αποφάσεις αυτές στην ανάλυση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, στο μέτρο που ανέλυσαν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εξετάζονται επί του παρόντος, και, ως εκ τούτου, να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προηγούμενη εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης πριν γίνει νέα ανάλυση.

103    Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, αφενός, λόγω της ελλείψεως επιμέλειας εκ μέρους της OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο και, αφετέρου, λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αμεροληψίας κατά τη διεξαγωγή της έρευνας.

104    Όσον αφορά το καθήκον επιμέλειας, υπενθυμίζεται ότι αυτό συνεπάγεται ότι η ενωσιακή Διοίκηση ενεργεί με επιμέλεια και σύνεση [πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψη 93].

105    Συναφώς, από τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου, η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 32 έως 42 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι υπάλληλοι της OLAF επέδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ανησυχίες που εξέφρασε η προσφεύγουσα όσον αφορά τις υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας μεταξύ αυτής και των εμπορικών εταίρων της. Για αυτόν τον λόγο, πρότειναν την πρώτη ημέρα του ελέγχου μια άλλη μέθοδο διεξαγωγής της εγκληματολογικής επιχειρήσεως και, στη συνέχεια, τη δεύτερη ημέρα, δέχθηκαν τη διενέργειά της επί υλικού πληροφορικής που παρέσχε η προσφεύγουσα. Επιπλέον, την τρίτη ημέρα, λόγω των δυσχερειών κατά την πραγματοποίηση της επιχειρήσεως επί του υλικού πληροφορικής που παρέσχε η προσφεύγουσα και εξαιτίας των συνεχιζόμενων διαφωνιών ως προς την έκταση του επιτόπιου ελέγχου, πρότειναν διαφορετική μέθοδο, στηριζόμενη στο άρθρο 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, προκειμένου να διασκεδαστούν οι ανησυχίες της προσφεύγουσας όσον αφορά την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και να είναι συγχρόνως δυνατή η ολοκλήρωση του επιτόπιου ελέγχου.

106    Συναφώς, επισημαίνεται ακόμη ότι οι υπάλληλοι της OLAF αποφάσισαν να τερματίσουν πρόωρα τον επιτόπιο έλεγχο, ιδίως λόγω της αρνήσεως της προσφεύγουσας να παράσχει ορισμένες από τις πληροφορίες που είχαν ζητήσει και να τους επιτρέψει να πάρουν μαζί τους τις ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF.

107    Κατά συνέπεια, ο πρόωρος τερματισμός του επιτόπιου ελέγχου οφείλεται στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, παρά τις προσπάθειες της OLAF, η οποία δεν παρέβη, ως εκ τούτου, το καθήκον επιμέλειας που υπέχει.

108    Όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αμεροληψίας, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι οι επιφορτισμένοι με τον επιτόπιο έλεγχο υπάλληλοι της OLAF εκδήλωσαν μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τα επιχειρήματα αυτά επιχειρείται να αποδειχθεί παράβαση της αντικειμενικής αμεροληψίας, η οποία απορρέει από τη μη παρουσίαση της διαδικασίας του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, καθώς και από τις πιέσεις που ασκήθηκαν κατά την τρίτη ημέρα του ελέγχου προκειμένου η προσφεύγουσα να παράσχει στην OLAF πρόσβαση σε όλα τα ψηφιακά δεδομένα που αυτή ζητούσε.

109    Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το πρακτικό ελέγχου για τη 12η Απριλίου 2016, επιδόθηκε στην προσφεύγουσα ενημερωτικό φυλλάδιο το οποίο αφορά τις διαδικασίες πραγματοποιήσεως ψηφιακής εγκληματολογικής επιχειρήσεως και αξιοποιήσεως των αποτελεσμάτων και παραπέμπει στις κατευθυντήριες γραμμές της OLAF, οι οποίες, κατά τα λοιπά, είναι συγκεντρωμένες σε έγγραφο ελευθέρως προσβάσιμο στο κοινό. Δεύτερον, από το πρακτικό ελέγχου για τη 14η Απριλίου 2016 προκύπτει ότι οι υπάλληλοι της OLAF αναφέρθηκαν στο άρθρο 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF μόνο μετά την άρνηση της προσφεύγουσας να τους παραδώσει τις ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες που είχαν ζητήσει οι ελεγκτές. Επιπροσθέτως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα υπέστη πιέσεις κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου. Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών εφαρμόζεται μόνο στα δεδομένα που εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο, δηλαδή στα δεδομένα που καλύπτονται από το απόρρητο των επικοινωνιών μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να απαιτήσει να διεξαχθεί ολόκληρη η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διαδικασία.

110    Κατά συνέπεια, η OLAF δεν παρέβη την υποχρέωση αμεροληψίας κατά τη διεξαγωγή της έρευνας.

111    Κατόπιν του συνόλου των σκέψεων αυτών και ελλείψει νέων στοιχείων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν νέα εκτίμηση, δεν είναι δυνατή η παρέκκλιση από τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το ζήτημα της προσβολής του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, τα οποία δεν αμφισβήτησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879).

112    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με μη δυνατότητα εφαρμογής της διαδικασίας του σφραγισμένου φακέλου του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, υπενθυμίζεται ότι το επιχείρημα αυτό δεν εξετάστηκε ούτε από το Γενικό Δικαστήριο ούτε από το Δικαστήριο.

113    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε για πρώτη φορά στο υπόμνημα απαντήσεως. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα προέβαλε το επιχείρημα αυτό μόλις κατά το συγκεκριμένο στάδιο και δεν στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία να ανέκυψαν μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής, ούτε συνδέεται στενά με επιχειρήματα που διατυπώθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής και τα οποία θα αποτελούσαν εν τοιαύτη περιπτώσει την ανάπτυξή του, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 46 έως 48 ανωτέρω, να απορριφθεί ως οψιγενές και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.

114    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

115    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη καθόσον βασίζεται σε εσφαλμένη ανάλυση της διεξαγωγής του επιτόπιου ελέγχου της OLAF η οποία παραβίασε, κατά την άποψή της, την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πρώτον, εκτιμά ότι οι υπάλληλοι της OLAF, προτείνοντας την πρώτη ημέρα του ελέγχου μια διαφορετική μέθοδο διεξαγωγής της εγκληματολογικής επιχειρήσεως, διατύπωσαν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι θα συλλέγονταν μόνον δεδομένα σχετιζόμενα με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, η δε προσφεύγουσα μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι η εγκληματολογική επιχείρηση θα ολοκληρωνόταν. Δεύτερον, η εφαρμογή της μεθόδου αυτής από τους υπαλλήλους της OLAF κατά τη διάρκεια των τριών ημερών του ελέγχου δημιούργησε στην προσφεύγουσα προσδοκία και δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Τρίτον, οι διαβεβαιώσεις αυτές ήταν, κατά την άποψή της, σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες και, ειδικότερα, προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96.

116    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

117    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του λόγου αυτού επαναλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, εκείνα που προέβαλε η προσφεύγουσα στην αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε στο πλαίσιο των αποφάσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 74 ανωτέρω.

118    Επομένως, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 75 έως 79 ανωτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προηγούμενη εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης πριν γίνει νέα ανάλυση.

119    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, στις σκέψεις 94 έως 108 της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879), επικυρώνοντας συναφώς την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446), έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης από την OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενήργησε.

120    Επομένως, η ανάλυση του λόγου αυτού, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά και νομικά στοιχεία, πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C‑650/19 P, EU:C:2021:879).

121    Κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε πολίτης στον οποίο έχουν δημιουργηθεί βάσιμες προσδοκίες από θεσμικό όργανο της Ένωσης. Εντούτοις, η επίκληση του δικαιώματος αυτού προϋποθέτει τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την ενωσιακή Διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν βάσιμη προσδοκία στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να συνάδουν με τους ισχύοντες κανόνες (βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

122    Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεσθεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει τέτοιων διαβεβαιώσεων (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

123    Εν προκειμένω, πρέπει να προσδιοριστεί ποιες ήταν οι συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις που έλαβε η προσφεύγουσα από την OLAF στο πλαίσιο της ψηφιακής εγκληματολογικής επιχειρήσεως.

124    Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρώτης ημέρας του επιτόπιου ελέγχου, οι υπάλληλοι της OLAF, κατόπιν της αρνήσεως της προσφεύγουσας να επιτρέψει στους υπαλλήλους της OLAF να συλλέξουν τα δεδομένα που περιέχονταν στους υπολογιστές δύο υπαλλήλων της, συμφώνησαν να παρεκκλίνουν από τη διαδικασία που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές της OLAF όσον αφορά τον τόπο αποκτήσεως και επεξεργασίας του ψηφιακού φορέα που περιείχε τις δημιουργηθείσες ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες καθώς και του ίδιου του φορέα.

125    Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι ελεγκτές της OLAF έδωσαν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διαβεβαιώσεις αυτές αφορούσαν αποκλειστικά τον τόπο όπου θα πραγματοποιούνταν η επεξεργασία των δεδομένων με λέξεις-κλειδιά και τον φορέα που θα χρησιμοποιούνταν για τη διαδικασία ευρετηριάσεως και έρευνας. Ουδέποτε άφησαν οι ελεγκτές της OLAF να εννοηθεί ότι δέχονταν να συλλέξουν μόνον τα δεδομένα που σχετίζονταν με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών.

126    Αντιθέτως, από τα πρακτικά της πρώτης ημέρας του ελέγχου, τα οποία υπογράφηκαν από έναν από τους γενικούς διευθυντές της προσφεύγουσας, προκύπτει σαφώς ότι το πρώτο στάδιο της διαδικασίας συνίστατο στη δημιουργία ψηφιακών εγκληματολογικών αντιγράφων των σκληρών δίσκων και των προεπιλεγέντων φακέλων στον εξυπηρετητή, χωρίς να αναφέρεται κανένας περιορισμός ως προς τα συλλεγέντα δεδομένα. Αναφερόταν μόνον ότι, μετά την ολοκλήρωση των σταδίων αυτών, οι υπάλληλοι της OLAF θα εξήγαν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων και θα δημιουργούσαν ένα ψηφιακό δικαστικό αντίγραφο μόνον των επιλεγμένων αρχείων.

127    Επομένως, οι προσδοκίες της προσφεύγουσας μπορούσαν να αφορούν θεμιτώς μόνον τη δημιουργία των πρώτων ψηφιακών εγκληματολογικών αντιγράφων στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως, την ευρετηρίαση και τη διαλογή των δεδομένων στους χώρους αυτούς, τούτο δε, στο εν λόγω πλαίσιο, με χρήση του εξοπλισμού που εκείνη είχε παράσχει.

128    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 73 έως 95 ανωτέρω, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 επέτρεπε στην OLAF να έχει πρόσβαση στα δεδομένα στα οποία η προσφεύγουσα είχε αρνηθεί την πρόσβαση.

129    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσον αφορά το ότι επρόκειτο, κατά παρέκκλιση, να εφαρμοστεί υπέρ της μια άλλη πρακτική, παρότι η ίδια αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τα αιτήματα των υπαλλήλων της OLAF, τα οποία ήταν σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 και με τις κατευθυντήριες γραμμές της OLAF. Δεν μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ότι θα εφαρμοστεί η συμφωνία της με την OLAF σχετικά με την παροχή ορισμένων πληροφοριών σε αυτήν, συμφωνία την οποία η ίδια η προσφεύγουσα είχε αποφασίσει να μην τηρήσει.

130    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

131    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον αποκλεισμό της προσφεύγουσας από κάθε διαδικασία συνάψεως συμβάσεων για δύο έτη όσο και τη δημοσίευση της κυρώσεως στον ιστότοπό της. Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

132    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή υπέχει γενική υποχρέωση να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, αλλά και κατά τρόπο ειδικότερο στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 966/2012, ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφοι 3, 7 και 17. Εξ αυτού προκύπτει ειδική νομική υποχρέωση αυστηρής τηρήσεως της εν λόγω αρχής.

133    Πρώτον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που χρησίμευσαν ως βάση για τη νομική εκτίμηση της επιτροπής του άρθρου 108 δεν αποδείχθηκαν με βεβαιότητα, διότι αποτελούσαν το πραγματικό πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως την οποία είχε ασκήσει και η οποία εξακολουθούσε να εκκρεμεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι της είχαν ήδη επιβληθεί συντηρητικά μέτρα βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, του κανονισμού 966/2012, με την αναστολή των πληρωμών και, στη συνέχεια, με τον αποκλεισμό της από τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών από τη CFCU, στις 11 Νοεμβρίου 2016. Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ούτε η επιτροπή του άρθρου 108 ούτε η Επιτροπή έλαβαν υπόψη τα κριτήρια του άρθρου 106, παράγραφος 3, του κανονισμού 966/2012. Αφενός, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς της στα οικονομικά συμφέροντα και στη φήμη της Ένωσης. Αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανέλυσε, κατά την προσφεύγουσα, τις ελαφρυντικές περιστάσεις που συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο ότι η ίδια ουδέποτε είχε την πρόθεση να παρεμποδίσει τον επιτόπιο έλεγχο της OLAF και δεν ήταν υπότροπος. Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δημοσίευση συνιστά πρόσθετη κύρωση προληπτικής φύσεως και ότι, ελλείψει ειδικών και αυτοτελών λόγων, η Επιτροπή δεν μπορούσε να της επιβάλει την κύρωση αυτή. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η δημοσίευση είναι αντίθετη προς το άρθρο 106, παράγραφος 16, του κανονισμού 966/2012, καθόσον δεν αναφέρει ότι δεν υπάρχει διοικητική απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη ή τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί των επίμαχων πραγματικών περιστατικών.

134    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

135    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να είναι κατάλληλες για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση και να μην υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών αυτών, εξυπακουομένου ότι, στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές, τα δε δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 165 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

136    Αφενός, πρέπει να εξεταστεί η διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 966/2012 προκειμένου να κριθεί αν η ύπαρξη διοικητικής αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη ή τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως είναι ικανή να επηρεάσει τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

137    Κατά το άρθρο 105α του κανονισμού 966/2012, σκοπός του συστήματος έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού είναι η διευκόλυνση του έγκαιρου εντοπισμού των κινδύνων που απειλούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και ο αποκλεισμός οικονομικών φορέων που εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 106, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

138    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 106, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 966/2012, η «αναθέτουσα αρχή αποκλείει τη συμμετοχή οικονομικού φορέα σε διαδικασίες προμηθειών που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό όταν […] διαπιστώθηκαν σοβαρές παραλείψεις του οικονομικού φορέα όσον αφορά τη συμμόρφωσή του προς βασικές υποχρεώσεις κατά την εκτέλεση σύμβασης χρηματοδοτούμενης από τον προϋπολογισμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη καταγγελία της σύμβασης ή την εφαρμογή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεων ή άλλων συμβατικών κυρώσεων ή που διαπιστώθηκε κατόπιν λογιστικών ή άλλων ελέγχων ή ερευνών από διατάκτη, την OLAF ή το Ελεγκτικό Συνέδριο».

139    Δεύτερον, το άρθρο 106, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 966/2012 διευκρινίζει ότι, «στην περίπτωση που αναφέρεται στο [άρθρο 106] στοιχείο ε) της παραγράφου 1, η αναθέτουσα αρχή αποκλείει οικονομικό φορέα με βάση τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς που προβλέπεται στα εν λόγω στοιχεία, έχοντας υπόψη διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά ή άλλα πορίσματα που περιλαμβάνονται στη σύσταση της επιτροπής του άρθρου 108».

140    Κατά το άρθρο 106, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 966/2012, «στα πραγματικά περιστατικά και τα πορίσματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται ιδίως: […] τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνονται στο πλαίσιο λογιστικών ελέγχων ή ερευνών που διενεργούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, την OLAF ή την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου ή στο πλαίσιο κάθε άλλης εξέτασης, λογιστικού ελέγχου ή επιθεώρησης που διενεργείται με ευθύνη του διατάκτη».

141    Επομένως, από το σύνολο των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 137 έως 140 ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον διαπιστωθεί ότι ένας οικονομικός φορέας έχει υποπέσει σε σοβαρή παράβαση ορισμένης από τις ουσιώδεις υποχρεώσεις του κατά την εκτέλεση συμβάσεως χρηματοδοτούμενης από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να προσφύγει στην επιτροπή του άρθρου 108 προκειμένου αυτή να διατυπώσει σύσταση ως προς τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς.

142    Συναφώς, αντιθέτως προς όσα προέβαλε η προσφεύγουσα, η παραπομπή της υπόθεσης στην επιτροπή του άρθρου 108, δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 966/2012, δεν προϋποθέτει την ύπαρξη τελεσίδικης δικαστικής ή διοικητικής αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 105α, παράγραφος 2, του κανονισμού 966/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 106, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η επιβολή κυρώσεως αποκλεισμού είναι δυνατή στην ειδική αυτή περίπτωση ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διοικητικής αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη ή τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως που αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

143    Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 137 έως 140 ανωτέρω, η εκτίμηση της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας πραγματοποιήθηκε βάσει των πραγματικών διαπιστώσεων που έγιναν κατά τον επιτόπιο έλεγχο της OLAF και των αποτελεσμάτων της. Επομένως, η έλλειψη τελεσίδικης αποφάσεως ή αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη δεν ασκεί επιρροή στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών τα οποία προσάπτονται στην προσφεύγουσα και τα οποία δεν συνάγονται βάσει απλών τεκμηρίων ή υποθέσεων, αλλά διαπιστώθηκαν βάσει των στοιχείων που προέκυψαν από τον εν λόγω έλεγχο. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έχει ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ερειδόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά δεν ασκεί επιρροή στη διαδικασία που προβλέπεται στη σκέψη 142 ανωτέρω.

144    Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το εύρος των υποχρεώσεών της, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 883/2013 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, στοιχείο που καθιστά την κύρωση αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ενήργησε καλόπιστα, επιτρέποντας την πρόσβαση και τη συλλογή των δεδομένων και εγγράφων που θεωρούσε ότι όφειλε να διαβιβάσει, δηλαδή των δεδομένων που σχετίζονταν με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της έρευνας της OLAF. Λαμβανομένης υπόψη της υφιστάμενης αβεβαιότητας, η οποία επιβεβαιώθηκε με την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η προσφεύγουσα ερειδόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά, η συμπεριφορά της εμπίπτει, στη χειρότερη περίπτωση, σε συγγνωστή πλάνη κατά την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων. Επομένως, καθόσον τα στοιχεία αυτά δεν συνεκτιμήθηκαν, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

145    Από το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2185/96 και από το άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 883/2013 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου, επιτρέπεται στην OLAF να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση σχετικά με τις υπό εξέταση πράξεις που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνάς της και να λαμβάνει αντίγραφα των εγγράφων που αποδεικνύονται αναγκαία για τη διενέργεια ενός τέτοιου ελέγχου.

146    Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 παρέχει στην OLAF ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των πληροφοριών και των εγγράφων στα οποία κρίνει αναγκαίο να έχει πρόσβαση και των οποίων επιθυμεί να λάβει αντίγραφο στο πλαίσιο έρευνας κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 883/2013 (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Vialto Consulting κατά Επιτροπής, T‑617/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:446, σκέψη 68).

147    Επομένως, το εύρος των υποχρεώσεων της προσφεύγουσας συνάγεται επαρκώς από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 145 ανωτέρω. Το περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στην OLAF, για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 146 ανωτέρω, δεν είναι ικανό να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή.

148    Επομένως, δεν υφίσταται ως προς την ερμηνεία της νομοθεσίας καμία εύλογη αμφιβολία η οποία θα μπορούσε να καταστήσει δυσανάλογη την επιβολή κυρώσεως αποκλεισμού σε σχέση με τη σοβαρή παράβαση που διέπραξε η προσφεύγουσα (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2020, VQ κατά ΕΚΤ, T‑203/18, EU:T:2020:313, σκέψεις 61 έως 68).

149    Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το στοιχείο ότι η προσφεύγουσα, αφού ενημερώθηκε από την OLAF για το περιεχόμενο των υποχρεώσεών της βάσει των κανονισμών 883/2013 και 2185/96 καθώς και των γενικών όρων που επισυνάπτονταν στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, αλλά και για τις πιθανές συνέπειες ενδεχόμενης παραλείψεως, ενέμεινε μετά λόγου γνώσεως στη συμπεριφορά της.

150    Κατά συνέπεια, δεν είναι βάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι τάχα η Επιτροπή στηρίχθηκε σε αβέβαια πραγματικά περιστατικά και σε ασαφείς ή συγκεχυμένες υποχρεώσεις.

151    Υπό το πρίσμα του συνόλου των εκτιμήσεων αυτών, οι οποίες διατυπώθηκαν στις σκέψεις 135 έως 150 ανωτέρω, πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί αν οι κυρώσεις αποκλεισμού και δημοσιεύσεως που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 135 ανωτέρω.

–       Επί της καταλληλότητας των ληφθέντων μέτρων

152    Από τα άρθρα 105α και 106 του κανονισμού 966/2012 προκύπτει ότι οι επιβαλλόμενες χρηματικές κυρώσεις πρέπει, ως εκ της φύσεώς τους και της αυστηρότητάς τους, να είναι κατάλληλες για την επίτευξη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού, εν προκειμένω, της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι επιβλήθηκαν δύο κυρώσεις, ήτοι, αφενός, ο διετής αποκλεισμός της προσφεύγουσας από κάθε διαδικασία συνάψεως συμβάσεως χρηματοδοτούμενης από τον προϋπολογισμό της Ένωσης και, αφετέρου, η δημοσίευση του αποκλεισμού στον ιστότοπο της Επιτροπής.

153    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της συμπεριφοράς της έναντι της OLAF και, ως εκ τούτου, την καταλληλότητα της κυρώσεως του αποκλεισμού, καθώς και της δημοσιεύσεως της κυρώσεως αυτής.

154    Καταρχάς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η OLAF κίνησε, δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 883/2013, έρευνα λόγω υπονοιών περί πράξεων διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του έργου DLPIS και, αφετέρου, ότι τα εντάλματα των υπαλλήλων της OLAF αφορούσαν τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για την πιθανή ανάμιξη της προσφεύγουσας στις πράξεις αυτές, μέσω της πραγματοποιήσεως ψηφιακής εγκληματολογικής επιχειρήσεως σε ορισμένους ψηφιακούς πόρους της προσφεύγουσας.

155    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η OLAF ζήτησε πρόσβαση σε τραπεζικά και λογιστικά έγγραφα καθώς και σε δεδομένα πληροφορικής περιλαμβανόμενα σε εξυπηρετητή και δύο φορητούς υπολογιστές. Κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ της OLAF και της προσφεύγουσας, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 32 έως 34 ανωτέρω, συμφωνήθηκε μια ειδική μέθοδος για τη δημιουργία ψηφιακών εικόνων και την επιτόπια ευρετηρίαση ψηφιακών δεδομένων με βάση το υλικό πληροφορικής που είχε παράσχει η προσφεύγουσα.

156    Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης (βλ. σκέψεις 35 έως 42 ανωτέρω) ότι η προσφεύγουσα δεν επέτρεψε στην OLAF να συλλέξει το σύνολο των εγγράφων και δεδομένων που αυτή θεωρούσε χρήσιμα για την έρευνα. Η προσφεύγουσα αντιτάχθηκε στη διαβίβαση πληροφοριών που δεν σχετίζονταν με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, προκειμένου να διαφυλαχθεί κυρίως η εμπιστευτικότητα των επαγγελματικών δεδομένων τρίτων και επικουρικώς η ιδιωτική ζωή των εργαζομένων της. Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 145 έως 150 ανωτέρω, οι υποχρεώσεις που υπείχε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων της OLAF ήταν αρκούντως σαφείς, ώστε αυτή να είναι σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενο και τον ουσιώδη χαρακτήρα τους. Η OLAF, ενώ επέδειξε κάποια ευελιξία ως προς τον τρόπο διενέργειας του επίμαχου ελέγχου, δεχόμενη επί της ουσίας να χρησιμοποιήσει το παρασχεθέν από την προσφεύγουσα υλικό πληροφορικής, μπορούσε κατά νόμο να ζητήσει πρόσβαση και να συλλέξει τα δεδομένα και τα έγγραφα που έκρινε κρίσιμα.

157    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα, καθόσον δεν επέτρεψε στην OLAF να συλλέξει τα αναγκαία για την έρευνα δεδομένα, την εμπόδισε να εκπληρώσει την ελεγκτική αποστολή της που θα καθιστούσε δυνατή την απόδειξη ή την αντίκρουση των ισχυρισμών περί απάτης ή δωροδοκίας και, ως εκ τούτου, την ενδεχόμενη προσβολή των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτούμενης από τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

158    Επιπλέον, δεδομένου ότι οι υπομνησθείσες στις σκέψεις 88 και 89 ανωτέρω αρχές αποτελούν τη βάση των υποχρεώσεων ελέγχου και προσβάσεως σε έγγραφα που επιβάλλει το άρθρο 25 των γενικών όρων που προσαρτώνται στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, συνάγεται ότι η διάταξη αυτή συνιστά ουσιώδη υποχρέωση, ήτοι θεμελιώδη προϋπόθεση κάθε συμβάσεως χρηματοδοτούμενης από τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

159    Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα παραβίασε μια τέτοια ουσιώδη υποχρέωση κατά την εκτέλεση συμβάσεως χρηματοδοτούμενης από την Ένωση, η κύρωση του προσωρινού αποκλεισμού είναι κατάλληλη για την επίτευξη του υπομνησθέντος στη σκέψη 158 ανωτέρω θεμιτού σκοπού που επιδιώκει η Επιτροπή, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της.

160    Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως που διέπραξε η προσφεύγουσα, η δημοσίευση της κυρώσεως αποδεικνύεται αναγκαία για την αποτελεσματική ενίσχυση του αποτρεπτικού χαρακτήρα του αποκλεισμού, όπως προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 16, του κανονισμού 966/2012.

161    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί μη τηρήσεως των κριτηρίων του άρθρου 106, παράγραφος 3, του κανονισμού 966/2012, υπενθυμίζεται ότι τα εν λόγω κριτήρια αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο των αποφάσεων που λαμβάνει η αναθέτουσα αρχή, ιδίως βάσει συστάσεως της επιτροπής του άρθρου 108. Προς τον σκοπό αυτόν, η εν λόγω διάταξη προβλέπει μη εξαντλητικό κατάλογο των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως ελαφρυντικές περιστάσεις.

162    Κατ’ ουσίαν, το άρθρο 106, παράγραφος 3, του κανονισμού 966/2012 απαιτεί η επιβληθείσα κύρωση να είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται βάσει συγκλινόντων στοιχείων, ενώ συγχρόνως πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε κανένα από αυτά να μην έχει δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα άλλα (πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2022, Companhia de Seguros Índico κατά Επιτροπής, T‑672/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:64, σκέψεις 80 και 81).

163    Συναφώς, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι ελήφθησαν υπόψη όλες οι κρίσιμες περιστάσεις. Πρώτον, η θέση της προσφεύγουσας όσον αφορά το δικαίωμα της OLAF να αποκτήσει πρόσβαση και να συλλέξει συγκεκριμένα δεδομένα και έγγραφα αποτέλεσε αντικείμενο ακροάσεως και αναλύσεως, όπως ακριβώς και το περιεχόμενο της δεύτερης λύσεως που συμφωνήθηκε την πρώτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου. Δεύτερον, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί προστασίας της εμπιστευτικότητας αξιολογήθηκαν υπό το πρίσμα της λογικής που διέπει τις εξουσίες ελέγχου και συλλογής στοιχείων που απονέμονται στην OLAF, ιδίως δε υπό το πρίσμα της ανάγκης διαφυλάξεως της αποτελεσματικότητας χωρίς απομείωση του περιθωρίου εκτιμήσεως που αυτή διαθέτει, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ευθέως το εύρος των εξουσιών τις οποίες αντλούσε η OLAF από το άρθρο 3 του κανονισμού 883/2013 όσον αφορά την πρόσβαση και τη συλλογή δεδομένων στο πλαίσιο κινηθείσας έρευνας. Τρίτον, το αποτέλεσμα του ελέγχου εκτιμήθηκε με βάση την απόφαση της προσφεύγουσας να απορρίψει την τρίτη διαδικασία που πρότεινε η OLAF, την τρίτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου. Επομένως, τόσο η συμπεριφορά της OLAF όσο και αυτή της προσφεύγουσας αναλύθηκαν υπό το πρίσμα των πραγματικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου και εξηγούν την αποτυχία του.

164    Κατά συνέπεια, τόσο η κύρωση του αποκλεισμού όσο και η δημοσίευσή της αποτελούν κατάλληλα μέτρα για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

–       Επί της αναγκαιότητας των ληφθέντων μέτρων

165    Προκειμένου να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, τα θεσπιζόμενα μέτρα πρέπει να είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Με άλλα λόγια, ένα μέσο δεν θα θεωρείται αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι κανένα άλλο μέσο ίσης αποτελεσματικότητας, του οποίου όμως η αρνητική επίδραση στον αποδέκτη του είναι ασθενέστερη, δεν θα είναι διαθέσιμο (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, T‑339/04, EU:T:2007:80, σκέψη 117, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Orange κατά Επιτροπής, T‑402/13, EU:T:2014:991, σκέψη 22).

166    Αφενός, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αναγκαιότητα της αποφάσεως περί αποκλεισμού υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 966/2012.

167    Πλην όμως, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, η διάταξη αυτή αφορά τις περιπτώσεις έγκαιρου εντοπισμού των κινδύνων που απειλούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και τις εκκρεμείς έρευνες της OLAF βάσει του άρθρου 105α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 966/2012, ενώ, εν προκειμένω, πρόκειται για απόφαση αποκλεισμού στηριζόμενη στο άρθρο 105α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, η οποία αφορά έρευνα περατωθείσα από την OLAF. Επομένως, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση περί αποκλεισμού δεν ήταν αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

168    Αφετέρου, η προσφεύγουσα κατ’ ουσίαν αμφισβητεί την αναγκαιότητα της αποφάσεως περί δημοσιεύσεως λόγω του ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση τής έχει ήδη επιβληθεί κύρωση διά του αποκλεισμού της από τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών από την CFCU, καθώς και κύρωση προληπτικού αποκλεισμού για διάστημα δύο ετών. Επίσης, εκτιμά ότι ο σκοπός της προλήψεως της προσβολής των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης διασφαλίζεται πλήρως με την κύρωση του αποκλεισμού. Κατά την προσφεύγουσα, η δημοσίευση δεν αποτελεί αναγκαίο μέτρο, διότι μπορεί μεν να αποτελεί μέσο ίσης αποτελεσματικότητας που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό, πλην όμως οι αρνητικές του συνέπειες υπερβαίνουν σαφώς τις επιπτώσεις του κύριου μέτρου.

169    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, τα συμβατικά μέτρα που οδήγησαν στον αποκλεισμό της ενάγουσας από την κοινοπραξία ελήφθησαν από την αναθέτουσα αρχή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Τα μέτρα αυτά δεν επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και δεν είναι της ίδιας φύσεως με τη διοικητική κύρωση που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηρίζεται στα άρθρα 105α έως 108 του κανονισμού 966/2012. Επομένως, η αναγκαιότητα του ενός μέτρου δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του ετέρου μέτρου. Το πρώτο έχει ως σκοπό την επιβολή κυρώσεων λόγω συμβατικής παραβάσεως των δεσμεύσεων ενός εκ των συμβαλλομένων μερών, ενώ το δεύτερο επιδιώκει άλλο σκοπό, ήτοι την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

170    Δεύτερον, η αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/1929 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού 966/2012 (ΕΕ 2015, L 286, σ. 1), έχει ως εξής:

«Είναι σημαντικό να υπάρχει δυνατότητα ενίσχυσης του αποτρεπτικού αποτελέσματος που επιτυγχάνεται με την επιβολή αποκλεισμού […] Εν προκειμένω, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα πρέπει να ενισχυθεί με τη δυνατότητα δημοσίευσης των πληροφοριών που αφορούν τον αποκλεισμό […]. Το ανωτέρω μέτρο θα πρέπει να συμβάλει στην εξασφάλιση ότι δεν θα επαναληφθεί η συγκεκριμένη συμπεριφορά […].»

171    Επομένως, τα δύο αυτά μέτρα δεν είναι ισοδύναμα ως προς τα αποτελέσματά τους, δεδομένου ότι η κύρωση έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, ενώ η δημοσίευση έχει αποτρεπτικό και προληπτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, παραμένουν συμπληρωματικά, διότι συντείνουν προς τον ίδιο σκοπό, ήτοι στο να αποτρέψουν το σύνολο των ενδιαφερομένων από το να επιχειρήσουν παράβαση των κανόνων.

172    Επιπλέον, το άρθρο 106, παράγραφος 17, του κανονισμού 966/2012, το οποίο αφορά τη δημοσίευση της κυρώσεως στον ιστότοπο της Επιτροπής, προβλέπει ότι «[ο]ι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 16 του παρόντος άρθρου δεν δημοσιεύονται στην περίπτωση που η δημοσίευση θα προκαλούσε δυσανάλογα μεγάλη ζημία στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα ή θα ήταν κατ’ άλλον τρόπο δυσανάλογη βάσει των κριτηρίων αναλογικότητας της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου».

173    Επομένως, η ανάλυση της αναλογικότητας της αποφάσεως περί δημοσιεύσεως πρέπει να είναι χωριστή από την ανάλυση της αναλογικότητας της κύρωσης του αποκλεισμού, έστω και αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίστηκαν τα δύο αυτά μέτρα τυγχάνει να είναι κοινά και να εξετάζονται συγχρόνως.

174    Συναφώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που εκτέθηκαν στις σκέψεις 88 και 89 και 145 έως 150 ανωτέρω, η προσφεύγουσα προδήλως παρέβη συγκεκριμένη και ουσιώδη υποχρέωση κατά την εκτέλεση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει διιστάμενες απόψεις μεταξύ της προσφεύγουσας και της OLAF ως προς το εύρος των εξουσιών της τελευταίας όσον αφορά την πρόσβαση και, κυρίως, τη συλλογή δεδομένων στο πλαίσιο έρευνας διενεργούμενης δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 883/2013. Επίσης, διαπιστώνει την άρνηση της προσφεύγουσας να δεχθεί την τρίτη διαδικασία που προτάθηκε κατά την τρίτη ημέρα προκειμένου να καταστεί δυνατή η ομαλή διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου. Ως εκ τούτου, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η ευθύνη για την αποτυχία του ελέγχου βαρύνει αποκλειστικά την προσφεύγουσα. Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η απόφαση αυτή θα απειλούσε την ίδια την ύπαρξή της, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για να κρίνει επ’ αυτού.

175    Επομένως, στο πλαίσιο της εκ μέρους της αναλύσεως της αναλογικότητας του συμπληρωματικού μέτρου, η Επιτροπή έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει των ανωτέρω πραγματικών στοιχείων ότι η προσφεύγουσα είχε υποπέσει σε σοβαρή παράβαση ουσιώδους υποχρεώσεως δικαιολογούσα την προσθήκη της κυρώσεως της δημοσιεύσεως. Το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέκρινε αυστηρώς μεταξύ των στοιχείων που δικαιολογούσαν τον αποκλεισμό και τη δημοσίευση δεν αρκεί από μόνο του για να γίνει δεκτό ότι υπήρξε σύγχυση μεταξύ των δύο, ικανή να θίξει την αρχή της αναλογικότητας. Τούτο επιβεβαιώνεται στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου εκτίθενται σαφώς οι λόγοι για τους οποίους η δημοσίευση είναι, τελικώς, δικαιολογημένη.

176    Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η απόφαση περί δημοσιεύσεως της κυρώσεως αποκλεισμού συνιστά δυσανάλογο μέτρο, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 170 και 171 ανωτέρω.

177    Εν κατακλείδι, τόσο η κύρωση του αποκλεισμού όσο και η δημοσίευσή της συνιστούν μέτρα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

–       Επί του αυστηρώς αναλογικού χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων

178    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η διετής διάρκεια του αποκλεισμού, η οποία καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

179    Υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 108, παράγραφος 11, του κανονισμού 966/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1929, το Γενικό Δικαστήριο «διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση απόφασης με την οποία η αναθέτουσα αρχή αποκλείει έναν οικονομικό φορέα ή/και του επιβάλλει χρηματική ποινή, μεταξύ άλλων μειώνοντας ή αυξάνοντας τη διάρκεια του αποκλεισμού ή/και ακυρώνοντας, μειώνοντας ή αυξάνοντας την επιβληθείσα χρηματική ποινή». Πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας, ο οποίος καθιστά δυνατή μόνον την απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως ή την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο την εξουσία να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, ακόμη και ελλείψει ακυρώσεως, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά, προκειμένου, για παράδειγμα, να μεταβάλει τη διάρκεια του αποκλεισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, ενδεχομένως, να προβεί σε εκτιμήσεις διαφορετικές από εκείνες στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη διάρκεια του αποκλεισμού (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, «Pro NGO!» κατά Επιτροπής, T‑454/17, EU:T:2018:755, σκέψη 82).

180    Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, ανέκυψε διαφωνία μεταξύ της προσφεύγουσας και της OLAF ως προς το ακριβές εύρος των εξουσιών της τελευταίας, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 145 έως 150 ανωτέρω. Παρά τις δύο άλλες λύσεις που πρότεινε η OLAF και την υπόμνηση των υποχρεώσεων της προσφεύγουσας, η τελευταία ενέμεινε στην απορριπτική της θέση. Τούτο οδήγησε στην αποτυχία του επιτόπιου ελέγχου, γεγονός που εμπόδισε την OLAF να αποδείξει ή να αντικρούσει τους ισχυρισμούς περί απάτης ή δωροδοκίας στο πλαίσιο του έργου DLPIS. Επομένως, η ευθύνη για την εν λόγω αποτυχία και η σοβαρή παράβαση ουσιώδους υποχρεώσεως βαρύνουν την προσφεύγουσα.

181    Επιπλέον, το άρθρο 106, παράγραφος 14, του κανονισμού 966/2012 προβλέπει ότι η ανώτατη διάρκεια της κυρώσεως του αποκλεισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πλην όμως, η διάρκεια που καθορίστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι μόνο δύο έτη. Ως εκ τούτου, η παράβαση αυτή δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως υποχρεώσεως ουσιώδους φύσεως στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτούμενης από τον προϋπολογισμό της Ένωσης για την οποία ευθύνεται η προσφεύγουσα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι θα ήταν ενδεδειγμένη μια συντομότερη διάρκεια. Επιπροσθέτως, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 161 έως 163 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών προκειμένου να αξιολογήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τις ενδεχόμενες ελαφρυντικές περιστάσεις, όπερ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.

182    Εν κατακλείδι, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η διάρκεια της κυρώσεως του αποκλεισμού είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως. Όσον αφορά την κύρωση της δημοσιεύσεως, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας απλώς και μόνο διότι αποσκοπεί στην προστασία του ίδιου θεμιτού σκοπού.

183    Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 106, παράγραφος 16, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 966/2012, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ως ουσιώδης τύπος μπορούν να θεωρηθούν οι τύποι που αποσκοπούν στο να περιβληθούν τα μέτρα με όλες τις εγγυήσεις επιφυλακτικότητας και σύνεσης (απόφαση της 21ης Μαρτίου 1955, Κάτω Χώρες κατά Ανωτάτης Αρχής, 6/54, EU:C:1955:5, σ. 220). Συνεπώς, η παράβαση κανόνα ο οποίος αφορά τη διαβούλευση με μια επιτροπή δεν είναι ικανή να καταστήσει παράνομη την τελική απόφαση του οικείου θεσμικού οργάνου παρά μόνον αν έχει αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα και επηρεάζει δυσμενώς τη νομική και πραγματική κατάσταση του διαδίκου που επικαλείται διαδικαστική πλημμέλεια (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑443/11, EU:T:2014:774, σκέψη 98).

184    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η παράλειψη μνείας του στοιχείου ότι δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ή απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει δυσμενώς τη νομική και πραγματική κατάσταση της προσφεύγουσας. Επομένως, η παράλειψη της μνείας αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου.

185    Πέραν τούτου, η επίμαχη παράλειψη διορθώθηκε από την Επιτροπή στις 24 Οκτωβρίου 2018, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της.

186    Επομένως, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως και επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως

187    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι υπέστη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως και της δημοσιεύσεώς της στον ιστότοπο της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι το σύνολο της βλάβης που υπέστη απορρέει από την παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, επικύρωσε τις παρανομίες που είχε διαπράξει η OLAF. Κατά την προσφεύγουσα, υπάρχει άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ, αφενός, της παράνομης αυτής συμπεριφοράς και, αφετέρου, της ηθικής βλάβης και της υλικής ζημίας για τις οποίες ζητεί, αντιστοίχως, χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση.

188    Η Επιτροπή αμφισβητεί το υποστατό της ζημίας και της βλάβης που προβάλλει η προσφεύγουσα. Υποστηρίζει ότι δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

189    Η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών ή άλλων οργάνων της στοιχειοθετείται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, οι οποίες σχετίζονται με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται σε θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης, με το υποστατό της ζημίας και με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2014, Giordano κατά Επιτροπής, C‑611/12 P, EU:C:2014:2282, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

190    Δεδομένου του σωρευτικού χαρακτήρα των προϋποθέσεων αυτών, το γεγονός ότι μία εξ αυτών δεν πληρούται αρκεί για την απόρριψη της αγωγής (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 14).

191    Όσον αφορά την προϋπόθεση περί παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο αντίστοιχο θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης θεμελιώνεται μόνον εφόσον πρόκειται για κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος παρέχει δικαιώματα σε ιδιώτες (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Εν προκειμένω, πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί το υποστατό των προβαλλομένων παρανομιών που μπορούν να στοιχειοθετήσουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

193    Η προσφεύγουσα προβάλλει την ύπαρξη πέντε παρανομιών που βαρύνουν την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

194    Όσον αφορά τη ζημία που υποστηρίζει ότι υπέστη η προσφεύγουσα λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, κατά πάγια νομολογία, τα αιτήματα αποκαταστάσεως ζημίας πρέπει να απορρίπτονται κατά το μέτρο που συνδέονται στενά με τα ακυρωτικά αιτήματα που έχουν απορριφθεί (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1999, SGA κατά Επιτροπής, T‑189/95, T‑39/96 και T‑123/96, EU:T:1999:317, σκέψη 72· πρβλ. επίσης απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Clestra Hauserman κατά Κοινοβουλίου, T‑725/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:190, σκέψεις 69 έως 71).

195    Το αίτημα περί αποζημιώσεως στηρίζεται στις ίδιες παρανομίες με εκείνες που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένου ότι από την εξέταση των τελευταίων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξή τους, η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Επιτροπή δεν πληρούται.

196    Κατά συνέπεια, το αίτημα περί αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

197    Από το σύνολο των προηγούμενων σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

198    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)


αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τη Vialto Consulting Kft. στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Reine

Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2022.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

M. van der Woude


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Σύμβαση υπηρεσιών που ανατέθηκε στην κοινοπραξία

Έρευνα της OLAF

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της έρευνας της OLAF

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

Επί των παρατηρήσεων που διατύπωσε η προσφεύγουσα κατόπιν της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής (C 650/19 P)

Επί της λυσιτέλειας των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τις φερόμενες ως παράνομες ενέργειες των υπαλλήλων της OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο

Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί της παραβάσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96

Επί της προσβολής του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως

Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

– Εισαγωγικές παρατηρήσεις

– Επί της καταλληλότητας των ληφθέντων μέτρων

– Επί της αναγκαιότητας των ληφθέντων μέτρων

– Επί του αυστηρώς αναλογικού χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων

Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως και επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.