Language of document : ECLI:EU:C:2018:1018

Υπόθεση C-385/17

Torsten Hein

κατά

Albert Holzkamm GmbH & Co. KG

(αίτηση του Arbeitsgericht Verden
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιτρέπει να ορίζεται με συλλογική σύμβαση ότι, σε περίπτωση εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, οι περίοδοι μη παροχής εργασίας λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των αποδοχών ετήσιας άδειας – Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 13ης Δεκεμβρίου 2018

1.        Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία επιτρέπει να ορίζεται με συλλογική σύμβαση ότι, σε περίπτωση εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, οι περίοδοι μη παροχής εργασίας λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των αποδοχών ετήσιας άδειας – Απολαβές, για την ελάχιστη διάρκεια της ετήσιας άδειας, οι οποίες υπολείπονται των τακτικών αποδοχών που εισέπραξε ο εργαζόμενος κατά τις περιόδους παροχής εργασίας – Δεν επιτρέπονται – Υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής – Δεν χωρεί – Υπεροχή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης έναντι της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των εργοδοτών

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 2· οδηγία 2003/88 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

2.        Προδικαστικά ερωτήματα – Ερμηνεία – Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας – Αναδρομική ισχύς – Περιορισμός από το Δικαστήριο – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

1.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει να ορίζεται με συλλογική σύμβαση ότι για τον υπολογισμό των απολαβών αδείας λαμβάνεται υπόψη η μείωση των αποδοχών του μισθωτού που οφείλεται στην ύπαρξη, εντός της περιόδου αναφοράς, ημερών κατά τις οποίες, λόγω της εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, δεν παρασχέθηκε εργασία, όπερ συνεπάγεται ότι ο μισθωτός εισπράττει για το χρονικό διάστημα της ελάχιστης ετήσιας άδειας που δικαιούται δυνάμει του ως άνω άρθρου 7, παράγραφος 1, απολαβές αδείας που υπολείπονται των τακτικών αποδοχών που λαμβάνει κατά τις περιόδους εργασίας. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ερμηνεύσει την εθνική κανονιστική ρύθμιση, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας 2003/88, ώστε οι απολαβές αδείας που καταβάλλονται στους εργαζομένους για την ελάχιστη άδεια που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 1, να μην υπολείπονται του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών που αυτοί εισέπραξαν κατά τις περιόδους παροχής εργασίας.

Ως προς το ζήτημα αυτό, η επιπλέον ετήσια άδεια πέραν της ελάχιστης που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 ή η κατοχύρωση δικαιώματος συνεχούς ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών είναι ευνοϊκά για τους εργαζομένους μέτρα τα οποία υπερβαίνουν το ελάχιστο απαιτούμενο κατά τη διάταξη αυτή και, κατά συνέπεια, δεν διέπονται από αυτήν. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις εις βάρος του εργαζομένου επιπτώσεις της μειώσεως των οφειλόμενων για την άδεια αυτή αποδοχών, διότι άλλως θα θιγόταν το δυνάμει της διατάξεως αυτής δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, του οποίου αναπόσπαστο τμήμα αποτελεί το δικαίωμα του εργαζομένου σε παρόμοιες οικονομικές συνθήκες κατά την περίοδο αναπαύσεως και αναψυχής με αυτές που ισχύουν κατά τον χρόνο παροχής της εργασίας του.

Υπενθυμίζεται ως προς το σημείο αυτό ότι η καταβολή των τακτικών αποδοχών κατά τη διάρκεια της περιόδου της ετήσιας άδειας σκοπό έχει να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να λάβει πράγματι τις ημέρες άδειας που δικαιούται (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2006, Robinson-Steele κ.λπ., C-131/04 και C-257/04, EU:C:2006:177, σκέψη 49, και της 22ας Μαΐου 2014, Lock, C-539/12, EU:C:2014:351, σκέψη 20). Πλην όμως, στην περίπτωση που οι αποδοχές που καταβάλλονται για την προβλεπόμενη από το άρθρο 7 παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών υπολείπονται, όπως στην επίμαχη περίπτωση στην κύρια δίκη, των τακτικών αποδοχών που καταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά τις περιόδους παροχής εργασίας, ενδέχεται ο εργαζόμενος να έχει κίνητρο να μη λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούται, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των ως άνω περιόδων παροχής εργασίας, καθόσον η λήψη της άδειας θα μπορούσε να επιφέρει, κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών, μείωση των αποδοχών του.

Δεν απαιτείται ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως και το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων προστασία, βάσει του εθνικού δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των εργοδοτών προς την πάγια νομολογία των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων η οποία επιβεβαίωνε τη νομιμότητα των σχετικών με την άδεια μετ’ αποδοχών όρων της συλλογικής συμβάσεως εργασίας για τον κατασκευαστικό τομέα.

(βλ. σκέψεις 43, 44, 53, 63, διατακτ. 1, 2)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 56, 57)