Language of document : ECLI:EU:C:2023:1018

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 21ης Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 – Άρθρο 31 – Διασυνοριακές έρευνες – Δικαστική έγκριση – Έκταση του ελέγχου – Άρθρο 32 – Επιβολή των μέτρων που έχουν ανατεθεί»

Στην υπόθεση C‑281/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης, Αυστρία) με απόφαση της 8ης Απριλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Απριλίου 2022, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά

G. K.,

B. O. D. GmbH,

S. L.

παρισταμένου του:

Österreichischer Delegierter Europäischer Staatsanwalt,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe, T. von Danwitz, F. Biltgen και O. Spineanu‑Matei, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.‑C. Bonichot, M. Safjan, S. Rodin, Δ. Γρατσία, M. L. Arastey Sahún και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι G. K., B. O. D. GmbH και S. L., εκπροσωπούμενοι από τον W. Gappmayer, Rechtsanwalt,

–        ο Österreichischer Delegierter Europäischer Staatsanwalt, εκπροσωπούμενος από τους L. De Matteis, T. Gut, την I. Maschl-Clausen και τον F.‑R. Radu,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Schmoll, J. Herrnfeld και C. Leeb,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, P. Busche και M. Hellmann,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και την A. Daniel,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, A. Hanje και τον J. M. Hoogveld,

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Chicu, E. Gane και A. Wellman,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Baquero Cruz και την S. Grünheid,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, και του άρθρου 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2017, L 283, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά των G. K., B. O. D. GmbH και S. L., οι οποίοι κατηγορούνται ότι εισήγαγαν βιοντίζελ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ψευδείς διασαφήσεις, κατά παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.»

4        Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«1.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.»

 Η οδηγία 2014/41/ΕΕ

5        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2014, L 130, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εκτελούν όλες τις ΕΕΕ με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και τηρουμένης της παρούσας οδηγίας.»

6        Το άρθρο 6 της οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Μια ΕΕΕ μπορεί να εκδίδεται μόνον όταν η αρχή έκδοσης κρίνει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)      η έκδοση της ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 4, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου· και

β)      το ή τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην ΕΕΕ θα μπορούσαν να είχαν διαταχθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

2.      Οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 αξιολογούνται σε κάθε υπόθεση από την αρχή έκδοσης.

3.      Όταν μια αρχή εκτέλεσης έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μπορεί να συμβουλευθεί την αρχή έκδοσης σχετικά με τη σημασία της εκτέλεσης της ΕΕΕ. Μετά τη διαβούλευση αυτή η αρχή έκδοσης δύναται να ανακαλέσει την EEE.»

7        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει άνευ ετέρου ΕΕΕ διαβιβασθείσα κατά την παρούσα οδηγία και μεριμνά για την εκτέλεσή της κατά τον ίδιο τρόπο και διαδικασία ως εάν επρόκειτο για ερευνητικό μέτρο διαταχθέν από αρχή του κράτους εκτέλεσης εκτός αν η αρχή αυτή αποφασίζει να επικαλεσθεί ένα εκ των λόγων μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης ή ένα εκ των λόγων αναβολής κατά την παρούσα οδηγία.»

 Ο κανονισμός 2017/1939

8        Οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 14, 20, 30, 32, 60, 72, 73, 80, 83 και 85 του κανονισμού 2017/1939 έχουν ως εξής:

«(12)      Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η καταπολέμηση αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών της. Το ισχύον σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η ποινική δίωξη αξιόποινων πράξεων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συμβάλλει πάντοτε ικανοποιητικά στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η ενίσχυση, μέσω της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της καταπολέμησης αξιόποινων πράξεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη της [Ένωσης] μεμονωμένα λόγω του κατακερματισμού των εθνικών δράσεων δίωξης των αξιόποινων πράξεων που διαπράττονται εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης λόγω της αρμοδιότητας που θα έχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τη δίωξη των εν λόγω αξιόποινων πράξεων, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της ΣΕΕ. […]

[…]

(14)      Υπό το πρίσμα της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, τόσο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσο και οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να υποστηρίζονται και να ενημερώνονται αμοιβαία, με σκοπό την αποτελεσματική καταπολέμηση των εγκλημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

[…]

(20)      Η οργανωτική δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να επιτρέπει την ταχεία και αποτελεσματική λήψη αποφάσεων κατά τη διεξαγωγή των ποινικών ερευνών και διώξεων, ανεξάρτητα από τον αριθμό των κρατών μελών που συμμετέχουν σε αυτές. […]

[…]

(30)      Οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει κατά κανόνα να διεξάγονται από τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς στα κράτη μέλη. Αυτό θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και, για τα θέματα που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. […]

[…]

(32)      Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και, με την ιδιότητά τους αυτή, όταν ερευνούν και διώκουν αξιόποινες πράξεις εντός της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να ενεργούν αποκλειστικά για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο έδαφος των αντίστοιχων κρατών μελών τους. […]

[…]

(60)      Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της σε συγκεκριμένη περίπτωση διότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρείται ότι η ζημία που προκαλείται ή ενδέχεται να προκληθεί στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης υπερβαίνει τη ζημία που προκαλείται ή ενδέχεται να προκληθεί σε άλλο θύμα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει εντούτοις να είναι σε θέση να ασκήσει την αρμοδιότητά της, υπό την προϋπόθεση ότι είναι καταλληλότερη για την έρευνα ή τη δίωξη από τις αρχές του οικείου κράτους μέλους ή των οικείων κρατών μελών. Ενδέχεται να προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι καταλληλότερη, μεταξύ άλλων, όταν θα είναι πιο αποτελεσματικό να αφεθεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να ερευνήσει και να διώξει την αντίστοιχη αξιόποινη πράξη λόγω της διεθνικής φύσης και κλίμακάς της, όταν η αξιόποινη πράξη περιλαμβάνει εγκληματική οργάνωση ή όταν το συγκεκριμένο είδος αξιόποινης πράξης μπορεί να αποτελεί σοβαρή απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ή για την αξιοπιστία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και την εμπιστοσύνη των πολιτών της. […]

[…]

(72)      Σε διασυνοριακές υποθέσεις ο (η) επιληφθείς(-είσα) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας θα πρέπει να είναι σε θέση να στηρίζεται στους (στις) βοηθούς ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς όταν πρέπει να ληφθούν μέτρα σε άλλα κράτη μέλη. Όταν απαιτείται δικαστική έγκριση για ένα τέτοιο μέτρο, πρέπει να καθίσταται σαφές σε ποιο κράτος μέλος θα πρέπει να ληφθεί η έγκριση, σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να υπάρχει μόνο μία έγκριση. Αν τελικά ένα μέτρο έρευνας απορριφθεί από τις δικαστικές αρχές, δηλαδή αφού εξαντληθούν όλες οι νομικές δυνατότητες προσφυγής, ο (η) επιληφθείς(-είσα) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας θα πρέπει να αποσύρει την αίτηση ή την παραγγελία.

(73)      Η δυνατότητα που προβλέπει ο παρών κανονισμός για τη χρήση νομικών πράξεων περί αμοιβαίας αναγνώρισης ή διασυνοριακής συνεργασίας δεν θα πρέπει να αντικαθιστά τους ειδικούς κανόνες περί διασυνοριακών ερευνών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Θα πρέπει αντιθέτως να τους συμπληρώνει ώστε να διασφαλίζεται ότι, όταν ένα μέτρο είναι αναγκαίο στο πλαίσιο διασυνοριακής έρευνας αλλά δεν είναι διαθέσιμο στο εθνικό δίκαιο για αμιγώς εγχώριες καταστάσεις, θα είναι δυνατή η χρήση του, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία εφαρμογής της σχετικής πράξης, κατά τη διεξαγωγή της έρευνας ή της δίωξης.

[…]

(80)      Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο δικαστήριο θα πρέπει να μην κρίνονται απαράδεκτα απλώς και μόνον για τον λόγο ότι τα στοιχεία έχουν συλλεγεί σε άλλο κράτος μέλος ή σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι το δικάζον δικαστήριο θεωρεί ότι η αποδοχή τους ως παραδεκτών συνάδει με την αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της διαδικασίας και ότι γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα υπεράσπισης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)]. Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 [ΣΕΕ] και από τον Χάρτη, ειδικότερα δε τον τίτλο VI, από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη η Ένωση ή όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών[, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], καθώς και από τα συντάγματα των κρατών μελών, αναλόγως του εκάστοτε πεδίου εφαρμογής. […]

[…]

(83)      Δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οφείλει να σέβεται ιδίως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, τα δικαιώματα της υπεράσπισης και το τεκμήριο αθωότητας, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη. Το άρθρο 50 του Χάρτη, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη, διασφαλίζει την αρχή ne bis in idem σε περίπτωση άσκησης δίωξης από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει επομένως να σέβεται πλήρως τα εν λόγω δικαιώματα και να εφαρμόζει και να ερμηνεύει τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με αυτά.

[…]

(85)      Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα υπεράσπισης που κατοχυρώνονται στο σχετικό δίκαιο της Ένωσης, όπως είναι οι οδηγίες [2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ 2010, L 280, σ. 1), 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1), (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1), και (ΕΕ) 2016/1919 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με τη δικαστική αρωγή για υπόπτους και κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών και για καταζητουμένους σε διαδικασίες εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕ 2016, L 297, σ. 1)], όπως αυτές εφαρμόζονται στις εθνικές νομοθεσίες. Κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος σε βάρος του οποίου κινεί έρευνα η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να απολαύει των εν λόγω δικαιωμάτων, καθώς και του δικαιώματος βάσει του εθνικού δικαίου να ζητεί διορισμό εμπειρογνωμόνων ή ακρόαση μαρτύρων ή κατ’ άλλον τρόπο προσκόμιση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποδείξεων για την υπεράσπιση.»

9        Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού:

«Με τον παρόντα κανονισμό συστήνεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και καθορίζονται οι κανόνες λειτουργίας της.»

10      Το άρθρο 2, σημεία 5 και 6, του κανονισμού έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

5)      ως “επιληφθείς(-είσα) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας” νοείται ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας που είναι αρμόδιος(-α) για τις έρευνες και τις διώξεις τις οποίες έχει κινήσει, οι οποίες του (της) έχουν ανατεθεί ή των οποίων έχει επιληφθεί κάνοντας χρήση του δικαιώματος ανάληψης υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 27·

6)      ως “βοηθός ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας” νοείται ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας που εδρεύει σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του (της) επιληφθέντος(-είσας) ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα στο οποίο πρέπει να διεκπεραιωθεί έρευνα ή άλλο μέτρο που του (της) έχει ανατεθεί».

11      Το άρθρο 4 του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων καθώς και των συνεργών σε αξιόποινες πράξεις οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης […] Για τον σκοπό αυτό η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνες και εκτελεί πράξεις δίωξης και ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης.»

12      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 έχει ως εξής:

«Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διασφαλίζει κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της τον σεβασμό των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.»

13      Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί αδιαίρετο οργανισμό της Ένωσης που λειτουργεί ως ενιαία Εισαγγελία με αποκεντρωμένη δομή.

2.      Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οργανώνεται σε κεντρικό και σε αποκεντρωμένο επίπεδο.

3.      Το κεντρικό επίπεδο αποτελείται από την Κεντρική Εισαγγελία στην έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η Κεντρική Εισαγγελία συγκροτείται από το συλλογικό όργανο, τα μόνιμα τμήματα, τον (την) ευρωπαίο(-α) γενικό(-ή) εισαγγελέα, τους (τις) αναπληρωτές(-ριες) ευρωπαίους(-ες) γενικούς(-ές) εισαγγελείς, τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εισαγγελείς και τον (τη) διοικητικό(-ή) διευθυντή(-ρια).

4.      Το αποκεντρωμένο επίπεδο αποτελείται από ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς που θα εδρεύουν στα κράτη μέλη.»

14      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς ενεργούν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους και έχουν τις ίδιες εξουσίες με τους (τις) εθνικούς(-ές) εισαγγελείς όσον αφορά την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης, επιπροσθέτως και με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων και του καθεστώτος που τους έχουν απονεμηθεί και υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς είναι υπεύθυνοι(-ες) για τις έρευνες και τις διώξεις τις οποίες έχουν κινήσει, οι οποίες τους έχουν ανατεθεί ή των οποίων έχουν επιληφθεί κάνοντας χρήση του δικαιώματος ανάληψης υπόθεσης. Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς ακολουθούν την καθοδήγηση και τις εντολές του μόνιμου τμήματος που έχει αναλάβει την υπόθεση, καθώς και τις εντολές του (της) εποπτεύοντος(-ουσας) ευρωπαίου(-ας) εισαγγελέα.

[…]»

15      Το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού έχει ως εξής:

«Ο (Η) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας που έχει επιληφθεί υπόθεσης δύναται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και το εθνικό δίκαιο, είτε να προβεί ο (η) ίδιος(-α) στη λήψη των μέτρων έρευνας και άλλων μέτρων είτε να δώσει σχετικές εντολές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του (της). […]»

16      Το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 ορίζει τα εξής:

«Τουλάχιστον στις περιπτώσεις στις οποίες η υπό έρευνα αξιόποινη πράξη τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς δικαιούνται να διατάσσουν ή να ζητούν τα ακόλουθα μέτρα έρευνας:

α)      διενέργεια έρευνας σε κλειστούς ή ανοιχτούς χώρους, μέσα μεταφοράς, ιδιωτικές κατοικίες, ενδύματα και κάθε άλλο προσωπικό είδος ή προσωπικό υπολογιστή και λήψη κάθε συντηρητικού μέτρου που είναι αναγκαίο για να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα των αποδεικτικών στοιχείων ή να αποτραπεί η απώλεια ή η νόθευσή τους·

[…]

δ)      δέσμευση οργάνων ή προϊόντων εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία αναμένεται ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο δήμευσης από το δικάζον δικαστήριο και εφόσον πιστεύεται ότι ο ιδιοκτήτης, ο κάτοχος ή ο διαχειριστής των εν λόγω οργάνων ή προϊόντων θα επιδιώξει τη ματαίωση της δικαστικής απόφασης δήμευσής τους·

[…]».

17      Κατά το άρθρο 31 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Διασυνοριακές έρευνες»:

«1.      Οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς συνεργάζονται στενά μέσω αμοιβαίας συνδρομής και τακτικής διαβούλευσης μεταξύ τους σε διασυνοριακές υποθέσεις. Όταν πρέπει να ληφθεί μέτρο σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος του (της) επιληφθέντος(-είσας) ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα, αυτός (αυτή) ο (η) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας αποφασίζει το αναγκαίο μέτρο και αναθέτει τη λήψη του σε ευρωπαίο(-α) εντεταλμένο(-η) εισαγγελέα που εδρεύει στο κράτος μέλος στο οποίο πρέπει να εκτελεστεί το μέτρο.

2.      Ο (Η) επιληφθείς(-είσα) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας δύναται να αναθέτει τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου έχει στη διάθεσή του (της) σύμφωνα με το άρθρο 30. Η αιτιολόγηση και η λήψη των εν λόγω μέτρων διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους του (της) επιληφθέντος(-είσας) ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα. Όταν ο (η) επιληφθείς(-είσα) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας αναθέτει μέτρο έρευνας σε έναν (μία) ή περισσότερους(-ες) ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς από άλλο κράτος μέλος, ενημερώνει ταυτόχρονα τον (την) εποπτεύοντα(-ουσα) ευρωπαίο(-α) εισαγγελέα.

3.      Αν απαιτείται δικαστική έγκριση για το μέτρο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του (της) βοηθού ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα, ο (η) βοηθός ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας λαμβάνει την έγκριση αυτή σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

Αν απορριφθεί το αίτημα δικαστικής έγκρισης του μέτρου που έχει ανατεθεί, ο (η) επιληφθείς(-είσα) ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας ανακαλεί την ανάθεση.

Εντούτοις, αν το δίκαιο του κράτους μέλους του (της) βοηθού ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα δεν απαιτεί τέτοια δικαστική έγκριση αλλά την απαιτεί το δίκαιο του κράτους μέλους του (της) επιληφθέντος(-είσας) ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα, η έγκριση λαμβάνεται από τον (την) τελευταίο(-α) αυτόν(-ή) ευρωπαίο(-α) εντεταλμένο(-η) εισαγγελέα και συνυποβάλλεται με την ανάθεση.

4.      Ο (Η) βοηθός ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας λαμβάνει το μέτρο που έχει ανατεθεί ή δίνει εντολές στην αρμόδια εθνική αρχή να το πράξει.

5.      Αν ο (η) βοηθός ευρωπαίος(-α) εντεταλμένος(-η) εισαγγελέας κρίνει ότι:

[…]

γ)      ένα εναλλακτικό και λιγότερο παρεμβατικό μέτρο μπορεί να επιτύχει τα ίδια αποτελέσματα με το μέτρο που έχει ανατεθεί· […]

[…]

τότε ενημερώνει τον (την) εποπτεύοντα(-ουσα) ευρωπαίο(-α) εισαγγελέα και διαβουλεύεται με τον (την) επιληφθέντα(-είσα) ευρωπαίο(-α) εντεταλμένο(-η) εισαγγελέα προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα σε διμερές επίπεδο.

6.      Αν το μέτρο που έχει ανατεθεί δεν υπάρχει για τις αμιγώς εγχώριες καταστάσεις αλλά μπορεί να είναι διαθέσιμο σε διασυνοριακές καταστάσεις που καλύπτονται από νομικές πράξεις περί αμοιβαίας αναγνώρισης ή διασυνοριακής συνεργασίας, οι σχετικοί(-ές) ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς μπορούν, σε συμφωνία με τους (τις) σχετικούς(-ές) εποπτεύοντες(-ουσες) ευρωπαίους(-ες) εισαγγελείς, να κάνουν χρήση των πράξεων αυτών.

7.      Αν οι ευρωπαίοι(-ες) εντεταλμένοι(-ες) εισαγγελείς δεν μπορέσουν να επιλύσουν το ζήτημα εντός επτά εργάσιμων ημερών και διατηρείται η ανάθεση, το ζήτημα παραπέμπεται στο αρμόδιο μόνιμο τμήμα. Το ίδιο ισχύει και όταν το μέτρο που έχει ανατεθεί δεν ληφθεί εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανάθεση ή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

[…]»

18      Το άρθρο 32 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Επιβολή των μέτρων που έχουν ανατεθεί», προβλέπει τα εξής:

«Τα μέτρα που έχουν ανατεθεί εκτελούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και το δίκαιο του κράτους μέλους του (της) βοηθού ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα. Τηρούνται οι διατυπώσεις και οι διαδικασίες που ορίζονται ρητώς από τον (την) επιληφθέντα(-είσα) ευρωπαίο(-α) εντεταλμένο(-η) εισαγγελέα, εκτός αν οι εν λόγω διατυπώσεις και διαδικασίες είναι αντίθετες στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους μέλους του (της) βοηθού ευρωπαίου(‑ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέα.»

19      Το άρθρο 41, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σέβεται πλήρως τα δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη, μεταξύ άλλων το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου και τα δικαιώματα της υπεράσπισης.

2.      Κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας απολαύει κατ’ ελάχιστο των διαδικαστικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων στην ποινική διαδικασία όπως αυτές εφαρμόζονται από το εθνικό δίκαιο, όπως για παράδειγμα:

α)      το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση, κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία [2010/64]·

β)      το δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας, κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία [2012/13]·

γ)      το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και ενημέρωσής τους σε περίπτωση κράτησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία [2013/48]·

δ)      το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα στον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία [2016/343]·

ε)      το δικαίωμα σε δικαστική αρωγή, κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία [2016/1919].»

 Το αυστριακό δίκαιο

20      Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του Bundesgesetz zur Durchführung der Europäischen Staatsanwaltschaft (ομοσπονδιακού νόμου για την εφαρμογή του θεσμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας) προβλέπει ότι, στις διασυνοριακές έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, σε περίπτωση εκτέλεσης μέτρου έρευνας στην αυστριακή επικράτεια, αρμόδιο για τη δικαστική έγκριση που απαιτεί το άρθρο 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2017/1939 είναι το Landesgericht (περιφερειακό δικαστήριο, Αυστρία) στην έδρα του οποίου βρίσκεται η αρμόδια εισαγγελία.

21      Το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Strafprozessordnung (κώδικα ποινικής δικονομίας) ορίζει τις προϋποθέσεις διεξαγωγής επιτόπιων ερευνών.

22      Το άρθρο 120, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας προβλέπει ότι για τη διενέργεια έρευνας απαιτείται η έκδοση εντάλματος από την εισαγγελική αρχή βάσει δικαστικής έγκρισης και ότι η δικαστική αστυνομία δύναται να διενεργεί προσωρινές επιτόπιες έρευνες, χωρίς ένταλμα ή έγκριση, μόνο σε περίπτωση επικείμενου κινδύνου.

 Το γερμανικό δίκαιο

23      Το άρθρο 102 του Strafprozessordnung (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: StPO) έχει ως εξής:

«Όποιος είναι ύποπτος τελέσεως αξιόποινης πράξης ή συμμετοχής στην τέλεσή της ή αποδοχής κλαπέντων δεδομένων, συνέργειας, παρακωλύσεως της ποινικής διώξεως ή αποδοχής προϊόντων εγκλήματος μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας κατ’ οίκον και σε άλλους χώρους, καθώς και προσωπικής έρευνας του ιδίου και των αντικειμένων ιδιοκτησίας του, με σκοπό τη σύλληψή του αλλά και όταν τεκμαίρεται ότι η έρευνα θα καταλήξει στην αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων.»

24      Κατά το άρθρο 105, παράγραφος 1, του StPO:

«Το ένταλμα επιτόπιας έρευνας μπορεί να εκδοθεί μόνον από τον δικαστή και, σε περίπτωση επικείμενου κινδύνου, επίσης από την εισαγγελική αρχή και τους ανακριτές της [άρθρο 152 του Gerichtsverfassungsgesetz (νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων)]. […]»

25      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του Gesetz zur Ausführung der EU-Verordnung zur Errichtung der Europäischen Staatsanwaltschaft (νόμου για την εφαρμογή του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας) ορίζει τα εξής:

«Όταν οι διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας προβλέπουν την έκδοση δικαστικού εντάλματος ή την έγκριση δικαστή για τη διεξαγωγή έρευνας, το ένταλμα ή η έγκριση πρέπει να λαμβάνεται από Γερμανό δικαστή για διασυνοριακά μέτρα που πρόκειται να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος το οποίο συμμετέχει στη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 3 του [κανονισμού 2017/1939], μόνον εάν το δίκαιο του άλλου κράτους μέλους δεν απαιτεί τέτοιο ένταλμα ή έγκριση από δικαστή.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

26      Ένας Γερμανός ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας κίνησε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, έρευνα για φορολογική απάτη μεγάλης κλίμακας και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση συσταθείσα με σκοπό την τέλεση φορολογικών αδικημάτων.

27      Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, η B. O. D. και οι διαχειριστές της, G. K. και S. L., διώκονται για την εισαγωγή στην Ένωση βιοντίζελ αμερικανικής προελεύσεως, με ψευδείς διασαφήσεις, κατά παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας, και, ως εκ τούτου, για την πρόκληση ζημίας ανερχόμενης στο ποσό των 1 295 000 ευρώ.

28      Στις 9 Νοεμβρίου 2021 ένας Αυστριακός βοηθός ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας, στο πλαίσιο της συνδρομής που παρείχε στην επιτόπια έρευνα αυτή δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 2017/1939, αφενός, διέταξε επιτόπιες έρευνες και κατασχέσεις τόσο στις εμπορικές εγκαταστάσεις της B. O. D. και της μητρικής της εταιρίας όσο και στις κατοικίες των G. K. και S. L., οι οποίες βρίσκονταν όλες στην Αυστρία, και, αφετέρου, ζήτησε από τα αρμόδια αυστριακά δικαστήρια να εγκρίνουν τα μέτρα αυτά.

29      Αφού έλαβε τις ζητηθείσες εγκρίσεις, ο εν λόγω Αυστριακός βοηθός ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας έδωσε εντολή στην αρμόδια οικονομική αρχή να εκτελέσει πράγματι τα εν λόγω μέτρα, τα οποία η αρχή αυτή εκτέλεσε.

30      Την 1η Δεκεμβρίου 2021 οι G. K., B. O. D. και S. L. προσέφυγαν κατά των αποφάσεων των αυστριακών δικαστηρίων με τις οποίες εγκρίθηκε η λήψη των επίμαχων μέτρων ενώπιον του Oberlandesgericht Wien (εφετείου Βιέννης, Αυστρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

31      Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, οι G. K., B. O. D. και S. L. υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι δεν τελέστηκε κανένα αδίκημα στην Αυστρία, ότι οι εις βάρος τους υπόνοιες είναι ανεπαρκείς, ότι οι αποφάσεις αυτές των αυστριακών δικαστηρίων δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες, ότι οι διαταχθείσες επιτόπιες έρευνες δεν ήταν ούτε αναγκαίες ούτε σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας και ότι προσβλήθηκε το δικαίωμά τους σε σχέση εμπιστοσύνης με τον δικηγόρο τους.

32      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο οικείος Αυστριακός βοηθός ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2017/1939 για τις διασυνοριακές έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η αιτιολόγηση των μέτρων έρευνας που έχουν ανατεθεί διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα και μπορεί, κατ’ αναλογίαν προς το καθεστώς που θεσπίστηκε με την οδηγία 2014/41, να εξεταστεί μόνον από τις αρχές αυτού του κράτους μέλους. Τα επίμαχα αδικήματα έχουν ήδη εξεταστεί από τον αρμόδιο ανακριτή ενώπιον του Amtsgericht München (ειρηνοδικείου Μονάχου, Γερμανία). Οι δε αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα μπορούν να εξετάσουν μόνον τις διατυπώσεις που αφορούν την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων έρευνας που έχουν ανατεθεί.

33      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι, βάσει του γράμματος του άρθρου 31, παράγραφος 3, και του άρθρου 32 του κανονισμού 2017/1939, οι διατάξεις αυτές μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν για ένα μέτρο έρευνας απαιτείται δικαστική έγκριση στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, το μέτρο αυτό πρέπει να εξετάζεται από δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους υπό το πρίσμα του συνόλου των τυπικών και ουσιαστικών κανόνων που προβλέπονται στο εν λόγω κράτος μέλος.

34      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια ότι ένα τέτοιο μέτρο θα έπρεπε, ενδεχομένως, να αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εξετάσεως σε δύο κράτη μέλη, σύμφωνα με το αντίστοιχο εθνικό δίκαιο των κρατών αυτών, όπερ θα σήμαινε ότι όλα τα αναγκαία έγγραφα για την εξέταση αυτή θα έπρεπε να τεθούν στη διάθεση του αρμόδιου δικαστηρίου στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα και, ενδεχομένως, να μεταφραστούν. Όμως ένα τέτοιο σύστημα θα αποτελούσε οπισθοδρόμηση σε σχέση με το σύστημα που θεσπίζει η οδηγία 2014/41, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος μέλος εκτέλεσης μπορεί να ελέγξει μόνον ορισμένες τυπικές πτυχές.

35      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τυχόν ερμηνεία του κανονισμού 2017/1939 υπό το πρίσμα του σκοπού της αποτελεσματικότητας των διώξεων θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια, σε κάθε περίπτωση όταν έχει ήδη διενεργηθεί δικαστικός έλεγχος στο κράτος μέλος του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, ο έλεγχος που διενεργείται στο πλαίσιο της δικαστικής έγκρισης που απαιτείται στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου Εισαγγελέα να αφορά μόνον ορισμένες τυπικές πτυχές.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 32 του [κανονισμού 2017/1939], την έννοια ότι, όταν, επί διασυνοριακών ερευνών, απαιτείται δικαστική έγκριση για μέτρο προς εφαρμογή στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, πρέπει να εξετάζονται όλες οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, όπως το αξιόποινο της πράξης, οι ενδείξεις ενοχής, ο αναγκαίος και αναλογικός χαρακτήρας του μέτρου;

2)      Πρέπει κατά την εν λόγω εξέταση να λαμβάνεται υπόψη το ότι στο κράτος μέλος του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα έχει ήδη ελεγχθεί από εθνικό δικαστήριο σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους το επιτρεπτό της λήψης του μέτρου;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, σε ποιο βαθμό πρέπει να διενεργείται δικαστικός έλεγχος στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα;»

37      Με έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2023, η Γραμματεία του Δικαστηρίου απέστειλε στο αιτούν δικαστήριο αίτημα παροχής διευκρινίσεων. Απαντώντας στο αίτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η διάταξη του Amtsgericht München (ειρηνοδικείου Μονάχου) της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, με την οποία εγκρίθηκε η διεξαγωγή επιτόπιων ερευνών στη Γερμανία, εκδόθηκε σε βάρος των G. K., B. O. D. και S. L., χωρίς να εξεταστεί αν δικαιολογούνταν ενδεχόμενες επιτόπιες έρευνες στις εμπορικές εγκαταστάσεις της B. O. D. και στις κατοικίες των G. K. και S. L. στην Αυστρία.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

38      Με τα τρία προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 31 και 32 του κανονισμού 2017/1939 έχουν την έννοια ότι ο έλεγχος που διενεργείται στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, όταν για μέτρο έρευνας που του έχει ανατεθεί απαιτείται δικαστική έγκριση σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, μπορεί να καλύπτει τόσο τα στοιχεία που αφορούν την αιτιολόγηση και τη λήψη του μέτρου αυτού όσο και τα στοιχεία που αφορούν την εκτέλεσή του. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στο πλαίσιο αυτό, αν ο δικαστικός έλεγχος του εν λόγω μέτρου που διενεργήθηκε προηγουμένως στο κράτος μέλος του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα ασκεί επιρροή στην έκταση του ελέγχου του μέτρου αυτού, βάσει της δικαστικής εγκρίσεως, στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα.

39      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 2017/1939 έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και τον καθορισμό των κανόνων λειτουργίας της.

40      Το άρθρο 4 του ως άνω κανονισμού ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων και των συνεργών σε αξιόποινες πράξεις οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτόν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνες και εκτελεί πράξεις δίωξης και ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης.

41      Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του κανονισμού προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί αδιαίρετο οργανισμό της Ένωσης που λειτουργεί ως ενιαία Εισαγγελία με αποκεντρωμένη δομή. Οι παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου αυτού ορίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οργανώνεται σε δύο επίπεδα, ήτοι, αφενός, σε κεντρικό επίπεδο, αποτελούμενο από την Κεντρική Εισαγγελία που βρίσκεται στην έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, και, αφετέρου, σε αποκεντρωμένο επίπεδο, το οποίο αποτελείται από τους Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη μέλη.

42      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές του σκέψεις 30 και 32, οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει, καταρχήν, να διεξάγονται από τους Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς, οι οποίοι ενεργούν εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους.

43      Από τον συνδυασμό του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 προκύπτει ότι ο Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας που έχει επιληφθεί ορισμένης υπόθεσης, ήτοι ο Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας που είναι υπεύθυνος για τις έρευνες και τις διώξεις που έχει κινήσει, οι οποίες του έχουν ανατεθεί ή των οποίων έχει επιληφθεί κάνοντας χρήση του δικαιώματός του ανάληψης υπόθεσης, δύναται, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν και το δίκαιο του κράτους μέλους του, είτε να λάβει ο ίδιος μέτρα έρευνας και άλλα μέτρα είτε να δώσει σχετικές εντολές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του.

44      Στο πλαίσιο των ερευνών που διεξάγει ο επιληφθείς Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας στο κράτος μέλος του, όταν αποφασίζει να λάβει μέτρο έρευνας για το οποίο απαιτείται δικαστική έγκριση σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, αρμόδια για τον έλεγχο της πλήρωσης του συνόλου των προϋποθέσεων που προβλέπονται προς τούτο είναι τα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους. Αντιθέτως, στις διασυνοριακές υποθέσεις, όταν ένα μέτρο έρευνας πρέπει να εκτελεστεί σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, ο τελευταίος πρέπει να είναι σε θέση να στηρίζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, σημείο 6, του κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψης 72, σε βοηθό Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα που εδρεύει στο κράτος μέλος στο οποίο πρέπει να εκτελεστεί το μέτρο αυτό.

45      Το καθεστώς που διέπει τη λήψη και την εκτέλεση ενός τέτοιου μέτρου στο πλαίσιο διασυνοριακής έρευνας καθορίζεται από τα άρθρα 31 και 32 του κανονισμού, των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει αναφορά σε αυτά προκειμένου να καθοριστεί η έκταση του δικαστικού ελέγχου που μπορεί να διενεργηθεί εντός του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, όταν για ένα τέτοιο μέτρο απαιτείται δικαστική έγκριση σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

46      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος [απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2022, Generalstaatsanwaltschaft München (Έκδοση και αρχή ne bis in idem), C‑435/22 PPU, EU:C:2022:852, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

47      Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα των άρθρων 31 και 32 του κανονισμού 2017/1939, από το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η διεξαγωγή των διασυνοριακών ερευνών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στηρίζεται στη στενή συνεργασία μεταξύ των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, όταν πρέπει να ληφθεί μέτρο σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, ο εισαγγελέας αυτός αποφασίζει το αναγκαίο μέτρο και αναθέτει τη λήψη του σε βοηθό Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα που εδρεύει στο κράτος μέλος στο οποίο πρέπει να εκτελεστεί το μέτρο.

48      Το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού ορίζει, συναφώς, ότι η αιτιολόγηση και η λήψη ενός τέτοιου μέτρου διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα.

49      Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού, εάν για το μέτρο που έχει ανατεθεί απαιτείται δικαστική έγκριση δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, ο τελευταίος λαμβάνει την έγκριση αυτή σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

50      Εντούτοις, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2017/1939, αν το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα δεν απαιτεί τέτοια δικαστική έγκριση αλλά την απαιτεί το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, η έγκριση λαμβάνεται από τον τελευταίο και συνυποβάλλεται με την ανάθεση.

51      Το άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού ορίζει ότι ο βοηθός Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας λαμβάνει το μέτρο που έχει αναθέτει ή δίνει εντολές στην αρμόδια εθνική αρχή να το πράξει.

52      Το άρθρο 32 του κανονισμού ορίζει ότι ένα τέτοιο μέτρο εκτελείται σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν και το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα.

53      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2017/1939 προβλέπει τη λήψη δικαστικής έγκρισης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα όταν για μέτρο έρευνας που έχει ανατεθεί απαιτείται τέτοια έγκριση δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους μέλους, εντούτοις τα άρθρα 31 και 32 του κανονισμού δεν διευκρινίζουν την έκταση του ελέγχου που μπορούν να διενεργήσουν οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους για τους σκοπούς της απαιτούμενης δικαστικής έγκρισης.

54      Πάντως, από το γράμμα του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 32 του κανονισμού προκύπτει ότι ο επιληφθείς Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας αποφασίζει τη λήψη μέτρου έρευνας που έχει ανατεθεί και ότι η λήψη, όπως και η αιτιολόγηση του μέτρου αυτού, διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, ενώ η εκτέλεσή του διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα.

55      Όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα άρθρα 31 και 32 του κανονισμού, επισημαίνεται ότι η διάκριση που γίνεται στα άρθρα αυτά μεταξύ της αιτιολόγησης και της λήψης μέτρου έρευνας που έχει ανατεθεί, αφενός, και της εκτέλεσής του, αφετέρου, απηχεί την υποκείμενη λογική του συστήματος δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών, το οποίο στηρίζεται στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης.

56      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τόσο η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσο και η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία εδράζεται με τη σειρά της στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, έχουν θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς καθιστούν δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα [απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2022, Generalstaatsanwaltschaft München (Έκδοση και αρχή ne bis in idem), C‑435/22 PPU, EU:C:2022:852, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

57      Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων προϋποθέτει ότι υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη ότι καθένα από τα κράτη μέλη δέχεται την εφαρμογή του ισχύοντος στα άλλα κράτη μέλη ποινικού δικαίου, ακόμη και όταν η εφαρμογή του δικού του εθνικού δικαίου θα κατέληγε σε διαφορετική λύση (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski, C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 52, και της 10ης Ιανουαρίου 2019, ET, C‑97/18, EU:C:2019:7, σκέψη 33).

58      Η αρχή αυτή εφαρμόζεται με διάφορες πράξεις που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών.

59      Συγκεκριμένα, η εν λόγω αρχή αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο θεσπίζει τον κανόνα κατά τον οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βάσει της αρχής αυτής και σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου [πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Openbaar Ministerie (Δικαστήριο συσταθέν με νόμο στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος), C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, EU:C:2022:100, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

60      Στο πλαίσιο του συστήματος παραδόσεως που θεσπίζει η εν λόγω απόφαση‑πλαίσιο, οι δικαστικές αρχές στις οποίες αναφέρονται, αντιστοίχως, οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 6 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου ασκούν διαφορετικά καθήκοντα που συνδέονται, αφενός, με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και, αφετέρου, με την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος [πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Πλαστογραφία), C‑510/19, EU:C:2020:953, σκέψη 47].

61      Επομένως, εναπόκειται στη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος να ελέγξει αν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, χωρίς η εκτίμηση αυτή να μπορεί, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, να ελεγχθεί στη συνέχεια από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski, C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 52, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψεις 87 και 88).

62      Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αποτυπώνεται επίσης στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εκτελούν ευρωπαϊκή εντολή έρευνας βάσει της αρχής αυτής και σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

63      Από τον συνδυασμό των άρθρων 6 και 9 της οδηγίας 2014/41 προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από την οδηγία αυτή σύστημα δικαστικής συνεργασίας στηρίζεται, όπως και το σύστημα που θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της δικαστικής αρχής εκδόσεως και της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, στο πλαίσιο της οποίας αρμόδια για τον έλεγχο της πλήρωσης των ουσιαστικών προϋποθέσεων που είναι αναγκαίες για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας είναι η δικαστική αρχή εκδόσεως, χωρίς η εκτίμηση αυτή να μπορεί, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, να ελεγχθεί στη συνέχεια από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως [πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, Spetsializirana prokuratura (Δεδομένα κινήσεως και θέσεως), C‑724/19, EU:C:2021:1020, σκέψη 53].

64      Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της μεταξύ των κρατών μελών δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις η οποία στηρίζεται στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρχή εκτελέσεως δεν οφείλει να ελέγχει αν η αρχή εκδόσεως τήρησε τις προϋποθέσεις εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως την οποία οφείλει να εκτελέσει.

65      Τρίτον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 12, 14, 20 και 60 του κανονισμού 2017/1939 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός, με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποσκοπεί στην αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

66      Συναφώς, από το άρθρο 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1939, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψης 73, προκύπτει ότι οι ειδικοί κανόνες τους οποίους προβλέπει ο κανονισμός αυτός για τους σκοπούς των διασυνοριακών ερευνών πρέπει να μπορούν να συμπληρωθούν διά της δυνατότητας χρήσης νομικών πράξεων με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την αμοιβαία αναγνώριση, όπως αυτή που έχει θεσπιστεί με την οδηγία 2014/41, ώστε να διασφαλίζεται ότι, όταν ένα μέτρο είναι αναγκαίο για μια τέτοια έρευνα, αλλά δεν είναι διαθέσιμο στο εθνικό δίκαιο για αμιγώς εγχώριες καταστάσεις, θα είναι δυνατή η χρήση του σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία εφαρμογής της σχετικής πράξης.

67      Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης, καθορίζοντας τις προβλεπόμενες στον κανονισμό 2017/1939 διαδικασίες, θέλησε να θεσπίσει έναν μηχανισμό που να διασφαλίζει ότι οι διασυνοριακές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικές με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο του συστήματος δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών το οποίο στηρίζεται στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνώρισης.

68      Όμως, μια ερμηνεία των άρθρων 31 και 32 του κανονισμού, κατά την οποία η χορήγηση της δικαστικής έγκρισης που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού θα μπορούσε να τελεί υπό την προϋπόθεση εξέτασης, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, των στοιχείων που αφορούν την αιτιολόγηση και τη λήψη του σχετικού μέτρου έρευνας που έχει ανατεθεί, θα κατέληγε, στην πράξη, σε ένα σύστημα λιγότερο αποτελεσματικό από εκείνο που θεσπίζουν τέτοιες νομικές πράξεις και θα έθιγε, επομένως, τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός.

69      Πράγματι, αφενός, για να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μια τέτοια εξέταση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξετάσει ενδελεχώς το σύνολο του φακέλου, ο οποίος πρέπει να της διαβιβαστεί από τις αρχές του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα και, ενδεχομένως, να μεταφραστεί.

70      Αφετέρου, εφόσον η αιτιολόγηση και η λήψη μέτρου έρευνας που έχει ανατεθεί εμπίπτουν, λόγω επιλογής του νομοθέτη της Ένωσης, στο δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα θα έπρεπε, για να εξετάσει αν πληρούνται τα δύο αυτά στοιχεία, να εφαρμόσει το δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους. Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταλληλότερη από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα για να προβεί στην εξέταση αυτή υπό το πρίσμα του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους.

71      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο κανονισμός 2017/1939 διακρίνει, για τους σκοπούς της συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στο πλαίσιο των διασυνοριακών ερευνών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μεταξύ των αρμοδιοτήτων που συνδέονται με την αιτιολόγηση και τη λήψη του μέτρου που έχει ανατεθεί, οι οποίες ανήκουν στον Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, και εκείνων που αφορούν την εκτέλεση του μέτρου αυτού, οι οποίες ανήκουν στον βοηθό Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα.

72      Σύμφωνα με αυτή την κατανομή αρμοδιοτήτων, ο έλεγχος που έχει σχέση με τη δικαστική έγκριση που απαιτείται βάσει του δικαίου του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα μπορεί να αφορά μόνο τα σχετικά με την εκτέλεση του μέτρου στοιχεία.

73      Συναφώς, υπογραμμίζεται εντούτοις ότι, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1939, εναπόκειται στο κράτος μέλος του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα να προβλέπει τη διενέργεια προηγούμενου δικαστικού ελέγχου των προϋποθέσεων που αφορούν την αιτιολόγηση και τη λήψη μέτρου έρευνας που έχει ανατεθεί, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από τον Χάρτη, των οποίων η τήρηση επιβάλλεται στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του κανονισμού αυτού δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

74      Η κατανομή αρμοδιοτήτων που περιγράφεται στις σκέψεις 71 και 72 της παρούσας αποφάσεως δεν θίγει επομένως τις απαιτήσεις σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά τη λήψη μέτρων έρευνας που έχουν ανατεθεί τα οποία, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνιστούν επέμβαση στο δικαίωμα κάθε προσώπου στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, καθώς και στο δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Gavanozov II, C‑852/19, EU:C:2021:902, σκέψη 31).

75      Όσον αφορά μέτρα επιτόπιας έρευνας τα οποία συνεπάγονται σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως έρευνες σε ιδιωτικές κατοικίες, συντηρητικά μέτρα που αφορούν προσωπικά είδη και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, του κανονισμού 2017/1939, εναπόκειται στο κράτος μέλος του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα να προβλέψει, στο εθνικό δίκαιο, κατάλληλες και επαρκείς εγγυήσεις, όπως είναι ο προηγούμενος δικαστικός έλεγχος, προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα και η αναγκαιότητα τέτοιων μέτρων.

76      Επιπλέον, πέραν των εγγυήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που συνδέονται με τις νομικές πράξεις της Ένωσης τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιούν οι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 2017/1939 στο πλαίσιο διασυνοριακών ερευνών, αφενός, επισημαίνεται ότι, τόσο κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 80 και 83 όσο και κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διασφαλίζει κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η γενική αυτή απαίτηση συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 41, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού, από το οποίο προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οφείλει, μεταξύ άλλων, να σέβεται το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου και τα δικαιώματα υπεράσπισης των υπόπτων και των κατηγορουμένων, οι οποίοι πρέπει να απολαύουν κατ’ ελάχιστο των διαδικαστικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων των πράξεων του δικαίου της Ένωσης που παρατίθενται στην εν λόγω διάταξη και στην αιτιολογική σκέψη 85 του κανονισμού.

77      Αφετέρου, μολονότι οι αρχές, και ιδίως οι δικαστικές αρχές, του κράτους μέλους του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα δεν δικαιούνται να εξετάζουν την αιτιολόγηση και τη λήψη μέτρου έρευνας που έχει ανατεθεί, υπογραμμίζεται εντούτοις ότι, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1939, όταν ο βοηθός Ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας εκτιμά ότι ένα εναλλακτικό και λιγότερο παρεμβατικό μέτρο θα μπορούσε να επιτύχει τα ίδια αποτελέσματα με το επίμαχο μέτρο έρευνας που έχει ανατεθεί, ενημερώνει τον εποπτεύοντα Ευρωπαίο Εισαγγελέα και διαβουλεύεται με τον επιληφθέντα Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα σε διμερές επίπεδο. Δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 7, του κανονισμού, αν οι ενδιαφερόμενοι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς δεν μπορέσουν να επιλύσουν το ζήτημα εντός επτά εργάσιμων ημερών και διατηρείται η ανάθεση, το ζήτημα παραπέμπεται στο αρμόδιο μόνιμο τμήμα.

78      Κατά συνέπεια, στα τρία προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 31 και 32 του κανονισμού 2017/1939 έχουν την έννοια ότι ο έλεγχος που διενεργείται στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, όταν για ένα μέτρο έρευνας που έχει ανατεθεί απαιτείται δικαστική έγκριση σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, μπορεί να αφορά μόνον τα στοιχεία που έχουν σχέση με την εκτέλεση του μέτρου, αποκλειομένων των στοιχείων που αφορούν την αιτιολόγηση και τη λήψη του εν λόγω μέτρου, τα οποία πρέπει να υποβάλλονται σε προηγούμενο δικαστικό έλεγχο στο κράτος μέλος του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, σε περίπτωση σοβαρής επεμβάσεως στα δικαιώματα του ενδιαφερομένου τα οποία κατοχυρώνονται από τον Χάρτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 31 και 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας,

έχουν την έννοια ότι:

ο έλεγχος που διενεργείται στο κράτος μέλος του βοηθού Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, όταν για ένα μέτρο έρευνας που έχει ανατεθεί απαιτείται δικαστική έγκριση σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, μπορεί να αφορά μόνον τα στοιχεία που έχουν σχέση με την εκτέλεση του μέτρου, αποκλειομένων των στοιχείων που αφορούν την αιτιολόγηση και τη λήψη του εν λόγω μέτρου, τα οποία πρέπει να υποβάλλονται σε προηγούμενο δικαστικό έλεγχο στο κράτος μέλος του επιληφθέντος Ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέα, σε περίπτωση σοβαρής επεμβάσεως στα δικαιώματα του ενδιαφερομένου τα οποία κατοχυρώνονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.