Language of document : ECLI:EU:T:2008:67

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Μαρτίου 2008 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Κοινοτική διαδικασία μειοδοτικού διαγωνισμού –Υπηρεσίες που αφορούν την ανάπτυξη και την παροχή υπηρεσιών υποστηρίξεως για την Υπηρεσία πληροφορήσεως για θέματα κοινοτικής έρευνας και αναπτύξεως (CORDIS) – Απόρριψη της προσφοράς διαγωνιζομένου – Αρχές της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας»

Στην υπόθεση T-345/03,

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον Σ. Παππά, στη συνέχεια από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους C. O’Reilly και L. Parpala,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως της εκτελέσεως της συμβάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών ENTR/02/55 – CORDIS Ενότητα 2 της Επιτροπής, για την ανάπτυξη και την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης της Υπηρεσίας πληροφόρησης της Κοινότητας για θέματα έρευνας και ανάπτυξης (CORDIS),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, J. Azizi και E. Cremona, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουλίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002, η σύναψη δημοσίων συμβάσεων της Επιτροπής για την παροχή υπηρεσιών διεπόταν από το τμήμα 1 (άρθρα 56 έως 64α) του τίτλου IV του δημοσιονομικού κανονισμού, της 21ης Δεκεμβρίου 1977, εφαρμοζόμενου επί του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) 2673/99 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999 (ΕΕ L 326, σ. 1), ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2000 (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός).

2        Κατά το άρθρο 56 του δημοσιονομικού κανονισμού:

«Κατά τη σύναψη των συμβάσεων των οποίων το ποσό φθάνει ή υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στις οδηγίες του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, κάθε όργανο οφείλει να εκπληρώνει τις ίδιες υποχρεώσεις με εκείνες που υπέχουν οι φορείς των κρατών μελών δυνάμει των εν λόγω οδηγιών.

Προς τον σκοπό αυτό, οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 139 εκτελεστικοί κανόνες περιλαμβάνουν τις κατάλληλες διατάξεις.»

3        Το άρθρο 139 του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση και το Συμβούλιο και μετά από γνώμη των άλλων οργάνων, θεσπίζει τις διατάξεις εκτελέσεως του [...] δημοσιονομικού κανονισμού.»

4        Δυνάμει του άρθρου 139 του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ,) 3418/93 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 315, σ. 1, στο εξής: λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής). Τα άρθρα 97 έως 105 και 126 έως 129 των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής έχουν εφαρμογή στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

5        Συγκεκριμένα, το άρθρο 126 των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορίζει τα εξής:

«Οι οδηγίες του Συμβουλίου όσον αφορά τις συμβάσεις δημόσιων έργων προμηθειών και παροχής υπηρεσιών εφαρμόζονται κατά την ανάθεση των συμβάσεων από τα όργανα, εφόσον το ποσό των συμβάσεων αυτών είναι ίσο ή υπερβαίνει τα καθοριζόμενα από τις εν λόγω οδηγίες όρια.»

6        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, με την οποία τροποποιήθηκαν και οι οδηγίες 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως (ΕΕ L 328, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές φροντίζουν ώστε να μην υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων παρεχόντων υπηρεσίες.»

 Ιστορικό της διαφοράς

I –   Η CORDIS

7        Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τον γενικό διαγωνισμό ENTR/02/55, για την ανάπτυξη και τη διάθεση της νέας μορφής υπηρεσιών υποστήριξης της Υπηρεσίας πληροφόρησης για θέματα κοινοτικής έρευνας και ανάπτυξης (CORDIS) (στο εξής: επίμαχος διαγωνισμός). Η CORDIS αποτελεί εργαλείο πληροφορικής που καθιστά δυνατή την εξασφάλιση της εκτελέσεως ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων-πλαισίων. Συνιστά την κύρια υπηρεσία δημοσιεύσεως και γνωστοποιήσεως για τους δυναμένους να μετάσχουν και τους νυν συμμετέχοντες καθώς και για άλλες ομάδες που ενδιαφέρονται για έναν ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα-πλαίσιο. Αποτελείται από μια πλατφόρμα πολλαπλών σκοπών, προσαρμοζόμενη στις ανάγκες των χρηστών, από μια πύλη που προσφέρεται στους φορείς της ευρωπαϊκής έρευνας και καινοτομίας καθώς και από ένα εργαλείο διανομής πληροφοριών στο κοινό.

8        Από το 1998, το σύνολο των υπηρεσιών υποστηρίξεως για την CORDIS παρεχόταν από ένα μόνο συμβαλλόμενο, την Intrasoft International SA (στο εξής: μέχρι τούδε συμβαλλόμενος).

9        Η υιοθέτηση του έκτου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006), με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002 (ΕΕ L 232, σ. 1), αποτέλεσε την έναρξη μιας νέας φάσεως στη λειτουργία της CORDIS. Για τη νέα αυτή φάση, η Επιτροπή αποφάσισε να προκηρύξει διαγωνισμό και να κατανείμει το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση σχέδιο σε πέντε ενότητες.

II –  Ο επίμαχος διαγωνισμός, ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος και η σύναψη της επίδικης συμβάσεως

10      Στις 13 Φεβρουαρίου 2002, η προκήρυξη προκαταρκτικής ενημερώσεως αφορώσα την επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ S 31). Στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 7ης Αυγούστου 2002 (ΕΕ S 152) δημοσιεύθηκε διορθωτικό της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως.

11      Στις 20 Νοεμβρίου 2002, η προκήρυξη διαγωνισμού για τις ενότητες 1 έως 3 δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ S 225).

12      Ο τόμος A της συγγραφής υποχρεώσεων της επίμαχης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, τιτλοφορούμενος «Γενικά» (στο εξής: τόμος Α της συγγραφής υποχρεώσεων), προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Εισαγωγή

Τόμος Α, γενικό μέρος της συγγραφής υποχρεώσεων, ισχύει και για τις [πέντε] ενότητες.

Για τις επιμέρους ενότητες:

[…]

Ενότητα 2 – Ανάπτυξη

(ανάπτυξη και συντήρηση της τεχνικής υποδομής όλων των υπηρεσιών)

[…]

1.3. Ημερομηνία έναρξης και διάρκεια της σύμβασης

Οι συμβάσεις προβλέπεται να υπογραφούν τον Ιούνιο 2003 και να αρχίσουν [να ισχύουν] την 1η Ιουλίου 2003.

Οι πρώτοι τρεις μήνες των συμβάσεων είναι η “φάση δοκιμαστικής λειτουργίας” των συμβάσεων.

Η δοκιμαστική λειτουργία έχει ως σκοπό να δώσει τη δυνατότητα [στους νέους] αντισυμβαλλόμενους να εξοικειωθούν με την υπηρεσία CORDIS. Η προηγούμενη σύμβαση [προβλέπει] μια [φάση] “παράδοση[ς]”. Έτσι, οι νέοι αντισυμβαλλόμενοι θα [έχουν πρόσβαση στις] λειτουργίες της υπηρεσίας με σκοπό να προετοιμάζονται για την [ανάληψη] της υπηρεσίας. Οι νέοι φορείς εκμετάλλευσης πρέπει να αναλάβουν το σύνολο των υπηρεσιών, το αργότερο μέχρι το τέλος της φάσης δοκιμαστικής λειτουργίας.

Η δοκιμαστική λειτουργία δεν πληρώνεται.

Δεν αποκλείεται, ανάλογα με την έγκριση του αρμόδιου για το σχέδιο υπαλλήλου της Επιτροπής και ανάλογα με την έγκριση του [μέχρι τούδε συμβαλλομένου,] μέρη ή το σύνολο της υπηρεσίας να αναλαμβάνονται ήδη κατά τη διάρκεια της φάσης [δοκιμαστικής] λειτουργίας (για τις πληρωμές υπηρεσιών που αναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της φάσης δοκιμαστικής λειτουργίας: βλ. σημείο 1.7.).

[…]

1.7. Πληρωμή

Οι πληρωμές για κάθε ενότητα θα γίνονται εντός της προθεσμίας που ορίζει ο σχετικός για τις πληρωμές εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής, ως εξής:

[…]

–        σε περίπτωση κατά την οποία μέρη ή το σύνολο της υπηρεσίας [ανα]λαμβάνονται από τον νέο [αντισυμβαλλόμενο] κατά τη διάρκεια της φάσης δοκιμαστικής λειτουργίας (βλ. 1.3), ο νέος αντισυμβαλλόμενος θα πληρώνεται με ισχύ από την ημερομηνία της επιτυχούς [αναλήψεως] για τα μέρη της υπηρεσίας που [ανα]λαμβάνονται· [...]

[…]

3.3.      Αξιολόγηση των προσφορών – κριτήρια ανάθεσης

Η σύμβαση θα ανατεθεί στην προσφορά με την καλύτερη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας (πλέον συμφέρουσα από οικονομικής άποψης προσφορά), αφού ληφθούν υπόψη τα παρακάτω κριτήρια ανάθεσης:

–        τα ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης,

–        η τιμή.

Κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης, θα αξιολογηθεί κάθε επιλεγμένος υποψήφιος σύμφωνα με τα παρακάτω ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης και με την αντίστοιχη στάθμιση κάθε κριτηρίου.

Aριθ.

Ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης

Στάθμιση (μέγιστη βαθμολ.) για τις ενότητες 1, 2, 4, 5

Στάθμιση (μέγιστη βαθμολ.) για την ενότητα 3

1

Τεχνικές ικανότητες, τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών και τρόπος αντιμετώπισής τους· προτεινόμενη τεχνολογική προσέγγιση (λειτουργική πληρότητα, τήρηση των απαιτήσεων, καταλληλότητα της προτεινόμενης τεχνολογίας)

35

[…]

2

Ποιότητα της μεθοδολογίας (μέθοδοι εργασίας με στόχο την αποτελεσματικότητα, τη χρησιμότητα, την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα· αξιοπιστία/ διαθεσιμότητα/ ανάκτηση/ συντήρηση της υπηρεσίας· υιοθέτηση ορθών πρακτικών)

25

[…]

3

Δημιουργικότητα, βαθμός καινοτομίας (αξία πρωτότυπων ιδεών για την καινοτομική οργάνωση της υπηρεσίας)

20

[…]

4

Ποιότητα του προτεινόμενου χρονοδιαγράμματος, διαχείριση και έλεγχος της σύμβασης (προτεινόμενες διευθετήσεις για την έγκαιρη παραγωγή παραδοτέων προϊόντων, και για την διασφάλιση της τήρησης των στόχων και των προθεσμιών καθώς και της ποιότητας)

20

[…]

5 […]

(μόνο για ενότητα 3)

[…]

[…]

[…]

 

Σύνολο

100

[…]


[…]

4. Τεχνικές προδιαγραφές

Περίληψη

Μπορεί να υπάρξουν πέντε διαφορετικοί αντισυμβαλλόμενοι για τη λειτουργία της υπηρεσίας CORDIS. Οι αντισυμβαλλόμενοι αυτοί θα παρέχουν τις εξής εξειδικευμένες υπηρεσίες:

[…]

Η ενότητα 2 θα εξασφαλίσει την ανάπτυξη της τεχνικής υποδομής που χρησιμοποιείται από τις άλλες ενότητες και την Επιτροπή, όπως είναι το Κοινό Σύστημα Παραγωγής (CPS), το Σύστημα Διαχείρισης Διαδικτυακού Περιεχομένου (WCMS), το Σύστημα Διάδοσης των Πληροφοριών (IDS) με όλα τα συστατικά του στοιχεία [εξυπηρετητής(-ές) WWW, εξυπηρετητής(-ές) FTP, υπηρεσία ηλεκτρονικού πίνακα ανακοινώσεων (BBS), εξυπηρετητής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τείχος προστασίας (firewall), LAN, WAN, ευρυζωνικές προσβάσεις στο Διαδίκτυο, κ.λπ]. Η ενότητα 2 θα αναπτύξει επίσης νέα εργαλεία και μέσα, ορισμένα από τα οποία για πειραματικούς σκοπούς. Η ενότητα 2 θα προσφέρει επίσης την τεχνογνωσία και το λογισμικό εφαρμογής της υπηρεσίας, ενώ κάθε άλλη ενότητα –και η Επιτροπή– θα παράσχει τις θεμελιώδεις δομικές μονάδες, δηλαδή συστήματα υλικού και λογισμικού, π.χ. σύστημα διαχείρισης της βάσης δεδομένων, δρομολογητή, κ.λπ.

[…]»

13      Ο τόμος B της συγγραφής υποχρεώσεων της επίμαχης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, τιτλοφορούμενος «Ενότητα 2 – Περιεχόμενο» (στο εξής: τόμος B της συγγραφής υποχρεώσεων), προβλέπει τις προδιαγραφές για την ενότητα 2. Προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«6.2.1. Τεχνική και λειτουργική εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και των διαδικασιών του συστήματος

[…]

Η παρούσα συγγραφή υποχρεώσεων σκοπεί –βάσει της καταστάσεως της CORDIS τον Ιούνιο του 2002 και στο εγγύς προβλέψιμο μέλλον– στην περιγραφή των στοιχειωδών στόχων και επιταγών που αφορούν ό,τι είναι αναγκαίο για τη συνέχιση και την εξέλιξη της CORDIS. Όσον αφορά το πώς, η παρούσα συγγραφή υποχρεώσεων καθορίζει μόνον τις ελάχιστες επιταγές. Ο διαγωνιζόμενος/συμβαλλόμενος πρέπει να παράσχει πλήρη στοιχεία ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο θα ανταποκριθεί στις επιταγές αυτές.

[…]

6.2.3.3. Ευρετηρίαση, συγκεκριμένες οπτικές γωνίες και ταξινομήσεις

Η δυνατότητα παρουσιάσεως του περιεχομένου διά της χρησιμοποιήσεως προκαθορισμένων ομάδων χαρακτηριστικών μπορεί να έχει απήχηση σε συγκεκριμένες κοινότητες χρηστών. Στα αντικείμενα του περιεχομένου πρέπει να εφαρμοσθούν τεχνικές προηγμένης μεταδομής και επισημάνσεως. Υπάρχει η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως των υπαρχόντων προϊόντων προς εφαρμογή, επί παραδείγματι, μιας ταξινομικής κατασκευής, αλλά αυτά πρέπει να έχουν μακροπρόθεσμη εφαρμογή και να είναι συμβατά (σύμφωνα) προς την αρχιτεκτονική CORDIS.

[…]

6.8. Διαβίβαση στον νέο συμβαλλόμενο

Ο συμβαλλόμενος διαβιβάζει στον νέο συμβαλλόμενο ή στην Επιτροπή, όταν αυτή τα ζητήσει, όλα τα ουσιώδη στοιχεία, όπως οι επιταγές και οι προδιαγραφές σχεδιασμού, τα προγράμματα παραδόσεων, τον πηγαίο κώδικα, τις διαδικασίες, τα προγράμματα δοκιμών, τα προγράμματα μεταβάσεως, τα αποτελέσματα καθώς και πλήρη τεκμηρίωση υπό οποιαδήποτε μορφή (σε χαρτί και σε ηλεκτρονική [μορφή]). Ομοίως, οι άδειες του προϊόντος που αποκτήθηκαν και/ή παραλήφθηκαν από τον (τους) προηγούμενο (προηγούμενους) συμβαλλόμενο (συμβαλλομένους), διαβιβάζονται με τάξη στον νέο συμβαλλόμενο ή στην Επιτροπή.»

14      Η Επιτροπή διαβίβασε αυθημερόν στους δυναμένους να διαγωνισθούν ένα CD-ROM που περιείχε πληροφορίες επί του υλικού πληροφορικής και επί των λογισμικών που χρησιμοποιούνταν τότε (στο εξής: CD 1).

15      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή διαβίβασε στους δυναμένους να διαγωνισθούν ένα δεύτερο CD-ROM που περιείχε επιπλέον τεχνικά στοιχεία (στο εξής: CD 2).

16      Στα τέλη Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή αγόρασε ένα λογισμικό ονομαζόμενο Autonomy, το οποίο αποτελεί εργαλείο συστηματικής έρευνας που παρέχει στους τελικούς χρήστες της CORDIS τη δυνατότητα να πραγματοποιούν ειδικές έρευνες στις βάσεις δεδομένων της CORDIS καθώς και έρευνες ορολογίας σε περισσότερες της μιας γλώσσες.

17      Στις 7 Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή οργάνωσε μια ανοικτή ημερίδα ενημερώσεως για όλους τους δυναμένους να διαγωνισθούν, όπως προβλεπόταν στο σημείο 1.6 του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων.

18      Στις 5 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή δημοσίευσε σε προσωρινή ιστοσελίδα, αφιερωμένη ειδικώς στον επίμαχο διαγωνισμό, κατάλογο ο οποίος ανακεφαλαίωνε όλο το υπάρχον υλικό πληροφορικής και όλα τα υπάρχοντα λογισμικά που χρησιμοποιούνταν τότε (στο εξής: κατάλογος).

19      Επιπλέον, στις 18 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή δημοσίευσε στην εν λόγω ιστοσελίδα ένα έγγραφο με τον τίτλο «Superquest – Implementation of Release 6 and beyond». Το έγγραφο αυτό, με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 2003 και τιτλοφορούμενο «σχέδιο», είχε καταρτισθεί από τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο. Το έγγραφο αυτό περιείχε τεχνικές προδιαγραφές για τη χρησιμοποίηση του λογισμικού Autonomy και τη σύσταση να αγοραστεί το εν λόγω λογισμικό.

20      Στις 9 Μαρτίου 2003, η προσφεύγουσα Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, σε συνεργασία με μια βελγική εταιρία, υπέβαλε την προσφορά της για την ενότητα 2 του σχεδίου (στο εξής: επίδικη σύμβαση).

21      Η ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με τη συγγραφή υποχρεώσεων προθεσμίας για την υποβολή προσφορών ήταν η 19η Μαρτίου 2003.

22      Στις 26 Μαρτίου και την 1η Απριλίου 2003, ανοίχθηκαν οι φάκελοι των προσφορών.

23      Η επιτροπή αξιολογήσεως συνεδρίασε επανειλημμένως μεταξύ της 27ης Μαρτίου και της 19ης Ιουνίου 2003.

24      Στις 19 Ιουνίου 2003, η επιτροπή αξιολογήσεως κατάρτισε έκθεση περιέχουσα, ως προς την προσφορά της προσφεύγουσας, κυρίως τις ακόλουθες παρατηρήσεις:


Κριτήρια


Παρατηρήσεις


Βαθμοί

1. Τεχνικές ικανότητες, τήρηση των τεχνικών προδιαγραφών […]

Προτεινόμενη τεχνική πλατφόρμα βασισμένη στο J2EE (κατόπιν των FP6, eEurope κ.λπ.), με υπόβαθρο το NCA, αλλά περιορισμένες λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο εγκαταστάσεως και διατηρήσεως του NCA. Καλή γενική δικαιολόγηση του J2EE και των συναφών πλεονεκτημάτων.

Πρόταση WCMS εξαρτώμενη από την επιλογή της ΕΕ· αναλαμβάνει τις λειτουργίες του επιλεγέντος WCMS.

Οι βασιζόμενες στο [λογισμικό] Autonomy υποθέσεις για τις λειτουργικές δυνατότητες έρευνας κ.λπ. γενικά περιγραφικές και περιέχουσες στοιχεία που έχουν αντιγραφεί από τις απαιτήσεις για τους χρήστες του Release 6 CORDIS που μπορούν να ληφθούν από την ιστοσελίδα της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών του 2002.


[…]

[…]


Γενικά, η κατανόηση των επιταγών και της αναγκαίας τεχνολογίας είναι ικανοποιητική και δικαιολογεί υψηλή βαθμολογία. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές περιττές λεπτομέρειες και πλεονάζοντα στοιχεία και ελλείπουν οι συγκεκριμένες προτάσεις. Πολλές φράσεις του τύπου «θα εξετασθούν» και «θα παρασχεθούν λύσεις», στερούμενες ουσίας.

21,6/35

2. Ποιότητα της μεθοδολογίας […]

[…]

[…]

[…]


Καλή, αλλά γενική μνεία των τύπων σχεδιασμού και της εκ νέου χρησιμοποιήσεως του λογισμικού.


[…]

[…]

14,8/25

3. Δημιουργικότητα, βαθμός καινοτομίας […]

[…]

[…]

[…]

12,8/20

4. Ποιότητα του προτεινόμενου χρονοδιαγράμματος, διαχείριση και έλεγχος της σύμβασης […]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

12,8/20




25      Τελικώς, η επιτροπή αξιολογήσεως πρότεινε να γίνει δεκτή η προσφορά της βελγικής εταιρίας Trasys για την επίδικη δημόσια σύμβαση. Στηρίχτηκε στα αποτελέσματα μιας ποιοτικής και χρηματοοικονομικής αξιολογήσεως της προσφεύγουσας και της Trasys, η οποία είχε ως εξής:

                                                                                                            Όνομα

Ποιοτικά κριτήρια αναθέσεως/Βαθμολογία

 

αριθ. 1 (35)

αριθ. 2 (25)

αριθ. 3 (20)

αριθ. 4 (20)

Σύνολο (100)

Προσφεύγουσα

21,6

14,8

12,8

12,8

62,0

Trasys

25,6

16,2

14,0

13,8

69,6


Όνομα

Συνολική τιμή (σε ευρώ)

Βαθμολογία ως προς την ποιότητα

Σχέση ποιότητας-τιμής

Προσφεύγουσα

6.095.001,16

62,0

10,17

Trasys

5.543.392,07

69,6

12,56


26      Στις 16 Ιουλίου 2003, η Επιτροπή αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση της επιτροπής αξιολογήσεως και να αναθέσει την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως στην Trasys (στο εξής: επιλεγείς διαγωνιζόμενος). Η εταιρία αυτή είχε αναγράψει στην προσφορά της ότι ένα μεταβλητό ποσοστό τουλάχιστον 35 %, εξαρτώμενο από την εξέλιξη των εργασιών της επίδικης συμβάσεως, θα ανετίθετο με υπεργολαβία στον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο.

27      Με έγγραφο της 1ης Αυγούστου 2003, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι η προσφορά της δεν έγινε δεκτή.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Σεπτεμβρίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

29      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής με την οποία η προσφορά της κρίθηκε μη ικανοποιητική·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να επανεκτιμήσει την προσφορά της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η καθής ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

31      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Σεπτεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιτραπεί να απαντήσει εγγράφως στο υπόμνημα ανταπαντήσεως.

32      Στις 26 Οκτωβρίου 2004, το Πρωτοδικείο πληροφόρησε την προσφεύγουσα για την απόφασή του να μη δεχθεί το αίτημα αυτό.

33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας τα οποία προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους, με έγγραφα της 20ής Ιουνίου 2006, να απαντήσουν εγγράφως σε περαιτέρω ερωτήσεις.

34      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Ιουνίου 2006, οι διάδικοι απάντησαν στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου.

35      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιουλίου 2006.

36      Με έγγραφο της 24ης Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα παρέσχε επιπλέον εξηγήσεις κατά την αγόρευσή της.

37      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2006, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να κινήσει εκ νέου την προφορική διαδικασία.

38      Με έγγραφα της 15ης Σεπτεμβρίου 2006, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την προσφεύγουσα να υποβάλει εγγράφως έναν υπολογισμό τον οποίο είχε πραγματοποιήσει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και να εξηγήσει καθένα από τα στάδιά του.

39      Η προσφεύγουσα απάντησε με έγγραφο που κατέθεσε στις 26 Σεπτεμβρίου 2006.

40      Με έγγραφο που κατέθεσε στις 22 Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί της προαναφερθείσας γραπτής απαντήσεως.

41      Στις 6 Δεκεμβρίου 2006, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να περατώσει την προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

I –  Επί του περιεχομένου της προσφυγής ακυρώσεως

42      Με το πρώτο αίτημα της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία η προσφορά της κρίθηκε μη ικανοποιητική. Με το δεύτερο αίτημα της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επανεκτιμήσει την προσφορά της.

43      Όσον αφορά το πρώτο αίτημα, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν αποφάσισε ότι η προσφορά της προσφεύγουσας δεν ήταν ικανοποιητική.

44      Επιπλέον, περιλαμβάνοντας στο αντίγραφο της αποφάσεως περί συνάψεως της επίδικης συμβάσεως, η οποία υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, τη μνεία «προσβαλλομένη απόφαση», η προσφεύγουσα επισήμανε ότι θεωρούσε την εν λόγω πράξη ως αντικείμενο της αιτήσεώς της ακυρώσεως.

45      Κατά συνέπεια. με το πρώτο αίτημα της προσφυγής ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως περί συνάψεως της επίδικης συμβάσεως με άλλο διαγωνιζόμενο πλην της προσφεύγουσας, του οποίου η προσφορά θεωρήθηκε καλύτερη (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

46      Όσον αφορά το δεύτερο αίτημα της προσφυγής, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας που ασκεί, αλλά η οικεία διοικητική αρχή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 1998, Τ-67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1, σκέψη 200, και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T-374/94, T-375/94, T-384/94 και T-388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-3141, σκέψη 53).

47      Επομένως, το πρώτο αίτημα της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, κατά το μέτρο που με αυτό ζητείται να απευθύνει το Πρωτοδικείο διαταγές στην Επιτροπή.

II –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Α – Λόγοι των οποίων γίνεται επίκληση

48      Προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους, οι οποίοι έχουν πλείονα του ενός σκέλη.

49      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε, αφενός, να γνωστοποιήσει τα πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησε η προσφεύγουσα και, αφετέρου, να αιτιολογήσει τις πράξεις της. Ειδικότερα, πρώτον, φρονεί ότι η Επιτροπή δεν απάντησε σε μια αίτηση παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, παρά μόνο μετά την τελική ημερομηνία που είχε ταχθεί για την υποβολή των προσφορών. Δεύτερον, θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν της παρέσχε πλήρη αποσπάσματα μιας δήθεν ευνοϊκής συστάσεως που υποβλήθηκε στη συμβουλευτική επιτροπή δημοσίων και ιδιωτικών συμβάσεων όσον αφορά την προσφορά της και την προσφορά του επιλεγέντος διαγωνιζομένου. Τρίτον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν έθεσε στη διάθεσή της στοιχεία ως προς τα ονόματα των υπεργολάβων του επιλεγέντος διαγωνιζομένου. Τέταρτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι στην αξιολόγηση των προσφορών μετέσχε μια επιπλέον επιτροπή, μη προβλεπόμενη από τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής. Με τον δεύτερο λόγο της ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, την οποία προβλέπουν το άρθρο 126 των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής και το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50, πρώτον, επιτάσσοντας, με τη συγγραφή υποχρεώσεων, μια φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής και, δεύτερον, μη θέτοντας στη διάθεση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν πλείονα ουσιώδη τεχνικά στοιχεία από την αρχή της διαδικασίας διαγωνισμού. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση της προσφοράς της καθώς και κατά την εκτίμηση της προσφοράς του επιλεγέντος διαγωνιζομένου. Τέλος, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε σαφείς και αντικειμενικούς κανόνες αξιολογήσεως για τον επίμαχο διαγωνισμό.

50      Το Πρωτοδικείο θεωρεί σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων από την αρχή της διαδικασίας διαγωνισμού.

 Β – Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων

51      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως βασίζεται, αφενός, στην υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής και, αφετέρου, στην έλλειψη προσβάσεως σε ορισμένα τεχνικά στοιχεία.

1.     Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά μια τρίμηνη φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ των διαγωνιζομένων, όπως αυτή αναγνωρίζεται από γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και έχει θεσπιστεί με το άρθρο 56 του δημοσιονομικού κανονισμού και με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50. Ισχυρίζεται ότι το υποχρεωτικό διάστημα δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής επιβάλλει χρηματοοικονομικό εμπόδιο σε όλους τους δυναμένους να διαγωνισθούν, εξαιρουμένου του μέχρι τούδε συμβαλλομένου, ο οποίος απολαύει αντίστοιχου πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι μόνον αυτός δεν χρειάζεται να περιλάβει στη χρηματοοικονομική προσφορά του το κόστος που αφορά τρεις μήνες δοκιμαστικής δραστηριότητας άνευ πληρωμής.

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος δημιουργεί «κοινοπραξία» με τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο, ο οποίος επελέγη για την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως λόγω της χαμηλότερης τιμής της προσφοράς του, του παρέσχε χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα αντίθετο στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων.

54      Η προσφεύγουσα είναι της γνώμης ότι η προσφορά της θα κατατασσόταν σε καλύτερη θέση αν η σχέση ποιότητας-τιμής είχε υπολογισθεί δια του μη συνυπολογισμού του κόστους που αφορά τη φάση δοκιμαστικής λειτουργίας. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η τιμή της προσφοράς της πρέπει να μειωθεί κατά το κόστος της φάσεως δοκιμαστικής λειτουργίας.

55      Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το σημείο 1.3, πέμπτο εδάφιο, του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων. Εκτιμά ότι το χωρίο αυτό παρέχει στον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο τη δυνατότητα να αρνηθεί την ανάληψη των υπηρεσιών από τον νέο συμβαλλόμενο πριν την παρέλευση του τρίμηνου διαστήματος δοκιμαστικής λειτουργίας.

56      Η καθής υπογραμμίζει, κατ’ αρχάς, ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος δεν ταυτίζεται με τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο. Ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος θα χρησιμοποιήσει τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο ως υπεργολάβο και, συνεπώς, θα είναι νέος συμβαλλόμενος στην επίδικη σύμβαση.

57      Περαιτέρω, η καθής θεωρεί ότι η υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής δεν συνιστά από μόνη της παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων. Είναι πρόδηλον ότι, για την ανάληψη συμβάσεως τέτοιου εύρους όπως το εύρος του αντικειμένου της επίδικης συμβάσεως, δεν μπορεί να αναμένεται ότι ο νέος συμβαλλόμενος θα είναι έτοιμος προς εργασία από την πρώτη ημέρα. Δεδομένου ότι η φάση δοκιμαστικής λειτουργίας αποτελεί για κάθε νέο συμβαλλόμενο φάση μυήσεως, δεν αμείβεται.

58      Κατά συνέπεια, η καθής αντικρούει το επιχείρημα ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος έτυχε αδικαιολογήτως ορισμένων χρηματοοικονομικών πλεονεκτημάτων.

59      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η ανάληψη των υπηρεσιών κατά τη φάση της δοκιμαστικής λειτουργίας εξαρτάται από την καλή θέληση του μέχρι τούδε συμβαλλομένου, η καθής ισχυρίζεται ότι η παλαιά σύμβαση που συνήφθη με τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο προέβλεπε την υποχρέωση προετοιμασίας, εν ευθέτω χρόνω, της αναλήψεως των υπηρεσιών από τον νέο συμβαλλόμενο. Επιπλέον, ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεργασθεί πλήρως με τον νέο συμβαλλόμενο.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 i) Προκαταρκτική παρατήρηση

60      Όπως έχει αναγνωρισθεί με πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε κατά όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1977, 117/76 και 16/77, Ruckdeschel κ.λπ., Συλλογή τόμος 1977, σ. 531, σκέψη 7, και της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28).

61      Στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των διαγωνιζομένων αποκτά όλως ιδιάζουσα σπουδαιότητα. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2001, C-285/99 και C-286/99, Lombardini και Mantovani, Συλλογή 2001, σ. I-9233, σκέψη 37, και της 19ης Ιουνίου 2003, C-315/01, GAT, Συλλογή 2003, σ. I-6351, σκέψη 73).

62      Το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών αρχών.

 ii) Επί της προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων


 1) Γενικά

63      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως λόγω της απαιτήσεως, με τη συγγραφή υποχρεώσεων, μιας φάσεως δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής.

64      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Μαρτίου 2005, T-160/03, AFCon Management Consultants κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-981, σκέψη 75, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή προσέβαλε την ισότητα ευκαιριών όλων των διαγωνιζομένων.

 2) Επί του ότι η υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής ενέχει δυσμενή διάκριση

Γενικά

65      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, την οποία προβλέπουν το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50 και το άρθρο 126 των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής.

66      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής εφαρμόζεται, κατά το σημείο 1.7 του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων, αδιακρίτως σε όλες τις προσφορές.

67      Κατά συνέπεια, τίθεται το ζήτημα αν η προβλεπόμενη στη συγγραφή υποχρεώσεων υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής ενέχει ως εκ της φύσεώς της δυσμενή διάκριση.

 Επί του πλεονεκτήματος για τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο και για τον διαγωνιζόμενο που συνδέεται με αυτόν στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας, το οποίο είναι εγγενές στην υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής.

68      Διαπιστώνεται ότι η υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας, παρέχουσα στον νέο συμβαλλόμενο τη δυνατότητα να εξοικειωθεί με την παλαιά μορφή μιας τεχνολογίας την οποία έχει αναλάβει να αντικαταστήσει, αφορά τη διατήρηση, κατά τη διάρκεια της φάσεως αυτής, υψηλού επιπέδου ποιότητας των προς παροχή υπηρεσιών. Συναφώς, επισημαίνεται ότι πρόκειται περί φάσεως κατά τη διάρκεια της οποίας, αφενός, η παροχή των επιμάχων υπηρεσιών εξακολουθεί να αμείβεται βάσει της συμβάσεως που συνήφθη με τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο και, αφετέρου, ο νέος συμβαλλόμενος δεν είναι ακόμη σε θέση να διασφαλίσει πλήρως την απαιτούμενη ποιότητα υπηρεσιών για την εφαρμογή της νέας μορφής τεχνολογίας. Έτσι, η φάση δοκιμαστικής λειτουργίας προβλέπεται προς το συμφέρον του ίδιου του νέου συμβαλλομένου, δεδομένου ότι αυτή του παρέχει τη δυνατότητα να μυηθεί πλήρως και εν ευθέτω χρόνω στην τεχνολογία επί της οποίας θα πρέπει να εργαστεί, ενώ δεν μπορεί ακόμη να παράσχει παρά περιορισμένες υπηρεσίες. Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω, το γεγονός ότι μια τέτοια φάση δοκιμαστικής λειτουργίας δεν είναι αμειβόμενη δεν ενέχει, καθαυτό, δυσμενή διάκριση.

69      Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, εν προκειμένω, η δυσμενής διάκριση την οποία ενέχει μια τέτοια υποχρέωση οφείλεται στη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος, μετά τη δημοσίευση της συγγραφής υποχρεώσεων που προβλέπει μια φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής, δηλαδή στο γεγονός ότι προβλέπεται ότι αυτός θα είναι ο υπεργολάβος μιας από τις διαγωνιζόμενες εταιρίες για την επίδικη σύμβαση.

70      Συναφώς, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι το πλεονέκτημα το οποίο αντλεί ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος από τη φάση δοκιμαστικής λειτουργίας δεν αποτελεί συνέπεια κάποιας συμπεριφοράς της αναθέτουσας αρχής. Πράγματι, το πλεονέκτημα του οποίου τυγχάνει ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος ή ο διαγωνιζόμενος που συνδέεται μαζί του στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας είναι στην πραγματικότητα αναπόφευκτο, δεδομένου ότι είναι εγγενές σε κάθε περίπτωση στην οποία μια αναθέτουσα αρχή αποφασίζει να κινήσει διαδικασία διαγωνισμού για την ανάθεση της εκτελέσεως μιας συμβάσεως η οποία μέχρι τότε εκτελούνταν από ένα μόνο συμβαλλόμενο, εκτός αν ο συμβαλλόμενος αυτός αποκλείεται συστηματικά από κάθε νέο διαγωνισμό και μάλιστα αν απαγορευθεί η ανάθεση προς αυτόν της εκτελέσεως μέρους της συμβάσεως με υπεργολαβία. Το γεγονός αυτό συνιστά κατά κάποιο τρόπο «εγγενές de facto πλεονέκτημα».

71      Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έκρινε προσφάτως ότι η οδηγία 92/50 καθώς και οι λοιπές οδηγίες που αφορούν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων απαγορεύουν εθνικό κανόνα κατά τον οποίο δεν γίνεται δεκτή η υποβολή προσφοράς για σύμβαση δημοσίων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών εκ μέρους διαγωνιζομένου ο οποίος συμμετέσχε στην έρευνα, τον πειραματισμό, τη μελέτη ή την προώθηση αυτών των έργων, αυτών των προμηθειών ή αυτών των υπηρεσιών, χωρίς να του παρέχεται η δυνατότητα να αποδείξει ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτηθείσα υπ’ αυτού πείρα δεν νόθευσε τον ανταγωνισμό (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2005, C-21/03 και C-34/03, Fabricom, Συλλογή 2005, σ. I-1559, σκέψη 36).

72      Αν, συνεπώς, κατά την εν λόγω απόφαση, ακόμη και οι εξαιρετικές γνώσεις που έχει αποκτήσει ένας διαγωνιζόμενος λόγω έργων συνδεομένων άμεσα με την προετοιμασία της επίμαχης διαδικασίας διαγωνισμού από την αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να συνεπάγεται τον αυτόματο αποκλεισμό του από την εν λόγω διαδικασία, ως εκ τούτου η συμμετοχή του μπορεί ακόμη λιγότερο να αποκλεισθεί, εφόσον αυτές οι εξαιρετικές γνώσεις οφείλονται στο γεγονός και μόνον της συμμετοχής, σε συνεργασία με την αναθέτουσα αρχή, στην προετοιμασία της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών.

 Επί του ζητήματος της εξουδετερώσεως του πλεονεκτήματος που είναι εγγενές στην υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής

73      Από την παρατεθείσα στη σκέψη 71 ανωτέρω νομολογία προκύπτει επίσης ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων δεν επιτάσσει να υποχρεωθεί η αναθέτουσα αρχή να εξουδετερώσει απολύτως το σύνολο των πλεονεκτημάτων των οποίων τυγχάνει ο διαγωνιζόμενος του οποίου ο υπεργολάβος είναι ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος.

74      Επιπλέον, το να γίνει δεκτό ότι πρέπει να εξουδετερωθούν απ’ όλες τις απόψεις τα πλεονεκτήματα του μέχρι τούδε συμβαλλομένου ή του διαγωνιζομένου που συνδέεται προς αυτόν με σύμβαση υπεργολαβίας θα είχε συνέπειες αντίθετες προς το υπηρεσιακό συμφέρον του αναθέτοντος θεσμικού οργάνου, κατά το μέτρο που, για μια τέτοια εξουδετέρωση, το όργανο αυτό θα έπρεπε να καταβάλει δαπανηρές επιπλέον προσπάθειες.

75      Ωστόσο, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει, σ’ αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, τη στάθμιση των επιμάχων συμφερόντων.

76      Έτσι, προκειμένου να τηρηθεί κατά το δυνατόν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων και να αποφευχθούν συνέπειες αντίθετες στο συμφέρον του αναθέτοντος θεσμικού οργάνου, πρέπει παρά ταύτα να πραγματοποιηθεί η εξουδετέρωση των πιθανών πλεονεκτημάτων του μέχρι τούδε συμβαλλομένου ή του διαγωνιζομένου που συνδέεται μαζί του με σύμβαση υπεργολαβίας, αλλά αποκλειστικά κατά το μέτρο που η πραγματοποίηση της εξουδετερώσεως αυτής είναι τεχνικώς ευχερής, εφόσον είναι οικονομικώς αποδεκτή και δεν θίγει τα δικαιώματα του μέχρι τούδε συμβαλλομένου ή του εν λόγω διαγωνιζομένου.

77      Όσον αφορά τη στάθμιση των επιμάχων συμφερόντων από οικονομικής απόψεως, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων απορρέει από το τμήμα 1 (άρθρα 56 έως 64α) του τίτλου IV του δημοσιονομικού κανονισμού. Το άρθρο 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που θεσπίζουν τις γενικές αρχές στον εν λόγω κανονισμό, ορίζει ότι «[ο]ι πιστώσεις του προϋπολογισμού πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως». Εξάλλου, κατά το άρθρο 248, παράγραφος 2, ΕΚ, η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση συνιστά γενικό κανόνα της αναγνωριζόμενης από τη Συνθήκη κοινοτικής οργανώσεως, του οποίου την τήρηση διασφαλίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

78      Όπως προκύπτει από την ανωτέρω σκέψη 68, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι μόνον η παροχή των επιμάχων υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της φάσεως δοκιμαστικής λειτουργίας αμείβεται ακόμη βάσει της συμβάσεως που συνήφθη με τον μέχρι τούδε αντισυμβαλλόμενο, αλλά επιπλέον ο νέος αντισυμβαλλόμενος δεν είναι ακόμη, στο στάδιο αυτό, σε θέση να διασφαλίσει την απαιτούμενη ποιότητα υπηρεσιών για την εφαρμογή της νέας μορφής της CORDIS. Εξάλλου, η φάση δοκιμαστικής λειτουργίας καθιστά δυνατή όχι μόνον τη διασφάλιση της καλύτερης δυνατής υλοποιήσεως των ποιοτικών στόχων που αναφέρει η πρόσκληση για την υποβολή προσφορών, αλλά και να παρασχεθεί στον αντισυμβαλλόμενο η δυνατότητα να τύχει ενός διαστήματος μυήσεως.

79      Έτσι, δεδομένου ότι, αφενός, δεν θίγονται τα δικαιώματα του μέχρι τούδε συμβαλλομένου και, αφετέρου, η διπλή πληρωμή για τη φάση προσαρμογής θα αντέβαινε σε έναν από τους κύριους σκοπούς του δικαίου περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, ο οποίος έγκειται, ιδίως, στη διευκόλυνση της αποκτήσεως της απαιτούμενης υπηρεσίας κατά τον οικονομικότερο δυνατόν τρόπο, η παραίτηση από την υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής για τον λόγο και μόνον ότι ένας από τους δυναμένους να διαγωνισθούν ίσως να συνδέεται με τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας για την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως θα συνιστούσε υπερβολή.

80      Συνεπώς, συνάγεται ότι, εν προκειμένω, το ενδεχόμενο πλεονέκτημα ενός διαγωνιζομένου που συνδέεται με τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας δεν επιβάλλει, προς αποφυγή της προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, στην αναθέτουσα αρχή να παραιτηθεί από την υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής, στη συγγραφή υποχρεώσεων.

 3) Επί της δυνατότητας του μέχρι τούδε συμβαλλομένου να αρνηθεί την ανάληψη των υπηρεσιών από τον νέο συμβαλλόμενο πριν την πάροδο του τρίμηνου διαστήματος δοκιμαστικής λειτουργίας

81      Όσον αφορά την προβαλλόμενη δυνατότητα του μέχρι τούδε συμβαλλομένου να αρνηθεί την ανάληψη των υπηρεσιών από τον νέο συμβαλλόμενο πριν την πάροδο του τρίμηνου διαστήματος δοκιμαστικής λειτουργίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το σημείο 1.3 του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων, «[δ]εν αποκλείεται, ανάλογα με την έγκριση του αρμόδιου για το σχέδιο υπαλλήλου της Επιτροπής και ανάλογα με την έγκριση του [μέχρι τούδε συμβαλλομένου], μέρη ή το σύνολο της υπηρεσίας να αναλαμβάνονται ήδη κατά τη διάρκεια της φάσης [δοκιμαστικής] λειτουργίας». Επιπλέον, σύμφωνα με το σημείο 1.7 του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων, «σε περίπτωση κατά την οποία μέρη ή το σύνολο της υπηρεσίας [ανα]λαμβάνονται από τον νέο [αντισυμβαλλόμενο] κατά τη διάρκεια της φάσης δοκιμαστικής λειτουργίας (βλ. 1.3), ο νέος αντισυμβαλλόμενος θα πληρώνεται με ισχύ από την ημερομηνία της επιτυχούς [αναλήψεως] για τα μέρη της υπηρεσίας που [ανα]λαμβάνονται».

82      Το Πρωτοδικείο επισημαίνει, συναφώς, ότι το χωρίο «ανάλογα με την έγκριση του [μέχρι τούδε αντισυμβαλλομένου]» πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του συνόλου των προϋποθέσεων που διέπουν την εξέλιξη της αναλήψεως των υπηρεσιών υποστηρίξεως της CORDIS και ιδίως της παλαιάς συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής και του μέχρι τούδε συμβαλλομένου.

83      Όσον αφορά την εξέλιξη της αναλήψεως των υπηρεσιών υποστηρίξεως της CORDIS από τον νέο συμβαλλόμενο, από το σημείο 3.2.1.2 του παραρτήματος II της παλαιάς συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε από την προσθήκη 2, προκύπτει ότι ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος ήταν υποχρεωμένος να συμβάλει σε μια πλήρη ανάληψη, εν ευθέτω χρόνω και σταδιακά, από τους επόμενους συμβαλλομένους και να συνεργασθεί πλήρως με τον επόμενο συμβαλλόμενο για να εξασφαλίσει μια συνέχεια στο υψηλό επίπεδο ποιότητας των υπηρεσιών υποστηρίξεως της CORDIS, κατά τη φάση της αναλήψεως.

84      Επομένως, ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος ήταν, κατά περίπτωση, υποχρεωμένος να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις μιας ενδεχόμενης συντομεύσεως της τρίμηνης φάσεως δοκιμαστικής λειτουργίας λόγω της υποχρεώσεώς του ενεργού συνεργασίας, διότι άλλως θα παρέβαινε τις συμβατικές του υποχρεώσεις.

85      Τέλος, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε για ποιο λόγο, από οικονομικής απόψεως, ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος θα είχε συμφέρον να εμποδίσει την πρώιμη ανάληψη των υπηρεσιών υποστηρίξεως της CORDIS από τον νέο συμβαλλόμενο, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος δεν θα έχανε, εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμά του να αμείβεται μέχρι τη λήξη της συμβάσεώς του.

86      Επομένως, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το σημείο 1.3, πέμπτο εδάφιο, του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων δεν επιτρέπει στον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο να αρνηθεί την ανάληψη των υπηρεσιών υποστηρίξεως της CORDIS από τον νέο συμβαλλόμενο πριν τη λήξη του τρίμηνου διαστήματος δοκιμαστικής λειτουργίας.

87      Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα συναφώς πρέπει να απορριφθεί.

88      Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τη μη θέση στη διάθεση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν πλειόνων ουσιωδών τεχνικών στοιχείων από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού

89      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έθεσε στη διάθεση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν δύο κατηγορίες ουσιωδών τεχνικών στοιχείων, ήτοι, αφενός, τα στοιχεία που αφορούσαν την αγορά του λογισμικού Autonomy από την Επιτροπή και, αφετέρου, τα στοιχεία που αφορούσαν τις τεχνικές προδιαγραφές και τον πηγαίο κώδικα της CORDIS.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 i) Επί της προσβάσεως στα στοιχεία που αφορούν την αγορά του λογισμικού Autonomy

90      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε εγκαίρως τα στοιχεία που αφορούσαν την αγορά του λογισμικού Autonomy σε όλους τους δυναμένους να διαγωνισθούν.

91      Η συγγραφή υποχρεώσεων και τα γενικά τεχνικά έγγραφα που τέθηκαν στη διάθεση των ενδεχομένων υποψηφίων ουδόλως ανέφεραν το γεγονός ότι, με την αγορά του λογισμικού Autonomy, είχε ήδη βρεθεί εν τοις πράγμασι λύση σε πλείονα τεχνικά προβλήματα της CORDIS.

92      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το λογισμικό Autonomy αποτελεί «έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους» της CORDIS. Ισχυρίζεται ότι πρόκειται για ένα ευφυές λειτουργικό σύστημα που καθιστά δυνατή την αυτοματοποίηση των πράξεων για όλα τα είδη πληροφοριών που χρησιμοποιούνται σήμερα στην διαχείριση των επικοινωνιών και των επιχειρήσεων. Η βασική του τεχνολογία θέτει σε λειτουργία μια πλατφόρμα αυτόματης κατατάξεως, δημιουργίας συνδέσμων υπερκειμένου, ευρέσεως και ομαδοποιήσεως μη διαρθρωμένων στοιχείων, πράγμα το οποίο καθιστά δυνατή την αυτόματη παροχή μεγάλων ποσοτήτων εξατομικευμένων στοιχείων.

93      Όσον αφορά την ενότητα 1, η προσφεύγουσα εξηγεί ότι αυτή αφορά τη συλλογή και προετοιμασία στοιχείων καθώς και συστάσεων προς την Επιτροπή για υπηρεσίες προς τους τελικούς χρήστες. Έτσι, μια προσφορά για την ενότητα 1 θα μπορούσε, για παράδειγμα, να περιέχει τη διαπίστωση ότι υπάρχει ανάγκη για ένα επιπλέον λογισμικό έρευνας το οποίο, βάσει προσωπικής έρευνας, θα διαφοροποιούσε ορισμένα στοιχεία που περιέχονται στην CORDIS, όπως η αγγλική έκφραση «the bank», που σημαίνει συγχρόνως «η τράπεζα» και «η όχθη ποταμού». Η επίδικη σύμβαση σκοπεί στην εξεύρεση λύσεων προς τούτο.

94      Η προσφεύγουσα συνάγει εντεύθεν ότι η έλλειψη πληροφοριών όσον αφορά την αγορά του λογισμικού Autonomy κατά την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού την υποχρέωσε να προσδιορίσει εκ νέου το σύνολο της τεχνικής αρχιτεκτονικής της και να επανεξετάσει τα μέλη της ομάδας της, δεδομένου ότι η χρήση του λογισμικού Autonomy επηρέαζε πολλές άλλες θέσεις εργασίας.

95      Αντιθέτως, ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος, υποστηριζόμενος από τον μελλοντικό υπεργολάβο του, που ήταν ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος, μπορούσε να αφιερώσει όλα τα μέσα του για την κατάρτιση της καλύτερης δυνατής τεχνικής προσφοράς, χρησιμοποιώντας την προνομιακή του πληροφόρηση.

96      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι ήταν πρόθυμη να δεχθεί τη χρήση ενός καλύτερου συστήματος ταξινομήσεως από το σύστημα του λογισμικού Autonomy. Κατά την προσφεύγουσα, η προσέγγιση αυτή είναι αντιφατική, καθόσον θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία ο επιλεγείς για την ενότητα 1 διαγωνιζόμενος στηρίζει την προσφορά του στη χρησιμοποίηση του λογισμικού Autonomy και ο επιλεγείς για την επίδικη σύμβαση διαγωνιζόμενος προτείνει λύση βασιζόμενη σε διαφορετικό εργαλείο ταξινομήσεως. Επιπλέον, ελάχιστα πιθανολογείται ότι η Επιτροπή, αφού έχει ξοδέψει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για το λογισμικό Autonomy, αναλαμβάνει τον κίνδυνο να καταλήξει ο επίμαχος διαγωνισμός στην επιλογή ενός άλλου εργαλείου αντί του λογισμικού αυτού.

97      Η καθής συμφωνεί, κατ’ αρχήν, με τις περιγραφές της προσφεύγουσας όσον αφορά τη λειτουργία του λογισμικού Autonomy, καθώς και το αντικείμενο της ενότητας 1 και αυτό της επίδικης συμβάσεως.

98      Ωστόσο, η καθής αμφισβητεί ότι το γεγονός ότι η εκ μέρους της αγορά του λογισμικού Autonomy υποχρέωσε τους διαγωνιζομένους να αναθεωρήσουν την αρχιτεκτονική του συστήματος της CORDIS, δεδομένου ότι αυτό το εργαλείο συστηματικής κατατάξεως δεν αποτελεί μέρος της εν λόγω αρχιτεκτονικής.

99      Η καθής φρονεί ότι η αγορά του λογισμικού Autonomy δεν καταλήγει σε μεταβολή της συγγραφής υποχρεώσεων. Υπογραμμίζει ότι ήταν πρόθυμη να δεχθεί τη χρήση ενός καλύτερου συστήματος ταξινομήσεως από το σύστημα του λογισμικού Autonomy και κάθε άλλη νέα ιδέα. Αναφερόμενη ιδίως στο σημείο 6.2.3.3 του τόμου B της συγγραφής υποχρεώσεων, με τίτλο «Ευρετηρίαση, συγκεκριμένες οπτικές γωνίες και ταξινομήσεις», η Επιτροπή εξηγεί ότι οι διαγωνιζόμενοι για την επίδικη σύμβαση έπρεπε μόνο να υποβάλουν λύσεις που να καθιστούν δυνατή την εκτέλεση σύνθετων ερευνών στην CORDIS. Δεδομένου ότι το λογισμικό Autonomy υπήρχε στην αγορά, η προσφεύγουσα μπορούσε να ενσωματώσει στην προσφορά της την πρόταση να χρησιμοποιηθεί το λογισμικό αυτό αντί για κάθε άλλο εργαλείο αυτού του είδους. Έτσι, ο διαγωνιζόμενος που κατετάγη δεύτερος κατά την ανάθεση της εκτελέσεως της συμβάσεως υπέβαλε προσφορά πολύ καλής ποιότητας, προτείνοντας ένα άλλο σύστημα που αποτελούσε «καινοτομία» όσον αφορά την ευρετηρίαση και την ταξινόμηση.

100    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η καθής διευκρίνισε ότι είχε δημοσιοποιήσει, στην ιστοσελίδα που ήταν αφιερωμένη ειδικά στον επίμαχο διαγωνισμό, στοιχεία σχετικά με το λογισμικό Autonomy, ανταποκρινόμενη σε σχετικό αίτημα των διαγωνιζομένων, τούτο δε με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσει τη διαφάνεια.

 ii) Επί της προσβάσεως στα έγγραφα που αφορούσαν την τεχνική αρχιτεκτονική και τον πηγαίο κώδικα της CORDIS

101    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, διότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος είχε αποκλειστική πρόσβαση σε ορισμένα τεχνικά στοιχεία και μπορούσε έτσι να υποβάλει μια πολύ ανταγωνιστικότερη προσφορά απ’ ό,τι όλοι οι λοιποί διαγωνιζόμενοι, υποχρεώνοντάς τους συγχρόνως να υποβάλουν χρηματοοικονομική προσφορά αφορώσα πολύ υψηλότερο ποσό.

102    Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος είχε αποκλειστική πρόσβαση στα τεχνικά στοιχεία που αφορούσαν την πραγματική κατάσταση του σχεδίου και, ιδίως, τον πηγαίο κώδικα της CORDIS. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι κανένα ουσιώδες και ενημερωμένο τεχνικό πληροφοριακό στοιχείο δεν γνωστοποιήθηκε στους λοιπούς διαγωνιζομένους, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά ήσαν διαθέσιμα. Το μόνο χρήσιμο στοιχείο που γνωστοποιήθηκε στους δυναμένους να διαγωνισθούν ήταν ένα έγγραφο που περιέγραφε τις τεχνικές προδιαγραφές του σχεδιασμού της εφαρμογής που ήδη υπήρχε και όντως χρησιμοποιούνταν από την Επιτροπή κατά τον χρόνο του επιμάχου διαγωνισμού, καθώς και τον πηγαίο κώδικα της εφαρμογής, με λεπτομέρειες και έγγραφα στοιχεία.

103    Όσον αφορά τα CD 1 και CD 2 και τον κατάλογο που παρασχέθηκε στους δυναμένους να διαγωνισθούν, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αυτά τα γνωστοποιηθέντα τεχνικά στοιχεία αφορούσαν μόνον την παλαιά μορφή της CORDIS. Τα εν λόγω στοιχεία κάλυπταν μόνον το διάστημα μέχρι τον Μάιο του 2002 και συγκέντρωναν κατ’ ουσία στατιστικές χύδην και εξαιρετικά περιορισμένα στοιχεία πολύ μέτριας ποιότητας και, επομένως, είτε ξεπερασμένα είτε περιορισμένης αξίας. Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε το γεγονός ότι, στο CD 2, έλειπαν οι σελίδες που περιείχαν δύο διαγράμματα σχεδιασμού της αρχιτεκτονικής της CORDIS, δηλαδή «η αρχιτεκτονική σε τρία επίπεδα» και «η αρχιτεκτονική του διακομιστή διαδικτυακών εφαρμογών».

104    Όσον αφορά τον κατάλογο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι μεγάλο μέρος των προγραμμάτων των λογισμικών είναι συγκεκριμένο για τα εκάστοτε μηχανήματα. Συνεπώς, ένας διαγωνιζόμενος για την επίδικη σύμβαση έπρεπε να περιγράψει τις προτεινόμενες εφαρμογές σε μια γλώσσα και με τον πηγαίο κώδικα που τους προσιδιάζουν. Θεωρεί ότι ο κατάλογος δεν ήταν σαφής. Συγκεκριμένα, βάσει του καταλόγου, δεν ήταν δυνατό να προσδιορισθεί πού βρίσκονταν τα συγκεκριμένα προγράμματα για τα υπάρχοντα μηχανήματα. Ειδικότερα, δεν μπορούσε να προσδιοριστεί ποιες εφαρμογές ήσαν εγκατεστημένες σε ποια μηχανήματα και με ποιον τρόπο.

105    Όσον αφορά τη σπουδαιότητα του πηγαίου κώδικα για τις προσφορές που αφορούσαν την επίδικη σύμβαση, η προσφεύγουσα εξηγεί ότι ένας πηγαίος κώδικας συνοδευόμενος με τα προσήκοντα έγγραφα στοιχεία αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» κάθε σχεδίου σχετικού με τις τεχνολογίες της πληροφορίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς τη γνώση του πηγαίου κώδικα, η CORDIS θα ήταν ένα «μαύρο κουτί». Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ένας διαγωνιζόμενος πρέπει να εξετάσει πολλές πιθανότητες, χωρίς όμως ποτέ να μπορεί να τις εξαντλήσει όλες, προκειμένου να επιχειρήσει να προβλέψει όλες τις πιθανές καταστάσεις τις οποίες θα μπορούσε να αντιμετωπίσει στη φάση της εφαρμογής. Επιπλέον φρονεί ότι αν, παρά ταύτα, το επιτύχει, θα πρέπει να υποβληθεί σε σημαντική δαπάνη για να αναλύσει χιλιάδες σειρές αγνώστων πηγαίων κωδίκων καθώς και να αναπληρώσει την ελλείπουσα ανάλυση και τα ελλείποντα έγγραφα.

106    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η γνώση του πηγαίου κώδικα αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για τον υπολογισμό της τιμής της προσφοράς. Ο υπολογισμός των προσφορών για συμβάσεις στον τομέα των νέων τεχνολογιών, σε περίπτωση αναλήψεως υπάρχουσας εφαρμογής, διευκολύνεται με τη χρήση ενός ειδικευμένου λογισμικού υπολογισμού του κόστους, όπως το λογισμικό που ονομάζεται «Cocomo 2» (COnstructive-COst-MOdel). Ο αριθμός γραμμών πηγαίου κώδικα αποτελεί το θεμελιώδες δεδομένο για τη χρήση του λογισμικού Cocomo 2. Συγκεκριμένα, για τη χρησιμοποίηση του λογισμικού Cocomo 2, το πρώτο στοιχείο προς εισαγωγή ήταν η εκτίμηση του αριθμού γραμμών του πηγαίου κώδικα.

107    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της καθής ότι πρόθεσή της ήταν να ευνοήσει τη δημιουργικότητα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η πολύ ακριβής και λεπτομερής γνώση της παλαιάς μορφής της CORDIS επιβαλλόταν προκειμένου να μπορούν να μελετηθούν μελλοντικά σχέδια. Υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν ένας διαγωνιζόμενος ήταν εξαιρετικά δημιουργικός, θα αποτύγχανε αν έπρεπε να προετοιμάσει την προσφορά του βάσει εσφαλμένων υποθέσεων και εσφαλμένων οδηγιών.

108    Η καθής φρονεί ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος δεν είχε προνομιακή πρόσβαση στα σχετικά πληροφοριακά στοιχεία. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος πραγματοποίησε εκτίμηση σε ημέρες εργασίας ανά άτομο υψηλότερη από αυτή της προσφεύγουσας.

109    Η καθής ισχυρίζεται ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγωνισμού, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να παράσχει εξαντλητικά πληροφοριακά στοιχεία ως προς τη χρησιμοποιούμενη μορφή της CORDIS. Διευκρινίζεται ότι οι εργασίες περιγράφηκαν στους τόμους A και B της συγγραφής υποχρεώσεων. Παρασχέθηκαν επιπλέον πληροφοριακά στοιχεία κατά την ημερίδα ενημερώσεως που οργανώθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2003 και στην ειδικώς αφιερωμένη στον επίμαχο διαγωνισμό ιστοσελίδα.

110    Όσον αφορά το περιεχόμενο των CD 1 και CD 2, η καθής διευκρινίζει ότι το CD 1 περιείχε τις προδιαγραφές της αρχιτεκτονικής της CORDIS, στην τελευταία της μορφή που χρησιμοποιήθηκε μέχρι το πέρας της διαδικασίας διαγωνισμού, καθώς και ένα ειδικό εργαλείο πλοηγήσεως προοριζόμενο να διευκολύνει τους διαγωνιζομένους να συμβουλεύονται το CD 1. Το CD 2 περιείχε τις λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές της CORDIS, τις εκθέσεις δοκιμών, τα διαγράμματα σχεδιασμού της αρχιτεκτονικής της CORDIS, τις λεπτομέρειες των εφαρμογών, τα προγράμματα των δοκιμών και έναν οδηγό για τους χρήστες που περιείχε ένα έγγραφο για κάθε βάση δεδομένων. Όσον αφορά τα δύο ελλείποντα διαγράμματα του σχεδιασμού της αρχιτεκτονικής της CORDIS, δηλαδή το διάγραμμα της «αρχιτεκτονικής σε τρία επίπεδα» καθώς και το διάγραμμα της «αρχιτεκτονικής του διακομιστή διαδικτυακών εφαρμογών» (βλ. σκέψη 103 ανωτέρω), η καθής εξηγεί ότι πράγματι αυτά δεν φαίνονταν. Ωστόσο, οι εν λόγω αρχιτεκτονικές περιγράφονται στο κείμενο και αποτελούν τρέχουσες συλλήψεις πληροφορικής μη προσιδιάζουσες ειδικώς στο σύστημα της CORDIS. Επιπλέον, η καθής υπογραμμίζει ότι πληροφορήθηκε το γεγονός ότι τα δύο διαγράμματα δεν φαίνονταν μόλις στις 14 Μαρτίου 2003, δηλαδή το απόγευμα της Παρασκευής πριν από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας καταθέσεως των προσφορών (19 Μαρτίου 2003). Έθεσε τα ελλείποντα διαγράμματα στη διάθεση των διαγωνιζομένων την Τρίτη, 18 Μαρτίου 2003, το μεσημέρι.

111    Όσον αφορά τον πηγαίο κώδικα, η καθής αναγνωρίζει ρητώς ότι αυτός δεν παρασχέθηκε στους διαγωνιζομένους. Ισχυρίζεται ότι ο πηγαίος κώδικας δεν είναι αναγκαίος ούτε ουσιώδης για την υποβολή και την αξιολόγηση των προσφορών και, ιδίως, για τον υπολογισμό του κόστους. Ο πηγαίος κώδικας καθίσταται ενδιαφέρων μόλις από τη στιγμή της αναλήψεως των υπηρεσιών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το σημείο 6.8, του τόμου B της συγγραφής υποχρεώσεων προβλέπει ότι ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος διαβιβάζει στον νέο συμβαλλόμενο όλα τα ουσιώδη αντικείμενα, ιδίως δε τον πηγαίο κώδικα.

112    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η καθής επισήμανε ότι, κατ’ αυτήν, δεν υπήρχε ειδικός λόγος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ο οποίος την εμπόδισε να διαβιβάσει τον πηγαίο κώδικα στους δυναμένους να διαγωνισθούν.

113    Όσον αφορά τον κατάλογο, η καθής ισχυρίζεται ότι η επίδικη σύμβαση δεν αφορά την παράδοση του μεγαλύτερου όγκου του υλικού και των λογισμικών που είναι διαθέσιμα για το σχέδιο CORDIS, δεδομένου ότι τούτο προορίζεται για την ενότητα 3. Εξηγεί ότι το να ληφθεί υπόψη ο υπάρχων εξοπλισμός δεν αποτελεί οπωσδήποτε την καλύτερη λύση για την κατάρτιση προσφορών που αφορούν μελλοντικές υπηρεσίες υποστηρίξεως της CORDIS, διότι κάποιο υλικό είναι ξεπερασμένο. Ως εκ τούτου προβλέφθηκε, στη συγγραφή υποχρεώσεων, ότι ο διαγωνιζόμενος μπορούσε να επιλέξει να προτείνει λύσεις για την αντικατάστασή του.

114    Απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ως προς τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή δεν διέθεσε όλα τα τεχνικά στοιχεία κατά την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού, η Επιτροπή απάντησε ότι, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, τα επεξηγηματικά έγγραφα, ιδίως ο κατάλογος, δεν ήσαν ακόμη έτοιμα. Ως εκ τούτου, έθεσε τα τεχνικά αυτά έγγραφα στη διάθεση των δυναμένων να διαγωνισθούν μόνο σταδιακά, καθόσον προχωρούσαν οι εργασίες καταρτίσεώς τους. Η καθής υπογραμμίζει ότι η διαδικασία του διαγωνισμού διήρκεσε 4 μήνες αντί των συνήθων 36 ημερών, οπότε οι δυνάμενοι να διαγωνισθούν είχαν κατά τον τρόπο αυτόν αρκετό χρόνο για να προσαρμόσουν τις προσφορές τους βάσει των νέων στοιχείων. Η καθής προσθέτει ότι στη συγγραφή υποχρεώσεων αναγράφεται σαφώς ότι τα ελλείποντα στοιχεία θα διατεθούν στην ειδικώς αφιερωμένη στον επίμαχο διαγωνισμό ιστοσελίδα σε μεταγενέστερο στάδιο.

 iii) Επί της επιπτώσεως της ελλείψεως γνώσεως ή της καθυστερημένης ενημερώσεως περί της αγοράς του λογισμικού Autonomy καθώς και της τεχνικής αρχιτεκτονικής και του πηγαίου κώδικα της CORDIS για την προσφορά της προσφεύγουσας


 1) Επί της επιπτώσεως της επικρινομένης συμπεριφοράς της Επιτροπής στην ποιότητα της προσφοράς της προσφεύγουσας

115    Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της που αφορά τα προβαλλόμενα πρόδηλα σφάλματα της Επιτροπής κατά την αξιολόγηση της προσφοράς της και αυτής του επιλεγέντος διαγωνιζομένου (τρίτος λόγος ακυρώσεως), η προσφεύγουσα αμφισβητεί ορισμένες δήθεν αρνητικές παρατηρήσεις στην έκθεση της επιτροπής αξιολογήσεως, αφορώσες την προσφορά της.

116    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι από πλείονες αρνητικές παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στην έκθεση της επιτροπής αξιολογήσεως (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω) απορρέει ότι τα ελλείποντα τεχνικά στοιχεία ή αυτά στα οποία είχε καθυστερημένη πρόσβαση επηρέασαν αρνητικά την αξιολόγηση της ποιότητας της προσφοράς της. Συναφώς, αναφέρεται, όσον αφορά το πρώτο κριτήριο αναθέσεως, στην πρώτη, δεύτερη, τρίτη και έκτη παρατήρηση και, όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο αναθέσεως, στην τέταρτη παρατήρηση.

117    Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο αναθέσεως και την πρώτη παρατήρηση, η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι ορισμένα τεχνικά στοιχεία εκτέθηκαν συνοπτικώς, διότι τα τεχνικά πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε πρόσβαση δεν ήσαν αρκούντως λεπτομερή. Όσον αφορά τη δεύτερη παρατήρηση, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, δεδομένου ότι δεν είχε πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που διέθετε ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος, έπρεπε να «δημιουργήσει μακροσκελή σενάρια», προκειμένου να εξετάσει όλες τις ενδεχόμενες διαρθρώσεις και πρακτικές. Όσον αφορά την τρίτη παρατήρηση, υποστηρίζει ότι η προσφορά της κρίθηκε υπερβολικά περιγραφική από πλευράς έρευνας και λειτουργικότητας, διότι ο θεμελιώδης ρόλος του λογισμικού Autonomy στην τεχνική πλατφόρμα της CORDIS γνωστοποιήθηκε στους δυναμένους να διαγωνισθούν με μεγάλη καθυστέρηση. Όσον αφορά την έκτη παρατήρηση, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η προσφορά της θεωρήθηκε ασκόπως λεπτομερής, με πλεονάζοντα στοιχεία και χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις, διότι η προσφορά αυτή καθορίστηκε από την ανάγκη διατηρήσεως ενός υφισταμένου συστήματος πληροφοριών για το οποίο όλοι οι διαγωνιζόμενοι, εξαιρουμένου του μέχρι τούδε συμβαλλομένου, δεν διέθεταν συνολική εικόνα.

118    Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο αναθέσεως και την τέταρτη παρατήρηση, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ήταν αδύνατο να εξετασθεί ειδικότερα η CORDIS, διότι τούτο απαιτούσε επιπλέον πληροφορίες ως προς τη λειτουργία της CORDIS κατά τον χρόνο εκείνο. Συνεπώς, μόνον ένας διαγωνιζόμενος που έχει πρόσβαση σε πρόσφατα εσωτερικά στοιχεία θα ανελάμβανε τον κίνδυνο να διατυπώσει συναφώς κατηγορηματικές δηλώσεις.

119    Η καθής αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος έλαβε υψηλή βαθμολογία λόγω της προνομιακής προσβάσεώς του σε πληροφορίες και υλικό. Συναφώς, η καθής υποβάλλει ορισμένα παραδείγματα για να αποδείξει την αδυναμία των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

120    Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο αναθέσεως, η Επιτροπή εξηγεί, ειδικότερα, ότι, κατά την αξιολόγηση της προσφοράς του επιλεγέντος υποψηφίου, η προσφορά αυτή επικρίθηκε ως τεχνική πρόταση βασιζόμενη στο υφιστάμενο σύστημα και πάσχουσα από έλλειψη νέας προσεγγίσεως.

121    Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο αναθέσεως (τέταρτη παρατήρηση), η καθής αναφέρεται, ειδικότερα, στο σημείο 6.2.1 του τόμου B της συγγραφής υποχρεώσεων που αφορά την επίδικη σύμβαση, κατά το οποίο ο διαγωνιζόμενος πρέπει μόνο να περιγράψει τις στοιχειώδεις ανάγκες που αφορούν ό,τι είναι αναγκαίο για τη συνέχιση και την εξέλιξη της CORDIS, διευκρινιζομένου ότι, όσον αφορά «το πώς», η συγγραφή υποχρεώσεων καθορίζει μόνον τις ελάχιστες επιταγές.

 2) Επί της επιπτώσεως της επικρινομένης συμπεριφοράς της Επιτροπής στην τιμή της προσφοράς της προσφεύγουσας

122    Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι, λόγω των στοιχείων που έλειπαν ή διαβιβάσθηκαν καθυστερημένα από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγωνισμού, η προσφορά της υποβλήθηκε σε συντελεστή κινδύνου της τάξεως του 25 έως 30 %. Η κατανομή του συντελεστή κινδύνου ως προς τα εν λόγω στοιχεία ήταν η ακόλουθη:

–        7 % για τις βάσεις δεδομένων·

–        7 % για το λογισμικό Autonomy·

–        5 % για τον πηγαίο κώδικα·

–        11 % για τις προδιαγραφές που αφορούν τον τεχνικό σχεδιασμό (λογικός σχεδιασμός του λογισμικού) και τα σχετικά έγγραφα.

123    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα εξήγησε ότι πραγματοποίησε τους υπολογισμούς αυτούς χρησιμοποιώντας το λογισμικό Cocomo 2. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Πρωτοδικείου, διευκρίνισε τον σκοπό και τη λειτουργία του λογισμικού Cocomo 2.

124    Έτσι, το λογισμικό Cocomo 2 στηρίζεται σε μαθηματικό τύπο βασιζόμενο στις γραμμές πηγαίου κώδικα και καθιστώντα δυνατό τον υπολογισμό της αναγκαίας προσπάθειας για την πραγματοποίηση κάθε εργασίας που βασίζεται σ’ αυτές. Η αντίστοιχη εξίσωση περιλαμβάνει 22 παραμέτρους που αντιπροσωπεύουν ισοδύναμους παράγοντες της πραγματικής ζωής και ασκούν επιρροή στην αναγκαία προσπάθεια για τη δημιουργία ενός προγράμματος ή για την πραγματοποίηση κάθε εργασίας που συνδέεται με την εφαρμογή λογισμικού. Οι 17 παράμετροι που αντιπροσωπεύουν συντελεστές πολλαπλασιασμού του κόστους ονομάζονται «πολλαπλασιαστές προσπάθειας» (ΠΠ) και οι 5 εκθετικοί συντελεστές κόστους ονομάζονται «παράγοντες κλίμακας» (ΠΚ).

125    Επιπλέον, για κάθε παράμετρο, το υπόδειγμα αυτό παρέχει έξι δυνατούς χαρακτηρισμούς και λεπτομερείς οδηγίες αφορώσες την επιλογή του κατάλληλου χαρακτηρισμού. Έτσι, κάθε παράμετρος μπορεί, αναλόγως της περιπτώσεως, να τύχει ενός από τους ακόλουθους χαρακτηρισμούς: «Πολύ χαμηλή», «Χαμηλή», «Βασική», «Υψηλή», «Πολύ υψηλή», «Εξαιρετικά υψηλή». Σε καθέναν από τους ανωτέρω χαρακτηρισμούς αντιστοιχεί μια τιμή σε βαθμούς. Οι βαθμοί αυτοί μειώνονται αναλόγως του χαρακτηρισμού που δόθηκε, δηλαδή είναι τόσο χαμηλότεροι όσο υψηλότερη χαρακτηρίσθηκε η παράμετρος.

126    Η εκτιμώμενη προσπάθεια για ένα σχέδιο με πηγαίο κώδικα συγκεκριμένου μεγέθους εκφράζεται σε πρόσωπα ανά μήνα (ΠΜ) και εκτιμάται βάσει του ακόλουθου τύπου (το Α και το Β παρουσιάζονται ως σταθερές):

Image not found

στον οποίο

Image not found

127    Κατά την προσφεύγουσα, στην περίπτωση του επίμαχου διαγωνισμού, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι 22 παράμετροι τυγχάνουν της ίδιας αξιολογήσεως για κάθε διαγωνιζόμενο, ανεξαρτήτως της προηγούμενης γνώσεως της CORDIS την οποία έχουν και του υλικού που ήταν διαθέσιμο στο πλαίσιο της επίμαχης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, εξαιρουμένων δύο από τις παραμέτρους, αντιστοιχουσών, αφενός, στη γνώση του σχεδιασμού της εφαρμογής που έπρεπε να δημιουργηθεί και, αφετέρου, στο περιβάλλον που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή, οι οποίες είναι, αντιστοίχως, η «παράμετρος PREC», που δηλώνει την ύπαρξη προηγουμένου, και η «παράμετρος AEXP», που δηλώνει τη σχετική με την εφαρμογή πείρα. Η «παράμετρος PREC» είναι ένας από τους 5 ΠΚ. Η «παράμετρος AEXP» είναι ένας από τους 17 ΠΠ.

128    Κατά την προσφεύγουσα, ο τύπος που παρουσιάστηκε στη σκέψη 126 μπορεί να εφαρμοσθεί δύο φορές, για να υπολογισθεί ο αντίκτυπος, στις ακόλουθες δύο υποθετικές περιπτώσεις:

–        στην περίπτωση του διαγωνιζομένου που γνωρίζει πολύ καλά την παλαιά μορφή της CORDIS, υποτιθεμένου ότι καθεμία από τις παραμέτρους PREC και AEXP τυγχάνει, κατά συνέπεια, του χαρακτηρισμού «Πολύ υψηλή»·

–        στην περίπτωση του διαγωνιζομένου που έχει πολύ περιορισμένη γνώση της παλαιάς μορφής της CORDIS, υποτιθεμένου ότι καθεμία από τις παραμέτρους PREC και AEXP τυγχάνει, κατά συνέπεια, του χαρακτηρισμού «Πολύ χαμηλή».

129    Κατά την προσφεύγουσα, αν, για τον υπολογισμό αυτόν, χρησιμοποιηθεί μέγεθος πηγαίου κώδικα υπολογιζόμενο σε 5 000 γραμμές, προκύπτει ως αποτέλεσμα εκτιμώμενη προσπάθεια 15,4 ΠM για την προσφορά του διαγωνιζομένου της πρώτης περιπτώσεως και εκτιμώμενη προσπάθεια 25,9 ΠM για την προσφορά του διαγωνιζομένου της δεύτερης περιπτώσεως. Τούτο σημαίνει ότι η εκτιμώμενη προσπάθεια για την προσφεύγουσα θα ήταν περίπου 40 % υψηλότερη απ’ ό,τι στην υποθετική περίπτωση ενός διαγωνιζομένου έχοντος πλήρη γνώση όλων των τεχνικών στοιχείων και του πηγαίου κώδικα της παλαιάς μορφής της CORDIS. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν εισαχθούν παράμετροι αντιστοιχούσες σε προς σύγκριση χαρακτηρισμούς όπως «Υψηλή» και «Χαμηλή » ή «Υψηλή» και «Πολύ χαμηλή », προκύπτει διαφορά 30 %.

130    Η καθής εκτιμά, πρώτον, ότι οι υπολογισμοί που πραγματοποιήθηκαν βάσει του λογισμικού Cocomo 2 έπρεπε να πραγματοποιηθούν από ορισθέντα προς τούτο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα.

131    Η καθής ισχυρίζεται ότι η επιλογή της προσφεύγουσας όσον αφορά τους χαρακτηρισμούς των παραμέτρων PREC και AEXP πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο υποκειμενικό. Η καθής υπογραμμίζει ότι, στα σχετικά με την προσφορά έγγραφα, η προσφεύγουσα παρουσιάστηκε ως οργανισμός διαθέτων μεγάλη πείρα στον τομέα της πληροφορικής και της επικοινωνίας, ενώ, έκτοτε, οσάκις επικαλείται τον παράγοντα κινδύνου που οφείλεται στη δήθεν έλλειψη τεχνικών στοιχείων, παρουσιάζεται ως διαγωνιζόμενος που διαθέτει επίπεδο γνώσεων κάτω του μετρίου στον τομέα αυτόν.

132    Η καθής αμφιβάλλει ότι η βάση στην οποία στηρίζεται η προσφεύγουσα για να δώσει στον εαυτό της βαθμολογία που αντιστοιχεί στον χαρακτηρισμό «Πολύ χαμηλή» για τις παραμέτρους PREC και AEXP είναι δικαιολογημένη. Η καθής ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να τους δώσει τον χαρακτηρισμό «Βασική» για να πραγματοποιήσει τον υπολογισμό βάσει του λογισμικού Cocomo 2.

133    Η καθής αμφισβητεί επίσης τη βαθμολογία που αντιστοιχεί στον χαρακτηρισμό «Πολύ υψηλή» για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο. Απονέμοντας τη βαθμολογία αυτή, η προσφεύγουσα παραγνωρίζει το ότι ούτε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος είναι συμβαλλόμενος πλήρως εξοικειωμένος με το σύστημα CORDIS, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ανάθεση με υπεργολαβία της εκτελέσεως μέρους της επίδικης συμβάσεως στον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο.

134    Όσον αφορά, αφενός, την παράμετρο PREC, η καθής εξηγεί ότι αυτή καλύπτει τα ακόλουθα στοιχεία: την εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως κατανόηση των στόχων του προϊόντος, την κτηθείσα πείρα σε συγγενή συστήματα λογισμικού, την ταυτόχρονη ανάπτυξη νέων υλικών και νέων λειτουργικών διαδικασιών που αφορούν το σχέδιο και την ανάγκη μιας νεωτερίζουσας αρχιτεκτονικής επεξεργασίας δεδομένων (αλγορίθμων). Η καθής αμφιβάλλει ότι η προσφεύγουσα μπορεί ορθώς να τύχει, για όλα αυτά τα στοιχεία, του χαρακτηρισμού «πολύ χαμηλή». Τούτο θα σήμαινε ότι διαθέτει «γενική» αντίληψη των στόχων του προϊόντος, «μέτρια πείρα», «σημαντική ανάγκη» ταυτόχρονης αναπτύξεως και «σημαντική ανάγκη νέων αλγορίθμων επεξεργασίας δεδομένων».

135    Όσον αφορά, αφετέρου, την παράμετρο AEXP, η καθής εξηγεί ότι η προσφεύγουσα απονέμει εκ νέου στον εαυτό της βαθμολογία αντιστοιχούσα στον χαρακτηρισμό «Πολύ χαμηλή», ο οποίος αφορά πείρα διάρκειας μικρότερης των δύο μηνών στην οικεία εφαρμογή. Κατά τον τρόπο αυτόν, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ουδόλως είναι εξοικειωμένη με το είδος σχεδίου το οποίο αφορά ο επίμαχος διαγωνισμός και ότι η ομάδα της έχει πολύ μικρή πείρα στις εφαρμογές αυτού του είδους.

136    Η καθής εκτιμά, δεύτερον, ότι η προσφεύγουσα δεν εξήγησε την κατανομή του συντελεστή κινδύνου ύψους 30 % σε πλείονα στοιχεία αφορώντα, αντιστοίχως, τις βάσεις δεδομένων (7 %), το λογισμικό Autonomy (7 %), τον πηγαίο κώδικα (5 %) και τις τεχνικές προδιαγραφές (11 %).

137    Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η κατά 11 % αύξηση του κόστους σε ημέρες εργασίας ανά άτομο η οποία αποδίδεται στη δήθεν έλλειψη γνωστοποιήσεως των τεχνικών προδιαγραφών δεν πρέπει να γίνει δεκτή, διότι η προσφεύγουσα στην πραγματικότητα γνώριζε αυτές τις τεχνικές προδιαγραφές. Εξάλλου, τα δύο διαγράμματα της αρχιτεκτονικής της CORDIS που δεν φαίνονταν στο CD 2 δεν αντιπροσώπευαν παράγοντα κινδύνου 11 %.

138    Η καθής αμφισβητεί επίσης την αύξηση του κόστους κατά 7 % η οποία αποδίδεται στη δήθεν καθυστερημένη γνωστοποίηση της αγοράς του λογισμικού Autonomy, δεδομένου ότι το λογισμικό αυτό είναι γνωστό στην αγορά.

139    Τέλος, η καθής αμφισβητεί ότι ο πηγαίος κώδικας αντιπροσωπεύει συντελεστή κινδύνου ύψους 5 % μόνον, ενώ, κατ’ αυτήν, όλη η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας συνίσταται στον ισχυρισμό ότι η μη γνωστοποίηση των τεχνικών προδιαγραφών (στην οποία αποδίδει συντελεστή 11 %) και του πηγαίου κώδικα ήταν εξαιρετικά σοβαρή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 i) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

140    Υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή παρέσχε πρόσβαση σε ορισμένα ουσιώδη στοιχεία αποκλειστικά στον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι αυτή παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων των διαγωνιζομένων.

141    Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, την ιδιαίτερη σπουδαιότητα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (βλ. σκέψεις 60 έως 61 ανωτέρω). Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, για την τήρηση της ίσης μεταχειρίσεως και, κατά συνέπεια, για τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους διαγωνιζομένους (βλ. απόφαση AFCon Management Consultants κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 75, και την παρατιθέμενη νομολογία).

142    Από τη νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την υποχρέωση διαφάνειας, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της τηρήσεώς της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουνίου 2002, C-92/00, HI, Συλλογή 2002, σ. I-5553, σκέψη 45, και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-470/99, Universale-Bau κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I-11617, σκέψη 91).

143    Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, η οποία έχει ως σκοπό να ευνοήσει την ανάπτυξη υγιούς και πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε διαγωνισμό, επιβάλλει όπως όλοι οι διαγωνιζόμενοι έχουν ίσες ευκαιρίες όταν διατυπώνουν τους όρους των προσφορών τους και επομένως συνεπάγεται ότι ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για όλους τους διαγωνιζομένους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2001, C-19/00, SIAC Construction, Συλλογή 2001, σ. I-7725, σκέψη 34, και Universale-Bau κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 141, σκέψη 93) .

144    H αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της προαναφερθείσας αρχής, έχει στην ουσία ως σκοπό να αποκλείει τον κίνδυνο ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Προϋποθέτει ότι όλοι οι όροι και όλες οι λεπτομέρειες της διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. Ι-3801, σκέψεις 109 έως 111).

145    Συνεπώς, η αρχή της διαφάνειας συνεπάγεται επίσης ότι όλα τα ουσιώδη για την προσήκουσα κατανόηση της προκηρύξεως διαγωνισμού ή της συγγραφής υποχρεώσεων τεχνικά στοιχεία τίθενται, το συντομότερο δυνατό, στη διάθεση όλων των επιχειρήσεων που μετέχουν σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, έτσι ώστε, αφενός, να παράσχουν σε όλους τους έχοντες εύλογη πληροφόρηση και επιδεικνύοντες τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζομένους τη δυνατότητα να κατανοήσουν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τα ερμηνεύσουν κατά τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να παράσχουν στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να ελέγξει αποτελεσματικά αν οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν τον οικείο διαγωνισμό.

 ii) Επί της προβαλλόμενης άνισης μεταχειρίσεως σε σχέση με τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο, όσον αφορά την πρόσβαση σε ορισμένα τεχνικά στοιχεία


 1) Γενικά

146    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως λόγω της δήθεν καθυστερημένης διαθέσεως στους λοιπούς διαγωνιζομένους, πλην του επιλεγέντος διαγωνιζομένου, ορισμένων τεχνικών στοιχείων. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 60 και 61 καθώς και στις σκέψεις 141 έως 144 ανωτέρω, η Επιτροπή προσέβαλε την ισότητα ευκαιριών όλων των διαγωνιζομένων και παραβίασε την αρχή της διαφάνειας που αποτελεί άμεση συνέπεια της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

147    Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι, αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, η προσβολή αυτή της ισότητας των ευκαιριών και η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνιστά πλημμέλεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η οποία θίγει το δικαίωμα πληροφορήσεως των ενδιαφερομένων μερών. Κατά παγία νομολογία, μια διαδικαστική πλημμέλεια δεν μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων θα είχε πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία από την αρχή της διαδικασίας και αν θα υπήρχε, συναφώς, πιθανότητα –έστω και περιορισμένη– να επιτύχει ο προσφεύγων να καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-10821, σκέψη 31, και την παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-191/98 και T-212/98 έως T-214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-3275, σκέψεις 340 και 430).

148    Προς τούτο, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει πρώτα αν η προβαλλόμενη άνιση μεταχείριση, που συνίσταται στην καθυστερημένη διαβίβαση ορισμένων τεχνικών στοιχείων στους διαγωνιζομένους πλην του επιλεγέντος διαγωνιζομένου, συνιστά, καθεαυτή, πλημμέλεια της διαδικασίας, καθόσον πραγματικά χρήσιμα για την κατάρτιση των προσφορών στοιχεία δεν τέθηκαν, το συντομότερο δυνατόν, στη διάθεση όλων των διαγωνιζομένων.

149    Σε περίπτωση που αποδειχθεί η πλημμέλεια αυτή, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει, στη συνέχεια, αν, ελλείψει αυτής, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Υπό την προοπτική αυτή, μια τέτοια πλημμέλεια θα μπορούσε να αποτελέσει προσβολή της ισότητας των ευκαιριών των διαγωνιζομένων μόνον κατά το μέτρο που από τις εξηγήσεις της προσφεύγουσας προκύψει κατά τρόπο πειστικό και αρκούντως εμπεριστατωμένο ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας θα μπορούσε να είναι διαφορετικό ως προς αυτήν.

 2) Επί της καθυστερήσεως της Επιτροπής να διαθέσει ορισμένα τεχνικά στοιχεία

150    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος είχε, πριν από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού, πλήρη γνώση όλων των τεχνικών προδιαγραφών των βάσεων δεδομένων της CORDIS καθώς και του λογισμικού Autonomy, δεδομένου ότι ο υπεργολάβος του, ο οποίος, κατά την κατατεθείσα προσφορά, απαιτούσε τουλάχιστον το 35 % των προτεινομένων εργασιών, ήταν ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας διαγωνισμού.

151    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή διέθετε τεχνικές προδιαγραφές των βάσεων δεδομένων της CORDIS πριν την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού, δηλαδή στο τέλος Νοεμβρίου 2002.

152    Η καθής ωσαύτως δεν αμφισβητεί ότι έθεσε στη διάθεση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν τις τεχνικές προδιαγραφές των βάσεων δεδομένων της CORDIS μόνο σταδιακά, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγωνισμού.

153    Πράγματι, η Επιτροπή δεν παρέσχε μέρος των τεχνικών προδιαγραφών των βάσεων δεδομένων της CORDIS παρά μόνον ένα μήνα μετά την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού, στις 20 Δεκεμβρίου 2002, μέσω του CD 2, και δεν δημοσίευσε άλλα τεχνικά στοιχεία πριν από τις 5 Φεβρουαρίου 2003, μέσω του καταλόγου, ήτοι μόνον έξι εβδομάδες πριν την εκπνοή της ταχθείσας για την υποβολή των προσφορών προθεσμίας.

154    Η δικαιολόγηση που παρέσχε η καθής ότι δεν είχε ακόμη προετοιμάσει όλα τα στοιχεία κατά την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι, προκειμένου όλοι οι δυνάμενοι να διαγωνισθούν να διαθέτουν τις ίδιες ευκαιρίες, μπορούσε να αναμείνει μέχρι να είναι σε θέση να θέσει όλα τα στοιχεία των οποίων έγινε μνεία στη διάθεση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν πριν κινήσει την εν λόγω διαδικασία διαγωνισμού.

155    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, περαιτέρω, ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος, δεδομένου ότι ο μελλοντικός του υπεργολάβος για την εκτέλεση μέρους της επίδικης συμβάσεως ήταν ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας διαγωνισμού, ήταν σε θέση, από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού, να έχει πλήρη γνώση της λειτουργίας του λογισμικού Autonomy χάρη στην εγκατάσταση μιας δοκιμαστικής μορφής του στην τότε ισχύουσα μορφή της CORDIS. Επιπλέον, ο μέλλων υπεργολάβος του επιλεγέντος υποψηφίου προετοίμασε επίσης την αγορά του λογισμικού Autonomy από την Επιτροπή, αγορά που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγωνισμού. Έτσι, είναι πολύ πιθανόν ο επιλεγείς υποψήφιος να ήταν εξαρχής πλήρως ενημερωμένος για την εν λόγω αγορά.

156    Η καθής δεν αμφισβητεί ότι οι λοιποί διαγωνιζόμενοι πληροφορήθηκαν την εν λόγω αγορά μόνο μέσω της δημοσιεύσεως του εγγράφου με τον τίτλο «Superquest – Implementation of Release 6 and beyond», στις 18 Φεβρουαρίου 2002, ήτοι ένα μόλις μήνα πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών.

157    Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η Επιτροπή έθεσε στη διάθεση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν στοιχεία σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές των βάσεων δεδομένων της CORDIS, καθώς και στοιχεία σχετικά με την αγορά του λογισμικού Autonomy, μόνο σταδιακά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγωνισμού, ενώ ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος διέθετε τα στοιχεία αυτά από την αρχή της εν λόγω διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη του ότι είχε προβλεφθεί ότι ο μέχρι τούδε συμβαλλόμενος θα ήταν ο υπεργολάβος του για την εκτέλεση μέρους της επίδικης συμβάσεως.

 3) Επί της υποχρεώσεως εξουδετερώσεως των πλεονεκτημάτων του επιλεγέντος υποψηφίου

158    Συναφώς, υπενθυμίζονται οι σκέψεις που αφορούν την εξέταση του ενέχοντος δυσμενή διάκριση χαρακτήρα της προβλεπόμενης στη συγγραφή υποχρεώσεων υποχρεωτικής φάσεως δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής (βλ. σκέψεις 68 έως 80 ανωτέρω), στο πλαίσιο των οποίων διευκρινίσθηκε ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων δεν επιβάλλει την εξουδετέρωση των πιθανών πλεονεκτημάτων του μέχρι τούδε συμβαλλομένου ή του διαγωνιζομένου που συνδέεται προς αυτόν στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας, παρά μόνον κατά το μέτρο που η διατήρηση των πλεονεκτημάτων αυτών δεν είναι απαραίτητη, δηλαδή οσάκις η πραγματοποίηση της εξουδετερώσεως αυτής είναι τεχνικώς ευχερής, είναι οικονομικώς αποδεκτή και δεν θίγει τα δικαιώματα του μέχρι τούδε συμβαλλομένου ή του εν λόγω διαγωνιζομένου.

159    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή διέθετε πλήρη στοιχεία ως προς τις τεχνικές προδιαγραφές των βάσεων δεδομένων της CORDIS από την έναρξη της επίμαχης διαδικασίας διαγωνισμού. Συνεπώς, της ήταν απολύτως ευχερές να θέσει τα στοιχεία αυτά στη διάθεση όλων των διαγωνιζομένων υπό τη μορφή παραρτήματος της συγγραφής υποχρεώσεων. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ήταν επίσης ευχερής και δεν θα είχε προκαλέσει επιπλέον δαπάνες η πληροφόρηση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν όσον αφορά την αγορά του λογισμικού Autonomy αμέσως μετά την πραγματοποίησή της, δηλαδή στο τέλος Δεκεμβρίου του 2002. Τέλος, διαπιστώνεται ότι η καθής ομολογεί ρητώς ότι δεν υπήρχε ειδικός λόγος, όπως η προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ο οποίος την εμπόδιζε να διαβιβάσει τον πηγαίο κώδικα σε τρίτους.

160    Απ’ όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όλων των διαγωνιζομένων επέβαλλε την εξουδετέρωση των πλεονεκτημάτων του μέχρι τούδε συμβαλλομένου ή του επιλεγέντος υποψηφίου. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η άνιση μεταχείριση που συνίσταται στην καθυστέρηση κατά τη διαβίβαση ορισμένων τεχνικών στοιχείων στους λοιπούς διαγωνιζομένους πλην του επιλεγέντος διαγωνιζομένου συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια.

161    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

 iii) Επί του αν τα στοιχεία που διέθεσε καθυστερημένα η Επιτροπή ήσαν ουσιώδη για τις προσφορές που αφορούσαν την επίδικη σύμβαση

162    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, αν αποδειχθεί ότι τα στοιχεία που διαβιβάσθηκαν καθυστερημένα στους λοιπούς διαγωνιζομένους πλην του επιλεγέντος διαγωνιζομένου δεν ήσαν ουσιώδη ως προς την κατάρτιση των προσφορών για την επίδικη σύμβαση, η καθυστέρηση στη διαβίβασή τους δεν αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, πλεονέκτημα για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο και, συνεπώς, δεν συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια παραβιάζουσα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, όπως ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα.

 1) Επί του αν τα στοιχεία που αφορούσαν την αγορά του λογισμικού Autonomy ήσαν ουσιώδη

163    Ως προς το αν τα στοιχεία που αφορούσαν την αγορά του λογισμικού Autonomy ήσαν ουσιώδη, πρώτον, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι από τις κοινές περιγραφές των διαδίκων προκύπτει ότι το λογισμικό Autonomy αποτελεί εργαλείο σύνθετης κατατάξεως το οποίο παρέχει στους τελικούς χρήστες τη δυνατότητα να πραγματοποιούν έρευνες εντός πλειόνων πλαισίων και ειδικότερα σε πλείονες γλώσσες.

164    Δεύτερον, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι από την περιγραφή της επίδικης συμβάσεως προκύπτει, στο σημείο 4 του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων, ότι οι διαγωνιζόμενοι για την εν λόγω σύμβαση έπρεπε να προβλέψουν, στις προσφορές τους, προτάσεις ικανές να διασφαλίσουν την ανάπτυξη της τεχνικής υποδομής που χρησιμοποιούσαν οι συμβαλλόμενοι στους οποίους ανατέθηκαν οι άλλες ενότητες και η Επιτροπή, ιδίως δε «το Σύστημα Διαχείρισης Διαδικτυακού Περιεχομένου», και ότι ο επιλεγείς για την επίδικη σύμβαση διαγωνιζόμενος έπρεπε να αναπτύξει «επίσης νέα εργαλεία και μέσα, ορισμένα από τα οποία για πειραματικούς σκοπούς».

165    Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, κατά το σημείο 6.2.3.3 του τόμου B της συγγραφής υποχρεώσεων, με τον τίτλο «Ευρετηρίαση, συγκεκριμένες οπτικές γωνίες και ταξινομήσεις», υπάρχει, για τους διαγωνιζομένους για την επίδικη σύμβαση, «η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως των υπαρχόντων προϊόντων προς εφαρμογή, επί παραδείγματι, μιας ταξινομικής κατασκευής, αλλά αυτά πρέπει να έχουν μακροπρόθεσμη εφαρμογή και να είναι συμβατά προς την αρχιτεκτονική CORDIS».

166    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι από την περιγραφή των εργασιών που έπρεπε να πραγματοποιήσει ένας διαγωνιζόμενος για την επίδικη σύμβαση και από το σημείο 6.2.3.3 του τόμου B της συγγραφής υποχρεώσεων προκύπτει ότι οι διαγωνιζόμενοι για την επίδικη σύμβαση ήσαν ελεύθεροι να προτείνουν κάθε διαθέσιμο στην αγορά λογισμικό σύνθετης ταξινομήσεως, περιλαμβανομένου του λογισμικού Autonomy.

167    Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή αγόρασε το λογισμικό Autonomy κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγωνισμού δεν την ώθησε να αξιολογήσει λιγότερο ευνοϊκά μια προσφορά προτείνουσα διαφορετικό εργαλείο σύνθετης έρευνας.

168    Ως εκ περισσού, η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γεγονός ότι στην έκθεση αξιολογήσεως γίνεται μνεία, όσον αφορά το κριτήριο αναθέσεως 1, του ότι η προσφορά του διαγωνιζομένου που κατέλαβε τη δεύτερη θέση κατά την ανάθεση της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως είχε θεωρηθεί από την επιτροπή αξιολογήσεως ως πολύ καλής ποιότητας, καθόσον με αυτή προτάθηκε άλλο σύστημα που αποτελούσε «καινοτομία» όσον αφορά την ευρετηρίαση και τις ταξινομήσεις, πράγμα που αποδεικνύει ότι, συναφώς, η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τις σχετικές προϋποθέσεις που προβλέφθηκαν στη συγγραφή υποχρεώσεων.

169    Επομένως, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού, η γνώση της αγοράς του λογισμικού Autonomy από την Επιτροπή ουδεμία σπουδαιότητα μπορούσε να έχει για την αξιολόγηση των προσφορών.

170    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, ως προς τα στοιχεία που αφορούσαν την αγορά του λογισμικού Autonomy, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει επαρκώς ως προς τι η γνώση της αγοράς του λογισμικού Autonomy από την Επιτροπή θα μπορούσε να αποτελέσει κάποιο πλεονέκτημα για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο, όσον αφορά την υποβολή προσφοράς για την επίδικη σύμβαση.

 2) Επί του ουσιώδους των στοιχείων που περιέχονταν στα σχετικά με την τεχνική αρχιτεκτονική και τον πηγαίο κώδικα της CORDIS έγγραφα

171    Πρώτον, ως προς τα δήθεν ελλιπή έγγραφα που αφορούσαν την τεχνική αρχιτεκτονική της CORDIS, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η καθής δεν αμφισβητεί ότι τα τεχνικά στοιχεία που περιείχαν τα CD 1 και CD 2 χρησίμευαν εν γένει για τη συμπλήρωση των ήδη περιληφθέντων στη συγγραφή υποχρεώσεων.

172    Όσον αφορά, δεύτερον, τον κατάλογο, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η προσφεύγουσα εξήγησε πειστικά και χωρίς η καθής να είναι σε θέση να αποδυναμώσει τους ισχυρισμούς της, ότι η γνώση των υλικών και των λογισμικών που χρησιμοποιούνταν τότε θα μπορούσε να χρησιμεύσει για την προετοιμασία των εφαρμογών που θα προσέφερε ένας διαγωνιζόμενος για την επίδικη σύμβαση, λόγω του ότι αυτός έπρεπε να διασφαλίσει, αφενός, τη διαλειτουργικότητα μεταξύ του νέου και του υφισταμένου υλικού και, αφετέρου, τη λειτουργία των νέων εφαρμογών με το υφιστάμενο υλικό.

173    Επομένως, η γνώση των τεχνικών στοιχείων που διατέθηκαν καθυστερημένα από την Επιτροπή και περιέχονταν στα CD 1 και CD 2 καθώς και στον κατάλογο θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσθετη αξία για τις προσφορές που αφορούσαν την επίδικη σύμβαση.

174    Όσον αφορά τον πηγαίο κώδικα, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι το σημείο 4 του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων απαιτούσε από τους διαγωνιζομένους για την επίδικη σύμβαση να περιλάβουν στην προσφορά τους προτάσεις ικανές να διασφαλίσουν την ανάπτυξη της τεχνικής υποδομής που χρησιμοποιείται από τους συμβαλλομένους στους οποίους ανατέθηκαν οι άλλες ενότητες και από την Επιτροπή, όπως είναι «το Σύστημα Διαχείρισης Διαδικτυακού Περιεχομένου» και «το Σύστημα Διάδοσης των Πληροφοριών», και ότι ο επιλεγείς για την επίδικη σύμβαση διαγωνιζόμενος έπρεπε να αναπτύξει «επίσης νέα εργαλεία και μέσα». Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προηγούμενη γνώση των θεμελιωδών τεχνικών στοιχείων των οποίων γίνεται μνεία στις προηγούμενες σκέψεις αποτελεί πλεονέκτημα για την κατάρτιση της προσφοράς. Πράγματι, η διαχείριση και η διάθεση σύνθετων στοιχείων στις οποίες πρέπει να προβαίνει ο συμβαλλόμενος στον οποίο ανατέθηκε η ενότητα 1 της CORDIS πραγματοποιούνται κατά κανόνα από ειδικά λογισμικά εφαρμογής.

175    Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πλήρης γνώση του πηγαίου κώδικα των εφαρμογών διαχειρίσεως και διαδόσεως της παλαιάς μορφής της CORDIS ήταν χρήσιμη για την ανάπτυξη νέων εργαλείων ή νέων λειτουργιών που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στη νέα μορφή της CORDIS.

176    Επιπλέον, η προσφεύγουσα απέδειξε πειστικά και χωρίς η καθής να προβάλει πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να αντικρούσουν τον ισχυρισμό αυτόν, ότι η χρήση του υποδείγματος υπολογισμού στο οποίο βασίζεται το λογισμικό Cocomo 2, το οποίο χρησιμοποιείται συχνά για την πραγματοποίηση υπολογισμών που αφορούν την αναγκαία προσπάθεια για την εκτέλεση συγκεκριμένου σχεδίου στον τομέα των νέων τεχνολογιών, απαιτούσε την εκτίμηση του αριθμού γραμμών του πηγαίου κώδικα του σχεδίου.

177    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η γνώση του πηγαίου κώδικα της παλαιάς μορφής της CORDIS θα ήταν χρήσιμη για τη στήριξη των σχετικών με τη νέα της μορφή υπολογισμών επί σοβαρής εκτιμήσεως.

178    Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο συνάγει ότι οι αποκλειστικές γνώσεις του μέχρι τούδε συμβαλλομένου και του επιλεγέντος διαγωνιζομένου ως προς την τεχνική αρχιτεκτονική της CORDIS, τα χρησιμοποιούμενα τότε υλικά και λογισμικά, καθώς και, προπάντων, τον πηγαίο κώδικα, μπορούσαν να παράσχουν στον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο, τουλάχιστον εν μέρει, κατά την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού, αδικαιολόγητο πλεονέκτημα.

179    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η καθής δεν αμφισβητεί ότι τα τεχνικά στοιχεία που τέθηκαν καθυστερημένα στη διάθεση των δυναμένων να διαγωνισθούν μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσθετη αξία για τις προσφορές που αφορούσαν την επίδικη σύμβαση, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι δεν αποκλείεται η επικρινόμενη συμπεριφορά της καθής να προσπόρισε πλεονέκτημα στον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο και στον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο ως προς την υποβολή προσφοράς για την επίδικη σύμβαση.

180    Επομένως, η Επιτροπή, μη γνωστοποιώντας το συντομότερο δυνατόν ορισμένα τεχνικά στοιχεία σε όλους τους διαγωνιζομένους, υπέπεσε σε διαδικαστική πλημμέλεια και προσέβαλε το δικαίωμα πληροφορήσεως της προσφεύγουσας.

181    Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν η πλημμέλεια αυτή προσέβαλε την ισότητα ευκαιριών των διαγωνιζομένων καθόσον, ελλείψει την πλημμέλειας αυτής, η επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού θα μπορούσε ενδεχομένως να καταλήξει στην ανάθεση της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως στην προσφεύγουσα.

182    Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει αν, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν πληροφόρησε όλους τους υποψηφίους, από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού αποδειχθεί, για όλα τα τεχνικά στοιχεία που αφορούσαν την παλαιά μορφή της CORDIS, ότι τα κατά τα άνω μη γνωστοποιηθέντα στοιχεία δεν ήσαν ουσιώδη για την προσφορά της προσφεύγουσας.

 iv) Επί του αν τα καθυστερημένα διατεθέντα από την Επιτροπή στοιχεία ήσαν ουσιώδη για την προσφορά της προσφεύγουσας


 1) Επί της επιρροής που άσκησε η καθυστερημένη διάθεση ορισμένων τεχνικών στοιχείων στην ποιότητα της προσφοράς της προσφεύγουσας

183    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η επίμαχη καθυστερημένη γνωστοποίηση τεχνικών στοιχείων μπορεί να προκάλεσε για όλους τους διαγωνιζομένους, πλην του επιλεγέντος διαγωνιζομένου, ενδεχομένως περιττές προσπάθειες και απώλεια χρόνου και ότι αυτό, συνεπώς, μπορούσε να ασκήσει επιρροή επί της ποιότητας της προσφοράς της προσφεύγουσας.

184    Παρά την ως άνω κατ’ αρχήν διαπίστωση, επισημαίνεται ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και η πλήρης γνώση των επιμάχων στοιχείων δεν θα ασκούσε αποφασιστική επιρροή στην αξιολόγηση του συνόλου της προσφοράς της προσφεύγουσας.

185    Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η γνώση των εν λόγω στοιχείων θα βελτίωνε, ειδικότερα, την ποιοτική αξία της προσφοράς της όσον αφορά, κυρίως, το πρώτο κριτήριο αναθέσεως (τεχνική αξία) (βλ. σκέψη 117 ανωτέρω). Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά το σημείο 3.3 του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων, η υψηλότερη βαθμολογία που μπορούσε να επιτευχθεί για το κριτήριο αυτό ήταν 35 βαθμοί και ότι η προσφορά της προσφεύγουσας έτυχε 21,6 βαθμών.

186    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η τέταρτη παρατήρηση ως προς το δεύτερο κριτήριο αναθέσεως («Καλή, αλλά γενική μνεία των τύπων σχεδιασμού και της εκ νέου χρησιμοποιήσεως του λογισμικού») είναι αρνητική και ότι αυτό οφείλεται στο ότι δεν διέθετε τα στοιχεία που αφορούσαν τη λειτουργία της CORDIS κατά τον χρόνο εκείνο. Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι υπερβολικά αόριστος, δεδομένου ότι από το σημείο 6.2.1 του τόμου B της συγγραφής υποχρεώσεων που αφορά την επίδικη σύμβαση προκύπτει ότι οι διαγωνιζόμενοι πρέπει μόνο να περιγράψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες που αφορούν την τεχνική και λειτουργική εξέλιξη της νέας μορφής της CORDIS. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω παρατήρηση είναι μόνο μία από τις έξι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του δευτέρου κριτηρίου αναθέσεως, για το οποίο ανώτατη βαθμολογία είναι 25, η δε προσφεύγουσα έλαβε 14,8 βαθμούς.

187    Συναφώς, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι από τον πίνακα που περιέχεται στην έκθεση της επιτροπής αξιολογήσεως προκύπτει ότι ο τύπος που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό της «καλύτερης σχέσεως κόστους-αποτελεσματικότητας», υπό την έννοια του σημείου 3.3 του τόμου A της συγγραφής υποχρεώσεων, και για τον υπολογισμό της σχέσεως ποιότητας-τιμής για τις διάφορες προσφορές ήταν ο ακόλουθος:

Image not found

188    Με την εφαρμογή του εν λόγω τύπου στην προσφορά που υπέβαλε η προσφεύγουσα, δηλαδή με την εισαγωγή στον τύπο αυτόν της συνολικής τιμής που περιελάμβανε η προσφορά της προσφεύγουσας (6 095 001,16 ευρώ) καθώς και, αφενός, της υψηλότερης βαθμολογίας που μπορούσε να επιτευχθεί για το πρώτο κριτήριο αναθέσεως (35 βαθμοί) και, αφετέρου, της βαθμολογίας της οποίας η προσφεύγουσα πράγματι έτυχε για τα κριτήρια 2 έως 4, που ήταν, αντιστοίχως, 14,8, 12,8, και 12,8 βαθμοί (βλ., σκέψη 24 ανωτέρω), προκύπτει η ακόλουθη σχέση:

Image not found

189    Δεδομένου ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος πέτυχε σχέση ποιότητας-τιμής 12,56, ο υπολογισμός αποδεικνύει ότι, ακόμη και αν η προσφεύγουσα μπορούσε, από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού, να καταρτίσει την προσφορά της έχοντας πλήρη γνώση των τεχνικών στοιχείων που της έλειπαν ή που της γνωστοποιήθηκαν καθυστερημένα και ακόμη και αν, κατόπιν αυτού, είχε πετύχει την υψηλότερη βαθμολογία για το ποιοτικό κριτήριο 1 (δηλαδή 35 βαθμούς), η σχέση ποιότητας-τιμής της προσφοράς της θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, λιγότερο καλή από αυτήν του επιλεγέντος υποψηφίου, διότι η τιμή της προσφοράς της προσφεύγουσας ήταν σχετικώς υψηλή.

190    Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι είναι πρόδηλον ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής, όσο επικριτέα και αν ήταν, εν πάση περιπτώσει δεν άσκησε εν προκειμένω επιρροή επί της αναθέσεως της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως στον επιλεγέντα υποψήφιο, παρά μόνον κατά το μέτρο που η τιμή της προσφοράς της προσφεύγουσας πράγματι επηρεάστηκε από την καθυστερημένη γνωστοποίηση των τεχνικών στοιχείων.

 2) Επί της επιρροής που άσκησε η καθυστερημένη διάθεση ορισμένων τεχνικών στοιχείων στην τιμή της προσφοράς της προσφεύγουσας

191    Λαμβανομένης υπόψη της συνολικής επιρροής που άσκησε η καθυστερημένη γνωστοποίηση των επιμάχων στοιχείων, το Πρωτοδικείο ζήτησε από την προσφεύγουσα να αποδείξει κατά ποιον τρόπο, κατ’ αυτήν, η επικρινόμενη συμπεριφορά της Επιτροπής έθεσε την προσφεύγουσα σε μειονεκτική θέση για τον καθορισμό της τιμής της προσφοράς της.

192    Απαντώντας στο ερώτημα αυτό, η προσφεύγουσα προσκόμισε υπολογισμούς που πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια του λογισμικού Cocomo 2. Το λογισμικό αυτό καθιστά δυνατό να δοθεί μια εκτίμηση της προσπάθειας που πρέπει να καταβληθεί για την ανάπτυξη σχεδίου πληροφορικής, η οποία εκφράζεται σε ΠM.

193    Επιβάλλεται η διαπίστωση, συναφώς, ότι η καθής δεν αμφισβητεί ότι η κατά τα άνω εφαρμοσθείσα μέθοδος υπολογισμού συνιστά σοβαρή και παγιωμένη στην αγορά μέθοδο.

194    Αντιθέτως, χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση τη σοβαρότητα του λογισμικού Cocomo 2, η καθής απλώς αμφισβητεί τον τρόπο εφαρμογής του λογισμικού αυτού εκ μέρους της προσφεύγουσας. Έτσι, περιορίζεται, αφενός, στην αμφισβήτηση των χαρακτηρισμών που δίδονται στις παραμέτρους PREC και AEXP, επί των οποίων η προσφεύγουσα στηρίζει τους υπολογισμούς της για να αποδείξει ότι η προσφορά της θα ήταν τουλάχιστον 30 % φθηνότερη αν είχε πλήρη γνώση όλων των ελλειπόντων ή καθυστερημένα γνωστοποιηθέντων τεχνικών στοιχείων από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού και, αφετέρου, στην αμφισβήτηση της συγκεκριμένης κατανομής του συντελεστή κινδύνου σε πλείονα στοιχεία αφορώντα, αντιστοίχως, τις βάσεις δεδομένων, το λογισμικό Autonomy, τον πηγαίο κώδικα και τις τεχνικές προδιαγραφές τις σχετικές με τον τεχνικό σχεδιασμό και τα έγγραφα.

195    Όσον αφορά, πρώτον, τους χαρακτηρισμούς που δόθηκαν στις παραμέτρους που χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα για να πραγματοποιήσει τους υπολογισμούς της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το μέτρο που η επιχειρηματολογία της καθής σκοπεί στην αμφισβήτηση των εν λόγω χαρακτηρισμών, η καθής παραγνωρίζει τον λόγο πραγματοποιήσεως των υπολογισμών αυτών.

196    Πράγματι, οι υπολογισμοί που πραγματοποιούνται με τη βοήθεια του λογισμικού Cocomo 2 δεν σκοπούν στην άμεση σύγκριση μεταξύ της προσφοράς της προσφεύγουσας και αυτής του επιλεγέντος υποψηφίου. Αντιθέτως, καθιστούν εμφανή τη διαφορά μεταξύ της τιμής που πράγματι προσέφερε η προσφεύγουσα και της τιμής που αυτή ενδεχομένως θα μπορούσε να προσφέρει αν είχε πλήρη γνώση όλων των ελλειπόντων ή των καθυστερημένα γνωστοποιηθέντων τεχνικών στοιχείων.

197    Για τη σύγκριση αυτή, η οποία πραγματοποιείται in abstracto, η προσφεύγουσα ορθώς προσέδωσε τον χαρακτηρισμό «Πολύ υψηλή» στις παραμέτρους PREC και AEXP, προκειμένου να υπολογίσει σε ΠM, πρώτα, την αναγκαία προσπάθεια για την υποθετική προσφορά ενός διαγωνιζομένου που διέθετε όλα τα ουσιώδη τεχνικά στοιχεία από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού.

198    Εξάλλου, όσον αφορά τις παραμέτρους υπολογισμού της τιμής που πράγματι προσέφερε η προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν προσδιδόταν, όπως ζητεί η καθής, ο χαρακτηρισμός «Βασική» στις παραμέτρους PREC και AEXP, προκύπτει, βάσει υπολογισμού πραγματοποιούμενου σύμφωνα με τον σταθερό τύπο του λογισμικού Cocomo 2 (βλ. σκέψη 126 ανωτέρω), αξία περίπου 19,8 ΠM για την υποθετική προσφορά που λαμβάνει υπόψη της η προσφεύγουσα. Συνεπώς, το αποτέλεσμα αυτό εμφαίνει διαφορά προσπάθειας εκτιμώμενη σε 22 % τουλάχιστον μεταξύ, αφενός, της προσφοράς που έχει υποβληθεί από διαγωνιζόμενο ο οποίος έχει πλήρη γνώση όλων των αναγκαίων στοιχείων και, αφετέρου, της προσφοράς που έχει υποβληθεί από διαγωνιζόμενο με τη μέση γνώση.

199    Κατά συνέπεια, επισημαίνεται ότι οι αντιρρήσεις της καθής δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας περί του ότι η σημαντική αύξηση της τιμής της προσφοράς της υπήρξε αποτέλεσμα της ελλείψεως ή της καθυστερημένης διαθέσεως ορισμένων τεχνικών στοιχείων.

200    Όσον αφορά, δεύτερον, τη συγκεκριμένη κατανομή του συντελεστή κινδύνου σε πλείονα στοιχεία αφορώντα, αντιστοίχως, την τεχνική αρχιτεκτονική, τον πηγαίο κώδικα της CORDIS και την αγορά του λογισμικού Autonomy (βλ. σκέψη 122 ανωτέρω), το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι το προς επίλυση ζήτημα αφορά το αν η άνιση μεταχείριση των διαγωνιζομένων εκ μέρους της Επιτροπής μπορούσε να έχει αισθητό αποτέλεσμα επί της προσφοράς της προσφεύγουσας. Η κατανομή του συντελεστή αυξήσεως της τιμής ουδόλως παίζει ρόλο στο πλαίσιο αυτό.

201    Πράγματι, οι υπολογισμοί τους οποίους πραγματοποίησε η προσφεύγουσα με τη βοήθεια του λογισμικού Cocomo 2 βασίζονται, κατ’ ουσίαν, στον γενικό χαρακτηρισμό (από «Πολύ χαμηλή» μέχρι, το πολύ, «Βασική») της γνώσεως των τεχνικών στοιχείων της παλαιάς μορφής της CORDIS, την οποία εκφράζουν οι παράμετροι PREC και AEXP, χωρίς να ασκεί ουδεμία επιρροή η κατανομή μεταξύ των διαφόρων τεχνικών στοιχείων. Κατά συνέπεια, επισημαίνεται ότι η σχετική επίκριση που διατύπωσε η καθής πρέπει να απορριφθεί.

202    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει επίσης ότι η παρούσα εξέταση αφορά τα αποτελέσματα της διαδικαστικής πλημμέλειας που συνίστατο στην καθυστερημένη διάθεση ορισμένων τεχνικών στοιχείων που ήσαν χρήσιμα για την κατάρτιση των προσφορών. Όπως κρίθηκε στη σκέψη 149 ανωτέρω, η πλημμέλεια αυτή συνιστά προσβολή της ισότητας των ευκαιριών των διαγωνιζομένων, κατά το μέτρο που, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως θα είχε μετά βεβαιότητας ανατεθεί στην προσφεύγουσα. Αρκεί η προσφεύγουσα να αποδείξει ότι, χωρίς την εν λόγω προσβολή, θα της παρεχόταν η ευκαιρία να αναλάβει την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως.

203    Λαμβανομένων υπόψη των υπολογισμών που πραγματοποιήθηκαν βάσει του λογισμικού Cocomo 2 και τους οποίους προέβαλε η προσφεύγουσα, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι αποδείχθηκε πειστικά ότι η έλλειψη στοιχείων των δυναμένων να διαγωνισθούν όσον αφορά τα έγγραφα περί της τεχνικής αρχιτεκτονικής και του πηγαίου κώδικα της CORDIS προκάλεσε σημαντικό αρνητικό αποτέλεσμα επί της τιμής που προσέφερε η προσφεύγουσα, στερώντας της την ευκαιρία να αναλάβει την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως.

204    Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων μη θέτοντας στη διάθεση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν, από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού, τα έγγραφα που αφορούσαν την τεχνική αρχιτεκτονική και τον πηγαίο κώδικα της CORDIS και ότι η εν λόγω παραβίαση επηρέασε έτσι την ανάθεση της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως.

205    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

206    Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε η προσφεύγουσα, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50 και του άρθρου 126 των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

207    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2003, περί αναθέσεως της εκτελέσεως της συμβάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών ENTR/02/55 – CORDIS Ενότητα 2.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Jaeger

Azizi

Cremona

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαρτίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

I –  Η CORDIS

II –  Ο επίμαχος διαγωνισμός, ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος και η σύναψη της επίδικης συμβάσεως

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I –  Επί του περιεχομένου της προσφυγής ακυρώσεως

II –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Α – Λόγοι των οποίων γίνεται επίκληση

Β – Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων

1.  Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά μια τρίμηνη φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

i) Προκαταρκτική παρατήρηση

ii) Επί της προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων

1) Γενικά

2) Επί του ότι η υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής ενέχει δυσμενή διάκριση

Επί του πλεονεκτήματος για τον μέχρι τούδε συμβαλλόμενο και για τον διαγωνιζόμενο που συνδέεται με αυτόν στο πλαίσιο συμβάσεως υπεργολαβίας, το οποίο είναι εγγενές στην υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής.

Επί του ζητήματος της εξουδετερώσεως του πλεονεκτήματος που είναι εγγενές στην υποχρεωτική φάση δοκιμαστικής λειτουργίας άνευ πληρωμής

3) Επί της δυνατότητας του μέχρι τούδε συμβαλλομένου να αρνηθεί την ανάληψη των υπηρεσιών από τον νέο συμβαλλόμενο πριν την πάροδο του τρίμηνου διαστήματος δοκιμαστικής λειτουργίας

2.  Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τη μη θέση στη διάθεση όλων των δυναμένων να διαγωνισθούν πλειόνων ουσιωδών τεχνικών στοιχείων από την έναρξη της διαδικασίας διαγωνισμού

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

i) Επί της προσβάσεως στα στοιχεία που αφορούν την αγορά του λογισμικού Autonomy

ii) Επί της προσβάσεως στα έγγραφα που αφορούσαν την τεχνική αρχιτεκτονική και τον πηγαίο κώδικα της CORDIS

iii) Επί της επιπτώσεως της ελλείψεως γνώσεως ή της καθυστερημένης ενημερώσεως περί της αγοράς του λογισμικού Autonomy καθώς και της τεχνικής αρχιτεκτονικής και του πηγαίου κώδικα της CORDIS για την προσφορά της προσφεύγουσας

1) Επί της επιπτώσεως της επικρινομένης συμπεριφοράς της Επιτροπής στην ποιότητα της προσφοράς της προσφεύγουσας

2) Επί της επιπτώσεως της επικρινομένης συμπεριφοράς της Επιτροπής στην τιμή της προσφοράς της προσφεύγουσας

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

i) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

ii) Επί της προβαλλόμενης άνισης μεταχειρίσεως σε σχέση με τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο, όσον αφορά την πρόσβαση σε ορισμένα τεχνικά στοιχεία

1) Γενικά

2) Επί της καθυστερήσεως της Επιτροπής να διαθέσει ορισμένα τεχνικά στοιχεία

3) Επί της υποχρεώσεως εξουδετερώσεως των πλεονεκτημάτων του επιλεγέντος υποψηφίου

iii) Επί του αν τα στοιχεία που διέθεσε καθυστερημένα η Επιτροπή ήσαν ουσιώδη για τις προσφορές που αφορούσαν την επίδικη σύμβαση

1) Επί του αν τα στοιχεία που αφορούσαν την αγορά του λογισμικού Autonomy ήσαν ουσιώδη

2) Επί του ουσιώδους των στοιχείων που περιέχονταν στα σχετικά με την τεχνική αρχιτεκτονική και τον πηγαίο κώδικα της CORDIS έγγραφα

iv) Επί του αν τα καθυστερημένα διατεθέντα από την Επιτροπή στοιχεία ήσαν ουσιώδη για την προσφορά της προσφεύγουσας

1) Επί της επιρροής που άσκησε η καθυστερημένη διάθεση ορισμένων τεχνικών στοιχείων στην ποιότητα της προσφοράς της προσφεύγουσας

2) Επί της επιρροής που άσκησε η καθυστερημένη διάθεση ορισμένων τεχνικών στοιχείων στην τιμή της προσφοράς της προσφεύγουσας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.