Language of document : ECLI:EU:F:2014:177

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2014 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτος υπάλληλος — Καταγγελία της σύμβασης — Άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα ακρόασης — Ηθική βλάβη — Απόφαση που καθίσταται παράνομη λόγω της ακύρωσης άλλης πράξης — Υπέρμετρη προσβολή των δικαιωμάτων τρίτου — Αυτεπάγγελτη επιδίκαση αποζημίωσης — Μη εκτέλεση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης»

Στην υπόθεση F‑63/13,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ,

Αριστείδης Ψαρράς, έκτακτος υπάλληλος του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών, κάτοικος Ηρακλείου (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA), εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον P. Empadinhas και στη συνέχεια από τον S. Purser, επικουρούμενο από τον Χ. Μεϊδάνη, δικηγόρο,

καθού-εναγόμενου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch, Πρόεδρο, E. Perillo και R. Barents (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 11ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 27 Ιουνίου 2013, ο Α. Ψαρράς άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή, με την οποία ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της απόφασης του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (στο εξής: ENISA), της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, με την οποία ο εν λόγω οργανισμός κατήγγειλε τη σύμβαση έκτακτου υπαλλήλου που είχε συνάψει με τον προσφεύγοντα-ενάγοντα [ο οποίος θα αναφέρεται στο εξής απλώς ως «προσφεύγων»].

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

2.      Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως:

α) το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του,

[…]».

 Ιστορικό της διαφοράς

3        Στις 16 Φεβρουαρίου 2005 ο προσφεύγων προσλήφθηκε από τον ENISA ως έκτακτος υπάλληλος σε θέση λογιστή.

4        Στις 29 Απριλίου 2008 η ισχύς της σύμβασης του προσφεύγοντος παρατάθηκε μέχρι την ημερομηνία λήξης της εντολής του ίδιου του ENISA. Στις 2 Οκτωβρίου 2009 προστέθηκε στη σύμβασή του η ακόλουθη ρήτρα:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 47[, στοιχείο γ΄, περίπτωση i], του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], ο υπάλληλος πρέπει να ειδοποιηθεί για τη λήξη της σύμβασής του μόνο εάν εκδοθεί κανονισμός από τους νομοθέτες της […] Ένωσης για την οριστική λήξη της εντολής του [ENISA] χωρίς να υπάρχει πιθανότητα ανανέωσης. Σε αυτήν την περίπτωση, η περίοδος προειδοποίησης θα πρέπει να αρχίσει δέκα μήνες πριν την ημερομηνία λήξης της εντολής του [ENISA].»

5        Στις 10 Νοεμβρίου 2008 ο προσφεύγων, κατόπιν της επιτυχίας του σε γενικό διαγωνισμό, υπέβαλε στον ENISA αίτηση για άδεια άνευ αποδοχών για προσωπικούς λόγους, διάρκειας ενός έτους, για το διάστημα από 1η Μαρτίου 2009 μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2010, για να αναλάβει υπηρεσία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) ως οικονομικός ελεγκτής.

6        Στις 3 Φεβρουαρίου 2009 το διοικητικό συμβούλιο του ENISA αποφάσισε να αναθέσει προσωρινά στον X χρέη λογιστή για το διάστημα της άδειας άνευ αποδοχών του προσφεύγοντος, ενώ ο Χ θα εξακολουθούσε να ασκεί τα καθήκοντά του ως υπεύθυνος προϋπολογισμού.

7        Στις 11 Δεκεμβρίου 2009 ο εκτελεστικός διευθυντής του ENISA, ο οποίος είχε πρόσφατα αναλάβει καθήκοντα, πληροφόρησε τον προσφεύγοντα, σε συνάντησή τους, ότι είχε την πρόθεση να διατηρήσει τον X, που ασκούσε προσωρινά χρέη λογιστή, σε αυτή τη θέση λογιστή και να τοποθετήσει τον προσφεύγοντα σε επιτελική θέση.

8        Ο εκτελεστικός διευθυντής, με επεξηγηματικό σημείωμα που απέστειλε στις 18 Δεκεμβρίου 2009 στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με τον διορισμό ενός λογιστή εντός του ENISA, πρότεινε να διατηρήσει ο προσφεύγων μετά την επάνοδό του από την άδειά του τη θέση του στον ENISA, αλλά να ασκεί τα καθήκοντά του αλλού, και συγκεκριμένα σε επιτελική θέση, ενώ μετέθεσε τη συζήτηση για τον τελικό χαρακτηρισμό των νέων καθηκόντων του για τον μετά την επάνοδο του προσφεύγοντος χρόνο. Ο εκτελεστικός διευθυντής επισήμαινε επίσης, με το ίδιο αυτό σημείωμα, ότι ο ασκών προσωρινώς χρέη λογιστή υπάλληλος είχε αποδείξει ότι ήταν ικανός να ασκεί «συγχρόνως τα καθήκοντα αφενός υπαλλήλου υπεύθυνου για τον προϋπολογισμό και αφετέρου λογιστή». Ο εκτελεστικός διευθυντής πρότεινε συνεπώς στο διοικητικό συμβούλιο να απαλλάξει τον προσφεύγοντα, αμέσως μόλις επανερχόταν στην υπηρεσία, από τα καθήκοντα λογιστή και να διορίσει μόνιμα σε αυτή τη θέση λογιστή τον X, ο οποίος θα διατηρούσε επιπλέον τα καθήκοντα του υπευθύνου για τον προϋπολογισμό.

9        Στις 28 Ιανουαρίου 2010 ο προσφεύγων εξέθεσε, με εμπιστευτική έκθεση προς τον εκτελεστικό διευθυντή και το διοικητικό συμβούλιο του ENISA, ορισμένες παρατυπίες που είχαν υποπέσει στην αντίληψή του σχετικά με κακή διαχείριση εκ μέρους του ENISA (στο εξής: έκθεση της 28ης Ιανουαρίου 2010).

10      Στις 7 Φεβρουαρίου 2010 το διοικητικό συμβούλιο έλαβε απόφαση που δεχόταν την πρόταση του εκτελεστικού διευθυντή. Το άρθρο 1 της απόφασης αυτής πρόβλεπε ότι ο προσφεύγων απαλλάσσεται από τα καθήκοντα του λογιστή και ότι η απόφαση είναι άμεσα εκτελεστή.

11      Με το άρθρο 2 της απόφασης της 7ης Φεβρουαρίου 2010 ο X, υπάλληλος υπεύθυνος για τον προϋπολογισμό, διοριζόταν λογιστής για αόριστο χρόνο, στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας του.

12      Στις 9 Φεβρουαρίου 2010 ο προσφεύγων πληροφόρησε την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (στο εξής: OLAF) για τις παρατυπίες που είχε επισημάνει με την έκθεσή του της 28ης Ιανουαρίου 2010.

13      Με απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 1ης Μαρτίου 2010, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε σε νέα θέση και του ανατέθηκαν καθήκοντα υπαλλήλου ευαισθητοποίησης στον τομέα της ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών.

14      Στις 11 Μαρτίου 2010 η OLAF πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι θα προστατευόταν από μέτρα που θα λάμβανε ενδεχομένως ο ENISA κατ’ αυτού λόγω των πληροφοριών που είχε διαβιβάσει ο προσφεύγων με την έκθεση της 28ης Ιανουαρίου 2010.

15      Στις 28 Απριλίου 2010 ο προσφεύγων υπέβαλε στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) καταγγελία σχετικά με την αποκάλυψη του περιεχομένου της έκθεσής του της 28ης Ιανουαρίου 2010 και σχετικά με την άρνηση του ENISA να του επιτρέψει την πρόσβαση σε δεδομένα του εν λόγω οργανισμού τα οποία τον αφορούν προσωπικά.

16      Στις 10 Νοεμβρίου 2010 η OLAF πληροφόρησε τον προσφεύγοντα για την έναρξη έρευνας για τις παρατυπίες που ο ίδιος θεωρούσε ότι είχαν τελεστεί σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό και τον διορισμό του λογιστή στον ENISA.

17      Στις 15 Νοεμβρίου 2010 ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της απόφασης της 7ης Φεβρουαρίου 2010 (υπόθεση F‑118/10).

18      Στις 7 Απριλίου 2011 ο ΕΕΠΔ εξέδωσε απόφαση με την οποία διαπίστωσε ότι ο ENISA είχε παραβεί διάφορες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8, σ. 1).

19      Στις 4 Μαΐου 2012 ο προϊστάμενος του προσφεύγοντος τον κάλεσε σε συνάντηση. Ο προσφεύγων, όταν διαπίστωσε ότι στο γραφείο του προϊσταμένου του ήταν παρών και ο εκτελεστικός διευθυντής, πράγμα για το οποίο δεν είχε ενημερωθεί, αρνήθηκε να καθίσει και, αφού διαμαρτυρήθηκε για την παρουσία του εκτελεστικού διευθυντή, έφυγε τελικά από το γραφείο. Λίγο αργότερα ο προϊστάμενός του και ο εκτελεστικός διευθυντής πήγαν στο γραφείο του προσφεύγοντος, όπου βρισκόταν και ο ίδιος ο προσφεύγων. Ο προσφεύγων αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση, τράπηκε σε φυγή και ζήτησε την προστασία ενός μέλους του προσωπικού ασφάλειας του ENISA, πίσω από το οποίο κρύφτηκε. Κατόπιν του περιστατικού αυτού, κατά το οποίο ο προσφεύγων θεωρεί ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενόχλησης, ο προσφεύγων έλαβε αναρρωτική άδεια, η οποία παρατάθηκε επανειλημμένα, την τελευταία δε φορά μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου 2012.

20      Στις 10 Μαΐου 2012 ο προσφεύγων υπέβαλε στο διοικητικό συμβούλιο του ENISA καταγγελία για την ηθική παρενόχληση την οποία ισχυρίζεται ότι υφίστατο από δυόμισι ήδη χρόνια, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς που είχε ο εκτελεστικός διευθυντής απέναντί του κατά τη συνάντηση της 4ης Μαΐου 2012, καθώς και αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΚΥΚ].

21      Στις 4 Σεπτεμβρίου 2012 κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα η απόφαση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του. Η απόφαση παρέθετε ως αιτιολογία τη διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης και απαγόρευε στον προσφεύγοντα να παρέχει τις υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια της περιόδου προειδοποίησης (στο εξής: απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2012).

22      Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2012 στην υπόθεση Ψαρράς κατά ENISA (F‑118/10, EU:F:2012:138, στο εξής: δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2012), το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2010 περί άμεσης παύσης του προσφεύγοντος από τα καθήκοντα του λογιστή και περί διορισμού του Χ, υπαλλήλου στην υπηρεσία προϋπολογισμού, στη θέση του λογιστή για αόριστη διάρκεια, καθώς και την απόφαση της 1ης Μαρτίου 2010, την οποία είχε λάβει βάσει της πρώτης απόφασης ο εκτελεστικός διευθυντής και αφορούσε την τοποθέτηση του προσφεύγοντος σε νέα θέση.

23      Στις 9 Οκτωβρίου 2012 το διοικητικό συμβούλιο του ENISA εξέδωσε απόφαση διορισμού του X σε θέση λογιστή του ENISA αναδρομικά από τις 4 Σεπτεμβρίου 2012 (στο εξής: απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2012).

24      Στις 3 Δεκεμβρίου 2012 ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση κατά των αποφάσεων της 4ης Σεπτεμβρίου και της 9ης Οκτωβρίου 2012.

25      Στις 28 Μαρτίου 2013 ο ENISA απέρριψε την ένσταση της 3ης Δεκεμβρίου 2012 (στο εξής: απόφαση απόρριψης της ένστασης).

26      Στις 27 Αυγούστου 2013 η OLAF κοινοποίησε στον εκτελεστικό διευθυντή του ENISA την απόφασή της να θέσει την υπόθεση στο αρχείο και διευκρίνισε συναφώς ότι δεν είχαν διαπιστωθεί παρατυπίες κατά τη διαδικασία αντικατάστασης του λογιστή του ENISA.

 Αιτήματα των διαδίκων

27      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την απόφαση απόρριψης της ένστασης,

–        να ακυρώσει την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2012,

–        να ακυρώσει την απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2012,

–        να υποχρεώσει τον ENISA να του καταβάλει 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη,

–        να καταδικάσει τον ENISA στα δικαστικά έξοδα.

28      Ο ENISA ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης απόρριψης της ένστασης

29      Κατά πάγια νομολογία, το αίτημα ακύρωσης που στρέφεται ρητώς κατά απόφασης απόρριψης διοικητικής ένστασης έχει ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο ΔΔ της πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (αποφάσεις Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8, και Hoppenbrouwers κατά Επιτροπής, F‑104/07, EU:F:2009:93, σκέψη 31). Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η απόφαση απόρριψης της ένστασης δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να θεωρηθεί ως στρεφόμενο μόνο κατά των αποφάσεων της 4ης Σεπτεμβρίου και της 9ης Οκτωβρίου 2012.

 Επί του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2012

30      Ο προσφεύγων, προς στήριξη του αιτήματός του για ακύρωση της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, προβάλλει τρεις λόγους: πρώτον, κατάχρηση εξουσίας, δεύτερον, πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση και, τρίτον, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

31      Ενδείκνυται να εξεταστεί καταρχάς ο τρίτος λόγος ακύρωσης, που αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Ο υπό κρίση λόγος ακύρωσης έχει δύο σκέλη. Πρώτον, ο προσφεύγων αιτιάται τον ENISA για το ότι εξέδωσε την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2012 κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειάς του, χωρίς να του παράσχει τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του για όσα του προσήπτε ο οργανισμός αυτός. Ο ENISA, ακόμη και αν δεν επιθυμούσε να αναμείνει τη λήξη της αναρρωτικής άδειάς του, όφειλε πάντως να του παράσχει την ευκαιρία να εκθέσει, ακόμη και εγγράφως, τις απόψεις του πριν λάβει την απόφαση να καταγγείλει τη σύμβασή του. Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο ENISA δεν του γνωστοποίησε το σύνολο των λόγων που δικαιολογούσαν την καταγγελία της σύμβασής του.

33      Ο ENISA ισχυρίζεται ότι η ματαίωση της διεξαγωγής της συνάντησης της 4ης Μαΐου 2012, η οποία είχε συμφωνηθεί με σκοπό ακριβώς να ακουστεί ο προσφεύγων, οφείλεται στον ίδιο τον προσφεύγοντα. Μετά από τη συνάντηση αυτή, η οποία, κατά τον ENISA, δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, ο προσφεύγων τελούσε συνεχώς σε αναρρωτική άδεια, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η διοργάνωση άλλης συνάντησης. Κατά τον ENISA, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όφειλε να αναμείνει επ’ άπειρον την επάνοδο του προσφεύγοντος, ώστε να έχει ο προσφεύγων την ευκαιρία να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους είχε επιδείξει τέτοια συμπεριφορά, λόγω της οποίας είχε διαρραγεί η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του προσφεύγοντος και του οργανισμού. Επικουρικά, ο ENISA υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, η τυχόν πλημμέλεια του οργάνου ή οργανισμού ως προς τη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας του θιγόμενου προσώπου δεν οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης παρά μόνο αν αποδεικνύεται ότι η απόφαση αυτή θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο αν δεν υπήρχε αυτή η πλημμέλεια, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

34      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακύρωσης, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του (απόφαση CH κατά Κοινοβουλίου, F‑129/12, EU:F:2013:203, σκέψη 33).

35      Δεν αμφισβητείται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η απόφαση καταγγελίας της σύμβασης του προσφεύγοντος συνιστά ατομικό μέτρο εις βάρος του (απόφαση CH κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2013:203, σκέψη 34).

36      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι ο ENISA δεν προέβη σε ακρόαση του προσφεύγοντος πριν λάβει την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2012.

37      Το επιχείρημα του ENISA ότι σκοπός της συνάντησης της 4ης Μαΐου 2012 ήταν να ενημερωθεί ο προσφεύγων για την πρόθεση του ENISA να καταγγείλει τη σύμβασή του και να του δοθεί η ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του επ’ αυτού είναι αβάσιμο.

38      Συγκεκριμένα, καταρχάς ο ENISA, μολονότι αναφέρει, στο σημείο 19 του υπομνήματος αντίκρουσης, ότι, κατόπιν των γεγονότων που είχαν συμβεί πριν από τις 4 Μαΐου 2012, «ανέκυπτε εύλογα το ερώτημα αν η παραμονή του προσφεύγοντος στον ENISA ήταν πλέον συμβατή με το συμφέρον της υπηρεσίας ή μήπως, συνεκτιμωμένου και του συμφέροντος του ιδίου, θα έπρεπε να προκριθεί η λύση […] της σύμβασής του», εντούτοις στο ίδιο αυτό σημείο του εν λόγω υπομνήματος παρατηρεί ότι «σκοπός της συνάντησης ήταν να συζητηθούν εκ του σύνεγγυς θέματα που αφορούσαν την εν γένει άσκηση των καθηκόντων του προσφεύγοντος στον ENISA και τη συνεργασία του με τους συναδέλφους του, περιλαμβανομέν[ων], μεταξύ άλλων, […] του θέματος της σταδιακής ανάθεσης νέων καθηκόντων στον προσφεύγοντα, στη θέση των καθηκόντων awareness raising, τα οποία επρόκειτο πιθανόν να αποτελέσουν στο μέλλον “οριζόντιο” αντικείμενο, [και] του θέματος των επιπτώσεων που θα είχε στην άσκηση των καθηκόντων του προσφεύγοντος, αλλά και γενικότερα στην εκπλήρωση της αποστολής του ENISA, η βελτίωση της συνεργασίας του με τους συναδέλφους του και της εν γένει συμπεριφοράς του στην υπηρεσία».

39      Από την τελευταία αυτή παρατήρηση του ENISA προκύπτει ότι η συνάντηση της 4ης Μαΐου 2012 προφανώς δεν είχε ως σκοπό την ακρόαση του προσφεύγοντος σχετικά με την πρόθεση του οργανισμού αυτού να καταγγείλει τη σύμβασή του. Αντίθετα, από το σημείο 19 του υπομνήματος αντίκρουσης προκύπτει ότι ο ENISA ήταν τότε της γνώμης ότι η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του ίδιου και του προσφεύγοντος δεν είχε ακόμη διαρραγεί, αφού εξέταζε το ενδεχόμενο να του αναθέσει νέα καθήκοντα. Επιπλέον, ο ίδιος ο ENISA εκθέτει, στο σημείο 24 του υπομνήματος αντίκρουσης, ότι η καταγγελία της σύμβασης του προσφεύγοντος λόγω διάρρηξης της σχέσης εμπιστοσύνης πραγματοποιήθηκε τέσσερις μήνες αργότερα, στις 4 Σεπτεμβρίου 2012, όπως προκύπτει από την απόφαση η οποία ελήφθη κατά την εν λόγω ημερομηνία και με την οποία ο εκτελεστικός διευθυντής τόνισε ότι, κατόπιν ώριμης σκέψης, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είχε άλλη λύση από την καταγγελία της σύμβασης του προσφεύγοντος.

40      Όσον αφορά το επιχείρημα του ENISA ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντος ματαίωσε τη διεξαγωγή της συνάντησης της 4ης Μαΐου 2012 και ότι ο εν λόγω οργανισμός, λόγω της απουσίας του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειάς του, δεν είχε μπορέσει να διοργανώσει νέα συνάντηση, ώστε να μπορέσει ο προσφεύγων να διατυπώσει την άποψή του επί των γεγονότων που είχαν προκαλέσει, κατά τον ENISA, τη διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης, αρκεί η διαπίστωση ότι τίποτε δεν εμπόδιζε τον ENISA να καλέσει εγγράφως τον προσφεύγοντα σε συνάντηση που να αφορά αυτό το θέμα ή να τον καλέσει να απαντήσει εγγράφως σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούσαν, κατά τον ENISA, την καταγγελία της σύμβασής του λόγω διάρρηξης της σχέσης εμπιστοσύνης.

41      Το επιχείρημα του ENISA ότι, ακόμη και αν είχε γίνει ακρόαση του προσφεύγοντος, θα είχε λάβει οπωσδήποτε την απόφαση καταγγελίας της σύμβασής του, πράγμα που σημαίνει, κατά τον ENISA, ότι η παράλειψη αυτή δεν καθιστά παράνομη την εν λόγω απόφαση, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό καθιστά τελικά κενό περιεχομένου το θεμελιώδες δικαίωμα ακρόασης, το οποίο έχει κατοχυρωθεί με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη, δηλαδή τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να διατυπώσει την άποψή του σχετικά με βλαπτικό για τον ίδιο μέτρο, αφού η ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος ακρόασης συνίσταται στη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου να επηρεάσει τη διαδικασία λήψης της απόφασης (απόφαση Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑236/02, EU:T:2011:465, σκέψη 115), ώστε να διασφαλίζεται ότι η μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση δεν θα ενέχει σφάλματα ως προς τα πραγματικά στοιχεία και θα αποτελεί το αποτέλεσμα της ενδεδειγμένης στάθμισης του συμφέροντος της υπηρεσίας προς το ατομικό συμφέρον του ενδιαφερόμενου.

42      Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακύρωσης είναι βάσιμο και ότι η απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2012 πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακύρωσης ή οι άλλοι δύο λόγοι ακύρωσης.

 Επί του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης της 9ης Οκτωβρίου 2012

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Το αίτημα αυτό στηρίζεται σε δύο λόγους ακύρωσης. Πρώτον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2012 είναι παράνομη, διότι παραπέμπει, αντί αιτιολογίας, στην απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, στους λόγους στους οποίους στηριζόταν η απόφαση εκείνη και στην απαγόρευση που είχε επιβληθεί στον προσφεύγοντα ως προς την άσκηση των καθηκόντων του κατά τη διάρκεια της περιόδου προειδοποίησης. Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2012 αντιβαίνει στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο ο ENISA είναι υποχρεωμένος να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2012. Κατά τον προσφεύγοντα, ο ENISA όφειλε, προς εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, να τον επαναφέρει στη θέση του λογιστή.

44      Ο ENISA ζητεί την απόρριψη των λόγων αυτών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

45      Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το διοικητικό συμβούλιο του ENISA αναφέρει, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της απόφασης της 9ης Οκτωβρίου 2012, την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2012 και τους λόγους της έκδοσής της, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο διορισμός του προσφεύγοντος στη θέση του λογιστή θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, αντίθετος προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

46      Ωστόσο, όταν η επαναφορά της κατάστασης που επικρατούσε πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώνεται συνεπάγεται την ακύρωση μεταγενέστερων πράξεων, οι οποίες όμως αφορούν τρίτους, η ακύρωση αυτή διατάσσεται μόνον εάν, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της φύσης της διαπραχθείσας παρανομίας και του συμφέροντος της υπηρεσίας, δεν συνιστά υπέρμετρη κύρωση (αποφάσεις Oberthür κατά Επιτροπής, 24/79, EU:C:1980:145, σκέψεις 11 και 13, και Girardot κατά Επιτροπής, T‑10/02, EU:T:2004:94, σκέψη 85). Εν προκειμένω το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η ακύρωση της απόφασης της 9ης Οκτωβρίου 2012 θα συνιστούσε υπέρμετρη κύρωση για την διαπραχθείσα παρανομία, η οποία θα έθιγε επίσης σοβαρότατα τα δικαιώματα του X και το συμφέρον της υπηρεσίας.

47      Εντούτοις, όταν από τη σύγκριση των διαφόρων συμφερόντων στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει ότι το συμφέρον της υπηρεσίας και το συμφέρον των τρίτων εμποδίζουν τη συνακόλουθη ακύρωση αποφάσεων όπως η επίμαχη απόφαση διορισμού, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, προκειμένου να διασφαλίζει, προς το συμφέρον του προσφεύγοντος-ενάγοντος, την πρακτική αποτελεσματικότητα της ακυρωτικής απόφασής του, να ασκεί την πλήρη δικαιοδοσία που του έχει απονεμηθεί στις υποθέσεις που έχουν χρηματικό αντικείμενο και να υποχρεώνει, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, το καθού-εναγόμενο θεσμικό όργανο στην καταβολή αποζημίωσης (αποφάσεις Oberthür κατά Επιτροπής, EU:C:1980:145, σκέψη 14, Wenk κατά Επιτροπής, T‑159/96, EU:T:1998:86, σκέψη 122, και Girardot κατά Επιτροπής, EU:T:2004:94, σκέψη 89). Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη συνιστά στην περίπτωση αυτή τη μορφή επανόρθωσης που ανταποκρίνεται κατά τον καλύτερο τρόπο τόσο στα συμφέροντα του προσφεύγοντος-ενάγοντος όσο και στις ανάγκες της υπηρεσίας (απόφαση Κοτζώνης κατά ΟΚΕ, T‑586/93, EU:T:1995:54, σκέψη 108).

48      Το Δικαστήριο ΔΔ, εκτιμώντας εν προκειμένω τη ζημία του προσφεύγοντος κατά δίκαιη κρίση, κρίνει ότι η επιδίκαση ποσού 5 000 ευρώ συνιστά προσήκουσα ικανοποίηση του προσφεύγοντος.

49      Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται πλέον να εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που έχουν προβληθεί κατά της απόφασης της 9ης Οκτωβρίου 2012.

 Επί του αιτήματος επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Ο προσφεύγων ζητεί καταρχάς την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη επειδή εθίγησαν σοβαρά η τιμή και η υπόληψή του, λόγω, πρώτον, του παράνομου χαρακτήρα της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, της αιτιολογίας της απόφασης αυτής και του τρόπου με τον οποίο έγινε η καταγγελία της σύμβασης, και, δεύτερον, της παράνομης απομάκρυνσής του από τα καθήκοντά του κατά τη διάρκεια της περιόδου προειδοποίησης, και εκτιμά, κατ’ εύλογη κρίση, τη βλάβη του αυτή σε 20 000 ευρώ στην πρώτη περίπτωση και σε 15 000 ευρώ στη δεύτερη.

51      Στη συνέχεια ο προσφεύγων ζητεί την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της έκδοσης της απόφασης της 9ης Οκτωβρίου 2012 και της ανάρτησής της στο διαδίκτυο και την οποία εκτιμά, κατ’ εύλογη κρίση, σε 10 000 ευρώ και σε 35 000 ευρώ αντίστοιχα. Όσον αφορά την ανάρτηση στο Διαδίκτυο, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η εν λόγω απόφαση έχει αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα του ENISA, και μάλιστα σε δύο θέσεις. Η πρώτη θέση βρίσκεται στη σελίδα που παρουσιάζει τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου και η δεύτερη στη σελίδα των «ειδήσεων». Κατά τον προσφεύγοντα, ο ENISA προώθησε επίσης ενεργά την απόφαση αυτή, αποστέλλοντας τη σχετική πληροφορία μέσω αυτοματοποιημένης μαζικής ειδοποίησης, προβαίνοντας έτσι στη διαπόμπευση και δυσφήμισή του έναντι τρίτων.

52      Τέλος, ο προσφεύγων ζητεί την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω του ότι ο ENISA παρέλειψε να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2012 και εκτιμά, κατ’ εύλογη κρίση, την οφειλόμενη χρηματική ικανοποίηση σε 20 000 ευρώ.

53      Ο ENISA ζητεί την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

54      Όσον αφορά το αίτημα να υποχρεωθεί ο ENISA να αποκαταστήσει την ηθική βλάβη που οφείλεται στον παράνομο χαρακτήρα της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση μιας παράνομης πράξης μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και, καταρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη, εκτός αν ο ενάγων αποδείξει ότι η ηθική βλάβη που υπέστη μπορεί να διαχωριστεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η ακύρωση και δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως με την εν λόγω ακύρωση (βλ. απόφαση CH κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2013:203, σκέψη 64).

55      Εν προκειμένω, αν ληφθούν υπόψη η βαρύτητα της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, η φύση της διαπραχθείσας παρανομίας, δηλαδή η παράβαση από τον ENISA του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη, και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση, η ακύρωση της απόφασης αυτής δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκάλεσε η εν λόγω απόφαση, καθόσον η βλάβη οφείλεται στη σοβαρή κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας την οποία δημιούργησε ο παράνομος χαρακτήρας της.

56      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά, κατά δίκαιη κρίση, ότι ο ENISA πρέπει να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 5 000 ευρώ.

57      Όσον αφορά την ηθική βλάβη του προσφεύγοντος που προκλήθηκε από το γεγονός ότι η απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2012 ανέφερε τους λόγους έκδοσης της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2012 και από την ανάρτηση της πρώτης από τις αποφάσεις αυτές στο διαδίκτυο, μολονότι δεν είχε πραγματοποιηθεί ακρόαση του προσφεύγοντος πριν από την έκδοση της απόφασης της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, η ακύρωση της τελευταίας αυτής απόφασης δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, η οποία απορρέει από την προσβολή της τιμής και της επαγγελματικής φήμης του προσφεύγοντος.

58      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ επιβάλλει στον ENISA, κατά δίκαιη κρίση, την υποχρέωση καταβολής στον προσφεύγοντα του ποσού των 10 000 ευρώ.

59      Όσον αφορά το τρίτο αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στο όργανο που έχει εκδώσει την πράξη την οποία ακυρώνει ο δικαστής της Ένωσης να προσδιορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης. Μια ακυρωτική δικαστική απόφαση δεν μπορεί πάντως να εκτελείται αμέσως, διότι το εν λόγω όργανο διαθέτει εύλογο χρόνο για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή, έστω και αν δεν υπάρχει στη Συνθήκη καμία τέτοια ρητή διάταξη (απόφαση Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑81/96, EU:T:1997:111, σκέψη 37).

60      Κατά συνέπεια, το όργανο που έχει εκδώσει την ακυρωθείσα πράξη παραβαίνει το άρθρο 266 ΕΚ και υποπίπτει σε υπηρεσιακό πταίσμα, για το οποίο ενδέχεται να γεννάται ευθύνη του, εφόσον δεν λαμβάνει κανένα μέτρο εκτέλεσης της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης και δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια έναντι του προσφεύγοντος-ενάγοντος η οποία να αποσκοπεί στη διερεύνηση δυνατοτήτων διακανονισμού. Συγκεκριμένα, όταν η εκτέλεση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες, το καθήκον αρωγής επιβάλλει στο όργανο αυτό την έγκαιρη ενημέρωση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, καθώς και την έναρξη διαλόγου με τον ενδιαφερόμενο προς δίκαιη αποκατάσταση της ζημίας του (βλ., επ’ αυτού, απόφαση C κατά Επιτροπής, T‑166/04, EU:T:2007:24, σκέψεις 49 και 52).

61      Δεν αμφισβητείται όμως ούτε ότι επτά ημέρες μετά από την έκδοση της δικαστικής απόφασης της 2ας Οκτωβρίου 2012, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2010 για άμεση απαλλαγή του προσφεύγοντος από τα καθήκοντα του λογιστή και για διορισμό του X, που ήταν υπεύθυνος για τον προϋπολογισμό, στη θέση του λογιστή για αόριστο χρόνο, ο ENISA διόρισε εκ νέου τον X στη θέση λογιστή ούτε ότι κατά το χρονικό σημείο της άσκησης της υπό εξέταση προσφυγής-αγωγής, δηλαδή στις 27 Ιουνίου 2013, ο ENISA δεν είχε λάβει κανένα μέτρο εκτέλεσης της εν λόγω δικαστικής απόφασης έναντι του προσφεύγοντος. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ο εύλογος χρόνος για την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης της 2ας Οκτωβρίου 2012 είχε ήδη παρέλθει κατά την ημερομηνία της άσκησης της υπό εξέταση προσφυγής-αγωγής.

62      Το επιχείρημα του ENISA ότι ο φόρτος εργασίας και η λειτουργικότητα των δραστηριοτήτων του τον εμπόδισαν να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2012 έναντι του προσφεύγοντος δεν μπορεί παρά να απορριφθεί, ως στερούμενο σοβαρότητας.

63      Εν πάση περιπτώσει, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η μη εκτέλεση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης αφενός συνιστά προσβολή της εμπιστοσύνης την οποία πρέπει να έχει κάθε πολίτης στο νομικό σύστημα της Ένωσης, το οποίο βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην τήρηση των αποφάσεων που εκδίδουν τα δικαστήρια της Ένωσης, και αφετέρου προξενεί, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υλική ζημία την οποία μπορεί να προκαλέσει, ηθική βλάβη στον διάδικο που πέτυχε την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν δικαστικής απόφασης (αποφάσεις Hautem κατά ΕΤΕπ, T‑11/00, EU:T:2000:295, σκέψη 51, και C και F κατά Επιτροπής, F‑44/06 και F‑94/06, EU:F:2007:66, σκέψη 69).

64      Επομένως, πρέπει να επιβληθεί στον ENISA η υποχρέωση καταβολής στον προσφεύγοντα ποσού 20 000 ευρώ.

65      Κατά συνέπεια, ο ENISA υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα, ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, το ποσό των 35 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

66      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί καθόλου στα έξοδα αυτά.

67      Από το παραπάνω σκεπτικό προκύπτει ότι ο ENISA είναι ο ηττηθείς διάδικος. Επιπλέον, ο προσφεύγων-ενάγων, με τα αιτήματά του, έχει ζητήσει ρητά να καταδικασθεί ο ENISA στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ENISA θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται επίσης στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2012 του εκτελεστικού διευθυντή του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών, με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας έκτακτου υπαλλήλου που είχε συναφθεί με τον Α. Ψαρρά.

2)      Επιβάλλει στον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών την υποχρέωση να καταβάλει στον Α. Ψαρρά το ποσό των 40 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

4)      Ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Α. Ψαρρά.

Van Raepenbusch

Perillo

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουλίου 2014.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Van Raepenbusch


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.