Language of document : ECLI:EU:T:2010:164

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 27ης Απριλίου 2010

Υπόθεση T-103/10 P(R)

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

κατά

U

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Απόφαση περί απολύσεως — Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων — Δεν συντρέχει επείγον»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 18ης Δεκεμβρίου 2009, F‑92/09 R, U κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. Ι–Α–1–511 και ΙΙ–Α–1–2771).

Απόφαση: Αναιρεί τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Δεκεμβρίου 2009, F‑92/09 R, U κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. Ι–Α–1–511 και ΙΙ–Α–1–2771). Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε ο U. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων — Ανακρίβεια του περιεχομένου των πραγματικών διαπιστώσεων προκύπτουσα από τα έγγραφα της δικογραφίας — Ελλιπής έλεγχος των πραγματικών περιστατικών — Παραδεκτό

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 10 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Επείγον — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρa 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 104 § 2)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Δικόγραφο aιτήσεως — Απαιτήσεις ως προς τον τύπο — Μνεία των λόγων που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη χορήγηση των ζητουμένων μέτρων — Κατάθεση συμπληρωματικού υπομνήματος προς θεραπεία των πλημμελειών — Δεν συμβιβάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γ΄, 104 §§ 2 και 3, και 109· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 35 § 1, στοιχείο δ΄, και 102 §§ 2 και 3)

4.      Αναίρεση — Λόγοι — Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων — Ανακρίβεια του περιεχομένου των πραγματικών διαπιστώσεων προκύπτουσα από τα έγγραφα της δικογραφίας — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ)

1.      Παραδεκτώς προβάλλεται κατ’ αναίρεση η αιτίαση ότι η δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα περί υπάρξεως επείγοντος, αιτίαση με την οποία επομένως προβάλλεται ότι η ανακρίβεια του συμπεράσματος αυτού προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προέβη σε ελλιπή έλεγχο των πραγματικών περιστατικών.

(βλ. σκέψη 32)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 30 Σεπτεμβρίου 2009, Skareby κατά Επιτροπής, T‑193/08 P, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. Ι–Β–1–83 και ΙΙ–Β–1–515, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Το άρθρο 278 ΣΛΕΕ καθιερώνει την αρχή του μη ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων βοηθημάτων, εφόσον οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ενώσεως απολαύουν του τεκμηρίου νομιμότητας. Επομένως, κατ’ εξαίρεση και μόνον ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως πράξεως που προσεβλήθη ενώπιον του δικαστή της ουσίας ή τη λήψη προσωρινών μέτρων.

Ο χαρακτήρας επείγοντος μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί το προσωρινό μέτρο, διευκρινιζομένου ότι μια βλάβη χρηματικής φύσεως δεν δύναται, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δύσκολα ανορθώσιμη, καθόσον συνήθως δύναται να γίνει αργότερα το αντικείμενο χρηματικής αποζημιώσεως.

Ακόμη και στην περίπτωση αμιγώς χρηματικής βλάβης, το προσωρινό μέτρο δικαιολογείται μόνον όταν, αν δεν διαταχθεί το μέτρο αυτό, ο αιτών θα βρεθεί σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του βιωσιμότητα, εφόσον δεν διαθέτει κάποιο ποσό που μπορεί, κανονικώς, να του επιτρέψει να αντιμετωπίσει το σύνολο των δαπανών που είναι απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του μέχρι το χρονικό σημείο της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως στη δίκη επί της προσφυγής.

Πάντως, για να μπορέσει να εκτιμήσει αν η προβαλλόμενη βλάβη είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη και δικαιολογεί, συνεπώς, την κατ’ εξαίρεση αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να διαθέτει συγκεκριμένες και ακριβείς ενδείξεις, στηριζόμενες σε λεπτομερή έγγραφα, που καταδεικνύουν την οικονομική κατάσταση του διαδίκου που ζητεί το προσωρινό μέτρο και του παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ακριβείς συνέπειες που πιθανώς να προέκυπταν από την έλλειψη των ζητούμενων μέτρων.

Εν πάση περιπτώσει, στον διάδικο που ζητεί την αναστολή εκτελέσεως προσβαλλομένης αποφάσεως απόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, αφενός, ο διάδικος που ζητεί το προσωρινό μέτρο πρέπει, προκειμένου να δικαιολογήσει την αναστολή εκτελέσεως που ζητεί, να παρουσιάσει, βάσει στοιχείων, πιστή και συνολική εικόνα της οικονομικής του καταστάσεως και, αφετέρου, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής, ο οποίος πρέπει να αξιολογήσει τις αμφισβητήσεις εκ μέρους του αντιδίκου, δεν μπορεί να δεχθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αρκούμενος σε απλά επιχειρήματα του διαδίκου που ζητεί το προσωρινό μέτρο, μη στηριζόμενα σε αποδεικτικά στοιχεία. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του αυστηρώς εξαιρετικού χαρακτήρα της χορηγήσεως προσωρινών μέτρων, τα μέτρα αυτά μπορούν να χορηγηθούν μόνον εάν τα εν λόγω επιχειρήματα στηρίζονται σε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 34 έως 39)

Παραπομπές:

ΔΕΕ, 22 Ιανουαρίου 1988, 378/87 R, Top Hit Holzvertrieb κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 161, σκέψη 18· 18 Οκτωβρίου 1991, C‑213/91 R, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑5109, σκέψη 18· 11 Απριλίου 2001, C‑471/00 P(R), Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, Συλλογή 2001, σ. I‑2865, σκέψη 113

ΓΔΕΕ, 2 Απριλίου 1998, T‑86/96 R, Arbeitsgemeinschaft Deutscher Luftfahrt-Unternehmen και Hapag-Lloyd κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑641, σκέψεις 64, 65 και 67· 16 Ιουλίου 1999, T‑143/99 R, Hortiplant κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2451, σκέψη 18· 3 Ιουλίου 2000, T‑163/00 R, Carotti κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ., 2000, σ. I‑A‑133 και II‑607, σκέψη 8· 15 Ιουνίου 2001, T‑339/00 R, Bactria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1721, σκέψη 94· 7 Μαΐου 2002, T‑306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2387, σκέψη 94· 18 Οκτωβρίου 2001, F‑196/01 R, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3107, σκέψη 32· 15 Νοεμβρίου 2001, T‑151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3295, σκέψη 187· 3 Δεκεμβρίου 2002, T‑181/02 R, Neue Erba Lautex κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑5081, σκέψεις 82 και 84· 13 Οκτωβρίου 2006, T‑420/05 R II, Vischim κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4085, σκέψεις 83 και 84· 25 Απριλίου 2008, T‑41/08 R, Vakakis κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 52· 17 Δεκεμβρίου 2009, T‑396/09 R, Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Ο διάδικος που ζητεί το προσωρινό μέτρο πρέπει να παρουσιάσει την πιστή και συνολική εικόνα της οικονομικής καταστάσεώς του ήδη από το στάδιο της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 35, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, και 102, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης καθώς και των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 104, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να παρέχει, αφεαυτής, τη δυνατότητα στον καθού να ετοιμάσει τις παρατηρήσεις του και στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να αποφανθεί επί της αιτήσεως, ενδεχομένως, χωρίς να απαιτούνται προς τούτο άλλα στοιχεία, εφόσον τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων ερείδεται η αίτηση πρέπει να προκύπτουν από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου.

Ο αιτών που υποχρεούται να παρουσιάσει, βάσει στοιχείων, πιστή και συνολική εικόνα της οικονομικής του καταστάσεως, πρέπει να προσκομίσει στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή στοιχεία ως προς το ενδεχόμενο να λάβει ή όχι παροχή κοινωνικής πρόνοιας ή αντίστοιχο επίδομα, καθώς και βεβαίωση σχετικά με την κατάσταση της περιουσίας του.

Δεν μπορεί να επιτραπεί στον διάδικο που ζητεί το προσωρινό μέτρο να προσκομίσει, κατά το στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως, συμπληρωματικά τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέλειψε να προσκομίσει ενώπιον του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Πράγματι, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να συμπληρωθεί λυσιτελώς, προκειμένου να καλυφθούν οι ελλείψεις, με μεταγενέστερο υπόμνημα, καθόσον η παροχή της δυνατότητας «καλύψεως» είναι ασυμβίβαστη όχι μόνο προς την ταχύτητα που απαιτείται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά, κυρίως, προς το πνεύμα του άρθρου 109 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει του οποίου, σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως για τη λήψη προσωρινού μέτρου, ο διάδικος που την είχε υποβάλει μπορεί να καταθέσει άλλη αίτηση μόνον εφόσον αυτή βασίζεται σε νέα περιστατικά.

(βλ. σκέψεις 40, 44, 50 και 58)

Παραπομπές:

ΓΔΕΕ, 15 Ιανουαρίου 2001, T‑236/00 R, Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001. σ. II‑15, σκέψη 34· Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 52 και 101 έως 115· 23 Μαΐου 2005, T‑85/05 R, Δήμος Άνω Λιοσίων κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1721, σκέψη 37· 23 Ιανουαρίου 2009, T‑352/08 R, Pannon Hőerőmű κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31· 24 Απριλίου 2009, T‑52/09 R, Nycomed Danmark κατά EMEA, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 62· 4 Φεβρουαρίου 2010, T‑385/05 TO R, Πορτογαλία κατά Transnáutica και Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 11 έως 13

4.      Καθόσον έκρινε ότι συντρέχει η προϋπόθεση του επείγοντος, μολονότι το οικείο θεσμικό όργανο τόνισε πρωτοδίκως ότι ο αιτών δεν είχε προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την οικονομική του κατάσταση και ότι από την κατάσταση αυτή δεν προέκυπτε το επείγον της υποθέσεως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αναγνώρισε σε απλές μονομερείς διαπιστώσεις του διαδίκου την υπεροχή σε σχέση με τις ρητές αρνήσεις του εν λόγω οργάνου, μη λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών δεν είχε αποδείξει τον επικείμενο χαρακτήρα σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, ενώ έφερε το βάρος της αποδείξεώς της. Με τον τρόπο αυτόν, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προέβη σε ελλιπή έλεγχο των πραγματικών περιστατικών, οπότε η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη πάσχει πλημμέλεια που έγκειται στην ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων του Προέδρου, η οποία προκύπτει από τη δικογραφία.

(βλ., σκέψη 51)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, Skareby κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία