Language of document :

Ανακοίνωση στην ΕΕ

 

Αίτηση αναιρέσεως του Βασιλείου της Σουηδίας κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα), της 23ης Νοεμβρίου 2004, στην υπόθεση T-84/03, Maurizio Turco, υποστηριζόμενος από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, υποστηριζομένου από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας και την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υποβλήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2005

(Υπόθεση C-39/05 P)

(Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική)

Το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τον K. Wistrand, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 2 Φεβρουαρίου 2005 αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα), της 23ης Νοεμβρίου 2004, στην υπόθεση T-84/031, Maurizio Turco, υποστηριζόμενος από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, υποστηριζομένου από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας και την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

1    να αναιρέσει το σημείο 1 του διατακτικού της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 2004 στην υπόθεση T-84/03, Maurizio Turco κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως·

2    να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, καθόσον η εν λόγω απόφαση αφορά την πρόσβαση στη νομική γνωμοδότηση που εκπόνησε η νομική υπηρεσία του Συμβουλίου και

3    να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα του Βασιλείου της Σουηδίας κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η Σουηδική Κυβέρνηση προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το κοινοτικό δίκαιο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Το Πρωτοδικείο επεσήμανε, αφενός, ότι εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να εκτιμήσουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν τα έγγραφα των οποίων ζητείται η κοινολόγηση εμπίπτουν πράγματι στις εξαιρέσεις που απαριθμεί ο κανονισμός 1049/20012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (στο εξής: κανονισμός περί διαφάνειας).

Αφετέρου, το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι υφίσταται γενική ανάγκη προστασίας του εμπιστευτικού χαρακτήρα των νομικών γνωμοδοτήσεων επί νομοθετικών ζητημάτων. Τούτο συμβαίνει διότι, πρώτον, η κοινολόγηση εγγράφων αυτού του είδους θα είχε ως αποτέλεσμα να αφήσει να πλανάται αμφιβολία ως προς το σύννομο της επίμαχης νομοθεσίας και διότι, δεύτερον, η διατήρηση της ανεξαρτησίας των γνωμοδοτήσεων της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου μπορεί να αποτελέσει συμφέρον άξιο προστασίας. Επί της βάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως με το να αρνηθεί να παραχωρήσει πρόσβαση στη νομική γνωμοδότηση βάσει της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού περί διαφάνειας.

Κατά τη Σουηδική Κυβέρνηση, το ως άνω συμπέρασμα είναι ασυμβίβαστο με την υποχρέωση να εκτιμάται το ζήτημα της κοινολογήσεως υπό το πρίσμα του περιεχομένου του συγκεκριμένου εγγράφου. Έτσι, η ως άνω διαπίστωση του Πρωτοδικείου παρέβη το κοινοτικό δίκαιο.

____________

1 - ΕΕ C 112, 10/05/03, σ. 38.

2 - ΕΕ L 145, 31/05/2001, σ. 43.