Language of document : ECLI:EU:T:2019:675

Υπόθεση T-105/17

HSBC Holdings plc κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα)
της 24ης Σεπτεμβρίου 2019

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Χειραγώγηση των διατραπεζικών επιτοκίων αναφοράς του Euribor – Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Πρόστιμα – Βασικό ποσό – Αξία των πωλήσεων – Άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

1.      Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Περιεχόμενο και σκοπός συμπράξεως, καθώς και οικονομικό και νομικό πλαίσιο αναπτύξεώς της – Διάκριση μεταξύ παραβάσεων ως εκ του αντικειμένου και παραβάσεων ως εκ του αποτελέσματος – Πρόθεση των συμβαλλομένων μερών συμφωνίας να περιορίσουν τον ανταγωνισμό – Μη απαραίτητο κριτήριο – Παράβαση ως εκ του αντικειμένου – Αρκούντως επιβλαβής χαρακτήρας – Κριτήρια εκτιμήσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρα 101 § 1 και 296 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

(βλ. σκέψεις 52-58, 94-111, 138-155, 174-194)

2.      Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Εκτίμηση με γνώμονα τη φύση της παραβάσεως – Πληροφορίες δυνάμενες να προκαλέσουν στρέβλωση της κανονικής πορείας των συνιστωσών τιμολόγησης στον οικείο κλάδο – Παράβαση ως εκ του αντικειμένου  – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

(βλ. σκέψεις 59-67, 94-111, 138-155, 174-194)

3.      Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Παρεπόμενος περιορισμός – Έννοια –Περιορισμός αναγκαίος για την υλοποίηση κύριας πράξεως η οποία δεν έχει χαρακτήρα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό – Κύρια πράξη η οποία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Απόδειξη της αναγκαιότητας ανταλλαγής πληροφοριών

(Άρθρο 101 §§ 1 και 3 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

(βλ. σκέψεις 157-160)

4.      Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παραβάσεως – Προϋποθέσεις – Παραβατικές πρακτικές και ενέργειες οι οποίες εντάσσονται σε συνολικό σχέδιο – Εκτίμηση

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

(βλ. σκέψεις 196-205, 232-237, 248-274)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως – Απαιτούμενος βαθμός ακρίβειας για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή – Δέσμη ενδείξεων – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο – Απόφαση ως προς την οποία ο δικαστής εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες – Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

(βλ. σκέψεις 197-205)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς – Διαδικασία στην οποία δεν εμπλέκονται όλοι οι μετέχοντες σε σύμπραξη  – Εφαρμογή της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας – Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 33· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 622/2008, άρθρο 10α)

(βλ. σκέψεις 283-293)

7.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Περιεχόμενο – Μερική ακύρωση πράξεως του δικαίου της Ένωσης – Μερική ακύρωση απόφασης της Επιτροπής με την οποία διάφορες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές χαρακτηρίζονται ως ενιαία και διαρκής παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο – Ανεπαρκής χαρακτηρισμός του περιοριστικού του ανταγωνισμού αντικειμένου των επαφών – Ανεπάρκεια των στοιχείων που καθιστούν δυνατό τον καταλογισμό συγκεκριμένων συμπεριφορών στην επιχείρηση – Δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της διαπίστωσης της παράβασης

(Άρθρα 101 και 264, εδ. 1, ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

(βλ. σκέψεις 294-296)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Δυνατότητα της Επιτροπής να αποκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Αναλόγως αυστηρότερες απαιτήσεις αιτιολόγησης

(Άρθρα 101 § 1 και 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 37)

(βλ. σκέψεις 338-341, 344-353)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Μη εφαρμογή της μεθόδου που προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές – Επιτρεπτό – Προϋποθέσεις – Αξία αντικατάστασης στηριζόμενη στα έσοδα σε μετρητά στα οποία εφαρμόζεται ορισμένος συντελεστής μείωσης – Ανεπάρκεια της αιτιολογίας σχετικά με τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 13 και 37)

(βλ. σκέψεις 318-328, 332-334)

Σύνοψη

Με την απόφαση HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-105/17), η οποία εκδόθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την απόφαση με την οποία η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η HSBC Holdings και άλλες επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στην αγορά των παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ (Euro Interest Rate Derivative, στο εξής: EIRD) είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) έχοντας μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση(1). Κατά την Επιτροπή, η παράβαση αυτή έγκειται σε σύνολο συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών συνιστάμενων σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των διαπραγματευτών τους σχετικά, πρώτον, με τη χειραγώγηση των προσφορών επιτοκίου Euribor, δεύτερον, με τις θέσεις τους διαπραγμάτευσης όσον αφορά τα EIRD και, τρίτον, με λεπτομερείς, μη διαθέσιμες στο ευρύ κοινό πληροφορίες για τις προθέσεις και τη στρατηγική τους στον τομέα τιμολόγησης των EIRD. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή τους επέβαλε πρόστιμο.

Οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ζητώντας, κυρίως, τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και, επικουρικώς, την τροποποίηση του ποσού του επιβληθέντος προστίμου.

Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμό των διαφόρων κατηγοριών των προσαπτομένων από αυτήν συμπεριφορών ως «περιορισμού ως εκ του αντικειμένου». Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι η συλλογιστική της Επιτροπής δεν ενέχει καμία πλάνη περί το δίκαιο ή πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις συμπεριφορές που αφορούσαν τη χειραγώγηση των προσφορών επιτοκίου Euribor. Το ίδιο συμπέρασμα ίσχυε, δεύτερον, για τις ανταλλαγές απόψεων σχετικά με τις προθέσεις και τη στρατηγική στον τομέα τιμολόγησης των EIRD.

Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, τρίτον, ότι ορισμένες συζητήσεις κατά τη διάρκεια των οποίων οι διαπραγματευτές αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικές με τις θέσεις τους διαπραγμάτευσης δεν είχαν το περιοριστικό του ανταγωνισμού αντικείμενο που δέχτηκε η Επιτροπή, δεδομένου ότι οι εν λόγω συζητήσεις δεν μετρίασαν ούτε εξάλειψαν τον βαθμό αβεβαιότητας στην αγορά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να συναγάγει εξ αυτού κάποια επίπτωση στην κανονική πορεία των συνιστωσών τιμολόγησης στον κλάδο των EIRD, χωρίς να χρειάζεται να εξετάσει τα αποτελέσματά τους. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο επί του σημείου αυτού.

Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι η εν λόγω πλάνη δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της διαπίστωσης ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν στην επίμαχη παράβαση, κατά τα περιγραφόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο αριθμός και η ένταση των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών επηρεάζουν, μεταξύ άλλων παραγόντων, την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης από την οποία εξαρτάται το ύψος του προστίμου.

Στο πλαίσιο εκτίμησης του ύψους του προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της επιλογής της Επιτροπής να προσαρμόσει τη μέθοδο που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006(2) όσον αφορά τον καθορισμό του βασικού ποσού μέσω παραπομπής στην αξία των πωλήσεων, δεδομένου ότι τα EIRD δεν συνεπάγονται πωλήσεις υπό τη συνήθη έννοια του όρου. Στο πλαίσιο της εξέτασής του, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε αξία αντικατάστασης υπολογιζόμενη βάσει των εσόδων σε μετρητά τα οποία εισπράχθηκαν βάσει των EIRD και στα οποία εφαρμόστηκε συντελεστής μείωσης 98,849 % προκειμένου να συνεκτιμηθεί ο συμψηφισμός που είναι εγγενής στον τομέα των EIRD και συνδέεται με τις πραγματοποιηθείσες πληρωμές. Το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο συντελεστής μείωσης έχει ουσιώδη σημασία λόγω του ιδιαίτερα υψηλού ποσού των εσόδων σε μετρητά επί του οποίου προορίζεται να εφαρμοστεί. Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ουσιώδους σημασίας του συντελεστή μείωσης στο πλαίσιο της μεθόδου που ακολούθησε η Επιτροπή, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στις μεν ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να κατανοήσουν με ποιον τρόπο η Επιτροπή είχε καταλήξει σε συντελεστή μείωσης καθοριζόμενο ακριβώς στο 98,849 %, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει διεξοδικό έλεγχο, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών, επί του στοιχείου αυτού της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι διάφοροι λόγοι, όμως, που προέβαλε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν πληρούν τις απαιτήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες πρόστιμο ύψους 33 606 000 ευρώ.


1      Απόφαση C(2016) 8530 τελικό, της 7ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας [ΕΟΧ] [Υπόθεση AT.39914 – Παράγωγα Επιτοκίου σε Ευρώ (EIRD)].


2      Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006).