Language of document : ECLI:EU:T:2007:236

Υπόθεση T-31/07 R

Du Pont de Nemours (France) SAS

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ασφαλιστικά μέτρα – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Οδηγία 91/414/ΕΟΚ – Παραδεκτό – Fumus boni juris – Επείγον – Στάθμιση των συμφερόντων»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Ασφαλιστικά μέτρα – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Παραδεκτό, εκ πρώτης όψεως, της κύριας προσφυγής

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο104 § 1· οδηγία 91/414 του Συμβουλίου· οδηγία 2006/133 της Επιτροπής)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αντικείμενο – Μερική ακύρωση

(Άρθρο 230 ΕΚ)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Αίτημα αναστολής της εκτελέσεως ορισμένων διατάξεων οδηγίας

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ)

4.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Διακριτική ευχέρεια των κοινοτικών οργάνων – Έκταση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

5.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – «Fumus boni juris»

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ)

6.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ)

7.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία

(Άρθρο 242 ΕΚ)

8.      Ασφαλιστικά μέτρα – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Στάθμιση όλων των διακυβευομένων συμφερόντων

(Άρθρο 243 ΕΚ)

1.      Στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η εξέταση του παραδεκτού της κύριας προσφυγής είναι κατ’ ανάγκην συνοπτική, λαμβανομένου υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να εκτιμηθεί μόνον εκ πρώτης όψεως, δεδομένου ότι η εν λόγω εκτίμηση αποσκοπεί στο να εξεταστεί αν ο αιτών προσκόμισε επαρκή στοιχεία τα οποία δικαιολογούν, a priori, το να συναχθεί ότι το παραδεκτό της κύριας προσφυγής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να κρίνει την εν λόγω αίτηση απαράδεκτη μόνον αν το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να αποκλειστεί τελείως. Πράγματι, η έκδοση αποφάσεως επί του παραδεκτού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το παραδεκτό αυτό δεν αποκλείεται εκ πρώτης όψεως τελείως θα προδίκαζε την απόφαση του Πρωτοδικείου επί της κύριας προσφυγής.

Στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που συνοδεύει προσφυγή μερικής ακυρώσεως ασκηθείσα βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ κατά της οδηγίας 2006/133, που τροποποιεί την οδηγία 91/414 προβλέποντας την καταχώριση σ’ αυτήν της δραστικής ουσίας flusilazole, δεν μπορεί να αποκλειστεί, εκ πρώτης όψεως, το ενδεχόμενο να θίγει η οδηγία αυτή ατομικά έναν από τους αιτούντες ο οποίος μνημονεύεται στον κανονισμό 933/94, που αφορά τον καθορισμό των δραστικών ουσιών των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των εισηγουμένων κρατών μελών για την εφαρμογή του κανονισμού 3600/92, υπό την ιδιότητά του ως επιχειρήσεως η οποία έχει προβεί στην κοινοποίηση ενδιαφέροντος, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του τελευταίου αυτού κανονισμού, και έχει, εξάλλου, συμμετάσχει στη διαδικασία αξιολογήσεως της εν λόγω ουσίας και, ως εκ τούτου, ίσχυσαν υπέρ αυτής διαδικαστικές εγγυήσεις.

(βλ. σκέψεις 107-109, 112)

2.      Η μερική ακύρωση κοινοτικής πράξεως είναι δυνατή μόνο στο μέτρο που τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να αποσπαστούν από την υπόλοιπη πράξη. Αυτή η απαίτηση της δυνατότητας διαχωρισμού δεν πληρούται όταν η μερική ακύρωση μιας πράξεως θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η ουσία της πράξεως αυτής. Το ζήτημα κατά πόσον η μερική ακύρωση θα μετέβαλλε την ουσία της προσβαλλομένης πράξεως αποτελεί κριτήριο αντικειμενικό και όχι κριτήριο υποκειμενικό απτόμενο της πολιτικής βουλήσεως της αρχής η οποία εξέδωσε την επίμαχη πράξη.

(βλ. σκέψεις 114, 119)

3.      Όταν, με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, οι αιτούντες επιδιώκουν την αναστολή της εκτελέσεως ορισμένων διατάξεων οδηγίας και δεν περιορίζονται να θεμελιώσουν την αίτησή τους στο άρθρο 242 ΕΚ, αλλά επικαλούνται και το άρθρο 243 ΕΚ, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, βάσει του άρθρου 243 ΕΚ, να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα. Ειδικότερα, μπορεί να απευθύνει, προσωρινώς, τις κατάλληλες εντολές προς την Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 124-126)

4.      Σε τομέα εμπίπτοντα στην κοινή γεωργική πολιτική, η έννοια του κινδύνου ανταποκρίνεται στη λειτουργία της πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη, λόγω χρήσεως ενός προϊόντος ή μιας διαδικασίας. Η έννοια της επικινδυνότητας χρησιμοποιείται γενικώς με ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνει κάθε προϊόν ή διαδικασία που μπορεί να έχει αντίθετες επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου. Η αξιολόγηση των κινδύνων έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση του βαθμού της πιθανότητας των αρνητικών επιδράσεων ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή διαδικασίας στην υγεία του ανθρώπου και τη σοβαρότητα αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων.

Οσάκις μια κοινοτική αρχή καλείται, στο πλαίσιο της αποστολής της, να πραγματοποιήσει τέτοιες πολύπλοκες εκτιμήσεις, διαθέτει για τον λόγο αυτόν ευρεία διακριτική ευχέρεια, η άσκηση της οποίας υπόκειται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο, ο οποίος δεν συνεπάγεται ότι ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να υποκαταστήσει την εν λόγω αρχή στην εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων. Έτσι, σε παρόμοια περίπτωση, ο κοινοτικός δικαστής περιορίζεται να εξετάσει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών και τους νομικούς χαρακτηρισμούς που συνάγει απ’ αυτά η εν λόγω αρχή και, ειδικότερα, αν η ενέργεια της αρχής αυτής πάσχει από πρόδηλο σφάλμα ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας ή αν η αρχή αυτή υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

(βλ. σκέψεις 130-131, 137)

5.      Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής αποκλείεται εκτός εάν, με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, μπορεί να αναμένεται ότι ένα τουλάχιστον φυτοπροστατευτικό σκεύασμα που περιέχει την εν λόγω δραστική ουσία θα είναι ασφαλές. Με άλλες λέξεις, έστω και αν μια ουσία είναι επικίνδυνη, μπορεί πάντοτε εκ πρώτης όψεως να εγγραφεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνεται σε ένα νομικώς αποδεκτό βαθμό επικινδυνότητας όταν τηρούνται οι κατάλληλες οδηγίες χρήσεως.

Αν, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ένας αιτών επικαλείται παράβαση, αφενός, της οδηγίας 91/414 καθόσον η οδηγία 2006/133, η οποία την τροποποιεί προκειμένου να καταχωριστεί στην πρώτη οδηγία η δραστική ουσία flusilazole, δεν στηρίζεται σε αξιολόγηση των κινδύνων από τη χρήση και, αφετέρου, της αρχής της προφυλάξεως, η εκτίμηση των δύο αυτών λόγων απαιτεί, λόγω της πολυπλοκότητάς τους, εμπεριστατωμένη εξέταση στην οποία δεν μπορεί να προβεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων.

Ωστόσο, οι δύο αυτοί λόγοι δεν μπορούν, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθούν ως στερούμενοι παντελώς ερείσματος, όταν η αιτιολογία που επικαλέστηκε η Επιτροπή για την έκδοση της οδηγίας 2006/133 φαίνεται, εκ πρώτης όψεως να θέτει υπό αμφισβήτηση την προηγουμένως πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση των κινδύνων, χωρίς οι λόγοι αυτής της αμφισβητήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που η ίδια είχε συγκεντρώσει κατά την προηγηθείσα πολυετή αξιολόγηση να προκύπτουν σαφώς και όταν, για να απαντήσει στους λόγους αυτούς, το Πρωτοδικείο θα κληθεί ενδεχομένως να αποφανθεί επί του κατά πόσον η Επιτροπή, εκδίδοντας την επίδικη οδηγία, υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Πράγματι, αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή όντως υπέπεσε σε πλάνη στηρίζοντας την οδηγία 2006/133 σε εκτίμηση της επικινδυνότητας και όχι σε εκτίμηση των κινδύνων και, κατά συνέπεια, αφενός, παρέβη την οδηγία 91/414 και, αφετέρου, παραβίασε την αρχή της προφυλάξεως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτή η πλάνη να είχε συνέπειες από πλευράς νομιμότητας της εν λόγω οδηγίας 2006/133.

(βλ. σκέψεις 133, 138, 140-143)

6.      Το επείγον της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί το προσωρινό μέτρο. Οσάκις η ζημία εξαρτάται από τη συνδρομή πλειόνων παραγόντων, αρκεί να εμφανίζεται ως προβλέψιμη με επαρκή βαθμό πιθανολογήσεως. Ο αιτών το προσωρινό μέτρο υποχρεούται πάντως να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων υποτίθεται ότι στηρίζεται η πιθανολόγηση μιας τέτοιας σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας.

Η χρηματική ζημία δεν μπορεί, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις, να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης χρηματικής αντισταθμίσεως. Κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής, η αίτηση αναστολής εκτελέσεως δικαιολογείται μόνον αν προκύπτει ότι, ελλείψει τέτοιου μέτρου, ο αιτών θα περιέλθει σε κατάσταση η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ίδια του την υπόσταση ή να μεταβάλει ανεπανόρθωτα τα μερίδιά του στην αγορά. Αν η εκτέλεση μιας πράξεως της οποίας ζητείται η ακύρωση με την κύρια προσφυγή είναι ικανή να προκαλέσει μη αναστρέψιμη εξέλιξη της αγοράς στην οποία ο αιτών ήδη δραστηριοποιείται, η ζημία που ενδέχεται να υποστεί, καίτοι οικονομικής φύσεως, μπορεί ωστόσο κατ’ εξαίρεση να θεωρηθεί ως ανεπανόρθωτη στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 144-145, 174-175, 193)

7.      Στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, όταν ο αιτών είναι επιχείρηση, η σοβαρότητα μιας υλικής ζημίας πρέπει να εκτιμάται με κριτήριο, ιδίως, το μέγεθος της επιχειρήσεως αυτής. Εξάλλου, η εκτίμηση της ουσιαστικής καταστάσεως του αιτούντος μπορεί να πραγματοποιηθεί λαμβανομένων ιδίως υπόψη των χαρακτηριστικών του ομίλου με τον οποίο συνδέεται μέσω του συνόλου των μετόχων του. Η λήψη υπόψη των χαρακτηριστικών του ομίλου προϋποθέτει συνεκτίμηση όλων των πραγματικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Εξάλλου, στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εναπόκειται να εκτιμήσει, σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υποθέσεως, αν η άμεση εκτέλεση της πράξεως που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως αναστολής μπορεί να προκαλέσει στον αιτούντα σοβαρή και επικείμενη ζημία, την οποία καμία μεταγενέστερη απόφαση δεν θα μπορέσει να αποκαταστήσει.

(βλ. σκέψεις 196, 203-204)

8.      Όταν, στο πλαίσιο αιτήσεως για τη λήψη προσωρινών μέτρων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του οποίου προβάλλεται ο κίνδυνος να υποστεί ο αιτών σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σταθμίζει τα διάφορα διακυβευόμενα συμφέροντα, οφείλει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, αν τυχόν ακύρωση της επίδικης αποφάσεως από τον δικαστή της ουσίας θα καθιστούσε δυνατή την ανατροπή της καταστάσεως που θα είχε δημιουργηθεί από την άμεση εκτέλεσή της και, αντιστρόφως, αν η αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως θα μπορούσε να παρεμποδίσει την παραγωγή όλων των αποτελεσμάτων της σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας προσφυγής. Συναφώς, καταρχήν, οι επιταγές που άπτονται της προστασίας της δημόσιας υγείας πρέπει αναμφισβήτητα να υπερισχύουν θεωρήσεων οικονομικής φύσεως.

(βλ. σκέψεις 206-207)