Language of document : ECLI:EU:T:2011:675

Υπόθεση T-308/06

Buffalo Milke Automotive Polishing Products, Inc.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού εικονιστικού σήματος BUFFALO MILKE Automotive Polishing Products – Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα BÚFALO – Προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Εξουσία εκτιμήσεως δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού (EΚ) 207/2009] – Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος – Άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009)»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Διαδικασία ανακοπής – Πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δεν υποβλήθηκαν στην κρίση του τμήματος ανακοπών εντός της σχετικής προθεσμίας – Συνεκτίμησή τους – Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών – Απουσία αντίθετης διατάξεως

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 2· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 22 § 2)

2.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Διαδικασία ανακοπής – Πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δεν υποβλήθηκαν στην κρίση του τμήματος ανακοπών εντός της σχετικής προθεσμίας – Συνεκτίμησή τους – Προϋποθέσεις – Νέο στοιχείο

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 2· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 22 § 2)

3.      Κοινοτικό σήμα – Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή – Εξέταση της ανακοπής – Απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος – Ουσιαστική χρήση – Έννοια – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 43 §§ 2 και 3)

1.      Από το γράμμα του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, προκύπτει ότι οι διάδικοι εξακολουθούν κατά κανόνα και ελλείψει αντίθετης διατάξεως να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ακόμη και μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσουν προς τούτο οι διατάξεις του κανονισμού 40/94, και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία εκπροθέσμως υποβληθέντα.

Εντούτοις, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει εξίσου σαφώς ότι η εκπρόθεσμη επίκληση πραγματικών περιστατικών ή προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων δεν συνεπάγεται ότι ο διάδικος που προβαίνει σε αυτή μπορεί να αξιώσει από το ΓΕΕΑ να συνεκτιμήσει τα εν λόγω περιστατικά ή στοιχεία. Η εκ μέρους του ΓΕΕΑ συνεκτίμηση των εν λόγω στοιχείων, όταν αυτό καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, μπορεί ειδικότερα να δικαιολογηθεί οσάκις, αφενός, τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν εκπροθέσμως μπορούν, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθούν ως πραγματικά κρίσιμα για την έκβαση της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, το στάδιο της διαδικασίας στο οποίο προσκομίζονται τα στοιχεία αυτά και οι περιστάσεις υπό τις οποίες προσκομίζονται δεν αποκλείουν μια τέτοια συνεκτίμηση.

Η δυνατότητα των διαδίκων της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας να επικαλεστούν πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία μετά την παρέλευση των ταχθεισών προς τούτο προθεσμιών δεν είναι απαλλαγμένη αιρέσεων, αλλά εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι δεν προβλέπεται αντίθετη διάταξη. Από τη συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής εξαρτάται η εκ μέρους του ΓΕΕΑ άσκηση της εξουσίας του να συνεκτιμήσει τα εκπροθέσμως υποβληθέντα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, την οποία του έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.

Ωστόσο, χρησιμοποιώντας τη φράση «[ελλείψει] αντίθετης διατάξεως», όταν πρόκειται περί διατάξεων δυνάμενων να περιορίσουν την εξουσία εκτιμήσεως που απονέμει στο ΓΕΕΑ το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε σαφώς, με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, τις διατάξεις του κανονισμού 40/94 περί των οποίων επρόκειτο. Το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε ομοίως αν η φράση αυτή αφορούσε επίσης τον κανονισμό 2868/95 και, ειδικότερα, τον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95.

Επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι ο κανονισμός 2868/95 εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 140 του κανονισμού 40/94, οι διατάξεις του πρέπει να ερμηνευθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου αυτού κανονισμού.

Συνεπώς, το να γίνει δεκτό, βάσει του κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, ότι το τμήμα προσφυγών υποχρεούται να απορρίψει τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, ισοδυναμεί με πρόταση ερμηνείας ενός κανόνα του εκτελεστικού κανονισμού κατά τρόπο αντίθετο προς το σαφές γράμμα του γενικού κανονισμού.

Επιπλέον, το να εξακολουθούν να μπορούν να γίνουν δεκτά συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία συνάδει με το πνεύμα της αποφάσεως ΓΕΕΑ κατά Kaul. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα να γίνουν δεκτά εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δικαιολογείται βάσει των αρχών περί ασφάλειας δικαίου και ορθής απονομής της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες η επί της ουσίας εξέταση μιας ανακοπής πρέπει να είναι κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό πλήρης, προς αποφυγή του ενδεχομένου καταχωρίσεως σημάτων τα οποία είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα σε μεταγενέστερο στάδιο. Ως εκ τούτου, οι αρχές αυτές μπορούν να κατισχύουν της αρχής περί αποτελεσματικότητας της διαδικασίας που συνδέεται άμεσα με την ανάγκη τηρήσεως των προθεσμιών, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις της υπό κρίση περιπτώσεως.

Συνεπώς, ο κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «αντίθετη διάταξη» κατά την έννοια της αποφάσεως ΓΕΕΑ κατά Kaul.

(βλ. σκέψεις 22-24, 31-36)

2.      Είναι βεβαίως γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, όπως εφαρμόστηκε με τον κανόνα 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 ως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό 1041/2005, και νυν κανόνα 22, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής, ορίζει ότι η μετά τη λήξη της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας προσκόμιση στοιχείων που αποδεικνύουν τη χρήση του προγενέστερου σήματος συνεπάγεται καταρχήν την απόρριψη της ανακοπής, χωρίς το ΓΕΕΑ να διαθέτει σχετικό περιθώριο εκτιμήσεως.

Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο κανόνας 22, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύεται η συνεκτίμηση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την ύπαρξη νέων στοιχείων, ακόμη και αν προσκομισθούν μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας.

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η αποδοχή εκπροθέσμως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με τη χρήση του σήματος εξαρτηθεί από την εμφάνιση «νέου στοιχείου», εν προκειμένω υφίστανται σαφώς βάσιμοι λόγοι υπέρ της αποδοχής των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, όταν το «νέο στοιχείο», όπως προβλέπεται στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T-86/05, CORPO livre, συνίσταται στην απόφαση του τμήματος ανακοπών. Στις περιπτώσεις στις οποίες ο ανακόπτων προσκομίζει εξαρχής και εντός της ταχθείσας προθεσμίας ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία, κρίνοντας με καλή πίστη ότι αρκούν για την απόδειξη των ισχυρισμών της, και πληροφορείται για πρώτη φορά με την απόφαση του τμήματος ανακοπής ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία δεν κρίθηκαν επαρκή, δεν υφίσταται κανένας βάσιμος λόγος που να τον εμποδίζει να ενισχύσει ή να διευκρινίσει το περιεχόμενο των αρχικώς προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων διά της προσκομίσεως συμπληρωματικών στοιχείων, οσάκις ζητεί από το τμήμα προσφυγών νέα πλήρη εξέταση της υποθέσεως.

Το επιχείρημα ότι οι ανακόπτοντες, που φέρουν το βάρος αποδείξεως και πρέπει να αντεπεξέλθουν σε αυτό, έχουν κατά κανόνα τη δυνατότητα να υποβάλουν από της ενάρξεως της διαδικασίας πλήρεις αποδείξεις από κοινού με τις παρατηρήσεις τους δεν είναι πειστικό. Σε κάθε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής αποδεικτικών στοιχείων, συντρέχει επίσης, εξ ορισμού, μη τήρηση της αρχικώς ταχθείσας προθεσμίας. Αν το γεγονός και μόνον της μη τηρήσεως της προθεσμίας αρκούσε για να αποκλεισθεί η δυνατότητα προσκομίσεως συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων, το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 δεν θα είχε ποτέ εφαρμογή και, ως εκ τούτου, θα καθίστατο άνευ αντικειμένου.

(βλ. σκέψεις 37-41)

3.      Συντρέχει ουσιαστική χρήση ενός σήματος όταν αυτό χρησιμοποιείται κατά τρόπο σύμφωνο με τη βασική του λειτουργία, που συνίσταται στην ταυτοποίηση της προελεύσεως των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε, προς διευκόλυνση ή διατήρηση της εμπορευσιμότητας των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών και όχι όταν αυτό χρησιμοποιείται συμβολικά προς τον σκοπό και μόνον της διατηρήσεως των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα. Συναφώς, η προϋπόθεση περί ουσιαστικής χρήσεως του σήματος απαιτεί το σήμα αυτό, όπως προστατεύεται στο οικείο γεωγραφικό έδαφος, να χρησιμοποιείται δημόσια και έναντι των τρίτων.

Κατά την εκτίμηση του ουσιαστικού χαρακτήρα της χρήσεως του σήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι έχει πράγματι γίνει ουσιαστική εμπορική εκμετάλλευση, ιδίως δε η χρήση του σήματος που θεωρείται δικαιολογημένη, στον οικείο οικονομικό τομέα, για τη διατήρηση ή κτήση μεριδίων αγοράς υπέρ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προστατεύει το σήμα, η φύση των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, τα χαρακτηριστικά της αγοράς, η έκταση και η συχνότητα χρήσεως του σήματος.

Όσον αφορά την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, αφενός, η εμπορική αξία του συνόλου των δηλωτικών της χρήσεως πράξεων και, αφετέρου, η διάρκεια της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν οι δηλωτικές της χρήσεως πράξεις, καθώς και η συχνότητα των πράξεων αυτών.

Το αν μια χρήση είναι επαρκής ποσοτικώς προκειμένου να διατηρηθεί ή να αποκτηθεί μερίδιο αγοράς για τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες εξαρτάται από διάφορους παράγοντες και από την κατά περίπτωση εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβαίνει κάθε φορά το αρμόδιο δικαστήριο. Τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, η συχνότητα ή η κανονικότητα της χρήσεως του σήματος, το γεγονός ότι το σήμα χρησιμοποιείται για τη διάθεση στο εμπόριο του συνόλου των πανομοιότυπων προϊόντων ή υπηρεσιών της δικαιούχου επιχειρήσεως ή απλώς μερικών από αυτά, ή ακόμη τα αποδεικτικά στοιχεία που ο δικαιούχος μπορεί να προσκομίσει σχετικά με τη χρήση του σήματος συγκαταλέγονται μεταξύ των παραγόντων που μπορούν να ληφθούν υπόψη.

Κατά την εξέταση του ουσιαστικού χαρακτήρα της χρήσεως προγενέστερου σήματος απαιτείται η σφαιρική εκτίμηση όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στην υπό εξέταση περίπτωση. Η εκτίμηση αυτή γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμώμενων παραγόντων. Ειδικότερα, η μικρή ποσότητα προϊόντων που διατίθενται στην αγορά υπό το εν λόγω σήμα μπορεί να αντισταθμισθεί με τη μεγάλη συχνότητα ή τη μακροχρόνια συνεχή χρήση του σήματος αυτού και αντιστρόφως. Επιπλέον, ο πραγματοποιούμενος κύκλος εργασιών, καθώς και ο αριθμός των πωλήσεων των προϊόντων υπό το προγενέστερο σήμα, δεν πρέπει να εκτιμώνται ως απόλυτα μεγέθη, αλλά πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με άλλους συναφείς παράγοντες, όπως ο όγκος της εμπορικής δραστηριότητας, οι δυνατότητες παραγωγής ή διαθέσεως στο εμπόριο ή ο βαθμός διαφοροποιήσεως των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως που εκμεταλλεύεται το σήμα, καθώς και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή υπηρεσιών στην οικεία αγορά. Για τον λόγο αυτόν, δεν είναι απαραίτητο η χρήση του προγενέστερου σήματος να είναι πάντα ποσοτικώς σημαντική προκειμένου να χαρακτηριστεί ουσιαστική.

Εξάλλου, η ουσιαστική χρήση ενός σήματος δεν αποδεικνύεται από πιθανότητες ή εικασίες, αλλά πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την αποτελεσματική και επαρκή χρήση του σήματος στην οικεία αγορά.

(βλ. σκέψεις 47-52)