Language of document : ECLI:EU:T:2008:268

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Ιουλίου 2008 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Κοινοτικό λεκτικό σήμα Mozart – Αντικείμενο της διαφοράς – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Περιγραφικός χαρακτήρας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Ίση μεταχείριση – Αρχή της νομιμότητας – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, άρθρο 73, πρώτη περίοδος, και άρθρο 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Στην υπόθεση T‑304/06,

Paul Reber GmbH & Co. KG, με έδρα το Bad Reichenhall (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον O. Spuhler, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον G. Schneider,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli AG, με έδρα το Kilchberg (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους R. Lange και G. Hild, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 8ης Σεπτεμβρίου 2006 (υπόθεση R 97/2005-2), σχετικά με διαδικασία αναγνωρίσεως ακυρότητας μεταξύ της Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli AG και της Paul Reber GmbH & Co. KG,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Νοεμβρίου 2006,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Μαρτίου 2007,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Φεβρουαρίου 2007,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 5ης Μαρτίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 8 Μαρτίου 1996, η προσφεύγουσα Paul Reber GmbH & Co. KG υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο Mozart.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 30 του Διακανονισμού της Νίκαιας, σχετικά με την κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, προϊόντα σοκολάτας, ζαχαρωτά».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 25/98 στις 6 Απριλίου 1998.

5        Στις 27 Μαΐου 1998, η παρεμβαίνουσα Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli AG υπέβαλε στο ΓΕΕΑ γραπτές παρατηρήσεις, ως τρίτος, κατά την έννοια του άρθρου 41 του κανονισμού 40/94, με τις οποίες διευκρίνισε ότι, κατ’ αυτήν, η αίτηση καταχώρισης του επίδικου σήματος πρέπει να απορριφθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, διότι το εν λόγω σήμα είναι περιγραφικό των προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχώρισης.

6        Ωστόσο, το επίδικο σήμα καταχωρίστηκε, στις 26 Ιανουαρίου 2000, ως κοινοτικό σήμα με τον αριθμό 21 071.

7        Με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, που περιήλθε στο ΓΕΕΑ στις 27 Σεπτεμβρίου, το Landgericht München I (περιφερειακό δικαστήριο του Μονάχου Ι, Γερμανία), ως δικαστήριο κοινοτικών σημάτων κατά την έννοια του άρθρου 91 του κανονισμού 40/94, ενημέρωσε το ΓΕΕΑ, σύμφωνα με το άρθρο 96, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, ότι, στο πλαίσιο εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς μεταξύ της προσφεύγουσας και της Conditorei Coppenrath & Wiese GmbH & Co. KG (στο εξής: Coppenrath), η δεύτερη άσκησε, στις 30 Αυγούστου 2000, αντίθετη αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος.

8        Με έγγραφο της 17ης Νοεμβρίου 2000, που περιήλθε στο ΓΕΕΑ στις 22 Νοεμβρίου, το Landgericht München I διαβίβασε στο ΓΕΕΑ αντίγραφο της από 15 Νοεμβρίου 2000 αποφάσεώς του, με την οποία δέχθηκε την ανωτέρω αντίθετη αίτηση κηρύσσοντας άκυρο το επίδικο σήμα.

9        Στις 14 Νοεμβρίου 2002, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος, βάσει του άρθρου 55 του κανονισμού 40/94, για τον λόγο ότι το σήμα αυτό καταχωρίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού.

10      Με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2003, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε το Landgericht München I ότι η ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ασκηθείσα αντίθετη αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος καταχωρίστηκε στο μητρώο κοινοτικών σημάτων στις 13 Αυγούστου 2003 και ότι θα δημοσιευτεί προσεχώς στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων.

11      Με έγγραφο της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, που περιήλθε στο ΓΕΕΑ στις 8 Σεπτεμβρίου, το Oberlandesgericht München (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Μονάχου) διαβίβασε στο ΓΕΕΑ αντίγραφο της από 26 Ιουλίου 2001 αποφάσεώς του, με την οποία εξαφάνισε την απόφαση του Landgericht München I και απέρριψε την αντίθετη αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος που άσκησε η Coppenrath. Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, η απόφαση της 26ης Ιουλίου 2001 έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

12      Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2004, το τμήμα ακυρώσεως δέχθηκε την αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας που υπέβαλε η παρεμβαίνουσα και, κατά συνέπεια, κήρυξε άκυρο το επίδικο σήμα.

13      Προκαταρκτικώς, το τμήμα ακυρώσεως διαπίστωσε ότι η διάταξη του άρθρου 55, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, σύμφωνα με την οποία «[η] αίτηση […] ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν μια αίτηση με το αυτό αντικείμενο, και για την αυτή αιτία, έχει κριθεί μεταξύ των αυτών διαδίκων από δικαστήριο κράτους μέλους και η απόφαση αυτή έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου», δεν απαγορεύει την άσκηση της επίδικης αίτησης ακυρότητας. Μολονότι, όντως, η απόφαση του Oberlandesgericht München της 26ης Ιουλίου 2001 αφορά το ίδιο κοινοτικό σήμα και τον ίδιο λόγο ακυρότητας, γεγονός παραμένει ωστόσο ότι οι διάδικοι της διαφοράς αυτής δεν είναι οι ίδιοι με τους εν προκειμένω διαδίκους, καθόσον στη διαφορά που κρίθηκε με την εν λόγω απόφαση αντίδικος της προσφεύγουσας ήταν η Coppenrath και όχι η παρεμβαίνουσα (σκέψη 8 της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως).

14      Επί της ουσίας, το τμήμα ακυρώσεως έκρινε ότι το επίδικο σήμα ήταν περιγραφικό, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, όλων των προϊόντων που αφορά, δεδομένου ότι συνίσταται αποκλειστικά σε μια ένδειξη που προσδιορίζει το είδος και την ποιότητα των εν λόγω προϊόντων. Κατ’ ουσίαν, το τμήμα ακυρώσεως στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, αφενός, στη Γερμανία και στην Αυστρία, ο όρος «Mozartkugel» (βώλος Mozart) χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει βώλους από αμυγδαλόπαστα και πραλίνα με επικάλυψη σοκολάτας και, αφετέρου, το όνομα Mozart, λαμβανόμενο μεμονωμένα, παραμένει περιγραφικό του εν λόγω προϊόντος, ενώ το γεγονός ότι πρόκειται για «Kugel» (σφαίρα, βώλος) καθίσταται φανερό προδήλως και ευθέως από το εξωτερικό του σχήμα. Το τμήμα ακυρώσεως απέκλεισε επίσης την εφαρμογή της λύσης που ακολούθησε η προπαρατεθείσα απόφαση του Oberlandesgericht München και αποσαφήνισε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 10ης Απριλίου 2002 (υπόθεση R 953/2001-3), την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, δεν είναι λυσιτελής εν προκειμένω. Επιπλέον, το τμήμα ακυρώσεως ανέλυσε τα αποτελέσματα δημοσκόπησης που προσκόμισε η προσφεύγουσα και κατέληξε ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να αναιρέσουν το συμπέρασμά του ως προς τον περιγραφικό χαρακτήρα του επίδικου σήματος.

15      Στις 25 Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94, κατά της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως.

16      Με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2006, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 11 Σεπτεμβρίου (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή. Το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αποτελεί «αντικειμενική ένδειξη, καθαρά περιγραφική των διεκδικούμενων προϊόντων». Το τμήμα προσφυγών επισήμανε συναφώς ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεως ήταν «λεπτομερώς αιτιολογημένη» και ότι το τμήμα προσφυγών «υιοθετεί τους λόγους της απόφασης και έχει μόνο λίγα στοιχεία να προσθέσει» (σκέψη 16 της προσβαλλόμενης απόφασης). Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αναγνώρισε ότι, στη Γερμανία και στην Αυστρία, ο όρος «Mozartkugeln» έχει γενικό και περιγραφικό χαρακτήρα, είναι «δύσκολο να γίνει δεκτό ότι οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί καταναλωτές, που διαβάζουν το όνομα Mozart πάνω στη συσκευασία ενός προϊόντος μέσα σε ζαχαροπλαστείο ή στον διάδρομο με τις σοκολάτες ενός σούπερ μάρκετ, δεν θα υποθέσουν ότι το προσφερόμενο προϊόν είναι οι Mozartkugeln (βώλοι Mozart)» (σκέψεις 21 και 22 της προσβαλλόμενης απόφασης).

 Αιτήματα των διαδίκων

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση

–        επικουρικά, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που είναι αναγκαίο ώστε να περιοριστεί η περιγραφή των προϊόντων για τα οποία είναι καταχωρισμένο το επίδικο σήμα ως εξής: «γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, προϊόντα σοκολάτας, ζαχαρωτά, το σύνολο των προαναφερθέντων προϊόντων με την εξαίρεση του ιδιότυπου προϊόντος που ονομάζεται “Mozartkugeln”, δηλαδή βώλων από αμυγδαλόπαστα και πραλίνα με επικάλυψη σοκολάτας»,

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

18      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

19      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή.

 Επί του παραδεκτού του επικουρικού αιτήματος της προσφεύγουσας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

20      Το ΓΕΕΑ, υποστηριζόμενο από την παρεμβαίνουσα, ισχυρίζεται ότι το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτο. Πρώτον, το αίτημα αυτό μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς και, ως εκ τούτου, αντιβαίνει στο άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Δεύτερον, δεν έχει υποβληθεί στο ΓΕΕΑ καμία αίτηση, υπό την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, με σκοπό τον περιορισμό του καταλόγου των καλυπτόμενων από το επίδικο σήμα προϊόντων. Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, οσάκις ζητείται η καταχώριση σήματος για συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, η αρμόδια αρχή μπορεί να καταχωρίσει το σήμα μόνον εφόσον τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες δεν παρουσιάζουν ορισμένο χαρακτηριστικό.

21      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το επικουρικό της αίτημα είναι παραδεκτό. Αφενός, το αίτημα αυτό εξαρτάται, εν τέλει, από έναν εσωτερικό όρο της διαδικασίας επί του οποίου οι διάδικοι ουδεμία επιρροή ασκούν, δηλαδή από την ενδεχόμενη επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης από το Πρωτοδικείο. Αφετέρου, ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να περιορίσει τον κατάλογο των καλυπτόμενων από το σήμα του προϊόντων. Έτσι, το επικουρικό αίτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί εκπρόθεσμο, δεδομένου ότι προβλήθηκε με την προσφυγή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

22      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, η αίτηση για κοινοτικό σήμα πρέπει να περιλαμβάνει τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώριση. Σύμφωνα με τον κανόνα 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), τα προϊόντα και οι υπηρεσίες κατονομάζονται στον κατάλογο κατά τρόπο που να δείχνει καθαρά τη φύση τους. Τέλος, το άρθρο 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 προβλέπει ότι ο αιτών μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτηση για κοινοτικό σήμα ή να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών που η αίτηση αυτή περιλαμβάνει.

23      Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στον αιτούντα την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος απόκειται να δηλώσει, με την αίτησή του, τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώριση και να επισυνάψει, για καθένα από τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες, περιγραφή που να δείχνει καθαρά τη φύση τους. Το ΓΕΕΑ, από την πλευρά του, οφείλει να εξετάσει την αίτηση ως προς όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες που απαριθμούνται στον οικείο κατάλογο, λαμβάνοντας υπόψη, εφόσον απαιτείται, περιορισμούς, υπό την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, του εν λόγω καταλόγου. Αν ο κατάλογος των προϊόντων ή των υπηρεσιών τον οποίο αφορά αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος περιλαμβάνει μία ή περισσότερες κατηγορίες προϊόντων ή υπηρεσιών, το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούται να αναλύσει κάθε προϊόν ή υπηρεσία που εντάσσεται σε κάθε κατηγορία, αλλά πρέπει να πραγματοποιήσει την εξέτασή του σε σχέση με την εν λόγω κατηγορία καθεαυτήν [βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2006, T‑366/05, Anheuser-Busch κατά ΓΕΕΑ – Budĕjovický Budvar (BUDWEISER), που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 35].

24      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ παρά μόνον αν, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, συνέτρεχε ένας εκ των λόγων ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την εν λόγω απόφαση για λόγους που μπορούσαν να προκύψουν μετά την έκδοσή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 2006, C‑416/04 P, Sunrider κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑4237, σκέψη 55).

25      Συνεπώς, κατ’ αρχήν, ένας περιορισμός, υπό την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, του καταλόγου των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιέχονται σε αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος, ο οποίος γίνεται μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης ενώπιον του Πρωτοδικείου απόφασης του τμήματος προσφυγών, δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης, η οποία είναι η μόνη που βάλλεται ενώπιον του Πρωτοδικείου [βλ., συναφώς, διάταξη BUDWEISER, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψεις 40 έως 48, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Νοεμβρίου 2007, T‑458/05, Tegometall International κατά ΓΕΕΑ – Wuppermann (TEK), που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 23].

26      Ωστόσο, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η απόφαση ενός τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου όσον αφορά ορισμένα μόνον από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στον κατάλογο της αίτησης καταχώρισης του οικείου κοινοτικού σήματος. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του τμήματος προσφυγών καθίσταται απρόσβλητη για τα άλλα προϊόντα και τις υπηρεσίες του ίδιου καταλόγου.

27      Λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας αυτής, το Πρωτοδικείο έχει ερμηνεύσει τη δήλωση που κάνει ο αιτών την καταχώριση του σήματος ενώπιον του δικαστηρίου αυτού και, ως εκ τούτου, σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, με την οποία ανακαλεί την αίτησή του ως προς ορισμένα από τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η αρχική αίτηση, ως δήλωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βάλλεται μόνον κατά το μέρος που αφορά τα υπόλοιπα από τα εν λόγω προϊόντα [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑289/02, Telepharmacy Solutions κατά ΓΕΕΑ (TELEPHARMACY SOLUTIONS), Συλλογή 2004, σ. II‑2851, σκέψεις 13 και 14], ή ως μερική παραίτηση, σε περίπτωση που η δήλωση αυτή έγινε σε προχωρημένο στάδιο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2003, T-194/01, Unilever κατά ΓΕΕΑ (Ωοειδής ταμπλέτα), Συλλογή 2003, σ. II-383, σκέψεις 13 έως 17].

28      Ο περιορισμός, που γίνεται ενώπιον του Πρωτοδικείου, του καταλόγου των προϊόντων και υπηρεσιών που αφορά μια αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος μπορεί να ερμηνευθεί με τον τρόπο αυτό μόνον οσάκις ο αιτών περιορίζεται στην απάλειψη από τον κατάλογο αυτό ενός ή περισσοτέρων προϊόντων ή υπηρεσιών, ή μιας ή περισσοτέρων κατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών, που απαριθμούνταν, ως τέτοιες, στον εν λόγω κατάλογο. Συγκεκριμένα, είναι προφανές ότι, στην περίπτωση αυτή, από το Πρωτοδικείο ζητείται, στην πραγματικότητα, να ελέγξει τη νομιμότητα της απόφασης του τμήματος προσφυγών μόνο στο μέτρο που η απόφαση αυτή αφορά τα λοιπά προϊόντα και τις υπηρεσίες που εξακολουθούν να απαριθμούνται στον κατάλογο και όχι στο μέτρο που αφορά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που έχουν απαλειφθεί από τον ίδιο κατάλογο.

29      Η περίπτωση αυτή πρέπει να διακρίνεται από τυχόν περιορισμό, που γίνεται ενώπιον του Πρωτοδικείου, του καταλόγου των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιλαμβάνεται σε αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος, περιορισμό ο οποίος έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση, εν όλω ή εν μέρει, της περιγραφής των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η τροποποίηση αυτή να επηρεάσει την εξέταση του κοινοτικού σήματος την οποία πραγματοποιεί το ΓΕΕΑ κατά τη διοικητική διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, αποδοχή της τροποποιήσεως αυτής στο στάδιο της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου θα ισοδυναμούσε με τροποποίηση, κατά τη διάρκεια της δίκης, του αντικειμένου της διαφοράς, την οποία απαγορεύει το άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση ΤΕΚ, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 25).

30      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζήτησε την καταχώριση του επίδικου σήματος για τέσσερις κατηγορίες προϊόντων, ήτοι των προϊόντων που ονομάζονται «γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, προϊόντα σοκολάτας, ζαχαρωτά». Ο περιορισμός που ζητείται με το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας δεν προσβλέπει στην αφαίρεση μιας ή περισσότερων από αυτές τις τέσσερις κατηγορίες από τον κατάλογο των προϊόντων που αφορά το επίδικο σήμα, αλλά στη μεταβολή της περιγραφής του συνόλου των οικείων κατηγοριών προϊόντων, προσθέτοντας τη διευκρίνιση ότι τα προϊόντα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή δεν πρέπει να παρουσιάζονται υπό τη μορφή βώλων από αμυγδαλόπαστα και πραλίνα με επικάλυψη σοκολάτας που στα γερμανικά αποκαλούνται Mozartkugeln (βώλοι Mozart). Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, αποδοχή του αιτήματος αυτού στο στάδιο της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου θα ισοδυναμούσε με απαγορευμένη μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση ΤΕΚ, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 27).

31      Συνεπώς, το επικουρικό αίτημα που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

32      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 73, πρώτη περίοδος, και του άρθρου 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, καθώς και από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχείρισης και της νομιμότητας. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 73, πρώτη περίοδος, και του άρθρου 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, καθώς και από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχείρισης και της νομιμότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατά πρώτον, όσον αφορά την παράβαση του άρθρο 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τη διάταξη αυτή, διότι η αιτιολογία που παρέθεσε με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκής.

34      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών, μολονότι αναγνώρισε τη λυσιτέλεια του ισχύοντος στην Αυστρία δικαίου, ουδόλως αιτιολόγησε την απόφασή του να μη λάβει υπόψη του την απόφαση του Österreichisches Patentamt (Αυστριακού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) της 12ης Σεπτεμβρίου 1985, την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ και από την οποία προκύπτει ότι το σημείο Mozart μπορεί να τύχει προστασίας ως σήμα.

35      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών δεν αιτιολόγησε ούτε και την απόφασή του να μη λάβει υπόψη του την απόφαση του Bundespatentgericht (Ομοσπονδιακού δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) στην υπόθεση 32 W (pat) 265/01, με την οποία το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το σημείο Wolfgang Amadeus Mozart-MOZART-KUGELN μπορεί να τύχει προστασίας ως σήμα, για τον λόγο ότι η προσθήκη του ονόματος του διάσημου συνθέτη δεν μεταδίδει καμία αντικειμενική πληροφορία. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται στο να υπενθυμίσει, με τη σκέψη 12, πέμπτη περίπτωση, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας, χωρίς ωστόσο να το εξετάζει επί της ουσίας ούτε να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους το απορρίπτει.

36      Η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι οι αποφάσεις των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την καταχώριση σημάτων ή οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων έχουν απλώς και μόνον ενδεικτική αξία για την εφαρμογή του κανονισμού 40/94. Ωστόσο, τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ έχουν αναπέμψει, στο παρελθόν, μια υπόθεση για νέα κρίση στο πρωτοβάθμιο όργανο στις περιπτώσεις που αυτό αγνόησε, με την απόφασή του, μια απόφαση εκδοθείσα από εθνική αρχή. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών όφειλε να έχει εκδώσει παρόμοια απόφαση περί αναπομπής.

37      Τρίτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, ενώπιον του ΓΕΕΑ, επικαλέστηκε την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών της 10ης Απριλίου 2002 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Το τμήμα προσφυγών είχε διαπιστώσει, με την απόφαση αυτή, ότι, παρά την ύπαρξη στις γερμανόφωνες χώρες διαφόρων όρων που περιγράφουν είδη ζαχαροπλαστικής και περιέχουν τον όρο «Mozart», όπως ο όρος «Mozartkugeln», ο ίδιος αυτός όρος, λαμβανόμενος μεμονωμένα, δεν είναι περιγραφικός. Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά ριζική μεταστροφή ως προς τη νομική κρίση που διατυπώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση της 10ης Απριλίου 2002, το τμήμα προσφυγών όφειλε, τουλάχιστον, να έχει εξηγήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους που το οδήγησαν να αποστεί ολοκληρωτικά από τη νομική αυτή κρίση.

38      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πραγματοποίησε διαφοροποιημένη, ακριβή και συγκεκριμένη ανάλυση του φερόμενου ως περιγραφικού χαρακτήρα του επίδικου σήματος, ως προς καθεμία από τις τέσσερις κατηγορίες των καλυπτόμενων από το σήμα αυτό προϊόντων. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρίνισε σε ποια από τις κατηγορίες αυτές εντάσσεται το προϊόν που ονομάζεται Mozartkugeln, πράγμα που είναι κρίσιμο κατά την προσφεύγουσα. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η απόρριψη της αίτησης καταχώρισης κοινοτικού σήματος πρέπει να αιτιολογείται ατομικά για κάθε σχετικό προϊόν ή υπηρεσία. Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πραγματοποίησε την ανάλυση αυτή, πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ή από ανεπαρκή αιτιολογία.

39      Πέμπτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αρκέστηκε στην καθαρά μηχανική επανάληψη των αιτιολογιών της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως, που προσβλήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών, χωρίς να διορθώσει τα σφάλματα που περιείχε η απόφαση αυτή και τα οποία είχε υπογραμμίσει η προσφεύγουσα. Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να προσθέσει πολυάριθμα στοιχεία ώστε να συμμορφωθεί με την απαίτηση νομότυπης αιτιολογίας και μάλιστα επέτεινε την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως.

40      Επί της παραβάσεως του άρθρου 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατά δεύτερον, ότι το τμήμα προσφυγών, παραλείποντας να λάβει υπόψη τις προπαρατεθείσες αποφάσεις του Österreichisches Patentamt, του Bundespatengericht και του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρέβη επίσης τη διάταξη αυτή, η οποία θέτει την αρχή της αυτεπάγγελτης εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το ΓΕΕΑ.

41      Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών της 10ης Απριλίου 2002 αναγνώρισε, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, ότι το λεκτικό στοιχείο «Mozart», λαμβανόμενο μεμονωμένα, μπορεί να αποτελέσει κοινοτικό σήμα και επομένως να δημιουργήσει εν προκειμένω δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Το τμήμα προσφυγών επομένως, παρεκκλίνοντας απ’ όσα είχε δεχτεί με την απόφαση αυτή, κατά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και κηρύσσοντας την ακυρότητα του επίδικου σήματος, παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της νομιμότητας.

42      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

43      Βάσει του άρθρου 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ πρέπει να αιτιολογούνται. Σύμφωνα με τη νομολογία, η υποχρέωση αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με την υποχρέωση την οποία καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ και ο σκοπός της είναι να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, στον δε κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως [βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 3ης Δεκεμβρίου 2003, T‑16/02, Audi κατά ΓΕΕΑ (TDI), Συλλογή 2003, σ. II‑5167, σκέψεις 87 και 88, και της 28ης Απριλίου 2004, Τ-124/02 και Τ-156/02, Sunrider κατά ΓΕΕΑ – Vitakraft-Werke Wührmann (VITATASTE και METABALANCE 44), Συλλογή 2004, σ. II-1149, σκέψεις 72 και 73 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

44      Από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το γράμμα της, αλλά και με το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση VITATASTE και METABALANCE 44, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 73 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Όσον αφορά τους νομικούς κανόνες που έχουν εφαρμογή σε θέματα κοινοτικού σήματος, υπενθυμίζεται ότι οι δυνάμει του κανονισμού 40/94 σχετικές με την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος αποφάσεις που έλαβαν τα τμήματα προσφυγών εμπίπτουν σε δέσμια αρμοδιότητα και όχι στη διακριτική ευχέρεια. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα καταχωρίσεως ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει του κανονισμού αυτού, όπως έχει ερμηνευθεί από τον κοινοτικό δικαστή, και όχι βάσει της προγενέστερης πρακτικής των τμημάτων προσφυγών. Εξάλλου, δεδομένου ότι το κοινοτικό σύστημα σημάτων αποτελεί αυτόνομο σύστημα, το ΓΕΕΑ και, ενδεχομένως, ο κοινοτικός δικαστής δεν δεσμεύονται από απόφαση εκδοθείσα σε επίπεδο κράτους μέλους με την οποία έχει γίνει δεκτή η δυνατότητα καταχωρίσεως αυτού του ίδιου σημείου ως εθνικού σήματος. Στο εξής, οι πραγματοποιηθείσες στα κράτη μέλη καταχωρίσεις αποτελούν απλώς στοιχεία τα οποία, χωρίς να είναι καθοριστικά, μπορούν απλώς να λαμβάνονται υπόψη. Τα ίδια ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, για τις καταχωρίσεις άλλων σημάτων [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2004, T‑127/02, Concept κατά ΓΕΕΑ (ECA), Συλλογή 2004, σ. II‑1113, σκέψεις 70 και 71 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

46      Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι, οσάκις το ΓΕΕΑ απορρίπτει την αίτηση καταχώρισης ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος, πρέπει, για να δικαιολογήσει την απόφασή του, να παραθέτει τον λόγο απόρριψης της αίτησης, απόλυτο ή σχετικό, ο οποίος απαγορεύει την καταχώριση αυτή, καθώς και τη διάταξη από την οποία αντλείται ο λόγος αυτός και να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που θεώρησε ότι αποδείχθηκαν και που, κατά το ΓΕΕΑ, δικαιολογούν την εφαρμογή της διάταξης της οποίας έγινε επίκληση. Η αιτιολογία αυτή είναι, κατ’ αρχήν, επαρκής για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις στις οποίες γίνεται μνεία στις σκέψεις 43 και 44 ανωτέρω.

47      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, οσάκις το τμήμα προσφυγών επικυρώνει την απόφαση του πρωτοβάθμιου οργάνου του ΓΕΕΑ στο σύνολό της, η απόφαση αυτή, καθώς και η αιτιολογία της, αποτελούν τμήμα του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, πλαισίου που είναι γνωστό στους διαδίκους και που παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τον έλεγχο της νομιμότητας ως προς τη βασιμότητα της εκτίμησης του τμήματος προσφυγών [βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2007, T‑111/06, Wesergold Getränkeindustrie κατά ΓΕΕΑ – Lidl Stiftung (VITAL FIT), που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 64].

48      Επισημαίνεται επίσης ότι, γενικότερα, μια απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκώς αιτιολογημένη όταν ρητώς παραπέμπει σε άλλο έγγραφο, που έχει διαβιβαστεί στον προσφεύγοντα (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 1996, T‑551/93 και T‑231/94 έως T‑234/94, Industrias Pesqueras Campos κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑247, σκέψεις 142 έως 144, της 17ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑137/01, Stadtsportverband Neuss κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3103, σκέψεις 55 έως 58, και της 22ας Δεκεμβρίου 2005, T‑146/04, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑5989, σκέψεις 135 και 136).

49      Η βασιμότητα του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών.

50      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση, προκαταρκτικώς, ότι από τη σκέψη 16 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το τμήμα προσφυγών δέχθηκε τις αιτιολογίες της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως, οι οποίες έτσι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω, αυτή η παραπομπή στις αιτιολογίες της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως που είχε προηγουμένως διαβιβαστεί στην προσφεύγουσα και της είναι απολύτως γνωστή δεν ενέχει καμία παρατυπία, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον στη σκέψη 5 της προσβαλλόμενης απόφασης παρατίθεται επαρκώς λεπτομερής περίληψη της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως. Κατά συνέπεια και αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, η παραπομπή αυτή δεν αρκεί, από μόνη της, για να αποδειχθεί η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει επομένως να εξεταστεί λαμβανομένων υπόψη και των αιτιολογιών της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως.

51      Από τον συνδυασμό των δύο αυτών αποφάσεων προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίδικο σήμα καταχωρίστηκε κατά παράβαση του απόλυτου λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στο γεγονός, που δεν αμφισβητείται και που αποδεικνύεται με παραπομπή σε λεξικά, ότι, τουλάχιστον για τον μέσο γερμανόφωνο καταναλωτή, ο όρος «Mozartkugel» περιγράφει ένα γλύκισμα υπό τη μορφή βώλου από αμυγδαλόπαστα και πραλίνα με επικάλυψη σοκολάτας (σκέψη 5, τρίτη περίπτωση, και σκέψη 21 της προσβαλλόμενης απόφασης). Δεδομένου ότι, από τα δύο συνθετικά του όρου «Mozartkugel», το δεύτερο («Kugel», δηλαδή σφαίρα, βώλος) αναφέρεται εμφανώς στη μορφή του εν λόγω γλυκίσματος, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο ότι είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι το ίδιο κοινό, που διαβάζει το όνομα Mozart πάνω στη συσκευασία ενός προϊόντος μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο ή στον διάδρομο με τις σοκολάτες ενός σούπερ μάρκετ, δεν θα υποθέσει ότι το προσφερόμενο προϊόν είναι Mozartkugeln (σκέψη 5, έβδομη περίπτωση, και σκέψη 22 της προσβαλλόμενης απόφασης).

52      Η αιτιολογία αυτή αρκεί για την επίτευξη του διττού στόχου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που καθιερώνει η νομολογία (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω). Επιπλέον, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, από την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως (σκέψη 38), τις αιτιολογίες της οποίας δέχθηκε το τμήμα προσφυγών, προκύπτει ότι ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου που έγινε δεκτός, δηλαδή αυτός του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, ισχύει για όλα τα καλυπτόμενα από το επίδικο σήμα προϊόντα, «εφόσον πρόκειται για γενικές κατηγορίες, που περιλαμβάνουν τους Mozartkugeln». Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι το τμήμα προσφυγών δεν αιτιολόγησε την απόφασή του ως προς καθένα από τα καλυπτόμενα από το επίδικο σήμα προϊόντα.

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να έχει ειδικά αιτιολογήσει το γεγονός ότι παρεξέκλινε τόσο από τις αποφάσεις του Österreichisches Patentanmt και του Bundespatentgericht όσο και από την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών της 10ης Απριλίου 2002. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, οι αποφάσεις των εθνικών αρχών και των εθνικών δικαστηρίων καθώς και η πρακτική λήψεως αποφάσεων του ίδιου του ΓΕΕΑ αποτελούν απλά στοιχεία τα οποία, χωρίς να είναι καθοριστικά, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένα σημείο μπορεί να καταχωριστεί ως κοινοτικό σήμα.

54      Είναι αλήθεια ότι, το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η λήψη μιας αποφάσεως, το οποίο χαρακτηρίζεται ειδικότερα από την ανταλλαγή μεταξύ του εκδότη της πράξεως και του ενδιαφερομένου μέρους, μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να καταστήσει τις απαιτήσεις αιτιολογίας πιο επαχθείς (απόφαση TDI, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 89). Δεν μπορεί, επομένως, να αποκλεισθεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα επιχειρήματα που προβάλλει ένας από τους διαδίκους της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αντλούνται από την ύπαρξη μιας απόφασης, εθνικής ή του ΓΕΕΑ, σε συναφή υπόθεση, απαιτούν χωριστή απάντηση, που υπερβαίνει τις απαιτήσεις στις οποίες έγινε μνεία στη σκέψη 46 ανωτέρω.

55      Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτείται από το τμήμα προσφυγών να παραθέτει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν του οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι δίνει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 372, και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψη 46).

56      Συνεπώς, το ΓΕΕΑ δεν είναι υποχρεωμένο, κατά γενικό κανόνα, να δίνει με την απόφασή του χωριστή απάντηση σε κάθε επιχείρημα που αντλείται από την ύπαρξη, σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις, αποφάσεων των δικών του οργάνων ή αποφάσεων εθνικών αρχών και δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες ακολουθούν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αν από την αιτιολογία της εκδοθείσας από το ΓΕΕΑ απόφασης σε μια υπόθεση συγκεκριμένη και εκκρεμή ενώπιον των οργάνων του προκύπτουν, τουλάχιστον έμμεσα αλλά κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, οι λόγοι για τους οποίους οι άλλες αυτές αποφάσεις δεν ασκούν επιρροή ή δεν λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση που πραγματοποιεί το ΓΕΕΑ.

57      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών, δεχόμενο τις αιτιολογίες της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως, εξέθεσε σαφώς όχι μόνο γιατί ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 απαγορεύει την καταχώριση του επίδικου σήματος, αλλά και γιατί κατέληξε σε συμπέρασμα διαφορετικό από αυτό στο οποίο κατέληξε το Oberlandesgericht München, με την από 26 Ιουλίου 2001 απόφασή του. Η αιτιολογία που παρατέθηκε στην απόφαση εκείνη για την απόρριψη της αντίθετης αίτησης για κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος που άσκησε η Coppenrath, δηλαδή ο ισχυρισμός ότι το σημείο Mozart θυμίζει, ειδικότερα, τον διάσημο συνθέτη και όχι συγκεκριμένη συνταγή (σκέψη 5, δέκατη τέταρτη περίπτωση, της προσβαλλόμενης απόφασης), είναι, κατ’ ουσίαν, η ίδια με την αιτιολογία που παρατέθηκε στις αποφάσεις του Österreichisches Patentamt και του Bundespatentgericht, τις οποίες επικαλέστηκε η προσφεύγουσα και αποτελεί, επιπλέον, απλή άρνηση του περιγραφικού χαρακτήρα του επίδικου σήματος για τα προϊόντα που αφορά. Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της αυτονομίας του κοινοτικού συστήματος σημάτων, δεν μπορεί να προσαφθεί στο τμήμα προσφυγών ότι παρέλειψε να εξηγήσει εκτενέστερα και λεπτομερέστερα τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μη δεχτεί τις αποφάσεις αυτές.

58      Οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν κατά μείζονα λόγο και όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών της 10ης Απριλίου 2002. Αφενός, και αυτό το επιχείρημα αποτελεί άρνηση του περιγραφικού χαρακτήρα του επίδικου σήματος για τα προϊόντα που αφορά.

59      Αφετέρου και κυρίως, το τμήμα ακυρώσεως, με τη σκέψη 29 της απόφασής του, έκανε ρητή μνεία της εν λόγω απόφασης του τρίτου τμήματος προσφυγών και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι δεν δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις της απόφασης αυτής σχετικά με τη δυνατότητα καταχωρίσεως του σημείου MOZART‑BONS στην inter partes εκκρεμή ενώπιόν του υπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές και ανεξάρτητα από την αλυσιτέλεια της προγενέστερης διοικητικής πρακτικής του ΓΕΕΑ, από τη στιγμή που το τμήμα προσφυγών δέχθηκε τις αιτιολογίες της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να τίθεται ζήτημα ως προς το σημείο αυτό για τυχόν σφάλμα αιτιολογήσεως.

60      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι κατά νόμο επαρκώς αιτιολογημένη.

61      Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, παραλείποντας να λάβει υπόψη τις αποφάσεις του Österreichisches Patentamt και του Bundespatengericht καθώς και την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών, της 10ης Απριλίου 2002, επισημαίνεται ότι από τη νομολογία και τις εκτιμήσεις που παρατέθηκαν, αντιστοίχως, στις σκέψεις 45 και 53 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι τρεις αυτές αποφάσεις δεν συνιστούν πραγματικά περιστατικά ικανά να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από τα όργανα του ΓΕΕΑ.

62      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε τις δύο πρώτες αποφάσεις με τις παρατηρήσεις της ενώπιον του τμήματος προσφυγών, οπότε δεν τίθεται ζήτημα αυτεπάγγελτης εξέτασής τους από το ΓΕΕΑ. Ως προς την τρίτη απόφαση, η απόφαση του τμήματος ακυρώσεως έκανε μνεία σε αυτήν και την εξέτασε. Επιπλέον, όπως έχει επισημανθεί, από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε και απέρριψε το επιχείρημα που προσπάθησε να αντλήσει η προσφεύγουσα από τις τρεις αυτές αποφάσεις.

63      Τέλος, δεν ευσταθούν ούτε οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας που αντλούνται από τη φερόμενη παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχείρισης και της νομιμότητας.

64      Σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκτείνεται σε κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση, παρέχοντάς του συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1999, T‑203/97, Forvass κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑129 και II‑705, σκέψη 70 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑319/00, Borremans κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑171 και II‑905, σκέψη 63). Εντούτοις, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με τους εφαρμοστέους κανόνες και διατάξεις, καθόσον υποσχέσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις αυτές δεν είναι ικανές να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον ενδιαφερόμενο (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Νοεμβρίου 2002, T‑205/01, Ronsse κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑211 και II‑1065, σκέψη 54, και της 16ης Μαρτίου 2005, T‑329/03, Ricci κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑69 και II‑315, σκέψη 79 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Φεβρουαρίου 1986, 162/84, Βλάχου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1986, σ. 481, σκέψη 6).

65      Ομοίως, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση, ακριβώς, της αρχής της νομιμότητας, την οποία επίσης επικαλέστηκε η προσφεύγουσα. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή αρχή, κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1985, σ. 2225, σκέψη 14· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 1984, 188/83, Witte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 3465, σκέψη 15).

66      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν δήλωσε σαφώς με το δικόγραφο της προσφυγής της αν εκτιμά ότι οι σκέψεις της απόφασης του τρίτου τμήματος προσφυγών της 10ης Απριλίου 2002, την οποία επικαλέστηκε προς στήριξη των επιχειρημάτων της, είναι σύμφωνες με τα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94.

67      Κατά το μέτρο που η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν με την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών της 10ης Απριλίου 2002, το τμήμα προσφυγών όφειλε, εν προκειμένω, να μην εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, μολονότι η εφαρμογή του θα ήταν δικαιολογημένη, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, από την παρατεθείσα στις σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι, αν το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, δεχόμενο σε προγενέστερη υπόθεση ότι ένα σημείο μπορεί να καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καμία από τις αρχές που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν απαγορεύει την έκδοση, σε μεταγενέστερη υπόθεση, συγκρίσιμη με την πρώτη, απόφασης η οποία δέχεται την αντίθετη άποψη [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑106/00, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), Συλλογή 2002, σ. II‑723, σκέψη 67, και της 30ής Νοεμβρίου 2006, T‑43/05, Camper κατά ΓΕΕΑ – JC (BROTHERS by CAMPER), που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 95].

68      Κατά συνέπεια, σε αυτήν την περίπτωση, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από τη φερόμενη παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχείρισης και της νομιμότητας πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν οι αποφάσεις που εξέδωσε το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ επί προγενέστερων υποθέσεων μπορεί να θεωρηθούν ότι παρείχαν διαβεβαιώσεις, υπό την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, προερχόμενες από τις υπηρεσίες του ΓΕΕΑ.

69      Κατά το μέτρο που η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι επιβάλλεται, εν προκειμένω, η υιοθέτηση ίδιας άποψης με αυτήν που δέχθηκε το τρίτο τμήμα προσφυγών με την απόφαση της 10ης Απριλίου 2002, καθώς η απόφαση αυτή είναι σύμφωνη με τα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, η επιχειρηματολογία αυτή είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, που είναι η διαλαμβανόμενη στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και που εξετάζεται ακολούθως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω παράβασης της προαναφερθείσας διάταξης, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν υπήρξε παραβίαση και των ανωτέρω μνησθεισών αρχών, τις οποίες επικαλέστηκε η προσφεύγουσα (βλ., συναφώς, αποφάσεις STREAMSERVE και BROTHERS by CAMPER, σκέψη 67 ανωτέρω, σκέψεις 67 και 94 αντιστοίχως).

70      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

71      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, δεδομένου ότι το επίδικο σήμα δεν μπορεί να χρησιμεύσει, στις συναλλαγές, για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής των προϊόντων που αφορά ή άλλων χαρακτηριστικών των προϊόντων αυτών.

72      Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή στο επίδικο σήμα, δεδομένου ότι, στη Γερμανία και στην Αυστρία, ο όρος «Mozarkugel» είναι γενικός και περιγράφει ένα ιδιότυπο προϊόν σοκολάτας. Η επιχειρηματολογία αυτή όμως παραγνωρίζει το γεγονός ότι το επίδικο σήμα αποτελείται απλώς από τον όρο «Mozart» και όχι από τον όρο «Mozartkugel».

73      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανέπτυξε δική της αιτιολογία προκειμένου να δικαιολογήσει τον περιγραφικό χαρακτήρα του επίδικου σήματος, αλλά περιορίστηκε στο να παραπέμψει στην απόφαση του τμήματος ακυρώσεως. Το τμήμα ακυρώσεως είχε κρίνει ότι αν το επίδικο σήμα χρησιμεύσει για να προσδιορίσει το χαρακτηριστικό σχήμα ενός Mozartkugel (βώλου Mozart) θα γίνει αντιληπτό ως περιγραφική ένδειξη, δεδομένου ότι καθίσταται προφανές, από το σχήμα του οικείου προϊόντος, ότι πρόκειται για σφαίρα (βώλο).

74      Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η υπόθεση αυτή δεν ευσταθεί αν εξεταστεί νομικά. Το ενδιαφερόμενο κοινό, που είναι ο μέσος ενημερωμένος καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση, δεν συνδέει άμεσα, χωρίς δεύτερη σκέψη και περαιτέρω συλλογισμό, το επίδικο σήμα με τα προϊόντα που το σήμα αυτό αφορά.

75      Τα σημεία που συνίστανται σε ονόματα διάσημων προσωπικοτήτων, όπως το σημείο Mozart, δύνανται να αποτελούν κοινοτικό σήμα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του κανονισμού 40/94, ενώ καμία άλλη διάταξη του κανονισμού αυτού δεν απαγορεύει την καταχώρισή τους. Δεδομένου ότι τα ονόματα αυτά διαθέτουν, επομένως, εν γένει διακριτικό χαρακτήρα, η αίτηση καταχώρισής τους δεν μπορεί να απορριφθεί βάσει του απόλυτου λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 παρά μόνο σε προφανείς περιπτώσεις, προϋπόθεση που εν προκειμένω δεν πληρούται. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, αρκεί ένας ελάχιστος βαθμός διακριτικού χαρακτήρα προκειμένου να καταχωριστεί ένα σημείο ως κοινοτικό σήμα.

76      Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, πρέπει, εν προκειμένω, να εξεταστεί συγκεκριμένα αν το επίδικο σήμα συνιστά περιγραφική ένδειξη για καθένα από τα προϊόντα που αφορά. Κατά συνέπεια, το εν λόγω σήμα μπορεί να ακυρωθεί μόνον αν το προϊόν στο οποίο γίνεται μνεία με την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή ο Mozartkugel, μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες προϊόντων για τις οποίες είναι καταχωρισμένο το σήμα αυτό. Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν διευκρινίζει καν την κατηγορία των προϊόντων στην οποία εμπίπτουν οι Mozartkugeln.

77      Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και στην περίπτωση των Mozartkugeln, κανένας διακριτικός χαρακτήρας δεν μπορεί να αναγνωριστεί στο επίδικο σήμα. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το επίδικο σήμα θα θυμίσει στο ενδιαφερόμενο κοινό εικόνες σχετικές με τον διάσημο ομώνυμο συνθέτη και με τα μουσικά του έργα. Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το ίδιο αυτό κοινό, αν συναντήσει το εν λόγω σήμα, θα σκεφθεί ευθέως και αμέσως τους Mozartkugeln. Η αποδοχή της αντίθετης άποψης θα ισοδυναμούσε με παραδοχή ότι το κοινό της Κοινότητας στερείται οποιασδήποτε στοιχειώδους μουσικής καλλιέργειας.

78      Επιπλέον, το επίδικο σήμα συνιστά, κατά την προσφεύγουσα, υπαινιγμό, αναφορά ή παραπομπή στους Mozartkugeln, πράγμα που, ωστόσο, δεν εμποδίζει την καταχώρισή του.

79      Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τη σκέψη 27 της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως που επικυρώνει τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις. Δεν αμφισβητείται, επομένως, από τους διαδίκους ότι το επίδικο σήμα θυμίζει στο ενδιαφερόμενο κοινό κυρίως τον συνθέτη Mozart και όχι είδη ζαχαροπλαστικής. Δεχόμενη όμως, εν συνεχεία, ότι το επίδικο σήμα είναι περιγραφικό των εν λόγω προϊόντων, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιφάσκει.

80      Η ύπαρξη, στις γερμανόφωνες χώρες, πολλών καταχωρισμένων σημάτων για προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 30 και περιέχουν τον όρο «Mozart» επιβεβαιώνει επίσης, κατά την προσφεύγουσα, ότι ο όρος αυτός, λαμβανόμενος μεμονωμένα, δεν θεωρείται περιγραφικός των προϊόντων αυτών στη χώρα αυτή. Ένα σήμα Mozart είναι μάλιστα καταχωρισμένο και στην Αυστρία. Όλα τα παραπάνω προκύπτουν από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά την ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία.

81      Το γεγονός ότι το επίδικο σήμα δεν γίνεται αντιληπτό ως περιγραφή των προϊόντων που αφορά επικυρώνεται και με την απόφαση του Oberlandesgericht München της 26ης Ιουλίου 2001. Η προσφεύγουσα υιοθετεί μέρος των αιτιολογιών της απόφασης αυτής, τις οποίες παραθέτει αυτολεξεί στο δικόγραφο της προσφυγής της. Σύμφωνα με τις αιτιολογίες αυτές, το Mozart αποτελεί, καταρχάς, ένα επίθετο που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα για να προσδιορίσει τον διάσημο ομώνυμο συνθέτη και ουδόλως διαθέτει, στη γερμανική γλώσσα, χαρακτήρα περιγραφικό των καλυπτόμενων από το επίδικο σήμα προϊόντων, ούτε αρχικά ούτε καν αφότου ο καταγόμενος από το Σάλτσμπουργκ ζαχαροπλάστης Paul Fürst εφεύρε, το 1890, το γλύκισμα που βαφτίστηκε Mozartkugel. Είναι όντως ακριβές ότι, οσάκις το όνομα Mozart χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει προϊόντα όπως τα καλυπτόμενα από το επίδικο σήμα, ιδιαίτερα με την επίθεσή του στη συσκευασία, το ενδιαφερόμενο κοινό θα ανακαλέσει στη μνήμη του εικόνες από Mozartkugeln. Εντούτοις, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, ο όρος Mozart δεν γίνεται αντιληπτός ως μια εμφανής ή αποκλειστική περιγραφή των εν λόγω προϊόντων ή ως ένας όρος καθαρά γενικός, δεδομένου ότι η χρήση του μεμονωμένου προσδιορισμού Mozart για τον σκοπό αυτό είναι εντελώς ασυνήθιστη.

82      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι και οι σκέψεις 37 και 39 της απόφασης του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 10ης Απριλίου 2002 επικυρώνουν την άποψη ότι το επίδικο σήμα δεν είναι περιγραφικό των προϊόντων που αφορά.

83      Τέλος, η προσφεύγουσα παραπέμπει στη δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2001 από το ινστιτούτο Ipsos. Από τη δημοσκόπηση αυτή προκύπτει ότι μόνον το 18,2 % του ενδιαφερόμενου κοινού αντιλαμβάνεται τον όρο Mozart ως ένδειξη συγκεκριμένης συνταγής, πράγμα που αποδεικνύει ότι τούτο δεν ισχύει για τη συντριπτική πλειονότητα των Γερμανών καταναλωτών (81,8 %). Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τα αποτελέσματα αυτά ισχύουν και για το έτερο γερμανόφωνο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Αυστρία, πράγμα που εξηγεί την καταχώριση, στη χώρα αυτή, του λεκτικού σήματος Mozart για προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 30.

84      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

85      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι ένα κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο εάν καταχωρίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση «τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στις συναλλαγές, για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών». Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι η «παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας».

86      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 δεν επιτρέπει το να μπορούν τα μνημονευόμενα σ’ αυτό σημεία ή ενδείξεις να ανήκουν σε μία μόνον επιχείρηση λόγω της καταχωρίσεώς τους ως σήματος. Η διάταξη αυτή επιδιώκει ένα γενικού συμφέροντος σκοπό ο οποίος επιβάλλει τέτοια σημεία ή ενδείξεις να μπορούν να χρησιμοποιούνται ελευθέρως από όλους (βλ. απόφαση ΤΕΚ, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 77 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

87      Τα σημεία που αφορά η διάταξη αυτή θεωρούνται έτσι ακατάλληλα να επιτελέσουν την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, ήτοι τον προσδιορισμό της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας, προκειμένου ο καταναλωτής που αποκτά το προϊόν ή την υπηρεσία που το σήμα προσδιορίζει να έχει τη δυνατότητα, όταν προβεί σε αγορά στο μέλλον, να πραγματοποιήσει την ίδια επιλογή, αν η εμπειρία αποδειχθεί θετική, ή διαφορετική επιλογή, αν η εμπειρία αποδειχθεί αρνητική [απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2003, T‑348/02, Quick κατά ΓΕΕΑ (Quick), Συλλογή 2003, σ. II‑5071, σκέψη 28 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

88      Τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 σημεία και ενδείξεις είναι εκείνα τα οποία δύνανται να χρησιμοποιηθούν, στο πλαίσιο της συνήθους χρήσεως από το ενδιαφερόμενο κοινό, για να προσδιορίσουν, είτε άμεσα είτε με μνεία ενός ουσιώδους χαρακτηριστικού τους, υπηρεσία ή προϊόν για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑383/99 P, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2001, σ. I‑6251, σκέψη 39, και του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 2005, T‑19/04, Metso Paper Automation κατά ΓΕΕΑ (PAPERLAB), Συλλογή 2005, σ. II‑2383, σκέψη 24].

89      Για να αρνηθεί το ΓΕΕΑ την καταχώριση με βάση το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, δεν απαιτείται τα σημεία και οι ενδείξεις που συνθέτουν το σήμα και εμπίπτουν στο εν λόγω άρθρο να χρησιμοποιούνται όντως, κατά τον χρόνο της αιτήσεως καταχωρίσεως, για περιγραφικούς σκοπούς προϊόντων ή υπηρεσιών όπως εκείνα για τα οποία υποβάλλεται η αίτηση ή για χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών. Αρκεί, όπως υποδηλώνει το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διάταξης, τα ως άνω σημεία και οι ενδείξεις να μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους ως άνω σκοπούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2003, C‑191/01 P, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, Συλλογή 2003, σ. I‑12447, σκέψη 32).

90      Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι, για να εμπίπτει ένα σημείο στην απαγόρευση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, πρέπει να παρουσιάζει μία επαρκώς άμεση και συγκεκριμένη σχέση με τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες, βάσει της οποίας το οικείο κοινό δύναται να αντιληφθεί άμεσα και χωρίς περαιτέρω σκέψη την περιγραφή των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή ένα χαρακτηριστικό τους (απόφαση ΤΕΚ, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 80).

91      Ως εκ τούτου, η εκτίμηση του περιγραφικού χαρακτήρα ενός σήματος πραγματοποιείται μόνο, αφενός, σε σχέση με τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες και, αφετέρου, σε σχέση με την αντίληψη του συγκεκριμένου κοινού, που αποτελείται από τους καταναλωτές αυτών των προϊόντων ή υπηρεσιών [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑356/00, DaimlerChrysler κατά ΓΕΕΑ (CARCARD), Συλλογή 2002, σ. II‑1963, σκέψη 25, και της 12ης Ιανουαρίου 2005, T‑367/02 έως T‑369/02, Wieland-Werke κατά ΓΕΕΑ (SnTEM, SnPUR, SnMIX), Συλλογή 2005, σ. II‑47, σκέψη 17].

92      Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι το γεγονός ότι ένα σημείο είναι περιγραφικό σε σχέση με τμήμα μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών μιας κατηγορίας που παρατίθεται ως τέτοια στην αίτηση καταχωρίσεως δεν εμποδίζει την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως για το σήμα αυτό [απόφαση ΤΕΚ, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 94· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2001, T‑359/99, DKV κατά ΓΕΕΑ (EuroHealth), Συλλογή 2001, σ. II‑1645, σκέψη 33, και της 20ής Μαρτίου 2002, T‑355/00, DaimlerChrysler κατά ΓΕΕΑ (TELE AID), Συλλογή 2002, σ. II‑1939, σκέψη 40]. Συγκεκριμένα, αν, στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω σημείο καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα για την κατηγορία την οποία αφορά, τίποτα δεν εμποδίζει τον δικαιούχο του να το χρησιμοποιεί και για τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα της κατηγορίας αυτής για τα οποία είναι περιγραφικό.

93      Εν προκειμένω, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι τόσο το τμήμα ακυρώσεως όσο και το τμήμα προσφυγών ορθώς στηρίχθηκαν, για να πραγματοποιήσουν την εκτίμησή τους, στην αντίληψη που έχει για το επίδικο σήμα το ευρύ κοινό, στο οποίο απευθύνονται προφανώς τα οικεία προϊόντα. Η προσφεύγουσα, επίσης, ανέπτυξε την επιχειρηματολογία της αφού έλαβε υπόψη την αντίληψη που έχει για το επίδικο σήμα το ίδιο κοινό.

94      Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 50 και 51 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενη τις αιτιολογίες της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως, κατέληξε ότι για τους γερμανόφωνους καταναλωτές το επίδικο σήμα είναι περιγραφικό γλυκών και ειδών ζαχαροπλαστικής, προϊόντων σοκολάτας και ζαχαρωτών, για τα οποία ήταν καταχωρισμένο, καθόσον το σήμα αυτό συνιστά ένδειξη σχετική με τη συνταγή παρασκευής τους και συνεπώς προσδιορίζει το είδος και την ποιότητά τους. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στην ύπαρξη, που έχει προσηκόντως αποδειχθεί με παραπομπή σε λεξικά, του γερμανικού όρου Mozartkugel, ο οποίος χρησιμοποιείται για ένα γλύκισμα από σοκολάτα, όπως αυτό που περιγράφεται στη σκέψη 51 ανωτέρω.

95      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο όρος «Mozartkugel» αποτελεί σύνθετη λέξη κατά τους συνήθεις κανόνες της γερμανικής γλώσσας και σχηματίζεται από τους δύο όρους «Mozart» και «Kugel» (σφαίρα, βώλος). Το γεγονός ότι, σε αντίθεση προς τα ισχύοντα σε άλλες γλώσσες, ειδικότερα στη γαλλική, ο συνδυασμός των δύο αυτών όρων γράφεται ως μία μόνο λέξη συνιστά ιδιαιτερότητα της γερμανικής γλώσσας. Εντούτοις, οποιοδήποτε γερμανόφωνο άτομο συναντήσει τη σύνθετη λέξη Mozartkugel θα αναγνωρίσει χωρίς ιδιαίτερη διανοητική προσπάθεια τις δύο λέξεις που την απαρτίζουν και θα τις κατανοήσει αμέσως.

96      Δεδομένου ότι ο Mozartkugel έχει σφαιρικό σχήμα, το δεύτερο συνθετικό του όρου που τον προσδιορίζει γίνεται αντιληπτό από τους γερμανόφωνους καταναλωτές ως περιγραφή του σχήματος του οικείου προϊόντος. Ο Mozartkugel όμως παρασκευάζεται σύμφωνα με συγκεκριμένη συνταγή που τον διαφοροποιεί από κάθε άλλο γλύκισμα με σφαιρικό σχήμα και επικάλυψη σοκολάτας. Ένα γλύκισμα του σχήματος αυτού παρασκευασμένο σύμφωνα με διαφορετική συνταγή θα μπορούσε επίσης να περιγραφεί στα γερμανικά με τη λέξη «Kugel» (σφαίρα, βώλος), δεν θα ήταν όμως Mozartkugel. Επομένως, το γερμανόφωνο κοινό αντιλαμβάνεται αναγκαστικά τον όρο «Mozart» ως παραπομπή στη χαρακτηριστική συνταγή του γλυκίσματος που ονομάζεται Mozartkugel.

97      Όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τόσο το τμήμα ακυρώσεως όσο και το τμήμα προσφυγών, που δέχθηκε τις αιτιολογίες της απόφασης του τμήματος ακυρώσεως, έκριναν ότι ο Mozartkugel εμπίπτει και στις τέσσερις κατηγορίες των καλυπτόμενων από το επίδικο σήμα προϊόντων. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο τυπικός Mozartkugel, όπως περιγράφεται στη σκέψη 51 ανωτέρω, είναι είδος ζαχαροπλαστικής που παρασκευάζεται, μεταξύ άλλων, από σοκολάτα και ζάχαρη και, υπό την έννοια αυτή, αποτελεί ταυτόχρονα είδος ζαχαροπλαστικής, προϊόν σοκολάτας και ζαχαρωτό.

98      Αντιθέτως, δεν είναι τόσο προφανές ότι ο Mozartkugel μπορεί να χαρακτηριστεί ως «γλυκό». Αν και όντως περιέχει αμυγδαλόπαστα, που είναι πολτός από αμύγδαλα, δεν αποτελεί παρασκεύασμα που ψήνεται στο φούρνο, πράγμα στο οποίο παραπέμπει η γερμανική έκφραση «feine Backwaren» που χρησιμοποιείται στην αίτηση καταχώρισης του επίδικου σήματος. Εντούτοις, ένα γλυκό σε σχήμα βώλου με επικάλυψη σοκολάτας που ψήνεται στο φούρνο και που περιλαμβάνει στα συστατικά του αμυγδαλόπαστα και πραλίνα θα μπορούσε κάλλιστα να παρασκευαστεί και να χαρακτηριστεί επίσης, στις γερμανόφωνες χώρες, ως Mozartkugel.

99      Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι, τουλάχιστον για «τα γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, προϊόντα σοκολάτας, ζαχαρωτά» που έχουν το σχήμα βώλου από σοκολάτα, δηλαδή για τμήμα των προϊόντων που εμπίπτουν στις κατηγορίες που παρατίθενται στην αίτηση καταχωρίσεως του επίδικου σήματος, το σήμα αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τμήμα της Κοινότητας, δηλαδή στις γερμανόφωνες χώρες (Γερμανία και Αυστρία), για περιγραφικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα, ο μέσος καταναλωτής των δύο αυτών χωρών που συναντά ένα βώλο με επικάλυψη σοκολάτας που προσδιορίζεται από τον όρο «Mozart» θα θεωρήσει ότι ο όρος αυτός αποτελεί μάλλον αναφορά στη χαρακτηριστική συνταγή των Mozartkugeln, παρά σχετική με την εμπορική προέλευση του οικείου προϊόντος πληροφορία. Η απάλειψη του όρου Kugel δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα, καθόσον ο όρος αυτός αποτελεί αναφορά όχι στη συνταγή αλλά στο σχήμα του εν λόγω προϊόντος, πράγμα το οποίο καθίσταται προφανές από την εξωτερική μορφή του προϊόντος.

100    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα. Πρώτον, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα κακώς επικαλείται το άρθρο 4 του κανονισμού 40/94 για να υποστηρίξει ότι η αίτηση καταχώρισης του επίδικου σήματος μπορεί να απορριφθεί μόνο σε εντελώς προφανείς περιπτώσεις. Η καταχώριση ενός σημείου που δεν είναι σύμφωνο με το άρθρο 4 του κανονισμού 40/94 προσκρούει χωρίς άλλο στον απόλυτο λόγο απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού και δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο ενδεχομένως περιγραφικός χαρακτήρας του. Επομένως, ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 αφορά μόνον τα σημεία που είναι σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, και αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι ένα σημείο είναι σύμφωνο με το άρθρο 4 στερείται λυσιτέλειας για την εκτίμηση του ενδεχομένως περιγραφικού του χαρακτήρα.

101    Επιπλέον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η προσφεύγουσα κακώς επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία αρκεί ένας ελάχιστος βαθμός διακριτικού χαρακτήρα προκειμένου να καταχωριστεί ένα σημείο ως κοινοτικό σήμα, καθόσον, εν προκειμένω, δεν τίθεται ζήτημα ενδεχόμενης έλλειψης διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σήματος, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, αλλά ζήτημα ενδεχομένως περιγραφικού χαρακτήρα του εν λόγω σήματος, υπό την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο γ΄, του ίδιου άρθρου.

102    Δεύτερον, το γεγονός, το οποίο επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θεωρεί ότι ο όρος «Mozart» αποτελεί, καταρχάς, αναφορά στον διάσημο συνθέτη Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ δεν εμποδίζει ο εν λόγω όρος να μπορεί να αποτελεί, για τα οικεία προϊόντα, ένδειξη με περιγραφικό χαρακτήρα.

103    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εκτίμηση του περιγραφικού χαρακτήρα δεν πρέπει να γίνεται αφηρημένα, αλλά σε σχέση με τα προϊόντα που ο εν λόγω όρος θα προσδιορίσει ως κοινοτικό σήμα. Ασφαλώς, ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο, είναι πιθανό ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, όταν δει τον όρο «Mozart», θα σκεφθεί τον ομώνυμο συνθέτη. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα σχετικά προϊόντα δεν έχουν καμία σχέση με τη μουσική, η αναφορά σε ένα διάσημο συνθέτη είναι ικανή, εκτός από το να ανακαλέσει στη μνήμη τον εν λόγω συνθέτη, πράγμα που ουδόλως ασκεί επιρροή, να μεταδώσει και άλλες πληροφορίες που αφορούν τα εν λόγω προϊόντα. Η προσφεύγουσα παραδέχθηκε έμμεσα ότι τούτο ισχύει, καθόσον ζήτησε την καταχώριση του σημείου Mozart ως κοινοτικού σήματος, δηλαδή ως ενδείξεως μιας σχετικής με τα εν λόγω προϊόντα πληροφορίας, της εμπορικής τους προέλευσης.

104    Το ερώτημα που τίθεται είναι επομένως ποια πληροφορία, σχετική με τα εν λόγω προϊόντα, θα συναγάγουν οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές από την αναφορά στον συνθέτη Mozart, στο πλαίσιο των καλυπτόμενων από το επίδικο σήμα προϊόντων. Για τους προεκτεθέντες λόγους, η πληροφορία αυτή αφορά, εν προκειμένω, τη συνταγή των εν λόγω προϊόντων και όχι την εμπορική τους προέλευση.

105    Τρίτον, όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο εξέτασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ούτε το γεγονός ότι ένα άλλο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ κατέληξε, σε άλλη υπόθεση, σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς τον περιγραφικό χαρακτήρα του σημείου Mozart για ανάλογα προϊόντα αλλά ούτε και η απόφαση του Oberlandesgericht München της 26ης Ιουλίου 2001, που απέρριψε την αντίθετη αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος, εμπόδιζαν το τμήμα προσφυγών να δεχτεί την επίδικη αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας.

106    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι το Oberlandesgericht München δεν κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό που εκτέθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, όσον αφορά την αντίληψη που θα έχει το γερμανικό κοινό για το επίδικο σήμα. Αντιθέτως, και αυτό το δικαστήριο δέχθηκε ότι, οσάκις το σήμα αυτό χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει εν προκειμένω τα εν λόγω προϊόντα, ιδιαίτερα με την επίθεσή του στη συσκευασία, το ενδιαφερόμενο κοινό ανακαλεί στη μνήμη του εικόνες από Mozartkugeln (βλ. σκέψη 81 ανωτέρω). Έτσι, η απόρριψη από το δικαστήριο αυτό της αντίθετης αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος βασίζεται μόνο στο γεγονός ότι η χρήση του μεμονωμένου όρου «Mozart» για περιγραφικούς σκοπούς είναι ασυνήθης.

107    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου όμως που παρατίθεται στη σκέψη 89 ανωτέρω προκύπτει ότι, για να έχει εφαρμογή ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, δεν απαιτείται να γίνεται πραγματική ή συνήθης χρήση του εν λόγω όρου για περιγραφικούς σκοπούς. Αρκεί να είναι δυνατή μια τέτοια χρήση.

108    Τέλος, όσον αφορά τη δημοσκόπηση που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, από την ανάγνωση των αποτελεσμάτων της εν λόγω δημοσκόπησης που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ και που περιλαμβάνεται στη δικογραφία της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας που διαβιβάστηκε στο Πρωτοδικείο προκύπτει ότι τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων, απαντώντας σε μία ερώτηση αυθόρμητη και ανοιχτή, δηλαδή χωρίς να προτείνονται πιθανές απαντήσεις, συνέδεσαν το όνομα Mozart, στο πλαίσιο των καλυπτόμενων από το επίδικο σήμα προϊόντων, με τους Mozartkugeln.

109    Από τα ίδια αποτελέσματα προκύπτει ότι, όταν ζητήθηκε από τους ερωτηθέντες να επιλέξουν μεταξύ διάφορων προτεινόμενων απαντήσεων, σχεδόν τα τρία τέταρτα από αυτούς (73,4 %) επέλεξαν την απάντηση ότι, στο πλαίσιο των εν λόγω προϊόντων, ο όρος «Mozart» συνδέεται με «μία πραλίνα σε σχήμα βώλου, τον Mozartkugel». Ένα χαμηλότερο ποσοστό ερωτηθέντων (18,2 %) επέλεξε ως απάντηση στην ίδια ερώτηση ότι με ο όρος «Mozart» συνδέεται με συγκεκριμένη συνταγή. Με την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα παραπέμπει σε αυτό το τελευταίο αποτέλεσμα.

110    Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η συνολική ανάγνωση των αποτελεσμάτων της εν λόγω δημοσκόπησης ουδόλως αναιρεί το συμπέρασμα που συνάχθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, αλλά αντιθέτως το επιρρωννύει, στο μέτρο που η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων συνδέει τον όρο «Mozart», οσάκις χρησιμοποιείται σε σχέση με τα καλυπτόμενα από το επίδικο σήμα προϊόντα, είτε με τους Mozartkugeln, είτε με συγκεκριμένη συνταγή. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις, το συμπέρασμα που επιβάλλεται είναι ότι, σε σχέση με τα εν λόγω προϊόντα, ο όρος αυτός είναι περιγραφικός.

111    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς κατέληξε στο ότι το επίδικο σήμα καταχωρίστηκε αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 και ότι πρέπει να κηρυχθεί άκυρο, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

112    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

113    Δεδομένου ότι εν προκειμένω η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το ΓΕΕΑ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου. Δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα δεν προέβαλε σχετικό με τα δικαστικά έξοδα αίτημα, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Paul Reber GmbH & Co. KG φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).

3)      Η Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli AG φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Ιουλίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Μ. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.