Language of document : ECLI:EU:T:2011:172

Υπόθεση T-320/09

Planet AE

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (ΣΕΠ) που παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού του επιπέδου του κινδύνου που συνδέεται με μια επιχειρηματική οντότητα – Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) σχετικά με την εκτέλεση δημόσιας συμβάσεως που αφορά έργο θεσμικού εκσυγχρονισμού στη Συρία – Αποφάσεις με τις οποίες ζητείται η ενεργοποίηση των προειδοποιήσεων W1α και W1β – Αντικείμενο της διαφοράς – Πράξεις δεκτικές προσβολής – Παραδεκτό»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Επεξεργασία δεδομένων εκ μέρους της διοίκησης για σκοπούς αμιγώς εσωτερικούς – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· απόφαση 2008/969 της Επιτροπής)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι ακυρώσεως – Αναρμοδιότητα του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη – Λόγος δημοσίας τάξεως

(Άρθρο 230 ΕΚ)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Πράξεις που μεταβάλλουν τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος – Επισήμανση στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης το οποίο θα χρησιμοποιείται από τους διατάκτες της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών – Προσφυγή ασκούμενη από οντότητα την οποία αφορά η εν λόγω επισήμανση – Παραδεκτό

(Άρθρο 230 ΕΚ· απόφαση 2008/969 της Επιτροπής) )

1.      Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου καθώς και το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της διαφοράς καθώς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Επιπλέον, τα αιτήματα πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει κίνδυνος το Γενικό Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με περιεχόμενο μείζον ή έλασσον του ζητηθέντος, θίγοντας, κατ’ αποτέλεσμα, τα δικαιώματα του καθού η προσφυγή. Εντούτοις, ο προσδιορισμός της προσβαλλόμενης πράξεως μπορεί να προκύπτει εμμέσως από φράσεις που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής και από το σύνολο της εκτιθέμενης επιχειρηματολογίας. Προσφυγή στρεφόμενη ρητώς κατά πράξεως η οποία αποτελεί τμήμα μιας κατηγορίας πράξεων που συνιστούν ενιαίο σύνολο μπορεί να θεωρηθεί ότι στρέφεται επίσης, στον βαθμό που κρίνεται αναγκαίο, κατά των λοιπών πράξεων.

(βλ. σκέψεις 22-23)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί κατά παντός λαμβανομένου από κοινοτικό θεσμικό όργανο μέτρου, ανεξαρτήτως της φύσεως ή της μορφής του, όταν με αυτό σκοπείται η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων. Ειδικότερα, δεκτικά προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, είναι όλα τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση. Αντιθέτως, δεν είναι δεκτικές προσβολής πράξεις που συνιστούν απλώς μέτρα εσωτερικής φύσεως της διοικήσεως τα οποία, ως εκ τούτου, παράγουν αποτέλεσμα που περιορίζονται μόνο στο εσωτερικό της διοικήσεως.

Συναφώς, το γεγονός ότι η διοίκηση δύναται να επεξεργάζεται δεδομένα για αμιγώς εσωτερικούς σκοπούς, ειδικότερα μέσω της συλλογής στοιχείων, της διαχείρισης και της χρήσης τους, ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο οι ενέργειες αυτές να θίγουν τα συμφέροντα των διοικούμενων. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη τέτοιας προσβολής εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η φύση των δεδομένων που υπόκεινται σε επεξεργασία, ο ειδικός σκοπός της εν λόγω επεξεργασίας και οι ακριβείς συνέπειες που ενδέχεται αυτή να επιφέρει καθώς και η συμφωνία του σκοπού και των συνεπειών της εν λόγω επεξεργασίας με τις εφαρμοστέες διατάξεις που περιορίζουν την αρμοδιότητα της διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 37-39)

3.      Η αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις συνιστά ζήτημα δημοσίας τάξεως το οποίο πρέπει ως εκ της φύσεώς του αυτής να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

(βλ. σκέψη 41)

4.      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που είναι εγγενής στην απόφαση 2008/969, σχετικά με το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης το οποίο θα χρησιμοποιείται από τους διατάκτες της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών, σκοπού που έγκειται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στο πλαίσιο υλοποιήσεως δημοσιονομικών μέτρων, η επίδραση της επισήμανσης μιας οντότητας στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (ΣΕΠ), έστω και με ενεργοποίηση της προειδοποίησης W1, δεν μπορεί να εξαντλείται στο εσωτερικό των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης, η δε προειδοποίηση αυτή επηρεάζει αναγκαστικά τις σχέσεις μεταξύ των οικείων διατακτών και της ενδιαφερόμενης οντότητας. Από το γράμμα του άρθρου 16 καθώς και από την οικονομία της αποφάσεως προκύπτει ότι η διαπίστωση συνδρομής των προϋποθέσεων για την ενεργοποίηση της προειδοποίησης W1 συνεπάγεται στην πραγματικότητα την υποχρέωση του οικείου διατάκτη να λάβει αυστηρότερα μέτρα παρακολούθησης.

Επομένως, οι επιχειρηματικές οντότητες που ζητούν τη χορήγηση οικονομικών πόρων της Ένωσης επηρεάζονται από σχετική με αυτές ενεργοποίηση προειδοποίησης στο ΣΕΠ, καθόσον αναγκάζονται, προκειμένου να μπορέσουν να επιδιώξουν τους οικονομικούς τους στόχους, να προσαρμοστούν στους όρους ή στα αυστηρά μέτρα αυξημένης επαγρύπνησης που τις αφορούν και που τους επιβάλλονται από τους οικείους διατάκτες. Αυτοί οι όροι και τα αυστηρά μέτρα αυξημένης επαγρύπνησης μπορεί να έχουν τη μορφή νέων συμβατικών υποχρεώσεων και οικονομικών επιβαρύνσεων που δεν είχαν προβλεφθεί ή ακόμα να επιδρούν στην εσωτερική οργάνωση κοινοπραξίας της οποίας οι ενδιαφερόμενες οντότητες αποτελούν μέλος.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η μη παροχή της δυνατότητας σε μια προσφεύγουσα οντότητα να στραφεί κατά τέτοιων πράξεων ζητώντας τον δικαστικό έλεγχο του υποστατού των στοιχείων στα οποία αυτές στηρίζονται δεν συμβιβάζεται προς μια στηριζόμενη στο δίκαιο Ένωση. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση 2008/969 δεν προβλέπει δικαίωμα ενημερώσεως ή, ακόμα λιγότερο, ακροάσεως των νομικών και φυσικών προσώπων πριν την εγγραφή τους στο ΣΕΠ μέσω της ενεργοποίησης των προειδοποιήσεων W1, W2, W3, W4 και W5β.

Οι εν λόγω πράξεις όχι μόνο συγκεντρώνουν τα νομικά χαρακτηριστικά των δυνάμενων να προσβληθούν πράξεων, αλλά αποτελούν επίσης πράξεις με τις οποίες περατώνεται ειδική διαδικασία, ήτοι η εγγραφή οντότητας σε κατάλογο «επαγρύπνησης» χωρίς να της έχει παρασχεθεί η δυνατότητα ακροάσεως όσον αφορά τους λόγους της εγγραφής αυτής, διαδικασία η οποία διαφοροποιείται από τη διαδικασία εκδόσεως των αποφάσεων οι οποίες συνιστούν συμμόρφωση προς τις ειδικές απαιτήσεις που προβλέπει η απόφαση 2008/969.

(βλ. σκέψεις 44-45, 48, 51-53)