Language of document : ECLI:EU:T:2012:205

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 27ης Απριλίου 2012

Υπόθεση T‑37/10 P

Carlo De Nicola

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΤΕπ — Αξιολόγηση — Προαγωγή —Περίοδος αξιολογήσεως και προαγωγών 2006 — Απόφαση της επιτροπής προσφυγών — Περιεχόμενο του ελέγχου — Ασφάλιση υγείας — Άρνηση καλύψεως ιατρικών εξόδων — Αίτημα αποζημιώσεως»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2009, F‑55/08, De Nicola κατά ΕΤΕπ (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑469 και II‑A‑1‑2529).

Απόφαση: Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2009, F‑55/08, De Nicola κατά ΕΤΕπ, ακυρώνεται, καθόσον απορρίπτει, πρώτον, το αίτημα του Carlo De Nicola περί ακυρώσεως της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), δεύτερον, το αίτημά του περί ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της προαγωγής του για το 2006, καθώς και όλων των συναφών πράξεων που ακολούθησαν ή προηγήθηκαν της αποφάσεως αυτής, και, τρίτον, το αίτημά του με το οποίο ζήτησε, αφενός, την αναγνώριση της ευθύνης της ΕΤΕπ λόγω της παρενοχλήσεως που αυτή φέρεται να άσκησε κατ’ αυτού και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που αυτός ισχυρίστηκε ότι υπέστη συναφώς. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Εσωτερική οδηγία καθορίζουσα την αρμοδιότητα της επιτροπής προσφυγών της ΕΤΕπ — Έννομα αποτελέσματα

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 22)

2.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Βαθμολογία — Έκθεση εκτιμήσεως — Προσβολή ενώπιον της επιτροπής προσφυγών της ΕΤΕπ — Περιεχόμενο του ελέγχου

(Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 22)

3.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Βαθμολογία — Έκθεση εκτιμήσεως — Προσβολή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90· κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 22)

4.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προσφυγή — Προσφυγή στρεφόμενη κατά αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών που αφορά θέματα αξιολογήσεως — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91· κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 22)

5.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία — Προαιρετικός χαρακτήρας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 41)

6.      Αναίρεση — Λόγοι — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της αρνήσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων — Περιεχόμενο

(Άρθρο 256 § 2 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

1.      Ως διάταξη τυπικής αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η οποία δημοσιεύθηκε δεόντως και τέθηκε σε εφαρμογή, ένα άρθρο που διέπει το περιεχόμενο του ελέγχου που διενεργεί η επιτροπή προσφυγών της ΕΤΕπ θεσπίζει ένα γενικής ισχύος εσωτερικό κανόνα που είναι νομικά δεσμευτικός και περιορίζει την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως της ΕΤΕπ όσον αφορά την οργάνωση των δομών της και τη διοίκηση του προσωπικού της, και τον οποίο κανόνα τα μέλη του προσωπικού αυτού δύνανται να επικαλεσθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ο οποίος διασφαλίζει την τήρησή του.

(βλ. σκέψη 40)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 2003, T‑165/01, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑193 και II‑963, σκέψη 44· 1 Μαρτίου 2005, T‑258/03, Mausolf κατά Ευρωπόλ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑45 και II‑189, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η δυνατότητα που διαθέτει η επιτροπή προσφυγών, την οποία έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για θέματα αξιολογήσεως των μελών του προσωπικού, να ακυρώνει κάθε κρίση που περιέχεται στο έντυπο αξιολογήσεως, ήτοι στην έκθεση εκτιμήσεως, συνεπάγεται ότι η εν λόγω επιτροπή είναι αρμόδια να επανεξετάζει το βάσιμο εκάστης των κρίσεων αυτών προτού την ακυρώσει. Το περιεχόμενο της αρμοδιότητας αυτής υπερβαίνει συνεπώς σαφώς εκείνο της εξουσίας που συνίσταται απλώς στον έλεγχο της νομιμότητας και στην ακύρωση του διατακτικού μιας πράξεως, στον βαθμό που περικλείει τη δυνατότητα ακυρώσεως ακόμη και των λόγων που δικαιολογούν την υιοθέτηση του διατακτικού της, ανεξάρτητα από τη σημασία που έχουν στην όλη οικονομία της αιτιολογίας της εν λόγω πράξεως. Αυτή η εξουσία συνολικού ελέγχου που διαθέτει η επιτροπή προσφυγών επιβεβαιώνεται από την αρμοδιότητα που της αναγνωρίζεται ρητώς να τροποποιεί την ατομική βαθμολογία και τη βαθμολογία που προκύπτει από τη συνολική αξιολόγηση της αποδόσεως του ενισταμένου. Συγκεκριμένα, τροποποίηση της βαθμολογίας του ενδιαφερομένου συνεπάγεται ότι η επιτροπή αυτή ελέγχει λεπτομερώς το σύνολο των εκτιμήσεων των προσόντων που περιέχονται στην προσβαλλόμενη έκθεση όσον αφορά την ύπαρξη ενδεχόμενων σφαλμάτων εκτιμήσεως, σχετικά με πραγματικά ή νομικά ζητήματα, και ότι δύναται, ενδεχομένως, να υποκαταστήσει τον βαθμολογητή για να προβεί σε νέα εκτίμηση των προσόντων αυτών.

(βλ. σκέψη 41)

3.      Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θεσπίζει μια πλήρη εσωτερική κανονιστική ρύθμιση με την οποία συνιστά μια επιτροπή προσφυγών που είναι αρμόδια να εξετάζει τις αποφάσεις των αξιολογητών του προσωπικού με βάση κριτήρια ελέγχου που δεν είναι συγκρίσιμα και είναι πιο σαφή από εκείνα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στο πλαίσιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, τούτο δε χωρίς τη δυνατότητα διεξαγωγής δημόσιας συνεδριάσεως ή εξετάσεως μαρτύρων, η κανονιστική αυτή ρύθμιση είναι τέτοιας φύσεως ώστε αποκλείεται η κατ’ αναλογία εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία διοικητικής ενστάσεως που προβλέπει το άρθρο 90 του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως του αξιολογητή όταν διατυπώνει την πολύπλοκη αξιολογική κρίση σχετικά με τη εργασία των προσώπων τα οποία οφείλει να αξιολογήσει, ουδόλως αποκλείεται η σχετική εσωτερική κανονιστική ρύθμιση να παρέχει στα δευτεροβάθμια όργανα περιθώριο εκτιμήσεως ανάλογο με αυτό του αξιολογητή, καθώς και την εξουσία να τον υποκαθιστά, τουλάχιστον εν μέρει.

(βλ. σκέψη 47)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Μαΐου 2006, T‑73/05, Magone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑107 και II‑A‑2‑485, σκέψεις 25 και 29· 31 Ιανουαρίου 2007, T‑73/05, Magone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑107 και II‑A‑2‑485, σκέψη 83

4.      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, σε περίπτωση αμφισβητήσεως της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για θέματα αξιολογήσεως των μελών του προσωπικού, υποβάλλεται αυτομάτως στην κρίση του δικαστή της Ένωσης τόσο η απόφαση αυτή όσο και η έκθεση εκτιμήσεως, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί, αυτό καθαυτό, τον περιορισμό του δικαστή αυτού στην εξέταση των αιτημάτων που στρέφονται κατά της εκθέσεως αυτής, ή ακόμη την πλήρη παραίτησή του από τον έλεγχο του βασίμου της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών, στον βαθμό που η επιτροπή αυτή διαθέτει πλήρη εξουσία ελέγχου βάσει της οποίας δύναται να υποκαταστήσει τις δικές της εκτιμήσεις σε εκείνες που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση, εξουσία την οποία δεν μπορεί να προβάλει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που η επιτροπή προσφυγών παραιτηθεί εσφαλμένα από αυτού του πλήρους ελέγχου, τούτο ισοδυναμεί με στέρηση του ενδιαφερομένου από τη δυνατότητα να προσφύγει σε ένα όργανο ελέγχου που προβλέπει η εσωτερική κανονιστική ρύθμιση της ΕΤΕπ και του προκαλεί συνεπώς βλάβη, οπότε η παραίτηση αυτή πρέπει να μπορεί να υποβληθεί στον έλεγχο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

Περαιτέρω, εφόσον στην επιτροπή προσφυγών απονεμήθηκε εξουσία πλήρους ελέγχου, όσον αφορά τις εκτιμήσεις και τη βαθμολόγηση που περιέχονται σε έκθεση εκτιμήσεως, είναι απαραίτητο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να ελέγχει, βεβαίως στο πλαίσιο του περιορισμένου ελέγχου του, αν και κατά πόσον η εν λόγω επιτροπή εκπλήρωσε αυτό το καθήκον πλήρους ελέγχου σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες.

(βλ. σκέψεις 49 και 54)

5.      Το γεγονός ότι ο κανονισμός προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που ορίζει τις διοικητικές προσφυγές, δεν προβλέπει, αντίθετα προς τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, υποχρεωτική προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία εμποδίζει την άνευ ετέρου μεταφορά του καθεστώτος επιλύσεως των διαφορών που προβλέπει ο ΚΥΚ, έστω και με την προσθήκη εύκαμπτης εφαρμογής του καθεστώτος αυτού προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τις προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφυγών του προσωπικού της ΕΤΕπ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 41 του εν λόγω κανονισμού αναφέρεται σε μια διαδικασία φιλικού διακανονισμού διευκρινίζοντας όμως αμέσως ότι η διαδικασία αυτή διεξάγεται ανεξάρτητα από το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης.

Συναφώς, από τα προηγούμενα έπεται ότι ο κανονισμός προσωπικού της ΕΤΕπ και, ειδικότερα, το άρθρο του 41 συνιστούν πλήρη, καταρχήν, εσωτερική κανονιστική ρύθμιση της ΕΤΕπ, της οποίας η φύση και η ratio είναι πολύ διαφορετικές από αυτές του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων του 90 και 91. Κατά συνέπεια, η ίδια η ύπαρξη αυτής της εσωτερικής κανονιστικής ρυθμίσεως απαγορεύει —πλην της περιπτώσεως πρόδηλου κενού αντίθετου προς υπέρτερους κανόνες δικαίου το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να καλυφθεί— τη χρήση αναλογιών σε σχέση με τον εν λόγω ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, είναι αδύνατο να δοθεί μια contra legem ερμηνεία των προϋποθέσεων που διέπουν την προαιρετική εσωτερική διαδικασία του φιλικού διακανονισμού που προβλέπει το άρθρο 41 του κανονισμού προσωπικού για να μετατραπεί η διαδικασία αυτή σε υποχρεωτική. Συγκεκριμένα, συναφώς, το άρθρο 41 δεν παρουσιάζει κενά που να πρέπει να καλυφθούν από άλλους κανόνες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις υπέρτερες αρχές δικαίου.

(βλ. σκέψεις 75 έως 77)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185, σκέψεις 96, 97 έως 101· 17 Ιουνίου 2003, T‑385/00, Seiller κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑161 και II‑801, σκέψεις 50 έως 52, 65 και 73

6.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι καταρχήν αποκλειστικά αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά και να εξετάζει τα αποδεικτικά μέσα. Κατά μείζονα λόγο, για την εκτίμηση αυτή των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφασίζει αν και κατά πόσον είναι αναγκαίο να προβεί στη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή στη διεξαγωγή αποδείξεων. Συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει αποκλειστικά την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει όσον αφορά τις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί και επιλογής της πρόσφορης προς τούτο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων.

Συναφώς, αν το εν λόγω Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απορρίψει τις αιτήσεις για διεξαγωγή αποδείξεων με το αιτιολογικό ότι η τελευταία αυτή δεν είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να ελεγχθεί κατ’ αναίρεση, εκτός αν έχει διατυπωθεί επιχείρημα από το οποίο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης πλανήθηκε περί το δίκαιο.

(βλ. σκέψεις 99 και 100)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 24 Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 319· 10 Ιουνίου 2010, C‑498/09 P, Thomson Sales Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 138