Language of document : ECLI:EU:T:2010:511

Υποθέσεις T-494/08 έως T-500/08 καιT-509/08

Ryanair Ltd

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων – Σιωπηρές αρνήσεις προσβάσεως – Ρητές αρνήσεις προσβάσεως – Εξαίρεση σχετικά με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων της επιθεωρήσεως, της έρευνας και του οικονομικού ελέγχου – Υποχρέωση διενέργειας συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινοτικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Προθεσμία για την απάντηση σε αίτηση προσβάσεως – Παράταση – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή στρεφόμενη κατά σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα – Απόφαση ανακληθείσα λόγω της εκδόσεως μεταγενέστερης ρητής αποφάσεως εκ μέρους της Επιτροπής – Προσφεύγων ο οποίος έχει ασκήσει επικουρικώς προσφυγή κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως – Εξέλιπε το έννομο συμφέρον

(Άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

3.      Πράξεις των οργάνων – Τεκμήριο νομιμότητας – Ανυπόστατη πράξη – Έννοια

4.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινοτικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα –Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των σκοπών που επιδιώκονται με τις δραστηριότητες επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)

5.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Λόγος ακυρώσεως σχετικός με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως – Λόγος ακυρώσεως σχετικός με ανακρίβειες της αιτιολογίας – Διάκριση

(Άρθρο 253 ΕΚ)

1.      Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να παραταθεί πέραν των προβλεπομένων στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού περιστάσεων, καθόσον άλλως το άρθρο αυτό θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι ο υποβαλών αίτηση δεν θα γνώριζε έπειτα από ποια ακριβώς ημερομηνία θα μπορούσε να ασκήσει προσφυγή ή να υποβάλει την καταγγελία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

(βλ. σκέψη 39)

2.      Η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο της ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη. Επιπλέον, το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Αν το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος εκλείψει διαρκούσης της διαδικασίας, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της ουσίας δεν μπορεί να του αποφέρει κανένα όφελος.

Όσον αφορά αίτημα περί ακυρώσεως σιωπηρών απορριπτικών οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας προσβάσεως του κοινού σε έγγραφα της Επιτροπής, που διέπεται από τον κανονισμό 1049/2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και στην ανάκληση των οποίων προχώρησε, εν τοις πράγμασι, η Επιτροπή με την έκδοση μεταγενέστερων ρητών απορριπτικών αποφάσεων, η σχετική προσφυγή είναι απαράδεκτη στον βαθμό που ο προσφεύγων δεν έχει έννομο συμφέρον να στραφεί κατά των εν λόγω σιωπηρών αποφάσεων, λόγω της εκδόσεως, πριν από την άσκηση της εν λόγω προσφυγής, των ρητών αποφάσεων, των οποίων ζητεί την ακύρωση επικουρικώς. Πράγματι, ενδεχόμενη ακύρωση τέτοιων σιωπηρών αποφάσεων λόγω τυπικής πλημμελείας δεν θα μπορούσε παρά να συνεπάγεται την έκδοση νέων αποφάσεων πανομοιότυπων ως προς την ουσία με τις ρητές αποφάσεις. Επιπλέον, την εξέταση της προσφυγής κατά αυτών των σιωπηρών αποφάσεων δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ούτε ο σκοπός αποτροπής του ενδεχομένου επαναλήψεως της προσαπτώμενης πλημμέλειας, ούτε αυτός της διευκολύνσεως ενδεχόμενων αγωγών αποζημιώσεως, δεδομένου ότι οι εν λόγω σκοποί μπορούν να επιτευχθούν μέσω της εξετάσεως των προσφυγών κατά των ρητών αποφάσεων.

(βλ. σκέψεις 41-48)

3.      Ο χαρακτηρισμός πράξεως ως ανυπόστατης πρέπει να επιφυλάσσεται σε πράξεις που πάσχουν από ιδιαιτέρως σοβαρές και πρόδηλες πλημμέλειες. Η βαρύτητα των συνεπειών που συνδέονται προς την αναγνώριση του ανυποστάτου πράξεως των θεσμικών οργάνων επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις.

(βλ. σκέψη 49)

4.      Προκειμένου να ερμηνευθεί η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι, πέραν του κράτους μέλους το οποίο αφορούν οι διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, δεν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής και, επομένως, να αναγνωριστεί ένα γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η γνωστοποίηση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου συνιστά, καταρχήν, προσβολή της προστασίας των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας.

Έτσι, η Επιτροπή μπορεί, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, να απορρίψει την πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τούτο δε χωρίς να προβεί προηγουμένως σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων.

Το γενικό αυτό τεκμήριο δεν αποκλείει το δικαίωμα των εν λόγω ενδιαφερομένων να αποδείξουν ότι συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η γνωστοποίηση δεν καλύπτεται από το τεκμήριο αυτό ή ότι υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

(βλ. σκέψεις 70-72)

5.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, το οποίο εξέδωσε τη συγκεκριμένη πράξη, ούτως ώστε, αφενός, οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Εντούτοις, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Εξάλλου, η παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση ουσιώδους τύπου, ο οποίος διαφέρει, αυτός καθεαυτόν, από τον λόγο που στηρίζεται στην ανακρίβεια της αιτιολογίας της αποφάσεως, ο έλεγχος της οποίας εμπίπτει στην εξέταση του βασίμου της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 96-97)