Language of document : ECLI:EU:T:2021:665

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2021 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Έρευνα της OLAF – Επιστροφή ιατρικών εξόδων – Πειθαρχική κύρωση – Λύση της σύμβασης χωρίς προειδοποίηση – Άρθρο 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ – Υποτροπή – Άρθρο 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ – Απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή αίτηση περί απάλειψης κάθε μνείας προηγούμενης κύρωσης από τον ατομικό φάκελο – Άρθρο 26 του ΚΥΚ – Δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί στον υπάλληλο, ούτε να προβληθεί εναντίον του, κύρωση της οποίας κάθε μνεία έχει απαλειφθεί από τον ατομικό φάκελο»

Στην υπόθεση T‑121/20,

IP, εκπροσωπούμενος από την L. Levi, τον S. Rodrigues και τον J. Martins, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις M. Brauhoff και A.‑C. Simon,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής της 21ης Αυγούστου 2019 με την οποία επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα η πειθαρχική κύρωση της λύσης, χωρίς προειδοποίηση, της σύμβασης εργασίας του,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, I. Reine και L. Truchot (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαΐου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο προσφεύγων, IP, ανέλαβε υπηρεσία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 21 Ιουλίου 2008, αρχικά ως προσωρινός υπάλληλος και στη συνέχεια, από τις 16 Σεπτεμβρίου 2008, ως συμβασιούχος υπάλληλος. Το 2013, υπαγόταν στην ομάδα καθηκόντων I, βαθμός 1, κλιμάκιο 3. Από την 1η Αυγούστου 2018 υπάγεται σε καθεστώς αναπηρίας.

2        Με σημείωμα της 13ης Δεκεμβρίου 2013, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημέρωσε την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ότι, στο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, εντόπισε ενδείξεις από τις οποίες μπορούσε, κατά την άποψή του, να συναχθεί ότι ορισμένες αιτήσεις επιστροφής ιατρικών εξόδων σχετικά με περίθαλψη σε εγκαταστάσεις ευρισκόμενες στην Πορτογαλία ήταν παράτυπες. Τις αιτήσεις αυτές είχαν καταθέσει μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου 2013 ο A και η B, αδελφή του Α, αμφότεροι μόνιμοι υπάλληλοι στο Κοινοβούλιο. Με το εν λόγω σημείωμα, το Κοινοβούλιο πρότεινε να ελεγχθεί αν ήταν δυνατόν να έχει διαπράξει παρόμοιες παρατυπίες και ο προσφεύγων, τον οποίο ο Α είχε ορίσει, σε βάση δεδομένων για τη διαχείριση του προσωπικού του Κοινοβουλίου, ως πρόσωπο επικοινωνίας.

3        Στις 8 Σεπτεμβρίου 2014 η OLAF αποφάσισε να κινήσει έρευνα έναντι του προσφεύγοντος σχετικά με αιτήσεις επιστροφής ιατρικών εξόδων οι οποίες φέρεται ότι ήταν παράτυπες. Παράλληλα, η OLAF αποφάσισε να κινήσει δύο ακόμη έρευνες έναντι του A και της B οι οποίες επίσης αφορούσαν αιτήσεις επιστροφής ιατρικών εξόδων.

4        Στις 21 Δεκεμβρίου 2015 η OLAF ολοκλήρωσε την έρευνα με τελική έκθεση. Με την έκθεσή της, διαπίστωσε ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου την οποία αφορούσε η έρευνα, ο προσφεύγων είχε υποβάλει στο Γραφείο «Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής αιτήσεις επιστροφής στηριζόμενες σε τέσσερα δικαιολογητικά έγγραφα που δεν αντιστοιχούσαν στα πράγματι καταβληθέντα έξοδα. Έκρινε ότι το συνολικό ύψος των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών ανερχόταν σε 5 418 ευρώ.

5        Η OLAF διαβίβασε την έκθεσή της στην Επιτροπή, συνιστώντας της να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος και να ανακτήσει το ποσό των 5 418 ευρώ. Ενημέρωσε επίσης την Επιτροπή ότι η έκθεση είχε διαβιβαστεί στις πορτογαλικές δικαστικές αρχές προκειμένου να κινηθούν, ενδεχομένως, δικαστικές διαδικασίες.

6        Με σημείωμα της 24ης Ιουνίου 2016, η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης αρχή της Επιτροπής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) έδωσε εντολή στην Υπηρεσία Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής (IDOC) να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος.

7        Στις 25 Ιουλίου 2017, η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.

8        Με γνωμοδότηση της 16ης Απριλίου 2018, το πειθαρχικό συμβούλιο συνέστησε να επιβληθεί η κύρωση της λύσης, χωρίς προειδοποίηση, της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος.

9        Κατόπιν της κοινοποίησης της έκθεσης της OLAF στις πορτογαλικές δικαστικές αρχές, κινήθηκε ποινική διαδικασία στην Πορτογαλία κατά του προσφεύγοντος.

10      Στις 22 Νοεμβρίου 2018, η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε να αναστείλει την πειθαρχική διαδικασία που είχε κινηθεί κατά του προσφεύγοντος.

11      Στις 21 Μαΐου 2019, μετά την περάτωση της κινηθείσας στην Πορτογαλία ποινικής διαδικασίας, ο προσφεύγων κλήθηκε σε ακρόαση ενώπιον της ΑΣΣΠΑ, συγκείμενης από τη γενική διευθύντρια της Γενικής Διεύθυνσης «Ανθρώπινοι Πόροι και Ασφάλεια», τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης «Οικονομικές και Χρηματοδοτικές Υποθέσεις» και τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης «Γεωργία και Αγροτική Ανάπτυξη» της Επιτροπής (στο εξής: τριμερής ΑΣΣΠΑ).

12      Στις 21 Αυγούστου 2019, η τριμερής ΑΣΣΠΑ επέβαλε στον προσφεύγοντα, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 49 και 119 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ), την πειθαρχική κύρωση της λύσης, χωρίς προειδοποίηση, της σύμβασης εργασίας του (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

13      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η τριμερής ΑΣΣΠΑ επισήμανε ότι προσαπτόταν στον προσφεύγοντα ότι είχε υποβάλει στο PMO δύο αιτήσεις επιστροφής ιατρικών εξόδων που δεν αντιστοιχούσαν στα πράγματι καταβληθέντα ποσά ή στην περίθαλψη που πράγματι έλαβε (σημείο 12 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η εν λόγω αρχή χαρακτήρισε τις πράξεις αυτές ως «απόπειρα απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης», πράγμα το οποίο συνιστούσε, κατά την άποψή της, ιδιαίτερα σοβαρό παράπτωμα (σημείο 37 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τέλος, καθόρισε την κύρωση που έπρεπε να επιβληθεί βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος IX του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) (σημεία 37 έως 50 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εφαρμόζοντας το άρθρο 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, η τριμερής ΑΣΣΠΑ στηρίχθηκε, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, στην ύπαρξη επίπληξης η οποία είχε απευθυνθεί στον προσφεύγοντα στις 19 Νοεμβρίου 2010.

14      Στις 7 Οκτωβρίου 2019, ο προσφεύγων υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ένσταση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

15      Η Επιτροπή απέρριψε την ένσταση με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2020 (στο εξής: απόφαση περί απόρριψης της ένστασης).

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Φεβρουαρίου 2020, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Μαρτίου 2020, ο προσφεύγων ζήτησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την τήρηση ανωνυμίας. Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) δέχθηκε το αίτημα αυτό.

18      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους, καλώντας τους να απαντήσουν σε ορισμένες εξ αυτών γραπτώς και στις υπόλοιπες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

19      Οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

20      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Μαΐου 2021, οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, ο προσφεύγων κατέθεσε ένα έγγραφο και η Επιτροπή πρότεινε την προσκόμιση δύο εγγράφων.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρόεδρος του έβδομου τμήματος δήλωσε ότι η προφορική διαδικασία θα περατωνόταν μεταγενέστερα, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή να προσκομίσει τα μνημονευόμενα στη σκέψη 20 ανωτέρω έγγραφα και σε καθέναν από τους διαδίκους να υποβάλει παρατηρήσεις.

22      Η Επιτροπή προσκόμισε τα έγγραφα που είχε αναφέρει και καθένας από τους διαδίκους υπέβαλε παρατηρήσεις.

23      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 2 Ιουνίου 2021.

24      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, εφόσον είναι αναγκαίο, την απόφαση περί απόρριψης της ένστασης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

26      Πριν εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων, πρέπει να προσδιοριστεί το αντικείμενο της προσφυγής.

Α.      Επί του αντικειμένου της προσφυγής

27      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η διοικητική ένσταση και η ρητή ή σιωπηρή απόρριψή της, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας, συνιστούν απλώς προϋπόθεση για την άσκηση ένδικης προσφυγής. Συνεπώς, τα ακυρωτικά αιτήματα που βάλλουν τυπικώς κατά της απόρριψης ένστασης έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της αρχικής πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση, όταν τα εν λόγω αιτήματα δεν έχουν, αυτά καθεαυτά, αυτοτελές περιεχόμενο (αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψη 8, και της 25ης Οκτωβρίου 2018, KF κατά SATCEN, T‑286/15, EU:T:2018:718, σκέψη 115).

28      Το περιεχόμενο των ακυρωτικών αιτημάτων που βάλλουν τυπικώς κατά της απόρριψης ένστασης είναι αυτοτελές όταν η απόρριψη της ένστασης έχει διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της αρχικής πράξης κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση. Τούτο συμβαίνει όταν στην απόφαση περί απόρριψης της ένστασης γίνεται επανεξέταση της κατάστασης του προσφεύγοντος, με γνώμονα νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία, ή όταν η εν λόγω απορριπτική απόφαση τροποποιεί ή συμπληρώνει το διατακτικό της αρχικής απόφασης. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της ένστασης συνιστά, αυτή καθεαυτήν, πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία θεωρείται από το δικαστήριο ως βλαπτική πράξη που αντικαθιστά, τουλάχιστον εν μέρει, την αρχική πράξη (απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψη 34).

29      Πέραν των περιπτώσεων στις οποίες η απόρριψη της ένστασης συνιστά αυτοτελή πράξη δυνάμενη να αποτελέσει, αυτή καθεαυτήν, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, η αιτιολογία που περιέχεται στην απόφαση περί απόρριψης της ένστασης, όταν συμπληρώνει ή αντικαθιστά την αιτιολογία που περιέχεται στην αρχική πράξη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση της νομιμότητας της αρχικής αυτής πράξης. Η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της αρχικής πράξης (πρβλ. απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Birkhoff, T‑377/08 P, EU:T:2009:485, σκέψεις 58 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η νομιμότητα της αρχικής πράξης εξετάζεται, όταν συντρέχει τέτοια περίπτωση, υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί απόρριψης της ένστασης.

30      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση περί απόρριψης της ένστασης δεν έχει διαφορετικό περιεχόμενο από την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι βάλλει μόνον κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

Β.      Επί της εξέτασης των λόγων ακυρώσεως

31      Ο προσφεύγων προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση της υποχρέωσης επιμέλειας και του καθήκοντος μέριμνας, ο δεύτερος παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ο τρίτος παρατυπία της έκθεσης της OLAF, ο τέταρτος παρατυπία της γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου, ο πέμπτος μη εξέταση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης, καθώς και παραβίαση της αρχής κατά την οποία «εκκρεμούσης της ποινικής δίκης αναστέλλεται η πειθαρχική διαδικασία», και ο έκτος παράβαση του άρθρου 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

32      Πρέπει να εξεταστεί ο έκτος λόγος ακυρώσεως και, ειδικότερα, η αιτίαση του προσφεύγοντος που αφορά την εφαρμογή, εκ μέρους της τριμερούς ΑΣΣΠΑ, των διατάξεων του άρθρου 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ που αφορούν την υποτροπή (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

33      Κατά το άρθρο 10 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ:

«Η αυστηρότητα της επιβαλλόμενης πειθαρχικής κύρωσης πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα του παραπτώματος. Για τον καθορισμό της βαρύτητας του παραπτώματος και τη λήψη απόφασης για την πειθαρχική κύρωση που πρέπει να επιβληθεί, λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, τα εξής:

[…]

η)      το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά,

[…]».

34      Συναφώς, στο σημείο 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό τον τίτλο «Το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά», η τριμερής ΑΣΣΠΑ υπενθύμισε ότι είχε απευθυνθεί επίπληξη στον προσφεύγοντα στις 19 Νοεμβρίου 2010 (στο εξής: πρώτη κύρωση) για πράξεις οι οποίες ήταν, κατά την άποψή της, παρεμφερείς με τις νυν προσαπτόμενες. Υπενθύμισε ότι οι εν λόγω πράξεις συνίσταντο στο ότι ο προσφεύγων «ζήτησε από ιατρό να [του χρεώσει] το ποσό των 4,98 [ε]υρώ για ανάλυση αίματος που έγινε σε εξάδελφο […] πάσχοντα από καρδιακή νόσο [και], στη συνέχεια, προσπάθησε να εξασφαλίσει δύο φορές την επιστροφή του ποσού αυτού [από τ]ις διατάκτριες υπηρεσίες της Επιτροπής για τις ιατρικές δαπάνες». Η τριμερής ΑΣΣΠΑ προσέθεσε, στο σημείο 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, «[μ]ολονότι τότε επρόκειτο για μικρό ποσό, επιβλήθηκε κύρωση [στον προσφεύγοντα] λόγω του προδήλως απατηλού χαρακτήρα της συμπεριφοράς του».

35      Αφού επισήμανε, στα σημεία 47 και 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται προθεσμία στο άρθρο 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ήταν «ελεύθερη» να λάβει υπόψη την πρώτη κύρωση, η τριμερής ΑΣΣΠΑ διευκρίνισε, στο σημείο 49 της προσβαλλόμενης απόφασης, τα εξής:

«[…] η [τριμερής] ΑΣΣΠΑ διαπιστώνει ότι [ο προσφεύγων] τέλεσε πράξεις παρόμοιες με εκείνες που είχαν δικαιολογήσει την επιβολή σε βάρος του της κύρωσης της επίπληξης, και μάλιστα περίπου τέσσερα έτη αργότερα. Η [τριμερής] ΑΣΣΠΑ εκτιμά ότι [ο προσφεύγων] κατέδειξε με τον τρόπο αυτόν ότι δεν άντλησε διδάγματα από την πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε το 2010 και συνέχισε να προτάσσει τα προσωπικά συμφέροντά του έναντι των συμφερόντων του θεσμικού οργάνου.»

36      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, η τριμερής ΑΣΣΠΑ δεν έπρεπε να λάβει υπόψη την πρώτη κύρωση και ότι τούτο έγινε κατά παράβαση του άρθρου 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

37      Συναφώς, αφενός, υποστηρίζει ότι η τριμερής ΑΣΣΠΑ παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και του εύλογου χρονικού διαστήματος. Υπογραμμίζει, κατ’ αρχάς, το μικρό ύψος του ποσού για το οποίο είχε προσπαθήσει να λάβει επιστροφή και το οποίο αφορούσε η πρώτη πειθαρχική διαδικασία εις βάρος του και, ακολούθως, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο κυρώσεων. Τέλος, ο προσφεύγων αμφισβητεί την ομοιότητα μεταξύ των πράξεων τις οποίες αφορούν οι δύο πειθαρχικές διαδικασίες.

38      Αφετέρου, κατά τον προσφεύγοντα, η μνεία της πρώτης κύρωσης δεν μπορούσε να εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στον ατομικό του φάκελο, διότι είχε υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία της κύρωσης αυτής από τον εν λόγω φάκελο.

39      Μολονότι η αίτηση του προσφεύγοντος έγινε δεκτή, η Επιτροπή εκτιμά ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να εμποδίσει τη συνεκτίμηση της εν λόγω κύρωσης προς στήριξη της υποτροπής. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, αφενός, δεν προβλέπεται προθεσμία που να περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και, αφετέρου, η αποδοχή της αίτησης του προσφεύγοντος δεν είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση της πρώτης κύρωσης από τον πειθαρχικό του φάκελο, δεδομένου ότι οι αποφάσεις περί επιβολής κύρωσης διατηρούνται στον πειθαρχικό φάκελο των υπαλλήλων για χρονικό διάστημα 20 ετών.

40      Με την απάντησή του στα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), ο προσφεύγων εκθέτει τα εξής:

«[…] το κριτήριο της υποτροπής προϋποθέτει την ύπαρξη προηγούμενης κύρωσης. Εφόσον όμως ο προσφεύγων ζήτησε και επέτυχε, βάσει του άρθρου 27 του [π]αραρτήματος IX του ΚΥΚ, να απαλειφθεί κάθε μνεία της [πρώτης κύρωσης] από τον ατομικό του φάκελο, δικαιούται να θεωρεί ότι η κύρωση αυτή δεν υφίσταται πλέον […] και ότι, εν πάση περιπτώσει, η διοίκηση δεν δύναται πλέον να την επικαλεστεί εναντίον του, εν προκειμένω στο πλαίσιο νέας πειθαρχικής διαδικασίας όπως είναι η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, κατά μείζονα δε λόγο για να εφαρμόσει το κριτήριο της υποτροπής κατά τον καθορισμό κύρωσης ανάλογης προς τη βαρύτητα του διαπραχθέντος παραπτώματος, σύμφωνα με το άρθρο 10 του [π]αραρτήματος IX του ΚΥΚ.»

41      Με την απάντησή της στα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), η Επιτροπή διευκρινίζει τα εξής:

«4.      Όσον αφορά τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει επί της προσβαλλόμενης στην παρούσα διαφορά απόφασης η αφαίρεση της μνείας της [πρώτης κύρωσης] από τον ατομικό φάκελο του προσφεύγοντος, εάν σκοπός του τελευταίου είναι να υποστηρίξει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι το στοιχείο αυτό έπρεπε να ληφθεί υπόψη προκειμένου να μετριαστεί η κύρωση κατά της οποίας βάλλει, το εν λόγω επιχείρημα είναι παραδεκτό, αλλά αβάσιμο […]. Πράγματι, η Επιτροπή κατέδειξε ότι η ως άνω αφαίρεση δεν έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη εξάλειψη της [πρώτης κύρωσης]. Δεδομένου ότι ο πειθαρχικός φάκελος σχετικά με την κύρωση αυτή διατηρείται για διάστημα 20 ετών, νομίμως ελήφθη υπόψη ο εν λόγω φάκελος για την εφαρμογή του άρθρου 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

[…]

25. Κατά το άρθρο 26, έκτο εδάφιο, του ΚΥΚ, ένας μόνον ατομικός φάκελος δύναται να υπάρχει για κάθε υπάλληλο.

26. Ο πειθαρχικός φάκελος διαφέρει από τον ατομικό φάκελο. Ειδικότερα, ο πρώτος περιέχει όλα τα έγγραφα που συνδέονται με συγκεκριμένη πειθαρχική διαδικασία. Τα έγγραφα αυτά διατηρούνται σύμφωνα με τα χρονικά διαστήματα διατήρησης που μνημονεύονται [ανωτέρω]. Είναι διαθέσιμα μόνο για τα μέλη του προσωπικού [της IDOC] και δεν περιλαμβάνονται στον ατομικό φάκελο.

27. Μόνον η απόφαση περί επιβολής πειθαρχικής κύρωσης τίθεται στον ατομικό φάκελο, πράγμα το οποίο είναι σύμφωνο με το άρθρο 26, έκτο εδάφιο, του ΚΥΚ. Επομένως, είναι διαθέσιμη, στο ασφαλές ηλεκτρονικό σύστημα που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων της […], μόνο για τα μέλη του προσωπικού που έχουν δικαιώματα πρόσβασης. [Διατηρείται] εκεί για [τρία] έτη (όσον αφορά την έγγραφη προειδοποίηση και την επίπληξη) ή για [έξι] έτη, όσον αφορά όλες τις άλλες κυρώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 9, στοιχεία γʹ έως ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.»

42      Πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση του προσφεύγοντος με την οποία προβάλλεται ότι η τριμερής ΑΣΣΠΑ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στηρίχθηκε, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, στην πρώτη κύρωση, ενώ είχε γίνει δεκτή η αίτηση που είχε υποβάλει ο προσφεύγων, δυνάμει του άρθρου 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία της κύρωσης αυτής από τον ατομικό του φάκελο.

43      Κατά το άρθρο 27 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ:

«Ο υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική κύρωση άλλη πλην της παύσεως μπορεί, μετά την πάροδο τριών ετών, εάν πρόκειται για έγγραφη προειδοποίηση ή για επίπληξη, ή μετά την πάροδο έξι ετών, εάν πρόκειται για άλλες κυρώσεις, να υποβάλει αίτηση με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία του εν λόγω μέτρου από τον ατομικό του φάκελο. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει, εάν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή.»

44      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων υπέβαλε, στις 20 Ιανουαρίου 2014, αίτηση στηριζόμενη στο άρθρο 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ με την οποία ζητούσε να απαλειφθεί κάθε μνεία της πρώτης κύρωσης από τον ατομικό του φάκελο. Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή δέχθηκε την αίτηση του προσφεύγοντος. Επομένως, διέγραψε από τον ατομικό φάκελο του προσφεύγοντος κάθε μνεία της πρώτης κύρωσης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, η τριμερής ΑΣΣΠΑ στηρίχθηκε, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, στην κύρωση αυτή, προκειμένου να καθορίσει την κύρωση που θεωρούσε κατάλληλη δεδομένων των προσαπτόμενων στον προσφεύγοντα πράξεων (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

45      Ως εκ τούτου, πρέπει να καθοριστεί σε ποιον βαθμό η διοίκηση, προκειμένου να συναγάγει ότι υφίσταται υποτροπή, δύναται να αντιτάξει στον υπάλληλο ή να επικαλεστεί εναντίον του απόφαση περί επιβολής κύρωσης της οποίας κάθε μνεία έχει απαλειφθεί από τον ατομικό φάκελο.

46      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 26 του ΚΥΚ, το οποίο αφορά τον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου, έχει εφαρμογή στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των άρθρων 11 και 81 του ΚΛΠ.

47      Κατά το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, ο ατομικός φάκελος του υπαλλήλου πρέπει να περιέχει «όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διοικητική του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά του».

48      Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι απόφαση περί επιβολής κύρωσης εκδοθείσα εις βάρος υπαλλήλου, δεδομένου ότι αφορά τη διοικητική κατάσταση του υπαλλήλου αυτού, πρέπει να περιλαμβάνεται στον ατομικό του φάκελο (απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Αποστολίδου κατά Δικαστηρίου, T‑86/97, EU:T:1998:71, σκέψη 36).

49      Υπογραμμίζεται ότι μια τέτοια απόφαση έχει καθοριστικό αντίκτυπο στη διοικητική κατάσταση υπαλλήλου όταν η πειθαρχική αρχή αποφασίζει να στηριχθεί στην απόφαση αυτή, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, για να επιβάλει στον υπάλληλο, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, νέα, αυστηρότερη πειθαρχική κύρωση. Επομένως, η απόφαση αυτή πρέπει να περιλαμβάνεται στον ατομικό φάκελο του εν λόγω υπαλλήλου.

50      Πρέπει, επιπλέον, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 26, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι «κάθε έγγραφο πρέπει να καταχωρίζεται, να αριθμείται και να ταξινομείται χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια» στον ατομικό φάκελο και ότι «το όργανο δεν δύναται ούτε να αντιτάξει στον υπάλληλο ούτε να επικαλεσθεί εναντίον του έγγραφα τα οποία [αφορούν τη διοικητική του κατάσταση], αν δεν του έχουν κοινοποιηθεί πριν από την ταξινόμησή τους».

51      Η διάταξη αυτή, η οποία εξασφαλίζει προστασία υπέρ του υπαλλήλου ως προς τις ενέργειες στις οποίες θα μπορούσε να προβεί η διοίκηση έναντι αυτού, έχει ευρύ πεδίο εφαρμογής, δεδομένου ότι εφαρμόζεται σε «κάθε» έγγραφο που «αφορ[ά] τη διοικητική […] κατάσταση» του υπαλλήλου.

52      Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 26, έβδομο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι «κάθε υπάλληλος» έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση «του συνόλου των εγγράφων» που περιέχονται στον φάκελό του και να λαμβάνει αντίγραφά τους, τούτο δε «ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του».

53      Τέλος, στο άρθρο 26, έκτο εδάφιο, του ΚΥΚ διευκρινίζεται ότι μπορεί να υπάρχει «ένας μόνο φάκελος […] για κάθε υπάλληλο», κανόνας ο οποίος, όπως και η καταχώριση, η αρίθμηση και η ταξινόμηση των εγγράφων χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια (βλ. σκέψη 50 ανωτέρω), διευκολύνει την πρόσβαση του υπαλλήλου στα έγγραφα που θα μπορούσαν να του αντιταχθούν ή να προβληθούν εναντίον του, αποτρέποντας το ενδεχόμενο τα έγγραφα αυτά να βρίσκονται διάσπαρτα σε πλήθος φακέλων.

54      Όπως προκύπτει από τα όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 47 έως 53 ανωτέρω, το άρθρο 26 του ΚΥΚ προβλέπει ένα σύνολο εγγυήσεων οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία του υπαλλήλου, αποτρέποντας το ενδεχόμενο οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τη διοίκηση και επηρεάζουν τη διοικητική του κατάσταση να στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων η ύπαρξη προκύπτει από έγγραφα που δεν έχουν περιληφθεί στον ατομικό του φάκελο (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 1972, Brasseur κατά Κοινοβουλίου, 88/71, EU:C:1972:58, σκέψεις 10 και 11, και της 2ας Απριλίου 1998, Αποστολίδου κατά Δικαστηρίου, T‑86/97, EU:T:1998:71, σκέψη 33).

55      Λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους ρόλου του ατομικού φακέλου για την προστασία και την ενημέρωση του υπαλλήλου, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια απόφαση περί επιβολής κύρωσης, ακόμη και αν έχει προηγουμένως περιληφθεί στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου, δεν μπορεί να αντιταχθεί σε αυτόν ή να προβληθεί εναντίον του όταν έχει πλέον απαλειφθεί κάθε μνεία της ως άνω απόφασης από τον εν λόγω φάκελο.

56      Πρέπει να προστεθεί ότι μια απόφαση που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν διαλαμβάνονται στον ατομικό φάκελο είναι αντίθετη προς τις εγγυήσεις του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1994, Lacruz Bassols κατά Δικαστηρίου, T‑109/92, EU:T:1994:16, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Επιπλέον, εάν παρεχόταν στη διοίκηση το δικαίωμα να στηριχθεί σε απόφαση περί επιβολής κύρωσης η οποία έχει αφαιρεθεί από τον ατομικό φάκελο υπαλλήλου, προκειμένου να συναγάγει ότι υφίσταται υποτροπή κατά την έννοια του άρθρου 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, τούτο θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 27 του εν λόγω παραρτήματος. Συγκεκριμένα, το άρθρο 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ παρέχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να ζητήσει την αφαίρεση απόφασης περί επιβολής κύρωσης από τον ατομικό του φάκελο και αναθέτει στη διοίκηση την ευθύνη να αποφασίσει αν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή. Η διοίκηση, στηριζόμενη σε μια τέτοια απόφαση περί επιβολής κύρωσης την οποία ωστόσο αποφάσισε να αφαιρέσει –κάνοντας χρήση της ευρείας εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει– από τον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου, επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να επανεντάξει την απόφαση αυτή στον εν λόγω φάκελο.

58      Συνεπώς, η πειθαρχική αρχή που στηρίζεται, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, σε πειθαρχική κύρωση της οποίας κάθε μνεία έχει απαλειφθεί από τον ατομικό φάκελο του οικείου υπαλλήλου, μετά την αποδοχή αίτησης υποβληθείσας από τον εν λόγω υπάλληλο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, προσβάλλει τα δικαιώματα που ο ΚΥΚ, ειδικότερα δε το άρθρο 26 αυτού, διασφαλίζει στους υπαλλήλους.

59      Επομένως, η Επιτροπή, η οποία έλαβε υπόψη την πρώτη πειθαρχική κύρωση προκειμένου να καθορίσει τη βαρύτητα του επίμαχου παραπτώματος και να επιβάλει τη δεύτερη πειθαρχική κύρωση, παρέβη το άρθρο 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, στο μέτρο που η πρώτη ως άνω κύρωση, της οποίας κάθε μνεία είχε απαλειφθεί από τον ατομικό φάκελο του προσφεύγοντος, δεν μπορούσε πλέον να του αντιταχθεί προς στήριξη της υποτροπής.

60      Το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 59 ανωτέρω δεν είναι δυνατόν να κλονιστεί από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

61      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ορισμένες διατάξεις του ΚΥΚ μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια πειθαρχική κύρωση που έχει επιβληθεί σε υπάλληλο, εφόσον διατηρείται στον πειθαρχικό φάκελο, μπορεί να προβληθεί κατά του υπαλλήλου ακόμη και αν κάθε μνεία της ύπαρξης της κύρωσης αυτής έχει διαγραφεί από τον ατομικό φάκελο του εν λόγω υπαλλήλου.

62      Η Επιτροπή επικαλείται συναφώς τις διατάξεις του άρθρου 86 του ΚΥΚ, τις οποίες συμπληρώνει το παράρτημα ΙΧ του ΚΥΚ. Ωστόσο, δεν διευκρινίζει με ποιον τρόπο οι διατάξεις αυτές, εξεταζόμενες από κοινού, μπορούν να στηρίξουν την επιχειρηματολογία της.

63      Η Επιτροπή επικαλείται επίσης το γεγονός ότι δεν μνημονεύεται κάποια προθεσμία στο άρθρο 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ καθώς και ότι το άρθρο αυτό αναφέρεται στη συμπεριφορά του υπαλλήλου «σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του».

64      Είναι αληθές ότι, δυνάμει των μνημονευόμενων στη σκέψη 63 ανωτέρω διατάξεων που επικαλείται η Επιτροπή, η πειθαρχική αρχή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ώστε να λάβει υπόψη την παρελθούσα διοικητική κατάσταση ενός υπαλλήλου.

65      Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν τον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου. Επομένως, δεν παρεκκλίνουν από τον απορρέοντα από τις διατάξεις του άρθρου 26 του ΚΥΚ κανόνα, κατά τον οποίο μια απόφαση περί επιβολής κύρωσης που έχει περιληφθεί στον ατομικό φάκελο υπαλλήλου δεν μπορεί να αντιταχθεί στον υπάλληλο αυτόν ή να προβληθεί εναντίον του όταν έχει πλέον απαλειφθεί κάθε μνεία της ως άνω απόφασης από τον εν λόγω φάκελο (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω).

66      Συνεπώς, οι διατάξεις που επικαλείται η Επιτροπή δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν στην πειθαρχική αρχή να λάβει υπόψη προηγούμενη κύρωση που έχει επιβληθεί σε υπάλληλο στην περίπτωση κατά την οποία, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, έχει απαλειφθεί κάθε μνεία της κύρωσης αυτής από τον ατομικό φάκελο του εν λόγω υπαλλήλου.

67      Εξάλλου, το άρθρο 26, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει την υποχρέωση να περιλαμβάνονται στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διοικητική του κατάσταση και όλες οι εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά του. Το δε άρθρο 26, έκτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει την υποχρέωση να υπάρχει ένας μόνο φάκελος για κάθε υπάλληλο. Πρέπει να προστεθεί ότι ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ δεν κάνουν λόγο για κανέναν άλλο φάκελο πλην του ατομικού φακέλου του υπαλλήλου, με εξαίρεση τον ιατρικό φάκελο που μνημονεύεται στο άρθρο 26α του ΚΥΚ.

68      Συνεπώς, ο ατομικός φάκελος έχει μοναδικότητα, με συνέπεια να απαγορεύεται η ύπαρξη, υπό οποιαδήποτε μορφή, κάθε άλλου συνόλου στοιχείων που περιέχει έγγραφα σχετικά με τη διοικητική κατάσταση του υπαλλήλου (απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1995, Μπαλτσαβιάς κατά Επιτροπής, T‑39/93 και T‑553/93, EU:T:1995:177, σκέψη 38).

69      Βεβαίως, η διοίκηση δύναται να καταρτίσει φάκελο σχετικό με μια έρευνα και, κατά περίπτωση, με την πειθαρχική διαδικασία που αφορά την έρευνα αυτή, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Ωστόσο, ένας τέτοιος φάκελος καταρτίζεται αποκλειστικά για τους σκοπούς της επίμαχης διαδικασίας (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Αποστολίδου κατά Δικαστηρίου, T‑86/97, EU:T:1998:71, σκέψη 36, και της 5ης Οκτωβρίου 2009, de Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά de Brito Sequeira Carvalho, T‑40/07 P και T‑62/07 P, EU:T:2009:382, σκέψη 96). Κατά συνέπεια, τα στοιχεία και τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο αυτόν, ιδίως δε η ενδεχόμενη απόφαση περί επιβολής κύρωσης η οποία περατώνει την ως άνω διαδικασία, δεν μπορούν να αντιταχθούν σε υπάλληλο ή να προβληθούν εναντίον του εκτός του πλαισίου της εν λόγω διαδικασίας, εκτός αν έχουν περιληφθεί στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου.

70      Από τα όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 62 έως 69 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή αβασίμως υποστηρίζει ότι ορισμένες διατάξεις του ΚΥΚ μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια πειθαρχική κύρωση η οποία έχει επιβληθεί σε υπάλληλο και διατηρείται στον πειθαρχικό του φάκελο μπορεί να προβληθεί κατά του υπαλλήλου ακόμη και αν κάθε μνεία της ύπαρξης της κύρωσης αυτής έχει διαγραφεί από τον ατομικό φάκελο του εν λόγω υπαλλήλου.

71      Δεύτερον, προκειμένου να δικαιολογήσει τη συνεκτίμηση της πρώτης κύρωσης, προς στήριξη της υποτροπής, ελλείψει οποιασδήποτε μνείας της κύρωσης αυτής στον ατομικό φάκελο του προσφεύγοντος, η Επιτροπή επικαλείται τις διατάξεις του «Κοινού καταλόγου διατήρησης φακέλων σε επίπεδο Επιτροπής», οι οποίες επιτρέπουν τη «διατήρηση των πειθαρχικών φακέλων για διάστημα 20 ετών».

72      Ο «Κοινός κατάλογος διατήρησης φακέλων σε επίπεδο Επιτροπής» καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 6 του παραρτήματος του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, παραρτήματος το οποίο τιτλοφορείται «Διατάξεις για τη διαχείριση των εγγράφων» και το οποίο εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση του εσωτερικού της κανονισμού (ΕΕ 2002, L 21, σ. 23).

73      Κατά το τιτλοφορούμενο «Διατήρηση» άρθρο 6 του παραρτήματος του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής:

«[…]

Οι διοικητικοί κανόνες και οι νομικές υποχρεώσεις καθορίζουν τον ελάχιστο χρόνο διατήρησης ενός εγγράφου.

Κάθε γενική διεύθυνση ή εξομοιούμενη υπηρεσία καθορίζει τη δομή εσωτερικής οργάνωσης για τη διατήρηση των φακέλων αυτών. Η ελάχιστη διάρκεια διατήρησης στο πλαίσιο της υπηρεσιών λαμβάνει υπόψη τον κοινό κατάλογο που καταρτίζεται, για το σύνολο της Επιτροπής, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 12.»

74      Ο «Κοινός κατάλογος διατήρησης φακέλων σε επίπεδο Επιτροπής» έχει τη μορφή πίνακα που καθορίζει τα χρονικά διαστήματα διατήρησης διαφόρων κατηγοριών φακέλων. Στη γραμμή 12.4.3 του πίνακα αυτού, η οποία φέρει τον τίτλο «Πειθαρχική διαδικασία», προβλέπεται διατήρηση εικοσαετούς διάρκειας για τις αποφάσεις περί επιβολής πειθαρχικών μέτρων.

75      Από τα όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 72 έως 74 ανωτέρω προκύπτει ότι υφίσταται νομική βάση η οποία επιτρέπει τη διατήρηση, για χρονικό διάστημα 20 ετών, των αποφάσεων περί επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων.

76      Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ιεραρχίας των κανόνων (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2008, Strack κατά Επιτροπής, T‑85/04, EU:T:2008:18, σκέψεις 39 έως 41), ο «Κοινός κατάλογος διατήρησης φακέλων σε επίπεδο Επιτροπής», δεδομένου ότι απλώς θεσπίζει εσωτερικούς κανόνες για την εφαρμογή απόφασης εκδοθείσας από την Επιτροπή (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω), δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τις προηγουμένως ερμηνευθείσες διατάξεις του ΚΥΚ (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω), ενός κανονισμού ο οποίος, δυνάμει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, είναι δεσμευτικός και γενικής ισχύος (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑110/03, EU:C:2005:223, σκέψη 33).

77      Επιπλέον, η επίμαχη ρύθμιση δεν έχει ως αντικείμενο, σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ΚΥΚ (βλ. σκέψεις 47 έως 54 ανωτέρω), τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες τα έγγραφα μπορούν να αντιταχθούν σε υπάλληλο ή να προβληθούν εναντίον του. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 του παραρτήματος του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να «εξασφαλί[σει] ότι η Επιτροπή θα μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να δώσει λογαριασμό για τα θέματα για τα οποία είναι υπόλογος», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι τα έγγραφα που φυλάσσονται πρέπει να «διατηρούν τη μνήμη του θεσμικού οργάνου, να διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών, να παρέχουν αποδείξεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες συναλλαγές και να ανταποκρίνονται στις νομικές υποχρεώσεις που έχουν οι υπηρεσίες». Επομένως, η ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να στηριχθεί, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, σε κύρωση η οποία επιβλήθηκε στο παρελθόν κατά υπαλλήλου, αλλά της οποίας κάθε μνεία έχει πλέον απαλειφθεί από τον ατομικό φάκελο του εν λόγω υπαλλήλου.

78      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση του προσφεύγοντος με την οποία προβάλλεται ότι η τριμερής ΑΣΣΠΑ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στηρίχθηκε, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, στην πρώτη κύρωση, ενώ είχε γίνει δεκτή η αίτηση που είχε υποβάλει ο προσφεύγων με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία της κύρωσης αυτής από τον ατομικό του φάκελο.

79      Επισημαίνεται ότι μια τέτοια πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ είναι ικανή να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

80      Συγκεκριμένα, αφενός, η τριμερής ΑΣΣΠΑ, όταν καθόρισε την κύρωση που έπρεπε να επιβληθεί βάσει των εννέα κριτηρίων του άρθρου 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, αφιέρωσε δεκατέσσερα σημεία της προσβαλλόμενης απόφασης, τα σημεία 37 έως 50, στην εξέταση των κριτηρίων αυτών. Μεταξύ των εν λόγω κριτηρίων, όμως, το κριτήριο της υποτροπής είναι εκείνο το οποίο εξετάστηκε με τον διεξοδικότερο τρόπο, δεδομένου ότι πέντε από τα ως άνω δεκατέσσερα σημεία αφορούν μόνον το κριτήριο αυτό.

81      Αφετέρου, από ένα εκ των χωρίων που παρατίθενται στη σκέψη 34 ανωτέρω προκύπτει ότι η τριμερής ΑΣΣΠΑ έκρινε ότι οι επίμαχες στις δύο διαδικασίες πράξεις ήταν παρεμφερείς, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του «προδήλως απατηλού», κατά την άποψή της, χαρακτήρα των πράξεων που προσάπτονταν στον προσφεύγοντα κατά τον χρόνο της επιβολής της πρώτης κύρωσης. Επιπλέον, από το χωρίο που παρατίθεται στη σκέψη 35 ανωτέρω προκύπτει ότι η ομοιότητα αυτή και, κατά συνέπεια, η επανάληψη της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος παρά την κύρωση που του είχε επιβληθεί στο παρελθόν θεωρήθηκαν από την τριμερή ΑΣΣΠΑ ως επιβαρυντική περίσταση η οποία διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή της κύρωσης.

82      Επομένως, η συνεκτίμηση της πρώτης κύρωσης από την τριμερή ΑΣΣΠΑ άσκησε καθοριστική επιρροή στην επιλογή της κύρωσης που επιβλήθηκε. Κατά συνέπεια, η διαπιστωθείσα στη σκέψη 78 ανωτέρω πλάνη περί το δίκαιο, η οποία οδήγησε την τριμερή ΑΣΣΠΑ να λάβει, εσφαλμένως, υπόψη την πρώτη κύρωση προς στήριξη της υποτροπής, πρέπει να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

83      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί χωρίς να χρειάζεται, αφενός, να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων και, αφετέρου, να κριθεί το παραδεκτό των εγγράφων που προσκόμισαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν αυτής (βλ. σκέψεις 20 έως 22 ανωτέρω).

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 21ης Αυγούστου 2019 με την οποία επιβλήθηκε στον IP η πειθαρχική κύρωση της λύσης, χωρίς προειδοποίηση, της σύμβασης εργασίας του.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Reine

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 6 Οκτωβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.