Language of document : ECLI:EU:T:2012:415

Υπόθεση T‑565/08

Corsica Ferries France SAS

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Τομέας των θαλάσσιων εσωτερικών μεταφορών — Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος — Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς — Κοινωνική πολιτική των κρατών μελών — Ενίσχυση λόγω αναδιαρθρώσεως — Αποτελέσματα δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως πράξεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 11ης Σεπτεμβρίου 2012

1.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ)

2.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων — Σχέση μεταξύ της υποχρέωσης αιτιολογίας και της τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου

(Άρθρα 253 EΚ και 287 EΚ)

3.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Διοικητική διαδικασία — Υποχρέωση της Επιτροπής να οχλήσει τους ενδιαφερομένους για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους — Μη δυνατότητα επικλήσεως των δικαιωμάτων άμυνας εκ μέρους των ενδιαφερομένων

(Άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 253 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος — Ορισμός των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος — Εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών — Όρια — Περιορισμένος έλεγχος της Επιτροπής σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης

(Άρθρο 86 § 2 ΕΚ)

6.      Συνθήκη ΕΚ — Καθεστώτα ιδιοκτησίας — Ελευθερία των κρατών μελών να αναλάβουν οικονομικές δραστηριότητες — Σχέση με τις διατάξεις σε θέματα κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 295 ΕΚ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Εκτίμηση με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή — Αναγκαιότητα συγκρίσεως της συμπεριφοράς ενός ιδιώτη επενδυτή με τη συμπεριφορά μιας ιδιωτικής εταιρίας holding ή ενός ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που ενεργεί με γνώμονα την προοπτική μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Εκτίμηση με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή — Συνεκτίμηση της κοινωνικής ευθύνης ενός επιχειρηματία και του επιχειρηματικού πλαισίου — Συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Εκτίμηση με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή — Υποχρέωση της Επιτροπής να προσδιορίσει επακριβώς τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους προκειμένου να μπορέσει να προσδιορίσει τους ιδιώτες επενδυτές αναφοράς — Πλάνη περί το δίκαιο σε περίπτωση παράλειψης του προσδιορισμού αυτού

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

10.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Νομικός χαρακτήρας — Ερμηνεία βάσει αντικειμενικών στοιχείων — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

11.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή — Εισφορά κεφαλαίου — Χρονική σύμπτωση των ιδιωτών και των δημόσιων επενδυτών — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

12.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Έννοια — Παρέμβαση του Δημοσίου που παρέχει ελάφρυνση από επιβαρύνσεις που βαρύνουν συνήθως τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης — Εμπίπτει — Προκαταβολή σε τρεχούμενο λογαριασμό υπέρ του απολυθέντος προσωπικού μιας επιχείρησης προοριζόμενη για τη χρηματοδότηση του κόστους των μελλοντικών συμπληρωματικών αποζημιώσεων — Εμπίπτουν

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 42)

2.      Δυνάμει του άρθρου 287 ΕΚ, τα μέλη των θεσμικών οργάνων, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Κοινότητας οφείλουν να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικό απόρρητο. Ωστόσο, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων των θεσμικών οργάνων την οποία επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ, η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλει το άρθρο 287 ΕΚ δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ελλιπή αιτιολόγηση. Πράγματι, η υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου δεν μπορεί να ερμηνευθεί τόσο διασταλτικά ώστε να καταστεί χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο η υποχρέωση αιτιολογήσεως, προς βλάβη των δικαιωμάτων άμυνας των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων διαδίκων. Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας αποφάσεως ληφθείσας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί να καθορίζεται με γνώμονα το συμφέρον προς πληροφόρηση μόνον του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η απόφαση αυτή. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το κράτος μέλος έχει λάβει από την Επιτροπή αυτό που ζήτησε, δηλαδή την έγκριση του σχεδίου του ενισχύσεως, το συμφέρον του να λάβει αιτιολογημένη απόφαση μπορεί, αντιθέτως προς το συμφέρον των ανταγωνιστών του δικαιούχου της ενισχύσεως, να είναι ελάχιστο.

(βλ. σκέψη 43)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 44)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 50)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 56, 65)

6.      Η επέμβαση των δημοσίων αρχών στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως, υπό οποιαδήποτε μορφή και αν γίνεται αυτό, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, η Συνθήκη ΕΚ, κατά το άρθρο της 295, δεν επηρεάζει το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη. Έτσι, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αναλάβουν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικές δραστηριότητες, ακριβώς όπως και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η αρχή αυτή της ίσης μεταχείρισης του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επενδύσουν σε οικονομικές δραστηριότητες και ότι τα κεφάλαια που τίθενται από το κράτος στη διάθεση μιας επιχειρήσεως, άμεσα ή έμμεσα, υπό συνθήκες οι οποίες ανταποκρίνονται στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις.

(βλ. σκέψεις 76-77)

7.      Για τους σκοπούς της εφαρμογής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, επιβάλλεται απαραιτήτως η διάκριση μεταξύ των υποχρεώσεων που πρέπει να αναλάβει το Δημόσιο ως επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα και των υποχρεώσεων που μπορεί να υπέχει ως δημόσια αρχή. Συγκεκριμένα, όταν το Δημόσιο προβαίνει σε επένδυση στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, η συμπεριφορά του Δημοσίου ουδέποτε μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ενός επιχειρηματία ή ενός ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

Ωστόσο, διακρίνοντας μεταξύ των οικονομικών δραστηριοτήτων, αφενός, και των ενεργειών στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η συμπεριφορά του ιδιώτη επενδυτή, με την οποία πρέπει να συγκριθεί η συμπεριφορά του Δημοσίου που ενεργεί ως επενδυτής, δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη στη συμπεριφορά του κοινού επενδυτή που επενδύει κεφάλαια με προοπτική την αποδοτικότητά τους κατά το μάλλον ή ήττον βραχυπροθέσμως. Η συμπεριφορά αυτή πρέπει, τουλάχιστον, να αντιστοιχεί προς τη συμπεριφορά μιας ιδιωτικής εταιρίας holding ή ενός ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που ακολουθούν διαρθρωτική πολιτική, γενική ή κλαδική, με γνώμονα την προοπτική μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας.

(βλ. σκέψεις 79-80)

8.      Είναι απαραίτητο ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων να εκφράζει την εξέλιξη τόσο του περιεχομένου των εθνικών κοινωνικών νομοθεσιών όσο και της πρακτικής των κοινωνικών σχέσεων στους μεγάλους ομίλους επιχειρήσεων, όσον αφορά τις επενδύσεις που πραγματοποιούν ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά και τις επενδύσεις που πραγματοποιεί το Δημόσιο, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και χωρίς να εξουδετερώνεται η πρακτική της αποτελεσματικότητα.

Σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς, ο συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν μπορεί, αφενός, να αποποιηθεί την ευθύνη του έναντι του συνόλου των ενδιαφερομένων παραγόντων της επιχείρησης και, αφετέρου, να μη λάβει υπόψη του την εξέλιξη του κοινωνικού, οικονομικού και περιβαλλοντικού πλαισίου εντός του οποίου προσπαθεί να αναπτυχθεί. Τα ζητήματα της κοινωνικής ευθύνης και του επιχειρηματικού πλαισίου ενδέχεται, πράγματι, να έχουν σημαντική επιρροή σε συγκεκριμένες αποφάσεις καθώς και στον στρατηγικό προσανατολισμό ενός συνετού ιδιώτη επιχειρηματία. Η μακροπρόθεσμη οικονομική λογική της συμπεριφοράς ενός συνετού ιδιώτη επιχειρηματία δεν μπορεί επομένως να εκτιμηθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες αυτοί.

Προς τούτο, η καταβολή από ιδιώτη επενδυτή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως ενδέχεται, κατ’ αρχήν, να αποτελεί νόμιμη και εύλογη πρακτική, αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων, με σκοπό τον ειρηνικό κοινωνικό διάλογο και τη διαφύλαξη του κύρους της επωνυμίας της εταιρίας ή του ομίλου εταιριών. Συγκεκριμένα, το κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως δεν είναι ταυτόσημο με το κόστος της κοινωνικής κάλυψης το οποίο βαρύνει κατ’ ανάγκη το κράτος σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρίας. Βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα καταβολής συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως σε περίπτωση εκκαθάρισης δημόσιας επιχείρησης, έστω και αν οι υποχρεώσεις τους δεν μπορούν a priori να υπερβούν τις ελάχιστες απαιτούμενες εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις.

Εντούτοις, η ανάληψη του πρόσθετου αυτού κόστους, λόγω εύλογων ανησυχιών, δεν μπορεί να γίνεται για αποκλειστικά κοινωνικό, ή ακόμα και πολιτικό, σκοπό, διότι τότε εκφεύγει από το πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Επομένως, η ανάληψη κόστους που υπερβαίνει τις αναγκαίες εκ του νόμου και εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις, εάν δεν δικαιολογείται οικονομικά, έστω και μακροπρόθεσμα, πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Συναφώς, η προστασία της εικόνας ενός κράτους μέλους που ενεργεί ως συνολικός επενδυτής στην οικονομία της αγοράς δεν μπορεί να αποτελεί, αν δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και δεν υφίσταται ιδιαίτερα πειστική αιτιολογία, επαρκή δικαιολογία για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της αναλήψεως πρόσθετου κόστους, όπως οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως. Το να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τη μη ύπαρξη ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ αναφερόμενη εν συντομία στην εικόνα ενός κράτους μέλους, ως συνολικού παράγοντα, αφενός, στρεβλώνει τις συνθήκες του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά υπέρ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κράτη μέλη στα οποία ο δημόσιος οικονομικός τομέας είναι συγκριτικά περισσότερο ανεπτυγμένος ή στα οποία ο κοινωνικός διάλογος είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένος και, αφετέρου, μετριάζει αδικαιολόγητα την πρακτική αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων σε θέματα κρατικών ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 81-85)

9.      Στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εναπόκειται στην Επιτροπή, εφαρμόζοντας το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει, να προσδιορίσει τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους, ιδίως σε γεωγραφικό και τομεακό επίπεδο, σε σχέση με τις οποίες πρέπει να εκτιμηθεί η ορθότητα της μακροπρόθεσμης οικονομικής συμπεριφοράς του.

Συγκεκριμένα, ελλείψει επαρκώς σαφούς προσδιορισμού των οικείων οικονομικών δραστηριοτήτων, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση, αφενός, να προσδιορίσει τους ιδιώτες επενδυτές αναφοράς και, στη συνέχεια, να εξακριβώσει, βάσει αντικειμενικών και αξιόπιστων στοιχείων, αν υφίσταται πάγια πρακτική των επενδυτών αυτών. Αφετέρου, ελλείψει ενός τέτοιου μέτρου σύγκρισης, ο προσδιορισμός των οικείων οικονομικών δραστηριοτήτων είναι απαραίτητος για να καταστεί δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη εύλογης και επαρκώς βάσιμης πιθανότητας ότι το κράτος μέλος θα αποκομίσει έμμεσο κέρδος από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, έστω και μακροπρόθεσμα.

Ελλείψει του ορισμού αυτού, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα να ελέγξει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα του επίμαχου μέτρου. Ως προς αυτό το σημείο, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

(βλ. σκέψεις 86-87, 94)

10.    Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως ορίζεται στη Συνθήκη, είναι νομικής φύσεως και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, καταρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς που του έχει υποβληθεί όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο όσον αφορά το κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ο δικαστής της Ένωσης οφείλει ιδίως να ελέγχει όχι μόνο την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα.

(βλ. σκέψη 88)

11.    Για να προσδιοριστεί αν μια εισφορά κεφαλαίου του Δημοσίου ενέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να εκτιμηθεί αν ο ιδιώτης επενδυτής θα προέβαινε, υπό παρόμοιες συνθήκες, σε μια τέτοια εισφορά. Εφόσον τα κεφάλαια διατέθηκαν από το Δημόσιο στην επιχείρηση, αμέσως ή εμμέσως, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις, βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Πρέπει έτσι να θεωρηθεί ότι εισφορά κεφαλαίου από δημόσιους πόρους πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και δεν συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως, μεταξύ άλλων, αν η εισφορά αυτή γίνεται συγχρόνως με σημαντική εισφορά κεφαλαίου εκ μέρους του ιδιώτη επενδυτή η οποία πραγματοποιείται υπό παρόμοιους όρους.

Η χρονική σύμπτωση των εισφορών των ιδιωτών και των δημόσιων επενδυτών μπορεί, το πολύ, να αποτελέσει ένδειξη προς την κατεύθυνση της μη υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, οι εισφορές πρέπει να πραγματοποιούνται υπό παρόμοιους όρους. Δεδομένου ότι σκοπός του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή είναι να συγκριθεί η συμπεριφορά του Δημοσίου με τη συμπεριφορά ενός υποθετικού ιδιώτη επενδυτή, δεν αμφισβητείται ότι η ύπαρξη επενδυτών πρόθυμων να επενδύσουν ταυτόχρονα σημαντικά ποσά συνηγορεί υπέρ της πληρώσεως του κριτηρίου. Ωστόσο, για να εκτιμηθεί η νομιμότητα των συγκεκριμένων εισφορών σε σχέση με τους κοινοτικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων. Επομένως, η χρονική πτυχή είναι προφανώς σημαντική, αλλά η χρονική σύμπτωση δεν μπορεί, μόνο αυτή, να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ως επαρκής.

Συνεπώς, στον βαθμό που η χρονική σύμπτωση πρέπει να εκτιμηθεί απλώς ως ένδειξη προς την κατεύθυνση της μη υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν μπορεί λογικά να εκτιμηθεί περιοριστικά.

(βλ. σκέψεις 115, 117-118)

12.    Σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, το γεγονός και μόνο ότι ένα μέτρο επιδιώκει κοινωνικό σκοπό δεν αρκεί προκειμένου να αποκλειστεί ο εκ προοιμίου χαρακτηρισμός παρόμοιου μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους. Η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει και παρεμβάσεις του Δημοσίου οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν κανονικά τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως.

Η έννοια της ενισχύσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι αναλαμβάνεται από το Δημόσιο μια εκ του νόμου επιβαλλόμενη υποχρέωση, αλλά μάλλον ότι παρέχεται μια ελάφρυνση από τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως. Ο ορισμός του τι αποτελεί επιβάρυνση που εμπίπτει στην τρέχουσα διαχείριση της επιχειρήσεως δεν μπορεί επομένως, εκ φύσεως, να περιοριστεί στις εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις. Ομοίως, το γεγονός ότι άμεσοι δικαιούχοι της ενισχύσεως σε πρόσωπα είναι εργαζόμενοι δεν αρκεί για να αποδειχθεί η μη ύπαρξη ενισχύσεως προς τον εργοδότη τους.

Όσον αφορά μέτρο που συνίσταται σε προκαταβολή υπέρ του απολυθέντος προσωπικού μιας επιχείρησης σε τρεχούμενο λογαριασμό στην οποία συγκατατέθηκε δημόσιος φορέας, η οποία προορίζεται για τη χρηματοδότηση του κόστους των μελλοντικών συμπληρωματικών αποζημιώσεων ενός πιθανού σχεδίου μειώσεως του προσωπικού το οποίο θα εφάρμοζαν οι αγοραστές, το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο δεν απορρέει από νόμιμες και συμβατικές υποχρεώσεις δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλείσει ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Περαιτέρω, η ύπαρξη δεσμευμένου λογαριασμού, στον οποίο κατατέθηκαν τα κεφάλαια για τις ενισχύσεις σε πρόσωπα, μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τους εργαζομένους της επιχείρησης να αποχωρήσουν από αυτήν ή, έστω, να αποχωρήσουν χωρίς να διαπραγματευτούν την αποχώρησή τους, ειδικότερα όσον αφορά την ενδεχόμενη χορήγηση συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, πράγμα που σε κάθε περίπτωση θα δημιουργούσε έμμεσο οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της επιχείρησης αυτής.

Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον χαρακτηρισμό των μέτρων ενισχύσεως σε πρόσωπα ως μέτρων που δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 136-137, 139, 143-144, 147)