Language of document : ECLI:EU:C:2003:560

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Οκτωβρίου 2003 (1)

«.ρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας - Δημόσιες συμβάσεις - Οδηγία 93/36/ΕΟΚ - Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων προμηθειών - Εσφαλμένη ερμηνεία ως προς το κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς - Ματαίωση αναθέσεως της συμβάσεως»

Στην υπόθεση C-244/02,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Kauppatalo Hansel Oy

και

Imatran kaupunki,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως (ΕΕ L 328, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Schintgen, πρόεδρο τμήματος, Β. Σκουρή (εισηγητή) και N. Colneric, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: R. Grass

αφού ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο ότι προτίθεται να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας,

αφού κάλεσε τους ενδιαφερομένους που αναφέρονται στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1.
    Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουλίου 2002, το Korkein hallinto-oikeus υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως (ΕΕ L 328, σ. 1, στο εξής: οδηγία 93/36).

2.
    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Kauppatalo Hansel Oy (στο εξής: Hansel) και του Imatran kaupunki (στο εξής: Δήμος της Imatra) (Φινλανδία), σχετικά με την εκ μέρους της τελευταίας μη σύναψη της δημόσιας συμβάσεως για την προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος για την οποία η Hansel είχε υποβάλει προσφορά.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3.
    Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36 ορίζει:

«Οι αναθέτουσες αρχές ενημερώνουν το συντομότερο δυνατόν, και γραπτώς εφόσον τους ζητηθεί, τους υποψηφίους και τους προσφέροντες, για τις ληφθείσες σχετικά με την ανάθεση της σύμβασης αποφάσεις, καθώς και για τους λόγους για τους οποίους αποφάσισαν να μη συνάψουν κάποια προκηρυχθείσα σύμβαση, ή να κινήσουν εκ νέου την διαδικασία. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται και στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

4.
    Η οδηγία 93/36 μεταφέρθηκε στο φινλανδικό δίκαιο με τον julkisista hankinnoista annettu laki (νόμο περί των δημοσίων συμβάσεων) 1505/1992, όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 1523/1994, 725/1995, 1247/1997 και 633/1999 (στο εξής: νόμος 1505/1992).

5.
    Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 1505/1992, οι εθνικές και δημοτικές αρχές, καθώς και οι λοιπές αναθέτουσες αρχές που διαλαμβάνονται στον εν λόγω νόμο, οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις του κατά τη διοργάνωση διαγωνισμού και να διασφαλίζουν στους μετέχοντες ίση και χωρίς διακρίσεις μεταχείριση. Κατά το άρθρο 2 του νόμου αυτού, οι αναθέτουσες αρχές είναι, μεταξύ άλλων, οι δημοτικές αρχές.

6.
    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 1505/1992 αναφέρει ότι κατά την ανάθεση της συμβάσεως πρέπει να αξιοποιούνται όλες οι υφιστάμενες δυνατότητες ανταγωνισμού.

7.
    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου 1505/1992 ορίζει ότι η σύμβαση πρέπει να συνάπτεται με τους πλέον συμφέροντες όρους, που προσδιορίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια της χαμηλότερης τιμής ή της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς.

8.
    Οι διαδικασίες σύναψης των δημοσίων συμβάσεων στη Φινλανδία διέπονται διεξοδικότερα από το asetus kynnysarvot ylittävistä tavara- ja palveluhankinnoista sekä rakennusurakoista (διάταγμα περί των συμβάσεων προμηθειών και παροχής υπηρεσιών και των συμβάσεων δημοσίων έργων των οποίων η αξία υπερβαίνει το κατώτατο όριο που προβλέπει η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση) 380/1998 (Suomen säädöskokoelma αριθ. 378-381, σ. 1210, στο εξής: διάταγμα 380/1998).

9.
    Το άρθρο 19, παράγραφος 4, του διατάγματος 380/1998 ορίζει:

«Οι αναθέτουσες αρχές ενημερώνουν το συντομότερο δυνατόν, και γραπτώς εφόσον τους ζητηθεί, τους υποψηφίους και τους προσφέροντες, για τις ληφθείσες σχετικά με την ανάθεση της σύμβασης αποφάσεις, καθώς και για τους λόγους για τους οποίους αποφάσισαν να μη συνάψουν κάποια προκηρυχθείσα σύμβαση, ή να κινήσουν εκ νέου την διαδικασία. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται και στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10.
    Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, ως αναθέτουσα αρχή, ο Δήμος της Imatra απηύθυνε σε 20 εταιρίες ηλεκτρικού ρεύματος πρόσκληση προς υποβολή προσφορών για την ανάθεση της συμβάσεως προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος για ορισμένες περιοχές του Δήμου αυτού, όπως είχαν εξατομικευθεί στην πρόσκληση, για το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιουλίου 2000 έως 30 Ιουλίου 2001. Η πρόσκληση υποβολής προσφορών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 2 Μαρτίου 2000 στην Julkiset Hankinnat (τμήμα σχετικό με τις δημόσιες συμβάσεις της Επίσημης Εφημερίδας της Φινλανδίας), ανέφερε ως κριτήριο για την ανάθεση της συμβάσεως την πιο χαμηλή τιμή.

11.
    Μεταξύ των προσφορών που περιήλθαν στον Δήμο της Imatra εντός της ταχθείσας προθεσμίας, εκείνη της Hansel πρότεινε τη χαμηλότερη τιμή.

12.
    Κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μα.ου 2000, η Imatran tekninen lautakunta (τεχνική επιτροπή του Δήμου της Imatra, στο εξής: τεχνική επιτροπή) συνειδητοποίησε ότι η αλλαγή προμηθευτή θα δημιουργούσε συμπληρωματικά έξοδα τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφορά που υπέβαλε ο τότε προμηθευτής, η εταιρία Imatran Seudun Sähkö Oy, θα ήταν η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς από συνολικής απόψεως.

13.
    Οι τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου της Imatra ετοίμασαν ένα σχέδιο αποφάσεως σύμφωνα με το οποίο η σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος που είχε συναφθεί με την Imatran Seudun Sähkö Oy θα συνεχιζόταν για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2000 έως 30 Ιουνίου 2001. Ωστόσο, το σχέδιο αυτό απαλείφθηκε από την ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της τεχνικής επιτροπής, οπότε η ανάθεση της συμβάσεως δεν πραγματοποιήθηκε με βάση την επίμαχη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών.

14.
    Την 31η Αυγούστου 2000, ο Δήμος της Imatra δημοσίευσε νέα πρόσκληση υποβολής προσφορών, στην οποία, κατόπιν πληρέστερης αποτιμήσεως του συνολικού κόστους της συμβάσεως, η ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος που αποτελούσε αντικείμενο της συμβάσεως εκτιμήθηκε σε 25 GWh κατ' έτος, αντί των 16 GWh κατ' έτος που προέβλεπε η προηγούμενη πρόσκληση υποβολής προσφορών, ώστε να διασφαλιστεί ότι η καλύτερη προσφορά θα είναι επίσης η πλέον συμφέρουσα από συνολική οικονομική άποψη. Στη νέα διαδικασία, η καλύτερη προσφορά υποβλήθηκε από την εταιρία Lappeenrannan Energia Oy, στην οποία ανατέθηκε η σύμβαση.

15.
    Η Hansel άσκησε ενώπιον του Kilpailuneuvosto (συμβουλίου ανταγωνισμού) (Φινλανδία) προσφυγή κατά της αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής να διακόψει τη διαδικασία αναθέσεως που κινήθηκε με τη δημοσίευση της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών στις 2 Μαρτίου 2000, ζητώντας απ' αυτήν να ακυρώσει αυτή την απόφαση και να υποχρεώσει τον Δήμο της Imatra να προβεί στη σύγκριση των προσφορών οι οποίες είχαν υποβληθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων ή, επικουρικώς, να της καταβάλει αποζημίωση ανερχόμενη στο 15 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως.

16.
    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Hansel προέβαλε ειδικότερα ότι ο Δήμος της Imatra δεν μπορούσε δικαιολογημένα να απορρίψει την προσφορά που πληρούσε τα απαιτούμενα κριτήρια και να διακόψει τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως και ότι η οργάνωση νέας διαδικασίας που υποκαθιστούσε το αρχικό κριτήριο αναθέσεως της συμβάσεως, δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή, με εκείνο της πλέον συμφέρουσας από συνολική οικονομική άποψη προσφοράς, ήταν παράνομη. Η Hansel υποστήριζε ακόμη ότι η νέα διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως συνιστούσε συνεδρίαση διαπραγματεύσεως. Κατ' αυτήν, ο Δήμος της Imatra επεδίωξε, μέσω της πρώτης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, να σχηματίσει μια ιδέα ως προς τις τιμές και εν συνεχεία κίνησε νέα διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί τις τιμές των προσφορών που είχαν υποβληθεί χρησιμοποιώντας τα στοιχεία τα οποία κατέστησαν δημόσια κατά την πρώτη πρόσκληση υποβολής προσφορών.

17.
    Το Kilpailuneuvosto απέρριψε την προσφυγή αυτή. Ειδικότερα, διαπίστωσε ότι, με εξαίρεση την υποχρέωση ενημερώσεως, δεν υφίσταται ρητή ρύθμιση σχετικά με τη διακοπή μιας διαδικασίας διαγωνισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη. Θεωρώντας ότι μια τέτοια διακοπή είναι δυνατή μόνον αν δικαιολογείται δεόντως, το Kilpailuneuvosto έκρινε ότι ο Δήμος της Imatra είχε σοβαρό λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 5 του νόμου 1505/1992, με βάση το γενικό συμφέρον και την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των δημοσίων πόρων.

18.
    Συναφώς, το Kilpailuneuvosto διαπίστωσε ότι η προετοιμασία της διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών ήταν πλημμελής αφού δεν ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά με το κόστος του σχεδίου στοιχεία. Πάντως, ο Δήμος της Imatra δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να συνάψει τη σύμβαση η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα αύξηση των συνολικών του δαπανών. Το Kilpailuneuvosto έκρινε εξάλλου ότι η νέα διαδικασία που κινήθηκε για τη δεύτερη πρόσκληση υποβολής προσφορών δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συνεδρίαση διαπραγματεύσεως.

19.
    Η Hansel εφεσίβαλε την απόφαση του Kilpailuneuvosto ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus, ζητώντας απ' αυτό να εξαφανίσει την απόφαση και να καταδικάσει τον Δήμο της Imatra στην καταβολή αποζημιώσεως που να ανέρχεται στο 15 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως.

20.
    Με τη διάταξή του περί παραπομπής, το Korkein hallinto-oikeus παρατηρεί ότι, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν στη φινλανδική κανονιστική ρύθμιση ιδιαίτερες διατάξεις που να διέπουν τη διακοπή μιας διαδικασίας διαγωνισμού που έχει ήδη αρχίσει, εκτός από τις διατάξεις περί της υποχρεώσεως προς ενημέρωση, η εξέταση της υποθέσεως επιβάλλει την ερμηνεία των σχετικών κοινοτικών διατάξεων προκειμένου να εξακριβωθεί αν ο Δήμος της Imatra παρανόμως διέκοψε, χωρίς να αναθέσει τη σύμβαση, τη διαδικασία διαγωνισμού που στηριζόταν στο κριτήριο της χαμηλότερης τιμής, με τη δικαιολογία ότι το περιεχόμενο της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών δεν του επέτρεπε να δεχθεί την πλέον συμφέρουσα προσφορά ως προς το συνολικό οικονομικό κόστος.

21.
    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο δέχεται ως αποδειχθέντα ότι, αφενός, η αναθέτουσα αρχή μόνο μετά την παραλαβή των προσφορών συνειδητοποίησε το γεγονός ότι το συνολικό κόστος αγοράς του ηλεκτρικού ρεύματος επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες και δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά από την τιμή του ρεύματος και, αφετέρου, η μη σύναψη της συμβάσεως σύμφωνα με το κριτήριο που ανακοινώθηκε με την πρώτη πρόσκληση υποβολής προσφορών επιβαλλόταν από τη μέριμνα να μη γίνει δεκτή η προσφορά η οποία δεν θα ήταν η πλέον συμφέρουσα από συνολική οικονομική άποψη.

22.
    Αναφερόμενο στην απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-27/98, Fracasso και Leitschutz (Συλλογή 1999, σ. Ι-5697), το Korkein hallinto-oikeus υπογραμμίζει ότι η απόφαση αυτή δεν επιτρέπει να επιλυθεί το ζήτημα αν η αναθέτουσα αρχή έχει την ευχέρεια να διακόπτει τη διαδικασία διαγωνισμού, ελλείψει ρητών διατάξεων, ή το ζήτημα αν το γεγονός ότι ο λόγος μιας τέτοιας διακοπής οφείλεται σε σφάλμα εκτιμήσεως που επηρεάζει το περιεχόμενο της προσκλήσεως υποβολής προσφορών ασκεί επιρροή για την εκτίμηση της δικαιολογίας διακοπής της διαδικασίας.

23.
    Με βάση στις σκέψεις αυτές, το Korkein hallinto-oikeus αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)    .χει η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω του περιεχομένου της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση, με βάση την εν λόγω πρόσκληση, με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά;

2)    .χει σημασία, όσον αφορά το επιτρεπτό της διακοπής του διαγωνισμού, το γεγονός ότι η πρόσκληση προς υποβολή προσφορών είναι πλημμελής λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

24.
    Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά.

25.
    Θεωρώντας ότι η απάντηση στα κατ' αυτόν τον τρόπο αναδιατυπωθέντα ερωτήματα μπορεί σαφώς να συναχθεί από τη νομολογία του, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο ότι προτίθεται να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη και κάλεσε τους ενδιαφερομένους που αναφέρει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού.

26.
    Κανείς από τους προαναφερθέντες ενδιαφερομένους δεν διατύπωσε αντίρρηση ως προς την πρόθεση του Δικαστηρίου να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, περιλαμβάνουσα παραπομπές στην υφιστάμενη νομολογία του.

27.
    Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η μοναδική διάταξη της οδηγίας 93/36, η οποία αφορά συγκεκριμένα την απόφαση να ματαιωθεί η σύναψη συμβάσεως για την οποία υπήρχε ανταγωνισμός, είναι το άρθρο 7, παράγραφος 2, αυτής, το οποίο προβλέπει ιδίως ότι οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν, σε περίπτωση που αποφάσισαν να ματαιώσουν διαδικασία αναθέσεως, να ενημερώσουν, το συντομότερο δυνατόν, τους υποψηφίους και τους υποβαλόντες προσφορές ως προς τους λόγους της αποφάσεώς τους.

28.
    Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει την έκταση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως των λόγων της ματαιώσεως της αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως στα πλαίσια της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54), όπως αναδιατυπώνεται με την οδηγία 97/52 (στο εξής: οδηγία 93/37), καθώς και στα πλαίσια της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), όπως αναδιατυπώνεται με την οδηγία 97/52 (στο εξής: οδηγία 92/50), οι οποίες περιλαμβάνουν, στα άρθρα 8, παράγραφος 2, και 12, παράγραφος 2, αυτών, διατάξεις διατυπωμένες σε όρους κατ' ουσίαν ταυτόσημους προς εκείνους του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36.

29.
    Ειδικότερα, στις σκέψεις 23 και 25 της προπαρατεθείσας αποφάσεώς του Fracasso και Leitschutz, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 δεν προβλέπει ότι η ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να μη συνάψει σύμβαση δημοσίων έργων για την οποία υπήρχε ανταγωνισμός, την οποία σιωπηρώς δέχεται η οδηγία 93/37, πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή να στηρίζεται οπωσδήποτε σε σοβαρούς λόγους.

30.
    Εξάλλου, στη σκέψη 41 της αποφάσεώς του της 18ης Ιουνίου 2002, C-92/00, ΗΙ (Συλλογή 2002, σ. Ι-5553), το Δικαστήριο τόνισε ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι, μολονότι επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή, οσάκις αποφασίζει να ανακαλέσει την προκήρυξη διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών, να κοινοποιεί τους λόγους της αποφάσεώς της προς τους υποψηφίους και τους υποβαλόντες προσφορές, δεν συνεπάγεται, πάντως, την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να ολοκληρώνει τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως.

31.
    Στη σκέψη 52 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΗΙ, το Δικαστήριο διασαφήνισε ακόμη ότι, αν και αληθεύει ότι, πλην της επιταγής κοινοποιήσεως της αιτιολογίας της ανακλήσεως της προκηρύξεως διαγωνισμού, η οδηγία 92/50 δεν περιλαμβάνει καμία συγκεκριμένη διάταξη αφορώσα τις ουσιαστικές ή τυπικές προϋποθέσεις της οικείας αποφάσεως, γεγονός παραμένει ότι η απόφαση υπόκειται στους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου και ιδίως στις καθιερωθείσες με τη Συνθήκη ΕΚ αρχές που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

32.
    Ειδικότερα, ερμηνεύοντας την επιταγή κοινοποιήσεως των λόγων επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση για την ανάκληση της προκηρύξεως του διαγωνισμού, όπως προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50, ενόψει του διττού στόχου της υποβολής προσφορών και της διαφάνειας που επιδιώκει η οδηγία αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιταγή αυτή υπαγορεύεται ακριβώς από τη μέριμνα διασφαλίσεως ενός ελάχιστου επιπέδου διαφανείας στα πλαίσια των διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων επί των οποίων εφαρμόζεται η οδηγία και, συνακόλουθα, της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (προπαρατεθείσα απόφαση ΗΙ, σκέψεις 43 έως 46).

33.
    Το Δικαστήριο κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι, παρά το γεγονός ότι η οδηγία 92/50 δεν διέπει συγκεκριμένα τις λεπτομέρειες ανακλήσεως προκηρύξεως διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών, πάντως, οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν, οσάκις εκδίδουν σχετική απόφαση, να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης εν γένει και ειδικότερα την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας (προπαρατεθείσα απόφαση ΗΙ, σκέψη 47).

34.
    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι οδηγίες 92/50, 93/36 και 93/37, οι οποίες συνιστούν, στο σύνολό τους, τον σκληρό πυρήνα του κοινοτικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων και αποσκοπούν στην επίτευξη παρεμφερών σκοπών στους αντίστοιχους τομείς εφαρμογής τους (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-513/99, Concordia Bus Finland, Συλλογή 2002, σ. Ι-7213, σκέψη 90).

35.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ερμηνευθούν κατά διαφορετικό τρόπο διατάξεις εμπίπτουσες στον ίδιο τομέα του κοινοτικού δικαίου και έχουσες ουσιαστικά πανομοιότυπη διατύπωση (προπαρατεθείσα απόφαση Concordia Bus Finland, σκέψη 91).

36.
    Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

37.
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή και η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus, με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2002, αποφαίνεται:

Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Λουξεμβούργο, 16 Οκτωβρίου 2003.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

Β. Σκουρής


1: Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.