Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 24 Ιουνίου 2021 ο Enrico Falqui κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο πενταμελές τμήμα) στις 5 Μαΐου 2021 στην υπόθεση T-695/19, Enrico Falqui κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

(Υπόθεση C-391/21 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Enrico Falqui (εκπρόσωποι: F. Sorrentino, A. Sandulli, avvocati)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

την αναίρεση της αποφάσεως 1000680 της 5ης Μαΐου 2021 του Γενικού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, την ακύρωση του σημειώματος της 8ης Ιουλίου 2019 (και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, του σχεδίου απόφασης και της γνώμης της νομικής υπηρεσίας επί της οποίας στηρίζεται το σημείωμα), καθώς και την καταβολή των ποσών που παρακρατήθηκαν αδικαιολογήτως από τη σύνταξή του και την καταδίκη του Κοινοβουλίου στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, ο αναιρεσείων προβάλλει πέντε λόγους:

Πρώτος λόγος: παράβαση της αποφάσεως του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008, σχετικά με «Μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».

Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 75 της προαναφερθείσας αποφάσεως. Αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το εν λόγω άρθρο δεν προβλέπει ότι στις συντάξεις οι οποίες έχουν ήδη χορηγηθεί ή για τις οποίες έχει ήδη γεννηθεί δικαίωμα καταβολής κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Καθεστώτος των ευρωβουλευτών θα εξακολουθούσε να εφαρμόζεται pro futuro ο λεγόμενος κανόνας της συντάξεως ίδιου επιπέδου, κατά το παράρτημα III των κανονιστικών ρυθμίσεων περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: ΕΑΒ) και, ως εκ τούτου, ότι οι ενδεχόμενες μεταβολές in peius των εθνικών συντάξεων θα πρέπει να αντανακλώνται σε αυτές τις παροχές του Κοινοβουλίου, αλλά τουναντίον, ότι οι συντάξεις που έχουν ήδη καταβληθεί βάσει του κανόνα αυτού παραμένουν αμετάβλητες ως προς την αρχή και το ύψος του ποσού.

Δεύτερος λόγος: παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της αναλογικότητας.

Το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της αναλογικότητας. Όσον αφορά την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αρχή αυτή παραβιάσθηκε με την ερμηνεία εκ μέρους του Κοινοβουλίου και του Γενικού Δικαστηρίου του κανόνα της συντάξεως ίδιου επιπέδου που μνημονεύθηκε ήδη στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ενώ, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως προσέδωσε έμφαση στον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η Ιταλική Βουλή των Αντιπροσώπων με την έκδοση της αποφάσεως αριθ. 14/18 (μείωση των δαπανών για συντάξεις που βαρύνουν τον προϋπολογισμό της) κρίνοντας ότι ο σκοπός αυτός είναι νόμιμος, χωρίς να λάβει υπόψη ότι, εν προκειμένω, ο σκοπός αυτός ουδεμία επιρροή ασκεί, καθόσον τούτος δεν συνδέεται με την ζημία που υπέστη ο αναιρεσείων.

Τρίτος λόγος: παραβίαση της αρχής ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να εφαρμόσουν, με αυτόματη παραπομπή, ανίσχυρη εθνική διάταξη.

Το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως έκρινε ότι η εθνική διάταξη εφαρμόζεται όλως αυτομάτως, παρά την αντίθεσή της προς το εθνικό δίκαιο και το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μπορούν να ελέγξουν τον παράνομο αυτό χαρακτήρα. Αντιθέτως, όταν ένα θεσμικό όργανο της ΕΕ εφαρμόζει, διά παραπομπής, εθνική διάταξη, ισχύει η γενική αρχή περί σχέσεων μεταξύ εννόμων τάξεων, κατά την οποία η έννομη τάξη η οποία παραπέμπει σε διάταξη άλλης έννομης τάξεως μπορεί να στηριχθεί μόνο σε έγκυρους κανόνες της έννομης τάξεως στην οποία γίνεται η παραπομπή, υπό τη νομική υπόστασή τους στο πλαίσιο της έννομης τάξεως στην οποία εντάσσονται: εφόσον είναι ανίσχυρες, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής. Άλλως, η θέση του αναιρεσείοντος παραμένει άνευ προστασίας.

Τέταρτος λόγος: πλάνη καθόσον δεν ελήφθη υπόψη η εσωτερική διάταξη που τέθηκε σε ισχύ με την απόφαση αριθ. 2/20 του Consiglio di giurisdizione (δικαστικού συμβουλίου) της Ιταλικής Βουλής των Αντιπροσώπων.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ότι, κατόπιν της αποφάσεως αριθ. 2/20 του Consiglio di giurisdizione (δικαστικού συμβουλίου) της Ιταλικής Βουλής των Αντιπροσώπων, πλέον, το εσωτερικό σύστημα – το οποίο επιθυμεί να εφαρμόσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο– διαρθρώνεται σε δύο στάδια: το πρώτο συνίσταται στον νέο υπολογισμό της ισόβιας συντάξεως βάσει των γενικών κριτηρίων που τάσσει η απόφαση 14/18· το δεύτερο στάδιο συνίσταται στην εφαρμογή εκ μέρους των υπηρεσιών της Ιταλικής Βουλής των Αντιπροσώπων των εκατοστιαίων αυξήσεων της συντάξεως κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου και με γνώμονα τις οικονομικές περιστάσεις και την κατάσταση της υγείας του ενδιαφερομένου. Το σύστημα αυτό δεν προκύπτει ότι μπορεί να εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πέμπτος λόγος ο οποίος αφορά τα αιτήματα που κρίθηκαν απαράδεκτα σε πρώτο βαθμό, καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

Ο αναιρεσείων εξακολουθεί να ζητεί την ακύρωση, εφόσον κριθεί αναγκαίο, του σχεδίου της αποφάσεως και της γνώμης της νομικής υπηρεσίας βάσει των οποίων ενήργησε το Κοινοβούλιο, καθώς και την καταβολή των ποσών της συντάξεώς του που παρακρατήθηκαν αδικαιολογήτως, όπως επίσης και την καταδίκη του Κοινοβουλίου στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στον πρώτο βαθμό και στην κατ’ αναίρεση δίκη.

____________