Language of document : ECLI:EU:C:2009:534

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 (1)

Υπόθεση C‑45/08

Spector Photo Group NV

Chris Van Raemdonck

κατά

Commissie voor het Bank-, Financie- en Assurantiewezen (CBFA)

[αίτηση του Hof van Beroep te Brussel (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες – Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών – Οδηγία 2003/6/ΕΚ»






I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο την απαγόρευση των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, κατά την οδηγία 2003/6/ΕΚ (2) για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς). Η οδηγία απαγορεύει τη χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών για τη διενέργεια συναλλαγών με χρηματοπιστωτικά μέσα. Το βασικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι αν στοιχειοθετείται η πράξη προσώπου που κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες, όταν ο κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών ενεργεί εν γνώσει των πληροφοριών αυτών.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Το κοινοτικό δίκαιο

2.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/6 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να αποκτήσουν ή να διαθέσουν, για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό τρίτων, αμέσως ή εμμέσως, χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορούν οι πληροφορίες αυτές.»

3.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προϊσχύσασας οδηγίας 89/592/ΕΟΚ (3) όριζε τα εξής:

«Όλα τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πρόσωπα τα οποία […] είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, να αποκτούν ή να εκχωρούν, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, είτε άμεσα είτε έμμεσα, τις κινητές αξίες του ή των εκδοτών τους οποίους αφορούν οι πληροφορίες αυτές, εκμεταλλευόμενα εν γνώσει τους αυτές τις εμπιστευτικές πληροφορίες.»

 Β –       Το εθνικό δίκαιο

4.        Οι βελγικές διατάξεις σχετικά με τις πράξεις των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες περιλαμβάνονται στον νόμο για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα και τις παροχές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (στο εξής: νόμος για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα).

5.        Το άρθρο 25 του νόμου για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 2ας Αυγούστου 2002, το οποίο εφαρμόζεται στις πράξεις που διενεργήθηκαν μεταξύ της 1ης Ιουνίου 2003 και της 31ης Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: άρθρο 25 ως είχε προ της τροποποιήσεώς του), όριζε τα εξής:

«Απαγορεύεται σε οποιονδήποτε διαθέτει εμπιστευτικές πληροφορίες να κάνει χρήση των εμπιστευτικών αυτών πληροφοριών, για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου, αποκτώντας ή εκχωρώντας ή επιχειρώντας να αποκτήσει ή να εκχωρήσει άμεσα ή έμμεσα τις κινητές αξίες, που αφορούν οι εμπιστευτικές αυτές πληροφορίες, ή συναφείς κινητές αξίες [...]».

6.        Το γράμμα του άρθρου 25 όπως ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2004, κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: τροποποιημένο άρθρο 25) έχει ως εξής:

«Απαγορεύεται σε οποιονδήποτε διαθέτει πληροφορίες, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των οποίων γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, να αποκτά ή να εκχωρεί ή να επιχειρεί να αποκτήσει ή να εκχωρήσει άμεσα ή έμμεσα, για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου, τα χρηματοπιστωτικά μέσα, που αφορούν οι εμπιστευτικές αυτές πληροφορίες, ή συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα [...]».

III – Το ιστορικό της διαφοράς και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.        Η Spector Photo Group NV (στο εξής: Spector) είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο επιχείρηση. Το 1999, ενέκρινε ένα πρόγραμμα μετοχικών δικαιωμάτων προαιρέσεως για τους εργαζομένους της και για τους εργαζομένους των συνδεδεμένων με αυτήν επιχειρήσεων.

8.        Στις 21 Μαΐου 2003, η Spector γνωστοποίησε, όπως απαιτείται κατά νόμο, στο χρηματιστήριο Euronext Brussels την πρόθεσή της να αγοράσει δικές της μετοχές, προς εκτέλεση του προγράμματός της μετοχικών δικαιωμάτων προαιρέσεως. H Spector αγόρασε, από τις 28 Μαΐου 2003 έως τις 30 Αυγούστου 2003, συνολικώς 27 773 μετοχές. Η αγορά πραγματοποιήθηκε με έξι εντολές: πέντε για δύο χιλιάδες μετοχές, οι οποίες εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου, και μία για 18 000 μετοχές, η οποία εκτελέσθηκε για 17 773 μετοχές.

9.        Κατά την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η διευθύνουσα επιτροπή της Επιτροπής για τον Τραπεζικό, Χρηματοπιστωτικό και Ασφαλιστικό Τομέα (Commissie voor het Bank-, Financie- en Assuratiewezen, στο εξής: CBFA) ανέθεσε, στη συνέχεια, στον εσωτερικό λογιστικό ελεγκτή (Auditor) να προβεί σε έρευνα σε σχέση με καταχρηστική εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών όσον αφορά δύο αγορές μετοχών που πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό της Spector: μια με εντολή της 11ης Αυγούστου για 2 000 μετοχές και μια με εντολή της 13ης Αυγούστου που αφορούσε 18 000 μετοχές.

10.      Οι επίδικες εντολές εκτελέσθηκαν από τον C. Van Raemdonck για λογαριασμό της Spector (4).

11.      Ο ελεγκτής διαπίστωσε ότι το πρόγραμμα αγορών τροποποιήθηκε από τις 13 Αυγούστου 2003, όσον αφορά τόσο τον αριθμό μετοχών όσο και τα ανώτατα όρια τιμών, και ότι οι αγορές προσέλαβαν επίσης επείγοντα χαρακτήρα, χωρίς να καταστεί δυνατόν να δικαιολογηθεί αυτό. Ο ελεγκτής εντόπισε συναφώς απαγορευόμενες πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες. Επισήμανε ότι η Spector και ο C. Van Raemdonck υπέθεσαν ότι η χρηματιστηριακή τιμή θα ανέβαινε μόλις δημοσιοποιούνταν τα σχετικά με τον κύκλο εργασιών στοιχεία και ότι η σχεδιαζόμενη από τη Spector εξαγορά άλλης επιχειρήσεως θα προκαλούσε αύξηση της τιμής των μετοχών. Κατά συνέπεια, αμφότεροι θεώρησαν ότι η Spector, μετά τη γνωστοποίηση, θα έπρεπε να καταβάλει υψηλότερη τιμή αγοράς και, κατ’ επέκταση, θα υφίστατο χρηματοπιστωτική ζημία. Μετά τη γνωστοποίηση των σχετικών με τον κύκλο εργασιών στοιχείων, η χρηματιστηριακή τιμή ανέβηκε πράγματι κατά 8 %. Δεν μπορεί να συναχθεί σαφώς από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αν ο ελεγκτής κατέληξε στο συμπέρασμα περί παραβάσεως της απαγορεύσεως των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και όσον αφορά την εντολή της 11ης Αυγούστου.

12.      Ο ελεγκτής εντόπισε σύνδεσμο μεταξύ, αφενός, της εντολής για αγορά, η οποία δόθηκε στις 13 Αυγούστου 2003, της τροποποιήσεως του ανωτάτου ορίου και των επακόλουθων αγορών που πραγματοποιήθηκαν, και, αφετέρου, του γεγονότος ότι η Spector και ο C. Van Raemdonck είχαν γνώση των πληροφοριών σχετικά με την εξαγορά μιας επιχειρήσεως και με τα στοιχεία τα σχετικά με τον κύκλο εργασιών.

13.      Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2006 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η CBFA χαρακτήρισε εν πάση περιπτώσει την εντολή της 13ης Αυγούστου 2003 ως απαγορευόμενη πράξη προσώπου που κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες και επέβαλε στη Spector και στον C. Van Raemdonck (στο εξής και: προσφεύγοντες) πρόστιμο, διέταξε δε και τη δημοσίευση της κυρώσεως με μνεία των ονομάτων.

14.      Οι προσφεύγοντες προσέβαλαν την απόφαση αυτή ενώπιον του Hof Van Beroep te Brussel. Το δικαστήριο αυτό, με διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 2008, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

1)      Συνιστούν οι διατάξεις της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, ειδικότερα δε το άρθρο της 2, πλήρη εναρμόνιση, με εξαίρεση τις διατάξεις που επιτρέπουν ρητώς στα κράτη μέλη να λαμβάνουν ελευθέρως τα προς πλήρωση του περιεχομένου της μέτρα, ή συνιστούν, στο σύνολό τους, μια κατ’ ελάχιστο όριο εναρμόνιση;

2)       Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 την έννοια ότι το γεγονός και μόνον ότι ένα από τα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, πρόσωπα είναι κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών και αποκτά ή διαθέτει, ή επιχειρεί να αποκτήσει ή διαθέσει, για λογαριασμό του ή για λογαριασμό τρίτων, αμέσως ή εμμέσως, κινητές αξίες τις οποίες αφορούν οι πληροφορίες αυτές συνεπάγεται, εξ ορισμού, ότι το πρόσωπο αυτό κάνει χρήση αυτών των εμπιστευτικών πληροφοριών;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/6, απαιτείται να έχει ληφθεί με πλήρη επίγνωση απόφαση για την εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών;

Αν μια τέτοια απόφαση μπορεί να λαμβάνεται και προφορικώς, απαιτείται τότε η απόφαση περί εκμεταλλεύσεως της πληροφορίας αυτής να προκύπτει από περιστάσεις που δεν είναι δεκτικές καμίας άλλης ερμηνείας ή αρκεί το ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν να νοηθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο;

4)      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δημοσιοποίηση των χαρακτηριστέων ως εμπιστευτικών πληροφοριών επηρέασε πράγματι αισθητώς τις τιμές των κινητών αξιών, στην περίπτωση κατά την οποία στο πλαίσιο της διαπιστώσεως του αναλογικού χαρακτήρα μιας διοικητικής κυρώσεως, κατά το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/6, απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη τα αποκομισθέντα κέρδη;

Στην περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιου επιπέδου πρέπει τουλάχιστον να είναι η εξέλιξη των τιμών για να μπορεί αυτή να θεωρηθεί αισθητή;

5)      Ανεξαρτήτως του αν η εξέλιξη των τιμών μετά τη δημοσιοποίηση της πληροφορίας πρέπει ή όχι να είναι αισθητή, ποιο χρονικό διάστημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μετά τη δημοσιοποίηση της πληροφορίας, προκειμένου να προσδιορισθεί το επίπεδο της εξελίξεως των τιμών και ποια είναι η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του αποκομισθέντος περιουσιακού οφέλους, προκειμένου να καθορισθεί η κατάλληλη κύρωση;

6)      Έχει το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/6 την έννοια, υπό το πρίσμα του ελέγχου του αναλογικού χαρακτήρα της κυρώσεως, ότι, όταν κράτος μέλος έχει προβλέψει τη δυνατότητα ποινικής κυρώσεως, σωρευτικώς με τη διοικητική κύρωση, πρέπει κατά τη στάθμιση του αναλογικού χαρακτήρα να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα και/ή το ύψος μιας ποινικής χρηματοοικονομικής κυρώσεως;

IV – Νομική εκτίμηση

 Α –       Το παραδεκτό της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

15.      Η Βελγική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η CBFA εκφράζουν αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Φρονούν ότι το αιτούν δικαστήριο θέτει υποθετικά ερωτήματα, η απάντηση στα οποία δεν ασκεί επιρροή στην απόφαση επί της διαφοράς της κύριας δίκης. Οι αμφιβολίες αυτές απορρέουν από το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί προφανώς την ερμηνεία της οδηγίας σε σχέση με το τροποποιημένο άρθρο 25 του νόμου για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, ενώ από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση συνάγεται ότι αυτή στηρίχθηκε στο προ της τροποποιήσεως περιεχόμενο του άρθρου 25 του νόμου αυτού.

16.      Προηγουμένως πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ αρχήν, μόνο το εθνικό δικαστήριο το οποίο εκδικάζει τη διαφορά είναι αρμόδιο να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τόσον αν μια προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του όσο και αν τα ερωτήματα που θέτει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο φέρει την ευθύνη της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο οφείλει, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί επί ερωτημάτων που υποβλήθηκαν για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου (5).

17.      Πάντως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε ενώπιόν του αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (6). Πράγματι, το πνεύμα της συνεργασίας που πρέπει να διέπει τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως επιβάλλει όπως ο αιτών δικαστής λαμβάνει, από την πλευρά του, υπόψη την αποστολή του Δικαστηρίου που συνίσταται στο να συμβάλλει στην απόδοση δικαιοσύνης στα κράτη μέλη και όχι στο να γνωμοδοτεί επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων. Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί, κατά συνέπεια, να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (7).

18.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί προφανώς την ερμηνεία της οδηγίας 2003/6, προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει τη συμβατότητα προς την οδηγία αυτή του τροποποιημένου άρθρου 25 του νόμου για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το τροποποιημένο άρθρο 25 δεν επαναλαμβάνει επακριβώς, όσον αφορά τον ορισμό των απαγορευομένων πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, το περιεχόμενο της οδηγίας 2003/6, αλλά λαμβάνει σχετικώς ως βάση ότι πρόσωπο το οποίο διαθέτει εμπιστευτικές πληροφορίες, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των οποίων γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, πραγματοποιεί συναλλαγές επί κινητών τίτλων τους οποίους αφορούν οι πληροφορίες αυτές (στο εξής: πράξεις εν γνώσει εμπιστευτικών πληροφοριών).

19.      Πάντως, η σημασία της συμβατότητας προς την οδηγία του τροποποιημένου βελγικού νόμου για την απόφαση επί της διαφοράς της κύριας δίκης είναι άκρως αμφίβολη, στο μέτρο που η διαφορά της κύριας δίκης θα πρέπει να κριθεί μόνο κατά το άρθρο 25, ως είχε προ της τροποποιήσεώς του.

20.      Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλονται, δηλαδή, κυρώσεις για πράξεις που διενεργήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Κατά συνέπεια, στις πράξεις αυτές θα πρέπει να έχει εφαρμογή ο σχετικός νόμος ως είχε προ της τροποποιήσεώς του. Η Γερμανική Κυβέρνηση παρέπεμψε συναφώς στην αρχή nulla poena sine lege, από την οποία έπεται ότι μια πράξη πρέπει, κατ’ αρχήν, να αξιολογείται κατά το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεώς της.

21.      Στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αναφέρεται βεβαίως, σε κάποιο σημείο (8), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο τροποποιημένο άρθρο 25. Θα πρέπει όμως να πρόκειται περί σφάλματος της γραφίδος. Πράγματι, από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή στηρίχθηκε στο άρθρο 25 ως είχε προ της τροποποιήσεώς του. Αυτό επιβεβαίωσαν και οι διάδικοι της κύριας δίκης καθώς και η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

22.      Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι κριτήριο αξιολογήσεως των πράξεων των προσφευγόντων είναι το άρθρο 25 ως είχε προ της τροποποιήσεώς του (9).

23.      Δεν καθίσταται όμως εκ πρώτης όψεως σαφές γιατί, εφόσον η διαφορά της κύριας δίκης δεν πρέπει να επιλυθεί επί τη βάσει του τροποποιημένου άρθρου 25, η ερμηνεία της οδηγίας 2003/6 θα πρέπει ομοίως να ασκεί επιρροή στην απόφαση επί της διαφοράς της κύριας δίκης. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία της οδηγίας προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει τη συμβατότητα προς την οδηγία του τροποποιημένου άρθρου 25.

24.      Πάντως, θα καταδείξω, στη συνέχεια, ότι η ερμηνεία της οδηγίας 2003/6 δεν στερείται εν τούτοις προδήλως σημασίας για την απόφαση επί της διαφοράς της κύριας δίκης και, κατά συνέπεια, παρά τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν συναφώς, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι παραδεκτώς υποβάλλεται η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

1.      Η ερμηνεία της οδηγίας 2003/6 ως κριτήριο για την ερμηνεία του βελγικού νόμου ως είχε προ της τροποποιήσεώς του

25.      Επομένως, λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο να συνεκτιμηθεί η οδηγία 2003/6 ως κριτήριο για την ερμηνεία του νόμου ως είχε προ της τροποποιήσεώς του.

26.      Η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίσθηκε κατά την προφορική διαδικασία, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι ο αρχικός νόμος είχε ήδη εκδοθεί με σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας 2003/6 στο εσωτερικό δίκαιο. Κατά τον χρόνο όμως εκδόσεως αυτού του νόμου δεν είχε ακόμη εκδοθεί η ίδια η οδηγία. Η Βελγική Κυβέρνηση δήλωσε, πάντως, ότι το Βέλγιο επεδίωκε τότε να αναμορφώσει πλήρως τους κανόνες του τραπεζικού δικαίου και, επομένως, στηρίχθηκε για τη διαμόρφωση του περιεχομένου του νόμου του σχετικά με την εποπτεία του τραπεζικού τομέα –προτρέχοντας– σε ήδη υφιστάμενο σχέδιο οδηγίας.

27.      Βεβαίως η υποχρέωση των κρατών μελών για σύμφωνη προς την οδηγία ερμηνεία υφίσταται, κατ’ αρχήν, από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (10). Πάντως, εάν ο αρχικός νόμος εκδόθηκε πράγματι για τη μεταφορά της οδηγίας 2003/6 στο εσωτερικό δίκαιο, η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2003/6 μπορεί να έχει σημασία και για την ερμηνεία του νόμου αυτού.

28.      Πράγματι, η περίπτωση μιας τέτοιας προθύστερης μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο πρέπει να αντιμετωπισθεί με τον ίδιο τρόπο όπως οι, αναγνωριζόμενες από το Δικαστήριο, περιπτώσεις κατά τις οποίες, για τη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο «λαμβάνονται μέτρα πλέον εκείνων που επιτάσσει η οδηγία».

29.      Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, προς μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, «λαμβάνονται μέτρα πλέον εκείνων που επιτάσσει η οδηγία», όταν δηλαδή ένα κράτος μέλος μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής ώστε να περιλαμβάνει καταστάσεις μη προβλεπόμενες από την οδηγία, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή (11).

30.      Το Δικαστήριο εκτιμά ότι ενδείκνυται η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα και στις περιπτώσεις αυτές. Πράγματι, για την κοινοτική έννομη τάξη υφίσταται πρόδηλο συμφέρον κάθε διάταξη του κοινοτικού δικαίου, ανεξαρτήτως των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρόκειται να εφαρμοστεί, να τυγχάνει ενιαίας ερμηνείας, ούτως ώστε να αποφεύγονται κατά το μέτρο αυτό ερμηνευτικές αποκλίσεις (12).

31.      Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει και σε περιπτώσεις πρώιμης μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο να είναι παραδεκτή η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων για την ερμηνεία της οδηγίας.

32.      Τέλος, στο άρθρο 25 ως είχε αρχικώς απαντά σχεδόν αυτολεξεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6. Κατά συνέπεια, η ερμηνεία του άρθρου αυτού δεν είναι προδήλως άνευ σημασίας για την ερμηνεία του άρθρου 25 ως είχε αρχικώς.

2.      Η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων σχετικά με την αρχή του ηπιότερου νόμου

33.      Για να δικαιολογήσουν γιατί το ζήτημα της συμβατότητας προς την οδηγία του τροποποιημένου νόμου είναι κρίσιμο για την απόφαση επί της διαφοράς της κύριας δίκης, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, κατά την ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία, μια λίαν περίπλοκη θεωρία. Στηρίχθηκαν συναφώς στην αρχή του ηπιότερου νόμου. Σε τελική ανάλυση, πάντως, η επιχειρηματολογία αυτή δεν πείθει.

34.      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το τροποποιημένο άρθρο 25 δεν συνάδει προς την οδηγία 2003/6 και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Η αδυναμία εφαρμογής του τροποποιημένου άρθρου 25 δημιουργεί «νομοθετικό κενό», το οποίο πρέπει να εξομοιωθεί με ηπιότερο νόμο. Βάσει της αρχής του ηπιότερου νόμου κύρωση στηριζόμενη στο εφαρμοστέο επί της προσβαλλόμενης αποφάσεως άρθρο 25 ως είχε προ της τροποποιήσεώς του δεν μπορεί να επιβληθεί.

35.      Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι προσφεύγοντες δεν υποστηρίζουν ότι το τροποποιημένο άρθρο 25 είναι ηπιότερο από το αρχικό. Τονίζουν, αντιθέτως, ότι ο νέος νόμος είναι αυστηρότερος, επειδή δεν απαιτεί χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά αρκείται σε «πράξεις εν γνώσει των εμπιστευτικών πληροφοριών». Με τον νέο νόμο δεν έχει προφανώς αποκλειστεί η εφαρμογή του αρχικού νόμου επί προγενέστερων πραγματικών περιστατικών. Ο ηπιότερος νόμος θα πρέπει, αντιθέτως, να συνίσταται στο νομοθετικό κενό, το οποίο δημιουργείται από την μη έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής του τροποποιημένου άρθρου 25.

36.      Το περιεχόμενο της αρχής του ηπιότερου νόμου αποτελεί πρωτίστως ζήτημα του εθνικού δικαίου. Έχω, πάντως, αμφιβολίες για το κατά πόσον η αρχή αυτή ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση. Πράγματι, η αναδρομική εφαρμογή ηπιότερων ποινικών νόμων στηρίζεται στην εκτίμηση ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να καταδικαστεί για συμπεριφορά του η οποία, κατά τη μεταβληθείσα άποψη του νομοθέτη, δεν είναι πλέον αξιόποινη κατά τον χρόνο της ποινικής δίκης (13). Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να ευνοείται από τη μεταβολή των εκτιμήσεων του νομοθέτη. Η ιδέα αυτή διατυπώνεται και στο άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (14): «Εάν, μετά την τέλεση του αδικήματος, προβλεφθεί με νόμο ελαφρύτερη ποινή, επιβάλλεται αυτή η ποινή».

37.      Πάντως, στην παρούσα υπόθεση, ο Βέλγος νομοθέτης δεν θέσπισε ηπιότερη ποινή. Οι ίδιοι οι προσφεύγοντες τονίζουν ότι ο νομοθέτης προέβλεψε, αντιθέτως, αυστηρότερη ποινή. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμία μεταβολή της εκτιμήσεως του νομοθέτη, η οποία κατατάσσει τη συμπεριφορά στις λιγότερο αξιόποινες.

38.      Η παρούσα περίπτωση διαφέρει, κατά συνέπεια, και από τα περιστατικά της υποθέσεως Berlusconi. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε το ζήτημα αν ο ηπιότερος ποινικός νόμος πρέπει να εφαρμοστεί αναδρομικά ακόμη και όταν συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου (15). Εν προκειμένω, πάντως, ο νέος νόμος δεν συνιστά, κατά τη γνώμη όλων των μετεχόντων στη διαδικασία, ηπιότερο νόμο, οπότε δεν ανακύπτει το προαναφερθέν ζήτημα.

39.      Άλλωστε, το ζήτημα αν η αρχή του ηπιότερου νόμου κατά το βελγικό δίκαιο ερμηνεύεται τόσο διασταλτικά, ώστε ένα –όπως εν προκειμένω το προβαλλόμενο από τους προσφεύγοντες– «νομοθετικό κενό» να εξομοιώνεται προς ηπιότερο νόμο, δεν έχει εν προκειμένω σημασία. Πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται να ανακύψει το προβαλλόμενο από τους προσφεύγοντες νομοθετικό κενό, το οποίο οι προσφεύγοντες εξομοιώνουν προς ηπιότερο νόμο.

40.      Ειδικότερα, ακόμη και αν η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων για την ασυμβατότητα του νέου νόμου προς την οδηγία θεωρηθεί βάσιμη, η ασυμβατότητα αυτή θα έπρεπε να αρθεί μέσω σύμφωνης προς την οδηγία ερμηνείας του βελγικού νόμου. Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία (16). Επομένως, το τροποποιημένο άρθρο 25 θα έπρεπε να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία και, κατά συνέπεια, δεν θα έμενε ανεφάρμοστο στο σύνολό του. Δεν θα εδημιουργείτο νομοθετικό κενό, το οποίο οι προσφεύγοντες εξομοιώνουν προς ηπιότερο νόμο.

41.      Η σύμφωνη προς την οδηγία ερμηνεία είναι, εξάλλου, δυνατή στην παρούσα υπόθεση. Οι προσφεύγοντες είναι της γνώμης ότι ο τροποποιημένος νόμος συνιστά παράβαση της οδηγίας, επειδή δεν εξαρτά την απαγόρευση των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες από τη χρησιμοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά αρκείται στη διενέργεια πράξεων εν γνώσει των εμπιστευτικών πληροφοριών. Εάν η άποψη αυτή γίνει δεκτή, ο νόμος θα μπορούσε να ερμηνευθεί σύμφωνα με την οδηγία, στο μέτρο που η «χρησιμοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών» θα θεωρηθεί ως περαιτέρω προϋπόθεση του πραγματικού μέσω σύμφωνης προς την οδηγία συσταλτικής ερμηνείας. Μία σύμφωνη προς την οδηγία ερμηνεία, η οποία συνεπάγεται περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και, επομένως, λειτουργεί προς όφελος του ιδιώτη, είναι επίσης απολύτως δυνατή.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

42.      Εν συνόψει, επιβάλλονται οι εξής διαπιστώσεις: το παραδεκτό της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν απορρέει βεβαίως από ενδεχόμενη ασυμβατότητα του τροποποιημένου νόμου προς την οδηγία. Πάντως, επειδή δεν αποκλείεται εκ των προτέρων ότι και ο νόμος ως είχε προ της τροποποιήσεώς του πρέπει να αξιολογηθεί από το εθνικό δικαστήριο με κριτήριο την οδηγία, τα προδικαστικά ερωτήματα δεν στερούνται προδήλως σημασίας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Κατά συνέπεια, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Β –       Η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα

1.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

43.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 έχει την έννοια ότι το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο είναι κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών και αποκτά ή διαθέτει κινητές αξίες τις οποίες αφορούν οι πληροφορίες αυτές συνεπάγεται συγχρόνως ότι το πρόσωπο αυτό «χρησιμοποιεί» τις πληροφορίες. Πρέπει να προστεθεί, πάντως, ότι το βελγικό δίκαιο, όπως προκύπτει από το τροποποιημένο άρθρο 25, δεν στηρίζεται μόνο στο γεγονός ότι κάποιος διαθέτει εμπιστευτικές πληροφορίες, αλλά απαιτεί επίσης το πρόσωπο να γνωρίζει ή να οφείλει να γνωρίζει ότι πρόκειται συναφώς για εμπιστευτικές πληροφορίες. Κατά συνέπεια, στην παρούσα υπόθεση πρέπει να διευκρινισθεί αν για να θεωρηθεί ότι υπάρχουν πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες αρκεί, χωρίς εξαίρεση, η διενέργεια πράξεων εν γνώσει των εμπιστευτικών πληροφοριών ή αν πρέπει να προστεθεί ένα ακόμη περαιτέρω στοιχείο.

44.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να αποκτήσουν ή να διαθέσουν τις κινητές αξίες τις οποίες αφορούν οι πληροφορίες.

45.      Αν εξετασθεί το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, καθίσταται, κατ’ αρχάς, σαφές ότι αυτό δεν περιγράφει τις απαγορευόμενες πράξεις των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες ως απόκτηση κινητών αξιών «εν γνώσει» εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά απαιτεί να πραγματοποιείται η απόκτηση «με τη χρησιμοποίηση» (17) των εμπιστευτικών πληροφοριών.

46.      Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι οι έννοιες της «χρησιμοποιήσεως» και της «γνώσεως» δεν χρησιμοποιούνται στην τρέχουσα γλωσσική πρακτική ως συνώνυμα, αλλά εκάστη εξ αυτών έχει αυτόνομο σημασιολογικό περιεχόμενο. «Γνώση» σημαίνει απλώς την κατάσταση του να γνωρίζει κάποιος κάτι, υπό την έννοια ότι είναι ενήμερος για κάτι. Αντιθέτως, η «χρησιμοποίηση» προϋποθέτει μεν υποχρεωτικά γνώση, υπάρχει όμως μόνον όταν η γνώση αυτή καταλήξει σε πράξη.

47.      Πάντως, τo ζήτημα αν η διενέργεια πράξεων «εν γνώσει» εμπιστευτικών πληροφοριών πρέπει πάντοτε να θεωρείται ως χρησιμοποίησή τους, ή αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται διενέργεια πράξεων εν γνώσει εμπιστευτικών πληροφοριών η οποία δεν συνιστά όμως χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών δεν μπορεί να κριθεί μόνο μέσω της γραμματικής ερμηνείας.

48.      Ενώ από το γράμμα της αποδόσεως της διατάξεως αυτής στη γερμανική γλώσσα προκύπτει σαφώς η απαίτηση της «χρησιμοποιήσεως», από την απόδοση στη γαλλική γλώσσα συνάγεται μάλλον ότι κάθε πράξη που διενεργείται εν γνώσει απλώς εμπιστευτικών πληροφοριών πρέπει να χαρακτηρισθεί ως χρησιμοποίηση αυτών.

49.      Κατά την απόδοσή της στη γαλλική γλώσσα, η οδηγία απαγορεύει σε κάθε πρόσωπο «d’utiliser cette information en acquérant ou en cédant […]». Σε κατά λέξη μετάφραση, η διάταξη απαγορεύει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιήσει εμπιστευτικές πληροφορίες, καθόσον αποκτά ή διαθέτει τις κινητές αξίες τις οποίες αφορούν οι πληροφορίες αυτές. Στα γαλλικά, κατά συνέπεια, στη διατύπωση «utiliser en acquérant» το σημασιολογικό βάρος έγκειται στη διάκριση των μορφών χρήσεως «απόκτηση» και «διάθεση», ενώ κατά το επίμαχο κείμενο αμφότερες οι μορφές χρήσεως χαρακτηρίζονται κατηγορηματικώς ως χρησιμοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών (18).

50.      Οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις κοινοτικής διατάξεως πρέπει, πάντως, να ερμηνεύονται ομοιόμορφα. Εάν αποκλίνουν μεταξύ τους, η διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τη γενική οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (19), καθώς και, ενδεχομένως, με την πραγματική βούληση του συντάκτη της (20).

51.      Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας διευκρινίζει ρητώς ότι η γνώση εμπιστευτικής πληροφορίας κατά τον χρόνο της πράξεως δεν έχει αρνητικές συνέπειες εάν η συναλλαγή πραγματοποιείται μόνον εις εκπλήρωση απαιτητής υποχρεώσεως για την απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων. Εφόσον το αν και το πώς της συναλλαγής είναι εκ των προτέρων καθορισμένα και δεν αφήνουν συναφώς κανένα περιθώριο εκτιμήσεως, αποκλείεται να μπορέσει η μεταγενέστερη απόκτηση εμπιστευτικών πληροφοριών να επηρεάσει τη συναλλαγή, οπότε δεν μπορεί συναφώς να γίνει λόγος για «χρησιμοποίηση».

52.      Σημασία όμως στο πλαίσιο αυτό έχει και η 18η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας. Στη σκέψη αυτή αναφέρεται, αφενός, ότι η χρησιμοποίηση (21) εμπιστευτικών πληροφοριών «μπορεί» να συνίσταται στην απόκτηση ή διάθεση κινητών αξιών εν γνώσει των πληροφοριών αυτών. Αφετέρου, παρατίθενται συγκεκριμένα παραδείγματα στα οποία, παρά την ύπαρξη γνώσεως, δεν μπορεί πάντως να θεωρηθεί ότι υφίσταται «χρησιμοποίηση». Κατά συνέπεια, ήδη από το σημείο αυτό καθίσταται σαφές ότι η γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών συνιστά βεβαίως αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη απαγορευόμενων πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, πλην όμως η έκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύσεως δεν συνοψίζεται αποκλειστικά στο κριτήριο της διενέργειας πράξεων εν γνώσει των εμπιστευτικών πληροφοριών.

53.      Μόνον η τελολογική ερμηνεία της οδηγίας, η οποία ανάγεται και στο ιστορικό θεσπίσεώς της, παρέχει τη δυνατότητα οριστικής απαντήσεως στο ερώτημα.

54.      Σύμφωνα με τη 12η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η προβλεπόμενη στην οδηγία απαγόρευση των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες σκοπεί στη διασφάλιση της ακεραιότητας των κοινοτικών χρηματοπιστωτικών αγορών και, συνακολούθως, στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις αγορές αυτές. Ο σκοπός αυτός τονίζεται στη 15η αιτιολογική σκέψη. Μια λειτουργική και ολοκληρωμένη χρηματοπιστωτική αγορά προϋποθέτει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των οικονομικών φορέων ότι η αγορά λειτουργεί υπό συνθήκες πλήρους διαφάνειας. Πρέπει να διασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών και να παρεμποδίζεται η ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων οικονομικών φορέων δια της χρησιμοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών εις βάρος των λοιπών οικονομικών φορέων.

55.      Μόνον η απαγόρευση των πράξεων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών που είναι διαμορφωμένη κατά τρόπον ώστε να εφαρμόζεται αποτελεσματικά στην πράξη μπορεί να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Μόνον εάν η απαγόρευση των πράξεων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών καθιστά δυνατή την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεων, μπορεί να είναι πειστική και να διασφαλίσει την επί μονίμου βάσεως τήρηση των κανόνων από όλους τους οικονομικούς φορείς. Επομένως, κατά τη σύνταξη της νέας οδηγίας 2003/6, ο κοινοτικός νομοθέτης έλαβε υπόψη τη μη ικανοποιητική εμπειρία που αποκτήθηκε υπό το καθεστώς της προηγούμενης οδηγίας.

56.      Στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της προϊσχύσασας οδηγίας 89/592, η απαγόρευση των πράξεων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών είχε διατυπωθεί ως εξής: «Όλα τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πρόσωπα τα οποία […] είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, να αποκτούν ή να εκχωρούν, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, είτε άμεσα είτε έμμεσα, τις κινητές αξίες του ή των εκδοτών τους οποίους αφορούν οι πληροφορίες αυτές, εκμεταλλευόμενοι εν γνώσει τους αυτές τις πληροφορίες» (22). Στην οδηγία 2003/6, ο όρος «εκμεταλλευόμενοι» αντικαθίσταται από τον όρο «χρησιμοποιούν» (23).

57.      Επομένως, η προηγούμενη διάταξη περί απαγορεύσεως παρέπεμπε, χρησιμοποιώντας τον όρο «εκμετάλλευση», σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο περιλαμβανόταν στην έννοια της πράξεως με συγκεκριμένο σκοπό. Το στοιχείο της «εκμεταλλεύσεως» μπορούσε να νοηθεί υπό την έννοια ότι η πράξη ελάμβανε χώρα ακριβώς λόγω της εμπιστευτικής πληροφορίας και με την πρόθεση την αποκόμιση κέρδους ή την αποτροπή ζημίας (24). Είναι προφανές ότι μπορούσαν να ανακύψουν σημαντικά προβλήματα ιδίως κατά την απόδειξη της προθέσεως αποκομίσεως κέρδους.

58.      Ενόψει των δεδομένων αυτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε, στο πλαίσιο των συζητήσεων για την οδηγία 2003/6, την αντικατάσταση της απαιτήσεως της «εκμεταλλεύσεως», πράγμα το οποίο κατέληξε τελικώς στη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 1, με τη μορφή που ισχύει σήμερα, όπου εφεξής γίνεται λόγος μόνο για «χρησιμοποίηση» (25). Το Κοινοβούλιο αιτιολόγησε το αίτημά του για τροποποίηση επικαλούμενο το γεγονός ότι στη διοικητική διαδικασία θα πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις για την απλή χρησιμοποίηση εμπιστευτικής πληροφορίας και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να απαλειφθεί κάθε στοιχείο που παραπέμπει σε σκοπό ή σε πρόθεση (26).

59.      Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία μια ευρεία έννοια της «χρησιμοποιήσεως» ως στοιχείου του πραγματικού, το οποίο είναι συνολικώς απαλλαγμένο από υποκειμενικές προϋποθέσεις και, επομένως, εξασφαλίζει τον επιδιωκόμενο από τον κοινοτικό νομοθέτη σκοπό που έγκειται στο να καταστεί πλέον ευχερής η εφαρμογή της απαγορεύσεως των πράξεων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών. Κατά συνέπεια, η «χρησιμοποίηση» δεν προϋποθέτει, κατ’ αρχάς, υποκειμενική απόφαση ενός προσώπου να ενεργήσει ακριβώς λόγω των εμπιστευτικών πληροφοριών που κατέχει. Η γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών δεν πρέπει, επομένως, να προκάλεσε την ενέργεια υπό την έννοια αυστηρής αιτιώδους συνάφειας, ήτοι μιας conditio sine qua non. Δεν αποτελεί προϋπόθεση ότι το πρόσωπο δεν θα είχε ενεργήσει χωρίς την εμπιστευτική πληροφορία.

60.      Η απαίτηση να έχει προκαλέσει η εμπιστευτική πληροφορία, υπό την εν λόγω έννοια της αποδεδειγμένης αιτιώδους συνάφειας, την πράξη θα τελούσε σε αντίφαση προς τη σαφώς εκφρασθείσα βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να μην τεθούν υποκειμενικές προϋποθέσεις.

61.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 πρέπει, κατ’ αρχήν, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διενέργεια πράξεων εν γνώσει της εμπιστευτικής πληροφορίας συνιστά «χρησιμοποίηση» κατά τη διάταξη αυτή.

62.      Πάντως, μια πράξη εν γνώσει εμπιστευτικών πληροφοριών δεν συνιστά πάντοτε και κατ’ ανάγκη απαγορευόμενη πράξη κατόχου εμπιστευτικών πληροφοριών. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποκλείεται να μπορεί η γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών να επηρεάσει την πράξη δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για «χρησιμοποίηση» των εμπιστευτικών πληροφοριών.

63.      Πράγματι, στην ανωτέρω αναφερθείσα 18η αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι η διενέργεια πράξεως εν γνώσει εμπιστευτικών πληροφοριών δεν συνιστά οπωσδήποτε χρησιμοποίηση υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, και προβλέπονται συναφώς εξαιρέσεις στο πλαίσιο των οποίων, παρά τη διενέργεια πράξεως εν γνώσει εμπιστευτικών πληροφοριών, δεν συντρέχει απαγορευόμενη πράξη κατόχου εμπιστευτικών πληροφοριών. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι, για παράδειγμα, πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να εκτελούν εντολές εξ ονόματος τρίτων κατέχουν μεν εμπιστευτικές πληροφορίες, πλην όμως περιορίζονται στην ευσυνείδητη εκτέλεση μιας εντολής, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά χρησιμοποίηση των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών.

64.      Λαμβανομένων υπόψη της οικονομίας και του επιδιωκόμενου με την οδηγία σκοπού, οι εξαιρέσεις που διατυπώνονται στη 18η αιτιολογική σκέψη συνιστούν περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαφάνεια στην αγορά δεν βρίσκεται a priori σε κίνδυνο: ανεξαρτήτως του αν οι οικονομικοί φορείς των οποίων γίνεται μνεία στο κείμενο αυτό κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, ο ρόλος τους στη λειτουργία της αγοράς είναι τέτοιος ώστε οι πληροφορίες αυτές να μην επηρεάζουν τις πράξεις τους.

65.      Στο μέτρο που το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύει τη διενέργεια πράξεων που στηρίζονται στη χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών και δεν αναφέρει απλώς τη διενέργεια πράξεων εν γνώσει εμπιστευτικών πληροφοριών, εξαιρεί, για παράδειγμα, από το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως τις προαναφερθείσες στη 18η αιτιολογική σκέψη κατηγορίες περιπτώσεων: στις περιπτώσεις αυτές αποκλείεται εκ των προτέρων να επηρεάσουν οι πληροφορίες τις πράξεις, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για χρησιμοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών.

66.      Είναι δυνατόν να ανακύψουν και άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι εκ των προτέρων βέβαιον ότι, παρά τη γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών κατά τον χρόνο της διενέργειας της πράξεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για «χρησιμοποίηση» των πληροφοριών, επειδή αυτές δεν επηρέασαν εκ των προτέρων την πράξη. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε ως περαιτέρω παράδειγμα τις πράξεις προσώπου που τελούν σε αντίθεση προς την προβλεφθείσα εξέλιξη της τιμής των μετοχών: για παράδειγμα, ένα πρόσωπο πωλεί μετοχές, μολονότι κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δημιουργούν την προσδοκία ανόδου της τιμής των μετοχών, π.χ. επειδή έχει άμεση ανάγκη του προϊόντος διαθέσεως των μετοχών αυτών και δεν μπορεί να αναμείνει την άνοδο της τιμής τους.

67.      Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος πώλησε τις μετοχές «χρησιμοποιώντας» τις εμπιστευτικές πληροφορίες. Εάν ένα πρόσωπο ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τη μελλοντική εξέλιξη των τιμών των μετοχών, η οποία συνάγεται από τις εμπιστευτικές πληροφορίες, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το πρόσωπο αυτό χρησιμοποιεί τις εμπιστευτικές πληροφορίες. Πάντως, εάν ληφθεί υπόψη μόνον η «διενέργεια πράξεων εν γνώσει των εμπιστευτικών πληροφοριών», θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται πράξη κατόχου εμπιστευτικών πληροφοριών, επειδή πραγματοποιήθηκε εκχώρηση εν γνώσει κρίσιμων στοιχείων.

68.      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση.

69.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο είναι κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών, ως προς τις οποίες γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες, και αποκτά ή εκχωρεί κινητές αξίες τις οποίες αφορούν οι πληροφορίες αυτές, κατά κανόνα σημαίνει ταυτόχρονα ότι το πρόσωπο αυτό «χρησιμοποιεί» τις πληροφορίες. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι εκ των προτέρων σαφές ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες δεν επηρεάζουν τις πράξεις ενός προσώπου, η απλή γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών δεν υποδηλώνει ταυτόχρονα τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών.

2.      Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα

70.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν απαιτείται συνειδητή ή ακόμη εγγράφως εκφραζόμενη απόφαση για τη χρησιμοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών. Συναφώς μπορεί σε μεγάλο βαθμό να γίνει παραπομπή στις αναλύσεις που αφορούν το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Με τη νέα διατύπωση της απαγορεύσεως των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, επιδιώχθηκε να απαλειφθεί από τις προϋποθέσεις κάθε στοιχείο που συνδέεται με σκοπό ή πρόθεση. Δεν απαιτείται, επομένως, έγγραφη ή ενσυνειδήτως λαμβανόμενη απόφαση περί χρησιμοποιήσεως της πληροφορίας. Πράγματι, ένα πρόσωπο που ενεργεί εν γνώσει εμπιστευτικών πληροφοριών δεν μπορεί να τις αγνοήσει εντελώς: αντιθέτως, η πληροφορία επηρεάζει συνήθως την απόφασή του να προβεί σε αγορά ή σε πώληση. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί κατά κανόνα και άνευ ετέρου ότι υφίσταται χρησιμοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών. Παρέλκει η περαιτέρω απόδειξη συναφώς.

3.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

71.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τον βαθμό εναρμονίσεως που επιφέρει η οδηγία 2003/6 και ιδίως το άρθρο 2 αυτής. Το ερώτημα αυτό δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και, κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτο. Πράγματι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, στη διαφορά της κύριας δίκης εφαρμόζεται μόνον το άρθρο 25 του βελγικού νόμου για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα ως είχε αρχικώς. Αντιθέτως, το ζήτημα του βαθμού εναρμονίσεως που επιφέρει η οδηγία 2003/6 είναι κρίσιμο μόνον όσον αφορά το τροποποιημένο άρθρο 25.

72.      Πράγματι, μόνον το τροποποιημένο άρθρο 25 αποκλίνει από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, καθόσον η διάταξη αυτή καθιερώνει αυστηρότερη απαγόρευση από την προβλεπόμενη με την οδηγία, αν μια απαγόρευση των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες η οποία βαίνει πέραν της οδηγίας είναι οπωσδήποτε θεμιτή. Το τροποποιημένο άρθρο 25 στηρίζεται μόνο στη γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών και δεν λαμβάνει υπόψη ούτε την εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6 ούτε τις απορρέουσες από την οικονομία και τον σκοπό της οδηγίας καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις της εξαιρέσεις από την απαγόρευση των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες.

73.      Αντιθέτως, το άρθρο 25 ως είχε προ της τροποποιήσεώς του στηριζόταν, ακριβώς όπως η οδηγία, στη «χρησιμοποίηση» των εμπιστευτικών πληροφοριών και, κατά συνέπεια, δεν έβαινε πέραν του περιεχομένου της οδηγίας. Το ζήτημα, πάντως, αν η οδηγία είχε αφήσει περιθώριο για αυστηρότερη εθνική ρύθμιση παραμένει, υπό το πρίσμα του άρθρου 25 ως είχε προ της τροποποιήσεώς του, που είναι το μόνο που ασκεί επιρροή στη διαφορά της κύριας δίκης, καθαρώς υποθετικό, οπότε το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

74.      Για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα δεχόταν ότι και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται παραδεκτώς, θα απαντήσω στη συνέχεια στο ερώτημα αυτό, επικουρικώς.

75.      Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διευκρίνιση ότι στο ερώτημα σχετικά με την έκταση της εναρμονίσεως –πλήρης εναρμόνιση ή ελάχιστο όριο εναρμονίσεως– που επιφέρει η οδηγία 2003/6 δεν μπορεί να δοθεί γενική απάντηση αφορώσα την οδηγία στο σύνολό της. Αντιθέτως, κάθε ρυθμιστικό αντικείμενο πρέπει να εξετασθεί χωριστά.

76.      Για την εκτίμηση του βαθμού εναρμονίσεως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το γράμμα καθώς και ο σκοπός και η οικονομία της εκάστοτε διατάξεως (27).

77.      Η οδηγία 2003/6 περιλαμβάνει ρυθμιστικά αντικείμενα, το γράμμα των οποίων καθιστά σαφές ότι συνιστούν διατάξεις που θέτουν ελάχιστο όριο κανόνων, τα δε κράτη μέλη έχουν την εξουσία να λαμβάνουν μέτρα που βαίνουν πέραν του περιεχομένου τους. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, για το είδος των κυρώσεων που πρέπει να επιβάλλονται στην καταχρηστική εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών. Εν προκειμένω, το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/6 ορίζει απλώς ότι τα κράτη μέλη επιβάλλουν αποτελεσματικές και αποτρεπτικές διοικητικές κυρώσεις. Ως προς τη δυνατότητα περαιτέρω επιβολής και ποινικών κυρώσεων, η οδηγία επαφίεται ρητώς στα κράτη μέλη. Επομένως, όσον αφορά το είδος των κυρώσεων, η οδηγία επιβάλλει ένα κατώτατο όριο εναρμονίσεως.

78.      Όσον αφορά, αντιθέτως, τη διατυπωμένη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, απαγόρευση των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, δεν αναφέρεται ρητώς στην οδηγία 2003/6 αν η διάταξη είναι συναφώς εξαντλητική ή όχι.

79.      Πάντως, μια πρώτη ένδειξη προκύπτει από τη σύγκριση με την προϊσχύσασα οδηγία. Το άρθρο 6 της οδηγίας 89/552 παρείχε ρητώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίσουν αυστηρότερες διατάξεις από τις προβλεπόμενες στην οδηγία. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 διευκρίνιζε ότι τα κράτη μέλη μπορούν ιδίως να επεκτείνουν την απαγόρευση των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 2. Πάντως, η οδηγία 89/592 εξαρτούσε την άδεια αυτή για τη θέσπιση αυστηρότερων κανόνων από την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές είναι γενικής ισχύος, δηλαδή το περιεχόμενο του κανόνα είναι πανομοιότυπο για το σύνολο των φυσικών ή νομικών προσώπων που αφορά η νομοθεσία αυτή (28).

80.      Η εν λόγω διάταξη του προϊσχύσαντος άρθρου 6 δεν επανελήφθη στην οδηγία 2003/6. H οδηγία αυτή δεν περιλαμβάνει καμία γενική ρήτρα επιφυλάξεως, η οποία επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να επεκτείνουν την απαγόρευση των πράξεων των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες. Αυτό είναι μια ένδειξη περί του ότι δεν θα πρέπει πλέον να επιτρέπεται στα κράτη μέλη, κατ’ αρχήν, να θεσπίζουν αυστηρότερους κανόνες, αλλά μόνο στους τομείς στους οποίους αυτό προβλέπεται ρητώς από την οδηγία.

81.      Τόσο ο σκοπός όσο και η οικονομία της οδηγίας 2003/6, όπως εκφράζονται ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις της, συνηγορούν υπέρ της απόψεως να χαρακτηρισθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, απαγόρευση των πράξεων των προσώπων που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών ως πλήρης εναρμόνιση.

82.      Αφενός, με την οδηγία σκοπείται, δια της απαγορεύσεως των πράξεων των προσώπων που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των οικονομικών φορέων στην ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και, με αυτήν, η ενίσχυση των ίδιων των αγορών. Η οδηγία διασφαλίζει ότι η απαγόρευση ισχύει γενικώς σε όλα τα κράτη μέλη και, επομένως, στην Κοινότητα δεν υπάρχει πλέον καμία χρηματοπιστωτική αγορά που δεν υπόκειται σε ρύθμιση συναφώς. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη ότι η απαγόρευση των πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών ισχύει εντός της Κοινότητας στο σύνολό της.

83.      Αφετέρου, η οδηγία λαμβάνει επίσης υπόψη όχι μόνον το γεγονός ότι η απαγόρευση των πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών που δεν θα ίσχυε στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητας θα δημιουργούσε ανασφάλεια στους οικονομικούς φορείς, αλλά και ότι η διαφορετική ανάλογα με το κράτος μέλος εφαρμογή της απαγορεύσεως αυτής μπορεί να εμποδίσει την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών αγορών.

84.      Πράγματι, στην 11η αιτιολογική σκέψη επισημαίνεται ρητώς ότι η οδηγία στηρίζεται στην αναγνώριση του γεγονότος ότι οι διατάξεις σχετικά με τις πράξεις των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών διαφέρουν ανάλογα με το κράτος μέλος, «με αποτέλεσμα οι οικονομικοί φορείς να βρίσκονται συχνά σε αβεβαιότητα ως προς τις έννοιες, τους ορισμούς και τον τρόπο εφαρμογής της νομοθεσίας». Αυτό είναι αντίθετο προς την άποψη περί ερμηνείας της οδηγίας ως ελάχιστης μόνον εναρμονίσεως. Πράγματι, εάν γινόταν δεκτό ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν αυστηρότερες απαγορεύσεις των πράξεων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, αυτό θα δημιουργούσε περαιτέρω αβεβαιότητα στους οικονομικούς φορείς όσον αφορά την έκταση της απαγορεύσεως των πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, με συνέπεια να μην επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός της σαφήνειας.

85.      Τέλος, η άποψη ότι το άρθρο 2 συνεπάγεται πλήρη εναρμόνιση της απαγορεύσεως των πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, βρίσκει στο ίδιο το περιεχόμενο της εν λόγω απαγορεύσεως περαιτέρω επιβεβαίωση.

86.      Στο πλαίσιο της απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αναφέρθηκε ότι, με τη χρήση του όρου «χρησιμοποίηση» στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6, καθιερώνεται μια ευρεία, αποτελεσματική, ευχερώς κολάσιμη απαγόρευση των πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, βάσει της οποίας μόνο σε συγκεκριμένες εξαιρετικές περιπτώσεις εξακολουθεί να είναι δυνατή η διενέργεια πράξεων παρά τη γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών. Εάν ληφθεί περαιτέρω υπόψη ότι οι εξαιρέσεις που πρέπει να αναγνωριστούν, όπως διατυπώνονται για παράδειγμα στο άρθρο 2, παράγραφος 3, ή στη 18η αιτιολογική σκέψη, ανάγονται, στο σύνολό τους, σε τελολογική συσταλτική ερμηνεία της απαγορεύσεως, επομένως αφορούν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σκοπός και η οικονομία της απαγορεύσεως των πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών δεν ασκούν επιρροή, δεν μπορεί να εντοπιστεί πραγματική ανάγκη και σημαντικό περιθώριο για αυστηρότερες απαγορεύσεις, εκ μέρους των κρατών μελών, των πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών.

87.      Επιπλέον, δύο λόγοι συνηγορούν υπέρ του εξαντλητικού χαρακτήρα της απαγορεύσεως που θέτει η οδηγία: μόνο με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται ομοιόμορφα ο σκοπός της ευρύτερης δυνατής προστασίας των επενδυτών. Επιπλέον, αποκλείονται, υπό την έννοια της ασφάλειας δικαίου, αβεβαιότητες μεταξύ των οικονομικών φορέων όσον αφορά την έκταση της απαγορεύσεως.

88.      Επιβάλλεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 συνιστά πλήρη εναρμόνιση.

89.      Δεν συνάγεται διαφορετικό συμπέρασμα ούτε από το γεγονός ότι η οδηγία 2003/6 αποτελεί περίπτωση εφαρμογής της καλούμενης διαδικασίας Lamfalussy. Τούτο σημαίνει ότι στον τομέα αυτόν υπάρχει νομοθεσία σε διάφορα επίπεδα, όπως αναφέρεται στην 4η αιτιολογική σκέψη. Στο επίπεδο 1 διατυπώνονται, με τη θέσπιση της οδηγίας, γενικές αρχές-πλαίσια, ενώ στο επίπεδο 2 η Επιτροπή, επικουρούμενη από μια ειδική επιτροπή, θα θεσπίσει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα.

90.      Πάντως, από την εφαρμογή της διαδικασίας Lamfalussy δεν μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για το ζήτημα αν η οδηγία εναρμονίζει πλήρως ορισμένα ρυθμιστικά αντικείμενα ή καθιστά δυνατή τη θέσπιση αποκλινόντων κανόνων εκ μέρους των κρατών μελών. Πράγματι, η διαδικασία αυτή δεν αφορά τον βαθμό εναρμονίσεως, αλλά τον τρόπο θεσπίσεως κανόνων δικαίου στο κοινοτικό επίπεδο.

91.      Τέλος, πρέπει ακόμη να εξετασθεί ένα επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο στη χρήση του όρου «χρησιμοποίηση» στο άρθρο 2, παράγραφος 1, αποτελεί απόδειξη περί του ότι πρόκειται για ελάχιστη εναρμόνιση. Πράγματι, επειδή η έννοια της «χρησιμοποιήσεως» δεν ορίζεται στην οδηγία, πρόκειται, κατά την Επιτροπή, για αόριστη νομική έννοια, για τον προσδιορισμό της οποίας παρέχεται στα κράτη μέλη –σε αντιδιαστολή προς ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της πλήρους εναρμονίσεως– εκ των προτέρων ευρεία διακριτική ευχέρεια.

92.      Η συλλογιστική όμως αυτή δεν είναι πειστική. Η οδηγία 2003/6 περιέχει, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, ορισμό των πράξεων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών. Βεβαίως, η Επιτροπή αναγνωρίζει, ορθώς, ότι η οδηγία δεν ορίζει κάθε έννοια που χρησιμοποιείται στον ορισμό αυτόν. Πράγματι, η οδηγία δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της «χρησιμοποιήσεως». Πάντως, αυτό δεν έχει ως συνέπεια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ελεύθερα και κατά βούληση την έννοια αυτή. Η έννοια της χρησιμοποιήσεως είναι, αντιθέτως, αυτοτελής έννοια του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να ορίζεται κατά ενιαίο τρόπο για όλα τα κράτη μέλη.

4.      Τέταρτο και πέμπτο προδικαστικό ερώτημα

93.      Τα δύο αυτά ερωτήματα έχουν ως αντικείμενο τον αναλογικό χαρακτήρα της κυρώσεως. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, για τον καθορισμό του αναλογικού χαρακτήρα μιας κυρώσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αποκομισθέν κέρδος και κατά πόσον ασκεί εν προκειμένω επιρροή το αν η δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών επηρέασε πράγματι αισθητά την τιμή της κινητής αξίας και πώς πρέπει να ερευνηθεί αυτός ο «αισθητός χαρακτήρας». Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ποιο χρονικό σημείο πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του αποκομισθέντος περιουσιακού οφέλους.

94.      Το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/6 ορίζει μόνον, όσον αφορά το είδος και το ύψος των κυρώσεων, ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Συναφώς, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά, σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας και αποτρεπτικά. Η οδηγία δεν διατυπώνει συγκεκριμένα κριτήρια για τον καθορισμό του αναλογικού χαρακτήρα μιας κυρώσεως.

95.      Η οδηγία 2003/6 στηρίζεται στον αισθητό χαρακτήρα της επιδράσεως των πληροφοριών στην τιμή των κινητών αξιών μόνο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, αυτής, στο πλαίσιο του ορισμού των εμπιστευτικών πληροφοριών. Βάσει αυτού, οι πληροφορίες είναι εμπιστευτικές υπό την έννοια της οδηγίας εφόσον, στην περίπτωση δημοσιοποιήσεώς τους, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την τιμή της κινητής αξίας.

96.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, πρόκειται για την εκ των προτέρων διαπίστωση του κατά πόσο μια πληροφορία μπορεί να επηρεάσει την τιμή των κινητών αξιών. Η οδηγία δεν προβλέπει ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχουν απαγορευόμενες πράξεις κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών μόνον εάν στη συνέχεια πράγματι προέκυψε άνοδος των τιμών.

97.      Το ζήτημα αν και σε ποια έκταση επηρεάστηκε πράγματι η τιμή της κινητής αξίας μπορεί όμως να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση του ύψους της κυρώσεως στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας. Το εύρος της μεταβολής των τιμών μετά τη δημοσιοποίηση εμπιστευτικής πληροφορίας μπορεί να είναι ένδειξη για τη σημασία και τις δυνατότητες της εμπιστευτικής πληροφορίας. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να επηρεάσουν τον έλεγχο της αναλογικότητας.

98.      Το ύψος της ανόδου των τιμών ασκεί όμως επιρροή και στον υπολογισμό των αποκομισθέντων κερδών.

99.      Όσον αφορά τη συνεκτίμηση του αποκομισθέντος κέρδους, από την 38η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας συνάγεται ότι οι κυρώσεις πρέπει να είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα της παραβάσεως και προς τα αποκομισθέντα κέρδη. Η οδηγία δεν ρυθμίζει τις λεπτομέρειες για τον υπολογισμό του αποκομισθέντος κέρδους, ιδίως δε ποιο χρονικό διάστημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό αυτόν. Αφήνει, αντιθέτως, στα κράτη μέλη την ευθύνη του καθορισμού του είδους και της μορφής των κυρώσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 14, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν ως κυρώσεις, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους, αποτελεσματικά, ανάλογα και αποτρεπτικά μέτρα.

5.      Το έκτο προδικαστικό ερώτημα

100. Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14 της οδηγίας έχει την έννοια «ότι, όταν κράτος μέλος έχει προβλέψει τη δυνατότητα επιβολής ποινικής κυρώσεως, σωρευτικώς με τη διοικητική κύρωση, πρέπει κατά τον έλεγχο του αναλογικού χαρακτήρα να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα και/ή το ύψος μιας ποινικής χρηματοοικονομικής κυρώσεως».

101. Η καθής της κύριας δίκης θεωρεί το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα υποθετικό και, κατά συνέπεια, απαράδεκτο. Η άποψή της πρέπει να γίνει δεκτή, στο μέτρο που από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η παρούσα υπόθεση αφορά διοικητική κύρωση η οποία επιβάλλεται σωρευτικώς με προηγουμένως επιβληθείσα ποινική κύρωση. Πρόκειται μάλλον για την πρώτη επιβολή κυρώσεως. Δεν αναφέρεται ούτε ότι διεξήχθη προηγουμένως ποινική δίκη για τις ίδιες πράξεις ούτε ότι πρόκειται να διεξαχθεί τέτοια δίκη. Πάντως, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, δύσκολα μπορεί να ληφθεί υπόψη ποινική κύρωση η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στο μέλλον.

102. Η καθής της κύριας δίκης και η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίσθηκαν άλλωστε ότι το βελγικό δίκαιο προβλέπει, για την περίπτωση μεταγενέστερης ποινικής δίκης, τη δυνατότητα συνυπολογισμού προηγουμένως επιβληθείσας διοικητικής κυρώσεως (29).

103. Το ερώτημα αν σε ποινική δίκη που θα διεξαχθεί μεταγενεστέρως θα πρέπει να ληφθεί υπόψη προηγουμένως επιβληθείσα διοικητική κύρωση έχει ενδεχομένως σημασία όχι μόνο σε σχέση με τον αναλογικό χαρακτήρα της κυρώσεως, αλλά και λόγω της απαγορεύσεως του ne bis in idem (30). Θα ανέκυπτε όμως για πρώτη φορά στο πλαίσιο μεταγενέστερης ποινικής δίκης η οποία θα ακολουθούσε τη διοικητική διαδικασία. Για την κύρια δίκη το ερώτημα αυτό είναι υποθετικό και, επομένως, απαράδεκτο.

 Γ –       Επί της αγοράς ίδιων μετοχών

104. Τέλος, πρέπει ακόμη να εξετασθεί μια πτυχή ως προς την οποία το αιτούν δικαστήριο δεν διατύπωσε βεβαίως συγκεκριμένο ερώτημα. Επισήμανε όμως, στο σκεπτικό της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, ότι ο Βέλγος νομοθέτης δεν μετέφερε εμπροθέσμως το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/6 στο εσωτερικό δίκαιο.

105. Σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2003/6, οι απαγορεύσεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις πράξεις επί ιδίων μετοχών που διενεργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων αγοράς ιδίων μετοχών, εφόσον οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα που έχουν θεσπιστεί με τη διαδικασία του άρθρου 17, παράγραφος 2. Τα σχετικά εκτελεστικά μέτρα είναι αυτά του κανονισμού (ΕΚ) 2273/2003 (31).

106. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχει η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, ο κανονισμός αυτός δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ όταν οι προσφεύγοντες προέβησαν στις επίδικες συναλλαγές. Εν τω μεταξύ όμως τέθηκε σε ισχύ.

107. Επισημαίνεται συναφώς ότι από την αρχή του ηπιότερου νόμου (32), την οποία αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο, συνάγεται ότι από την εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρου 8 της οδηγίας θα μπορούσαν να επωφεληθούν και οι προσφεύγοντες, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως αυτής. Από το άρθρο 8 της οδηγίας προκύπτει, δηλαδή, ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν θεωρεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την αγορά ιδίων μετοχών στο πλαίσιο προγράμματος μετοχικών δικαιωμάτων προαιρέσεως για τους εργαζομένους ως απαγορευόμενη πράξη κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών. Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν πλέον σήμερα να υποστούν κυρώσεις λόγω μιας πράξεως η οποία εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή. Ακόμη και αν ο Βέλγος νομοθέτης δεν έχει ακόμη μεταφέρει το άρθρο αυτό στο εσωτερικό δίκαιο, θα πρέπει να αποκλεισθεί η επιβολή κυρώσεων στους προσφεύγοντες. Αυτό, πάντως, ισχύει μόνον υπό τον όρον ότι οι ενέργειες των προσφευγόντων πληρούν τις προβλεπόμενες στον κανονισμό 2273/2003 προϋποθέσεις για πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών. Ειδικότερα, εάν κατά την ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία αποδειχθεί ότι οι προσφεύγοντες τροποποίησαν μεταγενέστερα την εντολή αγοράς σε σχέση με τον αριθμό των μετοχών, την τιμή και τον επείγοντα χαρακτήρα, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν πληρούσαν τις επιταγές του κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα ήταν δυνατόν να αποκλεισθεί η παράβαση της απαγορεύσεως των πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2003/6 σε συνδυασμό με τον κανονισμό 2273/2003.

V –    Πρόταση

108. Κατόπιν των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

–        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο είναι κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών, ως προς τις οποίες γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες, και αποκτά ή εκχωρεί κινητές αξίες τις οποίες αφορούν οι πληροφορίες αυτές, κατά κανόνα σημαίνει ταυτόχρονα ότι το πρόσωπο αυτό «χρησιμοποιεί» τις πληροφορίες. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι εκ των προτέρων σαφές ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες δεν επηρεάζουν τις πράξεις ενός προσώπου, η απλή γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών δεν υποδηλώνει ταυτόχρονα τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών.

–        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 δεν παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να θεσπίσουν αυστηρότερη σε σχέση με την οδηγία απαγόρευση των πράξεων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών.

–        Η συγκεκριμένη διαμόρφωση των κυρώσεων επαφίεται στα κράτη μέλη, πλην όμως αυτά μεριμνούν ώστε τα θεσπιζόμενα μέτρα να είναι αποτελεσματικά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και αποτρεπτικά.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 96, σ. 16, στο εξής: οδηγία 2003/6).


3 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των ρυθμίσεων όσον αφορά τις πράξεις προσώπων τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών (ΕΕ L 334, σ. 30, στο εξής: οδηγία 89/592).


4 – Από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια αν ο C. Van Raemdonck ήταν, κατά τον χρόνο της αγοράς μετοχών, ο εν ενεργεία διαχειριστής της Spector ή απλώς ο πρώην διαχειριστής της.


5 – Aποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado (Συλλογή 2006, σ. Ι-11125, σκέψη 15), της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-48/07, Les Vergers du Vieux Tauves (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 16 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


6 – Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Foglia (Συλλογή 1981, σ. 3045, σκέψη 27), και της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6619, σκέψη 27).


7 – Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C‑202/04 και C‑94/04, Cipolla κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8 – Σκέψη 18 της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.


9 – Πάντως, οι προσφεύγοντες προσέθεσαν συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν μεν στο άρθρο 25 ως είχε προ της τροποποιήσεώς του, πλην όμως η καθής εφάρμοσε de facto το τροποποιημένο άρθρο 25. Δεν κατέστη σαφές τι ακριβώς εννοούσε η προσφεύγουσα με την εν λόγω de facto εφαρμογή. Ενδεχομένως ήθελε να υπογραμμίσει το γεγονός ότι η καθής ερμήνευσε το άρθρο 25 ως είχε προ της τροποποιήσεώς του υπό το πρίσμα του άρθρου αυτού μετά την τροποποίησή του. Η μεθόδευση αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα και σε σχέση με την αρχή nulla poena sine lege. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό.


10 – Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 115). Βλ., συναφώς, και προτάσεις μου της 27ης Οκτωβρίου 2005, στην υπόθεση αυτή. Πάντως, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν, από την ημερομηνία κατά την οποία μια οδηγία τέθηκε σε ισχύ, να αποφεύγουν στο μέτρο του δυνατού να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο κατά τρόπον ο οποίος, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας αυτής, θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οδηγία αυτή σκοπού (βλ., συναφώς, απόφαση Αδενέλερ, σκέψη 123).


11 – Βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C‑197/89, Dzodzi (Συλλογή 1990, σ. I-3763, σκέψη 36).


12 – Πάγια νομολογία από την απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11)· βλ. περαιτέρω απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-280/06, ETI κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. Ι‑10893, σκέψεις 21 και 22).


13 – Βλ., συναφώς, προτάσεις μου της 14ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, Berlusconi κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. Ι‑3565, σημείο 161), και της 10ης Ιουνίου 2004 στην υπόθεση C‑457/02, Niselli (Συλλογή 2004, σ. Ι-10853, σημείο 69).


14 – Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προκηρύχθηκε αρχικώς, στις 7 Δεκεμβρίου 2000, στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1) και στη συνέχεια, εκ νέου, στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1). Δεν αναπτύσσει βεβαίως ακόμη παρεμφερείς προς το πρωτογενές δίκαιο δεσμευτικές έννομες συνέπειες, πλην όμως, ως πηγή εμπνεύσεως, παρέχει διευκρινίσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα που εξασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο. Βλ., συναφώς, για παράδειγμα, και απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου («οικογενειακή επανένωση», Συλλογή 2006, σ. I-5769, σκέψη 38).


15 – Απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, Berlusconi κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. Ι-3565)· βλ., συναφώς, και προτάσεις μου στην υπόθεση εκείνη (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 13).


16 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. Ι‑8835, σκέψη 114), και της 4ης Ιουλίου 2006, Aδενέλερ κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 115).


17 – Στο ολλανδικό κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 1, αναφέρεται: «[…] om gebruik te maken […]».


18 – Το ίδιο ισχύει για το αγγλικό κείμενο στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «using that information by acquiring or disposing».


19 – Αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 1967, 19/67, van der Vecht (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 617), της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617), της 14ης Ιουνίου 2007, C‑56/06, Euro Tex (Συλλογή 2007, σ. I‑4859, σκέψη 27), και της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C‑426/05, Tele2 Telecommunication (Συλλογή 2008, σ. I‑685, σκέψη 25).


20 – Αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1969, 29/69, Stauder (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 147, σκέψη 3), της 7ης Ιουλίου 1988, 55/87, Moksel Import και Export (Συλλογή 1988, σ. 3845, σκέψη 49), της 20ής Νοεμβρίου 2001, C‑268/99, Jany κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑8615, σκέψη 47), και της 27ης Ιανουαρίου 2005, C‑188/03, Junk (Συλλογή 2005, σ. I‑885, σκέψη 33).


21 – Το γεγονός ότι στην απόδοση στη γερμανική γλώσσα της 18ης αιτιολογικής σκέψεως χρησιμοποιείται ο όρος «Ausnutzung» (εκμετάλλευση) και δεν επιλέγεται ο όρος «Nutzung» (χρησιμοποίηση) από το άρθρο 2, παράγραφος 1, οφείλεται μάλλον σε συντακτικό σφάλμα. Άλλες γλωσσικές αποδόσεις, όπως π.χ. η γαλλική, η αγγλική και η ολλανδική, χρησιμοποιούν στη 18η αιτιολογική σκέψη τον ίδιο όρο όπως στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας.


22 – Η υπογράμμιση είναι δική μου.


23 – Σε αντιδιαστολή, για παράδειγμα, προς την απόδοση στη γαλλική γλώσσα (όπου οι όροι «en exploitant» αντικαταστάθηκαν από τον όρο «utiliser») ή την αγγλική γλώσσα (όπου οι όροι «taking advantage» αντικαταστάθηκαν από τον όρο «using»), στην ολλανδική γλώσσα τόσο στην οδηγία 89/592 («met gebruikmaking») όσο και στην οδηγία 2003/6 («om gebruik te maken») απαντά ο ίδιος όρος για να δηλώσει τη «χρησιμοποίηση» των πληροφοριών. Το υποκειμενικό στοιχείο του πραγματικού εκφράσθηκε, στην απόδοση στην ολλανδική γλώσσα της οδηγίας 89/592, με ένα επίρρημα («welbewust»), ενώ η επίμαχη διάταξη είναι διατυπωμένη ως εξής: «met gebruikmaking, welbewust, van deze voorwetenschap»


24 – Βλ., συναφώς, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 26ης Οκτωβρίου 2006, στην υπόθεση C-391/04, Γεωργάκης (Συλλογή 2007, σ. Ι-3741, σημείο 51).


25 – Στην απόδοση στην ολλανδική γλώσσα δεν υπήρξε καμία τροποποίηση σε σχέση με το σχέδιο οδηγίας, εφόσον στο σχέδιο αυτό γίνεται ήδη λόγος για «χρησιμοποίηση» («gebruik te maken»).


26 – Βλ. έκθεση του βουλευτή R. Goebbels, της 27ης Φεβρουαρίου 2002 (PE 307.438 A5-0069/2002), για την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις των προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) [2001/0118(COD)], την οποία υιοθέτησε το Κοινοβούλιο στο νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Μαρτίου 2002. Πάντως, στο ολλανδικό κείμενο, το επίμαχο χωρίο με την αιτιολογία αυτή δεν επαναλαμβάνεται, προφανώς διότι δεν ήταν αναγκαία καμία τροποποίηση της αποδόσεως της οδηγίας στην ολλανδική γλώσσα.


27 – Βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2002, C-52/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2002, σ. I-3827, σκέψη 16).


28 – Βλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2001, C‑28/99, Verdonck κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑3399, σκέψη 35).


29 – Παραπέμπουν συναφώς στο άρθρο 73 του νόμου περί εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως ίσχυε στις 2 Αυγούστου 2002.


30 – Βλ. συναφώς και ΕΔΔΑ, αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Ponsetti κατά Γαλλίας, αρ. 36855/97 και 41731/98, Recueildesarrêtsetdécisions 1999-VI, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, Rosenquist κατά Σουηδίας, αρ. 60619/00.


31 – Κανονισμός της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 336, σ. 33).


32 – Βλ. αποφάσεις Niselli (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13) και Berlusconi (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15) καθώς και προτάσεις μου στις υποθέσεις εκείνες.