Language of document : ECLI:EU:T:2011:561

Υπόθεση T-19/06

Mindo Srl

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Καταβολή του προστίμου από συνοφειλέτη – Προσφεύγουσα η οποία υπάγεται σε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της δίκης – Απώλεια εννόμου συμφέροντος – Κατάργηση της δίκης»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία – Ένσταση απαραδέκτου για λόγους δημοσίας τάξεως – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή – Απώλεια του εννόμου συμφέροντος κατά τη διάρκεια της δίκης – Περιλαμβάνεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 113)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Ανάγκη υπάρξεως γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 230 ΕΚ)

3.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Όρια – Τήρηση των προϋποθέσεων παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

1.      Δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως ή να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί.

Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί επίσης να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την απώλεια του εννόμου συμφέροντος κατά τη διάρκεια της δίκης.

(βλ. σκέψεις 59-60)

2.      Η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή με αίτημα την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον να ακυρωθεί και/ή να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση και/ή η μεταρρύθμιση της πράξεως αυτής είναι ικανή αφ’ εαυτής να επαχθεί έννομες συνέπειες ή, κατά άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή ως εκ του αποτελέσματός της να ωφελήσει τον προσφεύγοντα και ότι ο προσφεύγων έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση της εν λόγω πράξεως.

Το έννομο συμφέρον αυτό πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοσή της. Πράγματι, η επιταγή αυτή διασφαλίζει, σε δικονομικό επίπεδο, ότι, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τα δικαστήρια δεν θα επιλαμβάνονται γνωμοδοτικών αιτημάτων ή καθαρά θεωρητικών ζητημάτων.

Εξάλλου, αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, ο εν λόγω προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι ο αρνητικός επηρεασμός της καταστάσεως αυτής έχει καταστεί αναπότρεπτος. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση και/ή τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης πράξεως Εξάλλου, στην προσφεύγουσα απόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον της, το οποίο αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος.

(βλ. σκέψεις 77-80)

3.      Το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, του οποίου ειδική έκφανση αποτελεί το δικαίωμα ένδικης προστασίας, το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και καθιερώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι γίνονται εμμέσως δεκτοί, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να περιορίζουν τη δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά τρόπο που να θίγεται η ίδια η υπόσταση του δικαιώματός του ένδικης προστασίας. Πρέπει να κατατείνουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού, ενώ πρέπει να υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού.

Συναφώς, μολονότι η απαίτηση εννόμου συμφέροντος μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός του δικαιώματος σε ένδικη προστασία, εντούτοις η προϋπόθεση αυτή προδήλως δεν προσβάλλει την ουσία του δικαιώματος αυτού, καθόσον η απαίτηση να έχει ο προσφεύγων, από την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, έννομο συμφέρον για την προσβολή πράξεως προβαλλόμενης ως βλαπτικής κατατείνει σε θεμιτό σκοπό, ο οποίος εν τέλει είναι να αποτραπεί, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το ενδεχόμενο να επιλαμβάνεται ο δικαστής της Ένωσης καθαρά θεωρητικών ζητημάτων των οποίων η επίλυση δεν είναι ικανή να επιφέρει έννομες συνέπειες ή να ωφελήσει τον προσφεύγοντα.

(βλ. σκέψεις 97, 99)