Language of document : ECLI:EU:C:2021:756

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 17ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Παρέμβαση – Άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προσφυγή ασκηθείσα από οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Νομιμοποίηση προς άσκηση παρέμβασης σε διαφορά μεταξύ κρατών μελών και θεσμικών οργάνων της Ένωσης – Συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς – Επιτρέπεται η παρέμβαση»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑6/21 P και C‑16/21 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 7 Ιανουαρίου 2021,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από την S. Heimerl και τον J. Möller,

αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑6/21 P,

υποστηριζόμενη από το:

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

παρεμβαίνον στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Pharma Mar SA, με έδρα το Colmenar Viejo (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Merola και V. Salvatore, avvocati,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Haasbeek και τον A. Sipos,

καθής πρωτοδίκως,

και

Δημοκρατία της Εσθονίας, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑16/21 P,

υποστηριζόμενη από:

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από την S. Heimerl και τον J. Möller,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

παρεμβαίνοντες στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Pharma Mar SA, με έδρα το Colmenar Viejo, εκπροσωπούμενη από τους M. Merola και V. Salvatore, avvocati,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Haasbeek και A. Sipos,

καθής πρωτοδίκως,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

λαμβάνοντας υπόψη την πρόταση του D. Šváby, εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα J. Richard de la Tour,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με τις αντίστοιχες αιτήσεις τους αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Δημοκρατία της Εσθονίας ζητούν την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Οκτωβρίου 2020, Pharma Mar κατά Επιτροπής (T‑594/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:512), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την εκτελεστική απόφαση C(2018) 4831 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2018 (στο εξής: επίμαχη απόφαση), περί αρνήσεως χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας, κατά τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ 2004, L 136, σ. 1), για το Aplidin – plitidepsin, φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση.

2        Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου και στις 20 Μαΐου 2021, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) ζήτησε, βάσει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, να παρέμβει στις υποθέσεις C‑6/21 P και C‑16/21 P υπέρ των αιτημάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Εσθονίας, αντιστοίχως. Ο EMA υποστηρίζει, αφενός, ότι έχει άμεσο συμφέρον στην αναίρεση της απόφασης της 28ης Οκτωβρίου 2020, Pharma Mar κατά Επιτροπής (T‑594/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:512), στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την ακύρωση της επίμαχης απόφασης στον παράτυπο χαρακτήρα της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου Aplidin – plitidepsine για την οποία ήταν υπεύθυνος, βάσει του κανονισμού 726/2004. Αφετέρου, ο EMA υποστηρίζει ότι η έκβαση της υπό κρίση υπόθεσης ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στις γνώμες που θα εκδώσει στο μέλλον, μέσω των επιστημονικών επιτροπών του.

3        Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία την 1η και στις 17 Ιουνίου 2021, η Pharma Mar ζήτησε την απόρριψη των ανωτέρω αιτήσεων παρεμβάσεως. Η Pharma Mar υποστηρίζει κυρίως ότι ο EMA δεν απέδειξε ότι τα συμφέροντά του μπορούν να θεωρηθούν ανεξάρτητα εκείνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 26 Μαΐου 2021, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν είχε αντιρρήσεις κατά των αιτήσεων παρεμβάσεως του EMA.

 Επί των αιτήσεων παρεμβάσεως

5        Το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να παρεμβαίνουν στις διαφορές που υποβάλλονται στο Δικαστήριο. Κατά το γράμμα της πρώτης περιόδου του δεύτερου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, το ίδιο δικαίωμα έχουν τα λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο.

6        Εντούτοις, το δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ίδιου άρθρου αποκλείει την παρέμβαση φυσικών ή νομικών προσώπων στις υποθέσεις μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ θεσμικών οργάνων της Ένωσης ή μεταξύ κρατών μελών, αφενός, και θεσμικών οργάνων της Ένωσης, αφετέρου.

7        Επομένως, από το γράμμα και την οικονομία της ως άνω διάταξης προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σε αυτήν εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στα «λοιπά όργανα» και στους «οργανισμούς της Ένωσης».

8        Ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα λοιπά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, όπως ο EMA, μπορούν να παρέμβουν σε διαφορά που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο στις υποθέσεις μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ θεσμικών οργάνων της Ένωσης ή μεταξύ κρατών μελών, αφενός, και θεσμικών οργάνων της Ένωσης, αφετέρου, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν «συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς».

9        Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια του «συμφέροντος στην επίλυση διαφοράς», κατά την εν λόγω διάταξη, πρέπει να ορίζεται με γνώμονα το αντικείμενο της διαφοράς και να εκλαμβάνεται ως άμεσο και ενεστώς συμφέρον για την τύχη που επιφυλάσσεται σε αυτά καθεαυτά τα αιτήματα και όχι ως συμφέρον σε σχέση με τους προβαλλόμενους λόγους ή επιχειρήματα. Συγκεκριμένα, με τον όρο «επίλυση της διαφοράς» νοείται η ζητούμενη τελική κρίση, όπως θα διατυπωθεί στο διατακτικό της απόφασης που θα εκδοθεί (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2018, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA, C‑515/17 P και C‑561/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:553, σκέψη 7). Κατ’ αρχήν, το συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως άμεσο μόνο στο μέτρο που η επίλυση της διαφοράς δύναται να μεταβάλει τη νομική θέση του αιτούντος την παρέμβαση (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά HSBC Holdings κ.λπ., C‑806/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:364, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

10      Διαπιστώνεται εντούτοις ότι, εν αντιθέσει προς τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης ενδέχεται να ζητήσουν να παρέμβουν σε διαφορά που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο όχι για να υπερασπιστούν ιδιωτικά συμφέροντα ή, όπως οι ενώσεις, συμφέροντα σχετιζόμενα με τον καταστατικό σκοπό τους, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά μάλλον, όταν, όπως εν προκειμένω, η πράξη από την οποία ανέκυψε η διαφορά εκδόθηκε κατά το πέρας διαδικασίας στην οποία το όργανο ή ο οργανισμός κλήθηκε να διαδραματίσει έναν ρόλο, προκειμένου να υπερασπιστεί τη γνώμη που εξέδωσε ή τις αξιολογήσεις που πραγματοποίησε στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

11      Επομένως, όσον αφορά τις αιτήσεις παρεμβάσεως των λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, η προϋπόθεση περί υπάρξεως άμεσου και ενεστώτος συμφέροντος στην επίλυση της διαφοράς πρέπει να εφαρμοστεί κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει την ανωτέρω ιδιαιτερότητα.

12      Συνεπώς, όσον αφορά τις αιτήσεις παρεμβάσεως σε διαφορά με αντικείμενο την ακύρωση πράξης της Ένωσης, ή ακόμη και απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε τέτοια πράξη, τις οποίες υποβάλλουν όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαίτηση περί άμεσου και ενεστώτος συμφέροντος στην επίλυση της διαφοράς πληρούται, μεταξύ άλλων, εάν το εν λόγω όργανο ή ο εν λόγω οργανισμός είναι σε θέση να αποδείξει ότι η επίμαχη πράξη της Ένωσης εκδόθηκε κατά το πέρας διαδικασίας στην οποία προβλέπεται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, η συμμετοχή του, ενδεχομένως μέσω της έκδοσης γνώμης ή της παροχής αξιολογήσεων.

13      Τούτο δε συμβαίνει όντως εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης της επίμαχης απόφασης, η Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση του EMA διατύπωσε, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 726/2004, τη γνώμη του εν λόγω οργανισμού σχετικά με την αίτηση για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμάκου Aplidin – plitidepsine που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση, γνώμη την οποία η Επιτροπή έλαβε υπόψη.

14      Ως εκ τούτου, βάσει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 131, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να γίνει δεκτή η παρέμβαση του EMA υπέρ των αιτημάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Εσθονίας.

 Επί των δικονομικών δικαιωμάτων του παρεμβαίνοντος

15      Δεδομένου ότι οι αιτήσεις παρεμβάσεως γίνονται δεκτές, θα κοινοποιηθούν στον EMA, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 131, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 190, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όλα τα διαδικαστικά έγγραφα που επιδόθηκαν στους διαδίκους.

16      Δεδομένου ότι οι ανωτέρω αιτήσεις υποβλήθηκαν εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προθεσμίας ενός μήνα, ο EMA δύναται, βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως εντός προθεσμίας ενός μήνα από την κοινοποίηση που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

17      Τέλος, ο EMA θα έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει προφορικά τις παρατηρήσεις του, εάν διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

18      Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

19      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αίτηση παρεμβάσεως του EMA γίνεται δεκτή, το Δικαστήριο πρέπει να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα που σχετίζονται με την παρέμβασή του.

Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

1)      Επιτρέπει στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) να παρέμβει στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C6/21 P και C16/21 P υπέρ των αιτημάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Εσθονίας.

2)      Με μέριμνα του Γραμματέα θα επιδοθούν στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) αντίγραφα όλων των διαδικαστικών εγγράφων.

3)      Θα ταχθεί προθεσμία στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) για την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως.

4)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα που σχετίζονται με την παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA).

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.