Language of document : ECLI:EU:T:2001:179

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 5ης Ιουλίου 2001 (1)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Αδεια χρήσεως πρόσθετης ουσίας στις ζωοτροφές - Οδηγία 70/524/ΕΟΚ - Παραδεκτό»

Στην υπόθεση T-55/01 R,

Asahi Vet, SA, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον C. Bittner, δικηγόρο,

αιτούσα,

υποστηριζόμενη από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον M. López-Monís Gallego, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους G. Braun και K. Fitch, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση για τη χορήγηση προσωρινής άδειας χρήσεως της Toyocerin ως πρόσθετης ουσίας στις τροφές ορισμένων ζώων στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκτός της Σουηδίας,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Νομικό πλαίσιο

1.
    Στις 23 Νοεμβρίου 1970, το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 70/524/ΕΟΚ περί των προσθέτων υλών στη διατροφή των ζώων (ΕΕ ειδ. έκδ. 003/6, σ. 60). Το παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας αναφέρει περιοριστικά τις πρόσθετες ουσίες τις οποίες επιτρέπεται, κατ' αρχήν, να διαθέτουν στο εμπόριο και να χρησιμοποιούν στις ζωοτροφές τα κράτη μέλη, με μοναδική επιφύλαξη την τήρηση των όρων που προβλέπει η οδηγία αυτή για τη χρησιμοποίησή τους. Στο παράρτημα II της οδηγίας 70/524 απαριθμούνται οι πρόσθετες ουσίες για τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον αυτές πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, κατά παρέκκλιση του παραρτήματος Ι, να χορηγήσουν κατ' εξαίρεση προσωρινές άδειες μέχρις ότου καθοριστεί, με τη διεξαγωγή πειραμάτων, αν αυτές μπορούν ή δεν μπορούν να εγκριθούν οριστικά, οπότε είτε θα περιληφθούν στο παράρτημα Ι είτε θα απαλειφθούν από το παράρτημα ΙΙ.

2.
    Η οδηγία 70/524 τροποποιήθηκε επανειλημμένως και, μεταξύ άλλων, με την οδηγία 96/51/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996 (EE L 235, σ. 39). Το άρθρο 3 A της οδηγίας 70/524, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 96/51, ορίζει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση κοινοτικής άδειας για πρόσθετες ουσίες χρησιμοποιούμενες στις ζωοτροφές.

3.
    Το άρθρο 9 E της οδηγίας 70/524, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 96/51, με τίτλο «Προσωρινή άδεια για τέσσερα ή πέντε έτη κατ' ανώτατο όριο», έχει ως εξής:

«1.    Όσον αφορά τις πρόσθετες ύλες που μνημονεύονται στο άρθρο 2, στοιχείο αααα, μπορεί να δοθεί προσωρινή άδεια σε κοινοτικό επίπεδο για τη χρησιμοποίηση μιας νέας πρόσθετης ύλης ή για μια νέα χρήση ήδη εγκεκριμένης πρόσθετης ύλης, εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 3 Α, στοιχεία β´, γ´, δ´ και ε´ και μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται και ο όρος του στοιχείου α´ του εν λόγω άρθρου 3 Α. Οι εν λόγω πρόσθετες ύλες εγγράφονται στο κεφάλαιο IV του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 9 Τ, στοιχείο β´.

2.    Η ισχύς της προσωρινής άδειας που μνημονεύεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει την τετραετία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της.

3.    Οι πρόσθετες ύλες οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2, στοιχείο ααα, και οι οποίες έχουν εγγραφεί στο παράρτημα II πριν από την 1η Απριλίου 1998 μπορούν να εξακολουθήσουν να λαμβάνουν προσωρινές εθνικές άδειες· οι εν λόγω πρόσθετες ύλες εγγράφονται στο κεφάλαιο IV του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 9 Τ στοιχείο β´. Η διάρκεια ισχύος της προσωρινής άδειας των πρόσθετων αυτών υλών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη συμπεριλαμβανομένης της προαναφερόμενης περιόδου εγγραφής στο παράρτημα II.»

4.
    Με την απόφαση 76/791/ΕΟΚ, της 24ης Σεπτεμβρίου 1976, περί συστάσεως επιστημονικής επιτροπής για τη διατροφή των ζώων (ΕΕ ειδ. έκδ. 003/16, σ. 140), συστάθηκε στο πλαίσιο της Επιτροπής επιστημονική επιτροπή για τη διατροφή των ζώων. Η απόφαση αυτή καταργήθηκε με την απόφαση 97/579/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1997, για τη σύσταση επιστημονικών επιτροπών στον τομέα της υγείας των καταναλωτών και της ασφάλειας των τροφίμων (ΕΕ L 237, σ. 18), το άρθρο 12 της οποίας έχει ως εξής:

«1.    Οι επιστημονικές επιτροπές που συστήνονται από την παρούσα απόφαση αντικαθιστούν κατά τον ακόλουθο τρόπο τις υφιστάμενες επιστημονικές επιτροπές:

[...]

β) η επιστημονική επιτροπή για τη διατροφή των ζώων αντικαθιστά την επιστημονική επιτροπή για τη διατροφή των ζώων που είχε συσταθεί με την απόφαση 76/791.»

5.
    Από το παράρτημα της αποφάσεως 97/579 προκύπτει ότι ο τομέας αρμοδιότητας της επιστημονικής επιτροπής για τη διατροφή των ζώων (στο εξής: ΕΕΔΖ) αφορά τα «επιστημονικά και τεχνικά θέματα σχετικά με τη διατροφή των ζώων, τις συνέπειές της [για] την υγεία των ζώων, την ποιότητα και την καταλληλότητα των προϊόντων ζωικής προέλευσης καθώς και ζητήματα σχετικά με τις τεχνολογίες που εφαρμόζονται στις ζωοτροφές».

6.
    Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 70/524, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/51, έχει ως εξής:

«Η [ΕΕΔΖ], η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 76/791 [...], αναλαμβάνει, αιτήσει της Επιτροπής, να την επικουρεί για κάθε επιστημονικό θέμα σχετικά με τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων.»

7.
    Η μόνιμη επιτροπή ζωοτροφών (στο εξής: μόνιμη επιτροπή), την οποία αφορά το άρθρο 23 της οδηγίας 70/524, συστάθηκε με την απόφαση 70/372/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1970, περί συστάσεως μόνιμης επιτροπής για τις ζωοτροφές (ΕΕ ειδ. έκδ. 003/5, σ. 155). Αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από εκπρόσωπο της Επιτροπής. Σκοπός της μόνιμης επιτροπής είναι να εξασφαλίσει τη στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στον τομέα της διατροφής των ζώων. Πριν από κάθε χορήγηση άδειας για την κυκλοφορία ζωοτροφών, πρέπει να ζητείται η γνώμη της μόνιμης επιτροπής.

8.
    Το άρθρο 23 της οδηγίας 70/524, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 84/587/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 1984, για την τροποποίηση της οδηγίας 70/524 (ΕΕ L 319, σ. 13), και τροποποιήθηκε, για τελευταία φορά, με το παράρτημα Ι της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 1994, C 241, σ. 155), έχει ως εξής:

«1.    Στην περίπτωση που γίνεται προσφυγή στη διαδικασία που ορίζεται σ' αυτό το άρθρο, η [μόνιμη] επιτροπή συγκαλείται αμέσως από τον πρόεδρό της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε μετά από αίτηση ενός κράτους μέλους.

2.    Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στη [μόνιμη] επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η [εν λόγω] επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο εντός προθεσμίας που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Αποφασίζει με την πλειοψηφία που προβλέπει το άρθρο 148, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο βάσει πρότασης της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στη [μόνιμη] επιτροπή, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία.

3.    Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα και τα θέτει αμέσως σε εφαρμογή, εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της [μόνιμης] επιτροπής. Αν δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της [εν λόγω] επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει αμέσως στο Συμβούλιο πρόταση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Το Συμβούλιο θεσπίζει τα μέτρα με ειδική πλειοψηφία. Αν, στο τέλος της προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία που υπεβλήθη πρόταση, το Συμβούλιο δεν έχειθεσπίσει μέτρα, η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα που έχει προτείνει και τα θέτει αμέσως σε εφαρμογή, εκτός από την περίπτωση που το Συμβούλιο αποφανθεί με απλή πλειοψηφία κατά των μέτρων αυτών.»

9.
    Ειδικότερα, η διαδικασία για την απόκτηση κοινοτικής άδειας για πρόσθετη ουσία χρησιμοποιούμενη στις ζωοτροφές, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 70/524, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 96/51, έχει ως εξής:

«1.    Για την απόκτηση της κοινοτικής άδειας για κάθε ουσία ή παρασκεύασμα ως πρόσθετη ύλη ή στην περίπτωση ήδη επιτρεπόμενης πρόσθετης ύλης, για κάθε νέα χρήση αυτής, ο αιτών την άδεια κυκλοφορίας επιλέγει ένα κράτος μέλος το οποίο εισηγείται κατά τη διαδικασία εξέτασης το φάκελο που καταρτίζει ο αιτών βάσει της οδηγίας 87/153/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Απριλίου 1983, για τον καθορισμό των κατευθυντηρίων γραμμών για την αξιολόγηση των προσθέτων υλών που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων. Όταν ο αιτών είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, πρέπει να διαθέτει αντιπρόσωπο στην Κοινότητα.

[...]

4.    Τα κράτη μέλη διαθέτουν προθεσμία εξήντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία τους διαβιβάστηκε ο φάκελος, προκειμένου να εξακριβώσουν ότι ο φάκελος έχει καταρτιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 87/153/ΕΟΚ και, ενδεχομένως, να διαβιβάσουν γραπτώς στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη τις παρατηρήσεις τους. Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο, δεν έχει διατυπωθεί καμία αντίρρηση, ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής διαθέτει προθεσμία τριάντα ημερών προκειμένου να εγγράψει την αίτηση χορήγησης άδειας στην ημερήσια διάταξη της μόνιμης επιτροπής [...].

5.    Εάν, έπειτα από διαβούλευση με τη μόνιμη επιτροπή [...], κριθεί ότι δεν έχουν τηρηθεί οι λεπτομέρειες υποβολής του φακέλου, ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα την άδεια κυκλοφορίας καθώς και το κράτος μέλος-εισηγητή· ενδεχομένως, πρέπει να υποβληθεί νέα αίτηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3.

6.    Η Επιτροπή μεριμνά ώστε η απόφαση για την κοινοτική άδεια κυκλοφορίας να λαμβάνεται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 23, εντός 320 ημερών από την εγγραφή της στην ημερήσια διάταξη της μόνιμης επιτροπής [...], σύμφωνα με την παράγραφο 4, δεύτερο εδάφιο. Ωστόσο, η προθεσμία αυτή διακόπτεται όταν ζητούνται συμπληρωματικές πληροφορίες από κράτος μέλος στα πλαίσια της μόνιμης επιτροπής [...] ή σε περίπτωση σχετικής αίτησης της [ΕΕΔΖ]. Εάν η αίτηση κοινοτικής άδειας μιας πρόσθετης ύλης απορριφθεί ή όταν η λήψη απόφασης αναβάλλεται, ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής ενημερώνει τον αιτούντα την άδεια καθώς και το κράτος μέλος-εισηγητή για τους λόγους της απόρριψης ή της αναβολής.»

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

10.
    Η αιτούσα είναι θυγατρική της ιαπωνικής εταιρίας Asahi Vet Japan Co. Ltd. Η εταιρία αυτή έθεσε σε κυκλοφορία την Toyocerin, πρόσθετη ουσία χρησιμοποιούμενη στις ζωοτροφές και είναι ο μοναδικός παρασκευαστής της παγκοσμίως. Η αιτούσα παρασκευάζει κατ' αποκλειστικότητα την πρόσθετη αυτή ουσία στην ισπανική μονάδα της για την ευρωπαϊκή αγορά και τη διανέμει στην Ευρώπη. Υπό την ιδιότητά της αυτή, η αιτούσα ζήτησε τη χορήγηση κοινοτικής άδειας για την Toyocerin, όπως προβλέπει η οδηγία 70/524.

11.
    Η Toyocerin είναι σκεύασμα αποτελούμενο από μικροοργανισμούς του στελέχους του κηρώδη βακίλλου, ποικιλίας toyoi, περιέχον τουλάχιστον 1 x 1010 UFC (μονάδες σχηματισμού αποικιών) ανά γραμμάριο προϊόντος. Η πρόσθετη αυτή ουσία χρησιμοποιείται στην Ευρώπη από τα μέσα της δεκαετίας του '80.

12.
    Στις 26 Απριλίου 1991, η αιτούσα ζήτησε για πρώτη φορά κοινοτική άδεια για την Toyocerin. Για τον σκοπό αυτό, η αιτούσα διαβίβασε αίτηση συνοδευομένη από φάκελο στην Επιτροπή, στα κράτη μέλη και στην ΕΕΔΖ, μέσω του Βασιλείου της Ισπανίας, το οποίο ενεργούσε ως κράτος μέλος-εισηγητής. Ακολούθως, χορηγήθηκε προσωρινή άδεια για την Toyocerin, όσον αφορά τους χοίρους παχύνσεως, τα χοιρίδια και τους θηλυκούς χοίρους, με την οδηγία 94/17/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Απριλίου 1994, για την τροποποίηση της οδηγίας 70/524 (ΕΕ L 105, σ. 19), και η Toyocerin περιελήφθη στο παράρτημα II της τελευταίας αυτής οδηγίας. Η ισχύς της χρονικά περιορισμένης αυτής άδειας παρατάθηκε νομότυπα μέχρι τις 21 Απριλίου 1999, ήτοι πέντε έτη μετά την αρχική προσωρινή άδεια. Πέραν αυτού, δεν υπήρξε νέα παράταση της ισχύος της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 9 E, παράγραφος 3, της οδηγίας 70/524 που περιορίζει σε πέντε έτη το ανώτατο όριο ισχύος των προσωρινών αδειών.

13.
    Στις 16 Οκτωβρίου 1995, η αιτούσα υπέβαλε αίτηση για έγκριση της Toyocerin ως πρόσθετης ουσίας στις τροφές των ορνιθίων παχύνσεως, των ωοτόκων ορνίθων, των μόσχων, των βοοειδών παχύνσεως, των κουνελιών παχύνσεως και των κουνελιών εκτροφής. Η Toyocerin εγκρίθηκε προσωρινά για τις τροφές των εν λόγω κατηγοριών ζώων με τον κανονισμό (ΕΚ) 1411/1999 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1999, για την έγκριση νέων προσθέτων υλών και νέων χρήσεων προσθέτων υλών στις ζωοτροφές (ΕΕ L 164, σ. 56). Η ισχύς της προσωρινής αυτής εγκρίσεως παρατάθηκε μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2001 με τον κανονισμό (ΕΚ) 2697/2000 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τις προσωρινές εγκρίσεις πρόσθετων υλών στις ζωοτροφές (ΕΕ L 319, σ. 1).

14.
    Μετά τις 21 Απριλίου 1999, ημερομηνία λήξεως της ισχύος της προσωρινής άδειας για την Toyocerin, όσον αφορά τους χοίρους παχύνσεως, τα χοιρίδια και τους θηλυκούς χοίρους, η πρόσθετη αυτή ουσία εξετάστηκε επανειλημμένως από την ΕΕΔΖ και από τη μόνιμη επιτροπή.

15.
    Στις 2 Ιουνίου 1999, μια ad hoc ομάδα εργασίας, την οποία συνέστησε η ΕΕΔΖ, εξέτασε τα σχετικά με την Toyocerin δεδομένα και εξέδωσε ευνοϊκή γνωμοδότηση για την αποτελεσματικότητα του προϊόντος για τα χοιρίδια ηλικίας μικρότερης των δύο μηνών, καθώς και για τους θηλυκούς χοίρους. Καταρτίστηκε περίληψη της εξετάσεως αυτής που παρουσιάστηκε στην ολομέλεια της ΕΕΔΖ, της 10ης Ιουνίου 1999, η οποία δέχθηκε τις προτάσεις της ομάδας.

16.
    Ως εκ τούτου, στις 18 Ιουνίου 1999, η Επιτροπή κατάρτισε σχέδιο κανονισμού που προέβλεπε τη χορήγηση άδειας για την Toyocerin απεριόριστης χρονικής ισχύος, όσον αφορά τα χοιρίδια ηλικίας δύο μηνών κατ' ανώτατο όριο και τους θηλυκούς χοίρους, αναδρομικώς από τις 21 Απριλίου 1999, ημερομηνία λήξεως της ισχύος της προσωρινής άδειας.

17.
    Στις 22 Ιουνίου 1999, το Βασίλειο της Ισπανίας, ως κράτος μέλος-εισηγητής, έλαβε από την Επιτροπή έγγραφο με το οποίο του ζητούσε στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα της Toyocerin στους χοίρους ηλικίας δύο έως τεσσάρων μηνών.

18.
    Η συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής έγινε στις 28 και 29 Ιουνίου 1999. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, η εν λόγω επιτροπή ανέβαλε την έκδοση της αποφάσεως για τη χορήγηση άδειας για την Toyocerin απεριόριστης χρονικής ισχύος, σύμφωνα με το προαναφερθέν σχέδιο κανονισμού, διότι η δανέζικη αντιπροσωπεία έθεσε, με την ευκαιρία αυτή, νέο ερώτημα σχετικά με το αβλαβές της Toyocerin. Η αντιπροσωπεία αυτή ήθελε να μάθει αν τα στελέχη του κηρώδη βακίλλου, στα οποία ανήκουν οι μικοοργανισμοί που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή της Toyocerin, είναι πιθανό να παραγάγουν τοξίνες.

19.
    Το Βασίλειο της Ισπανίας, ως κράτος μέλος-εισηγητής, απαντώντας στο από 22 Ιουνίου 1999 έγγραφο της Επιτροπής, απέστειλε στις 20 Ιουλίου 1999 πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της Toyocerin στους χοίρους ηλικίας δύο έως τεσσάρων μηνών.

20.
    Η δανέζικη αντιπροσωπεία, αφού κάλεσε την αιτούσα να αποστείλει για εξέταση, στη Νορβηγία, στελέχη του βακτηριδίου που χρησιμοποιεί, γνωστοποίησε ακολούθως, με έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 1999 προς το κράτος μέλος-εισηγητή, ότι είχε λάβει εξαντλητική απάντηση στο ερώτημά της σχετικά με το αβλαβές της Toyocerin.

21.
    Με έγγραφο της 18ης Νοεμβρίου 1999 που απέστειλε στην Επιτροπή, το κράτος μέλος-εισηγητής ζήτησε να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδριάσεως της μόνιμης επιτροπής η αίτηση εγκρίσεως της Toyocerin για τους χοίρους παχύνσεως ηλικίας τεσσάρων μηνών, για τα χοιρίδια ηλικίας δύο μηνών κατ' ανώτατο όριο και, ενδεχομένως, για τα χοιρίδια ηλικίας δύο έως τεσσάρων μηνών καθώς και για τους θηλυκούς χοίρους.

22.
    Η Επιτροπή, με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2000 προς το κράτος μέλος-εισηγητή, ανέφερε ότι είχε καλέσει την ΕΕΔΖ να επανεξετάσει το αβλαβές όλων των «προϊόντων Βακίλλου» και να καθορίσει ποια πληροφοριακά στοιχεία έπρεπε να προσκομιστούν για να αποφανθεί σχετικά με το αν τα στελέχη είναι ενδεχομένως επικίνδυνα. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, εν αναμονή της θέσεως της ΕΕΔΖ ως προς το αβλαβές της Toyocerin, δεν μπορούσε να προτείνει στη μόνιμη επιτροπή την έκδοση αποφάσεως σχετικά με την αίτηση για τη χορήγηση απεριόριστης χρονικά άδειας για την Toyocerin ως πρόσθετη ουσία στις τροφές των χοίρων παχύνσεως, των χοιριδίων και των θηλυκών χοίρων.

23.
    Η ΕΕΔΖ γνωστοποίησε, στις 17 Φεβρουαρίου 2000, τη γνώμη της σχετικά με το ζήτημα του αβλαβούς των στελεχών βακίλλου όσον αφορά την πιθανή γένεση τοξινών. Πρότεινε μια δοκιμαστική διαδικασία για να επαληθευθεί αν τα στελέχη του βακίλλου είναι πιθανό να παραγάγουν τοξίνες.

24.
    Με το από 13 Σεπτεμβρίου 2000 έγγραφο του κράτους μέλους-εισηγητή, απεστάλη στην Επιτροπή, στα μέλη της ΕΕΔΖ, στη γραμματεία της επιτροπής αυτής και στα κράτη μέλη συμπληρωματικός φάκελος για το ζήτημα αυτό, σύμφωνα με τη γνώμη της ΕΕΔΖ της 17ης Φεβρουαρίου 2000.

25.
    Τον Οκτώβριο του 2000, η ομάδα εργασίας της ΕΕΔΖ για την ασφάλεια των μικροοργανισμών συνεδρίασε και εξέτασε, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της ασφάλειας της Toyocerin όσον αφορά την παραγωγή τοξινών. Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, η ομάδα εργασίας δεν διατύπωσε αρνητικά συμπεράσματα ως προς την ειδική αυτή πτυχή της ασφάλειας της εν λόγω πρόσθετης ουσίας.

26.
    Κατά τις ολομέλειες της ΕΕΔΖ, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2000, η ΕΕΔΖ δεν έλαβε θέση ως προς το αβλαβές της Toyocerin. Η αίτηση εγκρίσεως της πρόσθετης αυτής ουσίας δεν εγγράφηκε στην ημερήσια διάταξη της τελευταίας αυτής ολομέλειας.

27.
    Στις 23 Ιανουαρίου 2001, η προαναφερθείσα ομάδα εργασίας συζήτησε το σχέδιο εκθέσεως που ετοίμασαν αρκετά από τα μέλη της και ζήτησε τη διενέργεια συμπληρωματικής αναλύσεως για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τον γενετικό εντοπισμό της αντιστάσεως που έχει η Toyocerin στην τετρακυκλίνη επί σταθερού ή μεταθετού γονιδίου. Ως εκ τούτου, η αιτούσα κλήθηκε, με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 2001 προς το κράτος μέλος-εισηγητή, να διαβιβάσει τα σχετικά πληροφοριακά στοιχεία που διέθετε.

28.
    Στις 24 και 25 Ιανουαρίου 2001, συνεδρίασε και πάλι εν ολομελεία η ΕΕΔΖ. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, η συζήτηση για τα πορίσματα των εργασιών της ομάδας εργασίας σχετικά με το ζήτημα της παραγωγής τοξινών από τους μικροοργανισμούς που χρησιμοποιούνται στις πρόσθετες ουσίες καθώς και τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν από τη συζήτηση αυτή συνοψίστηκαν στα πρακτικά της ολομέλειας της ΕΕΔΖ κατά την επόμενη συνεδρίασή της, που έγινε στις 21 και 22 Μαρτίου 2001. Από τα πρακτικά αυτά προκύπτει ότι τα στελέχη τουβακίλλου που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή της Toyocerin δεν παρουσιάζουν προβλήματα συνδεόμενα με την παραγωγή τοξινών.

29.
    Στις 29 και 30 Ιανουαρίου 2001, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του έτους συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής. Το ζήτημα σχετικά με την έγκριση της Toyocerin δεν είχε εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως αυτής.

30.
    Σε έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2001 προς τη Γενική Διεύθυνση «Υγεία και προστασία των καταναλωτών» της Επιτροπής, το κράτος μέλος-εισηγητής ανέφερε ότι η αιτούσα προσκόμισε εμπροθέσμως όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που της είχαν ζητηθεί πριν από τη συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής της 29ης και 30ής Ιανουαρίου 2001. Προσέθεσε ότι ήταν, επί του παρόντος, αδύνατο για την αιτούσα να απαντήσει πριν από τις 21 Φεβρουαρίου 2001, ημερομηνία λήξεως της ισχύος της προσωρινής άδειας για την Toyocerin όσον αφορά τα ορνίθια παχύνσεως, τις ωοτόκες όρνιθες, τους μόσχους, τα βοοειδή παχύνσεως, τα κουνέλια παχύνσεως και τα κουνέλια εκτροφής, στο ερώτημα που της τέθηκε με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 2001.

31.
    Στις 19 Φεβρουαρίου 2001, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής, του κράτους μέλους-εισηγητή και των εκπροσώπων της αιτούσας.

32.
    Κατόπιν της συναντήσεως αυτής, η ισχύς της προσωρινής εγκρίσεως για την Toyocerin δεν παρατάθηκε για τα ορνίθια παχύνσεως, τις ωοτόκες όρνιθες, τους μόσχους, τα βοοειδή παχύνσεως, τα κουνέλια παχύνσεως και τα κουνέλια εκτροφής. Όσον αφορά τους χοίρους παχύνσεως, τα χοιρίδια και τους θηλυκούς χοίρους, δεν ελήφθη απόφαση σχετικά με το αίτημα της αιτούσας για τη χορήγηση άδειας για την Toyocerin απεριόριστης χρονικής ισχύος.

33.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Μαρτίου 2001, η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ για την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 29ης Ιανουαρίου 2001, περί αναβολής εκδόσεως της αποφάσεως επί της αιτήσεως χορηγήσεως άδειας για την Toyocerin απεριόριστης χρονικής ισχύος ως πρόσθετη ουσία στις τροφές ορισμένων ζώων, και για να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προτείνει στη μόνιμη επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 70/524, σχέδιο μέτρων για την απεριόριστη χρονικά έγκριση της Toyocerin για τους χοίρους παχύνσεως, τα χοιρίδια και τους θηλυκούς χοίρους, καθώς και την παράταση της ισχύος της προσωρινής άδειας για την Toyocerin ως πρόσθετη ουσία στις τροφές των ορνιθίων παχύνσεως, των ωοτόκων ορνίθων, των μόσχων, των βοοειδών παχύνσεως, των κουνελιών παχύνσεως και των κουνελιών εκτροφής.

34.
    Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα, η αιτούσα υπέβαλε την παρούσα αίτηση για τη χορήγηση προσωρινής άδειας για την Toyocerin ως πρόσθετη ουσία στις τροφές ορισμένων ζώων.Ζήτησε επίσης να εφαρμοστεί, εν προκειμένω, το άρθρο 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

35.
    Η αιτούσα και η Επιτροπή ανέπτυξαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 2001, κατά την οποία ζητήθηκε από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει την απάντηση της ΕΕΔΖ στο ερώτημα αν τα στελέχη του βακίλλου που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή της Toyocerin είναι πιθανό να παραγάγουν τοξίνες, απάντηση που έπρεπε να παράσχει η ΕΕΔΖ κατά τη συνεδρίασή της της 21ης και 22ας Μαρτίου 2001. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων γνωστοποίησε επίσης στην αιτούσα και στην Επιτροπή ότι θα ανέμενε το εν λόγω πόρισμα της ΕΕΔΖ προτού αποφανθεί επί του αιτήματος εφαρμογής του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

36.
    Το Βασίλειο της Ισπανίας, με έγγραφο της 16ης Μαρτίου 2001, ζήτησε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 37 του πρωτοκόλλου του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 115 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, να παρέμβει υπέρ της αιτούσας στην παρούσα διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

37.
    Η Επιτροπή κατέθεσε, στις 23 Μαρτίου 2001, τα πρακτικά της ολομέλειας της ΕΕΔΖ της 24ης και 25ης Ιανουαρίου 2001 που εγκρίθηκαν κατά την ολομέλεια της εν λόγω επιτροπής της 21ης Μαρτίου 2001. Από τα πρακτικά αυτά προκύπτει ότι η ΕΕΔΖ κατέληξε ότι τα στελέχη που περιέχει η Toyocerin δεν παράγουν τοξίνες.

38.
    Στις 26 και 27 Μαρτίου 2001, κατά τη συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής, εξετάστηκαν η έκθεση και το πόρισμα της ΕΕΔΖ ως προς το αβλαβές της Toyocerin σε σχέση με την παραγωγή τοξινών, καθώς και ένα σχέδιο κανονισμού, που προέβλεπε την προσωρινή έγκριση της Toyocerin για τα ορνίθια παχύνσεως, τις ωοτόκες όρνιθες, τους μόσχους, τα βοοειδή παχύνσεως, τα κουνέλια παχύνσεως και τα κουνέλια εκτροφής, στηριζόμενο στην εν λόγω έκθεση της ΕΕΔΖ. Μετά τη συνεδρίαση αυτή, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων αποφάσισε ότι δεν συνέτρεχε πλέον λόγος εφαρμογής του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

39.
    Με διάταξη της 27ης Μαρτίου 2001, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση του Βασιλείου της Ισπανίας και το κάλεσε να υποβάλει προφορικά τις παρατηρήσεις του σε νέα επ' ακροατηρίου συζήτηση που ορίστηκε για τις 2 Απριλίου 2001.

40.
    Στις 29 Μαρτίου 2001, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της παρούσας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

41.
    Η αιτούσα και η Επιτροπή ανέπτυξαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Απριλίου 2001. Επειδή το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μετέσχε στη συζήτηση αυτή, ορίστηκε προθεσμία για να μπορέσεινα καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διαβεβαίωσε ότι, στην επόμενη συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής της 27ης Απριλίου 2001, επρόκειτο να ληφθεί απόφαση σχετικά με το αίτημα προσωρινής εγκρίσεως της Toyocerin για τα ορνίθια παχύνσεως, τις ωοτόκες όρνιθες, τους μόσχους, τα βοοειδή παχύνσεως, τα κουνέλια παχύνσεως και τα κουνέλια εκτροφής. Ως εκ τούτου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων επισήμανε στην αιτούσα και στην Επιτροπή ότι θα ανέμενε τη διεξαγωγή της εν λόγω συνεδριάσεως προτού αποφανθεί επί της παρούσας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

42.
    Στις 10 Απριλίου 2001, το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως.

43.
    Με έγγραφο της 27ης Απριλίου 2001, η Επιτροπή ενημέρωσε τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων για την απόφαση που έλαβε η μόνιμη επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η μόνιμη επιτροπή αποφάνθηκε ευνοϊκά για νέα προσωρινή έγκριση της Toyocerin ως πρόσθετης ουσίας στη διατροφή των ορνιθίων παχύνσεως, των ωοτόκων ορνίθων, των μόσχων, των βοοειδών παχύνσεως, των κουνελιών παχύνσεως και των κουνελιών εκτροφής. Κατόπιν της γνωμοδοτήσεως αυτής, η μόνιμη επιτροπή υπέβαλε σχέδιο κανονισμού στην Επιτροπή για την έγκριση της Toyocerin, για τις εν λόγω κατηγορίες ζώων, από 1ης Ιουνίου 2001 μέχρι 1ης Μαρτίου 2002. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κάλεσε την αιτούσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις επί της αποφάσεως της μόνιμης επιτροπής.

44.
    Στις 30 Απριλίου 2001, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

45.
    Στις 7 Μαΐου 2001, η αιτούσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως καθώς και επί της αποφάσεως της μόνιμης επιτροπής της 27ης Απριλίου 2001. Στις παρατηρήσεις της ανέφερε ότι ενέμενε πλήρως στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον αυτή αφορούσε τόσο τους χοίρους παχύνσεως, τα χοιρίδια και τους θηλυκούς χοίρους, όσο και τα ορνίθια παχύνσεως, τις ωοτόκες όρνιθες, τους μόσχους, τα βοοειδή παχύνσεως, τα κουνέλια παχύνσεως και τα κουνέλια εκτροφής. Όσον αφορά τα ζωικά είδη πλην των χοίρων, η αιτούσα ισχυρίστηκε ότι το σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής δεν ικανοποιούσε επαρκώς «το συμφέρον της για δικαστική προστασία», καθότι, με το εν λόγω έγγραφο, τέθηκαν χρονικά όρια ως προς την προσωρινή έγκριση της Toyocerin και της επιφυλάχθηκε μεταχείριση συνεπαγόμενη δυσμενείς διακρίσεις.

46.
    Με έγγραφο της 21ης Μαΐου 2001, η Επιτροπή ενημέρωσε τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων για την έκδοση, στις 11 Μαΐου 2001, του κανονισμού (ΕΚ) 937/2001 περί της εγκρίσεως νέων γνήσιων πρόσθετων υλών, νέου παρασκευάσματος πρόσθετων υλών, της παράτασης των προσωρινών εγκρίσεων και της δεκαετούς εγκρίσεως μιας πρόσθετης ύλης στις ζωοτροφές (ΕΕ L 130,σ. 25), με τον οποίο εγκρίθηκε, μέχρι την 1η Μαρτίου 2002, η Toyocerin ως πρόσθετη ουσία στις τροφές των ορνιθίων παχύνσεως, των ωοτόκων ορνίθων, των μόσχων, των βοοειδών παχύνσεως, των κουνελιών παχύνσεως και των κουνελιών εκτροφής.

Επί του αντικειμένου της αιτήσεως

47.
    Με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η αιτούσα ζητεί τη χορήγηση προσωρινής άδειας για την Toyocerin ως πρόσθετη ουσία στις τροφές ορισμένων ζώων.

48.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, επισήμανε ότι ζητούσε την προσωρινή αυτή άδεια για το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκτός της Σουηδίας.

Εκτίμηση

49.
    Δυνάμει των συνδυσμένων διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και του άρθρου 4 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), το Πρωτοδικείο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

50.
    Δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση προσωρινών μέτρων είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από διάδικο σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ο κανόνας αυτός δεν αποτελεί απλό τύπο, αλλά προϋποθέτει ότι η κύρια προσφυγή με την οποία συνδέεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μπορεί πράγματι να εξεταστεί από το Πρωτοδικείο.

51.
    Κατά πάγια νομολογία, η εξέταση του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν πρέπει να πραγματοποιείται, καταρχήν, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να μην προδικάζεται η έκβαση της κύριας υποθέσεως. Όταν όμως, όπως εν προκειμένω, προβάλλεται το προδήλως απαράδεκτο της κύριας προσφυγής με την οποία συνδέεται η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να είναι αναγκαίο να ερευνάται η ύπαρξη ορισμένων στοιχείων από τα οποία μπορεί να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό της προσφυγής [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1988, 376/87 R, Distrivet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 209, σκέψη 21, και της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-300/00 P(R), Federación de Cofradías de Pescadores de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Συμβουλίου Συλλογή 2000, σ. I-8797, σκέψη 34, καθώς και του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 25ης Νοεμβρίου 1999, T-222/99 R, Martinez και de Gaulle κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II-3397, σκέψη 60].

52.
    Εν προκειμένω, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων θεωρεί ότι πρέπει να εξετάσει αν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό της κύριας προσφυγής.

Επιχειρήματα των διαδίκων

53.
    Η αιτούσα τονίζει ότι η κύρια προσφυγή αποβλέπει, αφενός, στην ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 29ης Ιανουαρίου 2001, περί αναβολής εκδόσεως της αποφάσεως επί της αιτήσεως εγκρίσεως της Toyocerin και, αφετέρου, στο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προτείνει στη μόνιμη επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 70/524, σχέδιο μέτρων για την απεριόριστη χρονικά έγκριση της Toyocerin για τους χοίρους παχύνσεως, τα χοιρίδια και τους θηλυκούς χοίρους, καθώς και την παράταση της προσωρινής εγκρίσεως της Toyocerin ως πρόσθετης ουσίας στις τροφές των ορνιθίων παχύνσεως, των ωοτόκων ορνίθων, των μόσχων, των βοοειδών παχύνσεως, των κουνελιών παχύνσεως και των κουνελιών εκτροφής. Προσθέτει ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αν γινόταν δεκτή, δεν μπορούσε να οδηγήσει στη λήψη μέτρων που να προδικάζουν την έκβαση της κύριας υποθέσεως. Συναφώς, παραπέμπει στη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 1987, 65/87 R, Pfizer κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 1691), με την οποία η Επιτροπή υποχρεώθηκε να προτείνει στη μόνιμη επιτροπή την έγκριση πρόσθετης ουσίας προκειμένου να αποκατασταθεί το status quo ante.

54.
    Η αιτούσα θεωρεί ότι το γεγονός ότι η μόνιμη επιτροπή δεν έλαβε θέση επί του αιτήματος εγκρίσεως της Toyocerin στις 29 Ιανουαρίου 2001 και ανέβαλε την έγκριση της ουσίας αυτής συνιστά απόφαση, υπό την έννοια της Συνθήκης, κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως. Συναφώς προβάλλει τρία επιχειρήματα.

55.
    Πρώτον, παραπέμπει σε πάγια νομολογία και, μεταξύ άλλων, στη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 22ας Δεκεμβρίου 1995, T-219/95 R, Danielsson κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-3051), κατά την οποία μια πράξη μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως λόγω του ότι έχει χαρακτήρα αποφάσεως και ανεξάρτητα από την τυπική της μορφή.

56.
    Εν προκειμένω, η παράλειψη της Επιτροπής σχετικά με την Toyocerin, της οποίας η αίτηση εγκρίσεως δεν περιελήφθη στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της μόνιμης επιτροπής, προκάλεσε μια κατάσταση ικανή να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα της αιτούσας, η οποία δεν μπόρεσε, λόγω αυτού, να συνεχίσει την παρασκευή της πρόσθετης αυτής ουσίας.

57.
    Δεύτερον, η αιτούσα επαναφέρει τη διάκριση μεταξύ απλής παραλείψεως και ενέργειας, ισχυριζόμενη ότι, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου, μια παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με ενέργεια, καθόσον αφορά ενέργεια που έπρεπε να γίνει και δεν έγινε. Συναφώς, επικαλείται παράλληλα, αφενός, τογεγονός ότι η Επιτροπή τη διαβεβαίωνε διαρκώς για την παράταση της ισχύος της εγκρίσεως της Toyocerin τον Φεβρουάριο του 2001 και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να ληφθεί απόφαση τότε και, αφετέρου, το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 70/524, κατά το οποίο «[η Επιτροπή] διαθέτει προθεσμία τριάντα ημερών προκειμένου να εγγράψει την αίτηση χορήγησης άδειας στην ημερήσια διάταξη της μόνιμης επιτροπής [...]». Ο όρος «διαθέτει» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση να εγγράψει στην ημερήσια διάταξη της μόνιμης επιτροπής την αίτηση παροχής εγκρίσεως για το εν λόγω προϊόν. Σε περίπτωση αδράνειας, πρόκειται για παράλειψη της Επιτροπής, η οποία αντιστοιχεί στην πράξη με θετική ενέργεια, ήτοι με την απόφασή της να μην ενεργήσει.

58.
    Τρίτον, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι, όταν το Πρωτοδικείο απορρίπτει προσφυγές ως απαράδεκτες, εξετάζει πάντοτε προηγουμένως αν υπήρχαν άλλες δυνατότητες ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων. Εν προκειμένω, η αιτούσα δεν είχε άλλη δυνατότητα από το να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως. Αν είχε επιλέξει να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως, όφειλε να περιμένει τη λήξη της προθεσμίας των δύο μηνών, εντός των οποίων θα είχε επέλθει ζημία της.

59.
    Το Βασίλειο της Ισπανίας περιορίστηκε να παραπέμψει στην προπαρατεθείσα διάταξη Pfizer κατά Επιτροπής, η ομοιότητα της οποίας με την υπό κρίση υπόθεση είναι, κατά την άποψή του, προφανής, καθώς και σε πάγια νομολογία, κατά την οποία «η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει [...] να είναι δυνατή εναντίον οποιωνδήποτε πράξεων των κοινοτικών οργάνων, όποια και αν είναι η φύση ή η μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στη δημιουργία εννόμων αποτελεσμάτων» (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729).

60.
    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η αιτούσα είναι προδήλως απαράδεκτη. Η πράξη της οποίας η ακύρωση ζητείται δεν υφίσταται, εφόσον ουδεμία απόφαση ελήφθη επί της αιτήσεως παροχής εγκρίσεως για την Toyocerin.

Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

61.
    Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και του Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 1997, T-541/93, Connaughton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. II-549, σκέψη 30, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 1998, T-22/98, Scottish Soft Fruit Growers κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-4219, σκέψη 34).

62.
    Πρέπει να προστεθεί ότι, όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις που τυγχάνουν επεξεργασίας σε περισσότερες φάσεις, ιδίως δε στο τέλος μιας εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν, κατ' αρχήν, πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως μόνον τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα των οποίων ο σκοπός συνίσταται στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Μαΐου 1994, T-37/92, BEUC και NCC κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II-285, σκέψη 27, και της 22ας Μαΐου 1996, T-277/94, AITEC κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, II-351, σκέψη 51).

63.
    Στον βαθμό που η αιτούσα και το Βασίλειο της Ισπανίας επικαλούνται την προπαρατεθείσα διάταξη Pfizer κατά Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι το ιστορικό της εν λόγω διατάξεως παρουσιάζει ομοιότητα με την υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Toyocerin δεν είχε περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη για τη συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής της 29ης και 30ής Ιανουαρίου 2001, εφόσον η ΕΕΔΖ δεν είχε λάβει ακόμα επίσημα θέση επί του ζητήματος του αβλαβούς της Toyocerin όσον αφορά την παραγωγή τοξινών. Συνεπώς, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων διακρίνονται, εκ πρώτης όψεως, ουσιωδώς από αυτά της προπαρατεθείσας διατάξεως Pfizer κατά Επιτροπής. Στην τελευταία αυτή υπόθεση, η Επιτροπή έκρινε, αφού έλαβε υπόψη δύο θετικές εκθέσεις της ΕΕΔΖ, ότι από πειράματα είχε αποδειχθεί επαρκώς το αβλαβές της εν λόγω ουσίας και, ως εκ τούτου, υπέβαλε στη μόνιμη επιτροπή σχέδιο μέτρων για να περιληφθεί η ουσία αυτή στο παράρτημα I της οδηγίας 70/524. Ομοίως, από την εξέταση της προπαρατεθείσας διατάξεως Pfizer κατά Επιτροπής προκύπτει ότι η μόνιμη επιτροπή εξέτασε το σχέδιο της Επιτροπής, αλλά δεν μπόρεσε να γνωμοδοτήσει, διότι δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, καθότι ορισμένα κράτη μέλη ψήφισαν αρνητικά. Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το πρόβλημα του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν εξετάστηκε στην εν λόγω διάταξη. Συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

64.
    Όσον αφορά το ζήτημα αν υφίσταται εν προκειμένω δυνάμενη να προσβληθεί πράξη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μόνιμη επιτροπή δεν έλαβε απόφαση ως προς την παράταση της ισχύος της προσωρινής εγκρίσεως της Toyocerin κατά τη συνεδρίασή της της 29ης και της 30ής Ιανουαρίου 2001, λόγω του ότι δεν υπήρχε σχετική πρόταση στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως αυτής. Αυτό εξηγείται μερικώς, όσον αφορά τους χοίρους παχύνσεως, τα χοιρίδια και τους θηλυκούς χοίρους, από το γεγονός ότι η διάρκεια της ισχύος της προσωρινής εγκρίσεως δεν μπορεί, δυνάμει του άρθρου 9 E, παράγραφος 3, της οδηγίας 70/524, να υπερβεί τα πέντε έτη. Στις 29 Ιανουαρίου 2001, όμως, η προσωρινή έγκριση της Toyocerin για τα ζώα αυτά είχε ήδη διαρκέσει πέντε έτη. Όσον αφορά την απεριόριστη χρονικά άδεια, πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 A της οδηγίας 70/524. Συναφώς, η αιτούσα επιβεβαίωσε, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Μαρτίου 2001, ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που κλήθηκε ναπροσκομίσει, κατόπιν αιτήσεως της ΕΕΔΖ με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 2001, ήτοι ο γενετικός εντοπισμός της αντιστάσεως της Toyocerin στην τετρακυκλίνη επί μεταθετού ή σταθερού γονιδίου, απαιτούσαν τη διενέργεια σειράς δοκιμών που έπρεπε να διαρκέσουν ακόμη τρεις ή τέσσερις μήνες. Όσον αφορά τα ορνίθια παχύνσεως, τις ωοτόκες όρνιθες, τους μόσχους, τα βοοειδή παχύνσεως, τα κουνέλια παχύνσεως και τα κουνέλια εκτροφής, το γεγονός ότι, στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της 29ης και της 30ής Ιανουαρίου 2001 της μόνιμης επιτροπής, δεν ήταν εγγεγραμμένη πρόταση για τη λήψη αποφάσεως ως προς την παράταση της ισχύος της προσωρινής εγκρίσεως της Toyocerin εξηγείται από το ότι η ΕΕΔΖ δεν είχε λάβει επίσημα θέση, στις 29 Ιανουαρίου 2001, επί του ζητήματος του αβλαβούς της Toyocerin ως προς την παραγωγή τοξινών. Πρέπει να επισημανθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η μόνιμη επιτροπή, κατά τη συνεδρίαση της 29ης και 30ής Ιανουαρίου 2001, δεν διέθετε όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία για να εκτιμήσει την αίτηση παροχής εγκρίσεως για την Toyocerin ως πρόσθετη ουσία στις τροφές των χοίρων παχύνσεως, των χοιριδίων και των θηλυκών χοίρων, καθώς και των ορνιθίων παχύνσεως, των ωοτόκων ορνίθων, των μόσχων, των βοοειδών παχύνσεως, των κουνελιών παχύνσεως και των κουνελιών εκτροφής.

65.
    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υφίσταται τυπική απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2001, δυνάμενη να συνιστά απόφαση κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως. Το μοναδικό έγγραφο με ημερομηνία 29 Ιανουαρίου 2001, ήτοι το έγγραφο της Επιτροπής προς το κράτος μέλος-εισηγητή, με το οποίο του ζήτησε συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία ως προς το αβλαβές της Toyocerin, δεν είναι ικανό να θίξει τα συμφέροντα της αιτούσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση.

66.
    Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί αν το γεγονός ότι η μόνιμη επιτροπή δεν έλαβε θέση στις 29 Ιανουαρίου 2001 επί του ζητήματος εγκρίσεως της Toyocerin μπορεί να θεωρηθεί, εκ πρώτης όψεως, ως σιωπηρή απόφαση κατά της οποίας είναι δυνατό να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως, όπως ισχυρίστηκε η αιτούσα. Συναφώς, αυτή υποστηρίζει ότι η αδράνεια της Επιτροπής συνιστά παράλειψη εκ μέρους της, η οποία ισοδυναμεί με απόφαση να μην ενεργήσει.

67.
    Δεν αμφισβητείται ότι η διαδικασία για τη λήψη κοινοτικής άδειας για πρόσθετη ουσία περιλαμβάνει αρκετά στάδια και ότι, εν προκειμένω, η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2001, δεδομένου ότι η ΕΕΔΖ δεν είχε ακόμη λάβει επισήμως θέση επί του ζητήματος του αβλαβούς της Toyocerin ως προς την παραγωγή τοξινών. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι η αίτηση παροχής εγκρίσεως για την Toyocerin δεν είχε περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της μόνιμης επιτροπής της 29ης και 30ής Ιανουαρίου 2001 και ότι η σχετική απόφανση αναβλήθηκε για την επόμενη συνεδρίαση, ήτοι για τη συνεδρίαση της 26ης και 27ης Μαρτίου 2001, δεν συνιστά μέτρο που καθορίζει οριστικά τη θέση της Επιτροπής κατά το πέρας της προαναφερθείσας διαδικασίας, υπό την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 62 νομολογίας.

68.
    Συνεπώς, όσον αφορά την αίτηση παροχής εγκρίσεως για την Toyocerin ως πρόσθετη ουσία στις τροφές των χοίρων παχύνσεως, των χοιριδίων και των θηλυκών χοίρων, καθώς και των ορνιθίων παχύνσεως, των ωοτόκων ορνίθων, των μόσχων, των βοοειδών παχύνσεως, των κουνελιών παχύνσεως και των κουνελιών εκτροφής, δεν υφίσταται, εκ πρώτης όψεως, δεκτική προσφυγής πράξη.

69.
    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση προς ό,τι ισχυρίζεται η αιτούσα, υπήρχαν άλλες δυνατότητες ασκήσεως ενδίκων προσφυγών εκτός από την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως. Συναφώς, όσον αφορά τους χοίρους παχύνσεως, τα χοιρίδια και τους θηλυκούς χοίρους, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Μαρτίου 2001, σε απάντηση προς ερώτηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, η αιτούσε δέχθηκε ότι διέπραξε σφάλμα, καθότι δεν επιδίωξε να διαπιστωθεί η παρανομία της αδράνειας της Επιτροπής μέσω της ασκήσεως προσφυγής κατά παραλείψεως μετά τις 21 Απριλίου 1999, αλλά ανέμενε τη λήξη της ισχύος των εθνικών εγκρίσεων προτού ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου. Όσον αφορά τις λοιπές κατηγορίες ζώων, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στον βαθμό που επηρεάζεται η οικονομική κατάσταση της αιτούσας από το γεγονός ότι δεν εγκρίθηκε η πώληση της Toyocerin ως πρόσθετης ουσίας στις τροφές των εν λόγω κατηγοριών ζώων από τις 21 Φεβρουαρίου 2001, αυτό αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, αποτέλεσμα του περιορισμού της παρατάσεως της ισχύος της προσωρινής εγκρίσεως της Toyocerin για τα ζώα αυτά, την οποία προέβλεψε ο κανονισμός 2697/2000. Όπως τόνισε η Επιτροπή, η αιτούσα δεν προσέβαλε τον εν λόγω κανονισμό.

70.
    Όσον αφορά το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προβεί σε ορισμένες ενέργειες, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων επισημαίνει ότι, εκ πρώτη όψεως, είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της ακυρωτικής αρμοδιότητας που παρέχει το άρθρο 230 ΕΚ στο Πρωτοδικείο, ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει τη δυνατότητα να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά θεσμικά όργανα (βλ., π.χ., απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1987, 15/85, Consorzio Cooperative d'Abruzzo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1005, σκέψη 18, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Φεβρουαρίου 1998, T-124/96, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. II-231, σκέψη 61).

71.
    Επομένως, ελλείψει σοβαρών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι δεν αποκλείεται το παραδεκτό της κύριας προσφυγής, η παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)    Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Δημοσιεύθηκε στο Λουξεμβούργο, στις 5 Ιουλίου 2001.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

B. Vesterdorf


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.