Language of document : ECLI:EU:T:2010:273

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2010

Υπόθεση T-266/08 P

Petrus Kerstens

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι —Ανατοποθέτηση — Άρθρο 7 του ΚΥΚ — Συμφέρον της υπηρεσίας — Παραμόρφωση του περιεχομένου των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Υποχρέωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προς αιτιολόγηση — Δικαιώματα άμυνας»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2008, F‑119/06, Kerstens κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑147 και II‑A‑1‑787).

Απόφαση: Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. Ο Petrus Kerstens φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Χρησιμοποίηση από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έμμεσης αιτιολογίας

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1)

3.      Αναίρεση — Λόγοι — Διαδικαστική πλημμέλεια — Απόφαση στηριζόμενη σε πραγματικά περιστατικά ή έγγραφα που αγνοεί ο ένας διάδικος — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας — Παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

1.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σε αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το αναιρετικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Το αναιρετικό δικαστήριο δεν είναι επομένως αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών. Συναφώς, μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 37 έως 39)

Παραπομπή:

ΔΕE, 6 Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψεις 51, 52 και 54· 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψεις 106 έως 108

2.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δυνάμει των άρθρων 36, πρώτη περίοδος, και 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν επιβάλλει στο Δικαστήριο ΔΔ να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία που παραθέτει το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός μεν, καθιστά γνωστό στον θιγόμενο από απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, αφετέρου δε, παρέχει στο αναιρετικό δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του.

(βλ. σκέψη 73)

Παραπομπή:

ΔΕE, 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψη 72· 9 Οκτωβρίου 2008, C‑16/07 P, Chetcuti κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑7469, σκέψη 87

3.      Θα παραβιαζόταν μια βασική αρχή του δικαίου σε περίπτωση θεμελιώσεως δικαστικής αποφάσεως σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να τοποθετηθούν. Πράγματι, για να τηρηθούν οι σχετικές με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επιταγές, πρέπει οι διάδικοι να γνωρίζουν και να μπορούν να συζητήσουν κατ’ αντιμωλία τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας, καθώς επίσης πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των πραγματικών περιστατικών, των αποδεικτικών στοιχείων και των παρατηρήσεων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου και επί των οποίων αυτό προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του.

(βλ. σκέψη 83)

Παραπομπή:

ΔΕE, 22 Μαρτίου 1961, 42/59 και 49/59, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, Rec. 1961, σ  99, 156 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 103, περιλαμβάνεται μόνο συνοπτική ελληνική μετάφραση)· 10 Ιανουαρίου 2002, C‑480/99 P, Plant κ.λπ. κατά Επιτροπής και South Wales Small Mines, Συλλογή 2002, σ. I‑265, σκέψη 24· 2 Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑11245, σκέψη 56

ΓΔΕΕ, 19 Σεπτεμβρίου 2008, T‑253/06 P, Chassagne κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑Β‑1‑43 και II‑Β‑1‑295, σκέψη 27