Language of document : ECLI:EU:F:2007:210

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Νοεμβρίου 2007

Υπόθεση F-52/06

Mike Pimlott

κατά

Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπόλ – Ανανέωση συμβάσεως υπαλλήλου της Ευρωπόλ – Άρθρο 6 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ – Μεγίστη διάρκεια των συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα βάσει του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συμβάσεως για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σύμβαση Ευρωπόλ), και του άρθρου 93, παράγραφος 1, του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπόλ, με την οποία ο M. Pimlott ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπόλ, της 25ης Ιανουαρίου 2006, περί απορρίψεως της ενστάσεώς του και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Ευρωπόλ να ανανεώσει τη σύμβασή του για διάρκεια τεσσάρων ετών, αρχίζοντας από την 1η Ιανουαρίου 2006.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια

(Σύμβαση Ευρωπόλ, άρθρο 40 § 3· Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπόλ, άρθρα 92 § 2 και 93 § 1)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Ερμηνεία – Διατάξεις διατυπωμένες σε περισσότερες από μία γλώσσες

(Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπόλ, άρθρο 6)

1.      Αποτελούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής περί ακυρώσεως μόνον τα μέτρα που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν απευθείας και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας κατά χαρακτηριστικό τρόπο τη νομική κατάσταση αυτού. Αυτό δεν συμβαίνει με έγγραφο της Ευρωπόλ που ανακοινώνει μόνον την πρόθεση της διοικήσεως να μελετήσει την αίτηση ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας ενός υπαλλήλου, χωρίς να έχει ακόμη ληφθεί απόφαση στο στάδιο αυτό. Πράγματι, η απλή εκδήλωση προθέσεως που μένει να εφαρμοστεί στο μέλλον δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιώματα και υποχρεώσεις στον ενδιαφερόμενο που μεταβάλλουν τη νομική του κατάσταση. Αντιθέτως, έγγραφο της διοικήσεως αυτής, με την οποία γνωστοποιείται στον υπάλληλο η απόφασή της να του προτείνει ανανέωση της συμβάσεώς του για ορισμένο χρόνο, καθόσον αποκλείει τη δυνατότητα ανανεώσεως της συμβάσεώς του για μεγαλύτερη διάρκεια, πρέπει να θεωρηθεί ως βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, κατά της οποίας στον ενδιαφερόμενο απόκειται να ασκήσει διοικητική ένσταση, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 92, παράγραφος 2, και 93 του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπόλ, χωρίς να πρέπει να αναμείνει την υπογραφή της συμβάσεως.

(βλ. σκέψεις 48, 50, 52 και 53)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 21 Οκτωβρίου 1986, 269/84 και 292/84, Fabbro κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2983, σκέψεις 10 έως 11· 21 Ιανουαρίου 1987, 204/85, Στρογγύλη κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 389, σκέψη 6

ΠΕΚ: 26 Σεπτεμβρίου 2002, T‑319/00, Borremans κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑171 και II‑905, σκέψεις 30 έως 33· 7 Σεπτεμβρίου 2005, T‑358/03, Krahl κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑215 και II‑993, σκέψη 38

ΔΔΔ: 13 Δεκεμβρίου 2006, F‑47/06, Aimi κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-1-165 και ΙΙ-Α-1-639, σκέψη 58

2.      Η ανάγκη ενιαίας εφαρμογής και, συνεπώς, ενιαίας ερμηνείας των κοινοτικών διατάξεων αποκλείει ένα κείμενο να λαμβάνεται υπόψη μεμονωμένα σε μία από τις εκδόσεις του, αλλά απαιτεί να ερμηνεύεται σύμφωνα, τόσο με την πραγματική βούληση του συντάκτη του, όσο και με τον σκοπό που επιδιώκεται από τον τελευταίο, υπό το φως ιδίως των εκδόσεων σε όλες τις γλώσσες της Κοινότητας. Εφόσον, ορισμένες από τις μεταφράσεις μιας διατάξεως από την αυθεντική της γλώσσα διαφέρουν από εκείνες, δεν μπορούν να υπερισχύουν μόνον αυτές έναντι των λοιπών γλωσσικών εκδόσεων.

Κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής, το άρθρο 6 του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπόλ, όπως ίσχυε τον Μάρτιο 2001, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η μεγίστη διάρκεια συμβάσεως εργασίας ανέρχεται σε έξι έτη (δεύτερη παύλα) ή σε οκτώ έτη (τρίτη παύλα) περιλαμβανομένης της διάρκειας της πρώτης συμβάσεως.

(βλ. σκέψεις 61 έως 63)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 12 Νοεμβρίου 1969, 29/69, Stauder, Συλλογή τόμος 1969, σ. 147, σκέψη 3· 12 Ιουλίου 1979, 9/79, Koschniske, Συλλογή τόμος 1979, σ. 321, σκέψη 6· 17 Ιουλίου 1997, C‑219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑4411, σκέψη 15

ΠΕΚ: 29 Σεπτεμβρίου 1999, T‑68/97, Neumann και Neumann-Schölles κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑193 και II‑1005, σκέψη 79