Language of document : ECLI:EU:C:2018:711

Υπόθεση C176/17

Profi Credit Polska S.A. w Bielsku Białej

κατά

Mariusz Wawrzosek

(αίτηση του Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich I Wydział Cywilny για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή το οποίο εξασφαλίζει απαιτήσεις που πηγάζουν από σύμβαση καταναλωτικού δανείου»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 13ης Σεπτεμβρίου 2018

1.        Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση που έχει υποβληθεί στην κρίση του – Περιεχόμενο – Όρια – Μη εφαρμογή ελλείψει των νομικών και πραγματικών στοιχείων που είναι αναγκαία για τον έλεγχό του

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

2.        Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Μέτρα που έχουν ως σκοπό να πάψει η χρήση των καταχρηστικών ρητρών – Ύπαρξη δικονομικών προϋποθέσεων που καθιστούν δυνατό τον αποτελεσματικό έλεγχο από τον εθνικό δικαστή – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

3.        Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Μέτρα που έχουν ως σκοπό να πάψει η χρήση των καταχρηστικών ρητρών – Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή το οποίο εξασφαλίζει απαιτήσεις που πηγάζουν από σύμβαση καταναλωτικού δανείου – Ανάγκη ύπαρξης δικονομικών προϋποθέσεων που διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων του καταναλωτή

(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 42, 44)

2.      Όσον αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, επισημαίνεται ότι η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 υποχρέωση θέσπισης δικονομικών προϋποθέσεων που θα διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από την οδηγία 93/13 κατά της χρήσης καταχρηστικών ρητρών συνεπάγεται ότι επιβάλλεται η θέσπιση δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής πρέπει να ισχύει τόσο ως προς τον καθορισμό των δικαστηρίων τα οποία είναι αρμόδια να εκδικάζουν ένδικα βοηθήματα που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης όσο και ως προς τις δικονομικές προϋποθέσεις των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων (βλ., συναφώς, απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Sziber, C‑483/16, EU:C:2018:367, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 77 των προτάσεών της, προκειμένου να καθοριστεί αν μια διαδικασία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να προσδιορίσει, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αν οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις κίνησης της διαδικασίας ανακοπής προκαλούν μη αμελητέο κίνδυνο να μην ασκήσουν οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές την απαιτούμενη ανακοπή (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 54, της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 58, και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC, C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 52). Πράγματι, όταν δεν ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας σύμβασης, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13 (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander, C‑598/15, EU:C:2017:945, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Μεταξύ των κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων για την διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής των καταναλωτών πρέπει να περιλαμβάνεται και η δυνατότητα άσκησης προσφυγής ή ανακοπής υπό εύλογες δικονομικές προϋποθέσεις, ούτως ώστε η άσκηση των δικαιωμάτων τους να μην υπόκειται σε όρους, όπως προθεσμίες και δαπάνες, που υπονομεύουν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13 (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 46 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

(βλ. σκέψεις 59, 61-63)

3.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει γραμματίου σε διαταγή εκδοθέντος νομοτύπως το οποίο εξασφαλίζει απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, όταν ο δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης αυτής, καθόσον οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ανακοπής κατά της οικείας διαταγής πληρωμής δεν διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από την οδηγία αυτή.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος να μην ασκήσουν οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές την απαιτούμενη ανακοπή δεν είναι αμελητέος και οφείλεται είτε στο ότι η σχετική προθεσμία που προβλέπει ο νόμος είναι εξαιρετικά σύντομη, είτε στο ότι οι εν λόγω καταναλωτές ενδέχεται να αποτραπούν από την κίνηση της σχετικής ένδικης διαδικασίας, λόγω των εξόδων που αυτή συνεπάγεται σε σχέση με το ποσό της αμφισβητούμενης οφειλής, είτε στο γεγονός ότι αγνοούν ή δεν αντιλαμβάνονται την έκταση των δικαιωμάτων τους, είτε ακόμη και στον περιορισμένο αριθμό των στοιχείων που περιέχει η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής που υπέβαλαν οι επαγγελματίες και, ως εκ τούτου, στις ελλιπείς πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους οι εν λόγω καταναλωτές (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC, C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και διάταξη της 21ης Ιουνίου 2016, Aktiv Kapital Portfolio, C‑122/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:486, σκέψη 37). Ως εκ τούτου, δικονομικές προϋποθέσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στο μέτρο που επιβάλλουν στον καταναλωτή την υποχρέωση να προβεί, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, στην επίκληση των πραγματικών περιστατικών και στην προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχουν στον δικαστή τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την εκτίμηση αυτή και στο μέτρο που συνεπάγονται επιβάρυνση του καταναλωτή λόγω του τρόπου υπολογισμού των δικαστικών εξόδων, προκαλούν τέτοιον κίνδυνο.

(βλ. σκέψεις 69-71 και διατακτ.)