Language of document : ECLI:EU:T:2012:118

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Μαρτίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος ELLA VALLEY VINEYARDS —Προγενέστερο εθνικό και προγενέστερο κοινοτικό σήμα ELLE — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συσχετισμού — Σχέση μεταξύ των σημείων — Φήμη — Δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των σημείων — Άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑32/10,

Ella Valley Vineyards (Adulam) Ltd, με έδρα την Ιερουσαλήμ (Ισραήλ), εκπροσωπούμενη από τους C. de Haas και O. Vanner, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Hachette Filipacchi Presse (HFP), με έδρα το Levallois-Perret (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον C. Moyou Joly, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 11ης Νοεμβρίου 2009 (υπόθεση R 1293/2008-1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Hachette Filipacchi Presse (HFP) και της Ella Valley Vineyards (Adulam) Ltd,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona (εισηγήτρια) και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

γραμματέας: B. Pastor, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Μαΐου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Αυγούστου 2010,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιανουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 4 Μαρτίου 2005, η νυν προσφεύγουσα Ella Valley Vineyards (Adulam) Ltd υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [ακολούθως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στην κλάση 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην εξής περιγραφή: «Οίνοι».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 37/2005, της 12ης Σεπτεμβρίου 2005.

5        Στις 12 Δεκεμβρίου 2005, η νυν παρεμβαίνουσα Hachette Filipacchi Presse (HFP) άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως σήματος που είχε ζητηθεί για τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 3 προϊόντα.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στα δύο προγενέστερα σήματα τα οποία αντιστοιχούν στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

7        Επρόκειτο, αφενός μεν, για το εικονιστικό κοινοτικό σήμα το οποίο είχε κατατεθεί στις 30 Οκτωβρίου 2003 και καταχωρισθεί στις 11 Οκτωβρίου 2005 με αριθμό 3475365, για προϊόντα, μεταξύ άλλων, της κλάσεως 16 που αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, στην περιγραφή: «Περιοδικά» και «Βιβλία», αφετέρου δε, για το εικονιστικό γαλλικό σήμα το οποίο είχε κατατεθεί στις 27 Ιουνίου 1989 και καταχωρισθεί στις 27 Ιουνίου 1999 με αριθμό 1538354, για προϊόντα, μεταξύ άλλων, της κλάσεως 16 που αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, στην περιγραφή: «Περιοδικά» και «Βιβλία».

8        Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009).

9        Στις 8 Ιουλίου 2008, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή κρίνοντας ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν ήταν όμοια σε τέτοιο βαθμό ώστε να υφίσταται κίνδυνος το κοινό να συσχετίσει ή να συνδέσει μεταξύ τους τα σήματα, στοιχείο που αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

10      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2008, η νυν παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

11      Με απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την προσφυγή, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, και ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών.

12      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, καταρχάς, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημείων, το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να τα συσχετίσει. Κατά το τμήμα προσφυγών, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αποτελείται από το κυρίαρχο λεκτικό σημείο «ella» το οποίο εμφανίζει ομοιότητα από οπτικής απόψεως με τα προγενέστερα σημεία, ακόμη και όσον αφορά τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του. Τα λοιπά στοιχεία του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν είναι διακριτικά, διότι η χρήση τους είναι συνήθης στον τομέα της οινοπαραγωγής. Επιπλέον, τα στοιχεία «ella» και «valley» του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν έχουν την ίδια σπουδαιότητα από εννοιολογικής απόψεως. Το ενδιαφερόμενο κοινό δεν εκλαμβάνει τη λέξη «ella» ως γεωγραφική ένδειξη συνδεόμενη με τη λέξη «valley», αλλά ως γυναικείο όνομα ή αντωνυμία θηλυκού γένους. Το τμήμα προσφυγών έκρινε επίσης ότι αποδείχθηκε η φήμη των προγενέστερων σημάτων εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όσον αφορά τα περιοδικά.

13      Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το περιοδικό Elle, το οποίο χαίρει μεγάλου κύρους στο κοινό, συνδέεται με μια ιδιαίτερη εικόνα περί κομψότητας σχετική με τον γαλλικό τρόπο ζωής, που δεν περιορίζεται στη μόδα, αλλά περιλαμβάνει και τη γαστρονομία. Μεταξύ, όμως, των σχετικών με τη γαστρονομία εκδόσεων και των εκδόσεων που αφορούν τους οίνους υφίσταται συνάφεια. Εξάλλου, το περιοδικό Elle εκδίδει θεματικά περιοδικά σχετικά με τη γαστρονομία και τους οίνους, όπως το περιοδικό Elle À TABLE, και δημοσιεύει συνταγές μαγειρικής. Επιπλέον, το περιοδικό Elle, αφενός, σχετίζεται ευθέως με τη χορηγία οίνων (σοδειά ELLE) και, αφετέρου, παρέχει τακτικά στους αναγνώστες του τη δυνατότητα αγοράς επιλεγμένων βάσει της ποιότητάς τους οίνων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η διάθεση στο κοινό οίνων που φέρουν σήμα του οποίου το κυρίαρχο στοιχείο συνίσταται σε λέξη όλως παρεμφερή της λέξεως «elle» η οποία τυπώνεται με την ίδια γραμματοσειρά συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο αντλήσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας αθέμιτου οφέλους από τη φήμη των προγενέστερων σημάτων. Συγκεκριμένα, ο καταναλωτής οίνων εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως γνωρίζει το περιοδικό Elle και μπορεί να το συσχετίσει με τους οίνους της προσφεύγουσας.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

15      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009. Διατείνεται ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες, κατά τη νομολογία, γίνεται δεκτό ότι το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να συσχετίσει τα προγενέστερα σήματα με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Επομένως, πρώτον, τα επίμαχα σημεία δεν εμφανίζουν καμία ιδιαίτερη ομοιότητα, δεύτερον, τα επίμαχα προϊόντα διαφέρουν μεταξύ τους, και, τρίτον, τα προγενέστερα σήματα χαίρουν απλώς περιορισμένης φήμης. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ουδόλως πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, να αντληθεί αθέμιτο όφελος από τη φήμη των προγενέστερων σημάτων.

18      Από το γράμμα, όμως, του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η εφαρμογή του εξαρτάται από τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: πρώτον, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα πρέπει να είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια, δεύτερον, το προγενέστερο σήμα στο οποίο στηρίζεται η ανακοπή πρέπει να χαίρει φήμης και, τρίτον, πρέπει, λόγω της άνευ νόμιμης αιτίας χρήσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, να υφίσταται κίνδυνος αντλήσεως αθέμιτου οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή κίνδυνος να θιγεί αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, οπότε αρκεί να μη συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές προκειμένου να αποκλεισθεί η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, T‑586/10, Aktieselskabet af 21 november 2001 κατά ΓΕΕΑ — Parfums Givenchy (only givenchy), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

19      Από τη νομολογία προκύπτει συναφώς ότι οι προσβολές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 επέρχονται ως συνέπεια της ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθεμένων σημάτων, λόγω της οποίας το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει τα δύο αυτά σήματα, δηλαδή τα συνδέει μεταξύ τους, μολονότι δεν τα συγχέει [απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Νοεμβρίου 2009, T‑438/07, Spa Monopole κατά ΓΕΕΑ — De Francesco Import (SpagO), Συλλογή 2009, σ. II‑4115, σκέψη 15· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, C‑252/07, Intel Corporation, Συλλογή 2008, σ. I‑8823, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

20      Για να διαπιστωθεί αν το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει τα αντιπαρατιθέμενα σήματα απαιτείται σφαιρική εκτίμηση, κατά την οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Intel Corporation, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ποιοι παράγοντες ενδέχεται να ασκούν επιρροή κατά τη σφαιρική εκτίμηση για να διαπιστωθεί η ύπαρξη του εν λόγω συσχετισμού μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Έτσι, το Δικαστήριο έχει μνημονεύσει ως τέτοιους παράγοντες, πρώτον, τον βαθμό ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, δεύτερον, το είδος των υπηρεσιών ή των προϊόντων για τα οποία έχουν καταχωρισθεί αντιστοίχως τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, περιλαμβανομένου του βαθμού εγγύτητας ή ανομοιότητας των υπηρεσιών ή των προϊόντων αυτών, καθώς και το ενδιαφερόμενο κοινό, τρίτον, την ισχύ της φήμης του προγενέστερου σήματος, τέταρτον, τον βαθμό του, εγγενούς ή κτηθέντος διά της χρήσεως, διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, και, πέμπτον, την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως του ενδιαφερομένου κοινού (απόφαση Intel Corporation, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψη 42).

22      Εν προκειμένω, η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των αρχών αυτών.

 Επί του ενδιαφερομένου κοινού

23      Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, ο συσχετισμός μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, από την ύπαρξη του οποίου εξαρτάται και αυτή των καταχρηστικών συμπεριφορών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, προϋποθέτει ότι οι καταναλωτές οι οποίοι ενδιαφέρονται για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίζονται τα εν λόγω σήματα είναι οι ίδιοι ή, ως ένα βαθμό, επικαλύπτονται (απόφαση Intel Corporation, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψεις 46 έως 49).

24      Εν προκειμένω, αφενός, το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα τα οποία φέρουν τα προγενέστερα σήματα και ως προς τα οποία γίνεται επίκληση της φήμης των σημάτων αυτών, δηλαδή τα «περιοδικά» και τα «βιβλία», είναι το ευρύ κοινό [βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Νοεμβρίου 2009, T‑425/07 και T‑426/07, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ (100 και 300), Συλλογή 2009, σ. II‑4275, σκέψη 24, και T‑200/07 έως T‑202/07, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ (222, 333 και 555), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 26]. Συναφώς, καθόσον το ένα εκ των δύο σημάτων στα οποία η παρεμβαίνουσα στήριξε την ανακοπή της είναι κοινοτικό, το ενδιαφερόμενο κοινό συνίσταται στο ευρύ κοινό της Ένωσης.

25      Αφετέρου, πρέπει να επισημανθεί ότι τα προϊόντα που αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, δηλαδή οι «οίνοι», απευθύνονται επίσης στο ευρύ κοινό της Ένωσης. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, δεδομένου ότι οι οίνοι αποτελούν συνήθως το αντικείμενο γενικευμένης διανομής, από την πτέρυγα τροφίμων των μεγάλων καταστημάτων μέχρι τα εστιατόρια και τα καφενεία, πρόκειται για προϊόντα ευρείας καταναλώσεως, για τα οποία το ενδιαφερόμενο κοινό συνίσταται στον μέσο καταναλωτή προϊόντων ευρείας καταναλώσεως, που θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος [βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑458/07, Dominio de la Vega κατά ΓΕΕΑ — Ambrosio Velasco (DOMINIO DE LA VEGA), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 27, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑291/07, Viñedos y Bodegas Príncipe Alfonso de Hohenlohe κατά ΓΕΕΑ — Byass (ALFONSO), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές για τα προϊόντα που προσδιορίζουν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι το ευρύ κοινό της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, υφίσταται επικάλυψη μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών του ενδιαφερομένου κοινού, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 23 ανωτέρω.

27      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα που προσδιορίζει το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση επιδεικνύει μεγαλύτερο βαθμό προσοχής από τον συνήθη, δεδομένου ότι το κοινό αυτό είναι ιδιαιτέρως απαιτητικό καθόσον τα εν λόγω προϊόντα έχουν την ιδιαιτερότητα ότι είναι οίνοι τύπου «κασέρ» [δηλαδή σύμφωνοι με τις απαιτήσεις της ιουδαϊκής θρησκείας], αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

28      Συγκεκριμένα, καταρχάς, από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 25 πάγια νομολογία, συνάγεται ότι οι καταναλωτές οίνων επιδεικνύουν εν γένει μετρίου βαθμού προσοχή. Για να τεθεί, όμως, εν αμφιβόλω η κρίση του τμήματος προσφυγών, δεν αρκεί το να υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι, σε συγκεκριμένο τομέα, οι καταναλωτές είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί όσον αφορά τα σήματα, αλλά πρέπει να τεκμηριώσει την αιτίαση αυτή [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2011, T‑118/09, La Sonrisa de Carmen κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ — Harald Heldmann (BLOOMCLOTHES), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 21 και 22 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία], κάτι το οποίο δεν έπραξε, εν προκειμένω, σε επαρκή από νομική άποψη βαθμό.

29      Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προσδιορίζει τον οίνο εν γένει και όχι ειδικώς ποικιλίες οίνων. Επομένως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα προτίθεται να χρησιμοποιήσει το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για να διαθέσει στο εμπόριο οίνους τύπου «κασέρ», στοιχείο που εμπίπτει στους ιδιαίτερους τρόπους διαθέσεως στο εμπόριο των προϊόντων που προσδιορίζει το εν λόγω σήμα, οι οποίοι ενδέχεται να μεταβληθούν στην πορεία του χρόνου και αναλόγως της βουλήσεως των δικαιούχων του σήματος, ουδόλως αναιρεί το ότι, όπως άλλωστε παραδέχθηκε και η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προστασία του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, εάν το αίτημα περί καταχωρίσεως γίνει τελικά δεκτό, θα αφορά όλους τους οίνους, οπότε το ενδιαφερόμενο κοινό πρέπει να προσδιορισθεί για το σύνολο των προϊόντων της κατηγορίας «οίνοι» [βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑400/06, Zero Industry κατά ΓΕΕΑ — zero Germany (zerorh+), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

 Επί της φήμης των προγενέστερων σημάτων

30      Όσον αφορά τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η φήμη αυτή δεν αρκεί για να συσχετίσει το ενδιαφερόμενο κοινό τα εν λόγω σήματα με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση όσον αφορά τον τομέα της παραγωγής οίνων. Το γεγονός ότι το περιοδικό Elle δημοσιεύει ενδεχομένως άρθρα ή στήλες για τους οίνους δεν καθιστά τα προγενέστερα σήματα παγκοίνως γνωστά στον τομέα αυτό.

31      Συναφώς, για να γίνει δεκτό ότι πληρούται η προϋπόθεση περί φήμης, το προγενέστερο σήμα πρέπει να είναι γνωστό σε σημαντικό μέρος του ενδιαφερομένου κοινού το οποίο αφορούν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσδιορίζονται με το σήμα αυτό. Κατά την εξέταση της προϋποθέσεως αυτής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη υπόθεση, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το μερίδιο αγοράς που κατέχεται από το προγενέστερο σήμα, το πόσο εντατική είναι η χρήση του, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεώς του, καθώς και το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες προέβη η επιχείρηση για την προβολή του, χωρίς να απαιτείται να είναι το σήμα αυτό γνωστό σε συγκεκριμένο ποσοστό του κοινού που έχει προσδιορισθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ή η φήμη του να εκτείνεται σε ολόκληρη την οικεία εδαφική περιοχή, εφόσον υφίσταται σε σημαντικό τμήμα της περιοχής αυτής [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑375/97, General Motors, Συλλογή 1999, σ. I‑5421, σκέψεις 24, 25, και 27 έως 29, και, όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 2008, T‑93/06, Mülhens κατά ΓΕΕΑ — Spa Monopole (MINERAL SPA), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33].

32      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δέχεται ότι, λόγω της επιτυχίας του περιοδικού Elle, τα προγενέστερα σήματα χαίρουν φήμης στον τομέα των περιοδικών εκδόσεων και της εκδόσεως βιβλίων εντός της Ένωσης ή, τουλάχιστον, σε σημαντικό τμήμα αυτής της εδαφικής περιοχής.

33      Ουδόλως, όμως, προκύπτει από τη νομολογία ότι, για να αποδειχθεί ότι το ενδιαφερόμενο κοινό ενδέχεται να συσχετίσει τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, συνδέοντάς τα μεταξύ τους, απαιτείται να αποδειχθεί ότι τα προγενέστερα σήματα απέκτησαν φήμη στον τομέα των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Έτσι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, δεν ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ενώπιον του τμήματος προσφυγών ότι τα προγενέστερα σήματα έχαιραν φήμης στον τομέα της παραγωγής οίνων.

34      Πρέπει επίσης να επισημανθεί συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία είναι διαφορετικό το ενδιαφερόμενο κοινό για τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το προγενέστερο σήμα και το ενδιαφερόμενο κοινό για τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση μπορεί να παραστεί ανάγκη να ληφθεί υπόψη η ισχύς της φήμης του προγενέστερου σήματος, προκειμένου να καθορισθεί αν η φήμη αυτή εκτείνεται πέραν του κοινού στο οποίο απευθύνεται το εν λόγω σήμα (απόφαση Intel Corporation, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψεις 51 έως 53). Εν προκειμένω, πάντως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω, τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το προγενέστερο σήμα και αυτά που προσδιορίζονται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αφορούν, τουλάχιστον εν μέρει, το ίδιο κοινό.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η φήμη των προγενέστερων σημάτων ήταν επαρκής ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να μπορεί να συσχετίσει τα προγενέστερα σήματα με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

 Επί της ομοιότητας των αντιπαρατιθεμένων σημείων

36      Όσον αφορά την προϋπόθεση να είναι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία πανομοιότυπα ή παρόμοια μεταξύ τους, πρέπει να γίνει σύγκριση μεταξύ των προγενέστερων σημάτων και του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

37       Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, για να πληρούται η προϋπόθεση περί ομοιότητας των σημάτων, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι υφίσταται, για το ενδιαφερόμενο κοινό, κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του προγενέστερου σήματος που χαίρει φήμης και του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Αρκεί ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των δύο σημάτων να έχει ως αποτέλεσμα το ενδιαφερόμενο κοινό να τα συσχετίζει μεταξύ τους [βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2003, C‑408/01, Adidas-Salomon και Adidas Benelux, Συλλογή 2003, σ. I‑12537, σκέψεις 27 και 31, και της 18ης Ιουνίου 2009, C‑487/07, L’Oréal κ.λπ. κατά Bellure κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑5185, σκέψη 36· απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 2008, T‑181/05, Citigroup και Citibank κατά ΓΕΕΑ — Citi (CITI), Συλλογή 2008, σ. II‑669, σκέψεις 64 και 65]. Συναφώς, όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιότητα μεταξύ των σημάτων τόσο πιθανότερο είναι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση να θυμίζει συνειρμικά στο ενδιαφερόμενο κοινό το προγενέστερο σήμα που χαίρει φήμης (απόφαση Intel Corporation, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψη 44).

38      Η σφαιρική εκτίμηση για να διαπιστωθεί αν υφίσταται συσχετισμός μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαΐου 2007, T‑137/05, La Perla κατά ΓΕΕΑ — Worldgem Brands (NIMEI LA PERLA MODERN CLASSIC), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 35, και της 25ης Μαρτίου 2009, T‑21/07, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ — Spa Monopole (SPALINE), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 18].

39      Εξάλλου, κατά την εκτίμηση περί της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον ένα από τα συστατικά σύνθετου σήματος και να συγκρίνεται με άλλο σήμα. Αντιθέτως, κατά τη σύγκριση τα επίμαχα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα συνολικά, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα ή πλείονα συστατικά σύνθετου σήματος να κυριαρχούν στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα αυτό στην αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009, T‑412/08, Trubion Pharmaceuticals κατά ΓΕΕΑ — Merck (TRUBION), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

40      Το ζήτημα αν το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη αποφαινόμενο ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία εμφανίζουν ομοιότητα σε επαρκή βαθμό, ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να μπορεί να συσχετίσει τα επίμαχα σήματα, πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα τις αρχές αυτές.

41      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έκρινε, καταρχάς, ότι η λέξη «ella» αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, για τον λόγο ότι η λέξη αυτή ήταν γραμμένη με κεφαλαία γράμματα μεγάλου μεγέθους, καθώς και λόγω του ασθενούς διακριτικού χαρακτήρα των λοιπών λεκτικών και εικονιστικών στοιχείων του. Εν συνεχεία, βάσει της προκειμένης αυτής, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό μπορούσε να συσχετίσει τα επίμαχα σήματα λόγω της εγγύτητας μεταξύ του κυρίαρχου στοιχείου «ella» του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του μοναδικού σημείου από το οποίο αποτελούνται τα προγενέστερα σήματα ELLE.

42      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 2 ανωτέρω, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αποτελείται από ένα παραλληλόγραμμο μαύρου χρώματος με λεπτό λευκό περίγραμμα, το οποίο αναπαριστά ετικέτα φιάλης οίνου. Οι λέξεις «ella» και «valley» είναι γραμμένες με λευκά κεφαλαία γράμματα εντός του παραλληλογράμμου. Η λέξη «vineyards» είναι γραμμένη με μαύρα κεφαλαία γράμματα κάτω από το παραλληλόγραμμο.

43      Μολονότι, όμως, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, όσον αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το μέγεθος της λέξεως «ella» είναι μεγαλύτερο από αυτό της λέξεως «valley» και μολονότι η πρώτη λέξη είναι γραμμένη πάνω από τη δεύτερη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη των στοιχείων του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι τέτοια που δεν είναι δυνατό οι δύο αυτές λέξεις να γίνουν αντιληπτές χωριστά η μία από την άλλη. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι όροι «ella» και «valley» περιέχονται αμφότεροι στο μαύρου χρώματος παραλληλόγραμμο, έχουν δε γραφεί με όμοια γραμματοσειρά και με το ίδιο χρώμα. Επομένως, λόγω της εγγύτητας θέσεως των δύο αυτών λέξεων εντός του μαύρου παραλληλογράμμου και λόγω του ιδίου χρώματος και της όμοιας γραμματοσειράς τους, το ενδιαφερόμενο κοινό, παρά τη διαφορά των δύο λέξεων ως προς το μέγεθος, θα εκλάβει τη φράση «ella valley» ως αδιάσπαστο σύνολο. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως σύνολο, χωρίς να επιδίδεται στην εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2011, C‑532/10 P, adp Gauselmann κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν κατά μείζονα λόγο στον οινοπαραγωγικό τομέα. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής καλείται συχνά να επιλέξει μεταξύ ετικετών που περιέχουν ονομασίες αποτελούμενες από φράση η οποία περιλαμβάνει μία λέξη ακολουθούμενη από τον όρο «valley», ο οποίος δηλώνει την κοιλάδα. Επιβάλλεται, εξάλλου, να διαπιστωθεί ότι το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το τμήμα προσφυγών, το οποίο μνημονεύει, τόσο στη σκέψη 16 όσο και στη σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σειρά ονομασιών προελεύσεως οίνων, όπως, ιδίως, τις ονομασίες «Napa Valley», «Sonoma Valley» ή «Barrosa Valley», οι οποίες είναι σχηματισμένες κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Οι πολυάριθμες αυτές ενδείξεις προελεύσεως καταδεικνύουν ότι οι ονομασίες αυτού του είδους είναι συνήθεις στον οινοπαραγωγικό τομέα.

45      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, διαβάζοντας τη φράση «ella valley» και εξετάζοντάς την συνολικά, ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής θα την εκλάβει μάλλον ως παραπέμπουσα σε τοπωνύμιο το οποίο δηλώνει την προέλευση του οίνου. Συναφώς, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, μολονότι ο καταναλωτής οίνων επιδεικνύει μέτριου βαθμού προσοχή, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 25 και 28 ανωτέρω, σπανίως στερείται γι’ αυτόν σημασίας η προέλευση του οίνου κατά την αγορά του προϊόντος. Κατά συνέπεια, ο καταναλωτής αυτός προσέχει συνήθως σε ορισμένο βαθμό την ένδειξη προελεύσεως του οίνου που αγοράζει.

46      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι η προσφεύγουσα δήλωσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η φράση «ella valley» παραπέμπει, στα αγγλικά, στην «κοιλάδα του Ελά», κοιλάδα ευρισκόμενη στο Ισραήλ —την οποία μνημονεύει η Βίβλος και όπου ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ— στην οποία παράγεται ο οίνος που διαθέτει στο εμπόριο η προσφεύγουσα με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Ανεξαρτήτως, όμως, του ζητήματος αν το γεγονός αυτό ενδέχεται να έχει ως συνέπεια ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση θα αποτελείται αποκλειστικώς από σημεία με περιγραφικό χαρακτήρα —δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως— επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι η φράση «ella valley» παραπέμπει σε υπαρκτή κοιλάδα συνηγορεί υπέρ του ότι η φράση αυτή συνιστά τοπωνύμιο. Συναφώς, όπως δέχθηκαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η λέξη «ella» όσο και η λέξη «elah» αποτελούν απλώς κατά προσέγγιση μεταγραφές όρου πρωτοτύπως γραμμένου με εβραϊκούς χαρακτήρες, στοιχείο που εξηγεί τις διαφορές γραφής μεταξύ των δύο αυτών λέξεων.

47      Με γνώμονα τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το τμήμα προσφυγών, το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιληφθεί τη φράση «ella valley», εξεταζόμενη στο σύνολό της, χωρίς να διαχωρίσει τα λεκτικά στοιχεία που την αποτελούν και, κατά συνέπεια, θα την εκλάβει ως παραπέμπουσα σε τοπωνύμιο που δηλώνει την προέλευση του οίνου.

48      Όσον αφορά τον όρο «vineyards», δεν αμφισβητείται ότι αυτός, καθόσον παραπέμπει στην έννοια του «αμπελώνα», δηλώνει, τουλάχιστον για το αγγλόφωνο κοινό της Ένωσης, την προέλευση του προϊόντος που προσδιορίζεται με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και, επομένως, έχει ελάχιστα διακριτικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη και το μικρότερο μέγεθός του, καθώς και τη θέση που κατέχει στο σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως σήματος, δεν μπορεί να εκληφθεί από τον καταναλωτή ως στοιχείο που δηλώνει την εμπορική προέλευση των επίμαχων προϊόντων, κάτι που δεν συνεπάγεται, πάντως, κατ’ ανάγκη ότι ο όρος αυτός πρέπει να θεωρηθεί αμελητέας σημασίας ως προς τη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η φράση «ella valley» συνολικά —και όχι, όπως έκρινε το τμήμα προσφυγών, μόνο του το στοιχείο «ella»— αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Ως εκ τούτου, η σφαιρική εκτίμηση για να αποδειχθεί αν υφίσταται συσχετισμός μεταξύ των επίμαχων σημάτων πρέπει να γίνει, εν προκειμένω, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, μεταξύ των προγενέστερων σημάτων και του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του οποίου το κυρίαρχο στοιχείο αποτελείται από τη φράση «ella valley», χωρίς το υπόλοιπο του σήματος να έχει αμελητέα σημασία.

50      Στο πλαίσιο αυτό, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από οπτικής απόψεως, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία εμφανίζουν μικρή μόνον ομοιότητα. Συγκεκριμένα, μολονότι τα τρία πρώτα γράμματα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι όμοια με αυτά των προγενέστερων σημάτων, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να αντισταθμίσει τις πολυάριθμες διαφορές μεταξύ των επίμαχων σημείων. Έτσι, ενώ τα προγενέστερα σήματα αποτελούνται από μία λέξη με τέσσερα γράμματα, το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αποτελείται από δύο λέξεις οι οποίες παρατίθενται σε δύο γραμμές και έχουν συνολικά δέκα γράμματα. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι η πρώτη λέξη της φράσεως «ella valley» δεν είναι πανομοιότυπη με τη λέξη «elle» των προγενέστερων σημάτων, καθόσον διαφοροποιείται λόγω του αρχικού γράμματός της. Το λεκτικό στοιχείο «vineyards» και τα εικονιστικά στοιχεία του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση διαφοροποιούν περαιτέρω από οπτικής απόψεως, έστω και σε μικρό βαθμό, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία.

51      Συναφώς, μολονότι, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών και όπως τονίζουν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, στα προηγούμενα σήματα και στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση χρησιμοποιείται η ίδια γραμματοσειρά, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι η γραμματοσειρά αυτή είναι μάλλον συνήθης και χρησιμοποιείται συχνά. Κατά συνέπεια, η γραμματοσειρά των λεκτικών στοιχείων των αντιπαρατιθέμενων σημάτων δεν αποτελεί, εν προκειμένω, στοιχείο δυνάμενο να αντισταθμίσει τις πολυάριθμες διαφορές που υφίστανται μεταξύ των επίμαχων σημάτων.

52      Από φωνητικής απόψεως, τα επίμαχα σήματα εμφανίζουν επίσης διαφορές οι οποίες είναι σημαντικότερες των ομοιοτήτων τους. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι η διαφορά μεγέθους μεταξύ των προγενέστερων σημάτων —τα οποία αποτελούνται από μία λέξη με τέσσερα γράμματα— και του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση —το οποίο αποτελείται από ένα κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο απαρτιζόμενο από δύο λέξεις με δέκα γράμματα συνολικά και από μία λέξη με εννέα γράμματα— συνεπάγεται διαφορετικό ηχητικό αποτέλεσμα και ρυθμό που είναι αδύνατο να αντισταθμισθούν από το γεγονός ότι τα τρία πρώτα γράμματα του λεκτικού στοιχείου από το οποίο αποτελούνται τα προγενέστερα σήματα είναι όμοια με την πρώτη λέξη που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

53      Ούτε, όμως, κι από εννοιολογικής απόψεως παρουσιάζουν τα επίμαχα σημεία επαρκή ομοιότητα ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να μπορεί να συσχετίσει τα αντιπαρατιθέμενα σήματα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 έως 47 ανωτέρω, το ενδιαφερόμενο κοινό ενδέχεται να εκλάβει το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως τοπωνύμιο σχετιζόμενο με την προέλευση του οίνου που διατίθεται με το σήμα αυτό, ενώ ουδόλως είναι δυνατό κάτι τέτοιο στην περίπτωση των προγενέστερων σημάτων. Επομένως, μολονότι δεν αποκλείεται, λαμβανομένης υπόψη της φήμης της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα, το ενδεχόμενο η λέξη «elle» να παραπέμπει, όσον αφορά μέρος του κοινού της Ένωσης, στο περιοδικό ELLE, τούτο ουδόλως αναιρεί τη διαπίστωση ότι τα επίμαχα σημεία δεν εμφανίζουν ομοιότητες από εννοιολογικής απόψεως.

54      Όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων και προκειμένου περί των αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα προς επίρρωση της αιτιάσεώς της περί ομοιότητας των όρων «elle» και «ella», πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να απαγορευθεί ούτε στους διαδίκους ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να λάβουν υπόψη, κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, την εθνική νομολογία [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2011, T‑499/09, Evonik Industries κατά ΓΕΕΑ (Πορφυρό παραλληλόγραμμο με κυρτή πλευρά), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία], εντούτοις η δυνατότητα αυτή δεν δεσμεύει τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, δεδομένου ότι το σύστημα περί κοινοτικού σήματος είναι αυτοτελές, η δε εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε εθνικό σύστημα [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T‑32/00, Messe München κατά ΓΕΕΑ (electronica), Συλλογή 2000, σ. II‑3829, σκέψη 47, και της 12ης Ιουλίου 2006, T‑97/05, Rossi κατά ΓΕΕΑ — Marcorossi (MARCOROSSI), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53].

55      Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το τμήμα προσφυγών, τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση σημεία δεν είναι όμοια σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί το ενδιαφερόμενο κοινό να συσχετίσει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση με τα προγενέστερα σήματα.

56      Επομένως, βάσει της σφαιρικής εκτιμήσεως περί του αν υφίσταται, όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό, συσχετισμός μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, όπως απαιτείται κατά την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 19 έως 21 νομολογία, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των επίμαχων σημείων και ανεξαρτήτως της φήμης των προγενέστερων σημάτων, δεν υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος το κοινό αυτό να προβεί σε τέτοιο συσχετισμό.

57      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 και συγκεκριμένα η προϋπόθεση περί ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα το ενδιαφερόμενο κοινό να συσχετίζει τα εν λόγω σήματα.

58      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, οπότε αρκεί να μη συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές προκειμένου να αποκλεισθεί η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή, η δε προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί η προϋπόθεση περί υπάρξεως κινδύνου, λόγω την άνευ νομίμου αιτίας χρήσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, να αντλείται αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

60      Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας. Δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα ηττήθηκε όσον αφορά τα αιτήματά της, φέρει τα έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 11ης Νοεμβρίου 2009 (υπόθεση R 1293/2008-1).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ella Valley Vineyards (Adulam) Ltd.

3)      H Hachette Filipacchi Presse (HFP) φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Μαρτίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.