Language of document : ECLI:EU:T:2010:271

Υπόθεση T-335/08

BNP Paribas και Banca Nazionale del Lavoro SpA (BNL)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρα των ιταλικών αρχών για ορισμένες τράπεζες υπό αναδιάρθρωση – Σύστημα αναπροσαρμογής των φορολογητέων αξιών στοιχείων ενεργητικού – Απόφαση με την οποία το σύστημα χαρακτηρίζεται ως ενίσχυση ασύμβατη με την κοινή αγορά και διατάσσεται η ανάκτηση της ενισχύσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη αφορώσα ατομικώς τις προσφεύγουσες – Παραδεκτό – Έννοια του όρου “κρατική ενίσχυση” – Πλεονέκτημα – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής απαγορεύουσα τομεακό καθεστώς ενισχύσεων – Προσφυγή επιχειρήσεως στην οποία χορηγήθηκε μεμονωμένη ενίσχυση στο πλαίσιο του ως άνω καθεστώτος η οποία πρέπει να ανακτηθεί – Παραδεκτό

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρο 253 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Παρέκκλιση από το γενικό φορολογικό σύστημα

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέταση από την Επιτροπή – Μη διατύπωση παρατηρήσεων από τους ενδιαφερομένους – Δεν επηρεάζει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

1.      Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πλην του αποδέκτη μιας αποφάσεως, δύναται να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά ατομικά μόνον εάν η εν λόγω απόφαση το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη. Επομένως, μια επιχείρηση δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής που απαγορεύει ένα τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, εάν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση μόνο λόγω της δραστηριοποιήσεως αυτής στον οικείο τομέα και λόγω της ιδιότητάς της ως εν δυνάμει υπαγόμενης στο εν λόγω καθεστώς. Πράγματι, η απόφαση αυτή αποτελεί, όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση, μέτρο γενικής ισχύος που εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά γενικώς και αφηρημένως.

Εντούτοις, διαφορετική είναι η θέση μιας επιχειρήσεως την οποία η σχετική απόφαση αφορά όχι μόνον υπό την ιδιότητά της ως επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης στον οικείο τομέα και ως εν δυνάμει υπαγόμενης στο εν λόγω καθεστώς, αλλά και υπό την ιδιότητά της ως πραγματικής δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση της Επιτροπής αφορά ατομικά την εν λόγω επιχείρηση, οπότε η προσφυγή της κατά της αποφάσεως είναι παραδεκτή.

(βλ. σκέψεις 64-66)

2.      Το ζήτημα εάν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και βάσει του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Η Επιτροπή, στην αιτιολογία των αποφάσεων που λαμβάνει για να διασφαλίσει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν υποχρεούται να αναλύσει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία καθώς και τις σκέψεις που την οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεώς της. Εντούτοις, υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να αναφέρει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις που έχουν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεώς της, παρέχοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον κοινοτικό δικαστή και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να πληροφορηθούν τις συνθήκες υπό τις οποίες εφάρμοσε τη Συνθήκη.

(βλ. σκέψεις 93-94)

3.      Ένα από τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι η προϋπόθεση του ειδικού ή επιλεκτικού χαρακτήρα ενός μέτρου. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να εξακριβώνεται εάν το επίμαχο μέτρο ευνοεί «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

Από απόψεως εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ, είναι αδιάφορο εάν η κατάσταση του προσώπου που εικάζεται ότι ωφελήθηκε από το μέτρο βελτιώθηκε ή επιδεινώθηκε σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο ή εάν, αντιθέτως, δεν υπέστη καμία διαχρονική μεταβολή. Το μόνο που πρέπει να εξακριβωθεί είναι εάν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ έναντι άλλων επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο.

Ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς προκειμένου να γίνει εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός μέτρου έχει αυξημένη σημασία στις περιπτώσεις φορολογικών μέτρων, καθόσον η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση προς την «κανονική» φορολογία, δηλαδή τη φορολογία στην οποία υπόκεινται κατά κανόνα οι επιχειρήσεις που ευρίσκονται, από απόψεως του επιδιωκόμενου με το επίμαχο καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με τις υπαγόμενες στο επίμαχο καθεστώς επιχειρήσεις. Περαιτέρω, η ύπαρξη ενός τέτοιου οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ επιχειρήσεων που δικαιούνται απαλλαγής από την κανονική φορολογία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με βάση το επιχείρημα ότι απαλλαγές από την εν λόγω φορολογία ισχύουν και υπέρ άλλων επιχειρήσεων. Ακολούθως, το γεγονός ότι ισχύουν και άλλες παρεκκλίσεις από το κατά κανόνα ισχύον φορολογικό καθεστώς πέραν όσων εισάγονται με το επίμαχο καθεστώς δεν ανατρέπει τη διαπίστωση ότι το μέτρο αυτό έχει, εν τοις πράγμασι, εξαιρετικό χαρακτήρα.

Στο πλαίσιο της εξετάσεως καθεστώτων ενισχύσεως υπό το πρίσμα των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή προβαίνει σε αντικειμενική εκτίμηση. Πράγματι, προκειμένου να διακριβώσει εάν με το επίμαχο καθεστώς παρέχεται αντικειμενικώς οικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με τη φορολογία ως προς την οποία αυτό εισάγει παρεκκλίσεις και η οποία θα ίσχυε εάν δεν υφίστατο το επίμαχο καθεστώς, η Επιτροπή καλείται να αξιολογήσει το καθεστώς αυτό με αντικειμενικό τρόπο. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τις υποκειμενικές επιλογές στις οποίες θα προέβαιναν οι υπαγόμενοι στο καθεστώς σε περίπτωση που αυτό δεν ίσχυε.

(βλ. σκέψεις 160-162, 169, 187, 204)

4.      Το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επιβάλλει στην Επιτροπή, πριν εκδώσει την απόφασή της, να συγκεντρώσει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών. Εντούτοις, η έλλειψη παρατηρήσεων δεν την εμποδίζει να κρίνει μια ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά ή το ισχύον δίκαιο που θα μπορούσαν να της είχαν προσκομισθεί κατά τη διοικητική διαδικασία αλλά δεν της προσκομίστηκαν, διότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπάγγελτα και στηριζόμενη σε εικασίες ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί.

(βλ. σκέψη 188)