Language of document :

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 7ης Φεβρουαρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑546/11

Dansk Jurist- og Økonomforbund, ως εκπρόσωπος του Erik Toftgaard

κατά

Indenrigs- og Sundhedsministeriet

[αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Højesteret (Δανία)]

«Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας – Εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι, σε περίπτωση καταργήσεως θέσεως δημοσίου υπαλλήλου, εξακολουθεί αυτός να μισθοδοτείται εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 65ο έτος – Εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας – Επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως – Εύρος της εξαιρέσεως – Δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας»





I –    Εισαγωγή

1.        Στη Δανία, δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι απολύθηκαν λόγω καταργήσεως της θέσεώς τους, εξακολουθούν για ακόμη τρία έτη να λαμβάνουν τον προηγούμενο μισθό τους. Εντούτοις, δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος –και οι οποίοι ως εκ τούτου μπορούν, αλλά δεν υποχρεούνται, να συνταξιοδοτηθούν– δεν δικαιούνται αυτόν τον μισθό εφεδρείας. Στην υπό κρίση υπόθεση, τίθεται το ερώτημα εάν ο περιορισμός αυτός συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας ο οποίος αντιβαίνει στην οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, περί διαμόρφωσης γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και το επάγγελμα (2).

2.        Συναφώς, το Δικαστήριο καλείται για πρώτη φορά να εξετάσει την έκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 6, παράγραφος 2, εξαιρέσεως από την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων για επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (3).

II – Νομικό πλαίσιο

 Α – Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 3 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78:

«1.      Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά

[…]

γ)      στις εργασιακές συνθήκες και στους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]

3.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας.

[…]»

4.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78, το οποίο ρυθμίζει τη «[δ]ικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», ορίζει:

«1.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

[…]

2.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

 Β – Η εθνική νομοθεσία

5.        Η οδηγία 2000/78 μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη της Δανίας με τον Lov om forbud mod forskelsbehandling på arbejdsmarkedet m.v.(4). Το άρθρο του 6a συνιστά μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78. Το άρθρο αυτό επιτρέπει τον καθορισμό ορίων ηλικίας για την ένταξη σε επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (5) και τη χρήση ηλικιακών κριτηρίων για αναλογιστικούς υπολογισμούς στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών.

6.        Το ισχύον κατά τον χρόνο της απολύσεως του Erik Toftgaard άρθρο 32, παράγραφοι l και 4, του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων (Tjenestemandslov) (6) προβλέπει τα εξής:

«Δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος απολύεται λόγω καταργήσεως της θέσεώς του στο πλαίσιο αλλαγών στην οργάνωση ή τον τρόπο λειτουργίας της Διοικήσεως, εξακολουθεί να λαμβάνει τον μέχρι τούδε μισθό του υπό την επιφύλαξη των άρθρων 3 έως 5.

[...]

Δικαίωμα σε μισθό εφεδρείας δεν υφίσταται, όταν ο εργαζόμενος

l) τοποθετηθεί ή μετατεθεί σε άλλη θέση την οποία υποχρεούται να αποδεχθεί βάσει των άρθρων 12 και 13,

2) έχει συμπληρώσει το 65ο έτος,

3) έχει συμπληρώσει το οριζόμενο για τη θέση όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση ή

4) κατά την ημερομηνία της απολύσεως αδυνατεί, λόγω ασθενείας ή ελλείψεως προσόντων, να αποδεχθεί μια θέση την οποία είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί βάσει των άρθρων 12 και 13.»

7.        Ο μισθός εφεδρείας καταβάλλεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ο δε δημόσιος υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται στη διάθεση της αρχής αυτής κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία καταβάλλεται ο μισθός εφεδρείας. Αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προτείνει θέση κατάλληλη για αυτόν, ο υπάλληλος πρέπει να αποδεχθεί την εν λόγω θέση και να επανέλθει στην εργασία. Αν ο δημόσιος υπάλληλος δεν συμμορφωθεί, παύει να λαμβάνει τον μισθό εφεδρείας.

8.        Το άρθρο 29 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων προέβλεπε ως γενική υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδοτήσεως τα 70 έτη για τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά αυτό καταργήθηκε στις 19 Ιουνίου 2008, δηλαδή μετά τη συνταξιοδότηση του Erik Toftgaard.

9.        Βάσει του Tjenestemandspensionslov (7), οι δημόσιοι υπάλληλοι αποκτούν συνταξιοδοτικό δικαίωμα αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας τους στο δημόσιο, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου κατά τον οποίο λαμβάνουν μισθό εφεδρείας. Στην περίπτωση που ο δημόσιος υπάλληλος εδικαιούτο, κατ’ αρχήν, μισθό εφεδρείας, αλλά ο μισθός δεν καταβαλλόταν, λόγω του περιορισμού που θέτει ο νόμος περί δημοσίων υπαλλήλων για τους δημόσιους υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος, η περίοδος κατά την οποία ο δημόσιος υπάλληλος δεν λάμβανε μισθό εφεδρείας λόγω του ηλικιακού περιορισμού προσμετράται ως συντάξιμος χρόνος.

III – Τα πραγματικά περιστατικά, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

10.      Ο Erik Toftgaard ήταν τοπικός δημόσιος υπάλληλος στην κομητεία του Vejle. Απολύθηκε στις 8 Μαΐου 2006 με ημερομηνία ισχύος της σχετικής αποφάσεως την 31η Δεκεμβρίου 2006. Από της ανωτέρω ημερομηνίας εδικαιούτο να λάβει σύνταξη, δεδομένου ότι ήταν ήδη 66 ετών. Αιτία της απολύσεώς του ήταν η κατάργηση της θέσεώς του σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση της περιφερειακής διοικήσεως. Ο Ε. Toftgaard δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να συνταξιοδοτηθεί και προτιμούσε να τοποθετηθεί σε άλλη θέση και ότι, προς τούτο, δεχόταν να μειωθεί ο μισθός του.

11.      Ο εργοδότης του αρνήθηκε στον Ε. Toftgaard την καταβολή μισθού εφεδρείας επί του οποίου έχουν αξίωση οι δημόσιοι υπάλληλοι, σε περίπτωση απολύσεως λόγω καταργήσεως της θέσεώς τους, κατά βάση για τρία έτη. Την απόφαση αυτή στήριξε στο άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων δυνάμει του οποίου δεν υφίσταται αξίωση για μισθό εφεδρείας στην περίπτωση που ο δημόσιος υπάλληλος ήταν 65 ετών κατά την ημερομηνία της απολύσεώς του και, ως εκ τούτου, έχει δικαίωμα να λάβει σύνταξη ως δημόσιος υπάλληλος, καθώς και τη γενική κρατική σύνταξη γήρατος. Ο Ε. Toftgaard είχε δικαίωμα, αλλά δεν ήταν υποχρεωμένος, να συνταξιοδοτηθεί ως συμπληρώσας το 65ο έτος της ηλικίας του.

12.      Ο Ε. Toftgaard θεωρεί ότι η ανωτέρω άρνηση να του καταβληθεί μισθός εφεδρείας συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας. Ως εκ τούτου, εκπροσωπούμενος από την Dansk Jurist- og Økonomforbund (8), άσκησε προσφυγή κατά του εργοδότη του, ήτοι κατά του Indenrigs- og Socialministeriet (9) ενώπιον του Østre Landsret (10). Η προσφυγή του απερρίφθη και εν συνεχεία άσκησε ένδικο μέσο ενώπιον του Højesteret. Κατά την άποψη του Højesteret, για την επίλυση της ένδικης διαφοράς απαιτείται η ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/78.

13.      Κατόπιν αυτού, το Højesteret ανέστειλε τη διαδικασία με διάταξη της 7ης Οκτωβρίου 2011, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Οκτωβρίου 2011, και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

1.      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για την απασχόληση την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μόνον ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την πρόσβαση σε παροχές ή το δικαίωμα λήψεως παροχών, στον βαθμό που τα εν λόγω συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αφορούν παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας;

2.      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 2, την έννοια ότι η δυνατότητα καθορισμού των ορίων ηλικίας αφορά μόνον την ένταξη στο σύστημα ή έχει την έννοια ότι η δυνατότητα καθορισμού των ορίων ηλικίας αφορά επίσης το δικαίωμα για την καταβολή παροχών βάσει του συστήματος;

3.      Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική: Μπορεί η έννοια των «επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης» του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για την απασχόληση να περιλαμβάνει σύστημα, όπως αυτό του «rådighedsløn» (μισθός εφεδρείας), που αναφέρεται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, του δανικού νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων, βάσει του οποίου ο δημόσιος υπάλληλος μπορεί, ως ειδική προστασία σε περίπτωση απολύσεως λόγω καταργήσεως της θέσεώς του, να εξακολουθήσει να λαμβάνει τον τρέχοντα μισθό του για τρία χρόνια και να προσμετρώνται τα χρόνια αυτά ως συντάξιμα, υπό τον όρο ότι παραμένει πρόθυμος για τοποθέτηση σε άλλη κατάλληλη θέση;

4.      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για την απασχόληση την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 32, παράγραφος 4, σημείο 2, του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων, δυνάμει της οποίας ο μισθός εφεδρείας δεν καταβάλλεται σε δημοσίους υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει την ηλικία κατά την οποία αποκτούν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως από το κράτος, αν η θέση τους έχει καταργηθεί;

14.      Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς και γραπτώς τις απόψεις τους, πέραν του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την DJØF, η Kommunernes Landsforening (11), η Δανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Danske Regioner από κοινού με την KL ανέπτυξαν γραπτώς τις απόψεις τους.

IV – Νομική εκτίμηση

 Α – Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

1.      Υποκειμενικό και καθ’ ύλην πεδίο ισχύος της οδηγίας 2000/78

15.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί εάν έχει εφαρμογή η οδηγία 2000/78. Όπως προκύπτει από το άρθρο της 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, η οδηγία 2000/78 εφαρμόζεται «εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα […] σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά […] τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».

16.      Ως υψηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος ενός δανικού οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, ο Ε. Toftgaard απασχολείτο «στον δημόσιο τομέα» ήτοι σε έναν «δημόσιο φορέα» και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

17.      Από το άρθρο 3, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν για την εφαρμογή του άρθρου 157 ΣΛΕΕ (12) ούτε προς τις πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με σκοπό την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν.

18.      Η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας στην υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσε να προκύπτει είτε από το γεγονός ότι ο μισθός εφεδρείας πρέπει να θεωρηθεί ως αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είτε από το γεγονός ότι θα πρέπει να υπαχθεί στην έννοια της απολύσεως. Φρονώ ότι το πρώτο είναι ορθόν.

19.      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της αμοιβής, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, περιλαμβάνει όλα τα οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, τωρινά ή μελλοντικά, αρκεί να καταβάλλονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του τελευταίου (13).

20.      Η υποχρέωση πληρωμής προκύπτει μόνον από την εργασιακή σχέση. Ο μισθός εφεδρείας καταβάλλεται μηνιαίως επί τρία έτη και αντιστοιχεί στο ύψος του μισθού το οποίο ελάμβανε ο δημόσιος υπάλληλος πριν τεθεί σε εφεδρεία (14). Βεβαίως, αυτός ο μισθός εφεδρείας δεν καταβάλλεται κατ’ αρχάς ως αντιπαροχή για κάποια πραγματική δραστηριότητα προς όφελος του εργοδότη, αλλά ο δημόσιος υπάλληλος πρέπει να είναι σε ετοιμότητα και υποχρεούται να αναλάβει ανά πάσα στιγμή την κατάλληλη θέση που θα του προτείνει ο εργοδότης του. Εάν δεν δεχθεί τη θέση αυτή, χάνει την αξίωσή του επί του μισθού εφεδρείας.

21.      Η πληρωμή χωρεί βάσει της εργασιακής σχέσεως. Η εργασιακή σχέση εξακολουθεί να υφίσταται όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι o χρόνος κατά τον οποίον ο δημόσιος υπάλληλος λαμβάνει τον μισθό εφεδρείας εξακολουθεί να προσμετράται ως συντάξιμος χρόνος. Αυτό είναι το σημείο που διαφοροποιεί τον μισθό εφεδρείας από την αποζημίωση απολύσεως στο πλαίσιο της οποίας η έννομη σχέση μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη παύει οριστικά και καταβάλλεται άπαξ αποζημίωση για την αποχώρηση του εργαζομένου.

22.      Στην περίπτωση του μισθού εφεδρείας δεν πρόκειται ούτε για αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με σκοπό την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν, όπως είναι αυτές περί των οποίων διαλαμβάνει η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη. Και τούτο διότι εν προκειμένω το κράτος καταβάλλει τον μισθό εφεδρείας υπό την ιδιότητά του ως κρατικός εργοδότης.

23.      Συνεπώς, η υπόθεση εμπίπτει και στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78. Ως εκ τούτου, εν συνεχεία θα εξεταστεί εάν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.

2.      Η διαφορετική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78

24.      Η οδηγία 2000/78 απαγορεύει, δυνάμει του άρθρου της 1 σε συνδυασμό με το άρθρο της 2, παράγραφος 1, τις δυσμενείς διακρίσεις λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας. Δυσμενής διάκριση είναι κάθε διαφορετική μεταχείριση η οποία δεν είναι δικαιολογημένη.

25.      Άμεση διάκριση λόγω ηλικίας υφίσταται, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της οδηγίας στην περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο.

26.      Δεδομένου ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος δεν έχουν δικαίωμα σε μισθό εφεδρείας, αλλά μπορούν μόνο, στην περίπτωση αυτή, να λάβουν μικρότερη σύνταξη γήρατος, μια ρύθμιση όπως είναι το άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων συνεπάγεται άμεση διάκριση λόγω ηλικίας.

27.      Η KL και η Δανική Κυβέρνηση φρονούν ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας.

3.      Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78

28.      Στη γερμανική απόδοσή του, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι «bei den betrieblichen Systemen der sozialen Sicherheit die Festsetzung von Altersgrenzen als Voraussetzung für die Mitgliedschaft oder den Bezug von Altersrente oder von Leistungen bei Invalidität einschließlich der Festsetzung unterschiedlicher Altersgrenzen im Rahmen dieser Systeme für bestimmte Beschäftigte oder Gruppen bzw. Kategorien von Beschäftigten und die Verwendung von Alterskriterien im Rahmen dieser Systeme für versicherungsmathematische Berechnungen keine Diskriminierung wegen des Alters darstellt, solange dies nicht zu Diskriminierungen wegen des Geschlechts führt» [«όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου»] (15).

29.      Το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την έκταση της εξαιρέσεως αυτής. Εμπίπτουν στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 μόνον επαγγελματικά συστήματα τα οποία αφορούν την ηλικία και την αναπηρία ή όλα τα είδη επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως (π.χ. και αυτά που αφορούν ασθένεια ή ανεργία); Το ερώτημα αυτό τίθεται λόγω της αποδόσεως στη δανική του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας. Στην εν λόγω απόδοση γίνεται λόγος μόνο για επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ δεν μνημονεύονται οι έννοιες της ηλικίας και της αναπηρίας (16). Αντιθέτως, σε όλες τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις γίνεται μνεία σε παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας.

30.      Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο, λαμβανομένων υπόψη των διατυπώσεών τους σε όλες τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (17). Η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως μόνη βάση για την ερμηνεία μιας διατάξεως ούτε μπορεί να τις αναγνωριστεί, προς τον σκοπό αυτόν, υπεροχή έναντι των λοιπών γλωσσικών αποδόσεων. Τούτο θα ήταν αντίθετο προς την απαίτηση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (18).

31.      Σε περίπτωση αποκλίσεων μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τη γενική οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (19).

32.      Βάσει της διατυπώσεως όλων των γλωσσικών αποδόσεων, πλην της αποδόσεως στη δανική, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν ισχύει για όλα τα είδη επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά μόνο για συντάξεις γήρατος και αναπηρίας.

33.      Εάν ο νομοθέτης της Ένωσης ήθελε να αναφερθεί με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας γενικώς σε όλα τα είδη επαγγελματικών συστημάτων, όπως υποστηρίζει η Δανική Κυβέρνηση, δεν θα είχε μνημονεύσει ρητώς, σε όλες τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις, δύο συγκεκριμένα συστήματα, αφού μάλιστα δεν προσέθεσε ούτε κάποια λέξη, όπως ένα «μεταξύ άλλων», η οποία θα υποδήλωνε ότι πρόκειται για ενδεικτική απαρίθμηση.

34.      Το γεγονός ότι δύο συγκεκριμένα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μνημονεύονται απλώς εν είδει παραδείγματος καθίσταται ιδιαιτέρως σαφές π.χ. στην απόδοση στη γαλλική. Στην εν λόγω απόδοση, η διατύπωση που αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως έχει τη μορφή προσθήκης που χωρίζεται με κόμματα, πράγμα που καθιστά σαφές ότι η απαρίθμηση των παροχών συνταξιοδοτήσεως και αναπηρίας είναι εξαντλητική (20).

35.      Στην περίπτωση που επρόκειτο για εξαίρεση εκτεινόμενη και πέραν των ρητώς μνημονευόμενων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως θα ήταν αναμενόμενο να απαριθμούνται ρητώς στην οδηγία τα είδη των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που εμπίπτουν σε αυτήν. Έτσι, η οδηγία 2006/54 περί καταπολεμήσεως των δυσμενών διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχολήσεως (21) προβαίνει σε ρητή μνεία των συστημάτων που εμπίπτουν σε αυτήν. Ωστόσο, μια τέτοια απαρίθμηση παρέλκει, εφόσον το άρθρο 6, παράγραφος 2, καλύπτει ούτως ή άλλως μόνον τα δύο ρητώς αναφερόμενα σε αυτό συστήματα, ήτοι τις παροχές συνταξιοδοτήσεως και αναπηρίας.

36.      Υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 συνηγορούν, μεταξύ άλλων, επιχειρήματα τελολογικής φύσεως και η απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας η οποία έχει υπέρτερη ισχύ.

37.      Η οδηγία συγκεκριμενοποιεί την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας η οποία έχει αναγνωριστεί στο δίκαιο της Ένωσης ως γενική αρχή (22) και κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ο Χάρτης έχει από 1ης Δεκεμβρίου 2009, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Τυχόν παρέκκλιση από την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας πρέπει κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται συσταλτικά (23). Συνεπώς, και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά υπό την έννοια ότι καλύπτει όλα τα είδη επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως.

38.      Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 περιλαμβάνει μόνο συστήματα που αφορούν παροχές συνταξιοδοτήσεως και αναπηρίας. Δεδομένου ότι μια παροχή όπως είναι αυτή του δανικού μισθού εφεδρείας δεν αποτελεί ούτε παροχή συνταξιοδοτήσεως ούτε παροχή αναπηρίας, αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.

4.      Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

39.      Η εξαίρεση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 εφαρμόζεται μόνο σε επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία αφορούν παροχές συνταξιοδοτήσεως ή παροχές αναπηρίας.

 Β – Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

40.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η δυνατότητα του καθορισμού ορίων ηλικίας βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 αφορά μόνον την ένταξη σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή και την αξίωση καταβολής παροχών μέσω ενός τέτοιου συστήματος

41.      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεώς μου στο πρώτο ερώτημα, βάσει της οποίας μια παροχή όπως είναι ο μισθός εφεδρείας δεν εμπίπτει κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

 Γ – Το τρίτο ερώτημα

42.      Το τρίτο ερώτημα τίθεται μόνο στην περίπτωση που προσήκει αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα και, ως εκ τούτου, λόγω της απαντήσεως σε αυτό παρέλκει επίσης η εξέτασή του. Δεδομένου ότι ο μισθός εφεδρείας, καθώς δεν αφορά ούτε την ηλικία ούτε την αναπηρία, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, μπορεί να μην εξεταστεί το ζήτημα εάν ο εν λόγω μισθός αποτελεί πράγματι παροχή από επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

 Δ – Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

43.      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ερωτάται εάν η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, σε συνδυασμό με την καταβολή παροχής όπως είναι ο δανικός μισθός εφεδρείας μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας.

1.      Δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας

44.      Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση «εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία».

45.      Με αυτήν τη διατύπωση, η οδηγία 2000/78 περιγράφει σε τελευταία ανάλυση την αναγνωριζόμενη στο δίκαιο της Ένωσης απαίτηση που πρέπει να πληροί η δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως. Επομένως, η δικαιολόγηση τυχόν άμεσης διαφορετικής μεταχειρίσεως απαιτεί εν γένει, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, όπως το οικείο μέτρο στηρίζεται σε έναν θεμιτό σκοπό και όπως αντέχει στη βάσανο του ελέγχου της αναλογικότητας (24).

 Θεμιτός σκοπός

46.      Θεμιτοί σκοποί κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 αποτελούν, έστω και αν η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, σκοποί κοινωνικής πολιτικής, όπως οι σκοποί που συνδέονται με την πολιτική της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής καταρτίσεως (25).

47.      Από το ίδιο το κείμενο του νόμου δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο σχετικά με τους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων. Δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ο λόγος για τον οποίον οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν ήδη συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους και, ως εκ τούτου, έχουν τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθούν αποκλείονται από τη λήψη του μισθού εφεδρείας. Ωστόσο, και από άλλα στοιχεία, τα οποία απορρέουν από τη γενική συνάφεια της νομοθετικής ρυθμίσεως, μπορεί να καθοριστεί ο επιδιωκόμενος με αυτή σκοπός (26).

48.      Στοιχεία σχετικά με τον επιδιωκόμενο από το άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων σκοπό παρέχουν στην υπό κρίση υπόθεση οι νομοπαρασκευαστικές εργασίες τις οποίες παραθέτει η διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου.

49.      Ο μισθός εφεδρείας ανατρέχει στο 1919 οπότε ονομαζόταν «αποζημίωση λόγω απολύσεως». Σκοπός του μισθού εφεδρείας είναι να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία των δημοσίων υπαλλήλων από προσωπικές και πολιτικές πιέσεις και να τους προστατεύσει από εκτεταμένες μεταβολές στην κατάστασή τους. Το 1969 εισήχθησαν ορισμένες τροποποιήσεις σε σχέση με τον μισθό εφεδρείας. Μεταξύ άλλων περιορίστηκε σε τρία έτη, πρέπει δε να καταβάλλεται το αργότερο μέχρι συμπληρώσεως του οριζόμενου για την οικεία θέση ορίου ηλικίας. Βάσει των νομοπαρασκευαστικών εργασιών, οι τροποποιήσεις δικαιολογούνται από την επιθυμία να υπάρξει ισορροπία μεταξύ, αφενός, της ανάγκης του κράτους να έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει και να εκσυγχρονίζει τη δημόσια διοίκηση και, αφετέρου, της προστασίας της ανεξαρτησίας των δημοσίων υπαλλήλων.

50.      Με νομοθετική τροποποίηση το 1991, η πρόσβαση στον μισθό εφεδρείας περιορίστηκε υπό την έννοια ότι δεν εδικαιούντο να λάβουν τον μισθό αυτόν όσοι είχαν συμπληρώσει το 67ο έτος (εν συνεχεία μειώθηκε στο 65ο).

51.      Στην αιτιολογική έκθεση, η τροποποίηση αυτή δικαιολογείται από τη γενική εκτίμηση ότι δεν είναι δυνατή η εκ νέου απασχόληση σε άλλη εναλλακτική θέση όσων δημοσίων υπαλλήλων έχουν συμπληρώσει το όριο συνταξιοδοτήσεως. Ως εκ τούτου, αυτοί δεν πληρούσαν τη γενική προϋπόθεση για την καταβολή μισθού εφεδρείας που είναι η προθυμία για απασχόληση σε άλλη θέση. Εάν ένας δημόσιος υπάλληλος έχει υπερβεί κατά πολύ το 65ο έτος της ηλικίας του είναι τελείως απίθανο να επιθυμεί να εργαστεί σε άλλη θέση, πράγμα που συνδέεται με την ανάγκη προσαρμογής του στις απαιτήσεις της. Αντιθέτως, είναι φυσικό ένας τέτοιος δημόσιος υπάλληλος να συνταξιοδοτείται.

52.      Η Δανική Κυβέρνηση τόνισε τη σημασία της –θεμιτής– κρατικής ανάγκης περί προσαρμογής και εκσυγχρονισμού της διοικήσεως. Ωστόσο, η νόμιμη προσδοκία της διοικήσεως ως προς τη προθυμία ενός δημοσίου υπαλλήλου να απασχοληθεί σε νέα θέση παύει κατά κανόνα να υφίσταται στην περίπτωση δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος έχει ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Περαιτέρω, η κυβέρνηση τόνισε την ανάγκη προστασίας των δημοσίων υπαλλήλων, πράγμα το οποίο επιχειρείται μέσω του μισθού εφεδρείας. Ωστόσο, αυτή η ανάγκη προστασίας δεν υφίσταται, όταν ο δημόσιος υπάλληλος είναι εξασφαλισμένος με άλλον τρόπο και δη διά της συνταξιοδοτήσεως.

53.      Αναμφισβήτητα, ο σκοπός που επιδιώκει ο Δανός νομοθέτης με τον μισθό εφεδρείας είναι κοινωνικοπολιτικός: η προστασία της ανεξαρτησίας των δημοσίων υπαλλήλων από πολιτικές και προσωπικές πιέσεις διά της εφαρμογής κοινωνικών κριτηρίων στην αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών μέσω της καταργήσεως θέσεων και διαρθρωτικών αλλαγών.

54.      Εντούτοις, η Επιτροπή φρονεί ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου του δικαιολογητικού λόγου, αποφασιστική σημασία δεν έχει ο επιδιωκόμενος εν γένει με τον μισθό εφεδρείας σκοπός που είναι η δυνατότητα της διοικήσεως να επιδεικνύει ελαστικότητα και η προστασία των δημοσίων υπαλλήλων. Αντιθέτως, κρίσιμος είναι ο επιδιωκόμενος με τον περιορισμό σκοπός. Ο επιδιωκόμενος με τον περιορισμό σκοπός είναι να αποκλείεται εν γένει η καταβολή μισθού εφεδρείας σε δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι δεν είναι διατεθειμένοι να απασχοληθούν σε νέα θέση. Ο σκοπός αυτός αφορά μόνον τα εσωτερικά συμφέροντα του εργοδότη και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αναγορευθεί σε κοινωνικοπολιτικό σκοπό προς εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1.

55.      Εντούτοις, η παράμετρος αυτή αφορά τον πρόσφορο, ήτοι τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου (27) που εξετάζεται εν συνεχεία.

 Μέτρο το οποίο δεν είναι προδήλως απρόσφορο

56.      Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκουν στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής της απασχολήσεως (28). Τούτο σημαίνει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται δεν μπορούν απλώς να είναι προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (29).

57.      Μια ρύθμιση όπως είναι το άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων διασφαλίζει ότι μισθό εφεδρείας λαμβάνουν μόνον οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι δεν μπορούν ακόμη να συνταξιοδοτηθούν. Συνεπώς, τη σχετική αξίωση έχουν μόνον πρόσωπα για τα οποία μπορεί να θεωρηθεί ευλόγως ότι είναι πρόθυμα και στην πράξη να απασχοληθούν σε νέα θέση. Σκοπός του μέτρου είναι η απλοποίηση της αναδιοργανώσεως της δημόσιας διοικήσεως με ταυτόχρονη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των δημοσίων υπαλλήλων λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης ανάγκης να προστατευθεί ο εκάστοτε δημόσιος υπάλληλος. Το επίμαχο εν προκειμένω μέτρο δεν είναι προφανώς απρόσφορο να επιτύχει τον σκοπό αυτόν.

 Ο αναγκαίος χαρακτήρας

58.      «Αναγκαίο» είναι ένα μέτρο όταν ο επιδιωκόμενος θεμιτός σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός ηπιότερου, εξίσου πρόσφορου τρόπου.

59.      Το άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων αποκλείει συλλήβδην δημοσίους υπαλλήλους με ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα από την αξίωση λήψεως μισθού εφεδρείας. Δεν συνεκτιμά εάν αυτοί πράγματι επιθυμούν να συνταξιοδοτηθούν ή εάν, αντιθέτως, είναι διατεθειμένοι να απασχοληθούν σε νέα θέση. Και τούτο διότι στα 65 έτη τους οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν απλώς δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως. Ωστόσο, δεν έχουν αντίστοιχη υποχρέωση. Η υποχρέωση αυτή συνταξιοδοτήσεως υπήρχε μέχρι το 2008 με τη συμπλήρωση του 70ού έτους. Εν τω μεταξύ, βάσει των στοιχείων που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, ακόμη και αυτά τα όρια ηλικίας καταργήθηκαν.

60.      Αναμφισβήτητα, ο έλεγχος κατά περίπτωση της προθυμίας των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως θα ήταν ηπιότερο μέσο.

61.      Ωστόσο, όπως προελέχθη, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκουν στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής της εργασίας (30).

62.      Ο Δανός νομοθέτης αιτιολόγησε τα όρια ηλικίας με το σκεπτικό ότι κατά κανόνα πρέπει να θεωρείται ότι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως, δεν είναι πρόθυμοι ή δεν είναι κατάλληλοι να απασχοληθούν σε άλλη θέση. Συνεπώς, όπισθεν του συλλήβδην αποκλεισμού των προσώπων αυτών από τον μισθό εφεδρείας ενδέχεται να ίστανται και εκτιμήσεις που αφορούν τον εκσυγχρονισμό της διοικήσεως, ήτοι την αποφυγή συγκεκριμένων ελέγχων σε σχέση με το εάν ο δημόσιος υπάλληλος είναι πρόθυμος προκειμένου να απασχοληθεί σε νέα θέση.

63.      Το παρεχόμενο στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως τους παρέχει κατ’ αρχήν και τη δυνατότητα, για λόγους απλουστεύσεως των διοικητικών διαδικασιών, να μην προβαίνουν σε έλεγχο της εκάστοτε συγκεκριμένης περιπτώσεως· ο νομοθέτης μπορεί, στο πλαίσιο της αναλογικότητας, να προσδιορίσει ορισμένες κατηγορίες με γενικά κριτήρια (31).

64.      Πάντως, η δανική ρύθμιση προβλέπει στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων που δεν έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος συγκεκριμένο έλεγχο κατά περίπτωση σε σχέση με το εάν ο δημόσιος υπάλληλος είναι πρόθυμος να απασχοληθεί σε άλλες θέσεις. Στο σημείο αυτό, θα έπρεπε το αιτούν δικαστήριο να ελέγξει ποιος είναι ακριβώς ο τρόπος οργανώσεως αυτού του κατά περίπτωση ελέγχου των νεότερης ηλικίας δημοσίων υπαλλήλων και για ποιον λόγο ένας τέτοιος κατά περίπτωση έλεγχος θα είχε ως συνέπεια δυσβάστακτο φόρτο εργασίας για τη διοίκηση ιδίως ως προς τους δημοσίους υπαλλήλους άνω των 65 ετών.

65.      Ωστόσο, ακόμη και εάν ληφθεί υπόψη το θεμιτό συμφέρον της διοικήσεως να αποφύγει υπέρμετρες δαπάνες, θα υφίστανται και λιγότερο επαχθή μέσα. Ένα ηπιότερο μέσο, το οποίο δεν θα συνεπαγόταν για τον εργοδότη υπέρμετρο διοικητικό φόρτο εργασίας, θα ήταν, στη συνάφεια αυτή, να φέρει ο δημόσιος υπάλληλος το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει την προθυμία του.

66.      Εν πάση περιπτώσει, το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια να καθίσταται κενό γράμμα η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας (32). Ωστόσο, αυτό ακριβώς συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Μια ρύθμιση όπως είναι το άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων, που απαλλάσσει αυτομάτως τους εργοδότες από την υποχρέωση καταβολής μισθού εφεδρείας, όταν ο δημόσιος υπάλληλος έχει συμπληρώσει το 65ο έτος και, ως εκ τούτου, έχει δικαίωμα παροχών γήρατος, ενέχει τον κίνδυνο να προτιμάται η κατάργηση των θέσεων αυτών των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση. Για τον εργοδότη θα είναι, από οικονομικής απόψεως, ελκυστικότερο να απολύσει αυτούς οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση, ήτοι πρόσωπα μιας συγκεκριμένης ηλικίας.

67.      Συνεπώς, μια ρύθμιση όπως είναι το άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου προκειμένου να διασφαλίσει ότι δικαίωμα στον μισθό εφεδρείας έχουν μόνον οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι είναι πρόθυμοι να απασχοληθούν σε νέα θέση.

 Ουδεμία υπέρμετρη βλάβη

68.      Εάν το μέτρο είναι αναγκαίο, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον είναι δυσανάλογο εν στενή εννοία, διότι πλήττει σε υπέρμετρο βαθμό τα συμφέροντα των δημοσίων υπαλλήλων (33).

69.      Συναφώς, η Δανική Κυβέρνηση τονίζει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι χρήζουν μικρότερης προστασίας από το 65ο έτος από ό,τι οι νεότεροι δημόσιοι υπάλληλοι, δεδομένου ότι έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως.

70.      Ενδέχεται να είναι προς το συμφέρον του δημοσίου υπαλλήλου να εξακολουθήσει να εργάζεται, μολονότι έχει ήδη ώριμο συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Τούτο μπορεί να οφείλεται, αφενός, σε εκτιμήσεις οικονομικού χαρακτήρα (ο δημόσιος υπάλληλος δεν επιθυμεί ακόμη να υποστεί τις μειώσεις των εισοδημάτων του που συνεπάγεται η συνταξιοδότηση) ή και εκτιμήσεις προσωπικής φύσεως. Ο ίδιος ο Δανός νομοθέτης κατήργησε το 2008 το όριο ηλικίας των 70 ετών πέραν του οποίου έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί ο δημόσιος υπάλληλος.

71.      Τέλος, το δικαίωμα στην εργασία αναγνωρίζεται και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

72.      Τουλάχιστον το άρθρο 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων καθιστά δυσχερέστερο για αυτούς τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν, να εξακολουθήσουν να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα. Από τη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου δεν συνάγεται με σαφήνεια εάν το όριο ηλικίας σημαίνει επίσης ότι ένας δημόσιος υπάλληλος όχι μόνο δεν έχει αξίωση στην καταβολή μισθού εφεδρείας, αλλά ούτε επιτρέπεται να εξακολουθήσει να απασχολείται σε άλλη θέση του δημόσιου τομέα.

73.      Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ενδέχεται να είναι δικαιολογημένη η υποχρεωτική συνταξιοδότηση με τη συμπλήρωση ενός συγκεκριμένου ορίου ηλικίας (34). Ως εκ τούτου, ως ένα συγκριτικά λιγότερο επαχθές μέτρο θα μπορούσε να είναι δικαιολογημένη και η άρνηση μετριασμού των οικονομικών συνεπειών κατά την αναζήτηση νέας θέσεως.

74.      Ωστόσο, ταυτοχρόνως το Δικαστήριο τονίζει ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί την επιδίωξη ενός σκοπού κατά τρόπο συστηματικό και συνεκτικό. Εντούτοις, εν προκειμένω δεν φαίνεται να υπάρχει συνοχή, καθώς ο Δανός νομοθέτης, αφενός, καταργεί το απόλυτο όριο ηλικίας των 70 ετών για τη συνταξιοδότηση, αφετέρου όμως για την περίπτωση της καταργήσεως θέσεως εισάγει στην πράξη το όριο των 65 ετών. Και τούτο διότι με την κατάργηση ενός απόλυτου ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση ο νομοθέτης καθιστά σαφές ότι δεν θεωρεί τη συμπλήρωση ενός συγκεκριμένου ορίου ηλικίας ως κατάλληλο σημείο αναφοράς για το ζήτημα της συνταξιοδοτήσεως.

75.      Στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Andersen (35), η οποία είχε ως αντικείμενο μια παρεμφερή ρύθμιση (όριο ηλικίας για την καταβολή αποζημιώσεως λόγω απολύσεως), έλαβα υπόψη μου το κατά πόσον οι εργαζόμενοι έπρεπε να υποστούν, υπό το εξεταζόμενο στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής σύστημα, μειώσεις λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως και λοιπές περικοπές έναντι του μέγιστου ποσού συντάξεως που θα μπορούσαν να λαμβάνουν.

76.      Τούτο δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συμβαίνει με την παρούσα ρύθμιση. Βάσει του νόμου περί συνταξιοδοτήσεως των δημοσίων υπαλλήλων, οι δημόσιοι υπάλληλοι αποκτούν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως το οποίο εξαρτάται από τον χρόνο της υπηρεσίας τους στο δημόσιο. Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δημόσιος υπάλληλος θα ελάμβανε μισθό εφεδρείας, πλην όμως λόγω της ηλικίας του δεν τον λαμβάνει στην πράξη, εξακολουθεί να προσμετράται ως συντάξιμος χρόνος. Με τον τρόπο αυτόν, δεν υπάρχει απώλεια συντάξιμου χρόνου κατά τα τρία έτη κατά τα οποία ο δημόσιος υπάλληλος θα εδικαιούτο θεωρητικά τον μισθό εφεδρείας.

77.      Πάντως, εάν καταβαλλόταν στην πράξη για τρία έτη ο μισθός εφεδρείας στον δημόσιο υπάλληλο και του προσφερόταν επίσης μια νέα θέση, αυτός θα μπορούσε να προσμετρήσει το διάστημα αυτό προκειμένου να αυξήσει τα συντάξιμα έτη (αρχικά μέχρι το 70ό έτος, καθώς και πέραν αυτού μετά την κατάργηση αυτού του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση).

78.      Ωστόσο, ως σημαντική βλάβη μπορεί να θεωρηθεί και η διαφορά μεταξύ του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και του μισθού εφεδρείας, ο οποίος κατά τα λοιπά θα καταβαλλόταν για τρία έτη. Ιδίως στην περίπτωση που η διαφορά μεταξύ του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και του μισθού εφεδρείας ανέρχεται σε σημαντικό ύψος, μπορεί να υποτεθεί ότι τούτο συνεπάγεται σημαντική βλάβη για έναν δημόσιο υπάλληλο του οποίου ο προσωπικός οικονομικός σχεδιασμός δεν είχε ακόμη προσαρμοστεί στο ενδεχόμενο συνταξιοδοτήσεως. Η οριστική διευκρίνιση του ζητήματος αυτού εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

2.      Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

79.      Μια ρύθμιση όπως είναι αυτή του άρθρου 32 του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού που αυτή επιδιώκει. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η εντεύθεν άμεση διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

V –    Πρόταση

80.      Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

1.      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει εφαρμογή μόνο σε σχέση με επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία αφορούν παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας.

2.      Εάν καταβάλλεται σε δημοσίους υπαλλήλους, στην περίπτωση απολύσεώς τους λόγω καταργήσεως της θέσεώς τους, μισθός εφεδρείας επί τρία έτη, υπό την προϋπόθεση ότι είναι πρόθυμοι να απασχοληθούν σε νέα θέση, τότε δεν συνάδει προς τα άρθρα 2 και 6 της οδηγίας 2000/78 η μη καταβολή αυτού του μισθού εφεδρείας σε δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία είχαν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως, χωρίς να συνεκτιμάται εάν ο εκάστοτε δημόσιος υπάλληλος πράγματι επιθυμεί να συνταξιοδοτηθεί ή παραμένει πρόθυμος προκειμένου να τοποθετηθεί σε νέα θέση.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2–      ΕΕ L 303, σ. 16.


3 – Μια άλλη πλευρά του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως C-476/11, Kristensen· βλ. συναφώς τις προτάσεις μου της σήμερον επί της υποθέσεως αυτής.


4 – Forskelsbehandlingslov (νόμος περί ίσης μεταχειρίσεως), νόμος 459 της 12ης Ιουνίου 1996, σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων στην αγορά εργασίας κ.λπ. Με τον τροποποιητικό νόμο 1417 της 22ας Δεκεμβρίου 2004, περιελήφθησαν στον νόμο περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων τα κριτήρια της ηλικίας και της αναπηρίας. Ο τροποποιητικός νόμος ετέθη σε ισχύ στις 28 Δεκεμβρίου 2004.


5–       Η υπογράμμιση δική μου.


6 – Βλ. δημοσιευθέν κείμενο του νόμου 531 της 11ης Ιουνίου 2004.


7 – Νόμος περί του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση, νόμος 230 της 19ης Μαρτίου 2004.


8 – Ένωση νομικών και οικονομολόγων της Δανίας, στο εξής: DJØF.


9 – Υπουργείο Εσωτερικών και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, νυν Indenrigs- og Sundhedsminsteriet (Υπουργείο Εσωτερικών και Υγείας).


10 – Ανατολικό Περιφερειακό Δικαστήριο.


11 – Ένωση των δανικών Περιφερειών, στην οποία επετράπη να μετάσχει στην κύρια δίκη ως διάδικος (στο εξής: KL).


12–      Βλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 2008, C-267/06, Maruko (Συλλογή 2008, σ. I‑1757, σκέψη 41), της 10ης Μαΐου 2011, C-147/08, Römer (Συλλογή 2011, σ. Ι‑3591, σκέψη 32), και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C‑124/11, C‑125/11 και C‑143/11, Dittrich (σκέψη 31).


13–      Βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 1992, C‑360/90, Bötel (Συλλογή 1992, σ. I‑3589, σκέψη 12), της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C‑167/97, Seymour-Smith και Perez (Συλλογή 1999, σ. I‑623, σκέψη 29), και Dittrich (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 35).


14–      Βλ. στο ίδιο πνεύμα απόφαση Maruko (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 48).


15–      Η υπογράμμιση δική μου.


16 – Στην απόδοση στη δανική απουσιάζει επίσης η έννοια «αποδοχή» παροχών.


17–      Αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C‑449/93, Rockfon (Συλλογή 1995, σ. I‑4291, σκέψη 28), της 2ας Απριλίου 1998, C‑296/95, EMU Tabac κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I‑1605, σκέψη 36), και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, C‑280/04, Jyske Finans (Συλλογή 2005, σ. I‑10683, σκέψη 31).


18 – Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1998, C‑149/97, Institute of the Motor Industry (Συλλογή 1998, σ. I‑7053, σκέψη 16).


19 – Αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2000, C‑437/97, EKW και Wein & Co (Συλλογή 2000, σ. I‑1157, σκέψη 42), και της 1ης Απριλίου 2004, C‑1/02, Borgmann (Συλλογή 2004, σ. I‑3219, σκέψη 25).


20 – «[…] les États membres peuvent prévoir que ne constitue pas une discrimination fondée sur l'âge la fixation, pour les régimes professionnels de sécurité sociale, d'âges d'adhésion ou d'admissibilité aux prestations de retraite ou d'invalidité […]».


21–      Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ L 204, σ. 23).


22 – Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, C-555/07, Kücükdeveci (Συλλογή 2010, σ. Ι‑365, σκέψη 21).


23–      Βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, C-341/08, Petersen (Συλλογή 2010, σ. I‑47, σκέψη 60).


24 – Βλ. συναφώς τις προτάσεις μου της 6ης Μαΐου 2010 επί της υποθέσεως C‑499/08, Ingeniørforeningen i Danmark («Andersen») (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2010, Συλλογή 2010, σ. I‑9343, σημεία 42 έως 47).


25–      Αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2009, C‑388/07, Age Concern England (Συλλογή 2009, σ. I-1569, σκέψη 46), της 18ης Ιουνίου 2009, C-88/08, Hütter (Συλλογή 2009, σ. I-5325, σκέψη 41), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑447/09, Prigge κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ.Ι-8003, σκέψη 80). Στην υπόθεση Prigge κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας σκοπός όπως είναι αυτός της ασφάλειας των πτήσεων δεν εμπίπτει στους σκοπούς που μνημονεύει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 (σκέψη 81).


26 – Αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2007, C‑411/05, Palacios de la Villa (Συλλογή 2007, σ. I‑8531, σκέψεις 56 και 57), Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψεις 44 και 45), και Petersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψεις 39 και 40).


27 – Έτσι, και οι προτάσεις μου επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σημεία 51 και 52) καθώς και η απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2010 επί της εν λόγω υποθέσεως (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 29).


28 – Αποφάσεις Palacios de la Villa (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 68), της 12ης Οκτωβρίου 2010, C‑45/09, Rosenbladt (Συλλογή 2010, σ. I‑9391, σκέψη 41), και Kücükdeveci (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 38).


29–      Βλ. συναφώς τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σημείο 54).


30–      Βλ., ανωτέρω, σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.


31 – Βλ. τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σημείο 62), καθώς και τις προτάσεις μου της 1ης Απριλίου 2004 επί της υποθέσεως C-19/02, Hlozek (απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2004, Συλλογή 2004, σ. I-11491, σημεία 57 και 58).


32 – Απόφαση Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 51), καθώς και Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 33).


33 – Βλ. και προτάσεις επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27).


34 – Απόφαση Palacios de la Villa (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26).


35 – Προτάσεις επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, σημείο 73). Βλ. επίσης την απόφαση Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 46).