Language of document : ECLI:EU:T:2004:195

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2004 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού κοινοτικού σήματος M+M EUROdATA – Προγενέστερο λεκτικό σήμα EURODATA TV – Σχετικός λόγος αρνήσεως – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Στην υπόθεση T-317/01,

M+M Gesellschaft für Unternehmensberatung und Informationssysteme mbH, με έδρα τη Φρανκφούρτη επί του Μαίην (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Μ. Treis,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από την S. Laitinen και τον U. Pfleghar,

καθού,

έτερος διάδικος στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) και παρεμβαίνουσα στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία:

Mediametric SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τη δικηγόρο D. Dupuis-Latour και, στη συνέχεια, από τον δικηγόρο S. Szilvasi,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 2ας Οκτωβρίου 2001 στην υπόθεση R 698/2000‑1, σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Mediametrie SA και της M+M Gesellschaft für Unternehmensberatung und Informationssysteme mbH,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W. H. Meij και Ν. J. Forwood, δικαστές,

γραμματέας: D. Christensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1       Στις 29 Νοεμβρίου 1996 η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: Γραφείο).

2       Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το σημείο Μ+Μ EUROdATA.

3       Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 9, 16, 35, 41 και 42, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, σχετικά με κάθε μία από τις κλάσεις, στην ακόλουθη περιγραφή:

–       «λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών», που υπάγεται στην κλάση 9·

–       «δημοσιεύσεις και ειδικά περιοδικά σχετικά με μελέτες για το εμπόριο τροφίμων», που υπάγεται στην κλάση 16·

–       «έρευνα και ανάλυση αγοράς, καθώς και έρευνα για εμπορικά θέματα, παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις στον τομέα της εμπορίας (μάρκετινγκ) και της εκποίησης», που υπάγεται στην κλάση 35·

–       «σεμινάρια και άλλες εκδηλώσεις συμπληρωματικής κατάρτισης σχετικά με την εμπορία (μάρκετινγκ) και την εκποίηση», που υπάγεται στην κλάση 41·

–       «υπηρεσίες τράπεζας δεδομένων», που υπάγεται στην κλάση 42.

4       Στις 29 Ιουνίου 1998 η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων, αριθ. 46/98.

5       Στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, η παρεμβαίνουσα άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, κατά της καταχωρίσεως του σήματος αυτού.

6       Η ανακοπή στηρίχθηκε στο σήμα EURODATA TV το οποίο έχει αποτελέσει το αντικείμενο των ακολούθων καταχωρίσεων:

–       ιρλανδική καταχώριση αριθ. 201 060, με ημερομηνία 1η Ιουλίου 1996·

–       γαλλική καταχώριση αριθ. 92 414 002, με ημερομηνία 7 Απριλίου 1992·

–       διεθνής καταχώριση αριθ. 591 515, με ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου 1992 και με ισχύ στην Μπενελούξ, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία.

7       Η ανακοπή στρεφόταν κατά της καταχωρίσεως του υποβληθέντος σχετικώς σήματος όσον αφορά τις μνημονευόμενες στην υποβληθείσα εν προκειμένω αίτηση καταχωρίσεως σήματος υπηρεσίες υπό την ονομασία «έρευνα και ανάλυση αγοράς καθώς και έρευνα για εμπορικά θέματα, παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις στον τομέα της εμπορίας (μάρκετινγκ) και της εκποίησης».

8       Η ανακοπή στηριζόταν σε μέρος μόνον των υπηρεσιών που καλύπτονταν από τη γαλλική και τη διεθνή καταχώριση, συγκεκριμένα στις ακόλουθες υπηρεσίες: «Συλλογή και παροχή εμπορικών πληροφοριών και, ειδικότερα, έρευνες και δημοσκοπήσεις στον τομέα οπτικοακουστικών», που υπάγονταν στην κλάση 35.

9       Η ανακοπή βασιζόταν επίσης στις ακόλουθες υπηρεσίες, που καλύπτονταν από την ιρλανδική καταχώριση: «Συλλογή και παροχή εμπορικών πληροφοριών, εμπορικές έρευνες· διαφημιστικές υπηρεσίες· συμβουλές και αρωγή σε βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις· προπαρασκευή και παροχή εμπορικών στατιστικών· μελέτες μάρκετινγκ· έρευνα και ανάλυση αγοράς», που υπάγονταν στην κλάση 35.

10     Προς στήριξη της ανακοπής της, η παρεμβαίνουσα προέβαλε τον σχετικό με άρνηση λόγο που μνημονεύεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

11     Το τμήμα ανακοπών, κρίνοντας ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως, απέρριψε, με απόφαση της 20ής Απριλίου 2000, την ανακοπή και καταδίκασε την παρεμβαίνουσα στα σχετικά έξοδα.

12     Στις 16 Ιουνίου 2000 η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής βάσει του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94.

13     Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2001 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον αυτού, προκειμένου να δοθεί συνέχεια στην αίτηση σχετικά με τα προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία δεν είχε προβληθεί άρνηση καταχωρίσεως, συγκεκριμένα το «λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών», της κλάσεως 9, τις «δημοσιεύσεις και ειδικά περιοδικά σχετικά με μελέτες για το εμπόριο τροφίμων», της κλάσεως 16, και τις «υπηρεσίες τράπεζας δεδομένων», της κλάσεως 42. Το πρώτο τμήμα προσφυγών καταδίκασε επίσης την προσφεύγουσα στα σχετικά με τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής έξοδα.

14     Το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως συνοψίζεται ως εξής.

15     Όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ταυτίζονταν εν μέρει και ήσαν εν μέρει λίαν παρόμοιες (βλ. αντιστοίχως τις σκέψεις 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16     Όσον αφορά τα επίμαχα σημεία, το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι τα σημεία «EUROdATA» και «EURODATA» ταυτίζονταν, ληφθέντος υπόψη ότι το κοινό δεν θα πρόσεχε τη διαφορά μεταξύ των χαρακτήρων με μικρά και των χαρακτήρων με κεφαλαία γράμματα. Στη συνέχεια, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, σε περίπτωση που θα αναγνωριζόταν στον όρο «eurodata» διακριτικός χαρακτήρας, θα έπρεπε τότε να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα σημεία ήσαν τόσο παρόμοια ώστε να δημιουργούν σύγχυση και, σε περίπτωση που θα αποφάσιζε, αντιθέτως, ότι ο όρος αυτός στερούνταν, κατ’ ουσίαν, διακριτικού χαρακτήρα, το βάρος θα δινόταν, κατά προτεραιότητα, στα λοιπά στοιχεία των σημείων, συγκεκριμένα στο στοιχείο «M+M», οπότε τα σημεία θα έπρεπε να θεωρηθούν ως διαφορετικά (σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17     Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η λέξη «eurodata» δεν στερούνταν πλήρως διακριτικού χαρακτήρα. Πράγματι, είναι, κατ’ αυτό, ήκιστα πιθανό να μπορεί ο οικείος καταναλωτής να ανακαλύψει με ακρίβεια αυτό που ο εν λόγω όρος υποδεικνύει. Από τις πραγματοποιηθείσες στο internet εκ μέρους της προσφεύγουσας έρευνες αποκαλύπτεται ότι με τη λέξη «eurodata» συνδέεται ένα ευρύ φάσμα, άσχετων μεταξύ τους, εμπορικών δραστηριοτήτων και, έτσι, καταδεικνύεται ότι η λέξη αυτή πόρρω απέχει από το να είναι σαφώς προσδιορισμένη. Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι η λέξη αυτή εκλαμβάνεται ως ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία και του προγενεστέρου και του υποβληθέντος για καταχώριση σήματος και, επομένως, δεν ήταν δυνατή η μεταξύ τους σύγκριση αφαιρουμένης της λέξεως αυτής (σκέψεις 14 και 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18     Κατόπιν των ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, αφενός, ότι το υποβληθέν προς καταχώριση σήμα συνίστατο από δύο ξεχωριστούς όρους, μεταξύ των οποίων κυρίαρχος ήταν ο όρος «eurodata», και, αφετέρου, ότι το προγενέστερο σήμα περιελάμβανε ένα μόνο διακριτικό στοιχείο, το στοιχείο EURODATA, ληφθέντος υπόψη ότι η σύντμηση «TV» ήταν περιγραφική. Κατόπιν τούτου, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κοινό θα θεωρούσε ότι τα επίμαχα σήματα προέρχονται από την ίδια εμπορική πηγή (σκέψεις 16 έως 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία

19     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Δεκεμβρίου 2001, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, που είχε συνταχθεί στη γερμανική γλώσσα.

20     Δεδομένου ότι οι λοιποί διάδικοι δεν αντιτάχθηκαν, εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, στο να αποτελέσει η γερμανική γλώσσα τη γλώσσα της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας, το τελευταίο όρισε τη γερμανική ως γλώσσα της παρούσας διαδικασίας.

21     Το Γραφείο και η παρεμβαίνουσα κατέθεσαν τα υπομνήματά τους απαντήσεως στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, αντιστοίχως, στις 25 Απριλίου 2003 και στις 16 Μαΐου 2003.

 Αιτήματα των διαδίκων

22     Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–       να καταδικάσει το Γραφείο στα δικαστικά έξοδά της.

23     Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι με τα αιτήματά της ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που αυτή ακύρωσε το μέρος της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών που ήταν ευνοϊκό γι’ αυτήν.

24     Το Γραφείο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει την προσφυγή·

–       να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25     Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να επιβεβαιώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–       να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–       να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδά της.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

26     Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, στο μέτρο που το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως.

27     Προκειμένου περί των επιμάχων σημάτων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το προγενέστερο σήμα αποτελείται αποκλειστικώς από περιγραφικά στοιχεία.

28     Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, όσον αφορά την οπτική και φωνητική σύγκριση των επιμάχων σημείων, ότι το στοιχείο «M+M» εμφανίζεται μόνο στο υποβληθέν προς καταχώριση σήμα και το χαρακτηρίζει σαφώς εντονότερα απ’ ό,τι το «eurodata». Θεωρητικώς, τα σημεία είναι διαφορετικά εφόσον το στοιχείο «M+M» αντιπροσωπεύει το όνομα της προσφεύγουσας, ενώ το στοιχείο «TV» παραπέμπει στην εμπορική δραστηριότητες της παρεμβαίνουσας.

29     Προκειμένου περί των σχετικών υπηρεσιών, η προσφεύγουσα διατείνεται, καθόσον αφορά αυτές στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και εμπίπτουν στην κλάση 35, ότι από την περιγραφή τους προκύπτει ότι έχουν σχέση μόνο με το μάρκετινγκ και την εκποίηση δεδομένων. Πάντως, τέτοιες υπηρεσίες ζητούνται από πρόσωπα δρώντα στο εμπόριο τροφίμων. Εξάλλου, από τους καταλόγους των προστατευομένων από το προγενέστερο σήμα υπηρεσιών προκύπτει ότι αυτές προτείνονται αποκλειστικώς στον τομέα των μέσων επικοινωνίας, όπως άλλωστε καταδεικνύεται και από το όνομα της παρεμβαίνουσας. Τέλος, η φύση των συλλεγομένων από τις σχετικές υπηρεσίες δεδομένων είναι διαφορετική.

30     Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, σε περίπτωση που θα εκτιμώταν ότι υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των σχετικών υπηρεσιών, η παρεμβαίνουσα θα μπορούσε να απαγορεύσει τη χρήση, σε ολόκληρη την Κοινότητα, άλλων σημάτων περιεχόντων το στοιχείο «eurodata» και αφορώντων τη συλλογή δεδομένων.

31     Όσον αφορά τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 41, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι εν λόγω υπηρεσίες υπάγονται σε κλάση διαφορετική αυτής στην οποία εμπίπτουν οι προστατευόμενες από το προγενέστερο σήμα υπηρεσίες αποτελεί, τουλάχιστον, ένδειξη του ότι δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των σχετικών υπηρεσιών παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Πάντως, δεν πρόκειται εδώ για εξαιρετική περίπτωση, εφόσον οι πρώτες υπηρεσίες έχουν σχέση με την επαγγελματική επιμόρφωση, ενώ οι δεύτερες αφορούν την απόκτηση και διάθεση δεδομένων.

32     Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η επιχειρηματολογία του τμήματος προσφυγών οδηγεί, σε τελευταία ανάλυση, στην αναγνώριση του ότι ένα σήμα που προστατεύεται όσον αφορά υπηρεσίες προτεινόμενες σε ορισμένο τομέα και υπαγόμενες στην κλάση 35 προστατεύεται αυτομάτως και όσον αφορά υπηρεσίες προτεινόμενες στον ίδιο αυτόν τομέα αλλά εμπίπτουσες στην επαγγελματική εκπαίδευση.

33     Το Γραφείο υποστηρίζει, προκειμένου περί των επιμάχων σημείων, κατ’ αρχάς, ότι το στοιχείο «eurodata» δεν στερείται διακριτικού χαρακτήρα, ενώ, εξάλλου, είναι το δεσπόζον μεταξύ αυτών των σημείων στοιχείο. Εξάλλου, το Γραφείο υπενθυμίζει ότι το προγενέστερο σήμα αποτελείται από το σημείο EURODATA TV και όχι από το μεμονωμένο στοιχείο «eurodata».

34     Περαιτέρω, το Γραφείο διατείνεται ότι τα επίμαχα σημεία είναι οπτικώς παρόμοια, και τούτο λόγω του ότι το καθένα περιλαμβάνει το στοιχείο «eurodata» καθώς και ένα άλλο σύντομο λεκτικό στοιχείο. Σύμφωνα με το Γραφείο, μολονότι το στοιχείο «M+M» είναι διακριτικό, δεν υποσκελίζει το στοιχείο «eurodata».

35     Φωνητικώς, τα επίμαχα σημεία προσομοιάζουν λόγω της πλήρους επαναλήψεως του όρου «eurodata», λέξεως πολυσύλλαβης και ευχερώς προφερομένης, η οποία δεσπόζει όσον αφορά την προφορά και ηχητικότητα των σημείων.

36     Όσον αφορά την από εννοιολογική άποψη ομοιότητα, το Γραφείο υποστηρίζει ότι ο μέσος καταναλωτής επικεντρώνει την προσοχή του στο στοιχείο «eurodata» και ότι η προσθήκη του στοιχείου «M+M» δεν ασκεί ιδιαίτερη επιρροή όσον αφορά τη συνολική εντύπωση των επιμάχων σημείων.

37     Προκειμένου περί των σχετικών υπηρεσιών, το Γραφείο ισχυρίζεται, όσον αφορά αυτές της κλάσεως 35, ότι η μεταξύ τους σύγκριση πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικώς σ’ αυτό που οι εν λόγω υπηρεσίες υποδεικνύουν. Πάντως, τούτο δεν δικαιολογεί τους προβαλλόμενους από την προσφεύγουσα περιορισμούς, αλλά καταδεικνύει ότι οι υπηρεσίες απευθύνονται στο ίδιο κοινό.

38     Σχετικά με τις υπηρεσίες τις οποίες αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 41, το Γραφείο ισχυρίζεται ότι «το μάρκετινγκ και η εκποίηση», αντικείμενο αυτών των υπηρεσιών επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, καλύπτουν ευρύτατο πεδίο περικλείον και τις υπηρεσίες «προπαρασκευή και παροχή εμπορικών στατιστικών δεδομένων» που υπάγονται στην κλάση 35 και προστατεύονται από το προγενέστερο σήμα. Επομένως, είναι πιθανό ότι το κοινό θα πιστέψει ότι οι πρώτες υπηρεσίες αποτελούν επέκταση της εμπορικής δραστηριότητας της παρεμβαίνουσας.

39     Το Γραφείο προσθέτει ότι, όπως προκύπτει από τον κανόνα 2, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1), η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας γίνεται για διοικητικούς αποκλειστικώς σκοπούς.

40     Προκειμένου περί της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως του κοινού, το Γραφείο ισχυρίστηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το οικείο κοινό δεν αποτελείται μόνον από τις επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται για τις σχετικές υπηρεσίες, κυρίως καθόσον αφορά τις υπηρεσίες επαγγελματικής εκπαιδεύσεως της κλάσεως 41.

41     Η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι ο όρος «eurodata» είναι διακριτικός, εφόσον δεν είναι ούτε αναγκαίος ούτε περιγραφικός όσον αφορά τις διεκδικούμενες υπηρεσίες, ενώ αποτελεί νεολογισμό.

42     Όσο για τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος EURODATA TV, η παρεμβαίνουσα υπογράμμισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι αρκετά εθνικά γραφεία σημάτων έχουν δεχθεί να το καταχωρίσουν, πράγμα που προκύπτει από τις προβαλλόμενες προς στήριξη της ανακοπής καταχωρίσεις.

43     Όσον αφορά τα επίμαχα σημεία, η παρεμβαίνουσα διατείνεται ότι αυτά παρουσιάζουν ομοιότητες όσον αφορά τη συνολική τους εντύπωση λόγω της αντιγραφής του όρου «eurodata», και τούτο όσον αφορά τόσο τις οπτικές όσο και τις φωνητικές και εννοιολογικές εκφάνσεις τους. Όσον αφορά την οπτική έκφανση, η παρεμβαίνουσα διευκρινίζει ότι καθένα από τα σήματα φέρει το στοιχείο «eurodata» καθώς και ένα δεύτερο στοιχείο συγκείμενο από δύο γράμματα. Φωνητικώς, υπερισχύουν οι ομοιότητες λόγω της αντιγραφής του όρου «eurodata». Εννοιολογικώς, τα δύο σήματα επίσης ταυτίζονται.

44     Όσο για τις σχετικές υπηρεσίες, η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι αυτές ταυτίζονται ή προσομοιάζουν.

45     Όσον αφορά το οικείο, από σκοπιάς της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, κοινό, η παρεμβαίνουσα συντάχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με τη θέση του Γραφείου.

46     Τέλος, η παρεμβαίνουσα επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, μολονότι οι χαρακτήρες του υποβληθέντος προς καταχώριση σήματος είναι ισομεγέθεις, η προσφεύγουσα ζήτησε, το 1993, την καταχώριση ως γερμανικού σήματος του σημείου «M+M EUROdATA», το οποίο περιελάμβανε το στοιχείο «eurodata» με χαρακτήρες πολύ μικρότερους αυτών του στοιχείου «M+M». Ως εκ τούτου, η ίδια η προσφεύγουσα έχει αναγνωρίσει ότι το στοιχείο «eurodata» είναι διακριτικό.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

47     Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, όταν έχει ασκηθεί ανακοπή από τον δικαιούχο προγενεστέρου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση όταν, λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που τα δύο σήματα προσδιορίζουν, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα.

48     Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, σε σχέση με την αντίληψη του οικείου κοινού και λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών εν προκειμένω παραγόντων, ιδίως της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και αυτής των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών [απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, Τ‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), που δεν έχει εισέτι δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 31 έως 33, καθώς και η παρατιθέμενη στην απόφαση νομολογία]. Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, καθόσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των συγκρουομένων σημάτων, να στηρίζεται στη διδόμενη από αυτά συνολική εντύπωση, ενόψει, ιδίως, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους [απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2003, Τ‑292/01, Philips-Van Heusen κατά ΓΕΕΑ – Pash Textilvertieb und Einzelhandel (BASS), που δεν έχει εισέτι δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47, καθώς και η παρατιθέμενη στην απόφαση αυτή νομολογία].

49     Υπό το φως των σκέψεων αυτών πρέπει, κατ’ αρχάς, να προσδιοριστεί το κοινό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως και, στη συνέχεια, να γίνει σύγκριση μεταξύ, αφενός, των σχετικών υπηρεσιών και, αφετέρου, των επιμάχων σημείων.

 Όσον αφορά το οικείο κοινό

50     Το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε το ζήτημα ποιο είναι το οικείο κοινό, προκειμένου περί της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως.

51     Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον προσδιορισμό των σχετικών υπηρεσιών προκύπτει ότι αυτές προορίζονται όχι για τον μέσο καταναλωτή, αλλά για επαγγελματίες (βλ. τους όρους «αγορά», «εμπορικά», «επιχειρήσεις», «μάρκετινγκ» και «εκποίηση» που έχουν παρατεθεί στην ανωτέρω σκέψη 7, τον όρο «εμπορικές» που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 8, καθώς και τους όρους «βιομηχανικές», «μάρκετινγκ» και «αγορά» που παρατίθενται στην ανωτέρω σκέψη 9).

52     Πρέπει να επισημανθεί ότι αυτοί οι επαγγελματίες είναι δυνατόν, κατά την επιλογή υπηρεσιών, να δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή στα επίμαχα σημεία.

53     Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο το οικείο κοινό είναι ένα εξειδικευμένο κοινό το οποίο αναζητεί παροχές ειδικών υπηρεσιών. Βεβαίως, ο επαγγελματικός χαρακτήρας του οικείου κοινού συνεπάγεται κάποιο βαθμό εξειδικεύσεως. Όμως, αν από τους μνημονευόμενους στην ανωτέρω σκέψη 51 όρους καταδεικνύεται ότι το οικείο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι τελευταίοι είναι όλοι εξειδικευμένοι στους τομείς στους οποίους αντιστοιχούν οι σχετικές υπηρεσίες και ότι πρόκειται, επομένως, για ένα ιδιαιτέρως περιορισμένο κοινό.

54     Καθόσον αφορά το προβαλλόμενο τόσο από το Γραφείο όσο και από την παρεμβαίνουσα επιχείρημα ότι δεν είναι μόνον οι επιχειρήσεις αυτοί που ενδιαφέρονται για τις σχετικές υπηρεσίες, κυρίως όσον αφορά υπηρεσίες εκπαιδεύσεως, αρκεί να σημειωθεί ότι, έστω και αν τούτο γίνει δεκτό, γεγονός πάντως είναι ότι, κατόπιν των παρατιθεμένων στην ανωτέρω σκέψη 51 όρων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των εν λόγω υπηρεσιών, το οικείο κοινό αποτελείται και από επαγγελματίες.

 Όσον αφορά τις σχετικές υπηρεσίες

55     Εν προκειμένω, η ανακοπή ερείδεται επί προγενεστέρου σήματος καταχωρισμένου για υπηρεσίες που όλες τους υπάγονται στην κλάση 35 και στρέφεται κατά της καταχωρίσεως του σχετικού σήματος για υπηρεσίες εμπίπτουσες, αφενός, στην κλάση 35 και, αφετέρου, στην κλάση 41 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 7 έως 9). Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δύο συγκρίσεις, η μία λαμβάνοντας υπόψη τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 35 και η άλλη λαμβάνοντας υπόψη τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η αίτηση αυτή και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 41.

–       Όσον αφορά τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και υπάγονται στην κλάση 35

56     Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αφενός, οι υπηρεσίες που αναφέρονται στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος και υπάγονται στην κλάση 35 και, αφετέρου, οι υπηρεσίες που προστατεύονται από το προγενέστερο σήμα και υπάγονται στην ίδια αυτή κλάση ταυτίζονται.

57     Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι από τον προσδιορισμό των σχετικών υπηρεσιών, που μνημονεύεται στις ανωτέρω σκέψεις 3, 8 και 9, προκύπτει ότι οι υπηρεσίες που υπάγονται στη κλάση 35 και προστατεύονται από το προγενέστερο σήμα αντιστοιχούν στις υπηρεσίες  που υπάγονται στην ίδια αυτή κλάση και αναφέρονται στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ταυτίζονται μεταξύ τους οι σχετικές ένθεν και ένθεν υπηρεσίες.

58     Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από τους διαφορετικούς τομείς όπου προτείνονται οι σχετικές υπηρεσίες και από τη διαφορετική φύση των δεδομένων που αυτές αφορούν δεν μπορούν να μεταβάλουν τη διαπίστωση αυτή. Πράγματι, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι επιβαλλόταν να γίνει αναφορά στον κατάλογο των υπηρεσιών που έχουν καταχωριστεί όσον αφορά κάθε σχετικό σημείο. Πάντως, πρώτον, ο προσδιορισμός των υπηρεσιών στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 35 δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτές έχουν σχέση μόνο με το εμπόριο τροφίμων. Δεύτερον, ο προσδιορισμός των προστατευομένων από το προγενέστερο σήμα υπηρεσιών δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτές αφορούν μόνον τον τομέα των μέσων επικοινωνίας. Τρίτον, οι προσδιορισμοί των σχετικών υπηρεσιών δεν επιτρέπουν να συναχθεί ότι η φύση των δεδομένων που αυτές αφορούν είναι διαφορετική. Σχετικώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η σχεδιαζομένη χρησιμοποίηση, σε συγκεκριμένο τομέα ή αγορά, ενός σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη αφ’ ης στιγμής η καταχώριση αυτή δεν μπορεί να συνεπάγεται περιορισμό υπό την έννοια αυτή.

59     Εξάλλου, το επιχείρημα κατά το οποίο τυχόν αναγνώριση ομοιότητας μεταξύ των σχετικών υπηρεσιών θα επέτρεπε στην παρεμβαίνουσα να απαγορεύσει εντός ολόκληρης της Κοινότητας τη χρήση άλλων σημάτων περιεχόντων το στοιχείο «eurodata» και αφορώντων τη συλλογή δεδομένων στερείται, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ομοιότητας των εν λόγω υπηρεσιών, λυσιτέλειας.

–       Όσον αφορά τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 41

60     Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αφενός, οι υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 41 και, αφετέρου, οι υπηρεσίες που προστατεύονται από το προγενέστερο σήμα και υπάγονται στην κλάση 35 προσομοίαζαν σε σημαντικότατο βαθμό.

61     Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, όπως παρατηρεί η προσφεύγουσα, ότι από τον προσδιορισμό των υπηρεσιών στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 41 προκύπτει ότι αυτές συνδέονται με την επαγγελματική εκπαίδευση και ότι, επομένως, είναι διαφορετικής φύσεως από τις προστατευόμενες από το προγενέστερο σήμα υπηρεσίες.

62     Όμως, από τον προσδιορισμό των υπηρεσιών εκπαιδεύσεως προκύπτει επίσης ότι αυτές έχουν σχέση με τον τομέα του μάρκετινγκ και της εκποιήσεως. Πάντως, όπως παρατηρείται κατά τρόπο πειστικό τόσο στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσο και από το Γραφείο, οι υπηρεσίες με τον τίτλο «συλλογή και προμήθεια εμπορικών πληροφοριών», «εμπορικές έρευνες», «διαφημιστικές υπηρεσίες», «μελέτες μάρκετινγκ» και «έρευνα και ανάλυση αγοράς», που προστατεύονται από το προγενέστερο σήμα, εμπίπτουν επίσης στον τομέα του μάρκετινγκ και της εκποιήσεως, στο μέτρο που «στον σύγχρονο εμπορικό κόσμο, καμιά δραστηριότητα μάρκετινγκ δεν μπορεί να καρποφορήσει χωρίς τη βοήθεια των υπηρεσιών αυτών». Κατά συνέπεια, αν οι σχετικές υπηρεσίες προσδιορίζονταν από παρόμοια σημεία, οι γνωρίζοντες ήδη τις προστατευόμενες από το προγενέστερο σήμα υπηρεσίες επαγγελματίες θα υπέθεταν προφανέστατα ότι οι υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος απλώς αποτελούν νέο κλάδο δραστηριοτήτων της παρέχουσας τις πρώτες υπηρεσίες επιχειρήσεως.

63     Κατά συνέπεια, υφίσταται στενή σχέση ως προς τον προορισμό των σχετικών υπηρεσιών και ότι αυτές είναι συμπληρωματικού χαρακτήρα. Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτές προσομοιάζουν [βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-388/00, Institut für Lernsysteme κατά ΓΕΕΑ – Educational Services (ELS), Συλλογή 2002, σ. ΙΙ‑4301, σκέψη 56].

64      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το γεγονός ότι οι σχετικές υπηρεσίες υπάγονται, στο πλαίσιο του Διακανονισμού της Νίκαιας, σε διαφορετικές κλάσεις. Πράγματι, όπως παρατηρεί το Γραφείο, ο κανόνας 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι «[…] υπηρεσίες δεν μπορούν να θεωρούνται ως […] διαφορετικές μεταξύ τους επειδή εμφανίζονται σε διαφορετικές κλάσεις στην εν λόγω ταξινόμηση [της Νίκαιας]».

65     Τέλος, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ομοιότητας μεταξύ των υπηρεσιών, στερείται λυσιτέλειας το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η επιχειρηματολογία του τμήματος προσφυγών θα είχε ως συνέπεια, σε τελευταία ανάλυση, ένα προστατευόμενο για υπηρεσίες υπαγόμενες στην κλάση 35 σήμα να προστατεύεται αυτομάτως όσον αφορά εκπαιδευτικές υπηρεσίες στον ίδιο τομέα.

 Όσον αφορά τα επίμαχα σημεία

66     Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κοινό θα σκεφθεί ότι τα επίμαχα σημεία προέρχονται από την ίδια εμπορική πηγή.

67     Προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο του συμπεράσματος αυτού, πρέπει να γίνει σύγκριση των επιμάχων σημείων από οπτική, φωνητική και εννοιολογική άποψη.

68     Η οπτική και φωνητική σύγκριση πρέπει να γίνουν από κοινού.

69     Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία το στοιχείο «M+M» του υποβληθέντος προς καταχώριση σήματος διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα (σημείο 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

70     Στη συνέχεια, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το στοιχείο «eurodata» είναι το δεσπόζον στο υποβληθέν προς καταχώριση σήμα και ότι, μολονότι το στοιχείο «M+M» διαθέτει, αναμφιβόλως, διακριτικό χαρακτήρα, δεν επισκιάζει το στοιχείο «eurodata» σε τέτοιο βαθμό ώστε να μεταβάλει σημαντικά τον τρόπο που το κοινό θα αντιλαμβάνεται το σήμα αυτό. Πράγματι, σύμφωνα με το τμήμα προσφυγών, αφενός, το στοιχείο «eurodata» εύκολα προφέρεται και απομνημονεύεται και, αφετέρου, το εν λόγω στοιχείο είναι μακρύτερο και έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο απ’ ό,τι το στοιχείο «M+M», το οποίο είναι μάλλον λακωνικό (σημεία 16 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

71     Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, αφενός, ότι το στοιχείο «M+M», το οποίο αποτελεί ένα βραχύ προσδιορισμό, είναι τουλάχιστον εξίσου εύκολο να προφέρεται και να απομνημονεύεται όσο και το στοιχείο «eurodata». Σχετικώς, πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα σωστά ισχυρίστηκε ότι τα σήματα που φέρουν βραχείς συνδυασμούς γραμμάτων είναι λίαν διαδομένα. Αφετέρου, επειδή ακριβώς το στοιχείο «M+M» είναι λακωνικό και συντομότερο απ’ ό,τι το στοιχείο «eurodata», είναι, τουλάχιστον, εξίσου ικανό όσο και το τελευταίο να ελκύει την προσοχή του κοινού, και τούτο για τον πρόσθετο λόγο ότι είναι το πρώτο στοιχείο του υποβληθέντος προς καταχώριση σήματος, ενώ το οικείο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες.

72     Επιπλέον, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι το στοιχείο «TV», που εμπεριέχεται στο προγενέστερο σήμα είναι περιγραφικό, παρ’ όλ’ αυτά τούτο δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί στο πλαίσιο της οπτικής και φωνητικής συγκρίσεως των επιμάχων σημείων. Πάντως, τα στοιχεία «Μ+Μ» και «TV», όσο μικρά και αν είναι, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Επιπροσθέτως, το πρώτο βρίσκεται στην αρχή του σημείου, ενώ το τελευταίο έχει τεθεί στο τέλος του. Έτσι, η ύπαρξη, στα επίμαχα σημεία, άλλων λεκτικών στοιχείων έχει ως απόληξη η παρεχομένη από κάθε σημείο συνολική εντύπωση να είναι διαφορετική (βλ., υπό την έννοια αυτή, την προπαρατεθείσα απόφαση GIORGIO BEVERLY HILLS, σκέψη 43).

73     Πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι μνημονευόμενες στις δύο προηγούμενες σκέψεις περιστάσεις, λαμβανόμενες υπόψη συνολικώς, αρκούν για να αποκλειστούν οι τυχόν ομοιότητες που δημιουργούνται από την ύπαρξη του στοιχείου «EUROdATA» στο υποβληθέν προς καταχώριση σήμα και του στοιχείου «EURODATA» στο προγενέστερο σήμα.

74     Επομένως, τα επίμαχα σημεία δεν προσομοιάζουν ούτε από οπτική ούτε από φωνητική άποψη.

75     Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία το στοιχείο «eurodata» έχει διακριτικό χαρακτήρα. Πράγματι, έστω και αν η εκτίμηση αυτή θεωρηθεί ακριβής, δεν μπορεί να απαλείψει τις περιστάσεις επί των οποίων βασίζεται το αντληθέν στην προηγούμενη σκέψη συμπέρασμα.

76     Μολονότι η οπτική και φωνητική σύγκριση των επιμάχων σημείων επιτρέπει ήδη να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, τα εν λόγω σημεία δεν προσομοιάζουν, επιβάλλεται, παρ’ όλ’ αυτά, να εξεταστούν τα εν λόγω σημεία από εννοιολογική σκοπιά, και τούτο για τον πρόσθετο λόγο ότι το ζήτημα της εννοιολογικής συγκρίσεως δεν έχει ρητώς αντιμετωπιστεί στη προσβαλλόμενη απόφαση.

77     Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, προκειμένου περί του προγενεστέρου σήματος, ότι δεν έχει αμφισβητηθεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά τη οποία το στοιχείο «TV» είναι περιγραφικό των προστατευομένων από το σήμα αυτό υπηρεσιών. Το Πρωτοδικείο συμφωνεί με την εκτίμηση αυτή και προσθέτει ότι η σημασία του στοιχείου αυτού είναι, επομένως, κατ’ ανάγκην σαφής και συγκεκριμένη στην αντίληψη του οικείου κοινού.

78     Προκειμένου περί του υποβληθέντος προς καταχώριση σήματος, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην αντίληψη του οικείου κοινού, το διακριτικό στοιχείο «M+M» δεν έχει σαφές και συγκεκριμένο νόημα και απλώς παραπέμπει στο όνομα της προσφεύγουσας. Επομένως, το στοιχείο αυτό έχει μια όλως διαφορετική έννοια από αυτήν του στοιχείου «TV» που περιλαμβάνεται στο προγενέστερο σήμα. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται, από σημειολογική άποψη, ομοιότητα μεταξύ των δύο στοιχείων.

79     Εξάλλου, αναφορικά με το επιχείρημα του Γραφείου κατά το οποίο η προσοχή του καταναλωτή επικεντρώνεται στο στοιχείο «eurodata» και η προσθήκη του στοιχείου «M+M» ουδεμία ασκεί επιρροή στη συνολική εντύπωση των επιμάχων σημείων, αρκεί να επισημανθεί, όπως έχει ήδη ανωτέρω αναφερθεί, ότι το οικείο κοινό σύγκειται από επαγγελματίες η προσοχή των οποίων θα εστιασθεί, τουλάχιστον, με την ίδια ένταση, τόσο στο στοιχείο «M+M» όσο και στο στοιχείο «eurodata» που εμπεριέχεται στο υποβληθέν προς καταχώριση σήμα.

80     Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα επίμαχα σημεία δεν προσομοιάζουν από εννοιολογική άποψη.

81     Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι ορισμένα εθνικά γραφεία σημάτων έχουν δεχτεί να καταχωρίσουν το σήμα της EURODATA TV. Πράγματι, η υπό κρίση υπόθεση δεν έχει σχέση με την καταχωρισιμότητα του σημείου EURODATA TV, αλλά μόνο με το ζήτημα αν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, μεταξύ του υποβληθέντος προς καταχώριση σήματος και του προγενεστέρου σήματος.

82     Τέλος, σχετικά με το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας, που αντλείται από το γερμανικό σήμα που αυτή ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα ζήτησε να καταχωριστεί το 1993, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα αυτό στερείται λυσιτέλειας σε σχέση με το υποβληθέν εν προκειμένω προς καταχώριση σήμα.

83     Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι κακώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το κοινό θα σκεφθεί ότι τα επίμαχα σημεία προέρχονται από την ίδια εμπορική πηγή.

 Όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως

84     Το τμήμα προσφυγών δεν διασαφήνισε το συμπέρασμά του σχετικά με τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των επιμάχων σημείων. Το εν λόγω τμήμα περιορίστηκε στο να εκτιμήσει ότι, αν στον όρο «eurodata» προσδοθεί διακριτικός χαρακτήρας, πράγμα που το ίδιο έπραξε με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι τα σημεία αυτά προσομοιάζουν σε βαθμό που να δημιουργούν σύγχυση λόγω της υπάρξεως αυξημένης ομοιότητας, από φωνητική, οπτική και, ίσως, εννοιολογική άποψη, όσον αφορά ταυτόσημες ή παρόμοιες υπηρεσίες.

85     Όπως έχει εκτεθεί ανωτέρω, οι σχετικές υπηρεσίες ταυτίζονται εν μέρει και εν μέρει προσομοιάζουν. Παρ’ όλ’ αυτά, έστω κι αν υφίσταται ταυτότητα ή ομοιότητα μεταξύ των σχετικών υπηρεσιών, οι οπτικές, φωνητικές και εννοιολογικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των σχετικών σημάτων αποτελούν επαρκή λόγο για να αποκλειστεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως στην αντίληψη του οικείου κοινού (βλ., υπό την έννοια αυτή, την προπαρατεθείσα απόφαση GIORGIO BEVERLY HILLS, σκέψη 52). Πράγματι, όταν το οικείο κοινό θα έχει στη διάθεσή του υπηρεσίες προσδιοριζόμενες από το υποβληθέν προς καταχώριση σήμα το οποίο παρουσιάζει οπτικές, φωνητικές και εννοιολογικές διαφορές με το προγενέστερο σήμα, δεν θα θεωρήσει ότι οι εν λόγω υπηρεσίες έχουν την ίδια εμπορική καταγωγή. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται ο κίνδυνος το οικείο κοινό να θεωρήσει ότι υφίσταται κάποια σχέση μεταξύ των προσδιοριζομένων από καθένα από τα δύο σήματα υπηρεσιών.

86     Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε στις ανωτέρω σκέψεις 51 και 52, όλοι οι αποδέκτες των σχετικών υπηρεσιών είναι επαγγελματίες δυνάμενοι να επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή όσον αφορά τα επίμαχα σημεία.

87     Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, έχοντας σιωπηρώς εκτιμήσει ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως και έχοντας, με βάση τη θεώρηση αυτή, ακυρώσει την απόφαση του τμήματος ανακοπών σχετικά με την απόρριψη της ανακοπής, παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, κανονισμού 40/94.

88     Κατά συνέπεια, ο μόνος λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της διατάξεως αυτής πρέπει να γίνει δεκτός και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί.

89     Παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί, όπως έχει τονιστεί στην ανωτέρω σκέψη 13, ότι το τμήμα προσφυγών δεν περιορίστηκε στο να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος ανακοπών, αλλά και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τελευταίου προκειμένου να δοθεί συνέχεια στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος όσον αφορά προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 16 και 42. Όμως, η ανακοπή όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση αφορά αποκλειστικώς τις μνημονευόμενες στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 35 και 41. Επομένως, τα υπαγόμενα στις κλάσεις 9, 16 και 42 προϊόντα και υπηρεσίες δεν αποτέλεσαν μέρος του αντικειμένου της ενώπιον του τμήματος ανακοπών διαφοράς ούτε, όπως είναι επόμενο, του αντικειμένου της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς. Πράγματι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η παρεμβαίνουσα απλώς ζήτησε από το τμήμα προσφυγών να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος ανακοπών και να απορρίψει την αίτηση όσον αφορά τις μνημονευόμενες στο έγγραφο ανακοπής υπηρεσίες (σημείο 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι οποίες υπάγονται στις κλάσεις 35 και 41, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας.

90     Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση με την οποία το τμήμα προσφυγών ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τμήματος ανακοπών προκειμένου να δοθεί συνέχεια στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος όσον αφορά προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 16 και 42 πρέπει να χαρακτηριστεί ως απλή επιβεβαίωση του γεγονότος ότι το Γραφείο πρέπει να συνεχίσει, όσον αφορά αυτά τα προϊόντα και υπηρεσίες, τη διαδικασία καταχωρίσεως του υποβληθέντος σχετικώς σήματος. Κατά συνέπεια, ουδείς λόγος συντρέχει να ακυρωθεί, όσον αφορά αυτό το συγκεκριμένο σημείο, η προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, μια τέτοια επιβεβαίωση δεν έρχεται σε αντίφαση με το μέρος της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών που ήταν ευνοϊκό για την προσφεύγουσα, κατά την έννοια των αιτημάτων της τελευταίας, όπως αυτά διευκρινίστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. ανωτέρω σκέψη 23).

91     Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με εξαίρεση το σημείο όπου η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του τμήματος ανακοπών προκειμένου να δοθεί συνέχεια στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος όσον αφορά τα μνημονευόμενα σ’ αυτήν προϊόντα και υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 9, 16 και 42, πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

92     Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

93     Εν προκειμένω, τόσο το Γραφείο όσο και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν, στο μέτρο που πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, η προσφεύγουσα έχει ζητήσει να καταδικαστεί το Γραφείο στα έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε.

94     Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει το Γραφείο να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, η δε παρεμβαίνουσα να φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 2ας Οκτωβρίου 2001 στην υπόθεση R 698/2000-1, με εξαίρεση το σημείο όπου η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του τμήματος ανακοπών προκειμένου να δοθεί συνέχεια στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος όσον αφορά τα μνημονευόμενα σ’ αυτήν προϊόντα και υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 9, 16 και 42.

2)      Καταδικάζει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

3)      Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Pirrung

Meij

Forwood

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Ιουνίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.