Language of document : ECLI:EU:F:2013:17

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2013 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 6, του Κανονισμού Διαδικασίας — Δικόγραφο προσφυγής κατατεθέν με τηλεομοιοτυπία εντός της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής — Ιδιόχειρη υπογραφή του δικηγόρου διαφορετική από εκείνη την οποία φέρει το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής που εστάλη ταχυδρομικώς — Εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής — Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση F‑113/11,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Luigi Marcuccio, πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Tricase (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τον G. Cipressa, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενης από την C. Berardis-Kayser και τον J. Baquero Cruz, επικουρούμενους από τον A. Dal Ferro, δικηγόρο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel, πρόεδρο, E. Perillo (εισηγητή) και R. Barents, δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με δικόγραφο που περιήλθε ταχυδρομικώς στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 31 Οκτωβρίου 2011, ο L. Marcuccio άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, ζητώντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την αίτησή του να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές του Αυγούστου 2010. Της καταθέσεως του αποσταλέντος ταχυδρομικώς πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής προηγήθηκε η αποστολή με τηλεομοιοτυπία, στις 25 Οκτωβρίου 2011, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ, στην οποία περιήλθε αυθημερόν, εγγράφου που παρουσιάστηκε ως αντίγραφο του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής που κατετέθη ταχυδρομικώς.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει:

«[…]

2. Προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται αποδεκτή μόνο:

–         αν προηγουμένως έχει διατυπωθεί στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, και

–        αν αυτή η διατύπωση αιτήματος έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.

3. Η προσφυγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 πρέπει να [ασκηθεί] εντός προθεσμίας τριών μηνών. H προθεσμία αυτή αρχίζει:

–         από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως, η οποία ελήφθη προς απάντηση της διατυπώσεως αιτήματος,

–         από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, εφ’ όσον η προσφυγή αφορά σιωπηρή απορριπτική απόφαση της ενστάσεως που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 2. Εν τούτοις σε περίπτωση που κατόπιν σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, αλλά εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ληφθεί ρητή απόφαση για την απόρριψη αιτήματος η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει εκ νέου.

[…]»

3        Το άρθρο 34 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το οποίο αφορά την κατάθεση διαδικαστικών εγγράφων, ορίζει τα εξής:

«1. Το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου υπογράφεται από τον εκπρόσωπο του διαδίκου.

[…]

6.      […] για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία το αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου […] περιέρχεται στη γραμματεία με οποιοδήποτε τεχνικό μέσο επικοινωνίας διαθέτει το Δικαστήριο ΔΔ, υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου […] κατατίθεται στη γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την παραλαβή του αντιγράφου […]».

4        Κατά το άρθρο 100 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο αφορά τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών:

«1. Οι δικονομικές προθεσμίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες, από τον Οργανισμό και από τον παρόντα κανονισμό υπολογίζονται ως ακολούθως:

[…]

β) οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της ημέρας της τελευταίας εβδομάδας, του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους, η οποία φέρει το ίδιο όνομα ή την ίδια ημερομηνία με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Όταν, σε προθεσμία προσδιοριζόμενη σε μήνες ή έτη, δεν υπάρχει, στον τελευταίο μήνα, ημερομηνία αντίστοιχη της ημερομηνίας αφετηρίας της προθεσμίας, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του μήνα αυτού·

[…]

δ) στις προθεσμίες συνυπολογίζονται οι κατά νόμον εορτάσιμες ημέρες, οι Κυριακές και τα Σάββατα·

ε) οι προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.

2. Αν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με κατά νόμον εορτάσιμη, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επομένης εργάσιμης ημέρας.

Ο κατάλογος των κατά νόμον εορτάσιμων ημερών που καταρτίζεται από το Δικαστήριο και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει και για το Δικαστήριο ΔΔ.

3. Η παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως είναι δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

5        Ο προσφεύγων ήταν υπάλληλος με βαθμό Α 7 στη Γενική Διεύθυνση Αναπτύξεως της Επιτροπής.

6        Με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 30ής Μαΐου 2005, ο προσφεύγων συνταξιοδοτήθηκε από 31ης Μαΐου 2005 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53 του ΚΥΚ και του χορηγήθηκε επίδομα αναπηρίας που καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 78, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ (στο εξής: απόφαση της ΑΔΑ της 30ής Μαΐου 2005).

7        Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2008, F‑41/06, Marcuccio κατά Επιτροπής (στο εξής: αρχική απόφαση), το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε την απόφαση της ΑΔΑ της 30ής Μαΐου 2005 λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, χωρίς να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως και τις αιτιάσεις που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως που υπέβαλε.

8        Στις 30 Αυγούστου 2010, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (στο εξής: αίτηση της 30ής Αυγούστου 2010), προκειμένου να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές που ισχυριζόταν ότι δικαιούται για τον Αύγουστο 2010, κατ’ εφαρμογήν της αρχικής αποφάσεως.

9        Με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2011 (στο εξής: έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2011), που ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι έλαβε στις 6 Απριλίου 2011, η Επιτροπή επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι, εφόσον η αρχική απόφαση ακύρωσε την απόφαση της ΑΔΑ της 30ής Μαΐου 2005 μόνο λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, χωρίς να αποφανθεί σχετικά με την ικανότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του, η ενδεχόμενη επανένταξή του στην υπηρεσία προϋπέθετε τον έλεγχο της καταστάσεως της υγείας του, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή υποστήριζε ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν εν ενεργεία από τις 30 Μαΐου 2005.

10      Ο προσφεύγων άσκησε διοικητική ένσταση στις 14 Μαρτίου 2011, η οποία περιήλθε στην Επιτροπή την επομένη.

11      Με απόφαση της 8ης Ιουνίου 2011, Τ-20/09 Ρ, Επιτροπή κατά Marcuccio, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή, ακύρωσε την αρχική απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, όπου πρωτοκολλήθηκε με τα στοιχεία F‑41/06 RENV.

12      Με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, F‑41/06 RENV, Marcuccio κατά Επιτροπής (κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑20/13 P), το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε την προσφυγή του προσφεύγοντος στην υπόθεση επί της οποίας είχε εκδοθεί η αρχική απόφαση.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως της 30ής Αυγούστου 2010·

–        να κηρύξει ανυπόστατο ή, επικουρικώς, να ακυρώσει το έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2011·

–        να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της 14ης Μαρτίου 2011·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη

15      Δυνάμει του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η προσφυγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

16      Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι έχει διαφωτισθεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας ώστε να αποφανθεί και, συνεπώς, αποφασίζει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

 Επί του παραδεκτού

17      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως, δεδομένου ότι θεσπίστηκαν με σκοπό να συμβάλουν στη σαφήνεια και την ασφάλεια των εννόμων καταστάσεων, καθώς και να αποτρέψουν κάθε είδους δυσμενή διάκριση ή αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκαν οι εν λόγω προθεσμίες (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 1973, 33/72, Gunnella κατά Επιτροπής, σκέψη 4· διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2011, Τ-345/11, ENISA κατά Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων [ΕΕΠΔ], σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18      Κατά συνέπεια, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε τηρουμένων των επιτακτικών κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο υποβολής των διαδικαστικών εγγράφων και τηρουμένης της αντίστοιχης προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

19      Ως προς το ζήτημα αυτό πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι από το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι κάθε προσφεύγων πρέπει να εκπροσωπείται από πρόσωπο που έχει το σχετικό δικαίωμα και ότι, κατά συνέπεια, τα δικαστήρια της Ένωσης μπορούν να επιληφθούν εγκύρως της προσφυγής μόνον αν το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο υπογράφεται από το πρόσωπο αυτό. Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Καμία παρέκκλιση ή εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή δεν προβλέπεται από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου ή από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 1996, C—174/96 P, Lopes κατά Δικαστηρίου, σκέψη 8 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Πράγματι, η απαίτηση περί ιδιόχειρης υπογραφής του εκπροσώπου του προσφεύγοντος διασφαλίζει, για την ασφάλεια δικαίου, την αυθεντικότητα του δικογράφου της προσφυγής και αποκλείει τον κίνδυνο το έγγραφο αυτό να μην αποτελεί έργο του δικηγόρου ή του συμβούλου που έχει την ικανότητα να διενεργεί διαδικαστικές πράξεις. Με τον τρόπο αυτό, ο τελευταίος, ως αρωγός της δικαιοσύνης, πληροί τον ουσιώδη ρόλο που του αναθέτει ο Οργανισμός του Δικαστηρίου και ο Κανονισμός Διαδικασίας, καθιστώντας δυνατή, με την άσκηση των καθηκόντων του, την πρόσβαση του προσφεύγοντος στο Δικαστήριο ΔΔ (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Μαΐου 2007, T‑223/06 P, Κοινοβούλιο κατά Eistrup, σκέψη 50). Επομένως, η απαίτηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ουσιώδης τύπος και να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής εφαρμογής, με αποτέλεσμα η μη τήρησή της να συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Eistrup, σκέψεις 51 και 52).

21      Εξάλλου, ακριβώς λόγω της θεμελιώδους σημασίας του ρόλου του δικηγόρου ως βοηθού της δικαιοσύνης στις ένδικες διαδικασίες, το άρθρο 34, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να υπογράφεται από τον εκπρόσωπο του διαδίκου.

22      Κατά συνέπεια, προς τον σκοπό της καταθέσεως του πρωτοτύπου κάθε διαδικαστικού εγγράφου εντός των τασσομένων προθεσμιών, το άρθρο 34 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν επιτρέπει στον εκπρόσωπο του οικείου διαδίκου να αποθέσει δύο διαφορετικές χειρόγραφες υπογραφές, έστω και αν είναι αυθεντικές, τη μία στο έγγραφο που διαβιβάζεται με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ και την άλλη στο πρωτότυπο που θα αποσταλεί ταχυδρομικώς ή θα παραδοθεί ιδιοχείρως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ. Πράγματι, όταν ο εκπρόσωπος διαδίκου κάνει χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 34, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας να αποστείλει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, «αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου […] με οποιοδήποτε τεχνικό μέσο επικοινωνίας διαθέτει το Δικαστήριο ΔΔ», η δυνατότητα αυτή υπόκειται στον sine qua non όρο ότι το ίδιο «υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου […] κατατίθεται στη γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την παραλαβή του αντιγράφου», ενώ η μετοχή «signé» (υπογεγραμμένο), λόγω του αρσενικού γένους της (στη γαλλική) μπορεί να αναφέρεται μόνο στο πρωτότυπο («original», επίσης αρσενικού γένους στη γαλλική) του δικογράφου της προσφυγής και όχι στο αντίγραφο («copie», θηλυκού γένους στη γαλλική) του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον φαίνεται ότι το πρωτότυπο του εγγράφου που πράγματι κατατέθηκε στη Γραμματεία εντός δέκα ημερών από της διαβιβάσεώς του, σε αντίγραφο, στο Δικαστήριο ΔΔ με τηλεομοιοτυπία δεν φέρει την ίδια υπογραφή με αυτή που φέρει το έγγραφο που διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ περιήλθαν δύο διαφορετικά διαδικαστικά έγγραφα, που το καθένα φέρει διαφορετική υπογραφή, ακόμη και αν έχουν και οι δύο αποτεθεί από το ίδιο πρόσωπο. Εφόσον η διαβίβαση του κειμένου που απεστάλη με τηλεομοιοτυπία δεν πληροί τους όρους ασφαλείας δικαίου που επιβάλλει το άρθρο 34 του Κανονισμού Διαδικασίας, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη, όσον αφορά την τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η ημερομηνία διαβιβάσεως του εγγράφου που εστάλη με τηλεομοιοτυπία (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C‑426/10 P, Bell & Ross BV κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 37 έως 43).

24      Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ορίζεται στο άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, από τον οποίο δεν μπορεί να αποκλίνει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό το πρωτότυπο της προσφυγής να έχει συνταχθεί το αργότερο κατά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας. Από την άποψη αυτή, η αποστολή με τηλεομοιοτυπία δεν αποτελεί μόνον έναν τρόπο διαβιβάσεως, αλλά καθιστά επίσης δυνατή την απόδειξη ότι το πρωτότυπο της προσφυγής που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ εκπροθέσμως είχε ήδη συνταχθεί εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

25      Στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνεται ότι το έγγραφο που εμφανίστηκε ως αντίγραφο του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής που απεστάλη ταχυδρομικώς διαβιβάστηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με τηλεομοιοτυπία στις 25 Οκτωβρίου 2011. Στις 31 Οκτωβρίου 2011, η Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ έλαβε ταχυδρομικώς το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής, το κείμενο του οποίου διαφοροποιείται όμως σε σχέση με το έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία με τηλεομοιοτυπία στις 25 Οκτωβρίου 2011, τουλάχιστον όσον αφορά την υπογραφή του δικηγόρου. Πράγματι, από την εξέταση του εγγράφου που διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία στις 25 Οκτωβρίου 2011 προκύπτει ότι η υπογραφή του δικηγόρου του προσφεύγοντος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι χειρόγραφη, είναι προδήλως διαφορετική από αυτή που φέρει το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ ταχυδρομικώς στις 31 Οκτωβρίου 2011. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με τηλεομοιοτυπία στις 25 Οκτωβρίου 2011 και παρουσιάστηκε από τον προσφεύγοντα ως το αντίγραφο του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής που απεστάλη ταχυδρομικώς στις 31 Οκτωβρίου 2011 δεν αποτελεί αναπαραγωγή του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής. Από αυτό συνάγεται ότι δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία παραλαβής από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ του εγγράφου που διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον τηρήθηκε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

26      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι οι όροι που αναφέρονται στις σκέψεις 22 και 23 της παρούσας διατάξεως επαναλαμβάνονται και στις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους σχετικά με την ένδικη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ της 25ης Ιανουαρίου 2008, που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 69, σ. 13) και ήταν εφαρμοστέες κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής. Ειδικότερα, το σημείο 35 των εν λόγω οδηγιών διευκρινίζει τα εξής:

«Το υπογεγραμμένο πρωτότυπο πρέπει να αποστέλλεται ευθύς μετά την προηγούμενη ηλεκτρονική αποστολή του, χωρίς να έχει υποστεί διορθώσεις ή τροποποιήσεις, έστω και ελάσσονες, με εξαίρεση τις διορθώσεις τυπογραφικών σφαλμάτων, [οι οποίες] πρέπει ωστόσο να σημειώνονται σε χωριστό φύλλο που αποστέλλεται μαζί με το πρωτότυπο. Με την επιφύλαξη της τελευταίας αυτής δυνατότητας, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου και του προηγουμένως κατατεθέντος αντιγράφου, μόνον η ημερομηνία καταθέσεως του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου λαμβάνεται υπόψη προς εκτίμηση της τηρήσεως των διαδικαστικών προθεσμιών».

27      Εντούτοις, στην υπό κρίση υπόθεση, ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος, παρά τις συγκεκριμένες εν λόγω οδηγίες, ουδέποτε επισήμανε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ την ύπαρξη τροποποιήσεως ή την επέλευση τυχαίου γεγονότος ικανού να τον αναγκάσει να υπογράψει εκ νέου το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής.

28      Κατά συνέπεια, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 91 του ΚΥΚ, πρέπει, στην υπό κρίση υπόθεση, να υπολογιστεί με αφετηρία την ημερομηνία σιωπηρής απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.

29      Η διοικητική όμως ένσταση που ασκήθηκε από τον προσφεύγοντα και διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία στην Επιτροπή στις 15 Μαρτίου 2011 θεωρείται ως απορριφθείσα σιωπηρώς από την Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011.

30      Κατά συνέπεια, η τρίμηνη προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, παρεκτεινόμενη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή, με αφετηρία τη 15η Ιουλίου 2011, εξέπνευσε την Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011.

31      Εφόσον το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 31 Οκτωβρίου 2011, δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί εκπρόθεσμη.

32      Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί προδήλως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

33      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

34      Από το προπαρατεθέν σκεπτικό προκύπτει ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς, με τα αιτήματά της, να καταδικαστεί ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)      Ο L. Marcuccio φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Λουξεμβούργο, 21 Φεβρουαρίου 2013.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kreppel


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.