Language of document : ECLI:EU:F:2013:43

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 21ης Μαρτίου 2013 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Αποδοχές – Ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού – Άρθρα 64, 65 και 65α του ΚΥΚ – Παράρτημα XI του ΚΥΚ – Κανονισμός (ΕΕ) 1239/2010 – Διορθωτικοί συντελεστές – Υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι στην Ispra»

Στην υπόθεση F‑112/11,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Raffaele Dalmasso, συμβασιούχος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Monvalle (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τον C. Mourato, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και D. Martin,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bauer και J. Herrmann,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch (εισηγητή), Πρόεδρο, R. Barents και K. Bradley, δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 24 Οκτωβρίου 2011, ο R. Dalmasso άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί της εφαρμογής ως προς αυτόν του κανονισμού (ΕΕ) 1239/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για την προσαρμογή, από 1ης Ιουλίου 2010, των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις εν λόγω αποδοχές και συντάξεις (ΕΕ L 338, σ. 1), στο μέτρο που καθορίζει σε 92,3 % τον διορθωτικό συντελεστή ο οποίος εφαρμόζεται στις αποδοχές του προσωπικού που είναι τοποθετημένο στην Περιφέρεια του Varese (Ιταλία, στο εξής: διορθωτικός συντελεστής του Varese).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ):

«Οι αποδοχές του υπαλλήλου που εκφράζονται σε ευρώ προσαρμόζονται βάσει ενός συντελεστού αναπροσαρμογής ανωτέρου, κατωτέρου ή ίσου προς το 100 %, ανάλογα με τις συνθήκες ζωής στους διαφόρους τόπους τοποθετήσεως, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών κρατήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ή στους κανονισμούς εφαρμογής του.

Οι συντελεστές αυτοί ορίζονται από το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] προτάσει της Επιτροπής, με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο συντελεστής αναπροσαρμογής που εφαρμόζεται στις αποδοχές των υπαλλήλων που απασχολούνται στις προσωρινές έδρες της Ένωσης είναι, την 1η Ιανουαρίου 1962, ίσος προς 100 %.»

3        Το άρθρο 65 του ΚΥΚ ορίζει:

«1.      Το Συμβούλιο προβαίνει κατ’ έτος σε εξέταση των αποδοχών των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης. Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται τον Σεπτέμβριο βάσει κοινής εκθέσεως που υποβάλλεται από την Επιτροπή, η οποία στηρίζεται σε ένα κοινό δείκτη που καθορίζεται από τη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(Eurostat)] σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών· για τον καθορισμό του δείκτη αυτού λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση κάθε χώρας της Ένωσης κατά την 1η Ιουλίου.

Κατά τη διάρκεια της εξετάσεως αυτής, το Συμβούλιο μελετά αν αρμόζει να προβούν σε αναπροσαρμογή των αποδοχών στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης. Λαμβάνονται ιδίως υπόψη η ενδεχόμενη αύξηση των μισθών στις δημόσιες υπηρεσίες και οι ανάγκες προσλήψεων.

2.      Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους ζωής, το Συμβούλιο αποφασίζει, εντός προθεσμίας 2 μηνών κατ’ ανώτατο όριο, μέτρα για την προσαρμογή των συντελεστών αναπροσαρμογής και κατά περίπτωση για τα αναδρομικά τους αποτελέσματα.  

3.      Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου το Συμβούλιο αποφασίζει προτάσει της Επιτροπής, με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

4        Κατά το άρθρο 65α του ΚΥΚ, ο τρόπος εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 του ΚΥΚ καθορίζεται με το παράρτημά του ΧΙ.

5        Το κεφάλαιο 1 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ φέρει τον τίτλο «Ε[τήσια εξέταση του επιπέδου των αποδοχών που προβλέπονται από το άρθρο 65, παράγραφος 1 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης]». Περιλαμβάνει δύο τμήματα: το πρώτο φέρει τον τίτλο «Στοιχεία των ετήσιων προσαρμογών» και το δεύτερο «Τρόπος της ετήσιας προσαρμογής των αποδοχών και συντάξεων».

6        Το άρθρο 1 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, που περιλαμβάνεται στο πρώτο τμήμα του κεφαλαίου 1 του εν λόγω παραρτήματος, ορίζει τα εξής:

«1. Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat)

Για την εξέταση που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Eurostat εκπονεί κάθε χρόνο, πριν από το τέλος Οκτωβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες [(Βέλγιο)], στις οικονομικές ισοτιμίες μεταξύ Βρυξελλών και ορισμένων τόπων υπηρεσίας εντός των κρατών μελών και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

2. Εξέλιξη του κόστους ζωής για τις Βρυξέλλες (διεθνής δείκτης Βρυξελλών)

Βάσει στοιχείων που παρέχουν οι βελγικές αρχές, η Eurostat καθορίζει ένα δείκτη που επιτρέπει να μετρηθεί η εξέλιξη του κόστους ζωής με το οποίο επιβαρύνονται οι υπάλληλοι της Ένωσης που υπηρετούν στις Βρυξέλλες. Ο δείκτης αυτός (καλούμενος “διεθνής δείκτης Βρυξελλών”) λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη που διαπιστώθηκε μεταξύ Ιουνίου του προηγούμενου έτους και Ιουνίου του τρέχοντος έτους και βασίζεται στη στατιστική μέθοδο που ορίζεται από την ομάδα εργασίας του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 13 [του παρόντος παραρτήματος].

3. Εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βρυξελλών (οικονομικές ισοτιμίες και τεκμαρτοί δείκτες)

α)      Η Eurostat υπολογίζει, σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, τις οικονομικές ισοτιμίες, οι οποίες καθορίζουν την αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης:

i)      των αποδοχών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ένωσης οι οποίοι υπηρετούν στις πρωτεύουσες των κρατών μελών, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, όπου χρησιμοποιείται ο δείκτης της Χάγης αντί του δείκτη του Άμστερνταμ και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας, σε σχέση με τις Βρυξέλλες,

ii)      των συντάξεων των υπαλλήλων που καταβάλλονται στα κράτη μέλη, σε σχέση με το Βέλγιο.

β)      Οι οικονομικές ισοτιμίες αναφέρονται στον μήνα Ιούνιο κάθε έτους.

γ)      Οι οικονομικές ισοτιμίες υπολογίζονται έτσι ώστε κάθε βασική θέση να μπορεί να ενημερώνεται δύο φορές το χρόνο και να ελέγχεται με άμεση έρευνα τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία. Για την ενημέρωση των οικονομικών ισοτιμιών, η Eurostat χρησιμοποιεί τους καταλληλότερους δείκτες, όπως αυτοί ορίζονται από την ομάδα εργασίας του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 13.

δ)      Η εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, μετράται με τη βοήθεια των τεκμαρτών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αντιστοιχούν στο γινόμενο του διεθνούς δείκτη Βρυξελλών επί την μεταβολή της οικονομικής ισοτιμίας.

4. Εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων (ειδικοί δείκτες)

α)      Για να μετρηθεί σε ποσοστά η ανοδική και καθοδική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών στις εθνικές δημόσιες υπηρεσίες, η Eurostat καθορίζει, με βάση πληροφορίες που παρέχουν πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου οι οικείες εθνικές αρχές, ειδικούς δείκτες με τους οποίους εκφράζονται οι εξελίξεις των πραγματικών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων μεταξύ του μηνός Ιουλίου του προηγούμενου έτους και του μηνός Ιουλίου του τρέχοντος έτους. Και οι δύο θα πρέπει να περιλαμβάνουν το ένα δωδέκατο όλων των ετησίως καταβληθέντων στοιχείων.

Οι ειδικοί δείκτες καθορίζονται με δύο μορφές:

i)      ένας δείκτης για κάθε μία από τις ομάδες καθηκόντων, κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

ii)      ένας μέσος δείκτης σταθμιζόμενος με βάση το δυναμικό των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων που αντιστοιχεί σε κάθε ομάδα καθηκόντων.

Καθένας από τους δείκτες αυτούς καθορίζεται σε πραγματικές, ακαθάριστες και καθαρές τιμές. Για τη μετάβαση από τις ακαθάριστες στις καθαρές τιμές, λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεωτικές κρατήσεις καθώς και τα γενικά φορολογικά στοιχεία.

Για τον καθορισμό των ακαθάριστων και των καθαρών δεικτών για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat χρησιμοποιεί δείγμα συντιθέμενο από τα ακόλουθα κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μετά από πρόταση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δύναται να εγκρίνει νέο δείγμα που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 75 % του [ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ)] της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που εφαρμόζεται από το έτος που έπεται του έτους της εγκρίσεώς του. Τα αποτελέσματα ανά χώρα σταθμίζονται ανάλογα με το μερίδιο του εθνικού ΑΕΠ, μετρούμενο με τη χρήση των μονάδων αγοραστικής δύναμης, όπως αναφέρεται στις πλέον πρόσφατες στατιστικές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

β)      Οι αρμόδιες εθνικές αρχές παρέχουν στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, όσες συμπληρωματικές πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, προκειμένου να καθορίσει ένα ειδικό δείκτη που να μετρά ορθά την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων.

Εάν η Eurostat, μετά από νέα διαβούλευση με τις οικείες εθνικές αρχές, διαπιστώσει στατιστικές ανωμαλίες στις ληφθείσες πληροφορίες ή αδυναμία καθορισμού δεικτών που να μετρούν ορθά, από στατιστική άποψη, την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων των δημοσίων υπαλλήλων συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή παρέχοντας και όλα τα στοιχεία εκτίμησης.

γ)      Εκτός από τους ειδικούς δείκτες, η Eurostat υπολογίζει και ορισμένους δείκτες ελέγχου. Ένας από αυτούς τους δείκτες έχει τη μορφή δεδομένων που αφορούν το σύνολο των αποδοχών σε πραγματικές τιμές, κατά κεφαλή, στις κεντρικές διοικήσεις, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

Η Eurostat περιλαμβάνει στην έκθεσή της για τους ειδικούς δείκτες παρατηρήσεις σχετικά με τις αποκλίσεις μεταξύ των δεικτών αυτών και της εξέλιξης των δεικτών ελέγχου που αναφέρονται ανωτέρω.»

7        Το άρθρο 3 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου 1 του εν λόγω παραρτήματος, ορίζει τα εξής:

«1.      Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το Συμβούλιο αποφασίζει πριν από το τέλος κάθε έτους για την προσαρμογή των αποδοχών και συντάξεων, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, η οποία βασίζεται στα κριτήρια που προβλέπονται στο τμήμα 1 του παρόντος Παραρτήματος, με ισχύ από την 1η Ιουλίου.

2.      Το ύψος της προσαρμογής ισούται με το γινόμενο του ειδικού δείκτη επί τον διεθνή δείκτη Βρυξελλών. Η προσαρμογή καθορίζεται σε καθαρές τιμές ως ποσοστό ίσο για όλους.

3.      Το ύψος της προσαρμογής που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται κατωτέρω, στην κλίμακα των βασικών μισθών, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και στα άρθρα 20, 63 και 93 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό [στο εξής: ΚΛΠ]:

α)      το ποσό των καθαρών αποδοχών και συντάξεων χωρίς διορθωτικό συντελεστή προσαυξάνεται ή μειώνεται κατά το ύψος της ετήσιας προσαρμογής που προαναφέρθηκε·

β)      ο νέος πίνακας των βασικών μισθών καταρτίζεται προσδιορίζοντας το ακαθάριστο ποσό που αντιστοιχεί, μετά την αφαίρεση του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 και των υποχρεωτικών κρατήσεων στα πλαίσια των καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, στο ποσό των καθαρών αποδοχών·

γ)      για τη μετατροπή αυτή των καθαρών ποσών σε ακαθάριστα, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση άγαμου υπαλλήλου που δεν λαμβάνει τις αποζημιώσεις και τα επιδόματα που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

[…]

5.       Κανένας διορθωτικός συντελεστής δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται:

α)      στις αποδοχές που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ένωσης που υπηρετούν στα άλλα κράτη μέλη και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας·

β)      κατά παρέκκλιση του άρθρου 82, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στις συντάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταβάλλονται στα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004,

καθορίζονται από τις σχέσεις μεταξύ των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος και των τιμών συναλλάγματος που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για τις αντίστοιχες χώρες.

Εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 8 του παρόντος Παραρτήματος όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στους τόπους υπηρεσίας στους οποίους ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός.

[…]»

8        Το άρθρο 9 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1. Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών, η διοίκηση ενός ενωσιακού οργάνου ή οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, μπορούν να ζητήσουν τη δημιουργία διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον εν λόγω τόπο.

Η σχετική αίτηση θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, στη διάρκεια περισσότερων ετών, αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους (εκτός των Κάτω Χωρών, όπου χρησιμοποιείται η Χάγη αντί του Άμστερνταμ). Εάν η Eurostat επιβεβαιώσει ότι η διαφορά (άνω του 5 %) είναι αισθητή και διαρκής, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει πρόταση καθορισμού διορθωτικού συντελεστή για τον εν λόγω τόπο.

2.      Το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί επίσης να αποφασίσει να αποσύρει την εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή ειδικού για ένα δεδομένο τόπο. Σε παρόμοια περίπτωση, η πρόταση πρέπει να βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)      σε αίτηση προερχόμενη από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, από τη διοίκηση ενός ενωσιακού οργάνου ή από τους εκπροσώπους των υπαλλήλων της Ένωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, από την οποία προκύπτει ότι το κόστος διαβίωσης στον εν λόγω τόπο υπηρεσίας δεν είναι πλέον σημαντικά διαφορετικό [διαφορά κατώτερη του 2 %] από εκείνο που καταγράφεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους. Η σύγκλιση αυτή θα πρέπει να είναι διαρκής και επικυρωμένη από την Eurostat·

b)      στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον μόνιμοι και έκτακτοι ενωσιακοί υπάλληλοι τοποθετημένοι στον τόπο αυτό.

3.      Το Συμβούλιο αποφασίζει επί της προτάσεως σύμφωνα με το άρθρο 64, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»

9        Τα άρθρα 64, 65 και 65α του ΚΥΚ εφαρμόζονται στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του συνδυασμού των άρθρων 20 και 92 του ΚΛΠ.

10      Εξάλλου, στο σημείο 1.1 του παραρτήματος I, που φέρει τον τίτλο «M[εθοδολογία]», του κανονισμού (ΕΚ) 1445/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για την παροχή βασικών πληροφοριών σχετικά με τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης και για τον υπολογισμό και τη διάχυσή τους (ΕΕ L 336, σ. 1), προβλέπεται ότι:

«Η Επιτροπή (Eurostat) θα εκπονήσει μεθοδολογικό εγχειρίδιο, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη, το οποίο θα περιγράφει τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους στα διάφορα στάδια κατάρτισης των [ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης], συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων για εκτιμήσεις ελλειπουσών βασικών πληροφοριών και για εκτιμήσεις ελλειπουσών ισοτιμιών. Το μεθοδολογικό εγχειρίδιο θα αναθεωρείται κάθε φορά που θα αλλάζει σημαντικά η μεθοδολογία. Μπορεί να εισάγει νέες μεθόδους για τη βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων, τη μείωση του κόστους ή τον περιορισμό της επιβάρυνσης των παρόχων δεδομένων.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

11      Ο προσφεύγων υπηρετεί στο Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής που βρίσκεται στην Ispra, στην Περιφέρεια του Varese (Ιταλία). Ο εφαρμοζόμενος στις αποδοχές του διορθωτικός συντελεστής είναι ο διορθωτικός συντελεστής του Varese, διορθωτικός συντελεστής διαφορετικός από αυτόν της Ιταλίας.

12      Με τον κανονισμό 1239/2010, το Συμβούλιο προέβη σε προσαρμογή, από 1ης Ιουλίου 2010, των αποδοχών των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις εν λόγω αποδοχές, δυνάμει του άρθρου 64 του ΚΥΚ.

13      Ο διορθωτικός συντελεστής του Varese, που είχε καθοριστεί σε 97,1 % για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2009 έως την 30ή Ιουνίου 2010, καθορίστηκε, με το άρθρο 3 του κανονισμού 1239/2010, σε 92,3 % από 1ης Ιουλίου 2010. Αυτός ο νέος συντελεστής εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στον προσφεύγοντα κατά την έκδοση του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας του για τον μήνα Φεβρουάριο 2011.

14      Στις 21 Μαρτίου 2011 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί εκδόσεως του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας του για τον μήνα Φεβρουάριο 2011, καθόσον εφαρμόζει ως προς αυτόν τον νέο διορθωτικό συντελεστή του Varese.

15      Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Ο προσφεύγων ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        «να ακυρώσει το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας του για τον μήνα Φεβρουάριο 2011 και τα επόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του, καθόσον στα σημειώματα αυτά εφαρμόζεται [ο νέος διορθωτικός συντελεστής του Varese]»·

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 12ης Ιουλίου 2011 περί απορρίψεως της ενστάσεώς του·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

18      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον, ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

19      Κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εκτιμήσει αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, είναι δικαιολογημένη, από άποψη ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε ο καθού (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 20ής Νοεμβρίου 2012, F‑1/11, Soukup κατά Επιτροπής, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και για λόγους οικονομίας της δίκης, μολονότι ο προσφεύγων περιορίστηκε εν μέρει, με την προσφυγή του, σε παραπομπή στη διοικητική του ένσταση όσον αφορά τις λεπτομέρειες της επιχειρηματολογίας του, πρέπει να εξετασθούν οι αναφερόμενοι στην ουσία λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, χωρίς το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί προηγουμένως επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, δεδομένου ότι η προσφυγή είναι, σε κάθε περίπτωση και για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, αβάσιμη.

20      Προς υποστήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα

21      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη.

22      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, ο προσφεύγων επικαλείται, δευτερευόντως, ανεπάρκεια αιτιολογίας που θίγει, κατά την άποψή του, τη νομιμότητα του κανονισμού 1239/2010 επί του οποίου ερείδεται η προσβαλλόμενη ατομική απόφαση.

23      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι η αιτιολογία κανονισμού περί καθορισμού διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις αποδοχές των υπαλλήλων μπορεί να περιορίζεται στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή του και, αφετέρου, των γενικών σκοπών που επιδιώκει και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στις τεχνικές πτυχές του τρόπου υπολογισμού (βλ., όσον αφορά κανονισμούς εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 του ΚΥΚ, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1995, T‑544/93 και T‑566/93, Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 89· βλ., επίσης, όσον αφορά κανονισμό περί καθορισμού διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις αποδοχές υπαλλήλων που υπηρετούν σε τρίτες χώρες, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2000, T‑175/97, Bareyt κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 75). Στην υπό κρίση περίπτωση, η αιτιολογία του κανονισμού 1239/2010, μολονότι συνοπτική, είναι επαρκής υπό το πρίσμα των σκέψεων που προαναφέρθηκαν.

24      Ειδικότερα, ο κανονισμός 1239/2010 αναφέρεται στα άρθρα 64 και 65 καθώς και στο παράρτημα XI του ΚΥΚ, διατάξεις που καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους προσαρμόζονται ετησίως οι διορθωτικοί συντελεστές, δηλαδή, όσον αφορά τους υπαλλήλους των οποίων οι αποδοχές εκφράζονται σε ευρώ, ανάλογα με την εξέλιξη του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες και στους λοιπούς τόπους υπηρεσίας για τους οποίους ισχύει διορθωτικός συντελεστής. Κατά συνέπεια, είναι σαφές ότι η μεταβολή του διορθωτικού συντελεστή του Varese έχει ως αιτιολογία την αποκλίνουσα εξέλιξη του κόστους ζωής μεταξύ των Βρυξελλών και του Varese.

25      Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η ανεπάρκεια αιτιολογίας που προβάλλει ο προσφεύγων θίγει τη νομιμότητα της ατομικής αποφάσεως με την οποία εφαρμόζεται στην περίπτωσή του ο κανονισμός 1239/2010, και πάλι η αιτίαση αυτή θα έπρεπε να απορριφθεί.

26      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, σκοπός της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως βλαπτικής αποφάσεως είναι, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να εκτιμήσει το βάσιμο της εν λόγω αποφάσεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του ως προς τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως. Εφόσον πρόκειται για απόφαση με την οποία η διοίκηση εφαρμόζει πράξη γενικής ισχύος στην ατομική κατάσταση υπαλλήλου, χωρίς να διαθέτει συναφώς περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται σε αναφορά στην κανονιστική πράξη και στην έκθεση, στο μέτρο που είναι αναγκαίο υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, των λόγων για τους οποίους η διοίκηση εκτιμά ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω πράξεως στον συγκεκριμένο υπάλληλο. Αντιθέτως, η διοίκηση δεν υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε την κανονιστική πράξη (προαναφερθείσα απόφαση Bareyt κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 76 και 77).

27      Στην υπό κρίση περίπτωση, η απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος αναφέρει σαφώς ότι η ατομική απόφαση της οποίας την ακύρωση ζητεί ο προσφεύγων εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1239/2010. Λαμβανομένου υπόψη ότι η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού στις αποδοχές του προσφεύγοντος ήταν επιβεβλημένη για τη διοίκηση, η εν λόγω αιτιολογία πρέπει να θεωρηθεί επαρκής (προαναφερθείσα απόφαση Bareyt κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 78).

28      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, ο προσφεύγων βάλλει κατά της αρνήσεως που προέβαλε, κατά τους ισχυρισμούς του, η Επιτροπή σε αίτηση συμπληρωματικών πληροφοριών που υπέβαλαν οι εκπρόσωποι του προσωπικού στο πλαίσιο των εργασιών της «Τεχνικής ομάδας επί των αποδοχών» (στο εξής: ΤΟΑ), κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που προηγήθηκαν της εκδόσεως του κανονισμού 1239/2010. Ο προσφεύγων επικαλείται συναφώς, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις του άρθρου 15 ΣΛΕΕ, τις διατάξεις του κανονισμού 1445/2007, τις διατάξεις του μεθοδολογικού εγχειριδίου που προβλέπεται στο σημείο 1.1 του παραρτήματος 1 του εν λόγω κανονισμού, τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87, σ. 164), τις διατάξεις του άρθρου 11 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, που συγκεκριμένα προβλέπουν ότι «έργο της Eurostat είναι να μεριμνά για την ποιότητα των βασικών δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά τις προσαρμογές των αποδοχών», την αρχή της χρηστής διοικήσεως και, τέλος, την αρχή διαφάνειας.

29      Εντούτοις, ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει ότι η διαβίβαση ορισμένων στατιστικών στοιχείων στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους ή η διαβούλευση με τους εν λόγω συνδικαλιστικούς εκπροσώπους αποτελεί προπαρασκευαστική ενέργεια για την έκδοση του κανονισμού 1239/2010 ή των κατ’ εφαρμογή του εκδοθεισών ατομικών αποφάσεων. Ειδικότερα, ναι μεν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέβαλε διαδικαστικό ελάττωμα κατά την έκδοση του κανονισμού 1239/2010, συνιστάμενο στο γεγονός ότι η Επιτροπή εσφαλμένα αρνήθηκε να διαβιβάσει στοιχεία στα μέλη της ΤΟΑ ο ρόλος της οποίας συνίσταται ακριβώς στην επίτευξη συμφωνίας με τους εκπροσώπους του προσωπικού πριν την έκδοση κανονισμών που αφορούν τους διορθωτικούς συντελεστές, πλην όμως δεν αποδεικνύει ότι κάποια από τις διατάξεις ή τις αρχές που επικαλείται συναφώς και, ιδίως, αυτές που αναφέρονται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως επέβαλλαν, για την έκδοση του κανονισμού 1239/2010, τη διαβίβαση πληροφοριών στην ΤΟΑ. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ δεν μπορεί να δεχθεί την ύπαρξη διαδικαστικού ελαττώματος.

30      Ως εκ τούτου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι εκπρόσωποι του προσωπικού που έλαβαν μέρος στις εργασίες της ΤΟΑ δεν ενημερώθηκαν επαρκώς από την Επιτροπή και ότι, ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή απέρριψε αίτημα των εν λόγω εκπροσώπων για παροχή πληροφοριών, η θεώρηση αυτή δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του κανονισμού 1239/2010 ή των ατομικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του.

31      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη νομιμότητας της απορρίψεως αιτήματος συμπληρωματικών πληροφοριών.

32      Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά το δικαίωμα του ίδιου του προσφεύγοντος να έχει πρόσβαση στα έγγραφα, σε αυτόν εναπόκειτο να υποβάλει, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), αίτημα προσβάσεως στα έγγραφα που επιθυμούσε να του κοινοποιηθούν. Κατόπιν της υποβολής τέτοιου αιτήματος και σε περίπτωση αρνήσεως της διοικήσεως, θα μπορούσε τότε να προσβάλει την εν λόγω άρνηση ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, ενδεχομένως, βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που θα συνέλεγε με τον τρόπο αυτό, επικαλούμενος, αν αυτό ήταν αναγκαίο, την ύπαρξη νέου ουσιώδους περιστατικού, θα μπορούσε να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας του. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που στήριξε ο προσφεύγων, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε προσβολή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

33      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν μπορούν να αντικρουσθούν από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα.

34      Ειδικότερα, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από το γεγονός ότι ο κανονισμός 1239/2010 ή η κατ’ εφαρμογή αυτού εκδοθείσα απόφαση που αφορά τον προσφεύγοντα παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 11 του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, οι εν λόγω διατάξεις που διευκρινίζουν ότι έργο της Eurostat είναι να μεριμνά για την ποιότητα των δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων δεν έχουν σχέση με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης ατομικής αποφάσεως. Αντιθέτως, το επιχείρημα του προσφεύγοντος, στο μέτρο που σκοπό έχει να καταδείξει ότι τα στοιχεία ή οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η Eurostat δεν είναι αξιόπιστα, θα εξετασθεί ακολούθως, στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

35      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως προς αμφότερα τα σκέλη του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

36      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της ισοδυναμίας της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων –που απορρέει μεταξύ άλλων από τις διατάξεις του άρθρου 64 του ΚΥΚ– επιβάλλει τα χρηματικά δικαιώματα των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού να παρέχουν, σε περίπτωση ισοδύναμης επαγγελματικής και οικογενειακής καταστάσεως, την ίδια αγοραστική δύναμη ανεξαρτήτως του τόπου υπηρεσίας. Η εν λόγω αρχή υλοποιείται με την εφαρμογή στις αποδοχές διορθωτικών συντελεστών που εκφράζουν τη σχέση μεταξύ του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες, πόλη αναφοράς, και του κόστους ζωής στους διαφόρους τόπους υπηρεσίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑201/00 και T‑384/00, Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

37      Όσον αφορά τη θέσπιση ή αναθεώρηση των διορθωτικών συντελεστών, το παράρτημα XI του ΚΥΚ αναθέτει στην Eurostat το έργο του υπολογισμού, σε συμφωνία με τις στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών, των οικονομικών ισοτιμιών και της εξακριβώσεως του κατά πόσον οι σχέσεις μεταξύ διορθωτικών συντελεστών εξασφαλίζουν κατά τρόπο ορθό την ισοδυναμία της αγοραστικής δύναμης (προαναφερθείσες αποφάσεις Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 55, και Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46).

38      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, το γράμμα των διατάξεων των άρθρων 64 και 65 του ΚΥΚ και του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ καθώς και ο βαθμός πολυπλοκότητας του θέματος επιβάλλουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τους παράγοντες και τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη θέσπιση ή την αναθεώρηση των διορθωτικών συντελεστών (προαναφερθείσες αποφάσεις Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 53, και Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47).

39      Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης, όσον αφορά τον καθορισμό και την επιλογή των βασικών στοιχείων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιεί η Eurostat για να καταρτίσει τις προτάσεις αναφορικά με τους διορθωτικούς συντελεστές πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των αρχών που θεσπίζουν οι διατάξεις του ΚΥΚ, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται ο καθορισμός των διορθωτικών συντελεστών και της απουσίας καταχρήσεως εξουσίας (προαναφερθείσες αποφάσεις Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56, και Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 48).

40      Πρέπει, εξάλλου, να υπογραμμισθεί ότι εναπόκειται στους διαδίκους που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τα στοιχεία και τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό των διορθωτικών συντελεστών να προσκομίσουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης (προαναφερθείσες αποφάσεις Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 79, και Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 49).

41      Πρώτον, κατά τον προσφεύγοντα, ο διορθωτικός συντελεστής του Varese μειώθηκε κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με την εξέλιξη της αποκλίσεως του πληθωρισμού μεταξύ Βρυξελλών και Varese.

42      Πράγματι, ο διορθωτικός συντελεστής του Varese παρουσίασε μείωση κατά 4,8 % και συγκεκριμένα, τον Ιούλιο του 2010, από 97,1 % σε 92,3 %.

43      Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, πρόκειται για ουσιώδη μεταβολή που θα έπρεπε, κατά κανόνα, να εξηγείται από εξίσου ουσιώδη διαφορά μεταξύ της γενικής εξελίξεως των τιμών στις Βρυξέλλες και στο Varese.

44      Από τα στοιχεία όμως που προσκόμισε ο ίδιος ο προσφεύγων προκύπτει ότι μεταξύ Ιουνίου του 2009 και Ιουνίου του 2010 η γενική αύξηση τιμών ήταν μεγαλύτερη στις Βρυξέλλες από ό,τι στο Varese.

45      Συνεπώς, από μια πρώτη ανάλυση, παρίσταται δικαιολογημένη η μείωση του διορθωτικού συντελεστή του Varese.

46      Εντούτοις, ο προσφεύγων αμφισβητεί την έκταση της εν λόγω μειώσεως, η οποία είναι, κατά την άποψή του, δυσανάλογη σε σύγκριση με τη διαφορά μεταξύ της αυξήσεως των τιμών στις Βρυξέλλες και στο Varese.

47      Στην υπό κρίση περίπτωση, τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων, αν υποτεθεί ότι είναι ακριβή, οδηγούν στη διαπίστωση της υπάρξεως αποκλίσεως του πληθωρισμού μεταξύ Βρυξελλών και Varese ανερχόμενης σε 1,2 %, ενώ ο διορθωτικός συντελεστής του Varese μειώθηκε κατά 4,8 %.

48      Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν την αύξηση των τιμών δεν προκύπτουν από την εξαντλητική συγκέντρωση του συνόλου των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, αλλά σκοπό έχουν, βάσει ερευνών, να δώσουν μια απλή αντιπροσωπευτική εκτίμηση υφισταμένων τάσεων. Κατά συνέπεια, σε έναν τομέα όπου είναι κανείς υποχρεωμένος να ενεργεί κατά προσέγγιση, η διαπίστωση απλής διαφοράς μεταξύ, αφενός, της αποκλίσεως της εξελίξεως των τιμών στις Βρυξέλλες και σε άλλον τόπο υπηρεσίας και, αφετέρου, της μεταβολής του διορθωτικού συντελεστή που εφαρμόζεται στον εν λόγω τόπο υπηρεσίας δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Για να συμβεί αυτό, η εν λόγω διαφορά πρέπει να είναι ιδιαιτέρως σημαντική.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων είναι αρκούντως αξιόπιστα, η διαπιστωθείσα διαφορά μεταξύ, αφενός, της συγκριτικής εξελίξεως των τιμών στις Βρυξέλλες και στο Varese και, αφετέρου, της μεταβολής του διορθωτικού συντελεστή του Varese δεν επιτρέπει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι υφίσταται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

50      Σε κάθε περίπτωση, στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι η έκταση της μειώσεως του διορθωτικού συντελεστή του Varese είναι δυσανάλογη σε σύγκριση με τη διαφορά μεταξύ της αυξήσεως των τιμών στις Βρυξέλλες και της αυξήσεως των τιμών στο Varese, ο προσφεύγων στηρίζει τον συλλογισμό του στην υποτιθέμενη ύπαρξη σχέσεως αναλογικότητας μεταξύ των διαφορών στις μεταβολές των τιμών και του διορθωτικού συντελεστή.

51      Εντούτοις, από την έκθεση της Eurostat, της 18ης Νοεμβρίου 2010, περί της ετήσιας αναπροσαρμογής των αποδοχών και των συντάξεων [SEC(2010) 1406 τελικό], που καταρτίστηκε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 64 και 65 του ΚΥΚ και του παραρτήματος XI του ΚΥΚ (στο εξής: έκθεση Eurostat) και επισυνάπτεται στην πρόταση [COM(2010) 678] που οδήγησε στη θέσπιση του κανονισμού 1239/2010, στην οποία αναφέρεται ο προσφεύγων στη διοικητική του ένσταση, προκύπτει ότι ο υπολογισμός των διορθωτικών συντελεστών δεν μπορεί να περιορισθεί στη μέτρηση της διαφοράς της εξελίξεως του δείκτη τιμών καταναλωτή στις Βρυξέλλες και στους λοιπούς τόπους υπηρεσίας.

52      Πράγματι, οι διορθωτικοί συντελεστές υπολογίζονται βάσει συγκεκριμένου αριθμού ομάδων δαπανών. Για κάθε μία από αυτές τις ομάδες δαπανών καθορίζεται μια σχέση τιμών μεταξύ Βρυξελλών και κάθε τόπου υπηρεσίας. Ακολούθως χωρεί στάθμιση της εν λόγω σχέσεως τιμών, αναλόγως της σχετικής σημασίας της ομάδας δαπανών στο καλάθι καταναλωτή του «μέσου διεθνούς υπαλλήλου» στις Βρυξέλλες, καθώς και στο καλάθι καταναλωτή του «μέσου διεθνούς υπαλλήλου» στον τόπο υπηρεσίας.

53      Λόγω αυτής της ειδικής σταθμίσεως που συνδέεται με τη διάρθρωση των δαπανών του «μέσου διεθνούς υπαλλήλου» δεν υφίσταται άμεση σχέση αναλογικότητας μεταξύ, αφενός, της αποκλίσεως της γενικής εξελίξεως των τιμών μεταξύ Βρυξελλών και ενός άλλου τόπου υπηρεσίας και, αφετέρου, της μεταβολής του διορθωτικού συντελεστή που εφαρμόζεται στον εν λόγω τόπο υπηρεσίας.

54      Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή, κατά την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως, είχε εξάλλου επισημάνει τα εξής:

«Η νέα διάρθρωση δαπανών για τις Βρυξέλλες αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στα μισθώματα και σε άλλους συντελεστές που είναι σχετικώς ακριβότεροι στις Βρυξέλλες από ό,τι στο Varese, και μικρότερη βαρύτητα στα στοιχεία που είναι σχετικώς φθηνότερα στις Βρυξέλλες. Κατά συνέπεια, το σχετικό επίπεδο τιμών στις Βρυξέλλες αυξήθηκε σε σχέση με αυτό του Varese, πράγμα που σημαίνει ότι, για να διατηρηθεί η αυτή αγοραστική δύναμη, οι αποδοχές υπαλλήλου τοποθετημένου στο Varese πρέπει να μειωθούν σε σχέση με τις αποδοχές υπαλλήλου τοποθετημένου στις Βρυξέλλες.»

55      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος που αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μεταβολών του δείκτη τιμών και των μεταβολών των διορθωτικών συντελεστών για τις Βρυξέλλες και το Varese.

56      Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, αντίθετα προς ό,τι δείχνουν τα στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίστηκε ο διορθωτικός συντελεστής του Varese –στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση της Eurostat στην οποία ο προσφεύγων αναφέρεται στα δικόγραφά του– οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, του αερίου οικιακής χρήσης και του πετρελαίου θέρμανσης είναι υψηλότερες στο Varese από ό,τι στις Βρυξέλλες.

57      Εντούτοις, τα στοιχεία που επικαλείται ο προσφεύγων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν αρκούντως αξιόπιστα ή κρίσιμα, ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

58      Πράγματι, ο προσφεύγων στηρίζεται εν μέρει σε πολύ λίγα δείγματα αποδείξεων λογαριασμών (οκτώ αποδείξεις λογαριασμών στις Βρυξέλλες και επτά στο Varese όσον αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα· έξι αποδείξεις λογαριασμών στις Βρυξέλλες και οκτώ για το Varese όσον αφορά το αέριο οικιακής χρήσης). Και τούτο ενώ η Επιτροπή είχε επισημάνει, κατά την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως, ότι η Eurostat χρησιμοποιεί εκτιμήσεις προερχόμενες απευθείας από τις επιχειρήσεις παροχής ενέργειας.

59      Ο προσφεύγων στηρίζεται επίσης σε πληροφορίες που, κατά τους ισχυρισμούς του, παρασχέθηκαν από εμπορική οργάνωση που έχει ως σκοπό τη συλλογή και δημοσίευση στοιχείων σχετικών με την ενέργεια. Εντούτοις, ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει σε τι η αξιοπιστία των στοιχείων στα οποία στηρίζεται υπερέχει της αξιοπιστίας των στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Eurostat. Επιπλέον, τα εν λόγω στοιχεία δεν αφορούν τις Βρυξέλλες και το Varese, αλλά το Βέλγιο και την Ιταλία, γεγονός που, κατ’ ανάγκην, περιορίζει τη λυσιτέλειά τους.

60      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι ήταν προδήλως εσφαλμένα τα στοιχεία που αφορούν τη σχέση μεταξύ των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, του αερίου οικιακής χρήσης και του πετρελαίου θέρμανσης που ισχύουν στις Βρυξέλλες και των τιμών που ισχύουν στο Varese, βάσει των οποίων υπολογίστηκε ο διορθωτικός συντελεστής του Varese.

61      Τρίτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο αριθμός που εκφράζει τη διαμορφωθείσα σχέση μεταξύ των τιμών των παροχών ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως στις Βρυξέλλες και στο Varese θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι δείχνουν τα στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίστηκε ο διορθωτικός συντελεστής –στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση της Eurostat.

62      Ο προσφεύγων στηρίζεται στους συντελεστές εξισώσεως που εφαρμόζονται, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 5, των Κοινών διατάξεων σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 72 του ΚΥΚ, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι για έναν ορισμένο αριθμό παροχών ως προς τις οποίες ισχύει ανώτατο όριο επιστροφής το πραγματικό ποσοστό επιστροφής σε κάθε κράτος μέλος θα είναι το ίδιο με αυτό που παρατηρείται στο Βέλγιο.

63      Πράγματι, κατά την άποψη του προσφεύγοντος, ορισμένοι συντελεστές εξισώσεως εμφανίζουν παροχές ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως που είναι ακριβότερες στην Ιταλία από ό,τι στο Βέλγιο.

64      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν προσκομίζει τα έγγραφα βάσει των οποίων συνέταξε τα γραφήματα και τον πίνακα που παρατίθενται στη διοικητική ένσταση, αλλά περιορίζεται στην αναφορά της διευθύνσεως web από την οποία μπόρεσε να συλλέξει τα εν λόγω στοιχεία. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 34, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου ΔΔ να αναζητεί στο διαδίκτυο παραρτήματα που δεν επισυνάπτονται στα διαδικαστικά έγγραφα.

65      Στη συνέχεια, οι συντελεστές εξισώσεως λαμβάνουν υπόψη μόνον τις δαπάνες για τις οποίες είναι δυνατή η επιστροφή στο πλαίσιο του κοινού συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας (στο εξής: ΚΣΑΑ), με αποτέλεσμα να αποκλείονται ορισμένες μη επιστρεφόμενες δαπάνες που συνδέονται, εντούτοις, με την υγεία.

66      Επιπλέον, κατά την απόρριψη της ενστάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, χωρίς να διαψεύδεται επί του σημείου αυτού, ότι οι συντελεστές εξισώσεως δεν εφαρμόζονται σε ορισμένες από τις δαπάνες που επιστρέφονται από το ΚΣΑΑ.

67      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη της περιορισμένης αξιοπιστίας των στοιχείων στα οποία στηρίζει ο προσφεύγων την επιχειρηματολογία του και των ορίων της μεθόδου που συνίσταται στη συνεκτίμηση των συντελεστών εξισώσεως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η αναφερόμενη στην έκθεση της Eurostat σχέση μεταξύ των τιμών που ισχύουν στις Βρυξέλλες για τις παροχές ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως και των τιμών που ισχύουν στο Varese είναι προδήλως εσφαλμένη.

68      Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι επικρίσεις αυτές είναι βάσιμες και ότι ο προσφεύγων κατορθώνει να αποδείξει με τον τρόπο αυτό την ύπαρξη σφαλμάτων ως προς την εν λόγω σχέση, θα έπρεπε περαιτέρω να αποδείξει επίσης ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του συνόλου των συνεπειών των εν λόγω σφαλμάτων, ο διορθωτικός συντελεστής του Varese είναι, στο σύνολό του, προδήλως εσφαλμένος (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 49).

69      Αυτό όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, οι δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως αντιπροσωπεύουν, όσον αφορά τα στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση της Eurostat, το 2,39 % μόνον του βάρους των δαπανών στο καλάθι καταναλωτή του «μέσου διεθνούς υπαλλήλου» στο Varese και το 1,92 % μόνον του βάρους των δαπανών στο καλάθι καταναλωτή του «μέσου διεθνούς υπαλλήλου» στις Βρυξέλλες.

70      Τελικώς, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων

71      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν στο Varese είναι θύματα δυσμενούς μεταχειρίσεως σε σχέση με τους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν στην Πάρμα (Ιταλία) και στο Τορίνο (Ιταλία). Πράγματι, στους τελευταίους δεν εφαρμόζεται ειδικός διορθωτικός συντελεστής, αλλά ο διορθωτικός συντελεστής που εφαρμόζεται στην Ιταλία, ο οποίος καθορίστηκε σε 106,6 % δυνάμει του κανονισμού 1239/2010.

72      Εντούτοις, η ύπαρξη διορθωτικού συντελεστή σε ορισμένους τόπους υπηρεσίας και η έλλειψή του σε άλλους τόπους υπηρεσίας του ίδιου κράτους δεν δημιουργεί, αυτή καθεαυτή, δυσμενείς διακρίσεις, εφόσον η θέσπιση διορθωτικού συντελεστή στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία που αφορούν το κόστος ζωής στον τόπο υπηρεσίας. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 9 του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ προβλέπουν τη δυνατότητα δημιουργίας νέων διορθωτικών συντελεστών ή τη δυνατότητα μη εφαρμογής διορθωτικών συντελεστών που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως.

73      Επιπλέον, η απλή αναφορά του προσφεύγοντος σε κάποια στοιχεία που αφορούν το κόστος ζωής στο Varese, στην Πάρμα, στο Τορίνο και στη Ρώμη (Ιταλία) δεν αρκεί για να αποδείξει ότι υφίσταται η κατά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος δυσμενής διάκριση.

74      Εξάλλου, σε ένα από τα έγγραφα που προσκόμισε ο προσφεύγων για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του διευκρινίζεται ότι τα εν λόγω στοιχεία «είναι απλώς ενδεικτικά» και ότι ο «υπολογισμός του γενικού κόστους ζωής είναι κατ’ ανάγκη αυθαίρετος».

75      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

76      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα ακυρωτικά αιτήματα της προσφυγής πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικασθεί για τους ως άνω λόγους.

78      Από το προπαρατεθέν σκεπτικό προκύπτει ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς, με τα αιτήματά της, να καταδικαστεί ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

79      Κατά το άρθρο 89, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο R. Dalmasso φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Van Raepenbusch

Barents

Bradley

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Μαρτίου 2013.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Van Raepenbusch


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.