Language of document :

Προσφυγή της 6ης Μαΐου 2010 - Deutsche Telekom AG κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-207/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Deutsche Telekom AG (Βόννη, Γερμανία) (εκπρόσωποι: A. Cordewener και J. Schönfeld, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C (2009) 8107 τελικό διορθ., της 28ης Οκτωβρίου 2009 (στη διορθωμένη έκδοση της 8ης Δεκεμβρίου 2009), καθόσον αφορά την περιεχόμενη στο άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, ρύθμιση περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ορισμένων ρητώς κατονομαζόμενων Ισπανών επενδυτών·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής C (2009) 8107 τελικό διορθ., της 28ης Οκτωβρίου 2009, με την οποία αποφασίστηκε ότι το καθεστώς ενισχύσεως υπό τη μορφή φορολογικής ρυθμίσεως περιλαμβανόμενης στο άρθρο 12, παράγραφος 5, του ισπανικού νόμου περί φόρου εταιριών (στο εξής: TRLIS) σχετικά με τη φορολογική απόσβεση της οικονομικής υπεραξίας από αποκτήσεις σημαντικού αριθμού εταιρικών μεριδίων σε αλλοδαπές εταιρίες δεν είναι συμβατό με την κοινή αγορά εξεταζόμενο σε σχέση με ενισχύσεις που χορηγούνταν σε δικαιούχους οι οποίοι προέβαιναν στις ως άνω αποκτήσεις εντός της Κοινότητας. Η προσβαλλόμενη απόφαση ορίζει ποιες ενισχύσεις πρέπει να ανακτήσει το Βασίλειο της Ισπανίας.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ότι η συναρτώμενη προς την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 5, TRLIS φορολογική ελάφρυνση χορηγήθηκε τύποις παράνομα, για τον λόγο ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν κοινοποίησε εκ των προτέρων στην Επιτροπή τον επίμαχο νόμο κατ' εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, ΕΚ (νυν άρθρο 108, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ) και τον έθεσε όντως σε εφαρμογή κατά παράβαση της ρήτρας αναστολής του άρθρου 88, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΕΚ (νυν άρθρο 108, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΣΛΕΕ). Περαιτέρω, με το άρθρο 12, παράγραφος 5, TRLIS διαπράττεται και ουσιαστική παρανομία, επειδή η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) ούτε και δύναται να επιτραπεί δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2 ή παράγραφος 3, ΕΚ (νυν άρθρο 107, παράγραφος 2 ή παράγραφος 3, ΣΛΕΕ).

Δεύτερον, όσον αφορά τις συνέπειες της διαπιστώσεως του ασύμβατου με το κοινοτικό δίκαιο χαρακτήρα εθνικού μέτρου ενισχύσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να ανακτήσει την εν λόγω ενίσχυση από τους δικαιούχους αυτής. Συναφώς προβάλλεται ότι αυτή η απολύτως θεμελιώδης αρχή έχει ρητώς κατοχυρωθεί προ πάντων στο άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 659/19991.

Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, εν προκειμένω, δεδομένης της ελλείψεως δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των Ισπανών δικαιούχων της ενισχύσεως, δεν συντρέχει λόγος παρεκκλίσεως από την υποχρέωση ανακτήσεως. Η προσφεύγουσα προβάλλει συναφώς, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή, εισάγοντας παρέκκλιση υπέρ ορισμένων κατηγοριών Ισπανών επενδυτών επί τη βάσει της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου καθώς και του άρθρου 14, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 659/1999. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, αφενός, ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εφαρμόζεται υπέρ των δικαιούχων της ενισχύσεως ελλείψει νομότυπης κοινοποιήσεως από το ισπανικό κράτος του άρθρου 12, παράγραφος 5, TRLIS. Αφετέρου, ισχυρίζεται ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να διαπιστωθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων της ενισχύσεως δεν πληρούνται. Περαιτέρω, το κοινοτικό συμφέρον για διαμόρφωση δίκαιων συνθηκών στην αγορά κατόπιν της ανακτήσεως των χορηγηθεισών ενισχύσεων υπερκεράζει το ατομικό συμφέρον των δικαιούχων για διατήρηση του φορολογικού πλεονεκτήματος ως προς τα παρελθόντα και τα επόμενα έτη.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1).