Language of document : ECLI:EU:T:2014:60

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Φεβρουαρίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ισπανική αγορά των πρατηρίων καυσίμων – Απόφαση περί απορρίψεως καταγγελίας — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Μη εκτέλεση των δεσμεύσεων που κατέστησαν υποχρεωτικές με απόφαση της Επιτροπής — Εκ νέου κίνηση της διαδικασίας — Πρόστιμα — Χρηματικές ποινές»

Στην υπόθεση T‑342/11,

Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (CEEES), με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio, με έδρα τη Μαδρίτη,

εκπροσωπούμενες από τους A. Hernández Pardo και B. Marín Corral, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Baquero Cruz και F. Ronkes Agerbeek,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον M. Muñoz Pérez, στη συνέχεια, από την S. Centeno Huerta και τέλος από τον A. Rubio González, abogados del Estado,

και

τη Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA, εκπροσωπούμενη από τους J. Jiménez-Laiglesia Oñate και S. Rivero Mena, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2011) 2994 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2011, περί απορρίψεως της καταγγελίας των προσφευγουσών αφορώσας παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού που φέρεται να διέπραξε η Repsol (υπόθεση COMP/39461),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση προσφυγή, οι προσφεύγουσες, η Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (CEEES) και η Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio, ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως C(2011) 2994 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2011, περί απορρίψεως της καταγγελίας της προσφεύγουσας που αφορά παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού που φέρεται ότι διέπραξε η Repsol (υπόθεση COMP/39461) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η εν λόγω καταγγελία αφορούσε τη μη τήρηση εκ μέρους της παρεμβαίνουσας, Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA (στο εξής: Repsol), των δεσμεύσεων που κατέστησαν υποχρεωτικές με την απόφαση της Επιτροπής της 12ης Απριλίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/B‑1/38.348 – Repsol CPP) (περίληψη στην ΕΕ L 176, σ. 104, στο εξής: απόφαση περί των δεσμεύσεων).

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Η CEEES είναι ένωση επιχειρήσεων με αντικείμενο την προάσπιση και εκπροσώπηση των συμφερόντων των μελών της σε όλους τους τομείς δραστηριοποιήσεώς τους, τα δε μέλη της είναι, κατ’ ουσίαν, εταιρίες με δικαιώματα εκμεταλλεύσεως πρατηρίων καυσίμων.

3        Η Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio είναι ένωση επιχειρήσεων, ενσωματωμένη στη CEEES, και αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των επιχειρηματιών που εκμεταλλεύονται πρατήρια βενζίνης τα οποία δεν τους ανήκουν.

4        Η Repsol είναι ισπανική εταιρία πετρελαιοειδών.

5        Στις 16 Ιουνίου 2004, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ κατά της Repsol όσον αφορά τη διανομή καυσίμων στα ισπανικά πρατήρια καυσίμων. Στην προκαταρκτική εκτίμησή της, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν ορισμένα στοιχεία των μακροπρόθεσμων συμφωνιών αποκλειστικής διανομής οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ της Repsol και των πρατηρίων καυσίμων συνάδουν προς το άρθρο 81 ΕΚ.

6        Για να κατευνάσει τις ανησυχίες της Επιτροπής, η Repsol πρότεινε να αναλάβει δεσμεύσεις, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο πλαίσιο της δημόσιας διαβουλεύσεως του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), και οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο πολυάριθμων αναθεωρήσεων.

7        Στις 12 Απριλίου 2006, η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφαση περί των δεσμεύσεων, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, κατέστησε υποχρεωτικές τις αναθεωρημένες δεσμεύσεις μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

8        Η απόφαση περί των δεσμεύσεων προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[Η Repsol] αναλαμβάνει τη δέσμευση να τηρήσει τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 2790/99 όσον αφορά τις συμφωνίες οι οποίες καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους [η Repsol] ασκεί τη δραστηριότητα διανομής καυσίμων για αυτοκίνητα οχήματα στα πρατήρια καυσίμων στην Ισπανία. [Η Repsol] αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση:

[…]

b)      να μην περιορίζει τη δυνατότητα του αγοραστή προς καθορισμό της τιμής πωλήσεως, [η Repsol] παραμένει ωστόσο ελεύθερη να επιβάλλει τις μέγιστες τιμές πωλήσεως ή να υποδεικνύει τη συνιστώμενη τιμή πωλήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές δεν ισοδυναμούν με σταθερή ή ελάχιστη τιμή πωλήσεως απορρέουσα από ασκούμενες πιέσεις ή κίνητρα προτεινόμενα από το ένα ή άλλο μέρος· ή, σε περίπτωση συμφωνιών εμπορικής αντιπροσωπείας στις οποίες [η Repsol] καθορίζει την τιμή πωλήσεως, εφόσον ο αντιπρόσωπος δεν καθίσταται κύριος των περιουσιακών στοιχείων, [η Repsol] αναλαμβάνει τη δέσμευση να μην εμποδίζει τον αντιπρόσωπο να μοιράζεται την προμήθειά του με τον πελάτη και να μην του επιβάλλει συναφώς περιορισμούς, αφήνοντάς του κάθε ελευθερία μειώσεως της τιμής που πράγματι καταβάλλει ο πελάτης χωρίς να μειώνονται τα έσοδα της [Repsol].»

9        Με την απόφαση περί των δεσμεύσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι προταθείσες από τη Repsol δεσμεύσεις αρκούσαν προς αποκατάσταση των διαπιστωθέντων προβλημάτων και έκλεισε τη διαδικασία.

10      Στις 30 Μαΐου 2007, όπως πολλές άλλες εταιρίες, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής, επικαλούμενες την ύπαρξη συμφωνίας κατά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ μεταξύ πολλών εταιριών πετρελαιοειδών. Προέβαλαν επίσης ότι η Repsol επέβαλλε στα πρατήρια καυσίμων κατώτατες τιμές πωλήσεως στο κοινό, κατά παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

11      Στο από 10 Ιουλίου 2007 συμπληρωματικό υπόμνημά τους, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η Repsol δεν τήρησε την αναληφθείσα εκ μέρους της δέσμευση, η οποία κατέστη υποχρεωτική με την απόφαση περί των δεσμεύσεων, να μην περιορίζει τη δυνατότητα των πρατηρίων καυσίμων στην Ισπανία να καθορίζουν την τιμή πωλήσεως των καυσίμων στο κοινό και ζήτησαν από την Επιτροπή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία κατά της Repsol δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

12      Με τις από 13 Νοεμβρίου 2009 παρατηρήσεις τους, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι η Επιτροπή υποχρεούταν να επιβάλει πρόστιμο στη Repsol λόγω μη τηρήσεως των αναληφθεισών δεσμεύσεών της.

13      Στις 30 Ιουλίου 2009, η Comisión Nacional de la Competencia (ισπανική εθνική επιτροπή ανταγωνισμού, στο εξής: CNC) εξέδωσε απόφαση κατά των Repsol, Cepsa Estaciones de Servicio SA και BP Oil España SA (στο εξής: απόφαση της CNC). Με την απόφαση αυτή, η CNC διαπίστωσε ότι οι εταιρίες αυτές παρέβησαν το άρθρο 1 του ley 16/1989, de 17 de julio, de Defensa de la Competencia (νόμος 16/1989, της 17ης Ιουλίου 1989, για την προστασία του ανταγωνισμού, BOE αριθ. 170, της 18ης Ιουλίου 1989, σ. 22747), καθώς και το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον καθόρισαν εμμέσως τις τιμές πωλήσεως των καυσίμων στο κοινό τις οποίες έπρεπε να εφαρμόζουν οι ανεξάρτητες εταιρίες που ασκούν δραστηριότητες υπό την επωνυμία τους, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των πρατηρίων καυσίμων του δικτύου τους καθώς και μεταξύ των λοιπών πρατηρίων καυσίμων. Εξάλλου, η CNC επέβαλε πρόστιμο 5 εκατομμυρίων ευρώ στη Repsol και την υποχρέωσε να λάβει όλα τα μέτρα που απαιτούνται για να παύσει την εν λόγω πρακτική καθορισμού των τιμών και να μη την εφαρμόζει στο μέλλον.

14      Με δικόγραφα της 30ής Μαρτίου και της 28ης Δεκεμβρίου 2010, αντιστοίχως, οι προσφεύγουσες και η Repsol άσκησαν προσφυγές κατά της αποφάσεως της CNC.

15      Με το από 21 Σεπτεμβρίου 2010 έγγραφο, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες την προσωρινή της εκτίμηση για την καταγγελία που της είχαν καταθέσει στις 30 Μαΐου 2007.

16      Ως προς το πρώτο μέρος της καταγγελίας των προσφευγουσών, το οποίο αφορά προβαλλόμενη συμφωνία κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι διαβίβασε στη CNC όλα τα απτόμενα τέτοιας συμφωνίας στοιχεία της καταγγελίας και τους ζήτησε να επιβεβαιώσουν αν επρόκειτο να αποσύρουν την καταγγελία τους σχετικά με τη συμφωνία αυτή.

17      Ως προς το δεύτερο μέρος της καταγγελίας τους, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ εκ μέρους των Repsol και Cepsa Estaciones de Servicio λόγω επιβολής ελάχιστων τιμών πωλήσεως στα πρατήρια βενζίνης, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το ζήτημα αυτό λύθηκε με την απόφαση της CNC και ανήγγειλε την πρόθεσή της να απορρίψει το μέρος αυτό της καταγγελίας τους, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Κάλεσε τις προσφεύγουσες να παραιτηθούν του μέρους αυτού.

18      Τέλος, ως προς το τρίτο μέρος της καταγγελίας τους, το οποίο αφορά τη μη τήρηση, εκ μέρους της Repsol, των δεσμεύσεών της που κατέστησαν υποχρεωτικές με την απόφαση περί των δεσμεύσεων, η Επιτροπή τόνισε ότι δεν υφίστανται επαρκείς λόγοι για να προβεί σε έρευνα και, προκαταρκτικώς, απέρριψε το μέρος αυτό της καταγγελίας τους.

19      Με την από 18 Οκτωβρίου 2010 απόφασή τους, οι προσφεύγουσες εξέφρασαν τη συμφωνία τους για την απόσυρση των δύο πρώτων μερών της καταγγελίας τους, για τα οποία γίνεται λόγος στις σκέψεις 16 και 17 ανωτέρω. Αντιθέτως, ενέμειναν στο τρίτο μέρος της καταγγελίας τους, για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 18 ανωτέρω.

20      Στις 28 Απριλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση με την οποία απέρριψε την καταγγελία των προσφευγουσών.

21      Η Επιτροπή υπενθύμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λόγω της μη εκτελέσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, αφενός, μπορούσε να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και να επιβάλει πρόστιμα και χρηματικές ποινές δυνάμει των άρθρων 23 και 24 του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, διέθετε εξουσία εκτιμήσεως συναφώς. Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν υφίστανται επαρκείς λόγοι για να ληφθούν μέτρα κατά της Repsol.

22      Στις αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκανε δεκτό ότι δεν ήταν αναγκαία η εκ νέου κίνηση της διαδικασίας κατά της Repsol, διότι η CNC είχε ήδη διεξαγάγει έρευνα κατά της εταιρίας αυτής και είχε ήδη λάβει μέτρα εναντίον της. Η εξέταση της καταγγελίας θα είχε ως αποτέλεσμα επανάληψη εργασιών και θα συνιστούσε αναποτελεσματική χρήση δημόσιων πόρων.

23      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε και απέρριψε δύο επιχειρήματα των προσφευγουσών. Πρώτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 40 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η εξέταση της καταγγελίας θα απαιτούσε περιορισμένη μόνο επανάληψη εργασιών. Δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 41 έως 43 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα περί διαφορετικών παραβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η συμπεριφορά της Repsol συνιστά παράβαση δύο διακριτών νομικών διατάξεων, ήτοι του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, αφενός, και του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, αφετέρου, δεν είχε επαρκείς λόγους να λάβει μέτρα αφορώντα την πτυχή αυτή της καταγγελίας. Η διαδικασία που κίνησε η CNC για την επιβολή κυρώσεων λόγω της συμπεριφορά της Repsol αρκεί για να την αποτρέψει να συμμετάσχει στο μέλλον σε τέτοιου είδους αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές.

24      Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απάντησε στο επιχείρημα των προσφευγουσών ότι υποχρεούταν να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003 ή χρηματική ποινή δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν προβλέπουν το δικαίωμα να απαιτείται από αυτήν η επιβολή προστίμου ή χρηματικής ποινής και, εν πάση περιπτώσει, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, δεν ήταν αναγκαίο να κινήσει διαδικασία για να επιβάλει πρόστιμο στη Repsol.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουνίου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

26      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου και στις 3 Οκτωβρίου 2011, αντιστοίχως, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Repsol ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με διατάξεις της 8ης και 30ής Νοεμβρίου 2011, αντιστοίχως, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχτηκε τις αιτήσεις παρεμβάσεως.

27      Μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας, με τα από 12 Ιουλίου 2012 και 9 Απριλίου 2013 υπομνήματα, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν δύο αποδεικτικά στοιχεία με συνημμένα έγγραφα. Τα εν λόγω στοιχεία προστέθηκαν στη δικογραφία υπό την επιφύλαξη αποφάσεως περί του παραδεκτού τους.

28      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

29      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Απριλίου 2013.

30      Με το δικόγραφο της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        κατά συνέπεια, να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να επιβάλει στη Repsol πρόστιμο ή χρηματική ποινή, λόγω παραβάσεως του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003.

31      Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν των αιτημάτων τους με σκοπό να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή υποχρεούταν να επιβάλει στη Repsol πρόστιμο ή χρηματική ποινή, όπερ ενεγράφη στα πρακτικά της συνεδριάσεως.

32      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή εν μέρει απαράδεκτη και να την απορρίψει ως εν μέρει αβάσιμη ή, εν πάση περιπτώσει, να την απορρίψει στο σύνολό της ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

33      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Repsol ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη ή, εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με την παρέμβασή της.

 Σκεπτικό

35      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η Επιτροπή παρέβη, αφενός, το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 καθώς και, αφετέρου, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και το άρθρο 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού.

36      Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους.

37      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, λόγω της μη τηρήσεως, εκ μέρους της Repsol, της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, η Επιτροπή έπρεπε να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία κατά της εταιρίας αυτής και να της επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Παραλείποντας να λάβει τα μέτρα αυτά, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθώς και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και το άρθρο 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού.

38      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία κατά της Repsol και να αποσύρει ή να καταργήσει την απόφαση περί των δεσμεύσεων, παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

39      Καθόσον ορισμένες παρατηρήσεις των προσφευγουσών μπορούν να νοηθούν ως μη αφορώσες μόνον τη βασιμότητα του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά και την κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει την πτυχή αυτή μετά την εξέταση των δύο λόγων.

40      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο θα αποφανθεί επί των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων της 12ης Ιουλίου 2012 και της 9ης Απριλίου 2012.

 Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 καθώς και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού λόγω της παραλείψεως της Επιτροπής να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία κατά της Repsol και να της επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή

 Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως

41      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003 προβλήθηκε μόνον προς στήριξη του δευτέρου αιτήματος των προσφευγουσών, από το οποίο παραιτήθηκαν (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω), και με το οποίο ζητούσαν να επιβληθεί στην Επιτροπή συγκεκριμένη υποχρέωση.

42      Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από το δικόγραφο της προσφυγής δεν προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες περιορίζονται να προβάλουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ή του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003 αποκλειστικώς προς στήριξη του αιτήματος να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή υποχρεούταν να επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή στη Repsol, και όχι προς στήριξη του πρώτου αιτήματός τους.

43      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, βεβαίως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, εντός των ορίων της ακυρωτικής εξουσίας που του αναθέτει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές στα όργανα και, επομένως, ακυρωτικό αίτημα με το οποίο του ζητείται να απευθύνει διαταγή σε θεσμικό όργανο της Ένωσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑74/08, Now Pharm κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑4661, σκέψη 19).

44      Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν αποκλείει τη δυνατότητα των προσφευγουσών να θεμελιώσουν αίτηση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σε λόγο αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ή του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή έχει παραβεί τις διατάξεις αυτές με την προσβαλλομένη απόφαση, οι προσφεύγουσες πρέπει να μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η δε Επιτροπή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ.

45      Ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της βασιμότητας του λόγου ακυρώσεως

46      Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία κατά της Repsol και να της επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή λόγω της μη τηρήσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθώς και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και το άρθρο 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού.

–       Επί του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή

47      Επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθώς και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού υποχρεώνουν την Επιτροπή να κινεί εκ νέου τη διαδικασία και να επιβάλλει πρόστιμα και χρηματικές ποινές σε κάθε επιχείρηση που δεν τηρεί τις αναληφθείσες δεσμεύσεις της, οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές με απόφαση βασιζόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

48      Συγκεκριμένα, προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ότι, όταν η οικεία επιχείρηση δεν τηρεί απόφαση περί των δεσμεύσεων, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία κατά της επιχειρήσεως αυτής, αλλά διαθέτει συναφώς εξουσία εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, δυνάμει της διατάξεως αυτής, όταν επιχείρηση δεν τηρεί τις αναληφθείσες δεσμεύσεις της, οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να κινήσει τη διαδικασία κατά της επιχειρήσεως αυτής κατόπιν αιτήσεως ή με δική της πρωτοβουλία.

49      Η Επιτροπή διαθέτει επίσης εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003, δυνάμει των οποίων μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα και χρηματικές ποινές σε επιχειρήσεις όταν δεν τηρούν δέσμευση που κατέστη υποχρεωτική κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού.

50      Πάντως, στο πλαίσιο της διαδικασίας, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι οι επίμαχες διατάξεις παρέχουν εξουσία εκτιμήσεως στην Επιτροπή.

51      Παρά ταύτα, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, ακόμα και αν, κατ’ αρχήν, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, όφειλε, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία κατά της Repsol και να της επιβάλει χρηματική ποινή και πρόστιμο.

52      Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά το ζήτημα αν είναι προς το συμφέρον της Ένωσης η συνέχιση της διερευνήσεως μιας καταγγελίας αφορώσας παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ δεν είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω, εφόσον η καταγγελία τους αφορά τη μη τήρηση αποφάσεως περί των δεσμεύσεων και η εν λόγω μη τήρηση αποδείχθηκε με την απόφαση της CNC.

53      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό, προκαταρκτικώς, ότι η εξουσία εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας, την οποία διαθέτει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, και η εξουσία επιβολής προστίμων και χρηματικών ποινών δυνάμει των άρθρων 23 και 24 του εν λόγω κανονισμού τής παρασχέθηκαν προς εκτέλεση της αποστολής εποπτείας της τηρήσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ που της έχει ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 105 ΣΛΕΕ.

54      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, όταν επισημαίνει προβλήματα ανταγωνισμού, μπορεί να καθιστά υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που πρότειναν οι οικείες επιχειρήσεις και τις οποίες έκρινε ενδεδειγμένες, αντί να προβαίνει σε τυπική διαπίστωση της παραβάσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2010, C‑441/07 P, Επιτροπή κατά Alrosa, Συλλογή 2010, σ. I‑5949, σκέψη 35).

55      Αφενός, ο μηχανισμός τον οποίο θεσπίζει το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην οικεία επιχείρηση τη δυνατότητα πλήρους συμμετοχής στη διαδικασία, προτείνοντας τις λύσεις που εκτιμά ως τις πλέον ενδεδειγμένες για να κατευνάσει τις ανησυχίες της Επιτροπής και να αποφύγει την εκ μέρους της Επιτροπής τυπική διαπίστωση παραβάσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ. Αφετέρου, το άρθρο αυτό λαμβάνει υπόψη την ανάγκη οικονομίας της διαδικασίας, καθόσον δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ και, επομένως, δύναται να επισπεύσει τη λύση των διαπιστωθέντων προβλημάτων (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Alrosa, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 35).

56      Οι αρμοδιότητες που έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003 αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως των δεσμεύσεων αυτών. Συγκεκριμένα, όταν επιχείρηση δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που πρότεινε να αναλάβει και οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές από την Επιτροπή, η Επιτροπή δύναται να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία και να της επιβάλει χρηματική ποινή ή πρόστιμο αποδεικνύοντας απλώς τη μη τήρηση της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, χωρίς να απαιτείται να διαπιστώσει προηγουμένως παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ.

57      Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, ο σκοπός των διατάξεων αυτών δεν είναι να καταστεί δυνατή η επιβολή διπλής κυρώσεως σε επιχείρηση για ιδιαίτερα σοβαρές παραβάσεις των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η ερμηνεία αυτή ουδόλως συνάδει με την τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 13 του κανονισμού 1/2003, κατά την οποία οι αποφάσεις οι οποίες αποσκοπούν στο να καταστούν υποχρεωτικές οι αναληφθείσες δεσμεύσεις δεν ενδείκνυνται σε περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή σκοπεί να επιβάλει πρόστιμο.

58      Όσον αφορά τα στοιχεία που καθορίζουν την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή διαθέτει μόνον περιορισμένα μέσα, τα οποία πρέπει να χρησιμοποιήσει έναντι δυνητικά πολλών συμπεριφορών αντιθέτων του δικαίου του ανταγωνισμού.

59      Επομένως, στην Επιτροπή απόκειται να ορίσει διαφόρους βαθμούς προτεραιότητας στα προβλήματα ανταγωνισμού τα οποία περιέρχονται στη γνώση της και να αποφασίζει αν η εξακολούθηση της εξετάσεως υποθέσεως είναι προς το συμφέρον της Ένωσης (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2010, T‑427/08, CEAHR κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑5865, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά απόφαση περί απορρίψεως καταγγελίας λόγω παραβάσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλα τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που της γνωστοποιεί ο καταγγέλλων. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη τη σημασία της προβαλλόμενης παραβάσεως για τη λειτουργία της κοινής αγοράς, την πιθανότητα αποδείξεως της υπάρξεώς της και την έκταση των μέτρων έρευνας που απαιτούνται για να εκπληρώσει, υπό τους καλύτερους όρους, την αποστολή εποπτείας τηρήσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2001, C‑450/98 P, IECC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3947, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 1992, T‑24/90, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2223, σκέψη 86, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑60/05, Ufex κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3397, σκέψη 178). Περαιτέρω, η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τα μέτρα των εθνικών αρχών ανταγωνισμού (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 2007, T‑458/04, Au lys de France κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να δώσει προτεραιότητα σε ένα μόνον κριτήριο για να εκτιμήσει το συμφέρον της Ένωσης προς εξέταση ενός προβλήματος ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση IECC κατά Επιτροπής, σκέψεις 58 και 59).

61      Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο υποβάλλων καταγγελία αφορώσα παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από την Επιτροπή οριστική απάντηση ως προς την ύπαρξη ή μη ύπαρξη της φερομένης παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 1999, C‑119/97 P, Ufex κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1341, σκέψη 87· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Automec κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 75, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑119/09, Protégé International κατά Επιτροπής, σκέψη 32).

62      Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής να καθιστά υποχρεωτικές τις αναληφθείσες δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 έχει επίσης ως σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ και του γεγονότος ότι οι αρμοδιότητες για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στο άρθρο 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού αφορούν τη διασφάλιση της τηρήσεως των εν λόγω δεσμεύσεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι αρχές τις οποίες θέτει η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 60 έως 61 ανωτέρω εφαρμόζονται και σε περίπτωση όπου η τυχόν μη τήρηση δεσμεύσεως γνωστοποιείται στην Επιτροπή και πρέπει αυτή να αποφασίσει αν θα κινήσει εκ νέου τη διαδικασία.

63      Ωστόσο, εφόσον η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει το ζήτημα κατά πόσον είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να εξακολουθήσει την εξέταση καταγγελίας λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων για την υπόθεση νομικών και πραγματικών στοιχείων, πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η κατάσταση μπορεί να διαφέρει αναλόγως του αν η εν λόγω καταγγελία αφορά την τυχόν μη τήρηση αποφάσεως περί των δεσμεύσεων ή τυχόν παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ.

64      Συγκεκριμένα, εφόσον είναι, γενικώς, ευκολότερο να αποδειχθεί ότι συντρέχει αθέτηση των δεσμεύσεων απ’ ό,τι παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ, η έκταση των μέτρων έρευνας που απαιτούνται για να αποδειχθεί η εν λόγω μη τήρηση των δεσμεύσεων είναι, κατ’ αρχήν, πιο περιορισμένη. Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, δεν συνάγεται ότι, σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή πρέπει συστηματικώς να κινεί εκ νέου τη διαδικασία και να επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή έχει ως συνέπεια τη μετατροπή των αρμοδιοτήτων τις οποίες διαθέτει δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003 σε δέσμιες αρμοδιότητες, όπερ δεν συνάδει προς το γράμμα των διατάξεων αυτών.

65      Στη συνέχεια, όσον αφορά το προβληθέν από τις προσφεύγουσες επιχείρημα, ότι απόκειται στην Επιτροπή η εποπτεία της τηρήσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, διαπιστώνεται ότι τίποτα δεν εμποδίζει, στο πλαίσιο των επίμαχων διατάξεων, την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τα μέτρα των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

66      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράλληλη αρμοδιότητα των εθνικών αρχών ανταγωνισμού για την εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1/2003, δεν θίγεται με την έκδοση, εκ μέρους της Επιτροπής, αποφάσεως περί των δεσμεύσεων στηριζομένης στο άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 1/2003, οι αποφάσεις περί των δεσμεύσεων, τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού, δεν θίγουν τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να διαπιστώνουν παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ και να αποφασίζουν ως προς την υπόθεση. Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι οι αποφάσεις περί των δεσμεύσεων που λαμβάνει η Επιτροπή δεν θίγουν τις εξουσίες των εθνικών αρχών ανταγωνισμού να εφαρμόζουν τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ.

67      Τέλος, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγουσες, η έκδοση από την Επιτροπή αποφάσεως βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 δεν συνεπάγεται ότι έχει αποκλειστική αρμοδιότητα. Ασφαλώς, το άρθρο 11, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβάλλουν στο πλαίσιο αυτό οι προσφεύγουσες, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση και διατάσσουσας την παύση της παραβάσεως αυτής δυνάμει του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού ή διαδικασίας με σκοπό την έκδοση αποφάσεως καθιστώσας υποχρεωτικές αναληφθείσες δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού συνεπάγεται, για τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, απώλεια της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ. Πάντως, δεν συνάγεται από τις διατάξεις αυτές ότι εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν μπορεί πλέον να εκδώσει απόφαση κατά επιχειρήσεως αν η Επιτροπή εκδώσει απόφαση περί των δεσμεύσεων, κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 δεν απεκδύει οριστικώς τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού των αρμοδιοτήτων τους, αλλά μόνον κατά τη διάρκεια της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2012, C‑17/10, Toshiba Corporation κ.λπ., σκέψεις 68 έως 92).

68      Επομένως, τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να συνεκτιμήσει τα μέτρα που έλαβε εθνική αρχή ανταγωνισμού κατά επιχειρήσεως, όταν εκτιμά ότι είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία κατά της επιχειρήσεως αυτής λόγω μη τηρήσεως των δεσμεύσεών της, για να της επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Αντιθέτως, καθόσον οι αρμοδιότητες της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003 της παρασχέθηκαν προς εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας της τηρήσεως των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, επιβάλλεται η συνεκτίμηση αυτή.

–       Επί της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως στην προκειμένη υπόθεση

69      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων πρέπει να εξετασθεί η αιτίαση ότι η απόφαση της Επιτροπής περί της μη εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας και μη επιβολής χρηματικής ποινής ή προστίμου στη Repsol ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι οι λόγοι τους οποίους εκθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση δεν δικαιολογούν την απόφαση αυτή.

70      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί της ασκήσεως από την Επιτροπή της εξουσίας εκτιμήσεως που της αναγνωρίζεται ως προς την εξέταση των καταγγελιών, δεν πρέπει να εξικνείται μέχρι του σημείου αντικαταστάσεως της εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κοινοτικού συμφέροντος με τη δική του, αλλά σκοπό έχει να ελεγχθεί αν η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά, πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο ή από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή από κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση CEAHR κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνοπτικώς παρατεθέν στις σκέψεις 21 έως 24 ανωτέρω, δεν βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

72      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή βασίστηκε, μεταξύ άλλων, επί της υπάρξεως της αποφάσεως της CNC, με την οποία η CNC διαπίστωσε ότι η Repsol παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ καθορίζοντας εμμέσως τις τιμές πωλήσεως των καυσίμων στο κοινό, της επέβαλε πρόστιμο 5 εκατομμυρίων ευρώ και την υποχρέωσε να λάβει όλα τα μέτρα που απαιτούνται για να παύσει την εν λόγω πρακτική καθορισμού τιμών και να μην εφαρμόζει την πρακτική αυτή στο μέλλον. Η προσέγγιση αυτή συνάδει με τον σκοπό της στενής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού εντός του ευρωπαϊκού δικτύου του ανταγωνισμού, περί της οποίας γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 6, 8 και 15 του κανονισμού 1/2003.

73      Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση της CNC, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι δεν ήταν απαραίτητη η λήψη πρόσθετων μέτρων κατά της Repsol.

74      Συγκεκριμένα, αφενός, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή έπρεπε να επιβάλει κυρώσεις για τη μη τήρηση, εκ μέρους της Repsol, της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, επιβάλλοντάς της χρηματική ποινή δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω εξουσία της Επιτροπής αποσκοπεί στο να επιβάλει σε επιχείρηση την τήρηση δεσμεύσεως στο μέλλον. Ωστόσο, συναφώς, συνέκλιναν οι σκοποί τους οποίους επιδίωκε η Επιτροπή επιβάλλοντας χρηματική ποινή στη Repsol και οι επιδιωκόμενοι από τη CNC σκοποί όταν εξέδιδε την απόφασή της, διότι αμφότεροι απέβλεπαν στην παύση της πρακτικής καθορισμού τιμών πωλήσεως καυσίμων. Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα ληφθέντα από τη CNC ήσαν επαρκή για να υποχρεώσουν τη Repsol να απέχει της εν λόγω πρακτικής στο μέλλον. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι δεν απαιτείτο η εκ μέρους της παρέμβαση και, επομένως, δεν ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης η εκ νέου κίνηση της διαδικασίας προς επιβολή χρηματικής ποινής.

75      Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή έπρεπε να επιβάλει πρόστιμο λόγω μη τηρήσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, υπενθυμίζεται ότι ο κύριος σκοπός του επιβαλλόμενου βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003 προστίμου είναι η επιβολή κυρώσεων λόγω συμπεριφοράς η οποία κατά την κρίση της Επιτροπής εγείρει προβλήματα ανταγωνισμού, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει η Επιτροπή επαρκώς κατά νόμο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ. Με την απόφασή της, η CNC είχε ήδη διαπιστώσει ότι η Repsol καθόρισε τις τιμές πωλήσεως των καυσίμων και της επέβαλε κύρωση. Εφόσον η απόφαση περί των δεσμεύσεων αφορά την ίδια συμπεριφορά, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της την απόφαση της CNC. Ωστόσο, εφόσον είχε ήδη επιτευχθεί ο κύριος σκοπός της επιβολής κυρώσεων λόγω της συμπεριφοράς της Repsol την οποία η Επιτροπή έκρινε ως προβληματική, η Επιτροπή μπορούσε να διαπιστώσει ότι η εκ νέου κίνηση της διαδικασίας και η επιβολή πρόσθετου προστίμου δεν εξυπηρετούσε το συμφέρον της Ένωσης χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

76      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν αναιρεί την εν λόγω διαπίστωση.

77      Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, παρά το γεγονός ότι η CNC είχε ήδη επιβάλει πρόστιμο στη Repsol επειδή είχε καθορίσει τις τιμές πωλήσεως καυσίμων, η Επιτροπή υποχρεούταν να της επιβάλει πρόσθετο πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003, για να μη θίξει την ίδια την ουσία του μηχανισμού που θεσπίστηκε με το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, για λόγους ασφαλείας δικαίου και να μη θεωρηθεί η μη εκτέλεση δεσμεύσεως ως γεγονός «χωρίς οικονομικές συνέπειες, επουσιώδες ή άνευ σημασίας», μεταξύ άλλων σε σχέση με επιχειρήσεις οι οποίες δεν ανέλαβαν δεσμεύσεις.

78      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

79      Συγκεκριμένα, ακόμα και στη διπλή υπόθεση κατά την οποία, αφενός, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο παρέχοντα στην Επιτροπή τη δυνατότητα επιβολής πρόσθετου προστίμου σε επιχείρηση για τον λόγο και μόνον ότι δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της, ενώ για την ίδια αυτή συμπεριφορά της επιβλήθηκαν κυρώσεις από εθνική αρχή ανταγωνισμού για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, η διαδικασία αυτή δεν προσκρούει στην αρχή ne bis in idem, εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει ότι η εκ νέου κίνηση της διαδικασίας με σκοπό την επιβολή πρόσθετου προστίμου στη Repsol δεν ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

80      Κατ’ αρχάς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιβάλει πρόστιμο στη Repsol λόγω μη τηρήσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων χωρίς να απασχολήσει προς τούτο διοικητικές υπηρεσίες. Όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, έπρεπε να ολοκληρώσει μια σειρά διοικητικών ενεργειών, όπως τη σύνταξη της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και κοινοποιήσεως των αιτιάσεων, την ακρόαση των ενδιαφερομένων μερών και την έκδοση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου.

81      Στη συνέχεια, η Επιτροπή ευλόγως έκρινε ότι θα ήταν περιορισμένη η προστιθέμενη αξία της παρεμβάσεώς της, καθόσον ο κύριος σκοπός του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003, ήτοι η επιβολή κυρώσεων για τη συμπεριφορά της Repsol, την οποία είχε θεωρήσει προβληματική από απόψεως των κανόνων του ανταγωνισμού, είχε ήδη επιτευχθεί.

82      Τέλος, όσον αφορά τον σκοπό που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, ήτοι τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του μηχανισμού που θεσπίζεται με το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για σκοπό αφορώντα άμεσα τον καθορισμό της πολιτικής της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού.

83      Συνεπώς, ακόμα και στη διπλή υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 79 ανωτέρω, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς της αποφασίζοντας ότι, εν προκειμένω, δεν δικαιολογούνταν να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία και να επιβάλει πρόσθετο πρόστιμο στη Repsol.

84      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως της Repsol και τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς της στην αγορά.

85      Το εν λόγω επιχείρημα πρέπει επίσης να απορριφθεί.

86      Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 60 και 62 ανωτέρω, όταν η Επιτροπή ορίζει βαθμούς προτεραιότητας στα προβλήματα ανταγωνισμού που της γνωστοποιούνται, τίποτα δεν εμποδίζει να δοθεί προτεραιότητα σε ένα από τα κρίσιμα κριτήρια.

87      Ωστόσο, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 72 έως 83 ανωτέρω, εν προκειμένω, η Επιτροπή ευλόγως έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της CNC κατά της Repsol, δεν ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης πρόσθετη παρέμβαση εκ μέρους της, χωρίς να χρειαστεί να σταθμίσει άλλα κριτήρια ή να αποφανθεί περαιτέρω επί της ουσίας της υποθέσεως, της σοβαρότητας της συμπεριφοράς της Repsol, της δομής της ισπανικής αγοράς ή των συνεπειών της συμπεριφοράς της Repsol στην αγορά αυτή.

88      Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, λόγω του άμεσου αποτελέσματος της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, της δεσμευτικής φύσεως της αποφάσεως για τη Repsol, της διμερούς σχέσεως και της σχέσεως εμπιστοσύνης που δημιουργεί η απόφαση αυτή μεταξύ της εν λόγω επιχειρήσεως και της Επιτροπής καθώς και της ανάγκης ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή έπρεπε να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία και να επιβάλει πρόστιμο και χρηματική ποινή στη Repsol.

89      Το εν λόγω επιχείρημα πρέπει επίσης να απορριφθεί.

90      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, προβάλλοντας τα στοιχεία αυτά, οι προσφεύγουσες απλώς υπενθυμίζουν ότι η Repsol δέχθηκε να υπαχθεί σε απόφαση περί των δεσμεύσεων, βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, και δεν τήρησε την απόφαση αυτή.

91      Ωστόσο, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να χορηγήσει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή όταν βρίσκεται ενώπιον μη τηρήσεως δεσμεύσεως που κατέστη υποχρεωτική δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, οι προβαλλόμενες από τις προσφεύγουσες περιστάσεις, οι οποίες απλώς περιγράφουν ότι η Επιτροπή αντιμετωπίζει τέτοιου είδους κατάσταση, δεν μπορούν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, καθώς και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού. Αντιθέτως, η άποψη των προσφευγουσών, ότι οι περιστάσεις αυτές και μόνον υποχρεώνουν την Επιτροπή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία και να επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή, συνεπάγεται την εφαρμογή των εν λόγω αρμοδιοτήτων ως δέσμιων αρμοδιοτήτων, όπερ προσκρούει σε όσα προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές.

92      Τέταρτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η πλήρης αποτελεσματικότητα των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ επιβάλλει να μπορεί κάθε πρόσωπο να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράβαση των κανόνων αυτών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑453/99, Courage και Crehan, Συλλογή 2001, σ. I‑6297, σκέψη 26, και της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6619, σκέψη 60). Από τη νομολογία αυτή, η οποία αποσκοπεί στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων κατόπιν πρωτοβουλίας του προσώπου που υπέστη ζημία, δεν μπορεί να συναχθεί ότι, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων αυτών με πρωτοβουλία αρχής ανταγωνισμού, η οποία διαθέτει μόνον περιορισμένους πόρους, πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιχείρηση δεν τηρεί δέσμευση η οποία έχει καταστεί υποχρεωτική δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

93      Πέμπτον, καθόσον οι προσφεύγουσες προβάλλουν την αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με την οποία η τήρηση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ και η εκτέλεση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού πρέπει να διασφαλίζονται με την επιβολή προστίμων και χρηματικών ποινών, αρκεί να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογική αυτή σκέψη δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ούτε τον σκοπό αποκεντρωμένης εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τα ληφθέντα από τις εν λόγω αρχές μέτρα όταν αποφασίζει αν υφίσταται συμφέρον της Ένωσης στην εξακολούθηση της εξετάσεως μιας υποθέσεως.

94      Έκτον, όσον αφορά την ανακοίνωση Τύπου της Επιτροπής, της 12ης Απριλίου 2006, περί της αποφάσεώς της στην υπόθεση COMP/B-1/38.348 σχετικά με τις εκ μέρους της Repsol αναληφθείσες δεσμεύσεις καθώς και το αυθημερόν υπόμνημά της, μνεία των οποίων κάνουν οι προσφεύγουσες, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δέχθηκε απλώς ότι μπορεί να επιβάλει πρόστιμα στη Repsol σε περίπτωση μη τηρήσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, χωρίς να δεσμευτεί να επιβάλει αυτομάτως τέτοιου είδους πρόστιμα.

95      Έβδομον, καθόσον οι προσφεύγουσες προβάλλουν την αρχή της αναλογικότητας, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί το παραδεκτό της. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στο πλαίσιο σταθμίσεως των συμφερόντων, στην οποία πρέπει να προβεί δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να έθιξε δυσαναλόγως τα συμφέροντα των προσφευγουσών.

96      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να κριθεί ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι δεν ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να κινήσει εκ νέου διαδικασία κατά της Repsol για να της επιβάλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθώς και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 λόγω παραλείψεως εκ μέρους της Επιτροπής της εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας και ανακλήσεως ή καταργήσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων

97      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 μη κινώντας εκ νέου τη διαδικασία κατά της Repsol και μη ανακαλώντας ή καταργώντας την απόφαση περί των δεσμεύσεων. Λόγω της μη τηρήσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων, η Επιτροπή έπρεπε να ανακαλέσει ή να καταργήσει την εν λόγω απόφαση.

98      Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς προβάλλει ότι, εν προκειμένω, υφίσταται συμφέρον διατηρήσεως της αποφάσεως περί των δεσμεύσεων. Κατ’ αρχάς, η απόφαση περί των δεσμεύσεων δεν αφορά μόνον τις υποχρεώσεις της Repsol περί των τιμών πωλήσεως των καυσίμων, αλλά κυρίως και τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις αποκλειστικής διανομής. Επιπλέον, όσον αφορά τη σχετική με τις τιμές πωλήσεως των καυσίμων δέσμευση, τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διατηρήσει την αναφερόμενη στη δέσμευση αυτή απόφασή της. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 56 ανωτέρω, η διατήρηση αυτή παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμα και χρηματικές ποινές λόγω μη τηρήσεως της αποφάσεως αυτής, χωρίς να απαιτείται να διαπιστωθεί εκ των προτέρων παράβαση των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ.

99      Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συνεπώς, ο παρών λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

100    Στην περίπτωση κατά την οποία, προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, οι προσφεύγουσες δεν επιθυμούν μόνον να προβάλουν λόγο απτόμενο της βασιμότητας της αποφάσεως, αλλά και λόγο αντλούμενο από την αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, πρέπει, κατ’ αρχάς, να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για λόγο που πρέπει να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως και, επομένως, δεν μπορεί να απορριφθεί ως προβληθείς εκπροθέσμως.

101    Όσον αφορά τη βασιμότητα του λόγου αυτού, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑8947, σκέψη 147).

102    Εν προκειμένω, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν επαρκής. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι, κατόπιν της αποφάσεως της CNC, εκ μέρους της παρέμβαση δεν ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης.

103    Όσον αφορά το προβληθέν από τις προσφεύγουσες επιχείρημα ότι όσο ευρύτερη εξουσία εκτιμήσεως διαθέτει ένα όργανο τόσο πληρέστερα αιτιολογημένη πρέπει να είναι η απόφαση υπενθυμίζεται ότι η έκταση της απαιτούμενης αιτιολογίας εξαρτάται και από τους εφαρμοστέους κανόνες. Ωστόσο, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 60, 62, 86 και 87 ανωτέρω, ακόμα και αν η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της όλα τα κρίσιμα στοιχεία, τίποτα δεν την εμπόδιζε, εν προκειμένω, να θεμελιώσει την απόφασή της επί της εκτιμήσεως ότι τα ληφθέντα από τη CNC ήσαν επαρκή. Συνεπώς, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να θεωρηθεί επαρκής.

 Επί των προσκομισθέντων από τις προσφεύγουσες αποδεικτικών στοιχείων

104    Οι προσφεύγουσες προσκόμισαν, στις 12 Ιουλίου 2012 και στις 9 Απριλίου 2013, και άρα μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας, νέα αποδεικτικά στοιχεία, συνιστάμενα σε έγγραφα στα οποία επισυνάπτονται υπομνήματα επεξηγηματικά της σημασίας τους για την εκτίμηση της υπό κρίση υποθέσεως.

105    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι λυσιτελή στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, χωρίς να απαιτείται να κριθεί το παραδεκτό τους, εφόσον το σύνολο των κατατεθέντων στις 12 Ιουλίου 2012 και 9 Απριλίου 2013 εγγράφων φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεώς της. Κατά συνέπεια, αποκλείεται να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της πράξεως αυτής, στοιχεία μεταγενέστερα από την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως της Ένωσης (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑257/07, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑5827, σκέψη 172 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

107    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, επιβάλλεται να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

108    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη τα οποία παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Εν προκειμένω, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Repsol φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (CEEES) και η Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

4)      Η Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Φεβρουαρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.