Language of document : ECLI:EU:T:2011:345

Υπόθεση T-133/07

Mitsubishi Electric Corp.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των σχετικών με εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου έργων – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Κατανομή της αγοράς – Δικαιώματα άμυνας – Απόδειξη της παραβάσεως – Διάρκεια της παραβάσεως – Πρόστιμα – Βασικό ποσό – Έτος αναφοράς – Ίση μεταχείριση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Mη κοινοποίηση εγγράφου – Συνέπειες

(Άρθρο 81 § 1, CE· Συμφωνία EΟΧ, άρθρο 53 § 1)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Κοινοποίηση των απαντήσεων προς ανακοίνωση αιτιάσεων – Προϋποθέσεις – Όρια

(Άρθρο 81 § 1, EΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

3.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Γραπτές μαρτυρίες των υπαλλήλων εταιρίας εμπλεκόμενης στην παράβαση – Αποδεικτική αξία – Εκτίμηση

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Προσωρινός χαρακτήρας – Αναγκαίο περιεχόμενο – Όρια

(Άρθρο 81 ΕΚ)

5.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία επί των υποθέσεων ανταγωνισμού

(Άρθρο 6 § 2, ΕΕ· άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποδεικτικά μέσα – Επίκληση δέσμης ενδείξεων

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων – Κριτήρια

(Άρθρο 81 § 1, EΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο – Επαρκής διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία EΟΧ, άρθρο 53 § 1 )

10.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1, EΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Σεβασμός των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

1.      Απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως του συνόλου των περιλαμβανόμενων στον φάκελο έρευνας εγγράφων τα οποία ενδέχεται να είναι λυσιτελή για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, εξαιρουμένων των επιχειρηματικών απορρήτων άλλων επιχειρήσεων, των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής και άλλων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα.

Η μη κοινοποίηση εγγράφου επί του οποίου η Επιτροπή στήριξε την κατάφαση παραβάσεως εκ μέρους επιχειρήσεως στοιχειοθετεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως μόνον εάν η επιχείρηση αυτή αποδεικνύει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν το μη κοινοποιηθέν έγγραφο δεν είχε ληφθεί υπόψη ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο.

Όσον αφορά την παράλειψη κοινοποιήσεως απαλλακτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η μη κοινοποίηση του εγγράφου αυτού μπόρεσε να επηρεάσει εις βάρος της την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει το εν λόγω απαλλακτικό έγγραφο για την άμυνά της και, συγκεκριμένα, να αποδεικνύει ότι, εάν η ίδια είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει το έγγραφο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, θα είχε μπορέσει να επικαλεσθεί στοιχεία τα οποία συγκρούονται με τους επαγωγικούς συλλογισμούς στους οποίους προέβη κατά το στάδιο αυτό η Επιτροπή και, επομένως, να επηρεάσει, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που επρόκειτο να διατυπώσει η Επιτροπή με την απόφασή της, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της προσαπτόμενης σε αυτήν συμπεριφοράς και, συνεπώς, το ύψος του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 40, 45-46)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει μόλις κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας γνώση, μέσω της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και η εν λόγω επιχείρηση απολαύει δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας. Συνεπώς, η απάντηση των λοιπών μετεχουσών στη σύμπραξη επιχειρήσεων επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υποθέσεως τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι διάδικοι.

Εντούτοις, στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή προτίθεται να στηριχθεί σε απόσπασμα απαντήσεως επί ανακοινώσεως αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε τέτοια απάντηση προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οφείλει να παράσχει στις λοιπές εμπλεκόμενες στην εν λόγω διαδικασία επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του συγκεκριμένου αποδεικτικού στοιχείου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω απόσπασμα απαντήσεως επί ανακοινώσεως αιτιάσεων ή το συνημμένο στην απάντηση αυτή έγγραφο συνιστά πράγματι ενοχοποιητικό στοιχείο για τις διάφορες επιχειρήσεις που μετέσχαν στην παράβαση.

Αντιστοίχως, αν ένα απόσπασμα απαντήσεως επί ανακοινώσεως αιτιάσεων ή συνημμένο σε τέτοια απάντηση έγγραφο δύναται να αποδειχθεί λυσιτελές για την άμυνα επιχειρήσεως στον βαθμό κατά τον οποίο παρέχει σε αυτήν τη δυνατότητα να επικαλεσθεί στοιχεία που δεν συνάδουν με τους επαγωγικούς συλλογισμούς στους οποίους προέβη η Επιτροπή κατά το στάδιο αυτό, τότε το εν λόγω απόσπασμα ή έγγραφο συνιστά απαλλακτικό στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να παρέχεται στην οικεία επιχείρηση η δυνατότητα να προβεί σε εξέταση του επίμαχου αποσπάσματος ή εγγράφου και να λάβει συναφώς θέση.

(βλ. σκέψεις 41-43)

3.      Oι γραπτές μαρτυρίες των εργαζομένων εταιρείας, οι οποίες έχουν συνταχθεί υπό τον έλεγχο αυτής και έχουν προσκομισθεί από την ίδια για την άμυνά της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας την οποία διεξάγει η Επιτροπή, δεν δύνανται, κατ’ αρχήν, να χαρακτηρισθούν ως στοιχεία διαφορετικά και ανεξάρτητα των δηλώσεων της ίδιας της εταιρείας. Συγκεκριμένα, κατά κανόνα, η θέση μιας εταιρείας ως προς το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτει η Επιτροπή στηρίζεται, πρωτίστως, στις γνώσεις και γνώμες των υπαλλήλων και της διοικήσεώς της.

(βλ. σκέψη 59)

4.      Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να μνημονεύει με σαφήνεια όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Η μνεία των εν λόγω στοιχείων μπορεί, ωστόσο, να είναι συνοπτική, ενώ η απόφαση που ακολουθεί δεν απαιτείται να αποτελεί κατ’ ανάγκην αντίγραφο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, καθώς η εν λόγω ανακοίνωση συνιστά έγγραφο προπαρασκευαστικής φύσεως, του οποίου οι πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις έχουν αμιγώς προσωρινό χαρακτήρα. Επομένως, μολονότι η Επιτροπή δεν δύναται να αποδώσει στους ενδιαφερόμενους παραβάσεις διαφορετικές εκείνων για τις οποίες γίνεται λόγος με την ανακοίνωση των αιτιάσεων και οφείλει να στηριχθεί μόνον σε πραγματικά περιστατικά περί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις, οφείλει να λάβει υπόψη της στοιχεία ανακύψαντα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας προκειμένου είτε να άρει αιτιάσεις που αποδείχθηκαν αβάσιμες είτε να προσαρμόσει και να συμπληρώσει, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, τα επιχειρήματα που προβάλλει προς στήριξη των αιτιάσεών της.

(βλ. σκέψη 66)

5.      Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1 ΕΚ. Ο δικαστής δεν δύναται, επομένως, να αποφανθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως αν εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως επιβολής προστίμου.

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950, τεκμηρίου που αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία συνιστούν γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Δεδομένης της φύσεως των οικείων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και της βαρύτητας των κυρώσεων που αυτές επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που σχετίζονται με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

(βλ. σκέψεις 73-74)

6.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, είναι απαραίτητη η εκ μέρους της Επιτροπής επίκληση συγκεκριμένων και συγκλινόντων στοιχείων προς απόδειξη της παραβάσεως. Πρέπει, εντούτοις, να υπογραμμισθεί ότι δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να πληροί έκαστο των προσκομιζόμενων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων τα εν λόγω κριτήρια ως προς ένα έκαστο των στοιχείων της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, σφαιρικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή.

Εξάλλου, δεδομένου ότι η απαγόρευση των συμφωνιών που θίγουν τον ανταγωνισμό είναι κοινώς γνωστή, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να προσκομίζει στοιχεία πιστοποιούντα ρητώς επαφές μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρηματιών. Τα αποσπασματικά και ασύνδετα στοιχεία που έχει ενδεχομένως στη διάθεσή της η Επιτροπή θα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να μπορούν να συμπληρωθούν με επαγωγικούς συλλογισμούς που να καθιστούν δυνατή την ανασύνθεση των συναφών περιστατικών. Η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μπορεί, επομένως, να συνάγεται από πλέγμα συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, σφαιρικώς θεωρούμενες, δύνανται να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

Περαιτέρω, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως βασιζόμενη αποκλειστικώς στη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων στην αγορά, αρκεί οι επιχειρήσεις αυτές να αποδεικνύουν τη συνδρομή περιστάσεων που φωτίζουν διαφορετικώς τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα, παρέχοντας άλλη εύλογη εξήγηση, διαφορετική εκείνης βάσει της οποίας η Επιτροπή διαπίστωσε την παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού.

Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράβαση αποδεικνύεται αποκλειστικώς βάσει μη εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, προκειμένου για τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, η αρχή που ισχύει στο κοινοτικό δίκαιο είναι η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων.

Συνεπώς, ακόμη και αν η έλλειψη εγγράφων αποδείξεων δύναται να ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως της δέσμης ενδείξεων που επικαλείται η Επιτροπή, δεν παρέχει αυτή καθ’ εαυτήν στην οικεία επιχείρηση τη δυνατότητα να θέσει εν αμφιβόλω τη θέση της Επιτροπής παρουσιάζοντας μια εναλλακτική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών. Τούτο συμβαίνει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή δεν καθιστούν δυνατή την απόδειξη της παραβάσεως κατά τρόπο σαφή και μη χρήζοντα ερμηνευτικής παρεμβάσεως.

(βλ. σκέψεις 75-76, 79-82)

7.      Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το μόνο λυσιτελές κριτήριο για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων έγκειται στην αξιοπιστία τους. Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες στο πεδίο των αποδείξεων, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνετάχθη, τον αποδέκτη του και το περιεχόμενό του.

Όσον αφορά τις δηλώσεις εκ μέρους των επιχειρήσεων ιδιαιτέρως σημαντική αποδεικτική αξία δύναται, εξάλλου, να αναγνωρίζεται σε εκείνες οι οποίες, πρώτον, είναι αξιόπιστες, δεύτερον, πραγματοποιούνται επ’ ονόματι επιχειρήσεως, τρίτον, προέρχονται από πρόσωπο το οποίο έχει επαγγελματική υποχρέωση να δρα προς το συμφέρον της εν λόγω επιχειρήσεως, τέταρτον, στρέφονται κατά των συμφερόντων του δηλούντος, πέμπτον, προέρχονται από άμεσο μάρτυρα των περιστατικών στα οποία αναφέρονται και, έκτον, έχουν προσκομισθεί εγγράφως, αυτοβούλως και κατόπιν ωρίμου σκέψεως.

Εντούτοις, η δήλωση επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξυπακουομένου ότι ο απαιτούμενος βαθμός τεκμηριώσεως μπορεί να είναι μικρότερος, λόγω της αξιοπιστίας των οικείων δηλώσεων.

(βλ. σκέψεις 84-87)

8.      Μολονότι οι εκούσιες καταθέσεις των κυρίων μελών παράνομης συμπράξεως αντιμετωπίζονται εν γένει με κάποια δυσπιστία, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα, τα συγκεκριμένα μέλη ενδέχεται να έχουν την τάση να παρέχουν ενοχοποιητικά στοιχεία τα οποία στην πλειονότητά τους αφορούν τη δραστηριότητα των ανταγωνιστών τους, το γεγονός ότι τα εν λόγω μέλη της συμπράξεως ζήτησαν την υπέρ αυτών εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως προκειμένου να επιτύχουν απαλλαγή από το πρόστιμο ή μείωση αυτού δεν δημιουργεί οπωσδήποτε κίνητρο για την προσκόμιση παραποιημένων αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με τη συμμετοχή των λοιπών μελών της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, κάθε απόπειρα παραπλανήσεως της Επιτροπής δύναται να θέσει εν αμφιβόλω την ειλικρίνεια καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, κατά συνέπεια, να διακυβεύσει τη δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως της ανακοινώσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως.

Όσον αφορά ειδικώς την περίπτωση των μαρτυρικών καταθέσεων, είναι βεβαίως πιθανόν οι υπάλληλοι μιας τέτοιας επιχειρήσεως, οι οποίοι υποχρεούνται να δρουν προς το συμφέρον της, να επιθυμούν ομοίως να παρουσιάζουν όσο το δυνατό περισσότερα ενοχοποιητικά στοιχεία, δεδομένου ότι η συνεργασία τους στο πλαίσιο της διαδικασίας δύναται να επηρεάσει ευμενώς και το επαγγελματικό τους μέλλον. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω υπάλληλοι θα έχουν επίσης συναίσθηση των δυσμενών συνεπειών ενδεχόμενης υποβολής ανακριβών στοιχείων, συνεπειών οι οποίες επικρέμανται δεδομένης της επιταγής περί επιβεβαιώσεως των στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 88, 107)

9.      Για την ύπαρξη συμφωνίας κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, αρκεί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφερθούν εντός της αγοράς κατά καθορισμένο τρόπο. Η αξιολόγηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας είναι περιττή, όταν προκύπτει ότι αυτή έχει ως αντικείμενο να περιορίσει, να εμποδίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Συναφώς, η ύπαρξη αμοιβαίας δεσμεύσεως υποδηλώνει κατ’ ανάγκην την ύπαρξη κοινής βουλήσεως, ακόμη και αν δεν υφίστανται στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια το χρονικό σημείο κατά το οποίο η βούληση αυτή εξωτερικεύθηκε ή επισημοποιήθηκε.

(βλ. σκέψεις 230-231)

10.    Οσάκις υφίσταται διαφορά σχετική με την ύπαρξη παραβάσεως, η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως των παραβάσεων που διαπιστώνει, οφείλει, κατ’ επιταγήν της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αρχής την οποία δύνανται να επικαλούνται οι επιχειρηματίες, να προσκομίζει αποχρώντα στοιχεία προς απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση. Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία ελλείπουν στοιχεία αποδεικνύοντα άμεσα τη διάρκεια αυτή, η εν λόγω αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προσκομίζει τουλάχιστον αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που εμφανίζουν αποχρώσα χρονική εγγύτητα, ούτως ώστε να μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι η εν λόγω παράβαση συνεχίσθηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων χρονικών σημείων.

Εξάλλου, το γεγονός ότι η ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως δεν έχει αποδειχθεί ως προς ορισμένες χρονικές περιόδους δεν αποκλείει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διεπράχθη επί συνολικό χρονικό διάστημα εκτενέστερο των εν λόγω περιόδων, εφόσον η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε πλείονα έτη, το γεγονός ότι οι εκφάνσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, τα οποία παρουσιάζουν ασυνέχειες μακράς ή βραχύτερης διάρκειας, δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, εφόσον οι επιμέρους πράξεις που συναποτελούν την παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 241-242)

11.    Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού.

Το ύψος του προστίμου καθορίζεται από την Επιτροπή σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, κατά περίπτωση, με τη διάρκειά της. Η σοβαρότητα της παραβάσεως πρέπει να αξιολογείται βάσει κριτηρίων όπως οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και η αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων. Αντικειμενικά στοιχεία όπως το περιεχόμενο και η διάρκεια των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η βλάβη που προκλήθηκε στη δημόσια οικονομική τάξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Κατά τη σχετική εξέταση πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη το σχετικό μέγεθος των ευθυνόμενων επιχειρήσεων και το μερίδιό τους στην αγορά, καθώς και η τυχόν καθ’ υποτροπήν υιοθέτηση τέτοιων συμπεριφορών.

(βλ. σκέψεις 264-265)

12.    Οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού, οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, όπως αυτές ερμηνεύονται από τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα.

Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό παρόμοιες καταστάσεις και κατά τρόπο όμοιο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Επομένως, καθόσον βάση για τον προσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των επιβλητέων προστίμων πρέπει να αποτελεί ο κύκλος εργασιών των αναμεμειγμένων στην ίδια παράβαση επιχειρήσεων, επιβάλλεται η οριοθέτηση του χρονικού διαστήματος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου οι προκύπτοντες κύκλοι εργασιών να είναι όσο το δυνατόν ανάλογοι.

Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων τα όρια του προσήκοντος και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ πλειόνων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, ενώ η προκαλούμενη επάχθεια δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

Επομένως, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε διαφορετικά έτη για να καθορίσει την αξία των παγκοσμίων πωλήσεων ορισμένων επιχειρήσεων και πραγματοποιεί τον υπολογισμό του βασικού ποσού των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν στις επιχειρήσεις αυτές για την περίοδο της συμμετοχής τους σε σύμπραξη ως μεμονωμένες επιχειρήσεις βάσει των κύκλων εργασιών που πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια διαφόρων ετών, δεν αντιμετωπίζει τις εν λόγω επιχειρήσεις με όμοιο τρόπο. Μολονότι ο σκοπός τον οποίο επικαλείται η Επιτροπή, ο οποίος καθιστά δυνατή τη σύγκριση της ικανότητας των μετόχων κοινής εταιρείας να προκαλέσουν ζημία στον ανταγωνισμό κατά το διάστημα που προηγείται της συστάσεώς της, είναι θεμιτός, δεν δικαιολογεί, πάντως, τέτοιου είδους άνιση μεταχείριση όταν η Επιτροπή μπορούσε προφανώς να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αποφεύγοντας την άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων όσον αφορά την επιλογή του έτους αναφοράς.

(βλ. σκέψεις 266-269, 271-272, 275-276)