Language of document : ECLI:EU:T:2023:830

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 20ής Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων εις βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων – Περιορισμοί όσον αφορά την πρόσβαση στο έδαφος των κρατών μελών – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων εις βάρος των οποίων ισχύουν περιορισμοί όσον αφορά την πρόσβαση στο έδαφος των κρατών μελών – Καταχώριση και διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος-ενάγοντος στους καταλόγους – Έννοια των “εξεχόντων επιχειρηματιών” – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της αποφάσεως 2014/145/ΚΕΠΠΑ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Σφάλμα εκτιμήσεως – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Επιχειρηματική ελευθερία – Δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή – Επιβολή περιορισμών εισόδου σε υπήκοο κράτους μέλους – Ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης»

Στην υπόθεση T‑313/22,

Roman Arkadyevich Abramovich, κάτοικος Nemchinovo (Ρωσία), εκπροσωπούμενος από τους T. Bontinck, A. Guillerme, S. Bonifassi, M. Brésart, L. Burguin, J. Goffin, J. Bastien, R. Lööf, δικηγόρους, και C. Zatschler, SC,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bishop και M.‑C. Cadilhac,

καθού-εναγομένου,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.‑F. Brakeland, C. Giolito, L. Puccio και M. Carpus Carcea,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Spielmann, πρόεδρο, V. Valančius, R. Mastroianni (εισηγητή), M. Brkan και I. Gâlea, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, ιδίως:

–        το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Μαΐου 2022·

–        την απόφαση της 16ης Αυγούστου 2022 με την οποία επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου·

–        τα υπομνήματα προσαρμογής που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Νοεμβρίου 2022, στις 23 Μαρτίου 2023 και στις 17 Μαΐου 2023·

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουλίου 2023,

έχοντας υπόψη, κατόπιν της λήξεως των καθηκόντων του δικαστή V. Valančius στις 26 Σεπτεμβρίου 2023, το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή του ο προσφεύγων-ενάγων Roman Arkadyevich Abramovich (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί, αφενός, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την ακύρωση, πρώτον, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2022/429 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2022, L 87 I, σ. 44), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/427 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2022, L 87  I, σ. 1) (στο εξής από κοινού: αρχικές πράξεις), δεύτερον, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2022/1530 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2022, L 239, σ. 149), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/1529 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2022, L 239, σ. 1) (στο εξής από κοινού: πράξεις του Σεπτεμβρίου 2022 περί διατηρήσεως), τρίτον, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2023/572 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2023, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2023, L 75 I, σ. 134), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2023/571 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2023, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2023, L 75 I, σ. 1) (στο εξής από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως), και, τέταρτον, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2023/811 του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2023, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2023, L 101, σ. 67), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2023/806 του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2023, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2023, L 101, σ. 1) (στο εξής από κοινού: πράξεις του Απριλίου 2023 περί διατηρήσεως και, από κοινού με τις πράξεις του Σεπτεμβρίου 2022 και του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως: πράξεις περί διατηρήσεως), στο μέτρο που οι πράξεις αυτές (στο εξής από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις) τον αφορούν, και ζητεί, αφετέρου, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της εκδόσεως των αρχικών πράξεων.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Ο προσφεύγων είναι επιχειρηματίας με ρωσική, ισραηλινή και πορτογαλική ιθαγένεια.

3        Στις 17 Μαρτίου 2014 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 16). Την ίδια ημέρα εξέδωσε, βάσει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) 269/2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 6).

4        Στις 21 Φεβρουαρίου 2022 ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας υπέγραψε διάταγμα με το οποίο αναγνώρισε την ανεξαρτησία και κυριαρχία της αυτοανακηρυχθείσας «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ» και της αυτοανακηρυχθείσας «Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ» και έδωσε διαταγή να αναπτυχθούν στις εν λόγω περιοχές οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.

5        Στις 22 Φεβρουαρίου 2022 ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας εξέδωσε δήλωση εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποία καταδίκασε τις προεκτεθείσες ενέργειες καθόσον συνιστούν σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος ανακοίνωσε ότι η Ένωση θα αντιδράσει στις πρόσφατες παραβιάσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας με την κατεπείγουσα λήψη πρόσθετων περιοριστικών μέτρων.

6        Στις 23 Φεβρουαρίου 2022 το Συμβούλιο έλαβε μια πρώτη σειρά περιοριστικών μέτρων. Τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα αφορούσαν, πρώτον, τους περιορισμούς που ισχύουν για τις οικονομικές σχέσεις με τις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, δεύτερον, τους περιορισμούς ως προς την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, μεταξύ άλλων διά της απαγορεύσεως της χρηματοδοτήσεως της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της κυβερνήσεως και της κεντρικής τράπεζάς της, και, τρίτον, την προσθήκη μελών της κυβερνήσεως, τραπεζών, επιχειρηματιών, στρατηγών και 336 μελών της Gosudarstvennaya Duma Federal’nogo Sobrania Rossiskoï Federatsii (Κρατικής Δούμας της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας) στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα.

7        Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας εξήγγειλε τη διεξαγωγή στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία, αυθημερόν δε οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση κατά της Ουκρανίας σε πλείονες περιοχές της.

8        Στις 25 Φεβρουαρίου 2022 το Συμβούλιο εξέδωσε δεύτερη σειρά περιοριστικών μέτρων. Επρόκειτο, πρώτον, για ατομικά μέτρα που αφορούσαν πολιτικούς και επιχειρηματίες εμπλεκόμενους στην προσβολή της ακεραιότητας της ουκρανικής επικράτειας. Δεύτερον, επρόκειτο για περιοριστικά μέτρα που ισχύουν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τους τομείς της άμυνας, της ενέργειας, της αεροπορίας και της διαστημικής βιομηχανίας. Τρίτον, επρόκειτο για μέτρα βάσει των οποίων ανεστάλη η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της συμφωνίας με αντικείμενο μέτρα για τη διευκόλυνση της χορήγησης θεωρήσεων σε ορισμένες κατηγορίες πολιτών της Ρωσικής Ομοσπονδίας οι οποίοι ζητούν θεώρηση για παραμονή σύντομης χρονικής διάρκειας.

9        Την ίδια ημέρα, λόγω της σοβαρότητας της καταστάσεως στην Ουκρανία, το Συμβούλιο εξέδωσε, αφενός, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2022/329, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2022, L 50, σ. 1), και, αφετέρου, τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/330, για την τροποποίηση του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2022, L 51, σ. 1), προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει τα κριτήρια κατ’ εφαρμογήν των οποίων τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή άλλους φορείς. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 11 της αποφάσεως 2022/329, το Συμβούλιο θεώρησε ότι τα κριτήρια για την καταχώριση έπρεπε να τροποποιηθούν, ώστε να περιληφθούν πρόσωπα και οντότητες που υποστήριζαν ή είχαν οφέλη από τη Ρωσική Κυβέρνηση, καθώς και πρόσωπα και οντότητες που παρείχαν σημαντική πηγή εσόδων σε αυτήν, και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συνδέονται με καταχωρισμένα πρόσωπα ή οντότητες.

10      Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2022/329, προβλέπει τα εξής:

«1.       Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που τελούν υπό την κυριότητα, την κατοχή ή τον έλεγχο:

[...]

δ)       φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που παρέχουν υλική ή οικονομική στήριξη σε Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας ή έχουν οφέλη από αυτούς·

[...]

ζ)       εξεχόντων επιχειρηματιών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς οι οποίοι παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στην κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας,

[...]

2.       Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα, ή προς όφελος αυτών.»

11      Η λεπτομερής διαδικασία της δεσμεύσεως κεφαλαίων καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 6, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε.

12      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και εʹ, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, απαγορεύει την είσοδο ή τη διέλευση από το έδαφος των κρατών μελών των φυσικών προσώπων που πληρούν κριτήρια κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα με εκείνα του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ζʹ, της αποφάσεως.

13      Ο κανονισμός 269/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2022/330, επιβάλλει τη λήψη μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων και καθορίζει τη διαδικασία της δεσμεύσεως αυτής χρησιμοποιώντας διατύπωση πανομοιότυπη, κατ’ ουσίαν, με εκείνη της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε. Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως ζʹ, του κανονισμού αυτού, όπως τροποποιήθηκε, επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως ζʹ, της εν λόγω αποφάσεως.

14      Στο πλαίσιο αυτό, με τις αρχικές πράξεις, το Συμβούλιο προσέθεσε το όνομα του προσφεύγοντος στους καταλόγους των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, οι οποίοι περιλαμβάνονταν στο παράρτημα της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, και στο παράρτημα I του κανονισμού 269/2014, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι).

15      Οι λόγοι καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους είναι οι ακόλουθοι:

«[Ο προσφεύγων] είναι Ρώσος ολιγάρχης που έχει μακροχρόνιους και στενούς δεσμούς με τον Vladimir Putin. Έχει προνομιακή πρόσβαση στον Πρόεδρο και διατηρεί πολύ καλές σχέσεις μαζί του. Η σχέση του με τον ηγέτη της Ρωσίας τον βοήθησε να διατηρήσει τον μεγάλο πλούτο του. Είναι κύριος μέτοχος του χαλυβουργικού ομίλου Evraz, ο οποίος είναι ένας από τους μεγαλύτερους φορολογούμενους της Ρωσίας.

Επωφελήθηκε, συνεπώς, από Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Είναι επίσης ένας από τους εξέχοντες Ρώσους επιχειρηματίες ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομικούς τομείς που παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στην κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας.»

16      Στις 16 Μαρτίου 2022 το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση υπόψη των προσώπων, των οντοτήτων και των φορέων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα τα οποία προβλέπονται στην απόφαση 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, και στον κανονισμό 269/2014, όπως εφαρμόζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 2022/427 (ΕΕ 2022, C 121 I, σ. 1). Η ανακοίνωση αυτή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μπορούσαν να υποβάλουν στο Συμβούλιο αίτημα για επανεξέταση της αποφάσεως να συμπεριληφθούν στους επίμαχους καταλόγους, αποστέλλοντας μαζί τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα.

17      Με έγγραφο της 13ης Απριλίου 2022, το Συμβούλιο διαβίβασε στον προσφεύγοντα τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στον φάκελο αποδεικτικών στοιχείων με αριθμό WK 3624/2022, της 12ης Μαρτίου 2022 (στο εξής: πρώτος φάκελος WK), στον οποίο είχε στηρίξει την απόφασή του.

18      Στις 25 Μαΐου 2022 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα για επανεξέταση των αρχικών πράξεων.

 Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής

19      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2022 το Συμβούλιο εξέδωσε τις πράξεις του Σεπτεμβρίου 2022 περί διατηρήσεως, με τις οποίες τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος του προσφεύγοντος παρατάθηκαν έως τις 15 Μαρτίου 2023. Στις πράξεις αυτές, το Συμβούλιο αιτιολόγησε την παράταση των μέτρων επαναλαμβάνοντας το σύνολο των λόγων των αρχικών πράξεων.

20      Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2022, στο οποίο είχε επισυναφθεί ο φάκελος αποδεικτικών στοιχείων με αριθμό WK 17693/2022, της 15ης Δεκεμβρίου 2022 (στο εξής: δεύτερος φάκελος WK), το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι σκόπευε να παρατείνει την ισχύ των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων και τον κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

21      Με επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2023, ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί των νέων αποδεικτικών στοιχείων.

22      Με τις πράξεις του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως, τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος του προσφεύγοντος παρατάθηκαν έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2023. Με επιστολή της 14ης Μαρτίου 2023, το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την απόφασή του.

23      Με τις πράξεις του Απριλίου 2023 περί διατηρήσεως, επήλθε τροποποίηση σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις της αιτιολογικής εκθέσεως που αφορούσε τον προσφεύγοντα, καθώς και στο τμήμα με τίτλο «πληροφορίες ταυτοποίησης» που τον αφορούσαν.

24      Οι λόγοι καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους τροποποιήθηκαν με τις πράξεις του Απριλίου 2023 περί διατηρήσεως, ως εξής:

«[Ο προσφεύγων] είναι Ρώσος ολιγάρχης που διατηρεί μακροχρόνιους και στενούς δεσμούς με τον Vladimir Putin. Έχει προνομιακή πρόσβαση στον Πρόεδρο και διατηρεί πολύ καλές σχέσεις μαζί του. Η σχέση του με τον ηγέτη της Ρωσίας τον έχει βοηθήσει να διατηρήσει τον μεγάλο πλούτο του. Είναι κύριος μέτοχος του χαλυβουργικού ομίλου Evraz, ο οποίος είναι ένας από τους μεγαλύτερους φορολογούμενους της Ρωσίας.

Επωφελήθηκε, συνεπώς, από Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Είναι επίσης ένας από τους εξέχοντες Ρώσους επιχειρηματίες ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομικούς τομείς που παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στην κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας.»

25      Με επιστολή της 11ης Μαΐου 2023, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα, απαντώντας σε επιστολή του της 4ης Μαΐου 2023, τους λόγους της τροποποιήσεως αυτής.

 Αιτήματα των διαδίκων

26      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις καθόσον τον αφορούν·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να καταβάλει στο φιλανθρωπικό ίδρυμα που βρίσκεται υπό σύσταση στο πλαίσιο της πωλήσεως της Chelsea FC προς όφελος των θυμάτων συρράξεων, ποσό προσωρινώς καθοριζόμενο σε 1 000 000 ευρώ, ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

27      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

28      Στο πλαίσιο της προσφυγής-αγωγής, ο προσφεύγων προβάλλει, προς στήριξη του αιτήματός του περί ακυρώσεως, τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά «προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως», ο δεύτερος «πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως», ο τρίτος «παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας» και ο τέταρτος «προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων». Ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς του Συμβουλίου του προκάλεσε ζημία η οποία πρέπει να αποκατασταθεί. Στο πλαίσιο των δύο πρώτων υπομνημάτων προσαρμογής, ο προσφεύγων προβάλλει επίσης επιχειρήματα που αφορούν «προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας» και «παράβαση εκ μέρους του Συμβουλίου της υποχρεώσεώς του για επανεξέταση στο πλαίσιο της εκδόσεως των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2022 και του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως», τα οποία συνδέονται, κατ’ ουσίαν, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οπότε θα αναλυθούν ως σκέλος του λόγου αυτού.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

29      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως μπορεί να υποδιαιρεθεί, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά «προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως» και το δεύτερο αποτελείται από επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο των δύο πρώτων υπομνημάτων προσαρμογής, τα οποία στρέφονται ειδικώς κατά των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2022 και του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως.

–       Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά «προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως»

30      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που παρέσχε το Συμβούλιο δεν του παρέχουν τη δυνατότητα να αμυνθεί προσηκόντως. Ειδικότερα, προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν διευκρίνισε τη φύση και το περιεχόμενο των «δεσμών» ή των «σχέσεων» με τον Πρόεδρο Πούτιν.

31      Κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο δεν του κοινοποίησε έγκυρες και αξιόπιστες πληροφορίες που να του παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγξει τους λόγους της καταχωρίσεως και της διατηρήσεως του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, καθώς και τους επιμέρους, ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ήταν δικαιολογημένες.

32      Συναφώς, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο, τα οποία αποτελούνται μόνον από άρθρα στον Τύπο ή αποσπάσματα και στιγμιότυπα οθόνης από ιστότοπους, δεν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό οποιασδήποτε πράξεως στηρίξεως που δέχθηκε ή οφέλους που έλαβε από τον Πρόεδρο Πούτιν.

33      Επιπλέον, ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν προσδιόρισε τους Ρώσους ιθύνοντες από τους οποίους φέρεται ότι επωφελήθηκε.

34      Εξάλλου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα του Συμβουλίου τον υποχρεώνουν να προσκομίσει αρνητικές αποδείξεις, αντιστρέφοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το βάρος αποδείξεως.

35      Στο υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων προβάλλει ότι, κατά τον χρόνο της λήψεως των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, δεν υφίσταντο στοιχεία που να συγκροτούν τη δέουσα πραγματική βάση. Επιπλέον, προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν έλαβε υπόψη το πλαίσιο και τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, στο μέτρο που το Συμβούλιο δεν επικαλείται δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων βάσει των οποίων να μπορεί να αποδειχθεί επαρκής σύνδεσμος μεταξύ αυτού και των «καταστάσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν», ήτοι των ενεργειών που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

36      Με τα υπομνήματα προσαρμογής, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι, όσον αφορά τον χαλυβουργικό όμιλο Evraz (στο εξής: Evraz), η ιδιότητά του ως μετόχου της μητρικής εταιρίας τού παρέχει τη δυνατότητα να ασκήσει επιρροή στις καταστάσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν με τα περιοριστικά μέτρα. Συναφώς, επισημαίνει ότι το Συμβούλιο δεν στηρίζεται πλέον στα αποδεικτικά στοιχεία που επισυνάφθηκαν στην επιστολή της 22ας Δεκεμβρίου 2022, τα οποία αναφέρονται γενικώς στις εμπορικές σχέσεις του Evraz και, ειδικότερα, στις συμβάσεις που είχαν συνάψει θυγατρικές του ομίλου με την Εθνική Φρουρά της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Επιπλέον, δεν έγινε επίκληση των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στον δεύτερο φάκελο WK κατά την έκδοση των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2022 περί διατηρήσεως, μολονότι τα στοιχεία αυτά, κατά μεγάλο μέρος, ήταν προγενέστερα των εν λόγω πράξεων.

37      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

38      Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), επιβάλλει ο ενδιαφερόμενος να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση που τον αφορά είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχει γνωστοποιηθεί το αιτιολογικό αυτό κατόπιν αιτήσεώς του (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψεις 49 και 50, και της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Ειδικότερα, η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία ούτε να απαντά λεπτομερώς στις εκτιμήσεις που διατύπωσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση της ίδιας πράξεως, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Συγκεκριμένα, αφενός, μια βλαπτική πράξη κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον θιγόμενο, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου. Αφετέρου, ο βαθμός ακρίβειας της αιτιολογίας μιας πράξεως πρέπει να είναι ανάλογος των υλικών δυνατοτήτων και των τεχνικών συνθηκών ή της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να εκδοθεί (βλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Επιπλέον, η νομολογία έχει διευκρινίσει ότι η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου περί επιβολής περιοριστικού μέτρου δεν πρέπει να προσδιορίζει μόνο τη νομική βάση του μέτρου αυτού, αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα στον θιγόμενο (βλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας πράξεως συνιστά ουσιώδη τύπο και πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της βασιμότητας των παρατιθεμένων λόγων, το οποίο άπτεται της ουσιαστικής νομιμότητας της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας πράξεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή. Εάν οι λόγοι αυτοί εμπεριέχουν σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της πράξεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν εκφράζει εσφαλμένους λόγους (βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ του ζητήματος της αιτιολογίας και του ζητήματος της αποδείξεως της προβαλλόμενης συμπεριφοράς, το οποίο εμπίπτει και αυτό στην ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως και προϋποθέτει τον έλεγχο του υποστατού των πραγματικών περιστατικών τα οποία εκτίθενται στην πράξη καθώς και του χαρακτηρισμού των περιστατικών ως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του εμπλεκόμενου προσώπου (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Chyzh κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑276/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:748, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Προκαταρκτικώς επισημαίνεται, όπως παραδέχθηκε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα επιχειρήματά του σχετικά με την ακρίβεια των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στους λόγους καταχωρίσεως, σχετικά με το ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων και σχετικά με το περιεχόμενο του δεύτερου φακέλου WK, αφορούν το βάσιμο των προσβαλλομένων πράξεων και δεν αφορούν την ύπαρξη ή την επάρκεια της αιτιολογίας τους. Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημά του για την φερόμενη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, το οποίο αφορά το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας.

45      Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι το γενικό πλαίσιο που οδήγησε το Συμβούλιο στη λήψη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εκτίθεται σαφώς στις αιτιολογικές σκέψεις των προσβαλλομένων πράξεων, στις οποίες γίνεται, μεταξύ άλλων, αναφορά στην απρόκλητη και αδικαιολόγητη στρατιωτική επίθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά της Ουκρανίας. Ομοίως, οι νομικές βάσεις δυνάμει των οποίων εκδόθηκαν οι εν λόγω πράξεις, ήτοι το άρθρο 29 ΣΕΕ και το άρθρο 215 ΣΛΕΕ, προσδιορίζονται σαφώς. Η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων παρατίθεται στις σκέψεις 14 και 24 ανωτέρω. Επομένως, το πλαίσιο και οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκαν οι πράξεις αυτές ήταν απολύτως γνωστά στον προσφεύγοντα.

46      Δεύτερον, από το γράμμα της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι το Συμβούλιο καταχώρισε το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους στηριζόμενο σε δύο κριτήρια, τα οποία μνημονεύονται ρητώς στους λόγους καταχωρίσεως, ήτοι στα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ζʹ, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής αντιστοίχως: κριτήριο δʹ και κριτήριο ζʹ) (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητεί ο προσφεύγων.

47      Τρίτον, οι λόγοι καταχωρίσεως που μνημονεύονται στις σκέψεις 15 και 24 ανωτέρω παρείχαν στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να κατανοήσει ότι το όνομά του καταχωρίσθηκε και διατηρήθηκε στους επίμαχους καταλόγους λόγω, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι διατηρούσε στενούς και μακροχρόνιους δεσμούς με τον Πρόεδρο Πούτιν οι οποίοι, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους, τον βοήθησαν να διατηρήσει σημαντικό πλούτο, με αποτέλεσμα να έχει αποκομίσει οφέλη από Ρώσους ιθύνοντες υπεύθυνους για την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Επιπλέον, ο προσφεύγων χαρακτηρίζεται ως ένας από τους βασικούς μετόχους της μητρικής εταιρίας του Evraz, που συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων φορολογουμένων της Ρωσίας, οπότε χαρακτηρίζεται ως εξέχων επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος σε οικονομικό τομέα ο οποίος παρέχει ή αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για την Κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

48      Συναφώς, όσον αφορά, ειδικότερα, τον φερόμενο ως αόριστο και γενικό χαρακτήρα της αναφοράς σε Ρώσους ιθύνοντες, επισημαίνεται, όπως επισήμανε και το Συμβούλιο, ότι η αιτιολογική έκθεση, καθόσον κάνει λόγο για τον «ηγέτη της Ρωσίας» στον ενικό, με αποτέλεσμα να προσδιορίζεται ευχερώς ο Προέδρος Πούτιν ως ο Ρώσος ιθύνων από τον οποίο επωφελήθηκε ο προσφεύγων, είναι επαρκώς ακριβής.

49      Τέλος, δεδομένου ότι δεν μεταβλήθηκαν οι λόγοι καταχωρίσεως και διατηρήσεως του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προσάψει στο Συμβούλιο ότι δεν αναφέρθηκε, στο πλαίσιο της αιτιολογικής έκθεσης των πράξεων περί διατηρήσεως, στα αποδεικτικά στοιχεία που του είχε διαβιβάσει με το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2022.

50      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραθέτουν επαρκώς κατά νόμον τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που αποτελούν, κατά το Συμβούλιο, τη βάση τους.

51      Επομένως, απορρίπτεται το υπό κρίση σκέλος.

–       Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται «προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας» και «μη τήρηση εκ μέρους του Συμβουλίου της υποχρεώσεώς του επανεξετάσεως στο πλαίσιο της εκδόσεως των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2022 και του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως»

52      Ο προσφεύγων προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Συμβούλιο ότι δεν του παρέσχε τη δυνατότητα ακροάσεως πριν από την έκδοση των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2022 και του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως και ότι δεν έδωσε ουσιαστική απάντηση σε ορισμένα επιχειρήματα που προέβαλε και στοιχεία που προσκόμισε.

53      Επιπλέον, ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν αξιολόγησε εκ νέου την ανάγκη διατηρήσεως των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εις βάρος του, ότι αναφέρθηκε σε στοιχεία που δεν ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων και ότι αγνόησε τις μεταβολές των περιστάσεων που επήλθαν μετά την καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον ρόλο που διαδραμάτισε σε διάφορες ανθρωπιστικές προσπάθειες και στη διαμεσολάβηση μεταξύ των μερών καθώς και τις σχέσεις του με τον Πρόεδρο Πούτιν.

54      Ο προσφεύγων εκτιμά ότι οι πράξεις του Σεπτεμβρίου 2022 και του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως δεν θα είχαν, επομένως, εκδοθεί αν το Συμβούλιο είχε επανεξετάσει την κατάστασή του και είχε προβεί σε ακρόασή του.

55      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

56      Το δικαίωμα ακροάσεως σε κάθε διαδικασία, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (βλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Στο πλαίσιο διαδικασίας αφορώσας την έκδοση της αποφάσεως, μεταξύ άλλων, περί διατηρήσεως του ονόματος προσώπου σε κατάλογο που περιέχεται στο παράρτημα πράξεως επιβάλλουσας περιοριστικά μέτρα, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει η αρμόδια αρχή της Ένωσης να κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο τα στοιχεία που διαθέτει εις βάρος του για να στηρίξει την απόφασή της, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να μπορέσει να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει έχοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων αν είναι σκόπιμο να προσφύγει στον δικαστή της Ένωσης. Κατά την κοινοποίηση αυτή, η αρμόδια αρχή της Ένωσης πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στο πρόσωπο αυτό να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του επί των λόγων που ελήφθησαν υπόψη έναντι αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 111 και 112, και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 93).

58      Η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε με τη φύση της οικείας πράξεως, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Είναι επιβεβλημένο να παρέχεται δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεων με τις οποίες διατηρείται το όνομα προσώπου ή η επωνυμία οντότητας σε κατάλογο προσώπων ή οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα όταν το Συμβούλιο δέχεται, στην απόφαση περί διατηρήσεως του ονόματος προσώπου στον κατάλογο αυτόν, νέα στοιχεία εις βάρος του εν λόγω προσώπου, δηλαδή στοιχεία που δεν είχαν ληφθεί υπόψη στην αρχική απόφαση περί καταχωρίσεως του ονόματός του στον ίδιο κατάλογο (βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Amisi Kumba κατά Συμβουλίου, T‑163/18, EU:T:2020:57, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου, C‑266/15 P, EU:C:2016:208, σκέψη 33).

60      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι ούτε η επίμαχη ρύθμιση ούτε η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας παρέχουν στους ενδιαφερομένους δικαίωμα επίσημης ακροάσεως, η δε δυνατότητα να υποβάλουν γραπτώς τις παρατηρήσεις τους είναι επαρκής (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 93, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑35/10 και T‑7/11, EU:T:2013:397, σκέψη 105).

61      Επομένως, όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διατυπώνει παρατηρήσεις σχετικά με την αιτιολογική έκθεση, η αρμόδια αρχή της Ένωσης έχει την υποχρέωση να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, το βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων, υπό το φως των παρατηρήσεων αυτών και των ενδεχόμενων απαλλακτικών στοιχείων που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις αυτές (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 114).

62      Εν προκειμένω, όσον αφορά τις πράξεις του Σεπτεμβρίου 2022 περί διατηρήσεως, το Συμβούλιο δημοσίευσε, στις 16 Μαρτίου 2022, ανακοίνωση (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω) υπόψη των ενδιαφερόμενων προσώπων και οντοτήτων, με την οποία τους επισήμανε ότι μπορούσαν να υποβάλουν αίτημα για επανεξέταση πριν από την 1η Ιουνίου 2022. Συνακόλουθα, ο προσφεύγων μπόρεσε να υποβάλει το πρώτο αίτημά του για επανεξέταση, με ημερομηνία 25 Μαΐου 2022, οπότε είχε τη δυνατότητα να καταστήσει γνωστή την άποψή του πριν από την έκδοση των εν λόγω πράξεων περί διατηρήσεως.

63      Όσον αφορά την αξιολόγηση της ανάγκης διατηρήσεως σε ισχύ των μέτρων κατά του προσφεύγοντος, με το από 15 Σεπτεμβρίου 2022 έγγραφό του, το Συμβούλιο όχι μόνο υπενθύμισε τα επιχειρήματα που προέβαλε με το υπόμνημα αντικρούσεως, δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις που περιέχονταν στην αίτηση του προσφεύγοντος για επανεξέταση ήταν παρόμοιες με τους λόγους που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, αλλά παρέσχε επίσης ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις σε σχέση με τους δεσμούς που διατηρούσε ο προσφεύγων με τον Πρόεδρο Πούτιν, καθώς και σε σχέση με την ιδιότητά του ως κύριου μετόχου του Evraz, οι οποίες δικαιολογούσαν τη διατήρηση σε ισχύ των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εις βάρος του. Επιπλέον, το Συμβούλιο επισήμανε ότι δεν επήλθε μεταβολή των περιστάσεων, όπως μαρτυρεί, μεταξύ άλλων, η έκδοση των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2022 περί διατηρήσεως βάσει των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκαν οι αρχικές πράξεις. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάμειξη του προσφεύγοντος σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες, ανθρωπιστικές προσπάθειες και προσπάθειες διαμεσολάβησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβολή των περιστάσεων, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων.  

64      Επομένως, το Συμβούλιο δεν παρέβη την υποχρέωση για επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος πριν από την έκδοση των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2022 περί διατηρήσεως.

65      Όσον αφορά τις πράξεις του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα, με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2022, ότι σκόπευε να διατηρήσει το όνομά του στους επίμαχους καταλόγους, στηριζόμενο στην ίδια αιτιολογία, και τον κάλεσε να υποβάλει παρατηρήσεις, πράγμα το οποίο ο προσφεύγων έπραξε με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2023.

66      Συνεπώς, ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που του είχε διαβιβάσει το Συμβούλιο με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2022, συνοδευόμενο από τον δεύτερο φάκελο WK.

67      Επομένως, το Συμβούλιο διαβίβασε στον προσφεύγοντα τα νέα στοιχεία πριν από την έκδοση των πράξεων του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως και ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του επ’ αυτών πριν από τη διατήρηση των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εις βάρος του.

68      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, μολονότι το Συμβούλιο απέρριψε το δεύτερο αίτημα για επανεξέταση και αποφάσισε να διατηρήσει τα επίμαχα μέτρα έναντι του προσφεύγοντος, το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι παρέβη την υποχρέωσή του για επανεξέταση. Πράγματι, αφενός, ουδεμία μεταβολή των περιστάσεων επήλθε σε σχέση με την έκδοση των αρχικών πράξεων και, αφετέρου, τίποτα δεν εμπόδιζε τον προσφεύγοντα να προσκομίσει νέα αποδεικτικά στοιχεία με τη δεύτερη αίτηση για επανεξέταση προς στήριξη του επιχειρήματος σχετικά με τις μεταβολές των περιστάσεων που υποστηρίζει ότι επήλθαν μετά την καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους. Επιπλέον, με το έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2023, το Συμβούλιο προσδιόρισε τους λόγους που δικαιολογούσαν τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, ήτοι, αφενός, τη δραστηριότητά του ως εξέχοντος επιχειρηματία και, αφετέρου, τους δεσμούς του με τον Πρόεδρο Πούτιν.

69      Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη ουσιαστικής απαντήσεως σε ορισμένα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, επισημαίνεται ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως συνεπάγεται μεν υποχρέωση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να παρέχουν στο πρόσωπο το οποίο αφορά βλαπτική πράξη τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς την άποψή του, όχι όμως και την υποχρέωσή τους να συμφωνήσουν με την άποψη αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 2017, Arbuzov κατά Συμβουλίου, T‑221/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:478, σκέψη 84, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2018, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑288/15, EU:T:2018:619, σκέψη 330).

70      Επομένως, το γεγονός και μόνο ότι το Συμβούλιο δεν διαπίστωσε το αβάσιμο της παρατάσεως της ισχύος των περιοριστικών μέτρων και ότι δεν εκτίμησε καν σκόπιμο να προβεί σε εξακριβώσεις λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που υπέβαλε ο προσφεύγων, δεν συνεπάγεται ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε γνώση των παρατηρήσεων αυτών (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2018, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑288/15, EU:T:2018:619, σκέψεις 330 και 331).

71      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με το ότι τα νέα αποδεικτικά στοιχεία δεν ίσχυαν κατά τον επίμαχο χρόνο, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό, στο μέτρο που αφορά σφάλμα εκτιμήσεως, δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους.

72      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι το Συμβούλιο εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τον σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως του προσφεύγοντος κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση των πράξεων του Σεπτεμβρίου 2022 και του Μαρτίου 2023 περί διατηρήσεως. Επομένως, απορρίπτεται το υπό κρίση σκέλος και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται «πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως»

73      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο δεν προσκομίζει συγκεκριμένα, σαφή και συγκλίνοντα στοιχεία ικανά να αποτελέσουν επαρκώς στέρεα πραγματική βάση προς στήριξη της καταχωρίσεως και της διατηρήσεως του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων δʹ και ζʹ.

74      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

75      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορά σφάλμα εκτιμήσεως και όχι πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Πράγματι, μολονότι είναι αληθές ότι το Συμβούλιο διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για να καθορίσει, ανά περίπτωση, αν πληρούνται τα νομικά κριτήρια επί των οποίων στηρίζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, εντούτοις τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, Ovsyannikov κατά Συμβουλίου, T‑714/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:674, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Η αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού ελέγχου τον οποίο εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη επιβάλλει, μεταξύ άλλων, ο δικαστής της Ένωσης να βεβαιώνεται ότι η απόφαση με την οποία ελήφθησαν ή διατηρήθηκαν σε ισχύ περιοριστικά μέτρα, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα, στηρίζεται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, ούτως ώστε ο δικαιοδοτικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην εκτίμηση της αφηρημένης αληθοφάνειας των προβαλλόμενων λόγων, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθεαυτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή απόφαση είναι τεκμηριωμένοι (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 119, και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 128).

77      Κατά την εκτίμηση αυτή, τα αποδεικτικά και πληροφοριακά στοιχεία δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται. Πράγματι, το Συμβούλιο ανταποκρίνεται στο βάρος αποδείξεως που φέρει εφόσον προσκομίζει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μια δέσμη επαρκώς συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου μεταξύ του προσώπου ή της οντότητας που υπόκειται σε μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων και του καθεστώτος ή, γενικά, των καταστάσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν (βλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Badica και Kardiam κατά Συμβουλίου, T‑619/15, EU:T:2017:532, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, Ovsyannikov κατά Συμβουλίου, T‑714/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:674, σκέψεις 63 και 66).

78      Στην αρμόδια αρχή της Ένωσης εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου ή της οντότητας, και όχι στο πρόσωπο αυτό ή την οντότητα αυτή να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη περί του αβασίμου των λόγων. Προς τούτο, δεν απαιτείται το Συμβούλιο να προσκομίσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το σύνολο των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που συνδέονται εγγενώς με τους λόγους που προβάλλονται στην πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση. Πρέπει οι πληροφορίες και τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν να τεκμηριώνουν τους λόγους που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου ή της οντότητας (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 121 και 122, και της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, C‑280/12 P, EU:C:2013:775, σκέψη 67· βλ., επίσης, απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Prigozhin κατά Συμβουλίου, T‑723/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:317, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εξακριβώσει την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται σε σχέση με τις πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά και να εκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη των τελευταίων αυτών σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υποθέσεως και υπό το φως των ενδεχόμενων παρατηρήσεων που υπέβαλε, μεταξύ άλλων, το οικείο πρόσωπο ή η οντότητα συναφώς (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 124).

80      Όσον αφορά, ειδικότερα, τον έλεγχο νομιμότητας που ασκείται επί των πράξεων διατηρήσεως του ονόματος του οικείου προσώπου στους επίμαχους καταλόγους, υπενθυμίζεται ότι τα περιοριστικά μέτρα έχουν προληπτικό και, εξ ορισμού, προσωρινό χαρακτήρα, η δε ισχύς τους εξαρτάται πάντοτε από το αν εξακολουθούν να υφίστανται οι πραγματικές και νομικές περιστάσεις βάσει των οποίων ελήφθησαν τα περιοριστικά μέτρα, καθώς και από την ανάγκη διατηρήσεώς τους σε ισχύ προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με τα μέτρα αυτά σκοπού. Συνεπώς, κατά την περιοδική επανεξέταση των εν λόγω μέτρων, εναπόκειται στο Συμβούλιο να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της καταστάσεως και σε απολογισμό των επιπτώσεων των μέτρων αυτών, προκειμένου να προσδιοριστεί αν τα μέτρα κατέστησαν δυνατή την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονταν με την αρχική καταχώριση των ονομάτων των οικείων προσώπων και οντοτήτων στον επίμαχο κατάλογο ή αν εξακολουθεί να είναι δυνατή η συναγωγή του ίδιου συμπεράσματος σχετικά με τα εν λόγω πρόσωπα και οντότητες (βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2022, Ilunga Luyoyo κατά Συμβουλίου, T‑108/21, EU:T:2022:253, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, Ovsyannikov κατά Συμβουλίου, T‑714/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:674, σκέψη 67).

81      Ως εκ τούτου, προκειμένου να αιτιολογηθεί η διατήρηση του ονόματος προσώπου σε κατάλογο προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, δεν απαγορεύεται να στηριχθεί το Συμβούλιο στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολόγησαν την αρχική καταχώριση, την εκ νέου καταχώριση ή την προηγούμενη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον εν λόγω κατάλογο, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, δεν έχουν τροποποιηθεί οι λόγοι καταχωρίσεως και, αφετέρου, το πλαίσιο της υποθέσεως δεν έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά να έχουν καταστεί παρωχημένα (πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Kaddour κατά Συμβουλίου, T‑510/18, EU:T:2020:436, σκέψη 99). Στο πλαίσιο αυτό, η εξέλιξη του πλαισίου της υποθέσεως περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση, αφενός, της καταστάσεως της χώρας ως προς την οποία θεσπίστηκε το σύστημα περιοριστικών μέτρων, καθώς και της ιδιαίτερης καταστάσεως του οικείου προσώπου (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, Ovsyannikov κατά Συμβουλίου, T‑714/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:674, σκέψη 78· πρβλ., επίσης, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Kaddour κατά Συμβουλίου, T‑510/18, EU:T:2020:436, σκέψη 101), και, αφετέρου, του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων και, ιδίως, της επιτεύξεως των σκοπών που επιδιώκονται με τα περιοριστικά μέτρα (απόφαση της 27ης Απριλίου 2022, Ilunga Luyoyo κατά Συμβουλίου, T‑108/21, EU:T:2022:253, σκέψη 56· πρβλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Amisi Kumba κατά Συμβουλίου, T‑163/18, EU:T:2020:57, σκέψεις 82 έως 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξακριβωθεί αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως αποφασίζοντας να καταχωρίσει και εν συνεχεία να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, αρχής γενομένης από την εξέταση της εφαρμογής του κριτηρίου ζʹ ως προς αυτόν.

–       Επί της εφαρμογής στον προσφεύγοντα του κριτηρίου ζʹ

83      Ο προσφεύγων αμφισβητεί, γενικώς, ότι το γεγονός ότι είναι κύριος μέτοχος του Evraz μπορεί να συνεπάγεται είτε σημαντική εισφορά στα φορολογικά έσοδα της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε σχέση με την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας είτε στενούς δεσμούς με τη Ρωσική Κυβέρνηση.

84      Πρώτον, ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι ο Evraz δεν αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Ομοσπονδία καθόσον οι φόροι που καταβάλλει διατίθενται στον περιφερειακό προϋπολογισμό, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό.

85      Δεύτερον, ο προσφεύγων προβάλλει τα αρνητικά αποτελέσματα που είχαν για τον Evraz οι ενέργειες της Ρωσικής Κυβερνήσεως στην Ουκρανία.

86      Τρίτον, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι κατέχει μόνον το 28,64 % του εταιρικού κεφαλαίου της μητρικής εταιρίας του Evraz, γεγονός που δεν του προσδίδει την ιδιότητα του πλειοψηφικού μετόχου ούτε του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τις δραστηριότητες της εν λόγω εταιρίας.

87      Τέταρτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι δραστηριότητες του Evraz δεν περιορίζονται στη Ρωσία, αλλά ασκούνται και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, καθώς και στην Τσεχική Δημοκρατία και το Καζακστάν.

88      Πέμπτον, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι οι προσωπικές φορολογικές εισφορές του στη Ρωσία δεν είναι σημαντικές και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός φορολογούμενος για τη Ρωσική Ομοσπονδία. Συναφώς, αμφισβητεί την εφαρμογή του κριτηρίου του «τομέα δραστηριότητας», το οποίο, κατά τον προσφεύγοντα, εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, προκειμένου να προσδιοριστεί η κύρια πηγή εσόδων. Προσθέτει ότι το γεγονός ότι ο Evraz είναι ο προμηθευτής χάλυβα της εθνικής εταιρίας σιδηροδρόμων δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία για την απόδειξη της εισφοράς σημαντικής πηγής εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση.

89      Έκτον και τελευταίο, ο προσφεύγων αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό του ως «εξέχοντος επιχειρηματία» στη Ρωσία και υπενθυμίζει ότι η περιουσία του επενδύθηκε κατά μεγάλο μέρος εκτός της χώρας αυτής, ήτοι, μεταξύ άλλων, στο Ισραήλ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, και ότι, εξάλλου, διακρίθηκε ως αναγνωρισμένος φιλάνθρωπος του οποίου οι φιλανθρωπικές δράσεις εκτείνονται σε όλες τις χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται.

90      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

91      Εν προκειμένω, ο παρατεθείς λόγος που αφορά τον προσφεύγοντα και συνδέεται με το κριτήριο ζʹ έγκειται στο ότι αυτός, δεδομένου ότι είναι κύριος μέτοχος ή ένας από τους βασικούς μετόχους του Evraz, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους φορολογούμενους της Ρωσίας, είναι εξέχων επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται σε οικονομικούς τομείς οι οποίοι παρέχουν ή αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την Κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

92      Το κριτήριο ζʹ χρησιμοποιεί την έννοια των «εξεχόντων επιχειρηματιών» σε συσχετισμό με την άσκηση «[δραστηριότητας] σε οικονομικούς τομείς οι οποίοι παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στη [Ρωσική Κυβέρνηση]», χωρίς άλλη προϋπόθεση όσον αφορά την άμεση ή έμμεση σχέση με την εν λόγω κυβέρνηση. Πράγματι, σκοπός του κριτηρίου αυτού είναι η άσκηση της μέγιστης δυνατής πιέσεως στις ρωσικές αρχές, προκειμένου να παύσουν τις ενέργειες και τις πολιτικές τους που αποσταθεροποιούν την Ουκρανία καθώς και τη στρατιωτική επίθεση κατά της εν λόγω χώρας.

93      Συναφώς, υφίσταται εύλογη σχέση μεταξύ, αφενός, της εστιάσεως στους εξέχοντες επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς που αποφέρουν σημαντικά έσοδα στη Ρωσική Κυβέρνηση και, αφετέρου, του σκοπού των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, ο οποίος συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο να αυξηθεί η πίεση στη Ρωσική Ομοσπονδία καθώς και στο να αυξηθεί το κόστος των ενεργειών της που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 157 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Εντούτοις, από κανένα στοιχείο των αιτιολογικών σκέψεων ή των διατάξεων της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, και του κανονισμού 269/2014, όπως τροποποιήθηκε, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι εναπόκειται στο Συμβούλιο να αποδείξει την ύπαρξη στενών δεσμών ή σχέσεως αλληλεξαρτήσεως μεταξύ του προσώπου του οποίου το όνομα καταχωρίζεται στους επίμαχους καταλόγους και της Ρωσικής Κυβερνήσεως ή των ενεργειών της που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

95      Τέτοια ερμηνεία θα προσέκρουε όχι μόνο στο γράμμα του κριτηρίου ζʹ, αλλά και στον επιδιωκόμενο σκοπό.

96      Συγκεκριμένα, αφενός, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του κριτηρίου ζʹ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα πρέπει να θεωρούνται ως ασκούντα επιρροή λόγω της σπουδαιότητάς τους στον οικονομικό τομέα στον οποίο ασκούν τη δραστηριότητά τους και λόγω της σημασίας του τομέα αυτού για τη ρωσική οικονομία (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 157 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, ο όρος «εξέχοντες επιχειρηματίες» πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά τη σπουδαιότητα των προσώπων αυτών υπό το πρίσμα, κατά περίπτωση, της επαγγελματικής τους ιδιότητας, του σημαντικού χαρακτήρα των οικονομικών δραστηριοτήτων τους, του μεγέθους των εισοδημάτων τους από κεφάλαια ή των καθηκόντων τους σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις στις οποίες ασκούν τις δραστηριότητες αυτές.

97      Αφετέρου, ο σκοπός των επίμαχων περιοριστικών μέτρων δεν είναι η επιβολή κυρώσεων σε ορισμένα πρόσωπα ή οντότητες λόγω των δεσμών τους με την κατάσταση στην Ουκρανία ή των δεσμών τους με τη Ρωσική Κυβέρνηση, αλλά, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 93 ανωτέρω, η άσκηση της μέγιστης δυνατής πιέσεως στις ρωσικές αρχές προκειμένου να παύσουν τις ενέργειες και τις πολιτικές τους που αποσταθεροποιούν την Ουκρανία, καθώς και η αύξηση του κόστους των ενεργειών της Ρωσικής Ομοσπονδίας που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και η επίσπευση του τέλους της κρίσης (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 163 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

98      Εν τέλει, το κριτήριο ζʹ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια, αφενός, ότι εφαρμόζεται σε «εξέχοντες επιχειρηματίες» κατά την έννοια που περιγράφεται στη σκέψη 96 ανωτέρω και, αφετέρου, ότι οι οικονομικοί τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνται τα εν λόγω πρόσωπα είναι εκείνοι που πρέπει να παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση.

99      Επομένως, το βάσιμο των λόγων που παρατίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα αυτής της ερμηνείας του κριτηρίου ζʹ.

100    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι λόγοι καταχωρίσεως και διατηρήσεως του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους δεν έχουν μεταβληθεί, δεν συντρέχει λόγος να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των αρχικών πράξεων και, αφετέρου, των πράξεων περί διατηρήσεως, καθόσον ο έλεγχος των πληροφοριών που περιέχονται στην αιτιολογική έκθεση καθώς και στα αποδεικτικά στοιχεία, που περιλαμβάνονται στον πρώτο και στον δεύτερο φάκελο WK, αφορά, κατ’ ουσίαν, τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

101    Οι λόγοι που παρατέθηκαν ως προς τον προσφεύγοντα, όσον αφορά το κριτήριο ζʹ, αφορούν το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως τόσο των αρχικών πράξεων όσο και των πράξεων περί διατηρήσεως, αυτός ήταν κύριος μέτοχος ή ένας από τους βασικούς μετόχους του Evraz, που συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων φορολογουμένων της Ρωσίας και δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, σε οικονομικό τομέα ο οποίος παρέχει ή αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τη Ρωσική Κυβέρνηση.

102    Από τα στοιχεία της δικογραφίας της υποθέσεως προκύπτει ότι ο προσφεύγων κατέχει άμεσα το 28,64 % του εταιρικού κεφαλαίου της μητρικής εταιρίας του Evraz και ότι μόνον τρεις άλλοι μέτοχοι της εταιρίας αυτής κατέχουν συμμετοχή άνω του 5 %.

103    Μολονότι ο προσφεύγων αμφισβητεί την ιδιότητά του ως κύριου μετόχου του Evraz καθώς και την εξουσία του να καθορίζει τις δραστηριότητες του ομίλου ή να ελέγχει τον εν λόγω όμιλο, δεν αμφισβητείται όχι μόνον ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους μετόχους της μητρικής εταιρίας του Evraz, αλλά και ότι, σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο της εταιρίας αυτής που κατέθεσε ο προσφεύγων στη δικογραφία της υποθέσεως, είναι ο βασικός της μέτοχος.

104    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της μητρικής εταιρίας του Evraz, ο προσφεύγων κατέχει το υψηλότερο ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου μεταξύ των τεσσάρων βασικών μετόχων, περιλαμβανομένου του ιδίου, οι οποίοι, από κοινού, κατέχουν το 63,35 % των δικαιωμάτων αυτών, ενώ το υπόλοιπο του εταιρικού κεφαλαίου είναι ευρείας διασποράς, και οι οποίοι μπορούν να ασκούν έλεγχο στην εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου, στη δήλωση των μερισμάτων, στον διορισμό της διοικήσεως και σε άλλες αποφάσεις σχετικά με την πολιτική της εν λόγω μητρικής εταιρίας. Συναφώς, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, επισημαίνεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας αποτελείται από έντεκα μέλη, εκ των οποίων έξι ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, και ότι ο προσφεύγων έχει το δικαίωμα να διορίζει, από μόνος του, έως τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, έστω και αν η συμμετοχή του προσφεύγοντος στην επίμαχη μητρική εταιρία ως απλού επενδυτή συνιστά μειοψηφική συμμετοχή η οποία δεν του παρέχει τη δυνατότητα να ασκεί κανενός είδους έλεγχο επ’ αυτής, εντούτοις η συμμετοχή αυτή παραμένει σημαντική, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι ο Evraz είναι ένας από τους κύριους ρωσικούς ομίλους στον τομέα της χαλυβουργίας και των εξορύξεων. Επομένως, ως βασικός μέτοχος της επίμαχης μητρικής εταιρίας επί σειρά ετών, ο προσφεύγων μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξέχων επιχειρηματίας βάσει του κριτηρίου ζʹ.

105    Όσον αφορά, ειδικότερα, τον «εξέχοντα» χαρακτήρα του προσφεύγοντος, διευκρινίζεται ότι, για την υπαγωγή στην κατηγορία των «εξεχόντων επιχειρηματιών», όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 96 και 97 ανωτέρω, το κριτήριο ζʹ δεν απαιτεί την ύπαρξη στενών δεσμών ή σχέσεως αλληλεξαρτήσεως με τη Ρωσική Κυβέρνηση ή με τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ούτε περαιτέρω ο χαρακτήρας αυτός εξαρτάται από ένα είδος καταλογισμού στον προσφεύγοντα της αποφάσεως να συνεχιστεί η εισβολή στην Ουκρανία ή από την ύπαρξη άμεσου ή έμμεσου δεσμού με την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας, οπότε το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με την απουσία οφέλους από τις δραστηριότητες της Ρωσικής Κυβερνήσεως στην Ουκρανία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

106    Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο έκρινε ότι ο προσφεύγων ήταν εξέχων επιχειρηματίας λόγω, μεταξύ άλλων, της επαγγελματικής του ιδιότητας, του σημαντικού χαρακτήρα των οικονομικών δραστηριοτήτων του, του μεγέθους των εισοδημάτων του από κεφάλαια στο πλαίσιο του Evraz και, ειδικότερα, της ιδιότητάς του ως βασικού μετόχου της μητρικής εταιρίας αυτού του ομίλου εταιριών (βλ. σκέψη 96 ανωτέρω).

107    Επιπλέον, ο προσφεύγων αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, ότι ασκεί δραστηριότητα σε οικονομικούς τομείς που παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση κατά την έννοια του κριτηρίου ζʹ.

108    Συναφώς, σημειώνεται, όπως επισήμανε και το Συμβούλιο, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, η φράση «οι οποίοι παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στην κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας», η οποία περιλαμβάνεται στο κριτήριο ζʹ, αφορά, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του κριτηρίου αυτού, τα έσοδα που προέρχονται από τους σημαντικούς οικονομικούς τομείς της Ρωσικής Ομοσπονδίας και όχι μόνο τους φόρους που καταβάλλουν οι εξέχοντες επιχειρηματίες. Πράγματι, μολονότι το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 11 της αποφάσεως 2022/329 αναφέρει ότι τα κριτήρια για την καταχώριση θα πρέπει να τροποποιηθούν, ώστε να περιληφθούν «πρόσωπα και οντότητες που […] παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων [στην κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας]», εντούτοις η αιτιολογική αυτή σκέψη δεν μπορεί να δικαιολογήσει ερμηνεία του εν λόγω κριτηρίου αντίθετη προς το γράμμα του, το οποίο είναι πολύ σαφές. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η ερμηνεία που προτείνει ο προσφεύγων θα προσέκρουε στον σκοπό που επιδιώκεται με τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, ο οποίος συνίσταται στην αποδυνάμωση της ικανότητας της Ρωσικής Ομοσπονδίας να διεξάγει τον επιθετικό της πόλεμο κατά της Ουκρανίας.

109    Εξάλλου, καίτοι είναι αληθές ότι ούτε η απόφαση 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, ούτε ο κανονισμός 269/2014, όπως τροποποιήθηκε, ορίζουν την έννοια της «σημαντικής πηγής εσόδων», εντούτοις η χρήση του επιθέτου «σημαντική», που συνδέεται με τη λέξη «πηγή», συνεπάγεται ότι η πηγή αυτή πρέπει να είναι ουσιώδης και, επομένως, μη αμελητέα.

110    Επιπλέον, μολονότι η ίδια η εισφορά του Evraz στον προϋπολογισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας μπορεί να είναι χρήσιμη για τον προσδιορισμό της οικονομικής σπουδαιότητας του Evraz, μεταξύ άλλων, προκειμένου να αποδειχθεί ο εξέχων χαρακτήρας του επιχειρηματία που είναι ο βασικός μέτοχος της μητρικής του εταιρίας, εντούτοις δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την απάντηση στο ερώτημα αν ο οικονομικός τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται ο προσφεύγων παρέχει σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση.

111    Εν προκειμένω, όσον αφορά το ζήτημα αν ο οικονομικός τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται ο προσφεύγων μέσω του Evraz παρέχει σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση, δεν μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση του τομέα της χαλυβουργίας και των εξορύξεων.

112    Πράγματι, μπορεί να συναχθεί τέτοια σημαντική πηγή εσόδων την οποία παρέχει ο τομέας της χαλυβουργίας και των εξορύξεων στη Ρωσική Κυβέρνηση από το όλο πλαίσιο καθώς και από το έγγραφο 2 του πρώτου φακέλου WK, από το οποίο προκύπτει ότι ο τομέας αυτός αντιπροσώπευε, το 2016, τον τρίτο οικονομικό τομέα όσον αφορά τα φορολογικά έσοδα στη Ρωσία και ότι, μεταξύ των 50 πρώτων φορολογουμένων της Ρωσίας, υπήρχαν 10, στους οποίους περιλαμβανόταν ο Evraz, οι οποίοι ενέπιπταν στον τομέα αυτόν. Από το εν λόγω έγγραφο προκύπτει επίσης ότι, ενώ η συνολική φορολογική επιβάρυνση της ρωσικής οικονομίας μειώθηκε το 2016, αυξήθηκε από 12,4 % σε 12,9 % για τους φορολογούμενους αυτούς.

113    Επιπλέον, από το έγγραφο 10 του πρώτου φακέλου WK καθώς και από το ιστορικό του Evraz, το οποίο κατέθεσε ο προσφεύγων στη δικογραφία, προκύπτει ότι η μητρική εταιρία του εν λόγω ομίλου εταιριών αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες κάθετα ολοκληρωμένες επιχειρήσεις στον τομέα της χαλυβουργίας και των εξορύξεων παγκοσμίως, με πολλές θυγατρικές.

114    Τούτο επιβεβαιώνεται επίσης από την ετήσια έκθεση της μητρικής εταιρίας του Evraz για το έτος 2021, η οποία κατατέθηκε στη δικογραφία από τον προσφεύγοντα και στην οποία παρατίθενται τα έσοδα ανά τομέα δραστηριότητας. Ειδικότερα, από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι οι δραστηριότητες στον τομέα της χαλυβουργίας απέφεραν 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD), συνυπολογιζομένων των εσόδων του εν λόγω τομέα στην περιοχή της Βόρειας Αμερικής (που αντιστοιχούν σε 2,3 δισεκατομμύρια USD). Ειδικότερα, μολονότι η μητρική εταιρία δραστηριοποιείται σε πλείονες τομείς της ρωσικής οικονομίας, τα έσοδα, μόνο για τη χαλυβουργία, που στη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 48,3 % μεταξύ 2020 και 2021, αντιπροσωπεύουν το 66,3 % των συνολικών εσόδων της. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η εν λόγω μητρική εταιρία κατέχει «ηγετική θέση στις αγορές κατασκευών και σιδηροδρομικών προϊόντων στη Ρωσία». Πράγματι, κατέχει το 28 % των μεριδίων της ρωσικής αγοράς των σιδηροδρομικών τροχών καθώς και το 97 % της αγοράς των συρμών.

115    Εξάλλου, από το ενημερωτικό δελτίο σχετικά με τον Evraz προκύπτει ότι, το 2018, ο Evraz ήταν ο τέταρτος παραγωγός ακατέργαστου χάλυβα στη Ρωσία και ο μεγαλύτερος κατ’ όγκον κατασκευαστής επιμήκων προϊόντων για τις κατασκευές και τις σιδηροδρομικές βιομηχανίες στη χώρα αυτή και στην Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ). Η ετήσια έκθεση της μητρικής εταιρίας του Evraz για το έτος 2021 αναφέρει επίσης ότι το 94,8 % των 71 210 εργαζομένων του Evraz απασχολούνται στη Ρωσία και στην ΚΑΚ.

116    Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι ο επίμαχος οικονομικός τομέας, ήτοι ο τομέας της χαλυβουργίας και των εξορύξεων, στον οποίο δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, ο Evraz, παρέχει σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση.

117    Το γεγονός, ακόμη και αν θεωρείτο αποδεδειγμένο, ότι τα φορολογικά έσοδα που προέρχονται από τον τομέα της χαλυβουργίας και των εξορύξεων διατίθενται κυρίως στους προϋπολογισμούς των τοπικών ομόσπονδων οντοτήτων δεν ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 93 ανωτέρω, η έννοια των παρεχόμενων «εσόδων στην κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας» δεν μπορεί να ερμηνεύεται στενά, περιοριζόμενη στα φορολογικά έσοδα που προορίζονται για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του εν λόγω κράτους. Εξάλλου και εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αυτή η πηγή εσόδων δεν προορίζεται για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό ούτε χρησιμοποιείται άμεσα από την εν λόγω κυβέρνηση για τη στήριξη των στρατιωτικών δαπανών της, εντούτοις παρέχει στην κυβέρνηση αυτή, εν συνόλω, χωρίς διάκριση αναλόγως της προέλευσης των εσόδων από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό ή από τους περιφερειακούς προϋπολογισμούς, τη δυνατότητα να κινητοποιήσει περισσότερους πόρους για τις ενέργειές της που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

118    Επιπλέον, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος που στηρίζονται σε περισσότερο προσωπικά στοιχεία του όλου πλαισίου, ήτοι στις ανθρωπιστικές δραστηριότητές του και στον ρόλο του στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά δεν είναι κρίσιμα για να εκτιμηθεί αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του κριτηρίου ζʹ, όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 92 έως 97 ανωτέρω.

119    Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση που προβάλλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο του δευτέρου υπομνήματος προσαρμογής, κατά την οποία το Συμβούλιο, στηριζόμενο στα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στον δεύτερο φάκελο WK, υπέπεσε, κατά την έκδοση των πράξεων περί διατηρήσεως, σε σφάλματα όσον αφορά την εκτίμηση των συμβάσεων μεταξύ των θυγατρικών του Evraz και της Εθνικής Φρουράς της Ρωσικής Ομοσπονδίας και την ύπαρξη σχεδίου νόμου για την οικονομία του πολέμου το οποίο θα υποχρέωνε τις επιχειρήσεις όπως ο Evraz να παρέχουν υλικά και υπηρεσίες στον στρατό. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μόνον ως εκ περισσού το Συμβούλιο αναφέρθηκε στα στοιχεία αυτά και ότι, στο μέτρο που δεν τα χρησιμοποίησε για να τεκμηριώσει τις πράξεις περί διατηρήσεως, καθόσον δεν συνδέονται άμεσα με το κριτήριο ζʹ, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

120    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο προσκόμισε δέσμη επαρκώς συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων ικανών να καταδείξουν ότι ο οικονομικός τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται ο προσφεύγων παρέχει σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση.

121    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λόγος καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, ο οποίος στηρίζεται στην ιδιότητα του εξέχοντος επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε οικονομικούς τομείς οι οποίοι παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση και αντιστοιχεί στο κριτήριο ζʹ, είναι επαρκώς τεκμηριωμένος, οπότε, όσον αφορά τον λόγο αυτόν, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως αποφασίζοντας να καταχωρίσει και εν συνεχεία να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους.

122    Κατά τη νομολογία, όσον αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας μιας αποφάσεως περί επιβολής περιοριστικών μέτρων, και λαμβανομένης υπόψη της προληπτικής φύσεώς τους, αν ο δικαστής της Ένωσης κρίνει ότι, τουλάχιστον, ο ένας από τους προβαλλομένους λόγους είναι αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένος, ότι είναι τεκμηριωμένος και ότι συνιστά αυτός καθεαυτόν επαρκές έρεισμα για να στηρίξει την απόφαση αυτή, το γεγονός ότι για άλλους μεταξύ των λόγων αυτών δεν ισχύει το ίδιο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως (βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

123    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται ως αβάσιμος, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το βάσιμο των λοιπών αιτιάσεων που προέβαλε ο προσφεύγων προς αμφισβήτηση της εκτιμήσεως του Συμβουλίου υπό το πρίσμα του κριτηρίου δʹ.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

124    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, με τα οποία προβάλλεται, αφενός, παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως και, αφετέρου, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

–       Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως

125    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Κατά την άποψή του, πρώτον, η ερμηνεία του κριτηρίου ζʹ από το Συμβούλιο είναι υπερβολικά ευρεία, διότι παρέχει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε όλους τους επιχειρηματίες, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους, οι οποίοι ασκούν ή άσκησαν σημαντική οικονομική δραστηριότητα στη Ρωσία και τηρούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, επ’ αυτής και μόνον της βάσεως. Δεύτερον, η εφαρμογή του κριτηρίου από το Συμβούλιο εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, καθόσον το κριτήριο αφορά τους επιχειρηματίες ρωσικής ιθαγένειας και τις ρωσικές επιχειρήσεις, αγνοώντας τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, ενώ οι τελευταίες δραστηριοποιούνται επίσης στο ρωσικό έδαφος και καταβάλλουν ποσά ως φόρους και τέλη στον προϋπολογισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τρίτον, ο προσφεύγων εκτιμά ότι του επιβάλλονται κυρώσεις λόγω στοιχείων επί των οποίων δεν έχει κανέναν έλεγχο, είτε πρόκειται για τα ποσά των φόρων που πρέπει να καταβληθούν, για την κατανομή των φορολογικών εσόδων μεταξύ των περιφερειών και της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως ή για τη χρήση του προϋπολογισμού που διατίθεται για την κυβέρνηση αυτή. Δεδομένου ότι δεν διαθέτει κανένα μέσο για να επηρεάσει τη ρωσική φορολογική πολιτική και την κατανομή των εσόδων από τις δραστηριότητες του Evraz, κανένα περιοριστικό μέτρο εις βάρος του δεν θα μπορούσε να μεταβάλει τις υποχρεώσεις του Evraz ως φορολογουμένου της Ρωσίας.

126    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

127    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία αποτελεί θεμελιώδη δικαιική αρχή, απαγορεύει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ή να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2018, Kaddour κατά Συμβουλίου, T‑461/16, EU:T:2018:316, σκέψη 152 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Vnesheconombank κατά Συμβουλίου, T‑737/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:543, σκέψη 161 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η ερμηνεία του κριτηρίου ζʹ από το Συμβούλιο είναι υπερβολικά ευρεία, διότι παρέχει, κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε όλους τους επιχειρηματίες ανεξαρτήτως της καταγωγής τους, οι οποίοι ασκούν ή άσκησαν σημαντική οικονομική δραστηριότητα στη Ρωσία και τηρούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, επ’ αυτής και μόνον της βάσεως, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων δεν διευκρινίζει πώς ή σε σχέση με ποια πρόσωπα αυτή η φερόμενη ως υπερβολικά ευρεία ερμηνεία του κριτηρίου εισάγει δυσμενή διάκριση. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, το κριτήριο δεν αφορά όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν σημαντική οικονομική δραστηριότητα στη Ρωσία και καταβάλλουν ή έχουν καταβάλει φόρους στη χώρα επί της βάσεως αυτής, δεδομένου ότι μόνον εκείνοι που δραστηριοποιούνται σε οικονομικό τομέα που παρέχει σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση δύνανται να εμπίπτουν στο κριτήριο. Εν πάση περιπτώσει, οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε το Συμβούλιο κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων στηρίζονται στη διαπίστωση ότι ο προσφεύγων είναι ο κύριος μέτοχος του Evraz, ενός από τους μεγαλύτερους φορολογουμένους της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα τού επιβλήθηκαν κατόπιν εξατομικευμένης αξιολογήσεως, στηριζόμενης σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που τον αφορούσαν.

129    Εξάλλου, στο πλαίσιο του κριτηρίου ζʹ, εκείνος που προσδιορίζεται ως παρέχων σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση είναι ο οικονομικός τομέας, και όχι οι επιχειρηματίες αυτοί καθεαυτούς ούτε οι εταιρίες των οποίων είναι μέτοχοι (βλ. σκέψη 98 ανωτέρω). Επομένως, δεν είναι κρίσιμη αυτή καθεαυτήν η καταβολή φόρων από τον προσφεύγοντα ή από τη μητρική εταιρία του Evraz ή από τις θυγατρικές της. Το εν λόγω κριτήριο αναφέρεται στο σύνολο των εσόδων που προέρχονται από τον οικονομικό τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται ο επιχειρηματίας τον οποίο αφορούν τα μέτρα και, επομένως, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αλλά όχι αποκλειστικά, τα φορολογικά έσοδα που προέρχονται από τον τομέα αυτόν.

130    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η εφαρμογή του κριτηρίου ζʹ από το Συμβούλιο εισάγει δυσμενείς διακρίσεις καθόσον το κριτήριο αφορά τους επιχειρηματίες ρωσικής ιθαγένειας και τις ρωσικές επιχειρήσεις, αγνοώντας τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, αρκεί η διαπίστωση, στην οποία προέβη και το Συμβούλιο, ότι το κριτήριο δεν αφορά την ιθαγένεια των κατονομαζόμενων προσώπων, αλλά κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του εξέχοντος επιχειρηματία κατά την έννοια του εν λόγω κριτηρίου. Κατά συνέπεια, τα πρόσωπα εις βάρος των οποίων εφαρμόζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα μπορούν να είναι οποιασδήποτε ιθαγένειας εφόσον πληρούν το κριτήριο αυτό.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων εις βάρος ορισμένων προσώπων που πληρούν το κριτήριο ζʹ ούτε εξέτασε, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τα πρόσωπα αυτά, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να προβληθεί βασίμως από τον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει να συνδυάζονται με την αρχή της νομιμότητας (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2016, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου, T‑68/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:263, σκέψη 135 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι από την εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούνται τα κριτήρια καταχωρίσεως, αποφάσισε να καταχωρίσει και να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα εκτιμήσεως.

132    Τρίτον, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η προβαλλόμενη αδυναμία του να επηρεάσει τον προορισμό των ρωσικών φορολογικών εσόδων και την κατανομή των εσόδων από τις δραστηριότητες του Evraz θα μπορούσε να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, οπότε το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως μη τεκμηριωμένο.

133    Επομένως, το υπό κρίση σκέλος απορρίπτεται.

–       Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

134    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα επίμαχα ληφθέντα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα είναι απρόσφορα και αντίθετα προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν ασκούν καμία πίεση στις ρωσικές αρχές ούτε μπορούν να έχουν πρακτική αποτελεσματικότητα, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν μετέχει σε καμία ενέργεια σχετική με την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας.

135    Συναφώς, ο προσφεύγων εκτιμά, αφενός, ότι τα επίμαχα μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος του δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, δεδομένου ότι δεν υπήρξε ανάμειξή του σε καμία απόφαση σχετική με την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας ούτε ζητήθηκε η άποψή του σχετικά με τέτοια απόφαση. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι τα εν λόγω μέτρα πόρρω απέχουν από τον προβαλλόμενο σκοπό τους να επηρεάσουν την πολιτική της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ουκρανία, λαμβανομένης υπόψη της μη σημαντικής εισφοράς στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, και ενδέχεται να έχουν αρνητικές συνέπειες για τις δραστηριότητές του εκτός Ρωσίας. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι τα μέτρα ελήφθησαν λόγω της ιδιότητάς του ως μετόχου της μητρικής εταιρίας του Evraz, που δεν υπόκειται σε κανένα παρόμοιο μέτρο. Τέλος, υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα είναι δυσανάλογα, δεδομένου ότι τον εμποδίζουν να παρέμβει αποτελεσματικά ως δίαυλος επικοινωνίας στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.  

136    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

137    Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, απαιτεί τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα να καθιστούν δυνατή την επίτευξη των επιδιωκόμενων από την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών μέτρο (αποφάσεις της 15 Νοεμβρίου 2012, Al‑Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 122, και της 1ης Ιουνίου 2022, Prigozhin κατά Συμβουλίου, T‑723/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:317, σκέψη 133).

138    Επομένως, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων του ενός πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές μέτρο, τα δυσμενή δε αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, Τ‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 178 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

139    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να αναγνωρίζεται στον νομοθέτη της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους του και εντός των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Επομένως, η νομιμότητα μέτρου που έχει ληφθεί στους τομείς αυτούς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 179 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

140    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της πρωταρχικής σημασίας των σκοπών που επιδιώκονται με τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, ήτοι της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας καθώς και της προωθήσεως της ειρηνικής επιλύσεως της κρίσης στη χώρα αυτή, οι οποίοι εντάσσονται στον ευρύτερο σκοπό της διατηρήσεως της ειρήνης, της προλήψεως των συγκρούσεων και της ενισχύσεως της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τους στόχους της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης όπως καθορίζονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΕΕ, οι αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή των επίμαχων μέτρων επί του προσφεύγοντος δεν είναι προδήλως δυσανάλογες (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 150).

141    Επισημαίνεται επίσης ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 10 της αποφάσεως 2022/329, το Συμβούλιο έκανε λόγο για συνεχιζόμενη επιδείνωση της καταστάσεως στην Ουκρανία η οποία οδήγησε, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, στην επίθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ουκρανία κατά κατάφωρη προσβολή της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας του κράτους αυτού. Επομένως, ακριβώς λόγω της επιδεινώσεως της καταστάσεως στην Ουκρανία, η οποία χαρακτηρίζεται από την έκρηξη του επιθετικού πολέμου που διεξάγει η Ρωσική Ομοσπονδία, το Συμβούλιο έκρινε ότι έπρεπε να διευρύνει τον κύκλο των προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, προκειμένου να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι σκοποί. Αυτός ο τρόπος ενέργειας, που στηρίζεται στον σταδιακό περιορισμό των δικαιωμάτων αναλόγως της αποτελεσματικότητας των μέτρων, αποδεικνύει την αναλογικότητά τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 126, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Almaz-Antey Air and Space Defence κατά Συμβουλίου, T‑255/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:25, σκέψη 104).

142    Υπό το πρίσμα των εξελίξεων στην Ουκρανία, στοχεύοντας επίσης τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς που παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο μπορούσε δικαιολογημένα να ελπίζει ότι οι ενέργειες αυτές θα παύσουν ή θα γίνουν πιο δαπανηρές για όσους τις αναλαμβάνουν, προκειμένου να προωθηθεί η παύση της κατάφωρης παραβιάσεως της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Rosneft κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑715/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:544, σκέψη 157).

143    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, αποδείχθηκε ότι τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος ήταν δικαιολογημένα για τον λόγο ότι, βάσει της κατάστασής του, μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων πληρούσε τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κριτηρίου ζʹ. Συγκεκριμένα, η καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος, υπό την ιδιότητά του ως βασικού μετόχου της μητρικής εταιρίας του Evraz, λαμβάνει υπόψη τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η εταιρία, ανεξαρτήτως του κατά πόσον η εταιρία αυτή υπόκειται επίσης σε ατομικές κυρώσεις ως νομικό πρόσωπο και ανεξαρτήτως του ποια είναι η φορολογική εισφορά της οποίας επωφελείται η Ρωσική Κυβέρνηση.

144    Εξάλλου, το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν εμπλέκεται σε καμία απόφαση σχετική με την προσάρτηση της Κριμαίας ή την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι δεν του επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα για τον λόγο αυτόν, αλλά λόγω, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι είναι εξέχων επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος σε οικονομικούς τομείς που παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων στη Ρωσική Κυβέρνηση, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η σημασία των σκοπών που επιδιώκει πράξη της Ένωσης με την οποία θεσπίζεται καθεστώς περιοριστικών μέτρων δύναται να δικαιολογήσει – έστω και σοβαρές – αρνητικές συνέπειες ως προς ορισμένους επιχειρηματίες, περιλαμβανομένων εκείνων που δεν φέρουν καμία ευθύνη για την κατάσταση η οποία οδήγησε στη λήψη των μέτρων αυτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 361, και της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 150).

145    Όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν εις βάρος του προσφεύγοντος, επισημαίνεται ότι, υπό το πρίσμα σκοπών γενικού συμφέροντος τόσο θεμελιωδών για τη διεθνή κοινότητα όσο οι μνημονευόμενοι στη σκέψη 140 ανωτέρω, τα εν λόγω μέτρα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν, αυτά καθεαυτά, απρόσφορα (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2020, Kalai κατά Συμβουλίου, T‑178/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:580, σκέψη 171 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

146    Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, διαπιστώνεται ότι άλλα λιγότερο επαχθή μέτρα δεν καθιστούν δυνατή την εξίσου αποτελεσματική επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και συγκεκριμένα της ασκήσεως πιέσεως στους Ρώσους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην Ουκρανία, ιδίως λόγω της δυνατότητας καταστρατηγήσεως των επιβληθέντων περιορισμών (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά τα λοιπά, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι το Συμβούλιο μπορούσε να εξετάσει τη λήψη μέτρων λιγότερο επαχθών, αλλά εξίσου πρόσφορων με τα προβλεφθέντα.

147    Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με τις επιπτώσεις στη συμμετοχή του στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 269/2014, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτρέπεται η χρήση δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγούνται ειδικές άδειες για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή άλλων οικονομικών πόρων. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της εν λόγω αποφάσεως, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί επίσης να επιτρέψει την είσοδο των προσώπων εις βάρος των οποίων ελήφθησαν μέτρα στο έδαφός του, ιδίως για επείγοντες ανθρωπιστικούς λόγους ή για συμμετοχή σε διακυβερνητικές συνεδριάσεις, μεταξύ των οποίων και συνεδριάσεις που διοργανώνονται με πρωτοβουλία της Ένωσης ή φιλοξενούνται από την Ένωση ή φιλοξενούνται από κράτος μέλος που ασκεί την Προεδρία του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), κατά τις οποίες διεξάγεται πολιτικός διάλογος για την άμεση προώθηση των στόχων πολιτικής των περιοριστικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της στηρίξεως της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας.

148    Κατά τα λοιπά, όπως ορθώς υπογραμμίζει το Συμβούλιο, η συμμετοχή στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και, γενικότερα, η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας δεν μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση του Συμβουλίου περί της ανάγκης λήψεως περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος ή άλλων εξεχόντων Ρώσων επιχειρηματιών προκειμένου να αυξηθεί η πίεση στον Πρόεδρο Πούτιν και στην κυβέρνησή του.

149    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις ούτε είναι δυσανάλογα.

150    Επομένως, απορρίπτεται το υπό κρίση σκέλος, καθώς και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων

151    Κατά τον προσφεύγοντα, η καταχώριση και η διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους συνιστά αδικαιολόγητο και δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την επιχειρηματική ελευθερία, καθώς και το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας στο έδαφος των κρατών μελών. Ο προσφεύγων εκτιμά ότι η λήψη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων είχε επίσης ως συνέπεια την προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας και του προκάλεσε ηθική βλάβη λόγω της προσβολής της φήμης του.

152    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

153    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το δικαίωμα στην επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής αποτελούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 7, 16, 17 και 45 του Χάρτη.

154    Βεβαίως, τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπουν οι προσβαλλόμενες πράξεις, παρά τη φύση τους ως συντηρητικών μέτρων, συνεπάγονται περιορισμούς κατά την άσκηση από τον προσφεύγοντα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που μνημονεύονται στη σκέψη 153 ανωτέρω.

155    Εντούτοις, τα θεμελιώδη δικαιώματα που επικαλείται ο προσφεύγων δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια και η άσκησή τους μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κατά το οποίο, αφενός, «[κ]άθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον [Χ]άρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών» και, αφετέρου, «[τ]ηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».

156    Επομένως, περιορισμός στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει, για να συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, να πληροί τέσσερις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να «προβλέπεται από τον νόμο», υπό την έννοια ότι το θεσμικό όργανο της Ένωσης που λαμβάνει μέτρα τα οποία ενδέχεται να περιορίσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου πρέπει να διαθέτει, προς τούτο, νομική βάση. Δεύτερον, πρέπει να σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών. Τρίτον, πρέπει να εξυπηρετεί σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Τέταρτον, πρέπει να είναι αναλογικός (βλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψεις 145 και 222 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

157    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι τέσσερις αυτές προϋποθέσεις πληρούνται εν προκειμένω.

158    Πρώτον, οι επίμαχοι περιορισμοί «προβλέπονται από τον νόμο», δεδομένου ότι προβλέπονται σε πράξεις που έχουν, ειδικότερα, γενική ισχύ και διαθέτουν σαφή νομική βάση στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς και επαρκή προβλεψιμότητα, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητεί ο προσφεύγων.

159    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν οι επίμαχοι περιορισμοί σέβονται το «ουσιώδες περιεχόμενο» των θεμελιωδών δικαιωμάτων που επικαλείται ο προσφεύγων, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είναι χρονικώς περιορισμένα και αναστρέψιμα. Πράγματι, αφενός, εφαρμόζονται για έξι μήνες και τελούν υπό διαρκή επανεξέταση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, και, αφετέρου, είναι δυνατόν να επιτραπούν παρεκκλίσεις από τα ισχύοντα περιοριστικά μέτρα, όσον αφορά τόσο τη δέσμευση κεφαλαίων όσο και τους περιορισμούς εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών (βλ. σκέψη 147 ανωτέρω).

160    Τρίτον, οι επίμαχοι περιορισμοί ανταποκρίνονται σε σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος αναγνωρίζεται ως τέτοιος από την Ένωση. Συγκεκριμένα, σκοπός τους είναι, μεταξύ άλλων, να ασκήσουν, άμεσα και έμμεσα, πίεση στους ιθύνοντες και στη Ρωσική Κυβέρνηση που είναι υπεύθυνοι για την εισβολή στην Ουκρανία, προκειμένου να μειωθεί η ικανότητά τους να συνεχίσουν τις ενέργειές τους που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και προκειμένου να θέσουν τέρμα στις ενέργειες αυτές με σκοπό τη διατήρηση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας σταθερότητας. Πρόκειται για σκοπό ο οποίος εμπίπτει στους σκοπούς που επιδιώκονται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ και μνημονεύονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η διατήρηση της ειρήνης, η πρόληψη των συγκρούσεων, η ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας και της προστασίας του άμαχου πληθυσμού (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 226).

161    Τέταρτον, όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα των επίμαχων περιορισμών, επισημαίνεται ότι, υπό το πρίσμα τόσο θεμελιωδών για τη διεθνή κοινότητα σκοπών γενικού συμφέροντος όσο οι μνημονευόμενοι στη σκέψη 140 ανωτέρω, τα μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων δεν μπορούν, αυτά καθεαυτά, να θεωρηθούν απρόσφορα. Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, διαπιστώνεται ότι άλλα λιγότερο επαχθή μέτρα δεν θα καθιστούσαν δυνατή την εξίσου αποτελεσματική επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, και συγκεκριμένα την άσκηση πιέσεως στους Ρώσους ιθύνοντες που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην Ουκρανία, ιδίως λόγω της δυνατότητας καταστρατηγήσεως των επιβληθέντων περιορισμών (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 269/2014, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτρέπεται η χρήση δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγούνται ειδικές άδειες για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων.

163    Όσον αφορά, ειδικότερα, την προβαλλόμενη προσβολή, από το άρθρο 1 της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, του δικαιώματος του προσφεύγοντος, ως Πορτογάλου πολίτη και, επομένως, πολίτη της Ένωσης, να κυκλοφορεί ελεύθερα στο έδαφός της, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ καθώς και στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του Χάρτη, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι η προβλεπόμενη από τις Συνθήκες έκδοση πράξεων στον τομέα της ΚΕΠΠΑ μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι ο περιορισμός της ελευθερίας κυκλοφορίας του είναι δυσανάλογος.

164    Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν εξηγεί για ποιον λόγο ένας τέτοιος περιορισμός θα ήταν δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Πράγματι, στα δικόγραφά του, απλώς παραπέμπει γενικώς στην επιχειρηματολογία του στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους τα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο πλαίσιο του λόγου αυτού είναι κρίσιμα για να στοιχειοθετηθεί δυσανάλογη προσβολή της ελευθερίας κυκλοφορίας του εντός της Ένωσης. Επομένως, απορρίπτεται ως μη τεκμηριωμένο το επιχείρημα του προσφεύγοντος περί δυσανάλογης προσβολής της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης.

165    Όσον αφορά τον ισχυρισμό με τον οποίο ο προσφεύγων διερωτάται ως προς τη δυνατότητα του Συμβουλίου να επιβάλει περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αυτοτελή επιχειρηματολογία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε αυτός είναι τεκμηριωμένος και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας προβλέπονται αποκλειστικά στο άρθρο 1 της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε, και ότι δεν περιλαμβάνονται στον κανονισμό 269/2014, όπως τροποποιήθηκε. Όπως, όμως, προκύπτει από το προοίμιο της εν λόγω αποφάσεως, η απόφαση αυτή δεν εκδόθηκε βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, αλλά βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ.

166    Εξάλλου, επισημαίνεται επίσης ότι ο προσφεύγων ουδόλως τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος του θίγουν το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής.

167    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας του προσφεύγοντος, την οποία μνημονεύει στα δικόγραφά του χωρίς ωστόσο να την τεκμηριώνει με συγκεκριμένα επιχειρήματα, επισημαίνεται ότι, καθόσον τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος του δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων του, αλλά απλώς τη συντηρητική δέσμευσή τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τέτοια μέτρα δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα και, επομένως, δεν θίγουν το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, που απαιτεί κάθε κατηγορούμενος για αδίκημα να τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρις αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο. Η δε ηθική βλάβη την οποία ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της προσβολής της φήμης του και η οποία επίσης μνημονεύεται στο πλαίσιο της αιτιάσεως αυτής δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς προς απόδειξη προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας του προσφεύγοντος.

168    Συνάγεται ότι οι επίμαχοι περιορισμοί, οι οποίοι απορρέουν από τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος του προσφεύγοντος με τις προσβαλλόμενες πράξεις, δεν είναι δυσανάλογοι και δεν μπορούν να καταστήσουν παράνομες τις εν λόγω πράξεις.

169    Κατόπιν των προεκτεθέντων, απορρίπτεται ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, το ακυρωτικό αίτημα στο σύνολό του.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

170    Ο προσφεύγων ζητεί την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη η φήμη του, η οποία εκτιμάται προσωρινώς σε 1 εκατομμύριο ευρώ.

171    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

172    Από τη νομολογία προκύπτει ότι η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών ή λοιπών οργάνων της, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστη ο ζημιωθείς (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

173    Οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, τις οποίες ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάσει με καθορισμένη σειρά, είναι σωρευτικές, ώστε αρκεί να μην πληρούται μία εξ αυτών για να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2023, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑470/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:26, σκέψη 62· πρβλ., επίσης, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψη 118 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

174    Εν προκειμένω, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων προκειμένου να αποδείξει τον παράνομο χαρακτήρα των προσβαλλομένων πράξεων με τις οποίες καταχωρίσθηκε το όνομά του στους επίμαχους καταλόγους πρέπει να απορριφθούν, οπότε η προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο Συμβούλιο δεν πληρούται εν προκειμένω. Επομένως, δεδομένου ότι δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 172 ανωτέρω, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη της Ένωσης.

175    Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και της παραβάσεως της επίμαχης υποχρεώσεως. Επομένως, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

176    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

177    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Ο Roman Arkadyevich Abramovich φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Spielmann

Mastroianni

Brkan

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Δεκεμβρίου 2023.

(υπογραφές)



*      Γλώσσα της διαδικασίας: η γαλλική.