Language of document : ECLI:EU:T:2013:163

Υπόθεση T‑671/11

IPK International — World Tourism Marketing Consultants GmbH

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Συνδρομή στη χρηματοδότηση σχεδίου οικολογικού τουρισμού — Επιστροφή των ανακτηθέντων ποσών — Απόφαση που εκδίδεται κατόπιν της ακυρώσεως από το Γενικό Δικαστήριο της προγενέστερης αποφάσεως περί ανακλήσεως της συνδρομής — Αντισταθμιστικοί τόκοι — Τόκοι υπερημερίας — Υπολογισμός»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 10ης Απριλίου 2013

1.      Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Επιστροφή των ανακτηθέντων ποσών — Ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής περί ανακλήσεως χρηματοδοτικής συνδρομής — Απόφαση που εκδίδει η Επιτροπή μετά από την ως άνω ακύρωση — Νομική βάση

2.      Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Καταβολή οφειλής της Επιτροπής — Οφειλόμενοι τόκοι — Υπολογισμός ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αντισταθμιστικούς τόκους ή για τόκους υπερημερίας — Σκοπός της αποτροπής του αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης

3.      Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Καταβολή οφειλής της Επιτροπής — Οφειλόμενοι τόκοι — Αντισταθμιστικοί τόκοι — Τόκοι υπερημερίας — Διάκριση — Βάση υπολογισμού των τόκων υπερημερίας — Κύριο ποσό της οφειλής προσαυξημένο με τους γεγενημένους αντισταθμιστικούς τόκους

1.      Στην περίπτωση που η Επιτροπή αναγνωρίζει με απόφασή της ότι οφείλει στoν προσφεύγοντα ορισμένο ποσό, στο οποίο περιλαμβάνονται αντισταθμιστικοί τόκοι, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε σε προγενέστερη απόφασή του με την οποία ακυρώνεται απόφαση της Επιτροπής τη διάπραξη παρατυπιών εκ μέρους του προσφεύγοντος στο πλαίσιο συνδρομής στη χρηματοδότηση σχεδίου οικολογικού τουρισμού δεν μπορεί να αναιρέσει την ύπαρξη της κύριας οφειλής ούτε το γεγονός ότι, κατά το ίδιο μέτρο, η Επιτροπή οφείλει τόκους οι οποίοι πρέπει να υπολογιστούν κατά τους οικείους κανόνες. Ειδικότερα, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τις πραγματικές διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τις παρατυπίες αυτές οι οποίες δικαιολογούσαν, κατ’ αρχήν, την ανάκληση της επίμαχης χρηματοδοτικής συνδρομής, εντούτοις περιορίστηκε στην ακύρωση της προγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής λόγω της μη τηρήσεως της οικείας προθεσμίας παραγραφής οπότε ουδόλως προκύπτει από αυτήν υποχρέωσή της για επιστροφή στον προσφεύγοντα της εν λόγω συνδρομής. Συνεπώς, η μεταγενέστερη απόφαση με την οποία η Επιτροπή αναγνωρίζει παρά ταύτα το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον προσφεύγοντα, συμπεριλαμβανομένων των αντισταθμιστικών τόκων και του τρόπου υπολογισμού τους, αποτελεί τη μοναδική νομική βάση της κύριας οφειλής.

(βλ. σκέψεις 33, 34)

2.      Η υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει οφειλή κατόπιν δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται απόφασή της δεν αφορά μόνο το κύριο ποσό της οφειλής αλλά επίσης και τους τόκους του ποσού αυτού. Συναφώς, οι τόκοι αυτοί, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης ονομασίας τους ως αντισταθμιστικοί τόκοι ή τόκοι υπερημερίας, πρέπει να υπολογίζονται πάντοτε βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως προσαυξημένου κατά 2 μονάδες. Πρόκειται για κατ’ αποκοπήν προσαύξηση η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς να απαιτείται να διαπιστωθεί συγκεκριμένα αν η προσαύξηση αυτή δικαιολογείται ή όχι υπό το πρίσμα της απώλειας της αξίας του χρήματος κατά την οικεία περίοδο στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο δανειστής. Ειδικότερα, η μη καταβολή των τόκων αυτών θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα αδικαιολόγητο πλουτισμό της Ένωσης. Η κατ’ αποκοπήν προσαύξηση του επιτοκίου κατά 2 μονάδες σκοπό έχει να αποτρέψει τέτοιο αδικαιολόγητο πλουτισμό σε όλα τα πιθανά ενδεχόμενα.

(βλ. σκέψεις 36-38)

3.      Στην περίπτωση που η Επιτροπή οφείλει να καταβάλει αποζημίωση ή να επιστρέψει ποσό σε δανειστή, υπέχει άνευ όρων υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί του κυρίου ποσού της οφειλής. Σε περίπτωση που η Επιτροπή, κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε προγενέστερη απόφασή της, αναγνωρίζει με απόφαση που εκδίδει η ίδια ότι οφείλει να επιστρέψει το ποσό της κύριας οφειλής και οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το σημείο αυτό, οφείλονται τόκοι υπερημερίας από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Η λύση αυτή ισχύει ανεξαρτήτως του αν η απόφαση με την οποία η Επιτροπή αναγνώρισε την οφειλή αποτελεί τη μοναδική νομική βάση της εν λόγω κύριας οφειλής.

Η Επιτροπή έχει επίσης υποχρέωση να υπολογίσει τους τόκους υπερημερίας επί του κυρίου οφειλόμενου ποσού, προσαυξημένου κατά τους γεγενημένους ήδη αντισταθμιστικούς τόκους. Ειδικότερα, μολονότι, κατ’ αρχήν, δεν γίνεται δεκτή η κεφαλαιοποίηση ούτε των γεγενημένων αντισταθμιστικών τόκων πριν τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως που αναγνωρίζει την ύπαρξη οφειλής ούτε των τόκων υπερημερίας που γεννώνται μετά από την απόφαση αυτή, η Επιτροπή οφείλει εντούτοις να υπολογίσει τόκους υπερημερίας έως την πλήρη εξόφληση επί του κύριου ποσού της οφειλής προσαυξημένου κατά τους γεγενημένους ήδη αντισταθμιστικούς τόκους. Κατ’ αυτή την προσέγγιση γίνεται διάκριση μεταξύ των αντισταθμιστικών τόκων που αφορούν την προ της ένδικης διαδικασίας περίοδο και των τόκων υπερημερίας που αφορούν τη μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περίοδο, δεδομένου ότι οι δεύτεροι πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο της συσσωρευμένης οικονομικής απώλειας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που προκύπτει από την απώλεια της αξίας του χρήματος.

(βλ. σκέψεις 41, 42)