Language of document : ECLI:EU:T:2006:268

Υπόθεση T-329/01

Archer Daniels Midland Co.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Γλυκονικό νάτριο — Άρθρο 81 ΕΚ — Πρόστιμο — Άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Ανακοίνωση περί συνεργασίας — Αρχή της αναλογικότητας — Ίση μεταχείριση — Μη αναδρομικότητα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό δίκαιο — Γενικές αρχές του δικαίου — Μη αναδρομικότητα των ποινικών διατάξεων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

2.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

6.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1)

7.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, περίπτωση 3)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Σώρευση κοινοτικών κυρώσεων για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο ίδιο σύνολο συμφωνιών

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του ως αντάλλαγμα της συνεργασίας της εμπλεκόμενης επιχείρησης

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλοι B, στοιχείο β΄, και Γ)

13.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Εκτίμηση του βαθμού συνεργασίας της κάθε επιχειρήσεως κατά τη διοικητική διαδικασία

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλοι B, Γ και Δ)

14.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ανακοίνωση των αιτιάσεων — Στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 1)

15.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 229 ΕΚ)

1.      Η αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινικών νόμων, την οποία καθιερώνει το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως θεμελιώδες δικαίωμα, συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας επιβάλλεται η τήρηση όταν επιβάλλονται πρόστιμα για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Βάσει της αρχής αυτής, οι επιβαλλόμενες κυρώσεις πρέπει να αντιστοιχούν σε εκείνες που είχαν καθοριστεί κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως.

Η υιοθέτηση κατευθυντηρίων γραμμών δυναμένων να τροποποιήσουν τη γενική πολιτική ανταγωνισμού της Επιτροπής όσον αφορά τα πρόστιμα μπορεί, καταρχήν, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της μη αναδρομικότητας.

Συγκεκριμένα, αφενός, οι κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα. Τα έννομα αυτά αποτελέσματα απορρέουν όχι από την κανονιστική φύση των κατευθυντηρίων γραμμών, αλλά από την εκ μέρους της Επιτροπής θέσπιση και δημοσίευσή τους. Η εν λόγω θέσπιση και δημοσίευση των κατευθυντηρίων γραμμών συνεπάγονται αυτοπεριορισμό της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής, η οποία δεν μπορεί να αποστεί από τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές, καθόσον άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως ειδικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και η ασφάλεια δικαίου.

Αφετέρου, οι κατευθυντήριες γραμμές, ως μέσο πολιτικής στον τομέα του ανταγωνισμού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της μη αναδρομικότητας, όπως και η νέα νομολογιακή ερμηνεία ενός κανόνα που καθορίζει μια παράβαση, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, σύμφωνα με την οποία η τελευταία αυτή διάταξη απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή μιας νέας ερμηνείας ενός κανόνα που καθορίζει μια παράβαση. Κατά τη νομολογία αυτή, τούτο συμβαίνει ιδίως όταν πρόκειται για νομολογιακή ερμηνεία της οποίας το αποτέλεσμα δεν μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως, ενόψει ιδίως της ερμηνείας που γινόταν δεκτή κατά τον χρόνο αυτό στη νομολογία σχετικά με την επίμαχη νομική διάταξη. Από την ίδια αυτή νομολογία προκύπτει ωστόσο ότι το περιεχόμενο της εννοίας της δυνατότητας προβλέψεως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το περιεχόμενο του κειμένου για το οποίο πρόκειται, από τον τομέα τον οποίο καλύπτει, καθώς και από τον αριθμό και την ιδιότητα των αποδεκτών του. Έτσι, η δυνατότητα προβλέψεως του νόμου δεν εμποδίζει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να χρησιμοποιήσει πεφωτισμένες συμβουλές για να αξιολογήσει, σε εύλογο βαθμό υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως, τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν από μια συγκεκριμένη πράξη. Ειδικότερα, τούτο ισχύει για τους επαγγελματίες οι οποίοι είναι συνηθισμένοι να πρέπει να επιδεικνύουν μεγάλη σύνεση κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Για τον λόγο αυτό, μπορεί να αναμένεται από αυτούς να επιδεικνύουν ιδιαίτερη μέριμνα για την αξιολόγηση των κινδύνων που το επάγγελμα αυτό ενέχει.

Για να ελεγχθεί η τήρηση της αρχής της μη αναδρομικότητας, πρέπει να εξεταστεί αν η τροποποίηση την οποία συνιστά η θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί κατά τον χρόνο διαπράξεως των οικείων παραβάσεων. Συναφώς, η κύρια καινοτομία των κατευθυντηρίων γραμμών συνίσταται στο να λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας για τον υπολογισμό ένα βασικό ποσό, που καθορίζεται με βάση ανώτατα και κατώτατα όρια που προβλέπονται συναφώς στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και τα οποία αντανακλούν τους διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας των παραβάσεων, αλλά τα οποία, αυτά καθ’ εαυτά, δεν έχουν σχέση με τον σχετικό κύκλο εργασιών. Η μέθοδος αυτή στηρίζεται συνεπώς κατ’ ουσίαν σε μια τιμολόγηση, αν και σχετική και εύκαμπτη, των προστίμων.

Εν συνεχεία, το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ενός ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται από τον κανονισμό 17, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, αλλ’ ότι, αντιθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού απαιτεί η Επιτροπή να μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το επίπεδο των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή προστίμου δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θα υπερβεί το ύψος των προστίμων το οποίο εφάρμοζε προηγουμένως ούτε σε μέθοδο υπολογισμού των προστίμων αυτών.

Κατά συνέπεια, οι εν λόγω επιχειρήσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο ότι η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να αυξήσει το επίπεδο του ύψους των προστίμων σε σχέση με εκείνο που εφάρμοζε κατά το παρελθόν. Τούτο ισχύει όχι μόνον όταν η Επιτροπή προβαίνει σε αύξηση του επιπέδου του ύψους των προστίμων επιβάλλοντας πρόστιμα με ατομικές αποφάσεις, αλλά και όταν η αύξηση αυτή πραγματοποιείται με την εφαρμογή, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, κανόνων συμπεριφοράς που έχουν γενική ισχύ όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές.

(βλ. σκέψεις 38-46)

2.      Το γεγονός ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, για να υπολογίσει το ύψος του προστίμου που επέβαλε σε επιχείρηση, δεν μπορεί να συνιστά δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με τις επιχειρήσεις που διέπραξαν παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αλλά για τις οποίες, για λόγους που αφορούν την ημερομηνία ανακαλύψεως της παραβάσεως ή για λόγους που χαρακτηρίζουν τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας που αφορά τις επιχειρήσεις αυτές, εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις σε ημερομηνίες προγενέστερες της θεσπίσεως και της δημοσιεύσεως των κατευθυντηρίων γραμμών.

(βλ. σκέψη 53)

3.      Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει διαφόρων στοιχείων όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως και το πλαίσιό της, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη.

Ομοίως, μεταξύ των στοιχείων εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως μπορούν, κατά περίπτωση, να περιλαμβάνονται ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως, και, κατά συνέπεια, η επιρροή που αυτή μπορούσε να ασκήσει στη σχετική αγορά. Αφενός, εντεύθεν έπεται ότι είναι θεμιτό, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, να λαμβάνεται υπόψη τόσο ο ολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω και κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το μερίδιο αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στη σχετική αγορά που μπορεί να παράσχει μια ένδειξη του μεγέθους της παραβάσεως. Αφετέρου, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν πρέπει να προσδίδεται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα μεγέθη αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση προς τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως, οπότε ο καθορισμός του προσήκοντος προστίμου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα απλού υπολογισμού στηριζομένου στον ολικό κύκλο εργασιών.

Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός και μόνον ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε επιχείρηση υπερβαίνει το ποσόν του κύκλου εργασιών που αυτή πραγματοποίησε εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου με την πώληση του προϊόντος που αποτέλεσε αντικείμενο της συμπράξεως κατά την περίοδο κατά την οποία αυτή μετέσχε στην εν λόγω σύμπραξη ή ακόμη το ότι το υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό δεν αρκεί για να αποδειχθεί ο δυσανάλογος χαρακτήρας του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 76-77, 80)

4.      Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το ύψος του προστίμου καθορίζεται με βάση της σοβαρότητα της παραβάσεως και τη διάρκειά της. Επιπλέον, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή καθορίζει το αρχικό ποσό σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, λαμβάνοντας υπόψη την ίδια τη φύση της παραβάσεως, τον πραγματικό αντίκτυπό της στην αγορά και την έκταση της γεωγραφικής αγοράς.

Το νομικό αυτό πλαίσιο δεν επιβάλλει συνεπώς, αυτό καθεαυτό, στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη το μικρό μέγεθος της αγοράς των προϊόντων.

Ωστόσο, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη ένα μεγάλο αριθμό στοιχείων, των οποίων ο χαρακτήρας και η σημασία ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της παραβάσεως και τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης παραβάσεως. Μεταξύ των στοιχείων αυτών από τα οποία προκύπτει η σοβαρότητα μιας παραβάσεως, μπορεί ιδίως να περιλαμβάνεται, ανάλογα με την περίπτωση, το μέγεθος της αγοράς του επίμαχου προϊόντος.

Κατά συνέπεια, ναι μεν το μέγεθος της αγοράς μπορεί να συνιστά στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, πλην όμως η σημασία του ποικίλλει ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις της κάθε παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 99-102)

5.      Η αποτροπή αποτελεί ένα από τα κύρια στοιχεία που πρέπει να οδηγούν την Επιτροπή στον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού.

Αν όμως το πρόστιμο έπρεπε να καθοριστεί σε ύψος που απλώς θα ακύρωνε το όφελος από τη σύμπραξη, δεν θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Μπορεί συγκεκριμένα να υποτεθεί ευλόγως ότι οι επιχειρήσεις λαμβάνουν ορθολογικά υπόψη, στο πλαίσιο των χρηματοοικονομικών υπολογισμών τους και της διαχειρίσεώς τους, όχι μόνο το ύψος των προστίμων που διατρέχουν τον κίνδυνο να τους επιβληθούν σε περίπτωση παραβάσεως, αλλά και το μέγεθος του κινδύνου εντοπισμού της συμπράξεως. Επιπλέον, αν περιοριζόταν η λειτουργία του προστίμου στην απλή εκμηδένιση του αναμενομένου κέρδους ή οφέλους, δεν θα λαμβανόταν επαρκώς υπόψη ο παραβατικός χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, περιορίζοντας το πρόστιμο σε απλή αντιστάθμιση της προκληθείσας ζημίας, δεν θα λαμβανόταν υπόψη, όχι μόνο το αποτρεπτικό αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να αφορά μόνο μέλλουσες συμπεριφορές, αλλά ούτε ο κατασταλτικός χαρακτήρας ενός τέτοιου μέτρου σε σχέση με την πράγματι τελεσθείσα συγκεκριμένη παράβαση.

Ομοίως, στην περίπτωση μιας επιχειρήσεως η οποία δραστηριοποιείται σε μεγάλο αριθμό αγορών και διαθέτει ιδιαίτερα σημαντική οικονομική ικανότητα, η συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται στη σχετική αγορά μπορεί να μην αρκεί για να διασφαλιστεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου. Συγκεκριμένα, όσο περισσότερο μια επιχείρηση είναι μεγάλη και διαθέτει συνολικούς πόρους που της παρέχουν τη δυνατότητα να ενεργεί ανεξάρτητα στην αγορά, τόσο περισσότερο πρέπει να έχει συνείδηση της σημασίας του ρόλου της όσον αφορά την εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά. Κατά συνέπεια, τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την οικονομική ισχύ μιας επιχειρήσεως η οποία διέπραξε παράβαση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου προκειμένου να διασφαλίζεται το αποτρεπτικό του αποτέλεσμα.

(βλ. σκέψεις 140-142)

6.      Σύμφωνα με το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, κατά τον υπολογισμό του προστίμου με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατόν να εκτιμηθεί. Ο δυνάμενος να εκτιμηθεί αντίκτυπος της συμπράξεως πρέπει να θεωρείται ότι έχει επαρκώς αποδειχθεί αν η Επιτροπή είναι σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και αξιόπιστες ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει, με εύλογη πιθανότητα, ότι η σύμπραξη είχε αντίκτυπο στην αγορά.

Συγκεκριμένα, η εξέταση του αντικτύπου μιας συμπράξεως στη σχετική αγορά συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη χρησιμοποίηση υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πρέπει κυρίως να εξετάσει ποια θα ήταν η τιμή του επίμαχου προϊόντος αν δεν υπήρχε η σύμπραξη. Κατά την εξέταση όμως των αιτιών της πραγματικής εξελίξεως των τιμών, είναι παρακινδυνευμένο να γίνονται υποθέσεις σχετικά με την αντίστοιχη επίδραση καθεμιάς από τις αιτίες αυτές. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικειμενικό γεγονός ότι, λόγω της συμπράξεως σχετικά με τις τιμές, τα μέρη παραιτήθηκαν ακριβώς από την ελευθερία τους να ανταγωνίζονται στον τομέα των τιμών. Έτσι, η αξιολόγηση της επιρροής παραγόντων άλλων πέραν αυτής της εκούσιας αποχής των μερών της συμπράξεως στηρίζεται αναγκαστικά σε πιθανότητες που είναι εύλογες, αλλά οι οποίες δεν μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά με ακρίβεια.

Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε στον πραγματικό αντίκτυπο μιας συμπράξεως στη σχετική αγορά παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να εκφράσει ποσοτικά τον αντίκτυπο αυτό ή να παράσχει τα αριθμητικά στοιχεία της σχετικής εκτιμήσεως, καθόσον άλλως θα έχανε την πρακτική του αποτελεσματικότητα το κριτήριο του σημείου 1 Α, πρώτο εδάφιο.

(βλ. σκέψεις 174-178)

7.      Κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, το κανονιστικό και οικονομικό πλαίσιο της επιτιμώμενης συμπεριφοράς. Συναφώς, για να εκτιμήσει τον πραγματικό αντίκτυπο μιας παραβάσεως στην αγορά, η Επιτροπή πρέπει να αναφέρεται στη λειτουργία του ανταγωνισμού που θα υπήρχε κανονικά αν δεν υφίστατο η παράβαση.

Αφενός, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στην περίπτωση συμπράξεων που αφορούν τις τιμές, πρέπει να διαπιστώνεται –με εύλογο βαθμό πιθανότητας– ότι οι συμφωνίες παρέσχον πράγματι τη δυνατότητα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να φθάσουν ένα επίπεδο τιμών ανώτερο από εκείνο που θα επικρατούσε αν δεν υφίστατο η σύμπραξη. Αφετέρου, από τα προηγούμενα απορρέει ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις αντικειμενικές συνθήκες της σχετικής αγοράς, συνεκτιμώντας το οικονομικό και ενδεχομένως κανονιστικό πλαίσιο που επικρατεί. Ενδεχομένως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη «αντικειμενικών οικονομικών παραγόντων» από τους οποίους προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της «ελεύθερης λειτουργίας του ανταγωνισμού», το επίπεδο των τιμών δεν θα είχε εξελιχθεί όπως εξελίχθηκαν οι εφαρμοσθείσες τιμές.

(βλ. σκέψεις 191-192)

8.      Στον τομέα της καταστολής των απαγορευομένων συμπράξεων, η ουσιαστική συμπεριφορά που μια επιχείρηση υποστηρίζει ότι επέδειξε δεν έχει σημασία για την εκτίμηση των συνεπειών της συμπράξεως στην αγορά, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι εκείνα που προκύπτουν από την όλη παράβαση στην οποία αυτή μετέσχε.

(βλ. σκέψη 204)

9.      Κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η παράβαση και να μεριμνά ώστε η δράση της να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, μόνο αν λαμβάνονται υπόψη οι πτυχές αυτές μπορεί να διασφαλίζεται πλήρης αποτελεσματικότητα της δράσης της Επιτροπής με σκοπό τη διατήρηση ενός μη νοθευμένου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά.

Μια αμιγώς κατά γράμμα ανάλυση της διατάξεως του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι αποτελεί γενικώς και ανεπιφυλάκτως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός και μόνον ότι ένας παραβάτης έπαυσε κάθε παράβαση ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής. Μια τέτοια όμως ερμηνεία της διατάξεως αυτής θα μείωνε την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων που καθιστούν δυνατή τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, καθόσον θα μείωνε τόσο τη δυνάμενη να επιβληθεί κατόπιν παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ κύρωση όσο και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας κυρώσεως.

Συγκεκριμένα, αντίθετα προς άλλες ελαφρυντικές περιστάσεις, η περίσταση αυτή δεν είναι εγγενής ούτε στην υποκειμενική ιδιομορφία του παραβάτη ούτε στα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, καθόσον εξαρτάται κυρίως από την εξωτερική παρέμβαση της Επιτροπής. Έτσι, η παύση μιας παραβάσεως αποκλειστικά και μόνον κατόπιν παρεμβάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη θετική αξία της συμπεριφοράς που απορρέει από αυτόνομη πρωτοβουλία του παραβάτη, αλλά συνιστά απλώς κατάλληλη και κανονική αντίδραση στην εν λόγω παρέμβαση. Επιπλέον, η παύση αυτή καθιερώνει απλώς την επιστροφή του παραβάτη σε νόμιμη συμπεριφορά και δεν συμβάλλει στο να καταστήσει αποτελεσματικότερες τις διώξεις της Επιτροπής. Τέλος, ο ελαφρυντικός χαρακτήρας της περιστάσεως αυτής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το ότι ενέχει προτροπή προς παύση της παραβάσεως. Συναφώς, ο χαρακτηρισμός της συνεχίσεως μιας παραβάσεως μετά τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως συνιστά ήδη, ορθώς, προτροπή προς παύση της παραβάσεως, η οποία όμως, αντίθετα προς την υπό κρίση ελαφρυντική περίσταση, δεν μειώνει ούτε την κύρωση ούτε το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της κυρώσεως αυτής.

Έτσι, η αναγνώριση της παύσεως μιας παραβάσεως ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής ως ελαφρυντικής περιστάσεως θα έθιγε αδικαιολόγητα την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, με τη μείωση τόσο της κυρώσεως όσο και του αποτρεπτικού αποτελέσματος της κυρώσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιβάλει στον εαυτό της να θεωρεί ελαφρυντική περίσταση την παύση και μόνον της παραβάσεως ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες. Κατά συνέπεια, η διάταξη του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών πρέπει να ερμηνευθεί περιοριστικά, ώστε να μην είναι αντίθετη προς την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και υπό την έννοια ότι μόνον οι ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στις οποίες συγκεκριμενοποιείται η υποθετική περίπτωση της παύσεως της παραβάσεως ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη συνεκτίμηση της τελευταίας αυτής περιστάσεως ως ελαφρυντικής περιστάσεως.

Στην περίπτωση μιας ιδιαίτερα σοβαρής παραβάσεως που είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και τον καταμερισμό των αγορών και η οποία διαπράχθηκε εκ προθέσεως από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η παύση της δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση εφόσον καθορίστηκε από την παρέμβαση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 276-282)

10.    Η αρχή ne bis in idem απαγορεύει την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου συμφέροντος. Η εφαρμογή της αρχής αυτής εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος.

Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκαν οι δύο σχετικές καταδίκες προέρχονται από το ίδιο σύνολο συμφωνιών, αλλά διακρίνονται ωστόσο όσον αφορά τόσο το αντικείμενό τους όσο και το έδαφος στο οποίο διαπράχθηκαν οι παραβάσεις, η αρχή αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Τούτο συμβαίνει όταν οι κυρώσεις επιβάλλονται για συμπράξεις που αφορούν διαφορετικές αγορές. Τούτο συμβαίνει επίσης στην περίπτωση συμπράξεως που αφορά επίσης το έδαφος τρίτων κρατών, εφόσον, δυνάμει της αρχής της εδαφικότητας, δεν υπάρχει σύγκρουση κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και των αρμοδίων για τον ανταγωνισμό αρχών των τρίτων κρατών για την επιβολή προστίμων σε επιχειρήσεις που παραβαίνουν τους κανόνες του ανταγωνισμού του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και των εν λόγω τρίτων κρατών.

(βλ. σκέψεις 290-292)

11.    Ναι μεν είναι βεβαίως σημαντικό ότι μια επιχείρηση λαμβάνει μέτρα για να εμποδίσει τη διάπραξη νέων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού από το προσωπικό της στο μέλλον, πλην όμως η λήψη τέτοιων μέτρων ουδόλως μεταβάλλει το υποστατό της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Η Επιτροπή δεν οφείλει συνεπώς να λάβει υπόψη ένα τέτοιο στοιχείο ως ελαφρυντική περίσταση, πόσο μάλλον όταν η σχετική παράβαση συνιστά, όπως εν προκειμένω, πρόδηλη παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

Ομοίως, ναι μεν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπουν ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη επιβαρυντικές περιστάσεις κατά μιας επιχειρήσεως η οποία έχει ήδη διαπράξει μία ή περισσότερες παραβάσεις του ίδιου είδους, πλην όμως από αυτό δεν προκύπτει ότι, όταν η επίμαχη παράβαση είναι η πρώτη του είδους αυτού την οποία διέπραξε η εμπλεκόμενη επιχείρηση, πρέπει να επιφυλαχθεί στην επιχείρηση αυτή ευνοϊκή μεταχείριση λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως.

(βλ. σκέψεις 299-300)

12.    Προκειμένου μια επιχείρηση να μπορεί να τύχει σημαντικής μειώσεως του προστίμου κατ' εφαρμογήν του τίτλου Γ της ανακοίνωσης σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, η εν λόγω ανακοίνωση απαιτεί, στον τίτλο της Β, στον οποίο παραπέμπει ο τίτλος Γ στοιχείο β΄, να είναι η επιχείρηση αυτή η πρώτη που προσκομίζει στοιχεία καθοριστικά για την απόδειξη της ύπαρξης της συμπράξεως. Η ανακοίνωση αυτή δεν προβλέπει ότι, για να πληροί την προϋπόθεση αυτή, η επιχείρηση που καταγγέλλει τη μυστική σύμπραξη στην Επιτροπή πρέπει να παράσχει στην τελευταία αυτή το σύνολο των καθοριστικών στοιχείων για την κατάρτιση μιας ανακοίνωσης αιτιάσεων, ή, ακόμα λιγότερο, για την έκδοση αποφάσεως περί διαπιστώσεως της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 319-321)

13.    Για να μην έλθει σε αντίθεση προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων πρέπει να εφαρμόζεται υπό την έννοια ότι, όσον αφορά τη μείωση των προστίμων, η Επιτροπή πρέπει να μεταχειρίζεται κατά τον ίδιο τρόπο τις επιχειρήσεις που παρέχουν στην Επιτροπή, στο ίδιο στάδιο της διαδικασίας και υπό ανάλογες περιστάσεις, παρόμοιες πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που τους προσάπτονται. Η περίσταση και μόνον ότι μία από τις επιχειρήσεις αναγνώρισε τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά απαντώντας πρώτη στις ερωτήσεις που της έθεσε η Επιτροπή στο ίδιο στάδιο της διαδικασίας δεν μπορεί να συνιστά αντικειμενικό λόγο για να της επιφυλαχθεί διαφορετική μεταχείριση.

Ωστόσο, τούτο ισχύει μόνο στο πλαίσιο μιας συνεργασίας επιχειρήσεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των τίτλων Β και Γ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

Συγκεκριμένα, αντίθετα προς τους τίτλους αυτούς, ο τίτλος Δ δεν προβλέπει διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ανάλογα με τη σειρά κατά τις οποίες αυτές συνεργάζονται με την Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 338-339, 341)

14.    Η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να περιέχει επαρκώς σαφή έκθεση των αιτιάσεων, έστω και συνοπτική, προκειμένου να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν πράγματι γνώση των συμπεριφορών που τους προσάπτει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, μόνον υπό την προϋπόθεση αυτή μπορεί η ανακοίνωση αιτιάσεων να επιτελέσει τη λειτουργία της σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς η οποία συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων προκειμένου αυτές να μπορέσουν να γνωστοποιήσουν προσηκόντως την άμυνά τους προτού η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση.

Αν η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και αν αναφέρει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της υποτιθεμένης παραβάσεως και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», πληροί την υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον έναντι της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και έναντι της επιβολής προστίμου.

Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, τα δικαιώματα άμυνας των οικείων επιχειρήσεων διασφαλίζονται ενώπιον της Επιτροπής από τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τη διάρκεια, τη σοβαρότητα και το προβλέψιμο του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 359, 361-362)

15.    Εφόσον από την εξέταση των λόγων που προέβαλε μια επιχείρηση κατά της νομιμότητας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού δεν προέκυψε καμία έλλειψη νομιμότητας, το Πρωτοδικείο δεν πρέπει να κάνει χρήση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας για να μειώσει το ύψος του εν λόγω προστίμου.

(βλ. σκέψη 382)