Language of document : ECLI:EU:C:2024:209

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Εθνικό καθεστώς στήριξης το οποίο προβλέπει τη χορήγηση εμπορεύσιμων πράσινων πιστοποιητικών στους εθνικούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές – Εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές σε άλλο κράτος μέλος – Υποχρέωση αγοράς πράσινων πιστοποιητικών – Κύρωση – Απαλλαγή – Οδηγία 2001/77/ΕΚ – Οδηγία 2009/28/ΕΚ – Καθεστώς στήριξης – Εγγυήσεις προέλευσης – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Άρθρα 18, 28, 30, 34 και 110 ΣΛΕΕ – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ – Κρατικοί πόροι – Επιλεκτικό πλεονέκτημα»

Στην υπόθεση C‑558/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Αυγούστου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Autorità di Regolazione per Energia Reti e Ambiente (ARERA)

κατά

Fallimento Esperia SpA,

Gestore dei Servizi Energetici SpA – GSE,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl, J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Fallimento Esperia SpA, εκπροσωπούμενη από τους U. Grella και F. M. Salerno, avvocati,

–        η Gestore dei Servizi Energetici SpA – GSE, εκπροσωπούμενη από τους S. Fidanzia και A. Gigliola, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους D. Del Gaizo και F. Tortora, avvocati dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B. De Meester, τον G. Gattinara και την F. Tomat,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 18, 28, 30, 34, 107, 108 και 110 ΣΛΕΕ καθώς και της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 140, σ. 6).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Autorità di Regolazione per Energia Reti e Ambiente (ρυθμιστικής αρχής ενέργειας, δικτύων και περιβάλλοντος, Ιταλία) (στο εξής: ARERA) και, αφετέρου, της Fallimento Esperia SpA, εταιρίας υπό πτώχευση, και της Gestore dei Servizi Energetici SpA – GSE (στο εξής: GSE), με αντικείμενο την επιβολή χρηματικής κύρωσης στη Fallimento Esperia λόγω παράβασης της υποχρέωσης αγοράς πιστοποιητικών βεβαίωσης της ανανεώσιμης προέλευσης (στο εξής: πράσινα πιστοποιητικά) για την ηλεκτρική ενέργεια που εισήγαγε στην Ιταλία το 2010.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2001/77/ΕΚ

3        Η οδηγία 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2001, L 283, σ. 33), καταργήθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2012, με την οδηγία 2009/28. Αυτή καταργήθηκε, με τη σειρά της, από 1ης Ιουλίου 2021, με την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ 2018, L 328, σ. 82).

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 11, 14 και 15 της οδηγίας 2001/77 είχαν ως εξής:

«(10)      Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν την αγορά εγγύησης προέλευσης από άλλα κράτη μέλη ή την αντίστοιχη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ως συμβολή στην εκπλήρωση υποχρέωσης εθνικής ποσόστωσης. Ωστόσο, προκειμένου να διευκολυνθεί το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και να αυξηθεί η διαφάνεια κατά την επιλογή των καταναλωτών μεταξύ ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από μη ανανεώσιμες πηγές και ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές, η εγγύηση προέλευσης της εν λόγω ηλεκτρικής ενέργειας είναι αναγκαία. Τα συστήματα εγγύησης προέλευσης δεν συνεπάγονται αφ’ εαυτά δικαίωμα απολαβής των εθνικών μηχανισμών στήριξης που έχουν συσταθεί στα διάφορα κράτη μέλη. Είναι σημαντικό να καλύπτονται από τέτοια εγγύηση προέλευσης όλες οι μορφές ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

(11)      Είναι σημαντικό να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ εγγυήσεων προέλευσης και ανταλλάξιμων πράσινων πιστοποιητικών.

[...]

(14)      Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διάφορους μηχανισμούς υποστήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των πράσινων πιστοποιητικών, των ενισχύσεων για επενδύσεις, των φορολογικών απαλλαγών ή μειώσεων, των επιστροφών φόρων και των συστημάτων άμεσης στήριξης των τιμών. Ένα σημαντικό μέσο επίτευξης του στόχου της παρούσας οδηγίας είναι η εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των μηχανισμών αυτών, έως ότου τεθεί σε λειτουργία κοινοτικό πλαίσιο, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών.

(15)      Είναι πολύ νωρίς για να αποφασισθεί ένα ευρύ κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τα συστήματα στήριξης, λόγω της περιορισμένης πείρας από τα εθνικά συστήματα και του σχετικά μικρού σημερινού μεριδίου στην Κοινότητα της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και η οποία επιδοτείται.»

5        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/77 έφερε τον τίτλο «Σκοπός» και προέβλεπε τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η προαγωγή της αύξησης της συμβολής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και η δημιουργία βάσης για ένα μελλοντικό κοινοτικό πλαίσιο στον εν λόγω τομέα.»

6        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/77 επιγραφόταν «Εθνικοί ενδεικτικοί στόχοι» και όριζε στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προώθηση της αύξησης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σύμφωνα με τους εθνικούς ενδεικτικούς στόχους οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 2. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο στόχο.

2.      Το αργότερο στις 27 Οκτωβρίου 2002 και, εν συνεχεία, ανά πενταετία, τα κράτη μέλη υιοθετούν και δημοσιεύουν έκθεση με την οποία καθορίζουν τους εθνικούς ενδεικτικούς στόχους μελλοντικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ως ποσοστό της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, για την επόμενη δεκαετία. Η έκθεση περιγράφει επίσης τα μέτρα που ελήφθησαν ή μελετώνται, σε εθνικό επίπεδο, προς επίτευξη αυτών των εθνικών ενδεικτικών στόχων. Όταν καθορίζουν τους ανωτέρω στόχους έως το έτος 2010, τα κράτη μέλη:

–        λαμβάνουν υπόψη τους τις τιμές αναφοράς του παραρτήματος,

–        μεριμνούν ώστε οι στόχοι αυτοί να συνάδουν με τυχόν εθνικές δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στα πλαίσια των δεσμεύσεων για τις κλιματικές μεταβολές τις οποίες έχει αποδεχθεί η Κοινότητα βάσει του πρωτοκόλλου του Κυότο στη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές.»

7        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/77 τιτλοφορούνταν «Συστήματα στήριξης» και προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης [νυν άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ], η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή των μηχανισμών που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τους οποίους ένας παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας, με βάση κανονισμούς που εκδίδουν οι δημόσιες αρχές, τυγχάνει άμεσης ή έμμεσης στήριξης και οι οποίοι μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα να περιορίζουν το εμπόριο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι μηχανισμοί αυτοί συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων των άρθρων 6 και 174 της συνθήκης.»

8        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/77 έφερε τον τίτλο «Εγγύηση προέλευσης της ηλεκτρικής ενέργειας η οποία παράγεται από ανανεώσιμες μορφές ενέργειας» και όριζε στις παραγράφους 1 έως 5 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη, το αργότερο στις 27 Οκτωβρίου 2003, φροντίζουν ώστε η προέλευση της ηλεκτρικής ενέργειας η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να είναι καθεαυτή εγγυημένη κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, με βάση αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια, τα οποία καθορίζει κάθε κράτος μέλος. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη φροντίζουν να εκδίδεται εγγύηση προέλευσης, κατόπιν αιτήσεως.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν έναν ή περισσότερους αρμόδιους φορείς, ανεξάρτητους από τις δραστηριότητες παραγωγής και διανομής, για την επίβλεψη της έκδοσης αυτών των εγγυήσεων προέλευσης.

3.      Οι εγγυήσεις προέλευσης:

–        προσδιορίζουν την πηγή από την οποία έχει παραχθεί η ηλεκτρική ενέργεια, διευκρινίζοντας τις ημερομηνίες και τους τόπους παραγωγής, και, στις περιπτώσεις των υδροηλεκτρικών σταθμών, αναφέρουν την ισχύ,

–        επιτρέπουν στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να αποδεικνύουν ότι η ηλεκτρική ενέργεια που πωλούν παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

4.      Αυτές οι εγγυήσεις προέλευσης, εκδιδόμενες δυνάμει της παραγράφου 2, θα πρέπει να αναγνωρίζονται αμοιβαία από τα κράτη μέλη, αποκλειστικά ως απόδειξη των στοιχείων που μνημονεύονται στην παράγραφο 3. Τυχόν άρνηση αναγνώρισης εγγύησης προέλευσης ως απόδειξης, ιδίως για λόγους πρόληψης της απάτης, πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια. Σε περίπτωση άρνησης αναγνώρισης μιας εγγύησης προέλευσης, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεώσει την αρνούμενη πλευρά να αναγνωρίσει μια εγγύηση προέλευσης, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια στα οποία βασίζεται η αναγνώριση.

5.      Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιοι φορείς δημιουργούν τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διασφαλίζουν ότι οι εγγυήσεις προέλευσης είναι ακριβείς και αξιόπιστες, και περιγράφουν, στην έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τα μέτρα που λαμβάνονται για να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία του συστήματος εγγύησης.»

 Η οδηγία 2009/28

9        Οι αιτιολογικές σκέψεις 25, 52 και 56 της οδηγίας 2009/28 είχαν ως εξής:

«(25)      Κάθε κράτος μέλος διαθέτει διαφορετικό δυναμικό ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και εφαρμόζει διαφορετικά καθεστώτα στήριξης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε εθνικό επίπεδο. Τα περισσότερα κράτη μέλη εφαρμόζουν καθεστώτα στήριξης που αποφέρουν οφέλη μόνον σε σχέση με μορφές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές οι οποίες παράγονται στην επικράτειά τους. Για την εύρυθμη λειτουργία των εν λόγω εθνικών καθεστώτων στήριξης έχει ουσιώδη σημασία να μπορούν τα κράτη μέλη να ελέγχουν τις επιπτώσεις και το κόστος των οικείων εθνικών καθεστώτων στήριξης σύμφωνα με το αντίστοιχο δυναμικό τους. Ένα σημαντικό μέσο για την επίτευξη του στόχου της παρούσας οδηγίας είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των εθνικών καθεστώτων στήριξης όπως και δυνάμει της οδηγίας 2001/77/ΕΚ προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να μπορέσουν τα κράτη μέλη να προβλέψουν αποτελεσματικά εθνικά μέτρα για τη συμμόρφωση προς τους στόχους. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διευκόλυνση της διασυνοριακής υποστήριξης των μορφών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές χωρίς να θίγονται τα εθνικά καθεστώτα στήριξης. Η οδηγία προβλέπει προαιρετικούς μηχανισμούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών [ώστε να μπορούν] να συμφωνούν ως προς τον βαθμό στήριξης που παρέχει ένα κράτος μέλος στην παραγωγή ενέργειας σε άλλο κράτος μέλος και ως προς τον βαθμό συμμετοχής της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε σχέση με τους αντίστοιχους εθνικούς συνολικούς στόχους. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα αμφότερων των μέτρων συμμόρφωσης προς τους στόχους, ήτοι των εθνικών καθεστώτων στήριξης και των μηχανισμών συνεργασίας, είναι σημαντικό να μπορούν τα κράτη μέλη να καθορίζουν εάν και κατά πόσον τα εθνικά τους καθεστώτα στήριξης εφαρμόζονται στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε άλλα κράτη μέλη, και να συμφωνούν για το θέμα αυτό εφαρμόζοντας τους μηχανισμούς συνεργασίας που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.

[...]

(52)      Ο μόνος στόχος των εγγυήσεων προέλευσης, οι οποίες παρέχονται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, είναι η παροχή απόδειξης, προς τον τελικό καταναλωτή, ότι ένα συγκεκριμένο μερίδιο ή ποσότητα ενέργειας έχει παραχθεί από ανανεώσιμες πηγές. [...] Είναι σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ των πράσινων πιστοποιητικών που χρησιμοποιούνται για τα καθεστώτα στήριξης και των εγγυήσεων προέλευσης.

[...]

(56)      Οι εγγυήσεις προέλευσης αυτές καθαυτές δεν παρέχουν δικαίωμα για ενίσχυση από τα εθνικά καθεστώτα στήριξης.»

10      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/28 επιγραφόταν «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής» και είχε ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο προώθησης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Θέτει υποχρεωτικούς εθνικούς στόχους για το συνολικό μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας και το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές. Καθορίζει κανόνες για τη στατιστική μεταβίβαση μεταξύ κρατών μελών, για κοινά έργα μεταξύ κρατών μελών και με τρίτες χώρες, τις εγγυήσεις προέλευσης, τις διοικητικές διαδικασίες, την πληροφόρηση και την κατάρτιση και την πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Καθιερώνει κριτήρια αειφορίας του περιβάλλοντος για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά.»

11      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2009/28 τιτλοφορούνταν «Ορισμοί» και προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ορισμοί της οδηγίας 2003/54/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 176, σ. 37)].

Ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί και νοούνται ως:

[...]

ι)      “εγγύηση προέλευσης”: ηλεκτρονικό έγγραφο το οποίο χρησιμεύει μόνον ως απόδειξη προς τον τελικό καταναλωτή ότι δεδομένο μερίδιο ή ποσότητα ενέργειας έχει παραχθεί από ανανεώσιμες πηγές όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/54/ΕΚ·

ια)      “καθεστώς στήριξης”: κάθε μέσο, καθεστώς ή μηχανισμός που δρομολογείται από κράτος μέλος ή ομάδα κρατών μελών και προάγει τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μειώνοντας το κόστος της εν λόγω ενέργειας, αυξάνοντας την τιμή πώλησής της ή αυξάνοντας, με την επιβολή υποχρέωσης χρήσης ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών ή με άλλον τρόπο, τις αγοραζόμενες ποσότητες της εν λόγω ενέργειας· περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι επενδυτικές ενισχύσεις, οι φορολογικές απαλλαγές ή μειώσεις, οι επιστροφές φόρου, τα καθεστώτα στήριξης της υποχρέωσης χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούν πράσινα πιστοποιητικά, και τα καθεστώτα άμεσης στήριξης των τιμών συμπεριλαμβανομένων των εγγυημένων τιμών αγοράς και της καταβολής πριμοδοτήσεων·

ιβ)      “υποχρέωση χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας”: εθνικό καθεστώς στήριξης το οποίο επιβάλλει στους παραγωγούς ενέργειας την υποχρέωση να συμπεριλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή τους, απαιτεί από τους προμηθευτές ενέργειας να συμπεριλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον εφοδιασμό τους ή απαιτεί από τους καταναλωτές ενέργειας να συμπεριλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην κατανάλωσή τους. Συμπεριλαμβάνονται καθεστώτα δυνάμει των οποίων οι απαιτήσεις αυτές είναι δυνατόν να τηρούνται μέσω της προσκόμισης πράσινου πιστοποιητικού·

[...]»

12      Το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/28 έφερε τον τίτλο «Δεσμευτικοί εθνικοί συνολικοί στόχοι και μέτρα για τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές» και όριζε στις παραγράφους 1 έως 4 τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 11, στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020 να αντιστοιχεί τουλάχιστον στον εθνικό συνολικό στόχο του όσον αφορά το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά το εν λόγω έτος, όπως αυτό προβλέπεται στην τρίτη στήλη του πίνακα του μέρους A του παραρτήματος I. Αυτοί οι δεσμευτικοί εθνικοί συνολικοί στόχοι είναι σύμμορφοι προς τον στόχο σύμφωνα με τον οποίο το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας της Κοινότητας πρέπει το 2020 να ανέρχεται σε τουλάχιστον 20 %. Για να επιτευχθούν ευκολότερα αυτοί οι στόχοι που ορίζονται σε αυτό το άρθρο, κάθε κράτος μέλος προωθεί και ενθαρρύνει την απόδοση ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα που είναι όντως σχεδιασμένα για να διασφαλίσουν ότι το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ισούται ή υπερβαίνει το μερίδιο που παρατίθεται στην ενδεικτική πορεία του μέρους Β του παραρτήματος Ι.

3.      Για να επιτύχουν τους στόχους των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζουν τα ακόλουθα μέτρα:

α)      καθεστώτα στήριξης·

β)      μέτρα συνεργασίας μεταξύ διαφόρων κρατών μελών και με τρίτες χώρες για την επίτευξη των εθνικών συνολικών στόχων τους σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 11.

Με την επιφύλαξη των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης [νυν άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ], τα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 11 της παρούσας οδηγίας σε ποιο βαθμό θα υποστηρίζουν τις μορφές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παράγονται σε άλλο κράτος μέλος.

4.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε όλες τις μορφές μεταφορών να αντιπροσωπεύει, το 2020, ποσοστό τουλάχιστον 10 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις μεταφορές στο εν λόγω κράτος μέλος.»

13      Το άρθρο 15 της οδηγίας 2009/28 επιγραφόταν «Εγγυήσεις προέλευσης της ηλεκτρικής ενέργειας και της ενέργειας θέρμανσης και ψύξης που παράγονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» και όριζε στις παραγράφους 1 και 9 τα εξής:

«1.      Για να αποδεικνύεται στους τελικούς καταναλωτές το μερίδιο ή η ποσότητα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο ενεργειακό μείγμα προμηθευτή ενέργειας, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/54/ΕΚ, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να είναι δυνατόν να παρέχεται εγγύηση για την προέλευση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια.

[...]

9.      Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τις εγγυήσεις προέλευσης που εκδίδουν άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, μόνον ως απόδειξη των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 6, στοιχεία αʹ έως στʹ. [...]»

14      Το άρθρο 26 της οδηγίας 2009/28 τιτλοφορούνταν «Τροποποιήσεις και κατάργηση» και προέβλεπε τα εξής:

«1.      Στην οδηγία 2001/77/ΕΚ, το άρθρο 2, το άρθρο 3, παράγραφος 2, και τα άρθρα 4 έως 8 διαγράφονται με ισχύ από την 1η Απριλίου 2010.

[...]

3.      Οι οδηγίες 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2003, σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές (ΕΕ 2003, L 123, σ. 42)] καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2012.»

15      Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28:

Με την επιφύλαξη των άρθρων 4, παράγραφοι 1, 2 και 3, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 25 Δεκεμβρίου 2009.»

 Το ιταλικό δίκαιο

 Το νομοθετικό διάταγμα 79/1999

16      Προκειμένου να ενθαρρύνει τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές (στο εξής: πράσινη ηλεκτρική ενέργεια), η Ιταλική Δημοκρατία εξέδωσε το decreto legislativo n. 79 – Attuazione della direttiva 96/92/ΕΚ recante norme comuni per il mercato interno dell’energia elettrica (νομοθετικό διάταγμα 79 για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 96/92/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας), της 16ης Μαρτίου 1999 [GURI αριθ. 75, της 31ης Μαρτίου 1999, σ. 8, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 79/1999].

17      Το νομοθετικό αυτό διάταγμα θέσπισε ένα καθεστώς στήριξης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, στη δωρεάν χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών σε κάθε Ιταλό παραγωγό πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας κατ’ αναλογία προς την παραγόμενη πράσινη ηλεκτρική ενέργεια.

18      Το άρθρο 11 του νομοθετικού διατάγματος 79/1999 προέβλεπε τα εξής:

«1.      Για τη στήριξη της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της εξοικονόμησης ενέργειας, της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της χρήσης των εθνικών ενεργειακών πόρων, από το 2001, οι εισαγωγείς και οι υπεύθυνοι για τις εγκαταστάσεις που κάθε έτος εισάγουν ή παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υποχρεούνται να διοχετεύουν στο εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, κατά τη διάρκεια του επομένου έτους, ποσόστωση ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές και προερχόμενης από εγκαταστάσεις οι οποίες θα έχουν τεθεί σε λειτουργία ή θα έχουν αυξήσει την παραγωγή τους, εντός των ορίων των πρόσθετων παραγωγικών δυνατοτήτων, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος.

2.      Η υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ισχύει για τις εισαγωγές και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας άνω των 100 GWh, εξαιρουμένης της συμπαραγωγής, της ιδίας κατανάλωσης του σταθμού παραγωγής και των εξαγωγών· η ποσόστωση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 ορίζεται αρχικώς στο 2 % της υπερβαίνουσας τις 100 GWh ενέργειας.

3.      Οι ίδιοι επιχειρηματίες μπορούν επίσης να εκπληρώσουν την υποχρέωση αυτή αποκτώντας, εν όλω ή εν μέρει, την αντίστοιχη ποσόστωση ή τα σχετικά δικαιώματα είτε από άλλους παραγωγούς, εφόσον διοχετεύουν την ανανεώσιμη ενέργεια στο εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, είτε από την [Gestore della rete di trasmissione nazionale (διαχειρίστρια του εθνικού δικτύου μεταφοράς, Ιταλία), νυν GSE]. [...] Προκειμένου να αντισταθμιστούν οι διακυμάνσεις της ετήσιας παραγωγής ή η ανεπάρκεια της προσφοράς, η [GSE] μπορεί να αγοράζει ή να πωλεί δικαιώματα παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, ανεξάρτητα από την πραγματική διαθεσιμότητα, με την υποχρέωση να αντισταθμίζει σε τριετή βάση τις ενδεχόμενες εκπομπές δικαιωμάτων ελλείψει διαθεσιμότητας.»

19      Για την προαναφερθείσα αγορά, από την GSE, δικαιωμάτων παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, τα οποία αποκαλούνται επίσης «πράσινα πιστοποιητικά», χρησιμοποιούνταν τα έσοδα από τη χρέωση με κωδικό A3 στα τιμολόγια των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας.

 Το νομοθετικό διάταγμα 387/2003

20      Από το άρθρο 4 του decreto legislativo n. 387 – Attuazione della direttiva 2001/77/ΕΚ relativa alla promozione dell’energia elettrica prodotta da fonti energetiche rinnovabili nel mercato interno dell’elettrica (νομοθετικό διάταγμα 387 για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2001/77/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας), της 29ης Δεκεμβρίου 2003 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 25, της 31ης Ιανουαρίου 2004, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 387/2003), προκύπτει ότι η διαχειρίστρια του εθνικού δικτύου μεταφοράς, νυν GSE, όφειλε να ελέγχει την τήρηση της υποχρέωσης που επιβάλλει το άρθρο 11 του νομοθετικού διατάγματος 79/1999 και να ενημερώνει για τυχόν παραβάσεις την Autorità per l’energia elettrica, il gas et sistema idrico (Αρχή για την ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο και το δίκτυο ύδρευσης, Ιταλία), νυν ARERA, η οποία, σε μια τέτοια περίπτωση, ήταν αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπει ο legge n. 481. – Norme per la concorrenza e la regolazione dei servizi di pubblica utilità. Istituzione delle Autorità di regolazione dei servizi di pubblica utilità (νόμος 481 για τους κανόνες ανταγωνισμού και τη ρύθμιση των υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Σύσταση ρυθμιστικών αρχών για τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας), της 14ης Νοεμβρίου 1995 (GURI αριθ. 270, της 18ης Νοεμβρίου 1995, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 136).

21      Το άρθρο 11, παράγραφος 6, του νομοθετικού διατάγματος 387/2003 είχε ως εξής:

«Η εγγύηση προέλευσης αναφέρει τη θέση της εγκατάστασης, την ανανεώσιμη πηγή ενέργειας από την οποία παρήχθη η ηλεκτρική ενέργεια, τη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία, την ονομαστική ισχύ της εγκατάστασης, την καθαρή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ή, στην περίπτωση υβριδικών μονάδων, την παραγωγή όπως κατανέμεται ανά είδος τεχνολογίας, για κάθε ημερολογιακό έτος. [...]»

22      Το άρθρο 20, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 387/2003 όριζε τα εξής:

«Οι επιχειρηματίες που εισάγουν ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπόκεινται στην υποχρέωση του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος [79/1999] μπορούν να ζητήσουν από τη διαχειρίστρια του δικτύου, για το αναλογούν μέρος της εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, απαλλαγή από την ως άνω υποχρέωση. Η αίτηση συνοδεύεται τουλάχιστον από επικυρωμένο αντίγραφο της εγγύησης προέλευσης η οποία έχει εκδοθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/77/ΕΚ, στο κράτος όπου βρίσκεται η εγκατάσταση παραγωγής. [...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

23      Η Esperia SpA ήταν εταιρία που εισήγε στην Ιταλία ηλεκτρική ενέργεια με σκοπό τη μετέπειτα χονδρική ή λιανική πώλησή της.

24      Με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2016, η ARERA τής επέβαλε χρηματική κύρωση ύψους 2 803 500 ευρώ λόγω παράβασης της υποχρέωσής της να αγοράσει 17 753 πράσινα πιστοποιητικά για την ηλεκτρική ενέργεια την οποία είχε εισαγάγει στην Ιταλία το 2010.

25      Η Esperia SpA προσέβαλε ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (διοικητικού πρωτοδικείου της Περιφέρειας της Λομβαρδίας, Ιταλία) την απόφαση με την οποία της επιβλήθηκε η κύρωση. Κατόπιν της άσκησης της προσφυγής, η εταιρία κηρύχθηκε σε πτώχευση και έκτοτε φέρει την επωνυμία Fallimento Esperia. Ωστόσο, ο σύνδικος πτωχεύσεως της Fallimento Esperia δεν παραιτήθηκε από την προσφυγή που είχε ασκηθεί ενώπιον του προαναφερθέντος δικαστηρίου.

26      Με απόφαση της 8ης Αυγούστου 2018, το δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή της Fallimento Esperia, κρίνοντας ότι η χρηματική κύρωση που της είχε επιβληθεί ήταν υπερβολική. Τόσο η ARERA όσο και η Fallimento Esperiaκαι άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

27      Η διαδικασία ενώπιόν του ανεστάλη αφού το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει, στις 3 Σεπτεμβρίου 2019, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Axpo Trading, μια παρεμφερή υπόθεση που εκκρεμούσε ενώπιόν του. Η αίτηση αυτή πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως C‑705/19.

28      Αφού ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona ανέπτυξε, στις 3 Δεκεμβρίου 2020, τις προτάσεις του στην υπόθεση Axpo Trading (C‑705/19, EU:C:2020:989), η Axpo Trading παραιτήθηκε από τη δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και η υπόθεση διαγράφηκε από το πρωτόκολλο με διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Axpo Trading (C‑705/19, EU:C:2021:755).

29      Κατόπιν τούτου συνεχίστηκε η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στην υπόθεση της κύριας δίκης.

30      Στο πλαίσιό της, η Fallimento Esperia εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον συμβιβάζεται με το ενωσιακό δίκαιο η ιταλική νομοθεσία η οποία επιβάλλει, επ’ απειλή κύρωσης, στις επιχειρήσεις που εισάγουν ηλεκτρική ενέργεια χωρίς να έχουν παράσχει εγγυήσεις προέλευσης την υποχρέωση να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά, υποχρέωση η οποία δεν ισχύει για τους ημεδαπούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά την άποψη της εταιρίας, η νομοθεσία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών πράσινης ενέργειας που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία, ως φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς τελωνειακό δασμό και ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών. Από την πλευρά της, η GSE εκτιμά ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ιταλική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την οδηγία 2001/77.

31      Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Axpo Trading (C‑705/19, EU:C:2020:989) και στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία είχε υποβάλει το ίδιο στην υπόθεση εκείνη.

32      Στην αίτησή του εξηγούσε, μεταξύ άλλων, ότι το ιταλικό καθεστώς στήριξης της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ήταν, κατά την εκτίμησή του, συμβατό με τους κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις. Ειδικότερα, κατά την εκτίμησή του, ουδεμία εμπλοκή κρατικών πόρων υπάρχει στο πλαίσιο της εφαρμογής του συγκεκριμένου καθεστώτος. Τούτο διότι δεν υφίσταται ούτε άμεση ούτε έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων στους παραγωγούς πράσινης ενέργειας που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία. Εν πάση περιπτώσει, το επίδικο καθεστώς συνάδει, αφενός, με την οδηγία 2009/28, η οποία θέτει εθνικούς στόχους στον τομέα της πράσινης ενέργειας και ευνοεί τα μέτρα των κρατών μελών που στηρίζουν αποκλειστικώς τους παραγωγούς καθαρής ενέργειας οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους και, αφετέρου, με τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος. Ομοίως, το επίμαχο μέτρο στήριξης δεν μπορεί να θεωρηθεί επιλεκτικό, διότι το σύστημα αναφοράς που θεσπίζεται με την οδηγία 2009/28 είναι εκ φύσεως και εκουσίως επιλεκτικό, δεδομένου ότι έχει ως σκοπό να προάγει την παραγωγή πράσινης ενέργειας σε κάθε κράτος μέλος.

33      Εξάλλου, κατά το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του ως άνω σκοπού της οδηγίας 2009/28, το καθεστώς αυτό δεν θεσπίζει ούτε φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό ούτε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, στον βαθμό που επιβάλλει στους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης στην αλλοδαπή να αγοράζουν πράσινα πιστοποιητικά. Το εν λόγω καθεστώς επιφυλάσσει υπέρ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία τη δυνατότητα να τύχουν στήριξης προκειμένου να συμμορφωθούν προς τους υποχρεωτικούς εθνικούς στόχους ως προς το μερίδιο το οποίο πρέπει, βάσει της οδηγίας 2009/28, να αντιπροσωπεύει η παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρική ενέργεια στην τελική κατανάλωση, χωρίς οι εισαγωγείς καθαρής ενέργειας που παράγεται σε άλλο κράτος μέλος να υπόκεινται σε οποιαδήποτε υποχρέωση ή να αντιμετωπίζουν εμπόδια.

34      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το επίδικο καθεστώς είναι σύμφωνο με τα άρθρα 18 και 110 ΣΛΕΕ, καθώς επιφυλάσσει την ίδια μεταχείριση σε όλους τους επιχειρηματίες του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι διοχετεύουν στο εθνικό δίκτυο ηλεκτρική ενέργεια που δεν παράγεται από ιταλική ανανεώσιμη πηγή.

35      Παρά ταύτα, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει

–      στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ, κατά το μέρος που απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών,

–      στα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ, κατά το μέρος που προβλέπουν την κατάργηση των τελωνειακών δασμών επί των εισαγωγών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος,

–      στο άρθρο 110 ΣΛΕΕ, κατά το μέρος που απαγορεύει φόρους επί των εισαγωγών υψηλότερους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα,

–      στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ, κατά το μέρος που απαγορεύει τη θέσπιση μέτρων αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών,

–      στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, κατά το μέρος που απαγορεύουν την εφαρμογή μέτρου κρατικής ενίσχυσης μη κοινοποιηθέντος στην Επιτροπή και ασύμβατου προς την εσωτερική αγορά,

–      στην οδηγία [2009/28], κατά το μέρος που επιδιώκει την προώθηση του ενδοκοινοτικού εμπορίου πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ενθαρρύνοντας, επιπλέον, την προώθηση των παραγωγικών ικανοτήτων των επιμέρους κρατών μελών,

εθνική νομοθεσία [όπως η περιγραφόμενη στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως], δυνάμει της οποίας οι εισαγωγείς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας υπόκεινται σε μια χρηματική επιβάρυνση που δεν προβλέπεται για τους εθνικούς παραγωγούς του ίδιου προϊόντος;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

36      Πρώτον, επισημαίνεται ότι το ιταλικό δίκαιο ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης προέβλεπε, στο άρθρο 11 του νομοθετικού διατάγματος 79/1999, μέτρο βάσει του οποίου οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος, αν δεν αποδείκνυαν, μέσω της υποβολής εγγυήσεων προέλευσης, ότι επρόκειτο για πράσινη ενέργεια, υποχρεούνταν, επ’ απειλή κύρωσης, να αγοράσουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά από ημεδαπούς παραγωγούς αναλόγως της εισαγόμενης ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας.

37      Δεύτερον, το συγκεκριμένο μέτρο που αποτελεί αντικείμενο του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος εντάσσεται στο πλαίσιο ενός εθνικού καθεστώτος στήριξης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο υποχρεώνει τους εισαγωγείς και τους φορείς που είναι υπεύθυνοι για τις εγκαταστάσεις οι οποίες εισάγουν ή παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από μη ανανεώσιμες πηγές να διοχετεύουν, σε ετήσια βάση, ποσόστωση πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στο εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Προς εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης, το επίδικο καθεστώς προβλέπει ότι οι προαναφερθέντες εισαγωγείς και φορείς μπορούν είτε να παράγουν οι ίδιοι πράσινη ηλεκτρική ενέργεια είτε να αγοράζουν από ημεδαπούς παραγωγούς πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά. Εξάλλου, πάντοτε σύμφωνα με το ίδιο καθεστώς, οι εθνικές αρχές χορηγούν δωρεάν τα πιστοποιητικά αυτά στους ημεδαπούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ανάλογα με την ποσότητα πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας την οποία παράγουν, προκειμένου να μπορούν να τα μεταπωλήσουν στους παραγωγούς και εισαγωγείς που υπέχουν την εν λόγω υποχρέωση.

38      Τρίτον, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του 2010, όπερ σημαίνει ότι μπορεί να διέπονταν τόσο από την οδηγία 2001/77 όσο και από την οδηγία 2009/28. Πράγματι, βάσει του άρθρου 26 της οδηγίας 2009/28, το άρθρο 2, το άρθρο 3, παράγραφος 3, και τα άρθρα 4 έως 8 της οδηγίας 2001/77 έπαυσαν να ισχύουν από 1ης Απριλίου 2010, ενώ οι λοιπές διατάξεις της έπαυσαν να ισχύουν από την ημερομηνία κατάργησής της, ήτοι από 1ης Ιανουαρίου 2012. Παράλληλα, το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/28 όριζε ότι αυτή έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο το αργότερο έως τις 5 Δεκεμβρίου 2010.

39      Τέταρτον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, που κατοχυρώνει τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε διεπόμενες από το ενωσιακό δίκαιο καταστάσεις για τις οποίες η Συνθήκη ΛΕΕ δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες απαγόρευσης των διακρίσεων (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Krah, C‑703/17, EU:C:2019:850, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στον δε τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων τίθεται σε εφαρμογή με τα άρθρα 28, 30, 34 και 110 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ηλεκτρική ενέργεια συνιστά εμπόρευμα κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, δεν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 18 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο μέτρου όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

40      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν οι οδηγίες 2001/77 και 2009/28 καθώς και τα άρθρα 28, 30, 34, 107, 108 και 110 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν εθνικό μέτρο το οποίο, αφενός, υποχρεώνει τους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος, εφόσον δεν αποδεικνύουν, μέσω της υποβολής εγγυήσεων προέλευσης, ότι πρόκειται για ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, να αγοράζουν από τους ημεδαπούς παραγωγούς είτε πράσινα πιστοποιητικά είτε πράσινη ηλεκτρική ενέργεια κατ’ αναλογίαν προς την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας την οποία εισάγουν και, αφετέρου, προβλέπει την επιβολή κύρωσης σε περίπτωση μη τήρησης της ως άνω υποχρέωσης, ενώ οι ημεδαποί παραγωγοί πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δεν υπέχουν τέτοια υποχρέωση αγοράς.

 Ως προς τις οδηγίες 2001/77 και 2009/28

 Ως προς την οδηγία 2001/77

41      Όσον αφορά το ζήτημα αν η οδηγία 2001/77 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της οδηγίας αυτής είναι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, να προάγει την ενίσχυση της συμβολής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εντός της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και να θέσει τις βάσεις για ένα μελλοντικό κοινοτικό πλαίσιο στον συγκεκριμένο τομέα.

42      Εξάλλου, από το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 14, συνάγεται ότι ένα σημαντικό μέσο για την υλοποίηση του σκοπού της οδηγίας, μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή κοινοτικό πλαίσιο, συνίσταται στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των διαφόρων μηχανισμών στήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε εθνικό επίπεδο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο μηχανισμός των πράσινων πιστοποιητικών.

43      Ως προς τους μηχανισμούς στήριξης, το Δικαστήριο έχει κρίνει, υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/77, ότι η οδηγία αυτή αναγνωρίζει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως αναφορικά με τη θέσπιση τέτοιων μηχανισμών και με την εφαρμογή τους στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εντούτοις, οι μηχανισμοί αυτοί, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/77, πρέπει να είναι πρόσφοροι να συμβάλουν στην επίτευξη των εθνικών ενδεικτικών στόχων μελλοντικής κατανάλωσης πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν καθοριστεί για τα κράτη μέλη. Επομένως, πρέπει κατ’ αρχήν να έχουν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, κατά το ίδιο άρθρο 3 παράγραφος 1, οι εν λόγω μηχανισμοί πρέπει να είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

45      Πέραν τούτου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 10 και 11 καθώς και του άρθρου 5, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2001/77, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιβάλει στα κράτη μέλη που επέλεξαν καθεστώς στήριξης στο πλαίσιο του οποίου χρησιμοποιούνται πράσινα πιστοποιητικά να επεκτείνουν την εφαρμογή του και στην πράσινη ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται σε άλλο κράτος μέλος (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Essent Belgium, C‑204/12 έως C‑208/12, EU:C:2014:2192, σκέψη 66).

46      Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η οδηγία 2001/77 δεν προχώρησε σε πλήρη εναρμόνιση του τομέα τον οποίο διέπει, οπότε τα εθνικά καθεστώτα στήριξης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στα οποία αναφέρεται το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω και υπό την επιφύλαξη της κρίσης του αιτούντος δικαστηρίου, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο μάλλον συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 2001/77, στον βαθμό που προβλέπει ότι οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι δεν έχουν αποδείξει, μέσω της υποβολής εγγυήσεων προέλευσης, ότι εισάγουν πράσινη ενέργεια είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν πράσινη ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά από τους ημεδαπούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, μια τέτοια υποχρέωση είναι πιθανόν να τονώσει την εθνική παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας είτε αυξάνοντας τη ζήτησή της είτε προσπορίζοντας στους ημεδαπούς παραγωγούς πρόσθετα έσοδα από την πώληση πράσινων πιστοποιητικών.

48      Συνεπώς, το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο παρίσταται πρόσφορο για την προώθηση της αύξησης της κατανάλωσης πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δεδομένου ότι επιβάλλει να διοχετεύεται ποσόστωση της ηλεκτρικής αυτής ενέργειας στο εθνικό δίκτυο. Σε σχέση με τον αναλογικό χαρακτήρα του μέτρου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να λάβει υπόψη τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 110 έως 122 της παρούσας αποφάσεως όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της ερμηνείας των άρθρων 34 και 36 ΣΛΕΕ.

49      Κατόπιν των ανωτέρω και υπό την επιφύλαξη της τελευταίας αυτής κρίσης, η οδηγία 2001/77 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Επί της οδηγίας 2009/28

50      Όσον αφορά το ζήτημα αν η οδηγία 2009/28 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, παρατηρείται ότι σκοπός της οδηγίας αυτής είναι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, να ορίσει ένα κοινό πλαίσιο για την προώθηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θέτοντας, μεταξύ άλλων, δεσμευτικούς εθνικούς στόχους όσον αφορά το μερίδιο το οποίο πρέπει να αντιπροσωπεύει η ενέργεια από τέτοιες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας.

51      Στο πνεύμα αυτό, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/28 επιβάλλει στα κράτη μέλη, αφενός, να διασφαλίσουν ότι, στην τελική κατανάλωσή τους ενέργειας για το 2020, το μερίδιο της παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρικής ενέργειας αντιστοιχεί τουλάχιστον στον συνολικό εθνικό στόχο όπως καθορίζεται στο παράρτημα I, μέρος A, της οδηγίας και, αφετέρου, να λάβουν μέτρα προκειμένου να κατοχυρώσουν ότι το δικό τους μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές θα είναι τουλάχιστον ίσο με το προβλεπόμενο στο πλαίσιο της «ενδεικτικής πορείας» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι, μέρος Β, της οδηγίας.

52      Επιπλέον, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, από την αιτιολογική σκέψη 25 καθώς και από το άρθρο 1, το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο ιαʹ, και το άρθρο 3 παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/28 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να προχωρήσει, με την οδηγία αυτή, σε πλήρη εναρμόνιση των εθνικών καθεστώτων στήριξης της παραγωγής πράσινης ενέργειας (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψεις 59 έως 63).

53      Αντιθέτως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 3 παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/28, κατά το οποίο τα κράτη μέλη «μπορούν» να εφαρμόζουν, μεταξύ άλλων, καθεστώτα στήριξης, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τα μέτρα που μπορούν να λάβουν για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2021, Promociones Oliva Park, C‑220/19, EU:C:2021:163, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτού του περιθωρίου εκτιμήσεως, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν καθεστώτα ενισχύσεων στηριζόμενα στην υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ή πράσινων πιστοποιητικών. Πράγματι, στον ορισμό του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία ιαʹ και ιβʹ, της εν λόγω οδηγίας για την έννοια του «καθεστώτος στήριξης» γίνεται ειδική αναφορά στα εθνικά καθεστώτα στήριξης που συνδέονται με την υποχρέωση χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στο πλαίσιο των οποίων χρησιμοποιούνται πράσινα πιστοποιητικά.

54      Η οδηγία 2009/28 δεν αντίκειται ούτε σε καθεστώς στήριξης το οποίο ευνοεί αποκλειστικώς την εθνική παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 25, 52 και 56 καθώς και των άρθρων 2, 3 και 15 της οδηγίας αυτής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιβάλει στα κράτη μέλη που επέλεξαν καθεστώς στήριξης στο πλαίσιο του οποίου χρησιμοποιούνται πράσινα πιστοποιητικά να επεκτείνουν την εφαρμογή του και στην πράσινη ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται σε άλλο κράτος μέλος (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψεις 49 έως 53).

55      Εν προκειμένω, για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο φαίνεται να συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2009/28 και να είναι a priori πρόσφορο για την προώθηση της αύξησης της κατανάλωσης πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

56      Εντούτοις, όταν τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα με τα οποία θέτουν σε εφαρμογή το ενωσιακό δίκαιο, οφείλουν να τηρούν τις γενικές αρχές του, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Agrenergy και Fusignano Due, C‑180/18, C‑286/18 και C‑287/18, EU:C:2019:605, σκέψη 28). Επομένως, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει τη συμβατότητα του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρου υπό το πρίσμα της ως άνω αρχής, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 110 έως 122 της παρούσας αποφάσεως και αφορούν την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της ερμηνείας των άρθρων 34 και 36 ΣΛΕΕ.

57      Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη της εκτίμησης αυτής από το αιτούν δικαστήριο, η οδηγία 2009/28 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

58      Εξάλλου, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 46 και 52 της παρούσας αποφάσεως, ούτε η οδηγία 2001/77 ούτε η οδηγία 2009/28 έχουν προχωρήσει σε πλήρη εναρμόνιση του τομέα τον οποίο διέπουν, πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου τις οποίες επικαλείται το αιτούν δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Ως προς τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις

59      Όσον αφορά τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου τις οποίες επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να κριθεί, πρώτον, αν το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο μπορεί να εμπίπτει στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

60      Πράγματι, δυνάμει του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων το οποίο θεσπίζουν οι διατάξεις αυτές, τόσο τα εθνικά δικαστήρια όσο και η Επιτροπή έχουν αρμοδιότητα να διαπιστώνουν την ύπαρξη καθεστώτος ή μέτρου ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στα δικαστήρια αυτά όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία άπτονται του ενωσιακού δικαίου και μπορούν να τα βοηθήσουν να εκτιμήσουν τη συμβατότητα εθνικού καθεστώτος ή μέτρου με το ενωσιακό δίκαιο προκειμένου να αποφανθούν επί της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν τους, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να τους παράσχει τα ερμηνευτικά στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορέσουν να κρίνουν αν εθνικό καθεστώς ή μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κρατική ενίσχυση» κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου. Αντιθέτως, η εκτίμηση του ζητήματος αν καθεστώς ή μέτρο ενίσχυσης είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, της οποίας η δράση υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2022, Fondul Proprietatea, C‑179/20, EU:C:2022:58, σκέψεις 83 και 84 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Συνεπώς, όταν εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει την ύπαρξη καθεστώτος ενίσχυσης, δεν είναι αρμόδιο να κρίνει κατά πόσον οι λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος συμβιβάζονται με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ οι οποίες έχουν άμεση ισχύ, πέραν εκείνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, αν οι λεπτομέρειες αυτές συνδέονται άρρηκτα με το ίδιο το αντικείμενο της ενίσχυσης (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2019, A-Fonds, C‑598/17, EU:C:2019:352, σκέψεις 46 έως 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Όσον αφορά τη δυνατότητα του αιτούντος δικαστηρίου να χαρακτηρίσει το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο ως «κρατική ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός αυτός απαιτεί να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να εξασφαλίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2022, Fondul Proprietatea, C‑179/20, EU:C:2022:58, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Πριν παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο ερμηνευτικά στοιχεία για καθεμία από τις τέσσερις αυτές προϋποθέσεις, πρέπει να επισημανθεί ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης καθεστώς, όπως περιγράφεται στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, είναι, a priori, ικανό να παράσχει δύο οικονομικά πλεονεκτήματα στους Ιταλούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι, αφενός, το πλεονέκτημα της δυνατότητας πώλησης της ηλεκτρικής τους ενέργειας χωρίς να χρειάζεται να αγοράσουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά και, αφετέρου, το πλεονέκτημα της δυνατότητας πώλησης, σε παραγωγούς ή εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από μη ανανεώσιμες πηγές, των πράσινων πιστοποιητικών που έχουν λάβει δωρεάν κατ’ αναλογία της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας την οποία παρήγαγαν.

 Ως προς τον αντίκτυπο στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και στον ανταγωνισμό

64      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να χαρακτηριστεί εθνικό μέτρο ως κρατική ενίσχυση δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η ενίσχυση είχε πράγματι επιπτώσεις στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών ή ότι επέφερε όντως στρέβλωση του ανταγωνισμού, αλλά πρέπει απλώς να εξεταστεί αν ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στις συναλλαγές αυτές ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2022, Fondul Proprietatea, C‑179/20, EU:C:2022:58, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Εν προκειμένω, οι εισαγωγείς και οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας ασκούν τη δραστηριότητά τους σε αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η οποία, κατόπιν της ελευθέρωσής της, είναι ανοικτή στον ανταγωνισμό. Επομένως, η χορήγηση στους ημεδαπούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας των πλεονεκτημάτων για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως είναι ικανή να επηρεάσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνικών αυτών παραγωγών και των εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας που δεν έχουν εξασφαλίσει απαλλαγή από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ή πράσινων πιστοποιητικών. Εξάλλου, αυτή η υποχρέωση αγοράς, εφόσον επιβάλλεται στους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας που δεν έχουν εξασφαλίσει απαλλαγή, είναι επιπλέον ικανή να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

66      Ως εκ τούτου, μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι ικανό να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

 Ως προς την ύπαρξη κρατικής παρέμβασης ή παρέμβασης μέσω κρατικών πόρων

67      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να μπορούν πλεονεκτήματα να χαρακτηριστούν ως «ενισχύσεις», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει, αφενός, να έχουν παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και, αφετέρου, να μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Κατά πρώτον, προκειμένου να κριθεί αν το μέτρο μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος, πρέπει να εξεταστεί αν οι δημόσιες αρχές έχουν εμπλακεί με οποιονδήποτε τρόπο στη λήψη του (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2020, Eco TLC, C‑556/19, EU:C:2020:844, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Εν προκειμένω, τόσο το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο όσο και το καθεστώς στήριξης στο οποίο εντάσσεται θεσπίστηκαν με πράξεις νομοθετικής φύσης, ήτοι με το νομοθετικό διάταγμα 79/1999 και με το νομοθετικό διάταγμα 387/2003. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το μέτρο και το καθεστώς στήριξης μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος κατά την έννοια της νομολογίας που εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

70      Κατά δεύτερον, προκειμένου να κριθεί αν η ενίσχυση έχει παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους, υπενθυμίζεται ότι η διάκριση η οποία γίνεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μεταξύ των ενισχύσεων που χορηγούνται «από τα κράτη» και εκείνων που χορηγούνται «με κρατικούς πόρους» δεν σημαίνει ότι όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία παρέχονται από κράτος μέλος συνιστούν ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους. Αποκλειστικός σκοπός της ως άνω διάκρισης είναι να αποκλειστεί η δυνατότητα καταστρατήγησης των κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις απλώς και μόνον μέσω της δημιουργίας αυτοτελών φορέων υπεύθυνων για τη διανομή ενισχύσεων (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψεις 53 και 54 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Ειδικότερα, οι πόροι στους οποίους αναφέρεται η απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καλύπτουν όλα τα χρηματικά μέσα που μπορούν πράγματι να χρησιμοποιήσουν οι δημόσιες αρχές για να στηρίξουν επιχειρήσεις, χωρίς να έχει σημασία εάν τα μέσα αυτά ανήκουν μονίμως στην περιουσία του Δημοσίου (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Περιλαμβάνουν δε, αφενός, εκείνα που τελούν υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους, δηλαδή όλα τα μέσα τα οποία ανήκουν στην περιουσία του Δημοσίου και, αφετέρου, εκείνα που υπόκεινται εμμέσως στον έλεγχό του ιδίως διότι ανήκουν στην περιουσία των δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών που ιδρύονται ή ορίζονται από το κράτος προκειμένου να διαχειριστούν τις ενισχύσεις (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνακόλουθα, οι πόροι δημόσιων επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν κρατικοί πόροι όταν το κράτος είναι σε θέση, ασκώντας αποφασιστική επιρροή, να κατευθύνει τη χρησιμοποίησή τους για τη χρηματοδότηση πλεονεκτημάτων υπέρ άλλων επιχειρήσεων (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στο ίδιο πνεύμα, όταν φορείς διακριτοί από τη δημόσια αρχή διαχειρίζονται και κατανέμουν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους, κεφάλαια τα οποία τροφοδοτούνται μέσω υποχρεωτικών εισφορών επιβαλλόμενων από τη νομοθεσία αυτή, τα κεφάλαια αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως κρατικοί πόροι εφόσον το κράτος έχει αναθέσει στους φορείς να διαχειρίζονται τους εν λόγω πόρους, και όχι όταν οι φορείς υπέχουν απλώς υποχρέωση αγοράς με δικούς τους πόρους (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψεις 58 και 59, και της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψεις 54 και 55 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απαίτηση να παρέχονται οι ενισχύσεις άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους συνεπάγεται ότι η χορήγηση των ενισχύσεων πρέπει να επηρεάζει τους κρατικούς πόρους. Πρέπει να υφίσταται δηλαδή αρκούντως άμεσος σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, του πλεονεκτήματος το οποίο παρέχουν οι ενισχύσεις και, αφετέρου, μιας μείωσης των κρατικών πόρων, ή έστω ενός αρκούντως συγκεκριμένου κινδύνου οικονομικής επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίστατο σε περίπτωση κατά την οποία η διάθεση κρατικών πόρων ενός μέτρου που υποχρέωνε ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν σε καθορισμένες ελάχιστες τιμές το παραγόμενο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ηλεκτρικό ρεύμα συνίστατο αποκλειστικώς στη μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους λόγω των αρνητικών συνεπειών της προαναφερθείσας υποχρέωσης επί των οικονομικών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων που την υπείχαν (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C‑379/98, EU:C:2001:160, σκέψη 62).

74      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω νομολογιακών αρχών το αιτούν δικαστήριο καλείται να κρίνει, πρώτον, αν η δωρεάν διάθεση πράσινων πιστοποιητικών στους ημεδαπούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να συνεπάγεται εμπλοκή κρατικών πόρων. Διευκρινίζεται συναφώς ότι, εκ πρώτης όψεως, η διάθεση αυτή δεν φαίνεται να ενέχει μεταφορά κρατικών πόρων προς τους Ιταλούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι η εν λόγω διάθεση συνοδεύεται από οποιαδήποτε οικονομική εκμετάλλευση εκ μέρους φορέων που εξομοιώνονται με το Δημόσιο. Τα πράσινα αυτά πιστοποιητικά δεν έχουν, κατά τα φαινόμενα, οικονομική αξία παρά μόνον λόγω της εκ του νόμου υποχρέωσης την οποία υπέχουν ορισμένοι παραγωγοί και εισαγωγείς να τα αγοράζουν. Όταν όμως οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί και εισαγωγείς εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους αγοράζοντάς τα από παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, τα ποσά τα οποία εισπράττουν οι τελευταίοι αυτοί παραγωγοί δεν φαίνεται να τελούν υπό τον έλεγχο του κράτους κατά την έννοια της νομολογίας που προεκτέθηκε στις σκέψεις 71 και 72 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι πρόκειται μάλλον, στην υπόθεση της κύριας δίκης, για οικονομική αναδιανομή από έναν ιδιωτικό φορέα σε άλλον, χωρίς πρόσθετη κρατική παρέμβαση. Συνακόλουθα, το πλεονέκτημα το οποίο αντιπροσωπεύει η χορήγηση των πιστοποιητικών αυτών στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας μάλλον χρηματοδοτείται αποκλειστικώς από πόρους προερχόμενους από παραγωγούς ή εισαγωγείς που υποχρεούνται να τα αγοράζουν, χωρίς να υφίσταται έλεγχος του Δημοσίου επί των πιστοποιητικών.

75      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο καλείται να κρίνει αν ενέχει κρατικούς πόρους ο μηχανισμός τον οποίο προβλέπει το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης καθεστώς προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα πράσινα πιστοποιητικά θα έχουν τουλάχιστον μια ορισμένη αξία. Ως προς το ζήτημα αυτό, προκύπτει ότι το επίμαχο καθεστώς δεν επιβάλλει απλώς στους παραγωγούς συμβατικής ηλεκτρικής ενέργειας και στους εισαγωγείς την υποχρέωση να αγοράζουν τα πιστοποιητικά όταν δεν παράγουν ούτε αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια προκειμένου να επιτύχουν την ποσόστωση πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας την οποία οφείλουν να διοχετεύσουν στο εθνικό δίκτυο. Από το άρθρο 11, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 79/1999 και από τις πληροφορίες που έχουν παράσχει το αιτούν δικαστήριο και οι διάδικοι της κύριας δίκης συνάγεται επίσης ότι το καθεστώς αυτό εγγυάται, υπέρ των Ιταλών παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, ότι τα πράσινα πιστοποιητικά θα έχουν μια ελάχιστη αξία. Πράγματι, η ως άνω διάταξη φαίνεται να επιβάλλει στην GSE, φορέα ελεγχόμενο από το ιταλικό Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, την υποχρέωση να αγοράζει πράσινα πιστοποιητικά όταν υπάρχει πλεόνασμά τους σε σχέση με εκείνα τα οποία είναι αναγκαία για τους επιχειρηματίες που υπέχουν υποχρέωση αγοράς τους. Αυτή η ενδεχόμενη παρέμβαση της GSE προλαμβάνει έτσι την υπονόμευση της στήριξης των ημεδαπών παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω πλεονασματικής προσφοράς πράσινων πιστοποιητικών.

76      Πάντως, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο καθίσταται σαφές ότι οι πόροι τους οποίους διαθέτει η GSE για την αγορά των πλεοναζόντων πράσινων πιστοποιητικών προέρχονται από έσοδα που πραγματοποιούνται από τη χρέωση με κωδικό A3 στα τιμολόγια των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή από χρηματική επιβάρυνση η οποία επιβάλλεται από την ιταλική νομοθεσία στους Ιταλούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και καταβάλλεται στους λογαριασμούς της GSE, προκειμένου ο φορέας αυτός να μπορεί να προβεί στην προαναφερθείσα αγορά. Ως εκ τούτου, μάλλον υφίσταται αρκούντως άμεσος σύνδεσμος ανάμεσα, αφενός, στη μείωση των κρατικών πόρων λόγω της αγοράς των πλεοναζόντων πράσινων πιστοποιητικών από την GSE και, αφετέρου, στο πλεονέκτημα το οποίο συνίσταται στη δωρεάν χορήγηση των πράσινων αυτών πιστοποιητικών στους ημεδαπούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να μπορέσουν να τα μεταπωλήσουν στην αγορά.

77      Κατά συνέπεια, και υπό την επιφύλαξη του σχετικού ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο, η αγορά των πλεοναζόντων πράσινων πιστοποιητικών φαίνεται να πραγματοποιείται από φορέα ο οποίος μπορεί να εξομοιωθεί με το Δημόσιο, βάσει της αποστολής που του ανατίθεται από την ιταλική νομοθεσία, μέσω εσόδων προερχόμενων από μια τιμολογιακή χρέωση την οποία καταβάλλουν οι καταναλωτές για τον συγκεκριμένο σκοπό.

78      Επί της βάσης αυτής και εφόσον, όπως υποστηρίζει η Faillimento Esperia με τις γραπτές παρατηρήσεις της, τέτοιες αγορές έγιναν πράγματι από την GSE στη διάρκεια του 2010, διαπιστώνεται ότι το καθεστώς στήριξης στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

79      Συνεπώς, κατά τα φαινόμενα, το μέτρο μπορεί να καταλογιστεί στο ιταλικό κράτος και τα πλεονεκτήματα τα οποία εξασφαλίζει παρέχονται έμμεσα με κρατικούς πόρους.

 Ως προς τον επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος

80      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τη χορήγηση επιλεκτικού πλεονεκτήματος, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής πρέπει να διερευνάται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο είναι ικανό να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και υφίστανται, ως επακόλουθο, διαφορετική μεταχείριση η οποία μπορεί κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως μεταχείριση που εισάγει διακρίσεις (αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 41, και της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Το γεγονός ότι η εξέταση της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος πρέπει να γίνεται «στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος» σημαίνει, κατ’ αρχήν, ότι είναι απαραίτητο να καθοριστεί εκ των προτέρων το πλαίσιο αναφοράς στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο μέτρο, διευκρινιζομένου ότι η μέθοδος αυτή δεν ακολουθείται μόνον για την εξέταση φορολογικών μέτρων (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψεις 54 και 55).

82      Το πλαίσιο αναφοράς απορρέει από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Πρέπει να αποτελείται από νομικούς κανόνες που εμπίπτουν σε τομέα ο οποίος δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμόνισης σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, ενώ οι κανόνες αυτοί πρέπει να επιδιώκουν σκοπό συμβατό με το ενωσιακό δίκαιο (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑596/19 P, EU:C:2021:202, σκέψη 44).

83      Επιπλέον, το πλαίσιο αναφοράς δεν πρέπει να είναι, αυτό καθ’ εαυτό, ασύμβατο με το ενωσιακό δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων, το οποίο έχει ως σκοπό να διαφυλάσσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης διασφαλίζοντας ότι τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη υπέρ επιχειρήσεων δεν νοθεύουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank, C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς πρέπει να προκύπτει από αντικειμενική εξέταση του περιεχομένου, της δομής και των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων των κανόνων που έχουν εφαρμογή δυνάμει του εθνικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής, C‑885/19 P και C‑898/19 P, EU:C:2022:859, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατόπιν της εξέτασης αυτής, το καθοριζόμενο πλαίσιο αναφοράς πρέπει να διέπεται από μια αυτοτελή νομική λογική, να έχει ειδικό σκοπό και να μην είναι δυνατόν να προσαρτηθεί σε κάποιο αλλότριο συνεκτικό σύνολο κανόνων δικαίου. Όταν ένα μέτρο μπορεί σαφώς να διαχωριστεί από το συνολικό σύστημα, δεν αποκλείεται το πλαίσιο αναφοράς το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη να είναι πιο περιορισμένο, ή ακόμη και να ταυτίζεται με αυτό και μόνον το μέτρο, όταν το τελευταίο εμφανίζεται ως κανόνας με αυτοτελή νομική λογική και δεν είναι δυνατόν να ταυτοποιηθεί ένα συνεκτικό σύνολο κανόνων δικαίου εκτός του εν λόγω μέτρου (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Banco Santander κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑53/19 P και C‑65/19 P, EU:C:2021:795, σκέψη 63).

85      Ο δε καθορισμός του πλαισίου αναφοράς γίνεται, κατ’ αρχήν, ανεξάρτητα από τον σκοπό που επιδιώκει η εθνική αρχή όταν λαμβάνει το μέτρο το οποίο εξετάζεται υπό το πρίσμα των κανόνων που ισχύουν στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, δεν έχει αποφασιστική σημασία η νομοθετική τεχνική την οποία χρησιμοποιεί ο εθνικός νομοθέτης για τον καθορισμό αυτό. Τέλος, το πλαίσιο αναφοράς που προκύπτει ως αποτέλεσμα από τον καθορισμό δεν μπορεί να συγκροτείται από ορισμένες διατάξεις οι οποίες έχουν αποσπαστεί τεχνητά από ένα ευρύτερο νομοθετικό πλαίσιο (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Banco Santander κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑53/19 P και C‑65/19 P, EU:C:2021:795, σκέψεις 62, 65 και 94 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86      Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι η έννοια της «κρατικής ενίσχυσης» δεν αφορά τα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και είναι, ως εκ τούτου, εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν η διαφοροποίηση προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονται (αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 41, καθώς και της 26ης Απριλίου 2018, ANGED, C‑234/16 και C‑235/16, EU:C:2018:281, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι ο σκοπός που επιδιώκουν οι κρατικές παρεμβάσεις δεν αρκεί για να αποκλείεται εκ προοιμίου ο χαρακτηρισμός τους ως «ενισχύσεων» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 84). Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς της Ένωσης, η ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός αυτός δεν δικαιολογεί τον αποκλεισμό επιλεκτικών μέτρων από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 75). Εξάλλου, έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να εμπίπτει στην ως άνω παρέκκλιση ένα μέτρο το οποίο εισάγει διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και το οποίο, μολονότι στηρίζεται σε αντικειμενικό κριτήριο, είναι ασυνεπές σε σχέση με το σύστημα όπου εντάσσεται και, επομένως, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση και την οικονομία του συστήματος αυτού (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, C‑143/99, EU:C:2001:598, σκέψεις 48 έως 55).

88      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ερμηνεία των οδηγιών 2001/77 και 2009/28 η οποία εκτέθηκε στις σκέψεις 41 έως 58 της παρούσας αποφάσεως, οι κανόνες που θεσπίζονται με τα νομοθετικά διατάγματα 79/1999 και 387/2003 εμπίπτουν σε τομέα ο οποίος δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου και επιδιώκουν τον θεμιτό, υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, σκοπό της στήριξης της παραγωγής και της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

89      Εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν οι κανόνες αυτοί είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως συνεκτικό και αυτοτελές σύνολο κανόνων δικαίου, ώστε να μπορούν να συγκροτήσουν πλαίσιο αναφοράς. Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για κανόνες που αφορούν την παραγωγή και τη διάθεση πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά προκειμένου να προωθηθεί η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Συνεπώς, πρέπει να κριθεί αν οι ίδιοι αυτοί κανόνες μπορούν να προσαρτηθούν στο σύνολο των κανόνων που διέπουν την παραγωγή, τη διανομή και την εμπορία της ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό τη δημιουργία και τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

90      Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη πλαίσιο αναφοράς είναι το γενικό σύστημα που ρυθμίζει την παραγωγή, την εμπορία και την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο παρέχει a priori επιλεκτικό πλεονέκτημα στους ημεδαπούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, υπό το πρίσμα του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το προαναφερθέν ρυθμιστικό πλαίσιο, ήτοι της δημιουργίας και της διασφάλισης της λειτουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι ως άνω παραγωγοί βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με τους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας που δεν αποδεικνύουν ότι η ηλεκτρική ενέργεια την οποία εισάγουν είναι πράσινη, εφόσον όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες διαθέτουν ηλεκτρική ενέργεια προς πώληση στην ιταλική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στο να υπάρχει στην Ιταλία μια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η οποία να διέπεται από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.

91      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως, μέτρα a priori επιλεκτικά δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις όταν η διαφοροποιημένη μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις επιχειρήσεις από τα κρατικά μέτρα απορρέει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονται τα μέτρα αυτά.

92      Εν προκειμένω, αν διαπιστωθεί ότι, ελλείψει του επίμαχου στην κύρια δίκη καθεστώτος στήριξης, δεν θα μπορούσε να υπάρξει προσφορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στην ιταλική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η διαφοροποίηση μεταξύ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και των παραγωγών και εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας προερχόμενης από μη ανανεώσιμες πηγές μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση και την οικονομία του γενικού συστήματος που διέπει την παραγωγή, την εμπορία και την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία. Τούτο διότι η ορθή λειτουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία, την οποία επιδιώκει το εν λόγω γενικό σύστημα, μπορεί να απαιτεί να υφίσταται στην αγορά αυτή ανταγωνιστική προσφορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Η ορθή λειτουργία της αγοράς μπορεί, στην πράξη, να ορίζεται από τον Ιταλό νομοθέτη λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης κατοχύρωσης της προστασίας του περιβάλλοντος.

93      Επομένως, αν αποδειχθεί ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με την ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από μη ανανεώσιμες πηγές εμποδίζει την ανταγωνιστική προσφορά του συγκεκριμένου εμπορεύματος στην αγορά, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και των παραγωγών και εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από μη ανανεώσιμες πηγές την οποία συνεπάγεται το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης καθεστώς θα μπορούσε να δικαιολογείται από την ανάγκη κάλυψης αυτής της ανεπάρκειας της αγοράς. Η ως άνω δικαιολόγηση είναι πάντως δυνατή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η στήριξη την οποία παρέχει το επίμαχο καθεστώς περιορίζεται αυστηρά σε ό,τι είναι αναγκαίο για την κάλυψη της ανεπάρκειας της αγοράς και ότι χορηγείται κατά τρόπο απολύτως συνεπή υπό το πρίσμα του επίμαχου στην κύρια δίκη γενικού συστήματος.

94      Εξάλλου, αν το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει της φύσης και της οικονομίας του συστήματος αναφοράς στο οποίο εντάσσεται, η παράλειψη της κοινοποίησης του μέτρου και η εφαρμογή του προτού η Επιτροπή αποφανθεί επί της συμβατότητάς του θα συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Σε μια τέτοια περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο θα ήταν υποχρεωμένο να διασφαλίσει την επέλευση όλων των εννόμων συνεπειών της παράβασης της διάταξης αυτής και την άρση των αποτελεσμάτων της εκτέλεσης των ενισχύσεων (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Arriva Italia κ.λπ., C‑385/18, EU:C:2019:1121, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, ο παράνομος χαρακτήρας του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων θα συνεπαγόταν ότι είναι παράνομη και η κύρωση που προβλέπεται προς διασφάλιση της εκτέλεσης του καθεστώτος αυτού (πρβλ. διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2024, Prezes Urzędu Regulacji Energetyki, C‑220/23, EU:C:2024:34, σκέψεις 31 και 32 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Συνεπώς, αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι το πλεονέκτημα που παρέχεται στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος αναφοράς στο οποίο εντάσσεται το μέτρο, τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αποκλείουν τέτοιο μέτρο.

 Ως προς την ερμηνεία των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων

96      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο δεν αποτελεί μέρος ενός καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων ή μπορεί να διαχωριστεί από τις λοιπές διατάξεις του καθεστώτος αυτού, τότε θα πρέπει επιπλέον να εκτιμήσει τη συμβατότητα του μέτρου με τους ενωσιακούς κανόνες περί τελωνειακής ένωσης και περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

97      Ειδικότερα, θα κληθεί να κρίνει, κατ’ αρχάς, αν το μέτρο αντιβαίνει ενδεχομένως στα άρθρα 28, 30 και 110 ΣΛΕΕ και, ακολούθως, αν τυχόν είναι αντίθετο προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Τούτο διότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνει τα εμπόδια στα οποία αναφέρονται άλλες ειδικές διατάξεις, ενώ τα εμπόδια φορολογικής φύσης ή ισοδυνάμου αποτελέσματος προς τελωνειακούς δασμούς, στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 28, 30 και 110 ΣΛΕΕ, δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 34 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, Brzeziński, C‑313/05, EU:C:2007:33, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Ως προς την απαγόρευση επιβολής δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος

98      Τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ απαγορεύουν την επιβολή εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών. Δασμός κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων είναι η επιβάρυνση που επιβάλλεται από κράτος μέλος στα εμπορεύματα όταν διέρχονται τα σύνορά του. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό κάθε χρηματική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, η οποία επιβάλλεται μονομερώς, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, και πλήττει τα εμπορεύματα λόγω διέλευσης συνόρων, όταν δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για δασμό (απόφαση της 6 Δεκεμβρίου 2018, FENS, C‑305/17, EU:C:2018:986, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99      Μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο υποχρεώνει τους επιχειρηματίες που εισάγουν ηλεκτρική ενέργεια να αγοράζουν πράσινα πιστοποιητικά, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως δασμός διότι δεν αποτελεί ούτε επιβάρυνση που επιβάλλεται από τις εθνικές αρχές ούτε εισφορά που εισπράττεται όταν η ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται στην αλλοδαπή διέρχεται τα εθνικά σύνορα. Η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί μάλλον να χαρακτηριστεί ούτε ως φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να πλήττει το ηλεκτρικό ρεύμα λόγω του ότι διέρχεται εθνικά σύνορα.

100    Κατά συνέπεια, τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ δεν αποκλείουν μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Ως προς την απαγόρευση επιβολής εσωτερικών φορολογικών επιβαρύνσεων που εισάγουν διακρίσεις

101    Όσον αφορά την απαγόρευση του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, το οποίο δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν εσωτερικές φορολογικές επιβαρύνσεις που εισάγουν διακρίσεις, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής χρηματική επιβάρυνση που απορρέει από γενικό καθεστώς εσωτερικών φόρων στους οποίους υπόκεινται συστηματικά, βάσει των ίδιων αντικειμενικών κριτηρίων, κατηγορίες προϊόντων ανεξαρτήτως της προέλευσης ή του προορισμού τους (απόφαση της 6 Δεκεμβρίου 2018, FENS, C‑305/17, EU:C:2018:986, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102    Εν προκειμένω, η υποχρέωση αγοράς πράσινων πιστοποιητικών ή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία επιβάλλει το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο, μάλλον δεν αποτελεί χρηματική επιβάρυνση που απορρέει από γενικό καθεστώς εσωτερικών φόρων. Πράγματι, υπό την επιφύλαξη του σχετικού ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο, η υποχρέωση αυτή δεν έχει χαρακτήρα φόρου ή οιονεί φορολογικής επιβάρυνσης και, επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης του άρθρου 110 ΣΛΕΕ.

103    Κατά συνέπεια, το άρθρο 110 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Ως προς την απαγόρευση επιβολής ποσοτικών περιορισμών επί των εισαγωγών

104    Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης ΛΕΕ και αποτυπώνεται στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το οποίο απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν μεταξύ τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών καθώς και κάθε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος.

105    Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε κάθε εθνικό μέτρο ικανό να παρακωλύσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το εμπόριο εντός της Ένωσης (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106    Στην προκειμένη περίπτωση, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο είναι ικανό να παρεμποδίσει τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία με δύο τρόπους. Αφενός, δημιουργεί τέτοιο εμπόδιο επιβάλλοντας στους εισαγωγείς που επιθυμούν να τύχουν απαλλαγής την υποχρέωση να ζητήσουν το ευεργέτημα της απαλλαγής αυτής και να υποβάλουν προς τούτο εγγυήσεις προέλευσης. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι ένα εθνικό μέτρο δεν εξαιρείται από την απαγόρευση του άρθρου 34 ΣΛΕΕ για τον λόγο και μόνον ότι το εμπόδιο που δημιουργείται κατά την εισαγωγή είναι μικρό και ότι υπάρχουν και άλλες δυνατότητες διάθεσης των εισαγόμενων προϊόντων (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αφετέρου, δημιουργεί τέτοιο εμπόδιο υποχρεώνοντας τους εισαγωγείς που δεν ζητούν απαλλαγή να αγοράζουν πράσινα πιστοποιητικά ή πράσινη ηλεκτρική ενέργεια επ’ απειλή κύρωσης.

107    Εντούτοις, εθνική ρύθμιση ή πρακτική η οποία αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς μπορεί να δικαιολογείται από έναν εκ των λόγων γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ ή, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από επιτακτικές ανάγκες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το εθνικό μέτρο πρέπει να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί να είναι το μέτρο κατάλληλο προς διασφάλιση της υλοποίησης του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του ορίου που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 76, και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C:2020:1034, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

108    Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επ’ αυτού ότι εθνικά μέτρα που είναι ικανά να παρακωλύσουν το εμπόριο εντός της Ένωσης μπορούν να δικαιολογηθούν από υπέρτερους λόγους σχετικούς με την προστασία του περιβάλλοντος και, ιδίως, με την ανάγκη να προωθηθεί η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία συμβάλλει στην ως άνω προστασία και στοχεύει, επιπλέον, στην προστασία της ζωής και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων, καθώς και στη διατήρηση της χλωρίδας, δηλαδή λόγους γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 101, και της 4ης Οκτωβρίου 2018, L.E.G.O., C‑242/17, EU:C:2018:804, σκέψεις 64 και 65 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Εν προκειμένω, η προώθηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορεί να συνιστά δικαιολογητική βάση τόσο για την υποχρέωση των εισαγωγέων να αγοράζουν πράσινα πιστοποιητικά ή πράσινη ηλεκτρική ενέργεια προκειμένου να μπορέσουν να εισαγάγουν την ηλεκτρική τους ενέργεια όσο και την υποχρέωσή τους να παρέχουν εγγυήσεις προέλευσης προκειμένου να τύχουν απαλλαγής από αυτή την υποχρέωση αγοράς όταν η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια είναι πράσινη. Το γεγονός ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικό καθεστώς στήριξης έχει διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε να ευνοεί άμεσα κατά μείζονα λόγο την παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και όχι απλώς και μόνον την κατανάλωσή της μπορεί ιδίως να εξηγηθεί λαμβανομένου υπόψη ότι ο χαρακτηρισμός της ηλεκτρικής ενέργειας ως πράσινης συνδέεται αποκλειστικώς με τον τρόπο παραγωγής της και ότι, ως εκ τούτου, οι περιβαλλοντικοί στόχοι που αφορούν τη μείωση των εκπομπών αερίου είναι δυνατό να επιδιωχθούν αποτελεσματικά κυρίως στο στάδιο της παραγωγής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110    Εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας.

111    Όσον αφορά την υποχρέωση να ζητηθεί το ευεργέτημα απαλλαγής και να υποβληθούν προς τούτο εγγυήσεις προέλευσης, παρατηρείται ότι, άπαξ και η πράσινη ηλεκτρική ενέργεια εισαχθεί στο δίκτυο μεταφοράς ή διανομής, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η προέλευσή της, και δη να ταυτοποιηθεί η πηγή ενέργειας από την οποία έχει παραχθεί (απόφαση της 20ής Απριλίου 2023, EEW Energy from Waste, C‑580/21, EU:C:2023:304, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Λαμβανομένης υπόψη της δυσκολίας αυτής, το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/77 και, στη συνέχεια, το άρθρο 15 της οδηγίας 2009/28 επέβαλαν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν και να εποπτεύουν ένα καθεστώς εγγυήσεων προέλευσης ούτως ώστε οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να μπορούν να αποδείξουν ότι η ηλεκτρική ενέργεια την οποία πωλούν παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

112    Η υποχρέωση να ζητηθεί απαλλαγή διά της υποβολής πράσινων πιστοποιητικών παρίσταται ικανή να διασφαλίσει ότι η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια είναι όντως πράσινη και, συνακόλουθα, συμβάλλει στη χρησιμοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προς τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος, της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων αλλά και της διατήρησης της χλωρίδας. Επιπροσθέτως παρίσταται και αναγκαία, δεδομένου ότι, αφενός, λαμβανομένης υπόψη της ανταλλαξιμότητας της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, δεν είναι δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο της διανομής ή της κατανάλωσης να προσδιοριστεί η πηγή ενέργειας από την οποία έχει παραχθεί και, αφετέρου, ότι οι εγγυήσεις προέλευσης αποτελούν μέρος ενός ενοποιημένου μηχανισμού ώστε να αποδεικνύεται ότι η ηλεκτρική ενέργεια έχει παραχθεί από ανανεώσιμες πηγές.

113    Ως εκ τούτου, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 34 ΣΛΕΕ η υποχρέωση των εισαγωγέων πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας να παρέχουν εγγυήσεις προέλευσης όταν την εισάγουν, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωση αγοράς πράσινων πιστοποιητικών ή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

114    Όσον αφορά την υποχρέωση των εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν πράσινα πιστοποιητικά ή πράσινη ηλεκτρική ενέργεια όταν δεν υποβάλλουν εγγυήσεις προέλευσης για την ηλεκτρική ενέργεια την οποία εισάγουν, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τα εθνικά καθεστώτα στήριξης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν τον λεγόμενο μηχανισμό των «πράσινων πιστοποιητικών», ότι η υποχρέωση των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν από τους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ποσόστωση τέτοιων πιστοποιητικών προοριζόταν, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσει στους εν λόγω παραγωγούς ζήτηση για τα πιστοποιητικά που τους έχουν χορηγηθεί και να διευκολύνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη διάθεση της παραγόμενης από αυτούς πράσινης ενέργειας σε τιμή υψηλότερη από την τιμή της αγοράς της συμβατικής ενέργειας (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 109).

115    Το Δικαστήριο υπογράμμισε ειδικότερα ότι δεν μπορεί προφανώς να αμφισβητηθεί ούτε το γεγονός ότι ένα τέτοιο καθεστώς λειτουργεί ως κίνητρο για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας εν γένει, προκειμένου να τους ωθήσει να αυξήσουν την παραγωγή τους πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, ούτε, επομένως, ότι είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού της προώθησης της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προς διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζωών, καθώς επίσης και της διατήρησης της χλωρίδας. Τέτοια καθεστώτα στήριξης της πράσινης ενέργειας, της οποίας το κόστος παραγωγής φαίνεται να είναι πάντοτε αρκετά υψηλό σε σύγκριση με το κόστος της ενέργειας που παράγεται από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχουν, ως εκ της φύσης τους, σκοπό να ευνοήσουν μακροπρόθεσμα τις επενδύσεις σε νέες εγκαταστάσεις, παρέχοντας στους παραγωγούς ορισμένες εγγυήσεις ως προς τη μελλοντική διάθεση της πράσινης ενέργειας την οποία θα παράγουν (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψεις 109 και 110 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ένα κράτος μέλος δεν υπερβαίνει το περιθώριο εκτίμησης το οποίο έχει στο πλαίσιο της επιδίωξης του θεμιτού σκοπού της αύξησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, θεσπίζοντας εθνικό καθεστώς στήριξης που χρησιμοποιεί, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, τον μηχανισμό των πράσινων πιστοποιητικών με σκοπό, ειδικότερα, να επιβαρύνει με το επιπλέον κόστος το οποίο συνεπάγεται η παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας απευθείας την αγορά, δηλαδή τους προμηθευτές και τους χρήστες ηλεκτρικής ενέργειας που υπέχουν υποχρέωση τήρησης ποσοστώσεως, και εν τέλει τους καταναλωτές (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψεις 109 και 110).

117    Η εύρυθμη λειτουργία ενός τέτοιου καθεστώτος προϋποθέτει τη θέσπιση μηχανισμών για τη δημιουργία μιας πραγματικής αγοράς πράσινων πιστοποιητικών στην οποία η προσφορά και η ζήτηση μπορούν όντως να συναντηθούν και να εξισορροπηθούν, με συνέπεια οι ενδιαφερόμενοι προμηθευτές και χρήστες να έχουν πράγματι τη δυνατότητα να προμηθεύονται πιστοποιητικά υπό δίκαιους όρους (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft, C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 114).

118    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, στον βαθμό που επιβάλλει στους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας την υποχρέωση αγοράς πράσινων πιστοποιητικών ή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο παρίσταται κατάλληλο για την προώθηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων καθώς και της διατήρησης της χλωρίδας. Επιπλέον, υπό την επιφύλαξη του σχετικού ελέγχου από το εθνικό δικαστήριο, φαίνεται να υπάρχει μια πραγματική αγορά πράσινων πιστοποιητικών η οποία καλύπτει τις ανάγκες εφοδιασμού των εισαγωγέων και λειτουργεί αποτελεσματικά χάρη στην παρέμβαση της GSE. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 11, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 79/1999, η GSE έχει την υποχρέωση να τροφοδοτεί την αγορά με πράσινα πιστοποιητικά σε περίπτωση έλλειψης ή να αγοράζει τέτοια πιστοποιητικά από την αγορά σε περίπτωση πλεονασματικής προσφοράς, όπερ εγγυάται, τόσο στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας όσο και στους επιχειρηματίες που είναι υποχρεωμένοι να τα αγοράζουν, την ύπαρξη αγοράς πράσινων πιστοποιητικών.

119    Εξάλλου, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο παρίσταται αναγκαίο για το συγκεκριμένο καθεστώς στο οποίο υπάγεται. Πράγματι, αν οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας για την οποία δεν υφίστανται αποδείξεις ότι είναι πράσινη δεν υπείχαν υποχρέωση αγοράς πράσινων πιστοποιητικών ή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, θα υπονομευόταν η αποτελεσματικότητα του συστήματος στήριξης της εθνικής παραγωγής και της κατανάλωσης πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Υπενθυμίζεται δε ότι, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 41 έως 58 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη οφείλουν, μέσω των μηχανισμών στήριξης τους οποίους θεσπίζουν, να επιτύχουν τους εθνικούς στόχους που θέτουν οι οδηγίες 2001/77 και 2009/28 και ότι το ενωσιακό δίκαιο δεν έχει προχωρήσει σε εναρμόνιση των εθνικών καθεστώτων στήριξης της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, όπερ σημαίνει ότι τα κράτη μέλη είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να περιορίζουν την εφαρμογή του αντίστοιχου ευνοϊκού τους καθεστώτος μόνο στην παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στο δικό τους έδαφος (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium, C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψεις 106 και 107 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

120    Κατόπιν των ανωτέρω, το καθεστώς στήριξης στο οποίο εντάσσεται το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο παρίσταται κατάλληλο να διασφαλίσει κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό την προώθηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η οποία, με τη σειρά της, συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος, της υγείας, της ζωής των ανθρώπων και των ζώων, καθώς και της χλωρίδας. Εκ πρώτης όψεως, δεν βαίνει πέραν του ορίου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των ως άνω σκοπών.

121    Τέλος, στον βαθμό που η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση προβλέπει κύρωση για όσους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας δεν υποβάλλουν εγγυήσεις προέλευσης και δεν αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά κατ’ αναλογία προς τις εισαγωγές τους, η ρύθμιση αυτή παρίσταται κατάλληλη, λόγω του αποτρεπτικού αποτελέσματός της, να προάγει τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πέραν τούτου, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναγκαία εφόσον είναι επιβεβλημένη προς κατοχύρωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος πράσινων πιστοποιητικών το οποίο έχει θεσπιστεί. Εντούτοις, ο τρόπος καθορισμού και η φύση της κύρωσης αυτής δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το όριο που απαιτείται προς κατοχύρωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει τα προαναφερθέντα στοιχεία.

122    Κατά συνέπεια, εφόσον η υποχρέωση αγοράς πράσινων πιστοποιητικών την οποία υπέχουν όσοι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας δεν υποβάλλουν εγγυήσεις προέλευσης συνιστά προαπαιτούμενο για την κατοχύρωση της αποτελεσματικότητας της επίμαχης στην κύρια δίκη ρύθμισης και εφόσον αποδεικνύεται ότι υπάρχει πράγματι αγορά πράσινων πιστοποιητικών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ρύθμιση αυτή βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της αύξησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

123    Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη των ζητημάτων που οφείλει να ελέγξει το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 34 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

124    Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

–        τα άρθρα 28, 30 και 110 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνικό μέτρο το οποίο, αφενός, υποχρεώνει τους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος, εφόσον δεν αποδεικνύουν, μέσω της υποβολής εγγυήσεων προέλευσης, ότι πρόκειται για ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, να αγοράζουν από τους ημεδαπούς παραγωγούς είτε πράσινα πιστοποιητικά είτε πράσινη ηλεκτρική ενέργεια κατ’ αναλογίαν προς την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας την οποία εισάγουν και, αφετέρου, προβλέπει την επιβολή κύρωσης σε περίπτωση μη τήρησης της ως άνω υποχρέωσης, ενώ οι ημεδαποί παραγωγοί πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δεν υπέχουν τέτοια υποχρέωση αγοράς·

–        το άρθρο 34 ΣΛΕΕ και οι οδηγίες 2001/77 και 2009/28 έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν τέτοιο εθνικό μέτρο, εάν διαπιστωθεί ότι αυτό δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη του σκοπού της αύξησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας·

–        τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν το εθνικό αυτό μέτρο, εφόσον η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ημεδαπών παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και των εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας που δεν υποβάλλουν εγγύηση προέλευσης δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος αναφοράς στο οποίο εντάσσεται το μέτρο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

125    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 28, 30 και 110 ΣΛΕΕ

έχουν την έννοια ότι:

δεν αποκλείουν εθνικό μέτρο το οποίο, αφενός, υποχρεώνει τους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος, εφόσον δεν αποδεικνύουν, μέσω της υποβολής εγγυήσεων προέλευσης, ότι πρόκειται για ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, να αγοράζουν από τους ημεδαπούς παραγωγούς είτε πιστοποιητικά βεβαίωσης της ανανεώσιμης προέλευσης είτε ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές κατ’ αναλογίαν προς την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας την οποία εισάγουν και, αφετέρου, προβλέπει την επιβολή κύρωσης σε περίπτωση μη τήρησης της ως άνω υποχρέωσης, ενώ οι ημεδαποί παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν υπέχουν τέτοια υποχρέωση αγοράς.

2)      Το άρθρο 34 ΣΛΕΕ καθώς και η οδηγία 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, και η οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ,

έχουν την έννοια ότι:

δεν αποκλείουν τέτοιο εθνικό μέτρο, εάν διαπιστωθεί ότι αυτό δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη του σκοπού της αύξησης της παραγωγής ενέργειας προερχόμενης από ανανεώσιμες πηγές.

3)      Τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ

έχουν την έννοια ότι:

δεν αποκλείουν το εθνικό αυτό μέτρο, εφόσον η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ημεδαπών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και των εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας που δεν υποβάλλουν εγγύηση προέλευσης δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος αναφοράς στο οποίο εντάσσεται το μέτρο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.