Language of document : ECLI:EU:C:2024:218

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 7ης Μαρτίου 2024 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C771/22 και C45/23

Bundesarbeitskammer

κατά

HDI Global SE

[αίτηση του Bezirksgericht für Handelssachen Wien
(ειρηνοδικείου Βιέννης, αρμόδιου για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

και

A,

B,

C,

D

κατά

MS Amlin Insurance SE

[αίτηση του Nederlandstalige Ondernemingsrechtbank Brussel
(ολλανδόφωνου δικαστηρίου επιχειρήσεων Βρυξελλών, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Οδηγία (ΕΕ) 2015/2302 – Αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις – Πανδημία της COVID‑19 – Αφερεγγυότητα του διοργανωτή – Άρθρο 17, παράγραφος 1 – Καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας – Εγγύηση για την επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από ταξιδιώτες ή για λογαριασμό τους – Πεδίο εφαρμογής της προστασίας από την αφερεγγυότητα»






 Ι. Εισαγωγή

1.        Ο ταξιδιωτικός και τουριστικός τομέας ήταν ένας από τους τομείς που επηρεάστηκαν σοβαρότερα από την πανδημία της COVID‑19, η οποία είχε πρωτοφανή αντίκτυπο σε ολόκληρο τον κλάδο των ταξιδιωτικών υπηρεσιών (2). Η εμφάνιση της πανδημίας οδήγησε σε μαζικές ακυρώσεις οργανωμένων διακοπών, ενώ παράλληλα έπαυσαν να πραγματοποιούνται νέες κρατήσεις. Τούτο προκάλεσε σοβαρά προβλήματα ρευστότητας στους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών, οι οποίοι έγιναν αποδέκτες μεγάλου αριθμού αξιώσεων επιστροφής χρημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπό κρίση υποθέσεις θέτουν το ζήτημα της έκτασης της προβλεπόμενης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας (EE) 2015/2302 προστασίας των ταξιδιωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας των διοργανωτών ταξιδιών (3).

 II. Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

2.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 39 και 40 της οδηγίας 2015/2302 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(39)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι ταξιδιώτες που αγοράζουν ένα πακέτο προστατεύονται πλήρως κατά της αφερεγγυότητας του διοργανωτή. Τα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένοι οι διοργανωτές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι διοργανωτές παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβάλει οι ταξιδιώτες ή έχουν καταβληθεί εκ μέρους τους και, στον βαθμό που το πακέτο περιλαμβάνει τη μεταφορά ταξιδιωτών, για τον επαναπατρισμό των ταξιδιωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας των διοργανωτών. Εντούτοις, θα πρέπει να προσφέρεται στους ταξιδιώτες η δυνατότητα συνέχισης του πακέτου. Ενώ διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται η προστασία κατά της αφερεγγυότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η εν λόγω προστασία είναι αποτελεσματική. Η αποτελεσματικότητα σημαίνει ότι η προστασία θα πρέπει να είναι διαθέσιμη αμέσως στις περιπτώσεις που, συνεπεία των προβλημάτων ρευστότητας του διοργανωτή, οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται ή δεν θα εκτελεστούν ή θα εκτελεστούν μερικώς ή σε περιπτώσεις που οι πάροχοι υπηρεσιών απαιτούν από τους ταξιδιώτες να πληρώσουν για τις υπηρεσίες αυτές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από τους διοργανωτές να παρέχουν στους ταξιδιώτες πιστοποιητικό που θεμελιώνει άμεση αξίωση έναντι του παρόχου της προστασίας κατά της αφερεγγυότητας.

(40)      Για να είναι αποτελεσματική η προστασία κατά της αφερεγγυότητας, θα πρέπει να καλύπτει τα προβλέψιμα ποσά των πληρωμών που θίγονται από την αφερεγγυότητα του διοργανωτή και, κατά περίπτωση, το προβλέψιμο κόστος των επαναπατρισμών. Αυτό σημαίνει ότι η προστασία θα πρέπει να είναι επαρκής για να καλύπτει όλες τις προβλέψιμες πληρωμές που γίνονται από ή για λογαριασμό ταξιδιωτών για πακέτα σε περίοδο αιχμής, λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο μεταξύ της είσπραξης των εν λόγω πληρωμών και της ολοκλήρωσης του ταξιδιού ή των διακοπών, καθώς και, κατά περίπτωση, το προβλέψιμο κόστος των επαναπατρισμών. [...] Εντούτοις, για την αποτελεσματική προστασία κατά της αφερεγγυότητας δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη ιδιαίτερα αμυδροί κίνδυνοι, για παράδειγμα η ταυτόχρονη αφερεγγυότητα αρκετών από τους μεγαλύτερους διοργανωτές, όταν η εν λόγω πράξη θα επηρέαζε δυσανάλογα το κόστος της προστασίας, εις βάρος της αποτελεσματικότητάς της. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εγγύηση όσον αφορά τις επιστροφές χρημάτων μπορεί να είναι περιορισμένη.»

3.        Το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302, με τίτλο «Καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και δικαίωμα υπαναχώρησης πριν από την έναρξη του πακέτου», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου. Αν ο ταξιδιώτης καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, μπορεί να του ζητηθεί η καταβολή εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας στον διοργανωτή. […]

2.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του πακέτου χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε χρέωσης καταγγελίας σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ο ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν δικαιούται πρόσθετη αποζημίωση.

3.      Ο διοργανωτής δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και να επιστρέψει στον ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση, εάν:

[…]

β)      ο διοργανωτής δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων και κοινοποιήσει στον ταξιδιώτη την καταγγελία της σύμβασης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πριν από την έναρξη του πακέτου.

4.      Ο διοργανωτής πραγματοποιεί τις επιστροφές που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 ή, σε ό,τι αφορά την παράγραφο 1, επιστρέφει κάθε ποσό που έχει καταβληθεί από ή εκ μέρους του ταξιδιώτη για το πακέτο μείον την κατάλληλη χρέωση καταγγελίας. Οι επιστροφές των εν λόγω ποσών στον ταξιδιώτη πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός 14 ημερών μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

[…]»

4.        Το άρθρο 17 της οδηγίας 2015/2302, με τίτλο «Αποτελεσματικότητα και πεδίο εφαρμογής της προστασίας κατά της αφερεγγυότητας», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διοργανωτές που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από ή για λογαριασμό των ταξιδιωτών, στον βαθμό που οι σχετικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται λόγω αφερεγγυότητας των διοργανωτών. Εφόσον η μεταφορά επιβατών περιλαμβάνεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, οι διοργανωτές παρέχουν επίσης εγγύηση για τον επαναπατρισμό των ταξιδιωτών. Μπορεί να προσφέρεται η δυνατότητα συνέχισης του πακέτου.

[...]

2.      Η εγγύηση της παραγράφου 1 είναι αποτελεσματική και καλύπτει τις ευλόγως προβλέψιμες δαπάνες. Καλύπτει τα ποσά των πληρωμών που καταβλήθηκαν από ή για λογαριασμό των ταξιδιωτών αναφορικά με πακέτα, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της περιόδου μεταξύ της είσπραξης των προκαταβολών και των τελικών πληρωμών και της ολοκλήρωσης των πακέτων καθώς και του εκτιμώμενου κόστους των επαναπατρισμών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του διοργανωτή.

[…]

5.      Για τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες που δεν εκτελέστηκαν, οι επιστροφές πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από αίτημα του ταξιδιώτη.»

 Το εθνικό δίκαιο

 Το αυστριακό δίκαιο

5.        Το άρθρο 3 του Verordnung der Bundesministerin für Digitalisierung und Wirtschaftsstandort über Pauschalreisen und verbundene Reiseleistungen (διατάγματος της Ομοσπονδιακής Υπουργού Ψηφιοποίησης και Επιχειρηματικότητας περί των οργανωμένων ταξιδιών και των συνδεδεμένων ταξιδιωτικών διακανονισμών) έχει ως εξής:

«1)      Τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να παρέχουν ταξιδιωτικές υπηρεσίες διασφαλίζουν ότι επιστρέφονται στον ταξιδιώτη:

1.      τα ήδη καταβληθέντα χρηματικά ποσά (προκαταβολές και εξοφλήσεις υπολοίπου), εφόσον, λόγω της αφερεγγυότητας του προσώπου που είναι εξουσιοδοτημένο να παρέχει ταξιδιωτικές υπηρεσίες, οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν παρασχέθηκαν καθόλου ή παρασχέθηκαν μόνον εν μέρει ή αν ο φορέας παροχής υπηρεσιών απαιτεί από τον ταξιδιώτη να του καταβάλει τα ποσά αυτά,

[…]».

 Το βελγικό δίκαιο

6.        Το άρθρο 54, πρώτη περίοδος, του Loi relative à la vente de voyages à forfait, de prestations de voyage liées et de services de voyage (βελγικού νόμου περί πωλήσεως οργανωμένων ταξιδιών, συναφών ταξιδιωτικών υπηρεσιών και ταξιδιωτικών υπηρεσιών), της 21ης Νοεμβρίου 2017 (Moniteur belge αριθ. 2017014061, της 1ης Δεκεμβρίου 2017, σ. 106673, στο εξής: νόμος περί οργανωμένων ταξιδιών), ορίζει τα εξής:

«Οι εγκατεστημένοι στο Βέλγιο διοργανωτές ταξιδιών και ταξιδιωτικοί πράκτορες παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από τους ταξιδιώτες ή για λογαριασμό τους, στον βαθμό που οι σχετικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται λόγω αφερεγγυότητας των διοργανωτών».

7.        Το Arrêté Royal relatif à la protection contre l’insolvabilité lors de la vente de voyages à forfait, de prestations de voyage liées et de services de voyage (βασιλικό διάταγμα περί προστασίας από την αφερεγγυότητα κατά την πώληση οργανωμένων ταξιδιών, συναφών ταξιδιωτικών υπηρεσιών και ταξιδιωτικών υπηρεσιών), της 29ης Μαΐου 2018 (Moniteur belge αριθ. 2018012508, της 11ης Ιουνίου 2018, σ. 48438, στο εξής: βασιλικό διάταγμα), καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να παρέχεται η εγγύηση που προβλέπεται στο άρθρο 54 του νόμου περί οργανωμένων ταξιδιών.

8.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του διοργανωτή, η ασφαλιστική σύμβαση προβλέπει την ακόλουθη εγγύηση:

1.      τη συνέχιση του οργανωμένου ταξιδιού, εφόσον τούτο είναι εφικτό·

2.      την επιστροφή του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν κατά τη σύναψη της σύμβασης με τον επαγγελματία·

3.      την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν για τις υπηρεσίες του οργανωμένου ταξιδιού οι οποίες δεν μπορούν να εκτελεστούν λόγω της αφερεγγυότητας του επαγγελματία·

4.      τον επαναπατρισμό των ταξιδιωτών, όταν έχει ήδη αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης με τον επαγγελματία [...]».

9.        Το άρθρο 13, πρώτη περίοδος, του βασιλικού διατάγματος ορίζει τα εξής:

«Η επιστροφή χρημάτων αφορά το σύνολο των ποσών που καταβλήθηκαν από τον δικαιούχο στον διοργανωτή για τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, εφόσον η σύμβαση δεν εκτελέστηκε λόγω αφερεγγυότητας του διοργανωτή, ή το σύνολο των ποσών που καταβλήθηκαν για ταξιδιωτικές υπηρεσίες που δεν εκτελέστηκαν λόγω αφερεγγυότητας του διοργανωτή».

 III. Οι διαφορές των κύριων δικών και οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως

 Η υπόθεση C771/22

10.      Ένας Αυστριακός καταναλωτής συνήψε, στις 3 Μαρτίου 2020, σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού με τον διοργανωτή ταξιδιών Flamenco Sprachreisen GmbH (στο εξής: Flamenco), με αντικείμενο ένα ταξίδι στην Ισπανία. Το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί από τις 3 Μαΐου 2020 έως τις 2 Ιουνίου 2020. Ο καταναλωτής κατέβαλε εξ ολοκλήρου το αντίτιμο του ταξιδιού στις 9 Μαρτίου 2020.

11.      Στις 16 Μαρτίου 2020 ο καταναλωτής κατήγγειλε τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού λόγω των αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων που σχετίζονταν με την εμφάνιση της COVID‑19. Το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης δεν αμφισβητήθηκε στην κύρια δίκη.

12.      Στις 20 Μαΐου 2020 κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά της Flamenco ενώπιον του Landesgericht Linz (πρωτοδικείου του Linz, Αυστρία). Η Flamenco έπαυσε τις εργασίες της. Μετά την τελική διανομή των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, η διαδικασία αφερεγγυότητας περατώθηκε με διάταξη της 9ης Ιουνίου 2022, η οποία κατέστη αμετάκλητη.

13.      Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας κατήγγειλε επισήμως τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού στις 8 Ιουνίου 2020.

14.      Ο καταναλωτής εκχώρησε την αξίωσή του έναντι της Flamenco, όσον αφορά την επιστροφή των ποσών που είχε καταβάλει για το οργανωμένο ταξίδι, στο Bundesarbeitskammer (ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο, Αυστρία), το οποίο είναι το ενάγον της κύριας δίκης.

15.      Το ενάγον άσκησε αγωγή κατά της HDI Global SE, που ήταν ο ασφαλιστής της Flamenco. Η HDI Global αντέτεινε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει τα καταβληθέντα ποσά στον καταναλωτή, δεδομένου ότι η μη εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών δεν οφειλόταν στην αφερεγγυότητα. Το ενάγον υποστήριξε ότι η ύπαρξη τέτοιας αιτιώδους συνάφειας δεν απαιτείται βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302.

16.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τόσο από τη διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 όσο και από τη διατύπωση της εθνικής διάταξης με την οποία η ανωτέρω διάταξη μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη συνάγεται ότι πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αφερεγγυότητας και της μη εκτέλεσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Η εν λόγω ερμηνεία συνεπάγεται ότι η προστασία από την αφερεγγυότητα δεν καλύπτει τις αξιώσεις επιστροφής χρημάτων όταν η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού καταγγέλλεται πριν ο διοργανωτής καταστεί αφερέγγυος. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι υπέρ της αντίθετης ερμηνείας συνηγορεί η αιτιολογική σκέψη 39 της οδηγίας 2015/2302, η οποία απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι διοργανωτές παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή «του συνόλου των ποσών που έχουν καταβάλει οι ταξιδιώτες ή έχουν καταβληθεί εκ μέρους τους». Η ερμηνεία ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, καλύπτει την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων ποσών επιρρωννύεται από τον σκοπό της επίτευξης υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 3, και του άρθρου 169 ΣΛΕΕ, καθώς και βάσει του άρθρου 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

17.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν το γεγονός ότι ο διοργανωτής κατέστη αφερέγγυος κατά τον προγραμματισμένο χρόνο πραγματοποίησης του ταξιδιού ή το γεγονός ότι τόσο η καταγγελία της σύμβασης όσο και –εμμέσως– η αφερεγγυότητα οφείλονται στην ίδια έκτακτη περίσταση, ήτοι στην πανδημία της COVID‑19, ασκούν επιρροή κατά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302.

18.      Το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης, αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία), εκτιμώντας ότι η επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας 2015/2302, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχει το άρθρο 17 της [οδηγίας 2015/2302] την έννοια ότι τα χρηματικά ποσά που έχει καταβάλει ο ταξιδιώτης στον διοργανωτή του ταξιδιού πριν από την έναρξη του ταξιδιού διασφαλίζονται μόνον αν το ταξίδι δεν πραγματοποιηθεί λόγω της περιέλευσης σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή τα χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν στον διοργανωτή του ταξιδιού πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας διασφαλίζονται επίσης αν ο ταξιδιώτης υπαναχώρησε από τη σύμβαση, πριν από την περιέλευση σε κατάσταση αφερεγγυότητας, λόγω έκτακτων περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 12 της ανωτέρω οδηγίας 2015/2302;

2.      Έχει το άρθρο 17 της [οδηγίας EE 2015/2302] την έννοια ότι τα χρηματικά ποσά που έχει καταβάλει ο ταξιδιώτης στον διοργανωτή του ταξιδιού πριν από την έναρξη του ταξιδιού διασφαλίζονται αν ο ταξιδιώτης υπαναχώρησε από τη σύμβαση, πριν ακόμη από την περιέλευση σε κατάσταση αφερεγγυότητας, λόγω έκτακτων περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 12 της ανωτέρω οδηγίας 2015/2302, αλλά η αφερεγγυότητα επήλθε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού;

3.      Έχει το άρθρο 17 της οδηγίας [2015/2302] την έννοια ότι τα χρηματικά ποσά που έχει καταβάλει ο ταξιδιώτης στον διοργανωτή του ταξιδιού πριν από την έναρξη του ταξιδιού διασφαλίζονται αν ο ταξιδιώτης υπαναχώρησε από τη σύμβαση, πριν ακόμη από την περιέλευση σε κατάσταση αφερεγγυότητας, λόγω έκτακτων περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 12 της ανωτέρω οδηγίας 2015/2302 και η αφερεγγυότητα του διοργανωτή του ταξιδιού επήλθε λόγω των έκτακτων αυτών περιστάσεων;»

19.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικά τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023.

 Η υπόθεση C45/23

20.      Οι ενάγοντες είναι καταναλωτές, ενώ η εναγομένη MS Amlin Insurance SE είναι ο ασφαλιστής αφερεγγυότητας της διοργανώτριας ταξιδιών Exclusive Destinations NV.

21.      Στις 13 Νοεμβρίου 2019 ο πρώτος ενάγων συνήψε, μέσω ταξιδιωτικού πράκτορα, σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού με την Exclusive Destinations. Το οργανωμένο ταξίδι είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο του 2020.

22.      Λόγω της πανδημίας της COVID‑19, το ταξίδι μεταφέρθηκε για τον Νοέμβριο του 2020 και με υψηλότερο τίμημα. Το αρχικό τίμημα είχε ήδη καταβληθεί στον διοργανωτή.

23.      Τον Οκτώβριο του 2020 ο ταξιδιωτικός πράκτορας, όπως του ζητήθηκε από τους καταναλωτές, γνωστοποίησε στον διοργανωτή την απόφαση των καταναλωτών να καταγγείλουν τη σύμβαση και να λάβουν πλήρη επιστροφή χρημάτων. Ο διοργανωτής επιβεβαίωσε ότι θα πράξει τα δέοντα για τον σκοπό αυτόν.

24.      Με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2020, το Ondernemingsrechtbank Gent (δικαστήριο επιχειρήσεων της Γάνδης, Βέλγιο) κήρυξε τον διοργανωτή αφερέγγυο.

25.      Στις 9 Δεκεμβρίου 2020 ο ταξιδιωτικός πράκτορας επέστρεψε στους καταναλωτές το μέρος του τιμήματος του οργανωμένου ταξιδιού που δεν είχε ακόμη καταβληθεί στον διοργανωτή.

26.      Στις 22 Ιανουαρίου 2021 η MS Amlin Insurance κλήθηκε να επιστρέψει το σύνολο του τιμήματος του ταξιδιού. Η εν λόγω εταιρία υποστήριξε ότι δεν υφίσταται σχετική αξίωση, καθώς η καταγγελία της σύμβασης δεν οφειλόταν στην αφερεγγυότητα του διοργανωτή ταξιδιών Exclusive Destinations.

27.      Οι καταναλωτές ζήτησαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος. Προς στήριξη του αιτήματός τους, υποστήριξαν ότι οι γενικοί όροι της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ της MS Amlin Insurance και της Exclusive Destinations καλύπτουν σαφώς την επιστροφή, προς τους ταξιδιώτες, των ποσών που καταβλήθηκαν στον ασφαλισμένο διοργανωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού ή μετά την ημερομηνία αυτή.

28.      Η MS Amlin Insurance αμφισβητεί ότι η περίπτωση των εναγόντων καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση, επειδή η ασφαλιστική εγγύηση ισχύει μόνο για τις επιστροφές χρημάτων που αφορούν ταξίδι που δεν πραγματοποιήθηκε λόγω αφερεγγυότητας του διοργανωτή.

29.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η εγγύηση του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 είναι υποχρεωτική μόνο για τις περιπτώσεις που οι επίμαχες υπηρεσίες δεν παρέχονται συνεπεία της αφερεγγυότητας του διοργανωτή. Κατά την άποψη του εν λόγω δικαστηρίου, η οδηγία 2015/2302 δεν προβλέπει υποχρεωτική εγγύηση σε περίπτωση που οι υπηρεσίες δεν παρέχονται για άλλον λόγο πλην της αφερεγγυότητας του διοργανωτή, όπως στην περίπτωση της κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού από τον ταξιδιώτη λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων.

30.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το γράμμα του άρθρου 54 του νόμου περί οργανωμένων ταξιδιών, με τον οποίο η οδηγία 2015/2302 μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη, ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, με το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, χωρίς να προβλέπεται εκτενέστερη προστασία.

31.      Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της οδηγίας 2015/2302 και της νομοθεσίας περί μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αξίωση των καταναλωτών στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν είναι ασφαλισμένη και ότι πρέπει κανονικά να απορριφθεί.

32.      Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι συμβατό με τον σκοπό της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και κατά πόσον μπορεί να συνεπάγεται άνιση μεταχείριση.

33.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι, την περίοδο ισχύος της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ (4), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εγγύηση που έγκειται στην επιστροφή των καταβληθέντων από τους καταναλωτές ποσών αποσκοπεί στην προστασία τους από τους οικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από την αφερεγγυότητα ή την πτώχευση του διοργανωτή ταξιδιών (5).

34.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, υπάρχουν σε γενικές γραμμές δύο κατηγορίες ταξιδιωτών που φέρουν οικονομικό κίνδυνο σχετικό με το καταβληθέν τίμημα. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους ταξιδιώτες των οποίων το ταξίδι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω της αφερεγγυότητας του διοργανωτή. Οι ταξιδιώτες αυτοί υφίστανται οικονομική ζημία, δεδομένου ότι χάνουν το καταβληθέν τίμημα του ταξιδιού. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους ταξιδιώτες που δικαιούνται πλήρη επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος του ταξιδιού κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων. Οι ταξιδιώτες αυτοί υφίστανται ομοίως οικονομική ζημία όταν ο διοργανωτής καθίσταται αφερέγγυος μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, αλλά πριν από την επιστροφή του τιμήματος του ταξιδιού σε αυτούς.

35.      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι αμφότερες οι κατηγορίες επιβατών φέρουν τον ίδιο οικονομικό κίνδυνο. Αναγνωρίζει μεν ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι δύο αυτές κατηγορίες ταξιδιωτών παρουσιάζει ορισμένες διαφορές. Για παράδειγμα, η αφερεγγυότητα ενός διοργανωτή καθιστά οριστικά αδύνατη την εκτέλεση της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, ενώ οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις είναι συνήθως προσωρινού χαρακτήρα. Επιπλέον, η πρώτη κατηγορία ταξιδιωτών έχει σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού σε ισχύ όταν ο διοργανωτής καθίσταται αφερέγγυος, ενώ, στην περίπτωση της δεύτερης κατηγορίας ταξιδιωτών, η σύμβασή τους έχει καταγγελθεί πριν ο διοργανωτής καταστεί αφερέγγυος. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σε ποιον βαθμό τα στοιχεία αυτά μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση.

36.      Το Nederlandstalige Ondernemingsrechtbank Brussel (ολλανδόφωνο δικαστήριο επιχειρήσεων Βρυξελλών, Βέλγιο), εκτιμώντας ότι η επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας 2015/2302, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2015/2302] την έννοια ότι η προβλεπόμενη από αυτό εγγύηση για την επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από ή για λογαριασμό των ταξιδιωτών ισχύει και στην περίπτωση που ο ταξιδιώτης καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ο δε διοργανωτής κατέστη αφερέγγυος μετά τη λύση της συμβάσεως οργανωμένου ταξιδίου για τον λόγο αυτόν, αλλά πριν από την πραγματική επιστροφή των εν λόγω ποσών στον ταξιδιώτη, γεγονός που συνεπάγεται ότι ο ταξιδιώτης υφίσταται οικονομική ζημία και, κατά συνέπεια, φέρει τον οικονομικό κίνδυνο σε περίπτωση αφερεγγυότητας του διοργανωτή;»

37.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Βελγική, η Δανική και η Ελληνική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή. Με εξαίρεση τη Δανική Κυβέρνηση, οι ανωτέρω μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Δεκεμβρίου 2023.

38.      Με απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2023, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑771/22 και C‑45/23 προς διευκόλυνση της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας, καθώς και προς έκδοση κοινής απόφασης.

 IV. Νομική εκτίμηση

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C771/22 και επί του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C45/23

39.      Με τα προδικαστικά ερωτήματά τους, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί η έκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 προστασίας από την αφερεγγυότητα όσον αφορά την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων από ταξιδιώτες ποσών.

40.      Πιο συγκεκριμένα, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑771/22 και με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑45/23, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η εγγύηση της επιστροφής χρημάτων καλύπτει τα ποσά που έχουν καταβληθεί από ταξιδιώτες ή για λογαριασμό τους μόνον όταν το ταξίδι ή οι διακοπές δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω αφερεγγυότητας του διοργανωτή ή περιλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι ταξιδιώτες κατήγγειλαν τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302.

41.      Προκαταρκτικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης επιβάλλεται η συνεκτίμηση όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, του ιστορικού της θέσπισής της (6).

42.      Ομοίως κατά πάγια νομολογία, τυχόν ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το σαφές και επακριβές γράμμα αυτής της διάταξης. Επομένως, εφόσον η έννοια διάταξης του δικαίου της Ένωσης προκύπτει χωρίς αμφισημία από το ίδιο το γράμμα της, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποκλίνει από την ερμηνεία αυτή (7).

43.      Τέλος, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑45/23 διερωτάται ως προς το κύρος του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με μια γενική ερμηνευτική αρχή, κάθε πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μη θίγεται το κύρος της και να συνάδει με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και δη με τις διατάξεις του Χάρτη. Ως εκ τούτου, όταν πράξη του παράγωγου δικαίου της Ένωσης επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία που καθιστά τη σχετική διάταξη σύμφωνη με το πρωτογενές δίκαιο, και όχι εκείνη η οποία θα συνεπαγόταν το ασυμβίβαστό της με το πρωτογενές δίκαιο (8).

44.      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, αν το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες.

 α)      Επιδέχεται το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 περισσότερες από μία ερμηνείες;

45.      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 προβλέπει ότι οι διοργανωτές παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από ταξιδιώτες ή για λογαριασμό τους, «στον βαθμό που οι σχετικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται λόγω αφερεγγυότητας των διοργανωτών».

46.      Τα αιτούντα δικαστήρια σε αμφότερες τις υποθέσεις εκτιμούν ότι το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, απαιτεί την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αφερεγγυότητας και της μη εκτέλεσης των υπηρεσιών, καθόσον εξαρτά την κάλυψη των αξιώσεων επιστροφής χρημάτων από τη μη εκτέλεση λόγω αφερεγγυότητας. Η εν λόγω αιτιώδης συνάφεια ή εξάρτηση από την πλήρωση προϋπόθεσης φαίνεται να έχει ως αποτέλεσμα το να εξαιρούνται από την εγγύηση οι (μη αμφισβητούμενες) ανεξόφλητες χρηματικές απαιτήσεις που γεννήθηκαν λόγω της καταγγελίας της σύμβασης πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας.

47.      Στις γραπτές παρατηρήσεις τους, οι μετέχοντες στη διαδικασία εκφράζουν αποκλίνουσες απόψεις όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, εξαιρεί σαφώς τις ανεξόφλητες απαιτήσεις ή αν θα μπορούσε να επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες. Συνοπτικά, η HDI Global, η MS Amlin Insurance, η Βελγική και η Δανική κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, θεωρούν ότι η διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 1, απαιτεί σαφή αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αφερεγγυότητας και της μη εκτέλεσης της σύμβασης (ή της πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης). Το Bundesarbeitskammer (ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο), ο Α και η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη. Το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, μπορεί να ερμηνευθεί, υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης, υπό την έννοια ότι καλύπτει τις αξιώσεις όλων των ταξιδιωτών, με αποτέλεσμα να μην τίθεται εξαρχής ζήτημα κύρους. Το Συμβούλιο δεν εξέφρασε άποψη επί του εν λόγω ζητήματος.

48.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η φράση «στον βαθμό που οι σχετικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται λόγω αφερεγγυότητας των διοργανωτών», και ειδικότερα η διατύπωση «λόγω», μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι για την εγγύηση της επιστροφής χρημάτων απαιτείται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη εκτέλεσης και της αφερεγγυότητας. Η απόδοση της εν λόγω διάταξης στη γαλλική γλώσσα (9) καθώς και άλλες γλωσσικές αποδόσεις (10) μπορούν επίσης να ερμηνευθούν κατά τον ίδιο τρόπο, ήτοι υπό την έννοια ότι όλες υπογραμμίζουν ότι η μη εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να αποτελεί άμεση συνέπεια της αφερεγγυότητας.

49.      Το ζήτημα της ερμηνείας της διάταξης αυτής θα μπορούσε να επιλυθεί αν γινόταν δεκτό το επιχείρημα του Bundesarbeitskammer (ομοσπονδιακού εργατικού επιμελητηρίου) –το οποίο ενστερνίστηκε και η Ελληνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση– όσον αφορά τη σημασία την οποία έχει ο όρος «σχετικές υπηρεσίες». Κατά τις παρατηρήσεις του Bundesarbeitskammer (ομοσπονδιακού εργατικού επιμελητηρίου) και της Ελληνικής Κυβέρνησης, ο όρος «σχετικές υπηρεσίες» πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει κάθε υποχρέωση του διοργανωτή σε συνάρτηση με τη σύμβαση ταξιδιού, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής χρημάτων.

50.      Δεν είμαι πεπεισμένη ότι ο όρος «υπηρεσίες» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει την αξίωση επιστροφής χρημάτων. Πρώτον, από απόψεως νομικής φύσης, η επιστροφή χρημάτων αποτελεί αντικείμενο αξίωσης την οποία έχει ο ταξιδιώτης έναντι του διοργανωτή. Η αξίωση του ταξιδιώτη να του επιστραφούν χρήματα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία» που πρέπει να εκτελεστεί.

51.      Δεύτερον, από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει σαφώς ότι ως «σχετικές υπηρεσίες» πρέπει να νοούνται οι «ταξιδιωτικές υπηρεσίες». Κατά τον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ως «ταξιδιωτικές υπηρεσίες» νοούνται η μεταφορά επιβατών, η παροχή καταλύματος, η ενοικίαση αυτοκινήτων και τυχόν άλλες τουριστικές υπηρεσίες που δεν είναι αναπόσπαστο τμήμα της ταξιδιωτικής υπηρεσίας. Το άρθρο 17, παράγραφος 5, προβλέπει ότι, για τις «ταξιδιωτικές υπηρεσίες» που δεν εκτελέστηκαν, οι επιστροφές πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η αιτιολογική σκέψη 39 αναφέρεται επίσης στις «ταξιδιωτικές υπηρεσίες [που] δεν εκτελούνται». Το άρθρο 19, παράγραφος 1, το οποίο διέπει τις απαιτήσεις σχετικά με την προστασία από την αφερεγγυότητα για τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, αναφέρεται στη μη εκτέλεση «ταξιδιωτική[ς] υπηρεσία[ς]». Ακόμη γενικότερα, το άρθρο 13, παράγραφος 1, το οποίο διέπει την ευθύνη για την εκτέλεση του οργανωμένου ταξιδιού, αναφέρεται στην εκτέλεση των «ταξιδιωτικών υπηρεσιών» που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού. Επομένως, στο πλαίσιο της οδηγίας 2015/2302, η έννοια των «υπηρεσιών» πρέπει να ερμηνεύεται εντός του πλαισίου μιας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού η οποία αφορά ταξιδιωτικές υπηρεσίες.

52.      Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η νομική αξίωση επιστροφής χρημάτων, έστω και αν δεν μπορεί να νοηθεί ως «σχετική υπηρεσία», συνδέεται εγγενώς με την εκτέλεση της σύμβασης ταξιδιού. Τούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει ότι οι συνέπειες όσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη της αξίωσης επιστροφής χρημάτων δεν μπορούν να διακρίνονται ανάλογα με το αν η σχετική αξίωση προέκυψε από την καταγγελία της σύμβασης ταξιδιού ή από τη μη εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών.

53.      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια την οποία του αποδίδει κατ’ ουσίαν το Bundesarbeitskammer (ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο), ήτοι ότι απλώς σημαίνει ότι το τίμημα που έχει καταβληθεί για ήδη εν μέρει παρασχεθείσες ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν επιστρέφεται σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

54.      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας θα μπορούσε επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει ασφαλιστική κάλυψη σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες, λόγω της αφερεγγυότητας του διοργανωτή, οι ταξιδιώτες έχουν καταβάλει τίμημα χωρίς να λάβουν υπηρεσίες από τον διοργανωτή.

55.      Υπό την εκδοχή αυτή, το άρθρο 17, παράγραφος 1, θα αποτελεί μια διάταξη που ενισχύει την αποτελεσματικότητα της προστασίας από την αφερεγγυότητα, καθώς θα περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις μη εκτέλεσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών λόγω της αφερεγγυότητας του διοργανωτή, χωρίς ωστόσο να έχει την έννοια ότι εξαιρεί τις (αδιαμφισβήτητες) ανεξόφλητες χρηματικές απαιτήσεις.

56.      Η αιτιολογική σκέψη 39 της οδηγίας 2015/2302 επιρρωννύει την τελευταία αυτή ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Κατά την αιτιολογική σκέψη αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι ταξιδιώτες που αγοράζουν ένα πακέτο οργανωμένου ταξιδιού «προστατεύονται πλήρως» από την αφερεγγυότητα του διοργανωτή και ότι οι διοργανωτές παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή του «συνόλου των ποσών» που έχουν καταβάλει οι ταξιδιώτες ή έχουν καταβληθεί εκ μέρους τους. Η ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε η προστασία να είναι «αποτελεσματική».

57.      Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται στη διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 παρουσιάζουν ομοιότητα με τους όρους που χρησιμοποιούνται στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία της προϊσχύσασας διάταξης, ήτοι του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314. Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση Verein für Konsumenteninformation (11) αφορούσε το ζήτημα αν η τελευταία αυτή διάταξη έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάλυπτε επίσης την περίπτωση κατά την οποία ο ξενοδόχος αναγκάζει τον ταξιδιώτη να πληρώσει τα έξοδα διαμονής του, ισχυριζόμενος ότι το σχετικό ποσό δεν θα του καταβληθεί από τον αφερέγγυο πλέον διοργανωτή του ταξιδιού. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 90/314 καλύπτει μια τέτοια κατάσταση, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του, ο οποίος έγκειται στην προστασία των καταναλωτών από τους κινδύνους που απορρέουν από την αφερεγγυότητα του διοργανωτή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ποσά που είχε καταβάλει ο ταξιδιώτης στον διοργανωτή έπρεπε να του επιστραφούν, διότι «ο διοργανωτής, λόγω της επελθούσας αφερεγγυότητάς του, δεν του παρέσχε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες» (12). Από την ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι οι περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 7 της οδηγίας 90/314 πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως.

58.      Η έκφραση «λόγω αφερεγγυότητας των διοργανωτών», που χρησιμοποιείται επί του παρόντος στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απηχεί την απόφαση Verein für Konsumenteninformation.  Αντί να σημαίνει ότι εξαιρεί από την εγγύηση έναντι της αφερεγγυότητας τις ανεξόφλητες χρηματικές απαιτήσεις, η διατύπωση του εν λόγω άρθρου 17, παράγραφος 1, θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει όλες τις καταστάσεις κινδύνου που απορρέουν από την αφερεγγυότητα του διοργανωτή του ταξιδιού.

59.      Οι κυβερνήσεις που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο έχουν εκφράσει αποκλίνουσες απόψεις σχετικά με την έννοια του γράμματος του άρθρου 17, παράγραφος 1. Ενώ η Βελγική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η εν λόγω διάταξη δεν καλύπτει τις ανεξόφλητες χρηματικές απαιτήσεις, η Ελληνική Κυβέρνηση (13) εξέφρασε την αντίθετη άποψη. Η Δανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν είναι εναρμονισμένο ως προς το σημείο αυτό και ότι τα κράτη μέλη (όπως στην περίπτωση της Δανίας) θα πρέπει να παραμείνουν αρμόδια για την παροχή υψηλότερου επιπέδου προστασίας (14). Οι εν λόγω αποκλίνουσες απόψεις εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων καταδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναμφισβήτητα εξαιρεί τις ανεξόφλητες χρηματικές απαιτήσεις (15).

60.      Ανεξάρτητα από τη διατύπωση που αφορά την αιτιώδη συνάφεια, υπάρχει μια ακόμη έκφραση στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 που μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται στην «αφερεγγυότητα του διοργανωτή». Ωστόσο, η αιτιολογική σκέψη 39 της ίδιας οδηγίας αναφέρεται γενικότερα σε «προβλήματα ρευστότητας». Όπως υπογράμμισε το Bundesarbeitskammer (ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο), αν ο όρος «αφερεγγυότητα του διοργανωτή» ερμηνευθεί στενά υπό την έννοια της επίσημης κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τούτο θα σημαίνει ότι οι αξιώσεις επιστροφής χρημάτων για μη παρασχεθείσες υπηρεσίες οι οποίες γεννήθηκαν λίγο πριν από την ημερομηνία επέλευσης της αφερεγγυότητας λόγω προβλημάτων ρευστότητας δεν θα καλύπτονται από την εγγύηση.

61.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι δεν προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, ότι οι αξιώσεις ταξιδιωτών για επιστροφή χρημάτων οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας εξαιρούνται από το προστατευτικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (16).

 β)      Το ιστορικό της θέσπισης του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302: κατά πόσον υπήρχε βούληση του νομοθέτη να αμβλύνει την προστασία του καταναλωτή

62.      Κατά πάγια νομολογία, το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (17).

63.      Στις γραπτές παρατηρήσεις της, καθώς και στην αγόρευσή της, η Επιτροπή προέβαλε επιχειρήματα σχετικά με το ιστορικό θέσπισης του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, από τα οποία, κατά την άποψή της, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να εξαιρέσει από την εγγύηση τις αξιώσεις επιστροφής χρημάτων οι οποίες γεννώνται πριν ο διοργανωτής καταστεί αφερέγγυος. Προκειμένου να εξεταστεί η άποψη της Επιτροπής προσηκόντως, είναι χρήσιμο να παρατεθεί εν συντομία το ιστορικό θέσπισης του άρθρου 17, παράγραφος 1, αρχής γενομένης από την προϊσχύσασα αυτής διάταξη.

64.      Βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314, οι διοργανωτές όφειλαν να «αποδεικνύουν ότι διαθέτουν επαρκείς εγγυήσεις κατάλληλες να εξασφαλίσουν, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσης, την επιστροφή των καταβληθέντων και τον επαναπατρισμό του καταναλωτή». Κατά πάγια –μετά την έκδοση της απόφασης Dillenkofer (18)– νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή «σκοπεί στην πλήρη προστασία των αναφερομένων στη διάταξη αυτή δικαιωμάτων των καταναλωτών και, συνακόλουθα, στην προστασία των καταναλωτών απ' όλους τους κινδύνους που ορίζονται στο άρθρο αυτό και απορρέουν από την αφερεγγυότητα του διοργανωτή ταξιδίων» (19). Οι κίνδυνοι αυτοί είναι «εγγενείς στη σύμβαση μεταξύ του καταναλωτή και του διοργανωτή του ταξιδιού» και «αποτελούν απόρροια της προπληρωμής της κατ’ αποκοπή τιμής» (20).

65.      Η Επιτροπή επισήμανε ότι ο γενικός σκοπός της πρότασής της για κατάργηση της οδηγίας 90/314 (21) συνίστατο στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 169 ΣΛΕΕ. Όσον αφορά την προστασία από την αφερεγγυότητα, το εν λόγω θεσμικό όργανο εξήγησε ότι η πρόταση αποσκοπούσε στη διατήρηση του ίδιου επιπέδου προστασίας. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική σκέψη 34 και το άρθρο 15 της πρότασης της Επιτροπής βασίστηκαν στο υφιστάμενο επίπεδο προστασίας (22).

66.      Ωστόσο, η Επιτροπή εξήγησε ότι, κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, υπήρξε μια μεταστροφή όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της προστασίας από την αφερεγγυότητα.

67.      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή μνημονεύει το σκεπτικό του Συμβουλίου σχετικά με τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση της νομοθετικής πρότασης (23). Στο σημείο 15 του εν λόγω εγγράφου, το Συμβούλιο επισήμανε ότι το οικείο εδάφιο (της οδηγίας που διέπει την προστασία από την αφερεγγυότητα) ορίζει ότι «η προστασία κατά της αφερεγγυότητας θα πρέπει να παρέχει επαρκή κάλυψη για όλες τις πιθανές περιστάσεις και να αντανακλά το επίπεδο χρηματοδοτικού κινδύνου που εκπροσωπούν οι δραστηριότητες του επιχειρηματία, αλλά αυτή η υποχρέωση δεν θα πρέπει να είναι αόριστης διάρκειας». Στο ίδιο σημείο εκτίθεται ότι «[τ]ο σύστημα προστασίας κατά της αφερεγγυότητας θα πρέπει να προβλέπει ευθύνη μόνο για περιστάσεις που αντανακλούν τη συνήθη εκτίμηση του κινδύνου» και ότι «για την αποτελεσματική προστασία κατά της αφερεγγυότητας δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερα απόμακρα ενδεχόμενα [...]».

68.      Κατά την Επιτροπή, το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, όπως τελικώς θεσπίστηκε από τον νομοθέτη, «αποκλίνει σημαντικά» από το γράμμα του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314 και από το άρθρο 15 της πρότασης της Επιτροπής.

69.      Από τα ανωτέρω στοιχεία η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 απαιτεί αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αφερεγγυότητας και της μη εκτέλεσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να εξαιρούνται οι ανεξόφλητες χρηματικές απαιτήσεις.

70.      Η εκ μέρους της Επιτροπής στενή ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 17, παράγραφος 1, διαπνέει τη σύσταση (ΕΕ) 2020/648 (24). Κατά το προοίμιο της εν λόγω σύστασης, «[ε]άν οι διοργανωτές [...] καταστούν αφερέγγυοι, υπάρχει κίνδυνος πολλοί ταξιδιώτες [...] να μη λάβουν καμία επιστροφή, καθώς δεν προστατεύονται οι απαιτήσεις τους έναντι των διοργανωτών [...]» (25). Για την προστασία των ταξιδιωτών από τον κίνδυνο αυτό, η Επιτροπή συνέστησε τα κουπόνια να καλύπτονται από την προστασία έναντι της αφερεγγυότητας (26).

71.      Η παράθεση από την Επιτροπή του ιστορικού θέσπισης του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 εγείρει ορισμένες αμφιβολίες ως προς τη σημασία της διάταξης αυτής. Εντούτοις, από την εν λόγω παράθεση, αφ’ εαυτής, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης είχε σαφή βούληση να αποκλίνει από το προγενέστερο επίπεδο προστασίας και από τη νομολογία του Δικαστηρίου και να εξαιρέσει τις αξιώσεις επιστροφής χρημάτων των ταξιδιωτών οι οποίες προϋπήρχαν της αφερεγγυότητας.

72.      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι το γράμμα της οδηγίας 2015/2302 αποσκοπεί στη διασφάλιση της «συνέχειας» μεταξύ του άρθρου 7 της οδηγίας 90/314 και του άρθρου 17 της οδηγίας 2015/2302. Η τελευταία αυτή διάταξη έχει ως σκοπό να συνεχίσει να διασφαλίζει υψηλό και ομοιόμορφο επίπεδο προστασίας των ταξιδιωτών, υπό την έννοια της «διεύρυνσης και της ενίσχυσης» της προστασίας αυτής.

73.      Πιο συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι, στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 7 της οδηγίας 90/314, η εν λόγω διάταξη έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι «περιλαμβάνει την υποχρέωση αποτελέσματος που έγκειται στην παροχή στους μετέχοντες σε οργανωμένο ταξίδι δικαιώματος να λάβουν εγγυήσεις για την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών και τον επαναπατρισμό τους σε περίπτωση πτωχεύσεως του διοργανωτή ταξιδίων» (27). Η εν λόγω υποχρέωση αποτελέσματος ήταν ήδη σαφής κατά τον χρόνο έκδοσης της οδηγίας 2015/2302, χωρίς να απαιτείται συναφώς η άρση αμφιβολιών ή η κάλυψη κενών (28).

74.      Επιπλέον, το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι «καμία διάταξη ή κανένα προοίμιο» της εν λόγω οδηγίας δεν περιέχει ένδειξη περί βούλησης του νομοθέτη της Ένωσης να επηρεάσει την εν λόγω υποχρέωση αποτελέσματος για την προστασία των ταξιδιωτών. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο εκθέτει ότι θα ήταν αντίθετο προς τη λογική και προς την πάγια νομολογία να θεωρηθεί ότι η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 δεν έχει εφαρμογή αν ο ταξιδιώτης έχει ασκήσει το δικαίωμά του να καταγγείλει τη σύμβαση, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας.

75.      Στην αγόρευσή του, το Κοινοβούλιο εξέφρασε επίσης άποψη επί της κρισιμότητας του σκεπτικού του Συμβουλίου. Το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι από το σκεπτικό αυτό μπορεί απλώς να συναχθεί ότι οι προσαρμογές που επήλθαν στην πρόταση της Επιτροπής αποσκοπούσαν στη διευκρίνιση του τρόπου με τον οποίο τα κράτη μέλη όφειλαν να θεσπίσουν τους μηχανισμούς αφερεγγυότητας. Οι προσαρμογές αυτές αφορούσαν κυρίως τον υπολογισμό του κινδύνου βάσει παραμέτρων όπως ο κύκλος εργασιών, οι προκαταβολές ή οι εποχιακές διακυμάνσεις. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο εξέθεσε ότι η εκφραζόμενη στο τελευταίο σκέλος της αιτιολογικής σκέψης 40 της οδηγίας 2015/2302 βούληση του νομοθέτη, κατά την οποία, για την αποτελεσματική προστασία από την αφερεγγυότητα δεν πρέπει να λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη ιδιαίτερα αμυδροί κίνδυνοι, δεν συνδέεται με κάποια διάταξη που να περιορίζει την προστασία του ταξιδιώτη σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης πριν από την αφερεγγυότητα.

76.      Το δε Συμβούλιο, στις γραπτές παρατηρήσεις του, δεν εξέφρασε άποψη επί της ερμηνείας του άρθρου 17, παράγραφος 1, ούτε, ειδικότερα, επί του ζητήματος αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να εξαιρέσει ορισμένες αξιώσεις ταξιδιωτών από την προστασία έναντι της αφερεγγυότητας.

77.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποβλήθηκε ερώτηση από την έδρα προς την Επιτροπή και το Συμβούλιο, προκειμένου να διερευνηθεί ο πιθανός λόγος αλλαγής της διατύπωσης του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας θεσπίστηκε ένα νέο δικαίωμα των ταξιδιωτών να καταγγέλλουν τη σύμβαση σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, καθώς και ότι το αντίστοιχο δικαίωμα επιστροφής χρημάτων δεν περιλήφθηκε στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών δεν μειώθηκε σε σχέση με το επίπεδο προστασίας το οποίο παρείχε η προγενέστερη οδηγία, δεδομένου ότι η εξαίρεση από την προστασία από την αφερεγγυότητα αφορά την αξίωση που απορρέει από την άσκηση δικαιώματος το οποίο δεν υφίστατο προηγουμένως.

78.      Στην απάντησή του στην ίδια ερώτηση, το Συμβούλιο εξέθεσε ότι, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι εξαιρεί από την προστασία από την αφερεγγυότητα τις αξιώσεις ταξιδιωτών περί επιστροφής χρημάτων οι οποίες γεννώνται πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του διοργανωτή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης έλαβε την πολιτική απόφαση να θεσπίσει ειδικό καθεστώς προστασίας. Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν επιβεβαίωσε ρητώς την ύπαρξη νομοθετικής βούλησης να εξαιρεθούν ορισμένες κατηγορίες αξιώσεων.

79.      Όπως αντιλαμβάνομαι την άποψη την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή, υπάρχει ένα είδος λογικής «αντίβαρου» που εξηγεί γιατί, κατά τη γνώμη της, το άρθρο 17, παράγραφος 1, εξαιρεί τις ανεξόφλητες χρηματικές απαιτήσεις. Το αντίβαρο στο νέο δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης που απονέμεται στους ταξιδιώτες συνίσταται στον περιορισμό της προστασίας του εν λόγω δικαιώματος από την αφερεγγυότητα. Δεδομένου ότι το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης είναι νέο, δεν υπάρχει, κατά το επιχείρημα της Επιτροπής, υποβάθμιση σε σχέση με το καθιερωμένο στο δίκαιο της Ένωσης επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

80.      Το πρόβλημα με την άποψη αυτή είναι ότι στηρίζεται σε εικασίες. Η Επιτροπή εξέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι «εκτιμά» ότι αυτός είναι ο λόγος στον οποίο οφείλονται οι διαφορές στη διατύπωση μεταξύ της πρότασής της και του τελικώς εγκριθέντος κειμένου της οδηγίας.

81.      Επιπλέον, η αντίληψη ότι ο νομοθέτης είχε τη βούληση να δημιουργήσει ένα είδος «λειψού δικαιώματος», ήτοι το προβλεπόμενο στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 δικαίωμα επιστροφής χρημάτων μετά την καταγγελία της σύμβασης, χωρίς όμως αντίστοιχη προστασία από την αφερεγγυότητα, δεν αποτυπώνεται πουθενά στις αιτιολογικές σκέψεις ή στα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το Κοινοβούλιο, το σκεπτικό του Συμβουλίου το οποίο μνημόνευσε η Επιτροπή αφορά το ζήτημα του περιορισμού της εγγύησης στις περιπτώσεις πολύ αμυδρών κινδύνων, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης διάταξης, ήτοι του άρθρου 17, παράγραφος 2.

82.      Επίσης, το επιχείρημα σχετικά με το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών ενέχει, κατά τη γνώμη μου, μια ανακολουθία. Είναι βεβαίως αληθές ότι το δικαίωμα του ταξιδιώτη περί καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων δεν υφίστατο υπό το καθεστώς της οδηγίας 90/314. Ωστόσο, αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι εξαιρεί τις αξιώσεις των ταξιδιωτών οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την αφερεγγυότητα, η εξαίρεση αυτή δεν θα έπρεπε να αφορά μόνον τις αξιώσεις που απορρέουν από την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, αλλά θα έπρεπε να αφορά και τις αξιώσεις επιστροφής χρημάτων που απορρέουν από την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης από τον διοργανωτή ή τον ταξιδιώτη υπό τις άλλες περιστάσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2015/2302. Για παράδειγμα, ο ταξιδιώτης έχει δικαίωμα επιστροφής χρημάτων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον διοργανωτή βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2015/2302 ή σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας. Το εν λόγω δικαίωμα επιστροφής χρημάτων υφίστατο ήδη υπό το καθεστώς της οδηγίας 90/314 (29). Στις περιπτώσεις αυτές, η προστασία των καταναλωτών θα μειωνόταν σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς αν γινόταν δεκτό ότι οι οικείες αξιώσεις επιστροφής χρημάτων δεν θα καλύπτονταν πλέον από την προστασία από την αφερεγγυότητα.

83.      Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ένας από τους συννομοθέτες, ήτοι το Κοινοβούλιο, έχει δηλώσει κατηγορηματικά ότι ο νομοθέτης δεν είχε τη βούληση να περιορίσει την έκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, προστασίας από την αφερεγγυότητα, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί σαφής νομοθετική βούληση περί του αντιθέτου (30).

84.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να εξεταστούν, στη συνέχεια, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, πριν επιχειρηθεί, στη συνέχεια, ερμηνεία σύμφωνη με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.

 γ)      Το πλαίσιο και οι σκοποί της ρύθμισης της οποίας το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 αποτελεί μέρος

85.      Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, επισημαίνεται ότι το πρώτο σκέλος της πρώτης περιόδου της εν λόγω διάταξης ορίζει ότι η εγγύηση αφορά την επιστροφή «του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από ή για λογαριασμό των ταξιδιωτών». Το άρθρο 17, παράγραφος 5, ορίζει ότι, «[γ]ια τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες που δεν εκτελέστηκαν, οι επιστροφές πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από αίτημα του ταξιδιώτη». Στην αιτιολογική σκέψη 39, στην οποία εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους θεσπίστηκε η διάταξη αυτή, εκτίθεται ότι οι ταξιδιώτες «προστατεύονται πλήρως κατά της αφερεγγυότητας του διοργανωτή» και ότι οι διοργανωτές πρέπει να διασφαλίζουν ότι παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή «του συνόλου των ποσών που έχουν [καταβληθεί]». Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, «[η] αποτελεσματικότητα σημαίνει ότι η προστασία θα πρέπει να είναι διαθέσιμη αμέσως στις περιπτώσεις που, συνεπεία των προβλημάτων ρευστότητας του διοργανωτή, οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται [...]».

86.      Όπως προαναφέρθηκε (31), η «ενεργοποίηση» της προστασίας από την αφερεγγυότητα όταν οι σχετικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται λόγω αφερεγγυότητας του διοργανωτή πρέπει να συναρτάται με την αποτελεσματικότητα της προστασίας από την αφερεγγυότητα.  Επομένως, το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εξαιρεί ορισμένες κατηγορίες αξιώσεων επιστροφής χρημάτων από το πεδίο εφαρμογής της προστασίας από την αφερεγγυότητα.

87.      Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής σε σχέση με το άρθρο 17, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, καθώς η πρώτη ως άνω διάταξη διέπει τον περιορισμό της εγγύησης των επιστροφών χρημάτων. Ο σχετικός περιορισμός συνίσταται στο ότι καλύπτονται οι «ευλόγως προβλέψιμες δαπάνες». Στην αιτιολογική σκέψη 40 διευκρινίζεται ότι «για την αποτελεσματική προστασία κατά της αφερεγγυότητας δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη ιδιαίτερα αμυδροί κίνδυνοι, για παράδειγμα η ταυτόχρονη αφερεγγυότητα αρκετών από τους μεγαλύτερους διοργανωτές, όταν η εν λόγω πράξη θα επηρέαζε δυσανάλογα το κόστος της προστασίας, εις βάρος της αποτελεσματικότητάς της».

88.      Ωστόσο, η εκ μέρους των ταξιδιωτών άσκηση απλώς και μόνον του δικαιώματός τους να καταγγείλουν τη σύμβαση, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, και η συναφής υποχρέωση του διοργανωτή να προβεί σε πλήρη επιστροφή χρημάτων βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 4, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «ιδιαίτερα αμυδροί κίνδυνοι» που θα συνεπάγονταν την εξαίρεση των προκαταβολών από την εγγύηση.

89.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, κατοχυρώνει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων. Στους ταξιδιώτες απονέμεται αντίστοιχο δικαίωμα πλήρους επιστροφής χρημάτων. Το δικαίωμα αυτό, όπως προκύπτει από το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302, είναι αναγκαστικού δικαίου (32). Το άρθρο 17, παράγραφος 1, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα του βάσει του προβλεπόμενου στο άρθρο 12, παράγραφος 2, δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης και πλήρους επιστροφής χρημάτων, και όχι κατά τρόπο που να περιορίζει την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού. Εάν το γεγονός και μόνο της εκ μέρους του ταξιδιώτη καταγγελίας της σύμβασης πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας συνεπαγόταν για τον ταξιδιώτη την απώλεια του ευεργετήματος της προστασίας από την αφερεγγυότητα, τούτο θα μπορούσε να αποτρέπει τους ταξιδιώτες από το να ασκούν τα δικαιώματά τους εξαρχής. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το Κοινοβούλιο, το άρθρο 12, παράγραφος 2, θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας αν γινόταν δεκτό ότι η προστασία από την αφερεγγυότητα δεν έχει εφαρμογή στους ταξιδιώτες που άσκησαν δικαίωμα το οποίο απονέμεται από την οδηγία.

90.      Γενικότερα, σε περίπτωση διαφορετικής ερμηνείας, οι ταξιδιώτες που αποφασίζουν να καταγγείλουν τη σύμβαση πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, μόλις αντιληφθούν την ύπαρξη προβλημάτων ρευστότητας, θα περιέρχονταν σε λιγότερο ευνοϊκή θέση σε σχέση με τους ταξιδιώτες που αποφασίζουν να μην το πράξουν αυτό. Συγκεκριμένα, σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται να υπάρχουν ταξιδιώτες που προτιμούν να καταβάλουν χρέωση καταγγελίας και να τους επιστραφεί το υπόλοιπο ποσό, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4, αντί να αναλάβουν τον κίνδυνο ενδεχόμενου επαναπατρισμού λόγω αφερεγγυότητας που θα μπορούσε να επέλθει κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους.

91.      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, η εγγύηση καλύπτει «τα ποσά των πληρωμών που καταβλήθηκαν από ή για λογαριασμό των ταξιδιωτών αναφορικά με πακέτα». Μεταξύ των παραμέτρων για τον υπολογισμό της κάλυψης περιλαμβάνεται η συνεκτίμηση «της διάρκειας της περιόδου μεταξύ της είσπραξης των προκαταβολών και των τελικών πληρωμών και της ολοκλήρωσης των πακέτων». Η αιτιολογική σκέψη 40 διευκρινίζει ότι «η προστασία θα πρέπει να είναι επαρκής για να καλύπτει όλες τις προβλέψιμες πληρωμές που γίνονται από ή για λογαριασμό ταξιδιωτών για πακέτα σε περίοδο αιχμής» (33). Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, αυτό σημαίνει, κατά γενικό κανόνα, ότι η εγγύηση πρέπει να καλύπτει «επαρκώς υψηλό ποσοστό του κύκλου εργασιών του διοργανωτή σε ό,τι αφορά τα πακέτα». Από το άρθρο 17, παράγραφος 2, και την αιτιολογική σκέψη 40 συνάγεται ότι όλα τα ποσά που καταβάλλονται σε σχέση με πακέτα οργανωμένων ταξιδιών περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της προστασίας από την αφερεγγυότητα, ο οποίος βασίζεται στα στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών (34). Αντιθέτως, η νομική αιτία της αξίωσης επιστροφής των εν λόγω ποσών δεν φαίνεται να ασκεί επιρροή κατά τον υπολογισμό της απαιτούμενης κάλυψης.

92.      Τέλος, η εξαίρεση των ανεξόφλητων απαιτήσεων από την προστασία από την αφερεγγυότητα θα δημιουργούσε σοβαρή αναντιστοιχία μεταξύ του άρθρου 17, παράγραφος 1, και της προσυμβατικής ενημέρωσης που πρέπει να παρέχεται στους ταξιδιώτες με τα σχετικά έντυπα που παρατίθενται στο παράρτημα Ι, μέρος Α και μέρος Β. Στο περιεχόμενο των εν λόγω βασικών πληροφοριών εκτίθεται ότι, «εάν ο διοργανωτής ή, σε ορισμένα κράτη μέλη, ο λιανοπωλητής καταστεί αφερέγγυος, οι πληρωμές επιστρέφονται» (35). Επισημαίνεται ότι στο περιεχόμενο των πληροφοριών που γνωστοποιούνται στον ταξιδιώτη δεν περιλαμβάνεται κανένας απολύτως περιορισμός υπό την έννοια ότι εξαιρείται η προστασία από την αφερεγγυότητα. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το Bundesarbeitskammer (ομοσπονδιακό εργατικό επιμελητήριο), δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης ωθεί τον ταξιδιώτη να παρερμηνεύσει τα οικεία έγγραφα δημιουργώντας, στο έντυπο βασικών πληροφοριών, την εσφαλμένη εντύπωση ότι όλοι οι ταξιδιώτες προστατεύονται από την αφερεγγυότητα, ενώ, στην πραγματικότητα, μόνον ορισμένοι ταξιδιώτες προστατεύονται.

93.      Όσον αφορά δε τον συγκεκριμένο σκοπό του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, αυτός συνίσταται στην προστασία των ταξιδιωτών από τους κινδύνους που απορρέουν από την αφερεγγυότητα του διοργανωτή. Υπό το καθεστώς της προγενέστερης οδηγίας 90/314, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Verein für Konsumenteninformation, ότι οι κίνδυνοι που απορρέουν από την αφερεγγυότητα, οι οποίοι είναι εγγενείς στη σύμβαση μεταξύ του ταξιδιώτη και του διοργανωτή, αποτελούν απόρροια της προπληρωμής της κατ’ αποκοπή τιμής (36). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το επιδιωκόμενο από το άρθρο 7 της οδηγίας αποτέλεσμα περιλαμβάνει την παροχή στον ταξιδιώτη δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών. Ο κίνδυνος που απορρέει από την αφερεγγυότητα δεν έχει μεταβληθεί υπό το καθεστώς της ισχύουσας οδηγίας. Συνεπώς, το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 πρέπει επίσης να έχει ως αποτέλεσμα την παροχή στους ταξιδιώτες οργανωμένων ταξιδιών δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων που προϋπήρχαν της αφερεγγυότητας.

94.      Η ερμηνεία κατά την οποία όλοι οι ταξιδιώτες πρέπει να προστατεύονται πλήρως από την αφερεγγυότητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κατήγγειλαν τη σύμβαση πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του διοργανωτή, επιρρωννύεται επίσης από τον σκοπό της οδηγίας 2015/2302, ο οποίος συνίσταται, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. Ο σκοπός της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών κατοχυρώνεται επίσης στο πρωτογενές δίκαιο (άρθρο 169 ΣΛΕΕ και άρθρο 38 του Χάρτη). Όπως υπογράμμισε η Ελληνική Κυβέρνηση, διαφορετική ερμηνεία θα συνεπαγόταν ότι ο ταξιδιώτης θα έφερε τον οικονομικό κίνδυνο της μεταγενέστερης αφερεγγυότητας του διοργανωτή του ταξιδιού.

95.      Συνεπώς, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 και τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προστασία από την αφερεγγυότητα καλύπτει και τις αξιώσεις των ταξιδιωτών για επιστροφή χρημάτων οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του διοργανωτή.

 δ)      Ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης

96.      Όπως προαναφέρθηκε (37), κατά μια γενική ερμηνευτική αρχή, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο ώστε να μη θίγεται το κύρος της. Ομοίως, οσάκις διάταξη του δικαίου της Ένωσης επιδέχεται πλείονες ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία η οποία διασφαλίζει την πρακτική της αποτελεσματικότητα (38).

97.      Συναφώς, κάθε πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το πρωτογενές δίκαιο στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η οποία επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (39).

98.      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, ο οποίος κατοχυρώνεται στο πρωτογενές δίκαιο (40), και του ειδικότερου σκοπού του άρθρου 17 της οδηγίας 2015/2302, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των ταξιδιωτών από τον κίνδυνο που απορρέει από την αφερεγγυότητα (41), οι καταστάσεις που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή πρέπει να συγκρίνονται ιδίως με γνώμονα τον οικονομικό κίνδυνο που διατρέχουν οι ταξιδιώτες.

99.      Εν προκειμένω, η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ταξιδιώτες που ζητούν επιστροφή χρημάτων μετά την εκ μέρους τους καταγγελία της σύμβασης ταξιδίου τους (λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων) πρέπει να συγκριθεί με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ταξιδιώτες που ζητούν επιστροφή χρημάτων επειδή οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται λόγω αφερεγγυότητας του διοργανωτή. Όπως υπογράμμισε η Ελληνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αμφότερες οι κατηγορίες ταξιδιωτών εκτίθενται στον ίδιο οικονομικό κίνδυνο όσον αφορά τις προκαταβολές που πραγματοποίησαν προς τον διοργανωτή που κατέστη στη συνέχεια αφερέγγυος.

100. Η Επιτροπή, το Συμβούλιο και η Βελγική Κυβέρνηση, καθώς και –επικουρικώς– το Κοινοβούλιο, υποστήριξαν ότι δεν υφίσταται άνιση μεταχείριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών ταξιδιωτών, επειδή η κατάστασή τους δεν είναι συγκρίσιμη. Αφενός, οι ταξιδιώτες που κατήγγειλαν τη σύμβασή τους πριν από την αφερεγγυότητα δεν έχουν συμβατική αξίωση εκτέλεσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών· έχουν απλώς και μόνον αξίωση επιστροφής χρημάτων. Αφετέρου, οι ταξιδιώτες που δεν κατήγγειλαν τη σύμβασή τους κατά τον χρόνο επέλευσης της αφερεγγυότητας έχουν αξίωση εκτέλεσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών.

101. Ωστόσο, η περιγραφόμενη από την Επιτροπή, το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο και τη Βελγική Κυβέρνηση διαφορά ως προς την έννομη σχέση των συμβαλλόμενων μερών κατά τον χρόνο επέλευσης της αφερεγγυότητας δεν αποτελεί το κατάλληλο μέτρο σύγκρισης. Παρά τη διαφορά ως προς τη συμβατική σχέση, οι ταξιδιώτες αμφότερων των κατηγοριών έχουν την ίδια αξίωση επιστροφής χρημάτων για το σύνολο των πραγματοποιηθεισών πληρωμών. Όπως προανέφερα, και όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, σημείο αναφοράς για τη σύγκριση αποτελεί ο οικονομικός κίνδυνος τον οποίο διατρέχουν οι ταξιδιώτες. Δεδομένου ότι οι ταξιδιώτες που κατήγγειλαν τη σύμβασή τους διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο, όσον αφορά το αν τελικά θα τους επιστραφεί το σύνολο των καταβληθέντων ποσών, με τους ταξιδιώτες που δεν είχαν ακόμη καταγγείλει κατά τον χρόνο επέλευσης της αφερεγγυότητας, οι εν λόγω κίνδυνοι δεν μπορούν να τύχουν διαφορετικής μεταχείρισης χωρίς να παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τον οποίον επιδιώκει η οδηγία 2015/2302, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών για όλους τους ταξιδιώτες (42).

102. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την έννοια ότι η εγγύηση της επιστροφής χρημάτων περιλαμβάνει την αξίωση επιστροφής του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από ταξιδιώτες ή για λογαριασμό τους, συμπεριλαμβανομένων των ταξιδιωτών που καταγγέλλουν τη σύμβαση πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του διοργανωτή.

 ε)      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου

103. Στις προφορικές παρατηρήσεις της, η HDI Global υποστήριξε ότι, κατά τον υπολογισμό της έκτασης του αναλαμβανόμενου κινδύνου κατά τον καθορισμό των ασφαλιστικών όρων (43) και των ασφαλίστρων που έπρεπε να καταβάλλουν οι διοργανωτές, βασίστηκε στις σχετικές νομικές πράξεις. Δεδομένου ότι, κατά την άποψη της HDI Global, η διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 απαιτεί σαφώς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αφερεγγυότητας και της μη εκτέλεσης των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, παρέκκλιση από την ερμηνεία αυτή θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης.

104. Συναφώς, όπως προεξέθεσα (44), αν ήταν απολύτως σαφές από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 1, ότι η διάταξη αυτή απαιτεί τέτοια αιτιώδη συνάφεια, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να παρεκκλίνει από την εν λόγω ερμηνεία. Ωστόσο, όπως κατέδειξα ήδη (υποενότητα α), η διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 1, δεν εξαιρεί κατηγορηματικά τις αξιώσεις των ταξιδιωτών που κατήγγειλαν τη σύμβασή τους λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων. Επομένως, επιδέχεται ερμηνεία. Με βάση την προσέγγιση που εφαρμόστηκε στις παρούσες προτάσεις, η εν λόγω ερμηνεία πρέπει να θεωρηθεί ότι οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των καταβληθέντων ποσών πρέπει να προστατεύεται σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

105. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, φωτίζει και διευκρινίζει τη σημασία και το περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα, όπως αυτός πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από τον χρόνο της θέσης του σε ισχύ. Συνεπώς, ο κανόνας που έχει ερμηνευθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια ακόμη και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και συστάθηκαν πριν από την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν, κατά τα λοιπά, οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφορά (45).

106. Μόνον εντελώς κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ένωσης γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας την οποία έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί διάταξη την οποία έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο, προκειμένου να αμφισβητήσει έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συσταθεί. Για να αποφασισθεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαία η συνδρομή δύο βασικών προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε της καλής πίστης των ενδιαφερομένων και του κινδύνου σημαντικών διαταραχών (46).

107. Ωστόσο, στις υπό κρίση υποθέσεις, ούτε οι ασφαλιστικές εταιρίες που είναι διάδικοι των κύριων δικών ούτε η Βελγική Κυβέρνηση ζήτησαν από το Δικαστήριο να περιορίσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, τα διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασης που θα εκδοθεί. Ακόμη και αν είχε υποβληθεί τέτοιο αίτημα, οι εν λόγω διάδικοι δεν επικαλέστηκαν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της μελλοντικής απόφασης, σε περίπτωση που γίνει δεκτή από το Δικαστήριο η προτεινόμενη στις παρούσες προτάσεις ερμηνεία (47).

108. Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθεί ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών συμβάσεις είναι προγενέστερες της σύστασης 2020/648 της Επιτροπής, η οποία θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι οι αξιώσεις των ταξιδιωτών οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας δεν προστατεύονται. Οι ασφαλιστικές εταιρίες που είναι διάδικοι των κύριων δικών δεν μπορούσαν να είχαν καταρτίσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιό τους με βάση την ερμηνεία που έγινε δεκτή στην εν λόγω σύσταση. Επιπλέον, όπως προεκτέθηκε (48), βάση για τον υπολογισμό της εγγύησης αποτελεί το σύνολο των ποσών που έχουν καταβληθεί από ταξιδιώτες ή για λογαριασμό τους σε σχέση με οργανωμένα ταξίδια, όπως ορίζει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302. Η οικεία διάταξη παρέχει στις ασφαλιστικές εταιρίες σαφή ένδειξη όσον αφορά τη βάση υπολογισμού της απαιτούμενης κάλυψης.

109. Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται ότι, κατά την εμφάνιση της πανδημίας της COVID‑19, τέθηκαν σε εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης ειδικά μέτρα, με τα οποία παρασχέθηκε στα κράτη μέλη η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την πλήρη ευελιξία που προβλέπεται από τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, προκειμένου να στηριχθούν οι διοργανωτές ταξιδιών και οι ασφαλιστές, καθώς και να προστατευθούν οι ταξιδιώτες από τις συνέπειες της αφερεγγυότητας των διοργανωτών ταξιδιών (49).

110. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν αποκλείει τη δυνατότητα ερμηνείας υπό την έννοια ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 17, παράγραφος 1, εγγύηση για την ασφάλιση καλύπτει το σύνολο των ποσών που έχουν καταβληθεί από τους ταξιδιώτες πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας.

111. Συνεπώς, το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302, λαμβανομένου υπόψη του γράμματός του, του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται και του επιδιωκόμενου με τη διάταξη αυτή σκοπού, καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης, έχει την έννοια ότι η εγγύηση της επιστροφής χρημάτων καλύπτει τα ποσά που έχουν καταβληθεί από ταξιδιώτες ή για λογαριασμό τους όχι μόνον όταν το ταξίδι ή οι διακοπές δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω αφερεγγυότητας του διοργανωτή, αλλά και όταν οι ταξιδιώτες κατήγγειλαν τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του διοργανωτή.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C771/22

112. Το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑771/22 υποβάλλονται από το αιτούν δικαστήριο σε περίπτωση που το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του απαντηθεί αρνητικά. Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία μπορούν να απαντηθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι καλύπτει τους ταξιδιώτες που κατήγγειλαν τη σύμβαση πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του διοργανωτή του ταξιδιού, λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, τουλάχιστον στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις: πρώτον, όταν η διαδικασία αφερεγγυότητας κινήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί και, δεύτερον, όταν η καταγγελία της σύμβασης και η αφερεγγυότητα οφείλονται στην ίδια έκτακτη περίσταση.

113. Αν το Δικαστήριο αποφασίσει να ενστερνιστεί την ερμηνευτική προσέγγιση που εκτίθεται στις παρούσες προτάσεις, θα παρέλκει η απάντηση στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα. Σε αντίθετη περίπτωση, προτείνω στα ερωτήματα αυτά να δοθεί αρνητική απάντηση. Αν γίνει δεκτό ότι στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, εγγύησης δεν εμπίπτουν οι αξιώσεις επιστροφής χρημάτων που γεννήθηκαν πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εγγύησης δεν θα μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις περιγραφείσες από το αιτούν δικαστήριο περιστάσεις. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η έκταση εφαρμογής της εν λόγω νομικής διάταξης δεν μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις ημερομηνίες κατά τις οποίες επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το ταξίδι ή ανάλογα με το αν οι περιστάσεις που προβλήθηκαν προς αιτιολόγηση της καταγγελίας της σύμβασης είχαν ως συνέπεια την αφερεγγυότητα του διοργανωτή.

114. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, για την ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 δεν είναι καθοριστικό το ζήτημα αν το ταξίδι είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια ή μετά την επέλευση της αφερεγγυότητας ή αν η αφερεγγυότητα οφείλεται στις ίδιες αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκε ο ταξιδιώτης για να καταγγείλει τη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

 V. Πρόταση

115. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείου Βιέννης, αρμόδιου για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία) και του Nederlandstalige Ondernemingsrechtbank Brussel (ολλανδόφωνου δικαστηρίου επιχειρήσεων Βρυξελλών, Βέλγιο) ως εξής:

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας (EE) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, λαμβανομένου υπόψη του γράμματός του, του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται και του επιδιωκόμενου με τη διάταξη αυτή σκοπού, καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης,

έχει την έννοια ότι η εγγύηση της επιστροφής χρημάτων καλύπτει τα ποσά που έχουν καταβληθεί από ταξιδιώτες ή για λογαριασμό τους όχι μόνον όταν το ταξίδι ή οι διακοπές δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω αφερεγγυότητας του διοργανωτή, αλλά και όταν οι ταξιδιώτες κατήγγειλαν τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, πριν από την επέλευση της αφερεγγυότητας του διοργανωτή.

Επικουρικώς, για την ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 δεν είναι καθοριστικό το ζήτημα αν το ταξίδι είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια ή μετά την επέλευση της αφερεγγυότητας ή αν η αφερεγγυότητα οφείλεται στις ίδιες αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκε ο ταξιδιώτης για να καταγγείλει τη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Βλ. τα σχετικά στοιχεία στα ενημερωτικά δελτία τουριστικής πολιτικής του ΟΗΕ: https://www.unwto.org/tourism-and-covid-19-unprecedented-economic-impacts.


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 326, σ. 1).


4      Οδηγία του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (ΕΕ 1990, L 158, σ. 59). Η εν λόγω οδηγία καταργήθηκε με την οδηγία 2015/2302.


5      Απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, Verein für Konsumenteninformation (C‑364/96, EU:C:1998:226, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


6      Απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, FTI Touristik (Οργανωμένο ταξίδι στις Κανάριες Νήσους) (C‑396/21, EU:C:2023:10, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


7      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, VYSOČINA WIND (C‑181/20, EU:C:2022:51, σκέψη 39).


8      Απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 77).


9      Η σχετική φράση στην απόδοση του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 στη γαλλική γλώσσα έχει ως εξής: «dans la mesure où les services concernés ne sont pas exécutés en raison de l’insolvabilité des organisateurs».


10      Βλ., για παράδειγμα, την απόδοση του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 στη γερμανική («sofern die betreffenden Leistungen infolge der Insolvenz des Reiseveranstalters nicht erbracht werden»), την ισπανική («en que los servicios correspondientes no se hayan ejecutado por causa de la insolvencia del organizador») και την ιταλική γλώσσα («in cui i servizi pertinenti non sono eseguiti a causa dello stato di insolvenza dell’organizzatore»).


11      Απόφαση της 14ης Μαΐου 1998 (C‑364/96, EU:C:1998:226, σκέψη 20) (στο εξής: απόφαση Verein für Konsumenteninformation).


12      Όπ.π. (σκέψη 22) (η υπογράμμιση δική μου).


13      Τουλάχιστον όσον αφορά τις αξιώσεις επιστροφής χρημάτων που απορρέουν από την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302.


14      Η Δανία υποστήριξε ότι έχει δημιουργήσει ένα ταμείο εγγυήσεων, το οποίο καλύπτει τόσο τα κουπόνια (voucher) όσο και τις ανεξόφλητες χρηματικές απαιτήσεις.


15      Συναφώς, μπορεί επίσης να αναφερθεί το παράδειγμα της μεταφοράς του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302 στη γερμανική έννομη τάξη. Κατά το άρθρο 651r, παράγραφος 1, του Bürgerliches Gesetzbuch (BGB) (αστικού κώδικα), ο διοργανωτής πρέπει να εγγυάται στους ταξιδιώτες την επιστροφή του τιμήματος που κατέβαλαν για το οργανωμένο ταξίδι, στον βαθμό που οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται «σε περίπτωση» («im Fall» στα γερμανικά) αφερεγγυότητας του διοργανωτή. Η διατύπωση του άρθρου 651r, παράγραφος 1, του BGB είναι ευρύτερη από τη διατύπωση της προϊσχύσασας διάταξης, ήτοι του άρθρου 651k, παράγραφος 1, σημείο 1, του BGB. Η προϊσχύσασα αυτή διάταξη προέβλεπε ότι ο διοργανωτής ταξιδιών πρέπει να εγγυάται στους ταξιδιώτες την επιστροφή των ποσών που κατέβαλαν για το ταξίδι, στον βαθμό που οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται «λόγω» («infolge») αφερεγγυότητας του διοργανωτή ταξιδιών. Η εν λόγω διατύπωση του άρθρου 651k, παράγραφος 1, σημείο 1, του BGB ήγειρε ζητήματα συμβατότητας με την οδηγία 90/314, όπως προκύπτει από την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Blödel-Pawlik (C‑134/11, EU:C:2012:98). Κατά τον χρόνο έκδοσης της οδηγίας 2015/2302, στη γερμανική νομική βιβλιογραφία επισημαινόταν ότι το «προπατορικό αμάρτημα της χρησιμοποίησης ενός γενικού φίλτρου όπως του “λόγω”» («der Sündenfall eines allgemeinen Filters wie “infolge”») δεν θα έπρεπε να επαναληφθεί στη νομοθεσία μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη [βλ. Staudinger, A., «Erste Überlegungen zur Umsetzung der reformierten Pauschalreiserichtlinie mit Bezug auf den Insolvenzschutz», Reise-Recht aktuell (RRa), 2015 (6), σ. 281 έως 287, ιδίως σ. 282].


16      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τις εκτιμήσεις τις οποίες παρέθεσα στο σημείο 61 των προτάσεών μου στην υπόθεση UFC – Que choisir και CLCV (C‑407/21, EU:C:2022:690) και τις οποίες μνημονεύει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της. Σκοπός του εν λόγω σημείου δεν ήταν να αναλυθεί σε βάθος το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 της οδηγίας 2015/2302, αλλά, αντιθέτως, να απαντηθούν τα επιχειρήματα ορισμένων κυβερνήσεων σχετικά με τη μη εφαρμογή του δικαιώματος πλήρους επιστροφής χρημάτων στην περίπτωση της πανδημίας της COVID‑19, καθώς και να εξεταστεί το ζήτημα του αντίκτυπου της πανδημίας στη ρευστότητα των διοργανωτών, που προέκυπτε από τις εκτεταμένες αιτήσεις ακύρωσης κρατήσεων. Για τους ίδιους λόγους, η σκέψη 55 της απόφασης του Δικαστηρίου της 8ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (Δικαίωμα καταγγελίας σύμβασης χωρίς χρέωση) (C‑540/21, EU:C:2023:450), δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απηχεί τη θέση του Δικαστηρίου σχετικά με την έκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 17 της οδηγίας 2015/2302 προστασίας από την αφερεγγυότητα.


17      Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2023, Towercast (C‑449/21, EU:C:2023:207, σκέψη 31).


18      Απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, Dillenkofer κ.λπ. (C‑178/94, C‑179/94 και C‑188/94 έως C‑190/94, EU:C:1996:375, σκέψη 42).


19      Απόφαση της 15ης Ιουνίου 1999, Rechberger κ.λπ. (C‑140/97, EU:C:1999:306, σκέψη 61).


20      Απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, Verein für Konsumenteninformation (C‑364/96, EU:C:1998:226, σκέψη 18).


21      Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια (ταξιδιωτικά πακέτα) και τους εξατομικευμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου [COM(2013) 512 final].


22      Η αιτιολογική σκέψη 34 της πρότασης της Επιτροπής ανέφερε ότι «οι ταξιδιώτες που αγοράζουν ένα οργανωμένο ταξίδι [...] προστατεύονται πλήρως κατά της αφερεγγυότητας του διοργανωτή» και ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα εθνικά τους συστήματα προστασίας κατά της αφερεγγυότητας είναι αποτελεσματικά και δύνανται να εξασφαλίζουν τον έγκαιρο επαναπατρισμό και την αποζημίωση όλων των ταξιδιωτών που ζημιώθηκαν από την αφερεγγυότητα». Το άρθρο 15 της πρότασης της Επιτροπής, με τίτλο «Αποτελεσματικότητα και πεδίο εφαρμογής της προστασίας κατά της αφερεγγυότητας», όριζε ότι τα κράτη μέλη όφειλαν να μεριμνούν ώστε οι διοργανωτές «να εξασφαλίζουν εγγύηση για την αποτελεσματική και άμεση επιστροφή όλων των πληρωμών που πραγματοποιούν οι ταξιδιώτες» (η υπογράμμιση δική μου).


23      Σκεπτικό του Συμβουλίου που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έκδοσης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια (ταξιδιωτικά πακέτα) και τους συνδεόμενους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 2013/0246 (COD), 22 Σεπτεμβρίου 2015 (στο εξής: σκεπτικό του Συμβουλίου).


24      Σύσταση της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2020, σχετικά με τα κουπόνια που προσφέρονται σε επιβάτες και ταξιδιώτες ως εναλλακτική δυνατότητα αντί της επιστροφής εξόδων για ματαιωθείσες υπηρεσίες οργανωμένων ταξιδιών και μεταφορών στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19 (ΕΕ 2020, L 151, σ. 10).


25      Αιτιολογική σκέψη 14 της σύστασης 2020/648 της Επιτροπής.


26      Σημείο 2 της σύστασης 2020/648 της Επιτροπής. Όπως προκύπτει από το σημείο 1, η εν λόγω σύσταση αφορά κουπόνια που μπορούν να προτείνουν στους ταξιδιώτες οι διοργανωτές ως εναλλακτική επιλογή αντί της επιστροφής χρημάτων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης για λόγους που συνδέονται με την πανδημία COVID‑19, στο πλαίσιο του άρθρου 12, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2015/2302.


27      Απόφαση της 15ης Ιουνίου 1999, Rechberger κ.λπ. (C‑140/97, EU:C:1999:306, σκέψη 74).


28      Το Κοινοβούλιο μνημονεύει την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2015/2302.


29      Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 90/314, το οποίο διέπει το δικαίωμα του καταναλωτή να ζητήσει την επιστροφή, το συντομότερο δυνατόν, των καταβληθέντων από αυτόν ποσών βάσει της σύμβασης.


30      Παρεμπιπτόντως, de lege ferenda, θα ήταν ευκταίο ο νομοθέτης να αποσαφηνίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/2302. Αυτός είναι ένας από τους σκοπούς της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερη η προστασία των ταξιδιωτών και να απλουστευθούν και να αποσαφηνιστούν ορισμένες πτυχές της οδηγίας [COM(2023) 905 final]. Κατά τη νέα διατύπωση της εν λόγω διάταξης, την οποία πρότεινε η Επιτροπή, η εγγύηση της επιστροφής του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από τους ταξιδιώτες «σε περίπτωση αφερεγγυότητας του διοργανωτή» περιλαμβάνει την προστασία των πληρωμών που πραγματοποιούνται «όταν ο ταξιδιώτης είχε δικαίωμα επιστροφής χρημάτων».


31      Βλ. σημείο 55 των παρουσών προτάσεων.


32      Απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, UFC – Que choisir και CLCV (C‑407/21, EU:C:2023:449, σκέψη 60).


33      Η υπογράμμιση δική μου.


34      Βλ. Keiler, S., «Agens und Folge der Insolvenz eines Reiseveranstalters», 2020 Zeitschrift für Insolvenzrecht und Kreditschutz – ZIK, τόμος 6, 2020, σ. 229, ιδίως σ. 231.


35      Η υπογράμμιση δική μου.


36      Απόφαση της 14ης Μαΐου 1998 (C‑364/96, EU:C:1998:226, σκέψη 18).


37      Σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


38      Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ. (C‑402/07 και C‑432/07, EU:C:2009:716, σκέψη 47). Στην εν λόγω θεμελιώδους σημασίας απόφαση, που αφορούσε την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επιβάτες των οποίων η πτήση καθυστερεί και οι οποίοι υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή μεγαλύτερη των τριών ωρών, αφενός, και οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώνεται, αφετέρου, δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται διαφορετικά χωρίς να παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης.


39      Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2012, Nelson κ.λπ. (C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Βλ. σημείο 93 των παρουσών προτάσεων.


41      Βλ. σημείο 91 των παρουσών προτάσεων.


42      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ. (C‑402/07 και C‑432/07, EU:C:2009:716, σκέψη 60).


43      Ήτοι των προϋποθέσεων ασφαλιστικής κάλυψης.


44      Σημείο 42 των παρουσών προτάσεων.


45      Αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2007, Meilicke κ.λπ. (C‑292/04, EU:C:2007:132, σκέψη 34), και της 23ης Απριλίου 2020, Herst (C‑401/18, EU:C:2020:295, σκέψη 54). Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν, για παράδειγμα, τις προϋποθέσεις παραδεκτού του σχετικού ένδικου βοηθήματος ή την τήρηση των σχετικών προθεσμιών παραγραφής.


46      Απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Herst (C‑401/18, EU:C:2020:295, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2014, Schulz και Egbringhoff (C‑359/11 και C‑400/11, EU:C:2014:2317, σκέψεις 57 επ.).


48      Σημείο 91 των παρουσών προτάσεων.


49      Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής, Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID‑19 [C(2020) 1863] (ΕΕ 2020, C 91I, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε. Τόσο η Αυστριακή όσο και η Βελγική Κυβέρνηση έκαναν χρήση του προσωρινού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο της εμφάνισης του κορονοϊού [βλ., λεπτομερώς, Factsheet – List of Member State Measures approved under Articles 107(2)b, 107(3)b and 107(3)c TFEU and under the State Aid Temporary Framework, διαθέσιμο στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: https://competition-policy.ec.europa.eu/state-aid/coronavirus/temporary-framework_en]. Πρβλ., επίσης, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, UFC – Que choisir και CLCV (C‑407/21, EU:C:2023:449, σκέψη 73).